Γιατί οι Αλβανοί δεν μαθαίνουν το (ελληνικό) μάθημα τους;

Οι Αλβανοί και η Αλβανία; Η παλιά και πλούσια δική μας εμπειρία από τον βίαιο εξελληνισμό μας τροφοδοτήθηκε και πάλι πρόσφατα πυροδοτώντας έναν οχετό απροκάλυπτα αντιαλβανικών ρατσιστικών σχολίων εξαιτίας της (ομολογουμένως αρνητικής) απόφασης του Αλβανού πρωθυπουργού Ράμα να δεχθεί η Αλβανία πρόσφυγες.[1] Άθλια κλισέ ελλήνων που δεν έχουν ιδέα για την χωματερή από την οποία κατάγονται, πόσο μάλλον για τους αλβανούς, ξεσκονίστηκαν και διεκδικούν μια εκτόνωση στην απονομή μιας ‘αρνητικής φύσης’ στους τελευταίους. Έτσι βιώσαμε και πάλι τη γνωστή αηδία της έκφρασης ρατσιστικών στερεοτύπων, ενίοτε κραυγαλέων, από τους ίδιους έλληνες που παράλληλα πιστεύουν ότι δεν είναι ρατσιστές και ότι δεν κάνουν διακρίσεις.

Τι γίνεται όταν η συζήτηση γυρνάει στους ίδιους τους έλληνες και τις ευθύνες του δικού τους κράτους; Εκκωφαντική σιωπή. Τώρα είναι η ώρα που οι προνομιούχοι δικάζουν την ‘Αλβανία’. Το είπε ο Ράμα. Αλλά γιατί το χρεώνουν σε όλους τους Αλβανούς, δηλαδή τα κατεξοχήν θύματα του ελληνικού ρατσισμού εδώ και 25 χρόνια; Τι άλλο να σημαίνει το ‘η Αλβανία!’ εάν δεν είναι άλλη μια μετάθεση της ευθύνης από τον θύτη στο θύμα; Βάσει αυτού του σκεπτικού, για όσα έχουν πει και κάνει οι πρωθυπουργοί της Ελλάδας, ο ανθελληνισμός δεν θα έπρεπε να αποτελεί το επικρατέστερο αντιρατσιστικό πρόταγμα; Γιατί όλα θα έπρεπε βέβαια να χρεωθούν στην καθολική πλειοψηφία των ελλήνων. Με τη διαφορά, όμως, ότι κρίνοντάς το βιωματικά, σε βαθμό και ένταση ρατσισμού, και ποιος ήταν ο κυρίως θύτης, σε επίπεδο κρατικό και κοινωνικό, δικαίως θα χρεώνονταν εκεί.

 

Οι Αλβανοί που ‘δεν έμαθαν’; Υπήκοοι μιας χώρας που εντός της έχει συσπειρωθεί κράτος και κοινωνία και συμμετέχουν από κοινού σε ένα ντελίριο εκμετάλλευσης των προσφύγων, έπεσαν από τα σύννεφα με το κλείσιμο των συνόρων της Αλβανίας. Ο ίδιος όχλος που σήμερα θυμήθηκε τι έχουν τραβήξει οι Αλβανοί ως ‘πρόσφυγες τότε και πάλι δεν έμαθαν’, όλως τυχαίως δεν μπορεί να θυμηθεί τι έχουμε τραβήξει στα δικά του χέρια όλα αυτά τα χρόνια όπου η βία – κοινωνική, πολιτική, πολιτισμική – αποτέλεσε το σκηνικό μέσα στο οποίο ζούμε. Αν όχι στα χέρια του, τότε σίγουρα στα χέρια των γονιών του, των αδερφών του, των θείων του. Από τα βασανιστήρια στα σύνορα το ‘92 επειδή «είμαστε εχθροί τον αδελφών Σέρβων» – όπου η τότε αντιαλβανική βία και ατιμωρησία της πολυδιάστατης ελληνορατσιστικής καταστολής, εγγράφηκε στα μυαλά πολλών ελλήνων ως κάτι αυτονόητο και δεδομένο – και το πέταμα αλβανών μεταναστών στο λιμάνι της Κρήτης μετά το ματς Ελλάδα-Αλβανία το 2004 μέχρι και σήμερα με τα κατά καιρούς «μεμονωμένα περιστατικά». Μας κουνάνε το δάχτυλο ώστε να πάρουμε θέση απέναντι στις δηλώσεις Ράμα άνθρωποι που γαλουχήθηκαν μέσα σε μία βίαια ρατσιστική κοινωνία όπου οργιάζει το παρακράτος και όπου η μπόχα του ρατσισμού είναι πλέον η στάνταρ οσμή της κοινωνίας. Χεστήκαμε! Η όψη του ρατσιστή και του εθνικιστή, δεν θα μας είναι ποτέ οικεία. Και ο ρόλος σας, θα λέγαμε, ακόμα και των πιο καλοπροαίρετων, είναι νομοτελειακή δημιουργία… κοινωνικών συμβούλων και αυτόκλητων πατρόνων που αναγνωρίζουν ανθρώπινα δικαιώματα και κρατική καταπίεση μόνο στα πρόσωπα των άλλων…

Την ίδια έκπληξη στα βλέμματα των ελλήνων την είδαμε και στην τελευταία πολεμική σύγκρουση Ισραήλ-Παλαιστίνης. «Οι Εβραίοι!» αναφώνησε και τότε σύσσωμη η ελληνική αριστερά, «που δεν έμαθαν το μάθημά τους από το Άουσβιτς». Υπονοώντας τι; Ότι οι Εβραίοι έχουν έναν τετελεσμένο παθητικό ρόλο; Αντίστοιχα σήμερα «οι Αλβανοί» είναι αιώνια υπόχρεοι απέναντι στις χώρες που τους ‘δέχτηκαν’ και δεν πρέπει να σηκώσουν κεφάλι ως ανεξάρτητο κράτος, αν οι αποφάσεις τους είναι σε αντίθετη κατεύθυνση με την επιλεκτική εγχώρια ευαισθησία, ενίοτε «φιλο-παλαιστινιακή», ενίοτε «φιλο-προσφυγική», μα κυρίως αντι-αλβανικής κατεύθυνσης και πάγια αντι-εβραϊκών καταβολών. Δηλαδή ότι οι κακουχίες που έχουν συμβεί σε έναν λαό προεξοφλούν κάποια πειθαρχία η οποία στην περίπτωση των ελλήνων δεν ισχύει βέβαια… Βάσει τέτοιων σκεπτικών και η αλβανία σήμερα δεν είναι ένα κανονικό κράτος, όπως όλα τα άλλα, αλλά οι αλβανοί καταδικασμένοι στον ιστορικό χρόνο και εγκλωβισμένοι στο στάτους του ‘τότε πρόσφυγα’, εάν βγουν από αυτή την κατάσταση, μετατρέπονται σε απόλυτα τέρατα. «Η Αλβανία έκλεισε τα σύνορά της! Ποιά; Η Αλβανία!» αναφώνησαν απηυδισμένοι όλοι. Ναι ρε, η Αλβανία, ένα κράτος κανονικό με σύνορα και απ’ όλα.

 

Η Ελλάδα φιλόξενη; Είναι προφανές πως ο Ράμα – που παρεμπιπτόντως χεσμένο τον έχουμε – έχει καταλάβει ότι άμα κρατήσει τα σύνορα ανοιχτά, η Ελλάδα που θησαυρίζει απ’ όλη αυτή την κατάσταση, που όχι μόνο δεν έχει ανοίξει τα σύνορά της αλλά φτιάχνει και πιο ψηλούς φράχτες, όχι μόνο εκμεταλλεύεται σωρηδόν τους πρόσφυγες συστηματικά, αλλά τους πνίγει παράλληλα και συστηματικά χωρίς έλεος, όπως κάνει δηλαδή εδώ και 25 χρόνια και στα χερσαία σύνορά της… θα τους ξεφορτωθεί προς την Αλβανία μόνο και μόνο για να μην τους έχει μέσα στα πόδια της, άφραγκους, μην τυχόν και διαταράξει το εθνικιστικό φρόνημα των υπηκόων της που βλέπουν με τρόμο να εκφυλίζεται η καθαρότητά τους. Την κρατική μηχανή θανατοπολιτικής που έχει στηθεί στα θαλάσσια και χερσαία σύνορα – για να διαφυλάξει τον εγχώριο ελληνορατσισμό από τα σώματα που το εξουσιαστικό πλέγμα της συσσώρευσης και της οικονομίας, κατηγοριοποιεί ως ‘μη-παραγωγικά/ανθρώπινη φύρα’ και ο εθνικός κορμός φαντασιώνεται ως διασάλευση της ευρωστίας του, την οπλίζει, επί της ουσίας, αυτό ακριβώς το υγειονομικό άγχος διαφύλαξης της εθνικής ομοιογένειας από το πολιτισμικό μπαστάρδεμα που κομίζει η μετανάστευση και η προσφυγιά. ‘Περιττά’ ανθρώπινα σώματα θεωρούνται όσα αποβάλλονται ως εργατική δύναμη από το κύκλωμα συσσώρευσης και εντάσσονται στην κατηγορία του μη καταναλωτικού/πλεονάζοντος πληθυσμού ή εγκλείονται σε κέντρα κράτησης/ φυλακές, τροφοδοτώντας τους τοπικούς επιχειρηματικές έως ότου φτάσουν στον πάτο της ελληνικής κοινωνίας ως homo sacer με μηδενική αξία ζωής.

 

Αλβανοί Ρατσιστές; Για την πλειοψηφική ομάδα των ελλήνων ρατσιστών που στοχοποιούν και επιτίθενται στους πρόσφυγες στην ελλάδα, τις ευθύνες για τον ρατσισμό στη χώρα τους δεν τις παίρνουν μόνο οι ‘λίγοι και κακοί’ χρυσαυγίτες και οι φίλοι τους, μα και ένα ποσοστό μεταναστών πλέον. Έτσι, δεν προβληματοποιείται καν πως ο τρόπος που αφομοιώνει η ελλάδα τους μετανάστες της, μιας και οι ρατσιστικές αξίες της χώρας είναι τόσο ευρέως διαδεδομένες, είναι αυτός του ‘καλέσματος’ στην κυρίαρχη βίαιη ρατσιστική ομάδα. Ό,τι δεν προσαρμόζεται στον ελληνικό εθνορατσισμό εδώ και αιώνες, αποβάλλεται με βίαιη περιθωριοποίηση (με αποκορύφωμα το θεσμό της φυλακής ως εργαλείο διαχείρισης των πλεονάζοντων πληθυσμών ως άχρηστου εργατικού δυναμικού που βρίσκονται στον πάτο), ή και με τη βιολογική εξόντωση (εδώ και αιώνες συμβαίνει αυτό με κάθε μη ‘προσαρμοσμένους’ μετανάστες και πρόσφυγες, γκέι, Ρομά, Εβραίους). Από την άλλη, μια αριστερή επεξήγηση για «αλλοτριωμένους μετανάστες από τον αστικό τρόπο ζωής που εγκαταλείπουν την κοινωνική τους θέση, τη μεταναστευτική τους ταυτότητα, την ταξική τους θέση» κτλ, ξέπνοα λόγια που μας προκαλούν χασμουρητά, δεν είναι μόνο μερική… Είναι προβληματική γιατί παραβλέπει την βιο-εξουσία μεταξύ των κυρίαρχων υποκειμένων και των Άλλων. Αορατοποιεί δηλαδή τις βιοπολιτικές τεχνικές του κράτους και αποσιωπά τις εξοντωτικές επιθυμίες του εγχώριου εθνορατσισμού που κορυφώνονται όταν έρχονται αντιμέτωπες με τη ρευστή κατάσταση ενός ανθρώπινου πληθυσμού, ζητώντας από τα οργανωμένα μέλη του με τα αρχαιοελληνικά μαχαίρια να τον απαλλάξει: με άλλα λόγια, τη λογική ότι όσο το ‘κατώτερο’ είδος θα τείνει να εξαφανίζεται, όσο τα ‘μη φυσιολογικά’ άτομα θα εξοντώνονται, όσο οι ‘εκφυλισμένοι’ σε σχέση με το είδος θα λιγοστεύουν, τόσο περισσότερο ‘εγώ’ – όχι ως άτομο αλλά ως είδος – θα ζήσω, θα είμαι δυνατός, ρωμαλέος και θα αυξάνω τη δύναμή μου… Αλλά, επίσης, είναι προβληματική και γιατί αποκρύπτει και το γεγονός ότι για τους μειοψηφικούς αυτό είναι μια μορφή άμυνας και επιβίωσης στον ελληνικό βούρκο. Με απλά λόγια, δηλαδή, για να αποδείξει ένας αλβανός ότι νιώθει έλληνας ή ότι αξίζει να ζει με έλληνες, ότι είναι επιθυμητός απ’ αυτούς, πρέπει να δείξει το μίσος του προς άλλους μετανάστες, Ρομά, κτλ, να αποβάλλει και να απομονώσει κι αυτός το διαφορετικό, από την κυριαρχική νόρμα και να αρνηθεί την ταυτότητά του (αλλαγή ονόματος, βάφτιση κτλ). Πόσες φορές έχουμε ακούσει το «δεν είμαι Αλβανός αλλά βόρειο-ηπειρώτης» όλο περηφάνια! Λες κι αυτό δεν είναι θέμα ελληνικότητας, δηλαδή ελληνικής αφομοίωσης-μη ελλήνων, εμπεδωμένης ρατσιστικής βίας δηλαδή στην τελική.

 

Βία όπως… Όταν το παρακράτος που εσείς ψηφίζετε – για να μιλήσουμε στην δική σας γλώσσα – και οι τραμπούκοι του που κάθονται στα έδρανα της βουλής, μασκαρεμένοι με κοστούμια πολιτικών… οι ένστολοι εκπρόσωποι και προστάτες σας, ως αποκλειστικοί κάτοχοι του μονοπωλίου της βίας, που ενεργούν ως δικαστές και εκτελεστές όπως στην περίπτωση του Αλβανού μάρτυρα Ilir Kareli, ο οποίος κόβοντας το λαιμό του ένστολου αρχιβασανιστή του… «έπραξε αυτό που θα μπορούσαν να έχουν πράξει πάρα πολλοί άλλοι. Που θα ήθελαν να πράξουν. Αν ήταν πιο τολμηροί ή πιο παρορμητικοί. Ή αν το έφερνε η ώρα. Έκανε εκείνο που έβλεπαν στα όνειρα ή στους εφιάλτες τους, στις φαντασιώσεις εκδίκησης και δικαίωσης, που έσφιγγαν τα δόντια, έβριζαν, καταριόνταν, και δεν το έκαναν… και έγινε σύμβολο της κοινωνικής αδικίας, της πολιτικής καταπίεσης αλλά και της αυθόρμητης, ατομικής εξέγερσης ενάντια στην κοινωνική αδικία που έτρεφαν κράτος και παρακράτος.»[2]

 

Κριτική στο κράτος, αλλά σε ποιο κράτος και από ποιους; Η αντιαλβανική κριτική μπορεί να γίνει αποδεκτή, ακόμα και σφοδρή, χωρίς έλεος, όταν διακινείται στο εσωτερικό της αλβανικής κοινότητας. Όμως, όταν εξαπολύεται από στόματα ελλήνων, η ίδια κριτική παίρνει αμέσως ρατσιστική χροιά, δεδομένου ότι είναι δημιούργημα εθνορατσιστικών αφηγημάτων που αναπαράγονται και προωθούνται ευρέως στην ελλάδα. Η ‘σάτιρα’ αυτή, λοιπόν, έχει διαμορφωθεί σε μια κοινωνία που ο ελληνισμός είναι ένα αφετηριακό πρόταγμα πάνω στο οποίο συγκροτείται ο εθνορατσισμός και ο φασισμός αυτής της χώρας. Οπότε καλά κάνουν, οι ριζοσπαστικοποιημένοι Αλβανοί μετανάστες και είναι ανθέλληνες μέχρι τέλους. Είναι η μόνη θεμιτή στάση άμυνας σε μια χώρα γενικευμένου στιγματισμού. Με απλά λόγια: ο λόγος για τον οποίο η κριτική προς τον εθνικισμό του ‘δικού σας’ κράτους ΔΕΝ είναι ‘ακριβώς το ίδιο’ με οποιονδήποτε άλλο εθνικισμό, γιατί εξακολουθεί να έχει προτεραιότητα ως καθήκον στη χώρα που ζούμε, δεν είναι γεωγραφικός. Είναι ότι ΑΥΤΟΣ ο εθνικισμός, και όχι κάποιος άλλος, σας εγκαλεί ως υποκείμενα, θεωρεί ότι αυτονόητα υπαγόσαστε σε αυτόν, και βέβαια σας έχει διαποτίσει.

 

Ο φασισμός των άλλων… άλλοθι για τον ντόπιο ρατσισμό. Δεν μας προκαλεί καμία έκπληξη ο σκανδαλισμός σας για την ανακοίνωση του Έντι Ράμα, διότι ξέρουμε από πρώτο χέρι πως όταν οι έλληνες είναι να υιοθετήσουν μια επικριτική (προς τους αλβανούς ή όποια άλλη μειονότητα) και την κάνουν παντιέρα, ε τότε αυτό δε θα γίνει τίποτα άλλο από το άλλοθι του ρατσισμού τους για τον εν ελλάδι διωκόμενο αλβανικό πληθυσμό. Ο αντιαλβανικός αυτός λόγος στην ορθόδοξη ελλάδα, όταν δεν τον εκφέρουν οι ίδιες/οι οι αλβανιδες/οι, είναι απλώς μια ακόμα θεωρητική και πρακτική προετοιμασία του εθνικού κορμού για νέα πογκρόμ, αποκλεισμούς, απελάσεις, εγκλεισμούς, δολοφονίες και σκούπες με στόχο τους αλβανούς πολίτες, όπως γίνεται δεκαετίες τώρα εξάλλου.[3] Είναι ένα ακόμα πρόσχημα για να δικαιολογηθούν οι επόμενες συντονισμένες στοχοποιητικές και ρατσιστικές εκστρατείες. Αποτελεί κλήση του αλβανικού πληθυσμού στην ελλάδα σε απολογία. Και σε κάθε εκδοχή του εργαλειοποιεί την κατάσταση των προσφύγων με πολιτικές στοχεύσεις. Καταγγέλλεται ο φασισμός των άλλων για να καλύψουν και να οπλίσουν καλύτερα των φασισμό των δικών τους κοινωνιών. Απευθυνόμενοι σε όσες/όσους νιώθουν αλληλέγγυοι προς εμάς να ξεκαθαρίσουμε και κάτι ακόμα: για μας ο μόνος θεμιτός αντιφασιστικός λόγος στην ελλάδα είναι το ‘τζαμιά, μιναρέδες και συναγωγές σε όλες τις γειτονιές’ και η πολεμική σε όσους συσχετίζουν τον αλβανικό εθνικισμό με τον ελληνικό (απ’ οποιαδήποτε πολιτική αφετηρία στην ελλάδα). Διότι έχει σημασία αυτός ο λόγος να έχει μορφή που να μην ενισχύει άλλες ρατσιστικές αφηγήσεις των προνομιακών.

 

Κριτική σε κάθε εθνικισμό; Η στρεψοδικία εξ αριστερών (‘καλοπροαίρετων συντρόφων’) που ισχυρίζεται πως δεν κάνει παρόλα αυτά κριτική στο σύνολο των αλβανών και πως ‘υπάρχουν και καλοί αλβανοί’, συνοψίζεται δε στην εύηχη πλην ύπουλη φράση ‘οι αντιεθνικιστές οφείλουν να επιτεθούν σε κάθε εθνικισμό, απ’ όπου κι αν προέρχεται’ είναι ένα ακόμα απόφθεγμα περιστασιακής χρησιμότητας, τίποτε άλλο από μια αληθοφάνεια που παρεμποδίζει την απόδοση δικαιοσύνης και την άρθρωση στοχευμένης κριτικής επί του συγκεκριμένου. Όλα τα έθνη-κράτη φτιάχνουν την δική τους εθνική αφήγηση και κυρίαρχη αντίληψη, στην οποία οι ίδιοι οι υπήκοοι είναι το κέντρο του κόσμου και έχουν υπάρξει ήρωες, ενώ όλοι οι γείτονες είναι οι κακοί που τους επιβουλεύονται. Όταν το ελληνικό κράτος στοχεύει την αλβανία ως εχθρό, όπως κάνει εδώ και χρόνια, το να συμμετέχεις σε αυτό τον λόγο, υποδυόμενος τον δίκαιο κριτή, όπως και αν θες εσύ να το ονομάσεις, σε κάνει συμμέτοχο του εθνικισμού σου και πιστό υπήκοο των κρατικών σου συμφερόντων.

Οι εθνικισμοί των γειτονικών χωρών αλληλοτροφοδοτούνται και ενισχύονται αντίστοιχα. Δηλαδή, οι εθνικιστές μιας γειτονικής χώρας δεν εξετάζουν αν αυτός που τους επιτίθεται είναι εθνικιστής ή αντιεθνικιστής. Αλλά υπολογίζουν μόνο την κατεύθυνση από την οποία εξαπολύεται η επίθεση. Δηλαδή την εθνική καταβολή του επιτιθέμενου. Το αποτέλεσμα δεν είναι μόνο η περαιτέρω συγκρότησή τους, ούτε και η συσπείρωση των λούμπεν εθνικιστών, αλλά κυρίως η μετατόπιση του ‘αδιάφορου’ κόσμου προς τον εθνικισμό, λόγω της συνεχούς έκθεσης στην διάχυτη εθνική αφήγηση, θεωρώντας πως από την στιγμή που ανακατεύεσαι στα εσωτερικά τους, τους επιβουλεύεσαι. Γι’ αυτό μια τέτοια κριτική-δράση είναι απαράδεκτη έως επικίνδυνη, διότι, από την στιγμή που προέρχεται από τους ‘εχθρούς’ της Αλβανίας, θα συσπειρώσει κράτος και φασίστες με ολέθριες συνέπειες για όσες/όσους πολεμούν τον εκεί εθνικισμό ως ‘εθνοπροδότες, πράκτορες κλπ’, δηλαδή ως αντιεθνικιστές και αντιφασίστες. Όλη αυτή η διαδικασία καθρεφτίζεται στη γειτονική χώρα (εν προκειμένω, την ελλάδα). Όσο δυναμώνει ο από εκεί εθνικισμός, άλλο τόσο επιβεβαιώνεται ο από εδώ εθνικισμός αισθανόμενος τον κίνδυνο επίθεσης και ξανά ο ίδιος κύκλος που περιγράψαμε παραπάνω. Τα βιώματά μας, μας έχουν δείξει πως ο πρώτος στόχος μιας τέτοιας εξέλιξης είμαστε εμείς οι Αλβανοί.

Κάθε σοβαρή αντι-εθνικιστική πολιτική εξάλλου γνωρίζει καλά ότι η υπονόμευση και η καταστροφή του κυρίαρχου εθνικισμού (του ελληνικού στην ελλάδα, του αλβανικού στην αλβανία) θα είναι έργο των ίδιων ανθρώπων που ο εκάστοτε εθνικισμός έχει εισβάλει στη ζωή τους. Όσοι δηλαδή πλήττονται άμεσα από τον ντόπιο εθνικισμό, έχουν τον πρώτο και κύριο λόγο επίθεσης. Οι από εκεί αντιεθνικιστές, ως άμεσα πληττόμενοι, είναι λοιπόν ο φυσικός και κυρίως αντίπαλος του αλβανικού εθνικισμού και οι υπόλοιποι καλά θα κάνετε να το βουλώσετε. Το κούνημα του δαχτύλου και τα από εδώ επαναστατόμετρα ζέχνουν πατερναλισμό και ρατσισμό. Ενισχύστε, λοιπόν, τους από εκεί αντιεθνικιστές ή σκάστε!

Οι εκτός των κρατικών συνόρων του εκάστοτε κυρίαρχου εθνικισμού, στην προκειμένη του αλβανικού, έχουμε δευτερεύοντα λόγο στην πολεμική εναντίον του. Και μόνον στα πλαίσια μιας συζήτησης με όσους πλήττονται πραγματικά από τον κάθε εθνορατσισμό και βιώνουν την εμπειρία της εθνικής αφήγησης στο σβέρκο τους, μπορεί να επιτευχθεί ένας εμπλουτισμός γνώσεων αλλά και μια επιθετική κριτική από τους ίδιους τους ριζοσπαστικά πολιτικοποιημένους αλβανούς. Ο αφηρημένος αντι-εθνικισμός – σε γενική και αόριστη μορφή – όπως π.χ. ‘κάτω τα έθνη’, επιμένει να μην κατανοεί ότι μέσα στο έθνος από το οποίο κατάγεται υπάρχουν μειονοτικές εθνικές ομάδες οι οποίες στην κυρίαρχη (εδώ: ελληνική) εθνική αφήγηση παίζουν ακριβώς το ρόλο του ‘ξένου’, του ‘εισβολέα στην εθνική καθαρότητα’ και άρα θεμελιώνουν τον αποκλεισμό με βάση τον οποίο συγκροτείται η ίδια η ντόπια εθνική ταυτότητα. Μια τέτοια ρητορική, λοιπόν, επ’ ουδενί δεν δηλώνει συνεπή αντιεθνικισμό αλλά βλακεία, ειδικά εφόσον δεν εστιάζει στους τρόπους συγκρότησης της ταυτότητας των θυτών ακόμα και μετά την γενική καταστροφική εμπειρία των παγκοσμίων πολέμων και των κατά τόπους σφαγών που υποκίνησαν οι εθνικές ιδέες.

 

Ιστορία και Καθημερινότητα. Η ‘άγνοια’ για την ιστορία σας, ως θύματα και θύτες κατά τα πρώτα χρόνια του προηγούμενου αιώνα των ελληνικών μεταναστευτικών ροών, αλλά και καθαρά ως θύτες την τελευταία 25ετία, ως κλέφτες των Εβραϊκών περιουσιών στα Ιωάννινα και την Θεσσαλονίκη που έγινε λίγες μόλις ώρες αφού αναχώρησε η φάλαγγα των φορτηγών για το Άουσβιτς –την ίδια περίοδο που η Αλβανία δεκαπλασίαζε την Εβραϊκή της μειονότητα,[4] και η επιρροή της στην προσωπικότητα σας είναι σχεδόν καθολική. Πόσα άτομα γνωρίζουν για τα εγκλήματα του ελληνικού κράτους, πόσο μάλλον για τα προνόμια που αυτά τα εγκλήματα παρήγαγαν και αφορούν κάθε Έλληνα και Ελληνίδα προσωπικά; Ελάχιστα άτομα κάνουν το βήμα να προσαρμόσουν το αντιεθνικιστικό μήνυμα στην ελληνική πραγματικότητα που είναι ολόκληρη ένα αδιάσπαστο συμπαγές τείχος που όμοιο της δεν έχουμε ξαναδεί. Σαν να μην έγινε ποτέ εθνοκάθαρση εδώ. Σαν να μην έγιναν ποτέ πογκρόμ εδώ. Σαν μην έγινε ποτέ βίαιη αφομοίωση δεκάδων χιλιάδων εδώ. Να τους δώσουν χαρτιά και να τους αφήσουν να πάνε στην Ευρώπη», «γιατί δεν παίρνει και η Αλβανία;» Πραγματικά αυτά τα λόγια φαίνονται καλοπροαίρετα σε πρώτο επίπεδο. Αν όμως σκεφτεί κανείς καλύτερα μπορεί να δει ότι αυτά τα λόγια μάλλον απηχούν το άγχος για την διατήρηση μιας καθαρής Ελλάδας. Το εθνικιστικό όραμα του 19ου αιώνα έχει γίνει τόσο δεδομένο που δεν μπορεί καν να γίνει αντιληπτό από τα άτομα που σκέφτονται διαφορετικά, πόσο μάλλον να αμφισβητηθεί. Επιπλέον, κι ο λόγος που αντιμετωπίζει τους ανθρώπινους πληθυσμούς (πρόσφυγες) ποσοτικά, υπολογισμένους από κρατικούς μηχανισμούς στήνοντας πλασματικές πραγματικότητες και δημοσιεύοντας κυρίως τον λόγο στρατευμένων καθεστωτικών και κάθε λογής ένστολων (που δεν μιλάνε ποτέ για την συχνότητα και την ένταση των επαναπροωθήσεων), στοχεύει αντίστοιχα στο να αναδείξει ότι κάθε έθνος/κράτος ‘αντέχει’ μόνο μία ορισμένη ‘δόση’ προσφύγων. Και μετά; Μετά τι άραγε; Η ελλάς μολύνεται; Αλλοιώνεται; Προκαλείται ανεξέλεγκτη δυσαρμονία στην κοινωνική ομοιομορφία; Καταστρέφονται τα κρατικά ταμεία; Μακάρι δηλαδή, αλλά μακριά από το να συμβούν ‘τέτοιες συμφορές’ για το έθνος… εδώ έχουμε ένα κάνουμε με έναν επιθετικό εθνικισμό που σφυρίζει πάνω από τα κεφάλια μας. Αντί να αναγνωριστεί αυτό, ο ντόπιος εθνικισμός δηλαδή, κράτος, κοινωνία, τα ΜΜΕ τους[5] και η αριστερά αναγνωρίζουν εθνικισμό ως συνήθως στην απέναντι πλευρά…

 

Φίδια στον Κόρφο

 

 

 

[1] ‘Η Αλβανία δεν θα ανοίξει τα σύνορα για τους πρόσφυγες’, Καθημερινή, 26-02-2016.

[2] ‘Ο Μάρτυρας Ίλι Καρέλι’, Εύα Αυγερινού, tvxs, 09-04-2014.

[3] Για μια μίνι ιστορία αντι-αλβανικού λόγου και πράξης στον ελληνικό βούρκο, βλέπε και τα κείμενα: ‘Περίοδος Κυνηγιού (σκόρπιες σκέψεις για μια ήδη ξεχασμένη ιστορία)’ από το Café Morgenland (Οκτώβριος 2004), ‘Ναι ρε, Αλβανοί!’ από το Café Morgenland (Φεβρουάριος 2007),  ‘Η σιωπή μας κρύβει μέσα της την οργή’ από τις Ανθελληνικές Ορδές Ξένων (Δεκέμβριος 2010), ‘Η ελλάδα ξεπλένεται με τον βρώμικο τρόπο (την κρίση)’ από το Antifa Casa del Campo (Απρίλιος 2012), ‘Τελικά, κάτι έκανε: ο Σύριζα και οι μετανάστες’ από το Antifa Negative (Οκτώβριος 2016).

[4] ‘Πώς οι Αλβανοί προστάτευσαν τους Εβραίους’, Τάκης Μίχας, Ελευθεροτυπία, 18-05-2009.

[5] ‘Ο επικίνδυνος εθνικιστής Έντι Ράμα’, Μητροπούλου Ειρήνη, Το ΒΗΜΑ, 24-05-2015. Σε όλα αυτά τα άρθρα αποκρύβεται ακριβώς η επιθετική εξωτερική πολιτική του ελληνικού κράτους απέναντι στην Αλβανία με τα ζητήματα του εκβιασμού της εισόδου της στην Ε.Ε., με το ζήτημα των θαλάσσιων συνόρων και της ΑΟΖ του Ιονίου, κ.ο.κ.