Εδώ και δεκαπέντε χρόνια οι αυτόνομες αντιφασιστικές ομάδες στελεχώνονται από τον ανθό αυτής της κοινωνίας. Δηλαδή ποιους ακριβώς; Από την πρώτη ματιά, δεν πρόκειται για ένα ιδιαίτερο υποκείμενο, είναι ό,τι ακριβώς περιέχει αυτή η κοινωνία. Γυναίκες, άντρες και φρικιά, στρέιτ και ανώμαλοι, άτομα με χαρτιά παραμονής και μπλε ταυτότητες, ανειδίκευτοι και ειδικευμένοι εργάτες κάθε καταγωγής, ηλικίας, βάρους, τόλμης και τρέλας. Αν τους γνωρίσεις από κοντά καταλαβαίνεις τι δεν έχει πάει καλά με αυτούς τους ανθρώπους. Είναι όλα τους άτομα που έχουν ζήσει από κοντά και από μικρά την πίεση αυτής της κοινωνίας (οικογένεια, σχολείο, αφεντικά και τους ρουφιάνους τους) και αυτού του κράτους (από τους μπάτσους μέχρι την υπόλοιπη γραφειοκρατία). Έχουν ζήσει από κοντά αυτό που λέγαμε «ελληνικό βόθρο», έχουν εμπειρίες που τους αναγκάσανε να ξεχωρίζουν σε συνθήκες δολοφονικής πλειοψηφικής ομοφωνίας, έχουν εμπειρίες που τους ξεχώρισαν ως στόχους. Από τις αναγκαίες «κακές παρέες» έφτασαν σε κάποια φάση όλοι τους και όλες τους να δοκιμάσουν να μπουν σε αντιφασιστικές ομάδες. Να μαζεύονται δηλαδή σε εβδομαδιαίες συνελεύσεις και να συζητάνε για να βγάλουν άκρη για το τι γίνεται στον κόσμο (τους). Να προσπαθούν να καταλάβουν τι έχουν απέναντι τους (πιο εύκολο ας πούμε αυτό) και να καταλάβουν τον εαυτό τους δίπλα στους άλλους εαυτούς ως συλλογικό εαυτό (αυτό φαίνεται όλο και πιο δύσκολο με την πάροδο του χρόνου). Οι αντιφασιστικές ομάδες δεν φτιάχτηκαν με έτοιμο μπούσουλα, φτιάχτηκαν ενστικτωδώς. Τον επεξεργάστηκαν τον μπούσουλα διαβάζοντας (βιβλία και εφημερίδες), γράφοντας, μοιράζοντας, διαδηλώνοντας, κολλώντας αφίσες και ξανασυζητώντας. Οι αντιφασιστικές ομάδες το μόνο που ήξεραν να κάνουν αρχικά ήταν να πασχίζουν να επιβιώνουν, να υπάρχουν μέσα στον χρόνο για να μπορούν να θυμούνται συλλογικά και να επισκέπτονται εκ νέου κριτικά αυτά που έλεγαν παλιότερα, αυτά που βίωναν παλιότερα.
Σούμα: πρώτα ήρθαν οι εμπειρίες των Εγώ και η θέλησή τους για οργάνωση, έπειτα ήρθε το μωσαϊκό των δράσεων και συζητήσεων που τις ανέπτυξαν και, τέλος, ο αγώνας να επιβιώσουν ως ομάδες. Δεν πρόκειται για μια διαδικασία αέναης προόδου. Μέσα στα κοντά 15 χρόνια που υπάρχουν antifa ομάδες στο νότιο άκρο των Βαλκανίων δοκιμάστηκαν συζητήσεις, διαδικασίες, μέθοδοι και εργαλεία που άλλα πέτυχαν και άλλα όχι τόσο. Μέσα στα χρόνια αυτά δεκάδες χιλιάδες νεολαίοι (και μη-νεολαίοι) ήρθαν σε επαφή με τις ιδέες και τη συλλογική εργασία των antifa μέσα από αφίσες και κείμενα, σπρέυ και αυτοκόλλητα, διαδηλώσεις και εκδηλώσεις. Χιλιάδες ήταν αυτοί που τις στήριξαν και κάποιες εκατοντάδες αυτοί που συμμετείχαν στην προετοιμασία και τη διάδοσή τους. Και κάποιες δεκάδες βέβαια που δεν συνέχισαν μαζί μας. Άλλοι αποχώρησαν γιατί χάσανε την πίστη τους στη συλλογική οργάνωση, κοινώς βαριούνταν να κολλάνε άλλο αφίσες ή δεν άντεχαν άλλο τα μούτρα κάποιων από τους υπόλοιπους των συνελεύσεων –δεν είναι να υποτιμάται αυτό, οι άνθρωποι συνεννοούνται όλο και λιγότερο μεταξύ τους. Άλλοι αποχώρησαν για λόγους συγκυρίας ή ανωτέρας βίας: ο ελεύθερος χρόνος που θα μπορούσαν να καταθέσουν μειώθηκε εξαιρετικά ή μετανάστευσαν σε άλλη πόλη ή και χώρα. Χαριτολογώντας μεταξύ μας, για τους τελευταίους λέγαμε πως αυτή είναι η δυστυχής αυτοκαταστροφική φύση του αντιφασιστικού μας λόγου: να πείθει κάποιους από εμάς να εγκαταλείψουν κάθε προσπάθεια συνύπαρξης με τον ντόπιο φασισμό! Τέλος, αν και αυτό δεν αφορά εν ενεργεία συντρόφους, αλλά κυρίως ανθρώπους από το ευρύτερο περιβάλλον μας, κάποιοι έφυγαν απ’ τη ζωή.
Στις 13 του Νοέμβρη του 2020 ένας τέτοιος άνθρωπος, που πέρασε από τις ομάδες μας, πέθανε από ντραγκς και βρεθήκαμε στη θέση να θυμόμαστε ο καθένας και η καθεμία μόνη της και όλοι μαζί τη συνύπαρξή μας μαζί του. Σκεφτήκαμε πως ο Άλεξ, σύμφωνα με όσα μας είχε πει, ήταν ένας από αυτούς τους ανθρώπους που το περιβάλλον τους, τους δείχνει με κάθε πιθανό τρόπο πόσο ανεπιθύμητος ήταν. Ένας άνθρωπος που είχε χορτάσει με εμπειρίες Ελλάδας. Ένας άνθρωπος που η αμφιφυλόφιλη ταυτότητά του, του είχαν εξασφαλίσει μπόλικη εχθρότητα, τραμπουκισμούς και σωματική βία – από την οικογένεια μέχρι το σχολείο. Ένας άνθρωπος που προσπάθησε να εξισορροπήσει αυτά τα βιώματα με την οργάνωσή του σε αντιφασιστικές ομάδες, να μιλήσει για αυτά που τον καταπίεζαν, ακόμα και να τα κάνει μουσική, κάτι που μεταξύ άλλων κατάφερε μέσα από κουίρ πανκ μπάντες. Ήταν ένας άνθρωπος που εν μέσω ματαίωσης και απογοητεύσεων άρχισε να πίνει ναρκωτικά. Και σαν τέτοιος, δηλαδή ένας «πούστης που έπινε», δεν άργησε να έρθει αντιμέτωπος με τις διάφορες εξοντωτικές πολιτικές ενός κομματιού της εγχώριας εξαρχειώτικης αντιεξουσίας (κυνήγια στην πλατεία, μπουνιές, τραμπουκισμοί και χλευασμοί). Δεν ήταν ο πρώτος απ’ όσο γνωρίζουμε και ούτε ο τελευταίος από τους χιλιάδες του ταξικού πάτου που τους έγινε σαφές σε κάθε τόνο πως είναι ανεπιθύμητοι ακόμα και στον ομφαλό του ριζοσπαστισμού της γης. Στο σύντομο διάστημα που συναντήθηκε με την τροχιά του antifa negative, από το 2015 έως το 2017, αυτόν τον Άλεξ γνωρίσαμε. Ήρθε με ενθουσιασμό και μας είπε πόσο τον έψηναν αυτά που βγάζαμε, είχε μόλις διαβάσει το έντυπο για τον αντιτσιγγανισμό, ήρθε μαζί μας σε αφισοκολλήσεις και ξεκίνησε έπειτα κανονικά στις συνελεύσεις. Με το πέρασμα του χρόνου ο Άλεξ ακροβατούσε στο σχοινί ανάμεσα στις δύο αυτές καταστάσεις: από τη μια να οργανώνεται, από την άλλη να ματαιώνεται. Και στο (όχι πολύ) βάθος, τα χτυπήματα συνεχίζονταν.
Εμείς πάλι την πρέζα, το σίσα και τα άλλα μέσα επιτάχυνσης της (αυτο)καταστροφής μας τα καταλαβαίναμε σαν ένα από αυτά τα φαντάσματα που κυνηγάνε το σινάφι μας. Δεν μεγαλώσαμε στη γυάλα, η διάδοση τους στις γειτονιές μας και τις οικογένειες μας γινόταν αντιληπτή σαν ένας τρόπος να μας διαλύσουν όχι μόνο σαν προσωπικότητες αλλά και σαν μοριακές δυνατότητες οργανωμένης αντίδρασης στον κόσμο. Δεν θεωρούμε λεπτομέρεια ότι από τότε που υπάρχει ταξικός πάτος σε αυτή τη χώρα, αυτό ακριβώς το υποκείμενο είναι που έπινε τα διαθέσιμα ναρκωτικά. Πιστεύουμε ακράδαντα ότι ο θάνατος αυτών των κομματιών της ελληνικής κοινωνίας ήταν ανέκαθεν όχι μόνο αμελητέος για το ελληνικό κράτος αλλά σε έναν βαθμό και επιθυμητός. Δεν μας διαφεύγει καθόλου ότι αυτά τα ναρκωτικά πουλιούνταν και το εμπόριό τους προστατευόταν από κρατικά κανάλια και με τον απαραίτητο καταμερισμό εργασίας στα κατώτερα στρώματα, από τους ρομά και τους μετανάστες εργάτες, αυτούς που ούτως ή άλλως δηλαδή το κράτος προόριζε για τη μηχανή του κιμά, μεταξύ συλλήψεων και δικαστηρίων, νοσοκομείων, φυλακών και τάφων. Τέλος, όπως ανέκαθεν μας φαινόταν άστοχο να κάνουμε σημαία μας «την παρανομία» επειδή εμφανίζεται να κυνηγιέται από τους μπάτσους, γιατί η σχέση μεταξύ μπάτσων και εγκλήματος δεν είναι ποτέ τόσο μονόπλευρη, εξίσου άστοχο μας φαινόταν να ταυτιστούμε με «τη ναρκοκουλτούρα». Μέσα από τις ομάδες στις οποίες οργανωνόμασταν, τα σκοτάδια μας προσπαθούσαμε να τα αντιμετωπίσουμε συλλογικά βάσει κοινών εμπειριών –και πάλι, όσο καταλαβαίναμε αυτό το βουνό που είχαμε απέναντί μας. Παλιότερα μέσω του against greek reality και έπειτα του antifa negative, αλλά και σήμερα, όποτε γίνονται «εκκαθαρίσεις» στις γειτονιές μας και ξάφνου όλοι βρίζουν τους πρεζάκηδες, συντασσόμαστε ασυζητητί με τον ταξικό πάτο, παίρνουμε τη μεριά των κυνηγημένων μεταναστ(ρι)ών που κάνουν χρήση, εχθρευόμαστε τις απόπειρες εκκαθάρισης του δημόσιου χώρου, προσφέρουμε καταφύγιο, δεν δεχόμαστε να ρίξουμε σε τέτοιους ανθρώπους τη χαριστική κλωτσιά. Καταλαβαίναμε και καταλαβαίνουμε ότι τα κρατικά ναρκο-κυνήγια είναι ρατσισμός με το καντάρι και «εξυγίανση» του κέντρου της Αθήνας με όρους ανακατεύθυνσης της πρέζας και των πολιτικών ασφάλειας. Ταυτόχρονα ξέρουμε ότι η πολιτική δουλειά που κάναμε εμείς, δηλαδή τα συμπεράσματα αυτού του είδους και η οργάνωση για να τα υπερασπιστείς, θέλει νηφαλιότητα, λειτουργικότητα, σοβαρότητα, δηλαδή λογική, μνήμη και σταθερές δόσεις αποφασιστικότητας γιατί αυτά με τα οποία έχουμε να κάνουμε είναι τέτοιου χαρακτήρα.
Φίλους και συντρόφια σαν τον Άλεξ δεν χάνουμε πρώτη φορά από το περιβάλλον μας. Μπορούμε μάλιστα, δυστυχώς, να αρχίσουμε να τους μετράμε με τα δάχτυλα και των δύο μας χεριών πλέον, χώρια τους φίλους μας από το σχολείο, τους συγγενείς, τους γνωστούς μας. Πολλοί από δαύτους κυνηγήθηκαν σαν κάτι αλλόκοτο με βάση τις σεξουαλικές τους προτιμήσεις. Πολλοί αυτοκτόνησαν και κάποιοι από αυτούς με τη βοήθεια της πρέζας, κάποιοι από την πρώτη καραντίνα του Μάρτη μέχρι σήμερα. Η «εκστρατεία για την υγεία» ήταν το κερασάκι στην τούρτα, το κλείσιμο στο κλουβί μέσα σε μια ήδη ασφυκτική καθημερινότητα. Αυτοί που έφυγαν ήταν πάνω-κάτω όλοι τους φτιαγμένοι από την ίδια στόφα. Τη δική μας στόφα. Το ξέρουμε ότι η μοίρα αυτών των ανθρώπων, αυτών των ευαίσθητων περαστικών, είναι να ξεχνιέται. Η μικρή τους ζωή να περνάει στη λήθη. Ο θάνατός τους δεν είναι ιστορικός, δεν θα μετρηθεί ως θάνατος σημαντικών ανθρώπων ή πρωταγωνιστών της ιστορίας πολύ απλά γιατί τέτοιοι δεν φτιάχνονται μεταξύ των ανώνυμων περισσευούμενων αυτής της κοινωνίας, σύμφωνα με την επίσημη ιστορία. Για τέτοιους λόγους, ένας τέτοιος θάνατος, στατιστικός που λένε, είναι κάτι που δεν πρέπει να αφεθεί στην ατομική μνήμη. Δεν παρακάλεσε και κανείς τους εξάλλου για θύμηση με βάση δακρύβρεχτες ιστορίες, ούτε έτσι εξήγησαν οι ίδιοι σε εμάς το γιατί πίνανε ντραγκς. Τη θύμηση αυτών των θανάτων θεωρούμε ότι πρέπει να αναλαμβάνουν οι συλλογικότητες, οι συνελεύσεις, τα συλλογικά σώματα των ανθρώπων δηλαδή που βρίσκονται, συζητάνε και δρουν εβδομαδιαία ενάντια σε αυτόν τον κόσμο που γκρεμίζεται στα κεφάλια τους (στα κεφάλια μας δηλαδή). Αυτοί οι θάνατοι είναι θάνατοι απ’ το σινάφι μας και σχετίζονται είτε το θέλουμε είτε όχι με τη μεγάλη εικόνα αυτής της κοινωνίας, τον υποκριτικό και εξοντωτικό κοινωνικό βόθρο, τα ΜΜΕ της, τα αφεντικά της και το κράτος της. Αυτοί οι θάνατοι έχουν να κάνουν με συνθήκες ζωής που δεν επιλέξαμε εμείς και που προσπαθούμε να τις αλλάξουμε σπιθαμή τη σπιθαμή. Αυτοί οι θάνατοι έχουν να κάνουν με τον κύκλο της (αυτο)καταστροφής μας.
Από το 2010 έως το 2020 ζούμε την κρίση και το κλείσιμο του κράτους στον εαυτό του, ζούμε ντούρο ελληνικό φασισμό με σβάστικα ή χωρίς, ζούμε σε μια χώρα που η αριστερά είναι άλλος ένας νεκροθάφτης μας, ζούμε εσχάτως μια ιδιότυπη χούντα που ονομάζεται «μέτρα λόγω κορωνοϊού». Τέτοιες είναι οι συνθήκες που μας έλαχαν. Και μολονότι τα μεγάφωνα στις πλατείες από τα περιπολικά κρώζουν από τον περασμένο Μάρτη για κάποια «υγεία», εμείς ξέρουμε ότι πέφτουν άνθρωποι δίπλα μας, οι πιο ευαίσθητοι ίσως, ο ορισμός του αντικοινωνικού πάτου, εκείνοι που θεωρείται ότι ζουν μια «άσκοπη» ζωή. Η γη συνεχίζει να γυρίζει όπως γύριζε, δηλαδή, και κάποιοι από εμάς περισσεύουμε. Αν μη τι άλλο αυτές οι εμπειρίες δεν σκληραίνουν μόνο εμάς αλλά και χιλιάδες άλλους σαν κι εμάς. Μας αναγκάζουν να δούμε πιο καθαρά την εποχή μας, να μη βλέπουμε αυτούς τους κρότους, αυτές τις εμπειρίες, σαν διαλείμματα της ησυχίας, να μη συνηθίζουμε τις σιωπές, να μην γεμίζουμε το κενό με φλυαρία. Η επιλογή της οργάνωσης πιστεύουμε είναι όλο και πιο ορατή όχι μόνο για τους οργανωμένους που τρώμε πίεση να μη βγάλουμε άχνα, αλλά και για τους πολύ περισσότερους που τρώμε πίεση να μην βρισκόμαστε καν από κοντά. Η τροχιά της μιας και της άλλης εμπειρίες έρχονται σε σύγκλιση. Γιατί όπως λέει το ρητό, οι άνθρωποι είναι που φτιάχνουν πάντα την ιστορία τους σε συνθήκες που δεν επέλεξαν. Αυτός είναι και ο λόγος που ενώ τρώμε πίεση σε αυτή τη νέα ζοφερή «κανονικότητα» όπως όλα μας τα αδέρφια μας, βλέπουμε ένα παράθυρο στο σήμερα. Οφείλουμε να μην αποβλακωθούμε με τις κρατικές συμβουλές για το πώς να ζήσουμε, πώς να σχετιζόμαστε και να πενθούμε, πώς να φιλιόμαστε και να αγκαλιαζόμαστε, πώς και τι να θεωρούμε σκόπιμο ή άσκοπο. Μονάχα η αστυνομία βρίσκει τον εαυτό της στις συνθήκες που ζούμε! Οφείλουμε να μην παραδοθούμε στον συναισθηματικό μηδενισμό. Να οργανωθούμε. Να μην χάσουμε άλλους στον πολύ δρόμο και την ελάχιστη πολυτέλεια χρόνου που έχουμε μπροστά μας. Να μη ρομαντικοποιήσουμε την εξαθλίωση. Να κάνουμε να ανθίσουν τα χίλια πρόσωπά μας.
Πριν από το 2010 ακόμα μετατραπήκαμε από παρέες σε ομάδες και προσπαθήσαμε να κουμαντάρουμε τις σκόρπιες ιδέες μας ώστε να παράγουμε συλλογική εργασία κόντρα στην τροχιά που παίρνει αυτός ο κόσμος. Φτιάξαμε εργαλεία, νοητικές κατηγορίες, και χρησιμοποιούμε ακόμα τις εμπειρίες μας, στο μέτρο του δυνατού, για να κατανοήσουμε το τι μας συμβαίνει, όσο πιεζόμαστε από δουλειές, από ρουφιάνους ρατσιστές και αφεντικά. Αλλά πλέον καταλαβαίνουμε καθαρότερα τις κοινωνικές πολώσεις, μπορούμε να αναγνωρίσουμε την υλικότητα των δικών μας ιδεών αλλά και των απέναντι, μπορούμε να καταλαβαίνουμε ότι πολιτική αυτονομία δεν υπάρχει δίχως το οργανωτικό της αντίκρισμα. Μόνο ένας τρόπος υπάρχει για να γίνει αυτό και τον έχουμε βρει. Πασχίζουμε να συνεννοηθούμε γιατί είμαστε πολλοί. Σκάμε σε ομάδες γιατί είμαστε πολλές.
antifa negative, 21.11.2020