Οι ρατσιστές, οι μη ρατσιστές και οι Άλλοι

I. Έλληνες είναι κρίμα, μην αρνείστε τα παιδιά σας, τους χρυσαυγίτες!
Στα Χανιά της Κρήτης, τον προηγούμενο μήνα, υπήρξαν κάποια ρατσιστικά κρούσματα σε ένα σχολείο. Ο στόχος των επιθέσεων ήταν ο αποκλεισμός των Αλβανών μαθητών από το σχολείο και η απαγόρευση της διδασκαλίας της μητρικής τους γλώσσας: μόνο της Αλβανικής γλώσσας, όχι άλλης, καθώς στο σχολείο διδάσκονται και άλλες γλώσσες σε παιδιά που ο ένας από τους δυο γονείς τους δεν είναι Έλληνας. Πιο πρόσφατα, 25η Μαρτίου, στη Σαντορίνη, η πύλη του σχολείου σφραγίστηκε με σιδεροκόλληση προκειμένου να μην παρελάσουν –χεσμένες τις έχουμε, βέβαια, τις παρελάσεις– οι μαθητές. Ο λόγος; Επειδή η σημαιοφόρος ήταν από την Αλβανία. Οι “αντιρατσιστικές” άμυνες των ντόπιων κατοίκων ενεργοποιήθηκαν αμέσως. Έγινε λόγος μέσω πύρινων δηλώσεων για μία περιθωριακή κάστα φανατικών ρατσιστών και οι συμπεριφορές τους κρίθηκαν καταδικαστέες. Οι χρυσαυγίτες κάπου χάθηκαν στο πλήθος, άλλοι παρέμειναν ως ισότιμα μέλη του συλλόγου γονέων και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς… χειρότερα!

Οι έλληνες νεοναζί δεν έπεσαν από τον ουρανό. Χαλαρώστε. Στα σπλάχνα τούτης εδώ της κοινωνίας γεννήθηκαν. Αυτή εδώ η κοινωνία τους τρέφει υλικά και ιδεολογικά, τους προσφέρει το προνόμιο της ανωνυμίας –όταν τη χρειάζονται– και τους παρέχει την απαραίτητη ασυλία. Ενδεικτικό παράδειγμα ότι οι συλληφθέντες των Α.Μ.Ε. μολονότι διέθεταν υλικά για βόμβες στα σπίτια τους και συνελήφθησαν με βάση τον αντιτρομοκρατικό, οι φωτογραφίες τους δεν διαδόθηκαν στα ΜΜΕ, όπως γίνεται με κάθε ακροαριστερή οργάνωση αντίστοιχα. Το οχυρό τους έχει όνομα: λέγεται ελληνική κοινωνία. Καθημερινοί, καθημερινότατοι άνθρωποι είναι, πρόθυμοι να τσακίσουν ό,τι θεωρούν ή (αυτο)προσδιορίζεται ως “Άλλο”, ως “μη έθνος”. Είναι συνάνθρωποι, όχι τέρατα –έλεος– διαποτισμένοι από την εθνική συνείδηση και τη ρατσιστική ιδεολογία. Αυτά δεν είναι πράγματα που σου τυχαίνουν, αλλά τα επιλέγεις συνειδητά. Πληρώνουν φόρους, ‘τρώνε’ πρόστιμα και στο τέλος του μήνα ξεμένουν από λεφτά. Α! Όταν αρρωσταίνουν πάνε και αυτοί για εξετάσεις αίματος. Όπως όλος ο κόσμος δηλαδή. Ίσως όλοι/ες έχουμε έναν φανατισμό ο οποίος απορρέει από κάποια βιώματα, γεγονότα κλπ… Ε, εκείνοι είναι φανατικοί έλληνες, έμπρακτα ρατσιστές και νοσταλγοί του ναζισμού. Η διαφορά τους με το φιλήσυχο ρατσιστή είναι ότι εκείνοι θα υπερασπιστούν ρητά το ρατσισμό τους. Αυτοπροσδιορίζονται ως υπέρμαχοι αξιών που συμπορεύονται με την ελληνική εθνική ιδεολογία, φορείς της οποίας είναι εκατομμύρια κόσμου. Κάθε εθνική αφήγηση έχει τους “χρυσαυγίτες” της ως σημείο αιχμής, όσο κι αν το κοινωνικό κέντρο «διαφωνεί με τις πρακτικές τους». Εκείνοι είναι η νομοτελειακή απόληξη της εθνικής ιδεολογίας. Η παρουσία τους αναδεικνύεται από τις κυρίαρχες κοινωνικές σχέσεις και την ελληνοκεντρική ρητορική και σκέψη που μιλάει για γονίδια, γένος, κληρονομικότητα και ιστορική συνέχεια. Ενώ η μισαλλοδοξία και η δολοφονική βία που τους διακατέχει νοηματοδοτείται από τις κοινές αξίες που διέπονται οι σχέσεις ελλήνων-ξένων. Αυτοί είναι οι παράγοντες που, όχι μόνο δεν τους επιτρέπουν να τιθασεύσουν τα δολοφονικά ένστικτα ή να εξαλείψουν το μίσος προς το Άλλο, αλλά δεν καταλαβαίνουν γιατί να το κάνουν κιόλας.

Η εκδήλωση ρατσιστικής επιθετικότητας προϋποθέτει άρση ηθικών / συναισθηματικών φραγμών, μηχανισμούς που αποτρέπουν την υιοθέτηση αυτών των ‘ριζοσπαστικών’ μέτρων. Σ’ ένα τεράστιο πεδίο δράσης (γεωγραφικό/νομικό/κοινωνικό), όπως είναι η ελλάδα, που κυμαίνεται από φιλικό έως αδιάφορο απέναντί τους, η εκδήλωση της επιθετικότητας δεν είναι δύσκολη, αν μπορούμε να κρίνουμε από το συνεχώς ανανεωμένο δυναμικό τους. Άρα, ουσιαστικά, πρόκειται για μια διάκριση μεταξύ χρυσαυγιτών και εκλογικού σώματος. Οι πρώτοι είναι άνθρωποι της υπεράσπισης της δράσης και της κυριολεξίας, ενώ οι δεύτεροι αναζητούν πολιτική έκφραση και απαιτούν. Τόσο οι μεν όσο και οι δε καταλαβαίνουν ότι αυτή η επιθετικότητα δεν είναι έξω από τα κοινωνικά πλαίσια και ως τέτοια προσλαμβάνεται τόσο από τους θύτες όσο και από τα θύματα. Είναι αυτά τα κοινωνικά πλαίσια ακριβώς που δεν εμπνέουν καμία εμπιστοσύνη στα ξένα σώματα. Είναι αυτά που προσφέρουν ένα ενθαρρυντικό περιβάλλον για παθιασμένους εχθρούς και απαθείς υπερασπιστές των θυμάτων. Αυτό μας λέει ότι δεν φτάνει από μόνο του το γεγονός να μην είναι κανείς ρατσιστής, αλλά να είναι και αντιρατσιστής. Με άλλα λόγια, η πληθυσμιακή υπεροχή της εθνικής ταυτότητας είναι αυτή που ασκεί γοητεία στον ρατσιστή και σε εμάς πυροδοτεί μίσος για ό,τι αυτός εκπροσωπεί.

Ο ρατσισμός δεν είναι απλά ένα αίσθημα μίσους που εξαντλείται στη σφαίρα της θεωρίας, αλλά σχέση εξουσιαστικής κυριαρχίας που παρέχει προνόμια στα μέλη μιας κυριαρχικής κοινωνικής ομάδας και περιθωριοποιεί/καταπιέζει ό,τι αυτά κατηγοριοποιούν ως Άλλο. Αυτό φαίνεται να μην αγγίζει ιδιαίτερα το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας, διότι πρακτικά αφορά τους Άλλους της, αλλά και πώς να την ενδιέφερε αφού έτσι έχει μάθει να αναπνέει… Το κράτος έχει μεριμνήσει για την κατασκευή μηχανισμών που στελεχώνονται με εξειδικευμένες τεχνολογίες διαχείρισης της “μη κοινωνίας” ούτως ώστε ο μέσος έλληνας να κοιμάται με ήσυχη την συνείδηση του. Αυτές είναι συνθήκες που οι έλληνες γνωρίζουν και οι ξένοι έχουν εμπεδώσει. Η διαφορά είναι πως για τους έλληνες δεν βάλλονται τα προνόμιά τους και γι’ αυτό δεν θα τους δούμε ποτέ να χτυπιούνται σε πλατείες όπως με το “μακεδονικό”. Ενώ για τους ξένους οι περιστάσεις δεν αφήνουν και πολλά περιθώρια για λάθος ερμηνεία των σημαδιών, δεδομένου δηλαδή ότι οπουδήποτε, οποιαδήποτε στιγμή μπορεί να σκοντάψουν σε κάποιον από τους επίσημα καταγεγραμμένους 500.000 κόσμου που βρήκαν την πολιτική τους έκφραση στην X.A. Ας μην προσπεραστεί έτσι αυτός ο αριθμός, διότι μας δείχνει ότι η Χ.Α. δεν είναι αυτόκλητοι εκπρόσωποι της ελληνικής κοινωνίας που ξεφύτρωσαν από το πουθενά, αλλά το ίδιο της το πρόσωπο, ο καθρέφτης της. Είναι έλληνες σε όλα τους, έμπρακτα και μάλιστα πολύ δραστήριοι. Ρητά και υπόρρητα τους ανατέθηκε η βρώμικη δουλειά από ένα ‘σεβαστό’ κοινωνικό τμήμα. Η νοητική διχοτόμηση, όπως ήδη σημειώθηκε, από τα κοινωνικά πλαίσια ξεπλένει τον ρατσιστή της διπλανής πόρτας, υπόδειγμα οικογενειάρχη και επαγγελματία που τον τρώμε στη μάπα επί καθημερινής βάσεως.

Εξάλλου, το πρόσφατο παράδειγμα με το παραλήρημα της βουλευτίνας Ραχήλ Μακρή όταν είδε την τραγουδίστρια Ελένη Φουρέϊρα «να κάνει τον αετό» με τα χέρια της, είναι ενδεικτικό ότι οι ‘χρυσαυγίτικες’ αντιδράσεις για την αλβανική παρουσία στην ελλάδα δεν είναι μόνο χρυσαυγίτικες. Η προσπάθεια πειθάρχησης των αλβανών μεταναστών είναι εθνικό καθήκον που έχουν αναλάβει, φαίνεται, όλα τα κοινωνικά στρώματα και οι πολιτικές τάσεις στην ελλάδα. Οι ‘φρουροί της ελλάδας’ εξερευνούν και δεν διστάζουν να επικοινωνούν δημόσια πόσο καλά έχουν αφομοιωθεί ή όχι οι Αλβανοί και τι θα έπρεπε να γίνει με αυτούς σε περίπτωση που δεν τα καταφέρνουν τόσο καλά με τα ελληνικά στάνταρ. Ο Υπουργός Καμμένος και τα ΜΜΕ στην αντίστοιχη περίπτωση με τους «αλβανικούς αετους» που σχημάτισαν οι φαντάροι στον ελληνικό στρατό, εφαρμόσανε μια σειρά πειθαρχικών μέσων μέχρι και προτείνανε μέχρι και απέλαση.[1] Στην περίπτωση της Φουρέϊρα, η Μακρή, πρώην βουλευτίνα τόσο των ακροδεξιών Ανεξάρτητων Ελλήνων όσο και του αριστερού ΣΥΡΙΖΑ και της Λαϊκής Ενότητας, είχε παρόμοιες σκέψεις. Η ελληνική δημόσια σφαίρα αποτελεί ένα πεδίο ανταγωνισμού μικρότερων ή μεγαλύτερων ποινών, περισσότερο ή λιγότερο πομπωδών διακηρύξεων τιμωρίας των μεταναστών, χώρος προβληματισμού για το τι θα γίνει με αυτούς τους ξένους που δεν πειθαρχούν και που σχεδόν ποτέ δεν είναι καλά παιδιά. Ας το κρατήσουμε αυτό: οι έλληνες αγχώνονται επειδή η κοινωνία τους δεν είναι ομοιογενής εθνικά. Φυσικά, για όποιον ζει στην ελληνική κοινωνία τα παραπάνω δεν αποτελούν έκπληξη.

ΙΙ. Η αντι-αλβανική παράδοση τρεις δεκαετίες τώρα

Η κοινωνία αυτή έγινε για τρεις δεκαετίες από τις ‘90ς και μετά –τομή για το ρατσιστικό της πρόσωπο– χωνευτήρι των πιο τοξικών θεωριών με άξονα το ότι οι έλληνες υπήρξανε θύματα των αλβανών μεταναστών.[2] Η απέχθεια για αυτούς απέκτησε χαρακτήρα λαϊκής κουλτούρας. Φυσικά, δεν θα μπορούσε να λείψει σ’ αυτό και η συμβολή του αριστερού πατριωτισμού με το αμίμητο «… ναι, αλλά οι Αλβανοί τι κάνουν;» Αυτή η μικρή και φαινομενικά καλών προθέσεων απορία, συμπυκνώνει μια σταθερή διαφορά “εφ’ όλης της ύλης” μεταξύ ντόπιου και ξένου υποκειμένου. Δεν είναι απλά μόνο μία απορία· έχει περιεχόμενο, απαιτεί την πειθάρχηση των Αλβανών σύμφωνα με τα προκάτ ντόπια απελευθερωτικά μοτίβα. Διαχρονικά διατυπώνεται σε πολλές παραλλαγές. Ο πυρήνας, όμως, αυτού του επιχειρήματος παραμένει ίδιος. Μεταθέτει το κέντρο βάρους, συνεπώς και την ευθύνη για όσα υφίστανται, στους ήδη βρισκόμενους υπό την ελληνορατσιστική πρέσα. Άρα; Για να εξασφαλίσουν μία προστατευτική ομπρέλα από τα ιεραρχικά κινηματικά ρεύματα, προϋποθέτει την οργάνωσή τους ως εργάτες πάνω απ’ όλα, ξεχνώντας καλύτερα πως είναι Αλβανοί (μια στο τόσο σε κάθε αντι-ρατσιστικό φεστιβάλ, μπορούν να φέρουν βέβαια κάποιο καλό φαγητό της κουζίνας τους). Μάλλον αυτό είναι το ζητούμενο. Να αναλάβουν τα νέα τους καθήκοντα στην χώρα που τους «φιλοξενεί».

Ακόμα κι αν αξίωνε κανείς μια τέτοια ‘επαναστατική’ ένταξη, αυτή θα ήταν αδύνατη διότι κάθε ελληνικός θρίαμβος μεταξύ ’90 και ’00 χτίστηκε πάνω στην καταπίεση και την δολοφονία Αλβανών (πχ Euro 2004, Ολυμπιάδα), σκάβοντας ένα τεράστιο χάσμα μεταξύ των λεγόμενων ντόπιων και των λεγόμενων ξένων. Εξάλλου, μέσα στο ευρύτερο κλίμα οι Αλβανοί μετανάστες των αρχών του ’90 ελίχθηκαν σε μεγάλο βαθμό όπως απαιτούσαν οι κοινωνικές προσταγές των καιρών και οι συγκυρίες που διαμορφώνονταν σύμφωνα με τις επιθυμίες και τις ανάγκες του ντόπιου πληθυσμού και του κράτους τους. Η γενιά τους σφραγίστηκε από την ιστορία του εγχώριου ρατσισμού «εκείνα τα χρόνια» [sic] μέσω των άπειρων εξευτελισμών που υπέστησαν. Οι ιστορίες τούς σου κόβουν τη ψυχή, αν και παίζει σημαντικό ρόλο από ποια θέση τις ακούς.[3] Οι ιστορίες τους είναι διαφωτιστικές για το πως δομήθηκε και παρουσιάστηκε η εικόνα των αλβανών μεταναστών από τους κυρίαρχους φορείς δημόσιου λόγου, είτε με σκοπό την όξυνση της ανασφάλειας και της καχυποψίας είτε γενικώς με σκοπό την πρόκληση μιας διάχυτης δυσαρέσκειας εναντίον τους, ενώ παράλληλα αυτός ήταν ο τρόπος που χτιζόταν η ενίσχυση της ελληνικής εθνικής ταυτότητας. Υπήρχε –σε άλλη, προφανώς, ένταση σε σχέση με σήμερα– ένα κοινωνικό χάσμα που χώριζε Αλβανούς και Έλληνες. Οι πρώτοι βρίσκονταν στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας και το ασανσέρ της κοινωνικής ανέλιξης δεν τους χωρούσε για μιάμιση δεκαετία τουλάχιστον. Ακόμα κι όταν υπήρχε διάψευση της φιγούρας του Αλβανού-εγκληματία, θα έπρεπε να συμβαδίζει πάντα με τις ντόπιες αξίες, υπό όρους δηλαδή· αλλιώς όλα θα εξοφλούνταν με τις γνωστές ρατσιστικές επιταγές από τον μαλάκα της διπλανής πόρτας.

Αυτή η εποχή, όμως, που συμπύκνωνε την αντιαλβανική αφήγηση των πρώτων αυτών δεκαετιών, με το που ήρθε η προσφυγική κρίση μας είπανε ότι πέρασε οριστικά στη λήθη. Σε τέτοιο σημείο μάλιστα που να ακούμε και για Αλβανούς χρυσαυγίτες και ‘βασιλικότερους του βασιλέως’, μιας και τη θέση τους ως ταξικού και εθνικού πάτου υποτίθεται την πήραν άλλοι. Προφανής στόχος όσων εκφέρουν λόγο περί “αντίστροφου ρατσισμού” είναι ο συμψηφισμός και η εξίσωση του θύτη με το θύμα. Πέραν του γελοίου του πράγματος, το χειρότερο είναι πως αυτή η διαστρέβλωση της σχέσης θύτη-θύματος βρίσκει ανταπόκριση σε φαινομενικά και πραγματικά αντίθετα μεταξύ τους ρεύματα. Και κάπως έτσι φτάνουμε στο σημείο να ακούμε για αντίστροφο ρατσισμό, αντίστροφο σεξισμό κ.λπ. μέχρι και (επειδή στην Ελλάδα βρισκόμαστε) αντίστροφο αντισημιτισμό! Ο πραγματικός θύτης, όμως, είναι προϊόν μακροχρόνιων ντόπιων κοινωνικών συνθηκών των οποίων ο ίδιος είναι ενίοτε συνεχιστής, αν όχι συνδιαμορφωτής. Ο θύτης δεν ξεκινάει σε καμία περίπτωση από την ίδια βάση (καταπίεσης, με πραγματικούς όρους), επομένως το πως υφίσταται ρατσισμό και με ποιους όρους είναι απορίας άξιο. Ο ρατσιστής είναι ένα υποκείμενο που δρα πάντα υπό την ασφάλεια της πληθυσμιακής υπεροχής (θεσμική/υλική), ενώ η αντίθεση σε αυτόν είναι ζήτημα επιβίωσης και όχι αντίστροφου ρατσισμού. Τα περί ‘αντίστροφου ρατσισμού’, εφόσον δεν αποτελούν κομμάτι κριτικής στην κυρίαρχη εθνική συνείδηση, συνιστούν πυρά –απλώς διαφορετικής ιδεολογικής προέλευσης- με πρακτικό αντίκτυπο στον ασφυκτικό κόσμο της ζωής των μεταναστών στην ελλάδα.

Η διατήρηση των αντιαλβανικών αντιλήψεων του πληθυσμού μέσα στα χρόνια συνέβαλλε καθοριστικά σε ένα κατασταλτικό λειτουργικό μοντέλο, σε τέτοιο επίπεδο που ακόμα και όσοι εντάχθηκαν στην κυρίαρχη ταυτότητα, να είναι μόνιμα σε ένα καθεστώς καχυποψίας απέναντι και στους καλοπροαίρετους έλληνες. Οξύμωρο αυτό, αλλά ναι, υπάρχουν και αυτοί. Άλλωστε, δεν πρέπει να παραβλέπουμε πως οι συνθήκες ψυχολογικού εκβιασμού μέσω της απειλής για απώλεια υλικών προνομίων σε περίπτωση άρνησης ελάχιστης ελληνοποίησης, ή αποδοχής και υιοθέτησης των ντόπιων αξιών ως δείγματα εκπολιτισμού κ.α., λόγω διάρκειας κι έντασης, είχαν σχεδόν χαρακτήρα κατήχησης από κάθε πολιτική κατεύθυνση. Το καλό είναι πως πολλά παιδιά αυτής της γενιάς που έζησε χρόνια σε καθεστώς τρόμου πολιτικοποιήθηκαν και μετέτρεψαν το φόβο σε ορμή και δράση.

Ο αντιαλβανικός ρατσισμός μεγάλωσε παιδιά, γαλούχησε πολύ κόσμο, και ως εκ τούτου έχει μία ξεχωριστή θέση στην ψυχή και στα… οικογενειακά τραπέζια του έλληνα. Στα μέσα του ’90 έγινε εθνικό πάθος τέτοιας απήχησης που έμοιαζε να είναι πολύ ευρύτερο από τις πολιτικές δυνάμεις οι οποίες το επικαλούνταν. Δεν μπορούν να αποβληθούν εύκολα αυτές οι επιρροές. Εκείνο το μίσος αποτελούσε ένα κράμα μισαλλοδοξίας με αμυντική (δια)θέση απέναντι στην σχεδιασμένη εισβολή γειτόνων μουσουλμάνων κομμουνιστών. Αυτό δεν ξεπερνιέται εύκολα όταν κρατικοί μηχανισμοί το παρουσιάζουν ως αντικειμενική αλήθεια. Το γεγονός πως σε νομοθετικό επίπεδο οι ιδέες αυτές είναι καταδικαστέες ελάχιστα μοιάζει να επηρεάζει την κανονικοποίηση των εθνικών διακρίσεων στην καθημερινότητα. Ο διαρκής και καθολικός ενίοτε αποκλεισμός των αλβανών πρώτης γενιάς είχε δημιουργήσει απόσταση μεταξύ της θεσμικής κατοχύρωσης των δικαιωμάτων τους και της καθημερινής πραγματικότητας, επομένως είχε προκαλέσει έναν διάχυτο κοινωνικό, αλλά και θεσμικό ρατσισμό που δεν παρείχε στους μετανάστες καμία απολύτως εγγύηση.

Μία προσωπική διαπίστωση: Υπήρξα χρόνια σε παρέες ελλήνων που ορκίζονταν ότι με αγαπάνε, και πράγματι το αποδείκνυαν με κάθε τρόπο και με το ίδιο πάθος που ταυτόχρονα ξερνούσαν αντιαλβανισμό εναντίον κάθε άγνωστου Αλβανού ή Αλβανίδας. Ουσιαστικά επρόκειτο για έναν διαρκή πόλεμο με μια χίμαιρα μυθικής διάστασης που προσωποποιούταν στην παρουσία των αλβανών. Μην ξεχνάμε ότι η παρουσία τους στάθηκε αφορμή για εθνικιστική συσπείρωση και ανασυγκρότηση της εθνικής ταυτότητας στις αρχές του ’90. Δεν έρχεσαι εύκολα αντιμέτωπος με όλα αυτά όταν δεν έχεις κάτι άλλο για να τα αντικαταστήσεις. Υπάρχουν τόσες ιστορίες που μιλάνε για μία ολόκληρη Ελλάδα που κοιμόταν με ανοιχτές πόρτες και παράθυρα ως τότε. Άσχετα αν ο Διακογιάννης στο Πωλείται Πατρίς λέει ότι οι έλληνες ανακάλυψαν τους σύρτες πίσω από την πόρτα τη δεκαετία του ’70 λόγω Μασόνων και Σιωνισμού. Αυτό, άλλωστε, ελάχιστη σημασία έχει για όσους πιστεύουν πως στις φυλακές του Κορυδαλλού υπήρχε παιδική χαρά πριν την έλευση των αλβανών και στις υπόλοιπες φυλακές υπήρχαν κυρίως άνδρες ‘με ελληνικό ταπεραμέντο’, καταδικασμένοι για “εγκλήματα πάθους”, κι όχι στυγεροί δολοφόνοι.

Με λίγα λόγια ο ρατσισμός ανασυστάθηκε τη δεκαετία του ’90 ως σύστημα αυτοκαθορισμού μέσω της ομογενοποίησης και κατασκευής της ταυτότητας του Άλλου με ρυθμούς επιδημίας. Σε κάθε ιστορική συγκυρία είχε φυσική απόληξη την εξώθηση στο περιθώριο, ενίοτε και την εξόντωση, του επικίνδυνου Άλλου. Ως παράγωγο της εθνικής συνείδησης εξακολουθεί να δημιουργεί ακατάπαυστα ευάλωτες ομάδες που πρέπει να προστατευτούν όπως εκείνες κρίνουν. Ο ρατσισμός είναι ιδεολογικοποιημένη βία εθνικού προσανατολισμού που βρίσκει τη θέση του νομοτελειακά στα ξένα σώματα. Συνεπώς, το πρόβλημα απορρέει από τον κόσμο των ελλήνων, την υλική και ψυχολογική καταπίεση που αυτοί ασκούν σε ό,τι θεωρούν υποδεέστερο, και καλά θα ήταν η πραγματικότητα να αναγιγνώσκεται με βάση το βλέμμα των ξένων, εάν θέλουμε να απαντήσουμε στις σχέσεις εξουσίας. Διότι τελείως διαφορετικά προσλαμβάνει ένα υποκείμενο που έρχεται από τέτοιο περιβάλλον άσκησης εξουσίας στους ξένους δηλαδή, εφόσον έχει περάσει προφανώς από τη διαδικασία συγκρότησης εθνικής ταυτότητας, και τελείως διαφορετικά ένας καταστατικά μειονοτικός. Οπότε και η απορία των ελλήνων αριστερών (και πέραν): «και οι αλβανοί τι κάνουν;», ουσιαστικά δεν κρίνει τους τελευταίους σαν μια κοινωνία όπως εκείνη των ελλήνων, με τις διακριτές της τάξεις, που εκφράζουν ή εκπροσωπούν διαφορετικά συμφέροντα, αλλά τους αντιμετωπίζει σαν μια ενιαία ομάδα με κοινές ανάγκες. Ας το πούμε και διαφορετικά: εάν δεν μπορείτε να ερμηνεύσετε την πραγματικότητα με το βλέμμα των ξένων, δεν πειράζει, καταλαβαίνουμε πολύ καλά πως προσλαμβάνει ένας εθνικά έλληνας.

Το επιχείρημα αυτό έχει χρησιμοποιηθεί πολλαπλά από αριστερούς και αναρχικούς στην σύγχρονη ιστορία του ντόπιου αντιρατσιστικού κινήματος. Το χρησιμοποιούν κυρίως για να ισχυριστούν ότι οι αλβανοί, ενώ δέχονται στο σύνολό τους ρατσισμό τέτοιας έντασης κι έκτασης (από τους ίδιους τους έλληνες και τους μπαμπάδες τους και τις μαμάδες τους), διαχρονικά δεν εκφράζουν μία ρητή διάθεση οργάνωσης και αντίστασης. Μάλιστα, οι θέσεις αυτές, εστιάζουν την κριτική τους στην μερίδα εκείνη των αλβανών που εμμένουν προσκολλημένοι στην εθνική τους ταυτότητα σηκώνοντας σημαίες, φορώντας μπλούζες με εθνόσημα κλπ., αυξάνοντας έτσι, υποτίθεται, την εχθρική απόσταση μεταξύ των ίδιων και της, ομολογουμένως περήφανης, ελληνικής κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένων όλων των κοινωνικών τάξεων, διαπαιδαγωγημένων όπως είναι στην ελληνική εθνική συνείδηση.

Βάσει των παραπάνω, ας συνοψίσουμε. Οι αλβανοί μετανάστες στην ελλάδα σύμφωνα με την κυρίαρχη εθνική προπαγάνδα: α) είναι δέσμιοι εχθρικών ιδεολογιών προς τα προοδευτικά ρεύματα, αλληλέγγυους κλπ, β) η στάση τους είναι εκείνη που συμβάλλει ως ένα βαθμό στην πυροδότηση του ρατσισμού των ελλήνων εθνικιστών, γ) είναι προσκολλημένοι στην ιδιαίτερη ταυτότητά τους, φέρουν ευθύνη για την διάσπαση της εργατικής τάξης απέναντι στην καπιταλιστική εκμετάλλευση και δ) στις διάφορες τάσεις που τους στηρίζουν, υπό τους όρους που οι ίδιοι επιλέγουν να αμύνονται, προσάπτεται η παιδαριώδης κατηγορία του αντίστροφου εθνικισμού και ρατσισμού.

Η διαφορά ανάμεσα στη νοηματοδότηση της πατρίδας από έναν καταστατικά καταπιεσμένο και τον κυρίαρχο πληθυσμό είναι δεδομένη, αν και δύσκολο να κατανοηθεί από τους έλληνες αριστερούς και αναρχικούς οι οποίοι έχουν φτάσει να προφέρουν πια τη λέξη «αλβανοί», δίπλα στη λέξη «μαφία» στα εξάρχεια (το έμαθαν μάλιστα και στον υπουργό δημόσιας τάξης κύριο Τόσκα), οι οποίοι βιάζονται να δηλώσουν εδώ κι εκεί πως έχουν πατρίδα και τη χαίρονται και πόσο φασίστας είναι ο Ερντογάν (τον οποίο ασυζητητί θα πολεμούσαν μέσα από τις τάξεις του ελληνικού εθνικού στρατού) και οι οποίοι βέβαια ποτέ δεν ασχολήθηκαν στα σοβαρά με τέτοια τετριμμένα πράγματα όπως το Ολοκαύτωμα και για αυτό δεν έπεσε ποτέ το μάτι τους σε βιβλία όπως το Πέρα από την Ενοχή και την Εξιλέωση του Ζαν Αμερύ. Εκεί, ο Αμερύ, στο σχετικό του κεφάλαιο, Πόση πατρίδα χρειάζεται ένας άνθρωπος, δεν εξισώνει την ψυχική ανάγκη του κυνηγημένου για εντοπιότητα με την εθνοκρατική μηχανή (οντότητα στην οποία και ο ίδιος αντιτίθεται ρητά), αλλά αναδεικνύει τη σημασία της σχέσης του με τους ανθρώπους της γειτονιάς, την οικειότητα μεταξύ τους, την ταύτιση, την ανάγκη για ρίζες και την επιθυμία για κοινό τόπο. Επομένως, και για τους ξεριζωμένους Αλβανούς, η όποια επίκληση της πατρίδας δεν συνεπάγεται την ταύτιση με το έθνος-κράτος, αλλά την άρνηση τους στην απώλεια των δικών τους κωδίκων επικοινωνίας, αντίσταση στην πολιτισμική εκρίζωση και στο να μην υπόκεινται απόλυτα στην εξουσία του κανόνα της ελληνικής πραγματικότητας· σημαίνει εμψύχωση με όρους κοινότητας ώστε να μην θαφτούν μέσα σε όλους τους μηχανισμούς επιβολής και τους καταναγκασμούς που τους τίθενται καθημερινά. Σε αυτά τα πλαίσια, λοιπόν, η διατήρηση της πολιτισμικής νόρμας σε έναν εξόφθαλμα αφιλόξενο τόπο μπορεί να ειδωθεί και ως πρακτική διεκδίκησης και οργάνωσης κοινωνικών δικτύων εμπιστοσύνης. Αυτό αναπαριστούν οι ‘αετοί’ που έκαναν οι φαντάροι δεύτερης γενιάς μέσα στα ελληνικά στρατόπεδα, κίνηση που εξόργισε όλους τους έλληνες, τα ΜΜΕ τους, τον υπουργό εθνικής άμυνας και φυσικά την ριζοσπαστική αριστερά.

Και είναι επόμενο ότι με τέτοιο αντιφασισμό και αντιρατσισμό στη χώρα, η συμπαράσταση στα θύματα δεν είναι καθόλου δεδομένη. Ενώ η συμπαράσταση θα έπρεπε να υπάρχει με κάθε δυνατό μέσο, ανεξάρτητα από τις επιλογές ή τις δυνατότητες αντίστασης των Αλβανών στον ελληνικό βούρκο, αυτό που συμβαίνει είναι ότι απαιτείται ιδεολογική συμφωνία με τα θύματα. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει οι κυνηγημένοι να αρέσουν στα προοδευτικά στρώματα της ελληνικής πραγματικότητας, ώστε να εξασφαλιστεί η συμπαράσταση. Το επιχείρημα αυτό μάς είναι γνωστό από το παρελθόν. Άλλωστε –μιας και μιλάμε για κυνηγημένους– έχει χρησιμοποιηθεί πρόσφατα ως όρος συμπαράστασης και για τους χρήστες ουσιών με αφορμή τα ναρκοκυνήγια από τις ‘υγιείς’ δυνάμεις της γειτονιάς των Εξαρχείων. Για τον αυτόνομο αντιφασισμό δεν υπάρχει πρόβλημα οργανωτικής ανεπάρκειας Αλβανών, παρά μόνο πρόβλημα ελλήνων ρατσιστών. Ως εκ τούτου, το ζήτημά μας δεν είναι το αντικείμενο του ρατσισμού, αλλά το υποκείμενο του ρατσισμού και μόνον, και συγκεκριμένα ο έλληνας ρατσιστής ο οποίος, συζητώντας με τους παραπάνω όρους, αορατοποιείται πλήρως από το κάδρο της κριτικής, ενώ η θέση μας να τον τσακίσουμε θα έπρεπε να είναι τόσο αδιάλλακτη όσο είναι και η ολική έχθρα στην διάχυτη βαρβαρότητα που αποκαλείται ελλάδα.

 

Imago, 05/2018

[1] Βλ. το antifa beat, no 6 https://antifa-ngt.espivblogs.net/?page_id=1452

[2] Γύρω από το βάθος του αντι-αλβανικού ρατσισμού και τις ιδεολογικές του άκρες που ακουμπάνε ειδικά τη δεύτερη γενιά μεταναστών σήμερα και το ζήτημα της αφομοίωσής της ή μη βλέπε και το δεύτερο τεύχος του antifa negative: Greek History X – ο ρατσισμός, οι εμπειρίες, η λεγόμενη ‘2η γενιά μεταναστών, https://antifa-ngt.espivblogs.net/?page_id=583

[3] Τα βιώματα των Αλβανών μεταναστών που εκτίθενται στο δεύτερο τεύχος του antifa negative, ‘Greek History X’, έχουν γίνει αντικείμενο εκμυστήρευσης/ομολογίας σε άλλους Αλβανούς μετανάστες που έπαιζαν το ρόλο των συνεντευξιαστών. Είναι προφανές ότι μεταξύ μεταναστών τα πράγματα λέγονται πιο άμεσα, πιο ωμά, πιο ξεκάθαρα. Και δεν είναι τόσο περίεργο έτσι που ακόμα και οι έλληνες, ‘που έχουν φίλους Αλβανούς’, δεν έχουν ‘ακούσει ποτέ’ τους φίλους τους να διαμαρτύρονται για τον ρατσισμό που έχουν βιώσει στην ελλάδα.