Ζητήματα ανάγκης

LIF_VIO_1918DefenseGroup

Ήταν επόμενο πως τις συλλήψεις των χρυσαυγιτών τον περασμένο Σεπτέμβριο από τους μπάτσους, θα τις καρπωνόταν ποικιλότροπα το ελληνικό κράτος. Πέρα από την διάδοση του γενικού απειλητικού συνθήματος ότι «η δημοκρατία θα νικήσει», το οποίο απαιτούσε η μάχη και με τα δύο … άκρα να πάρει υλική μορφή, το κράτος επιβεβαίωσε και τις ορέξεις να βάλει μάζες πίσω από το πλασάρισμα ενός πατριωτικού, εθνικά ομοιογενούς «αντιφασισμού» ο οποίος θα περιόριζε τον φασισμό στο πρόσωπο μιας και μόνο οργάνωσης, της χ.α. Με ευλάβεια και προσοχή διαδόθηκαν παράλληλα και σε κάθε τόνο παραινέσεις, προτροπές και απειλές πως τους φασίστες δεν λέει, δεν αξίζει και δεν έχει αποτέλεσμα (και στην τελική είναι και παράνομο) να τους ρίχνεις ξύλο. Και για τον ίδιο λόγο αξιοποιήθηκαν και οι αριστεροί σύμμαχοι που τόσο καιρό καταδίκαζαν τη βία απ’ όπου κι αν προερχόταν. Εμείς πάλι, καθώς δεν έπιασε πάνω μας αυτή η προπαγάνδα, πήγαμε και βαφτίσαμε οι αθεόφοβοι το περιοδικό με αυτό το όνομα που μόνο υπενθύμιση θέλει να ‘ναι στην έμπρακτη αντιφασιστική άμυνα στο δρόμο. Εντάξει, να το πούμε βέβαια ότι πίσω απ’ αυτή την απόφαση μας δεν βρίσκεται ούτε η αγάπη μας για τα μπράτσα, τα γυμναστήρια και τα ζιουζίτσου ούτε η ματσίλα του δρομίσιου ξύλου. Αλλά η βαθιά μας πεποίθηση πως η άμυνα των βαλλόμενων κοινοτήτωναπό τους φασίστες είναι το πρώτο και σημαντικότερο δικαίωμα που έχουν. Μιλάμε για κοινότητες μεταναστών, μειονοτικών αλλά και αντιφασιστών που γνωρίζουν κι έχουν γευτεί οι ίδιες το πλούσιο ιστορικό φασιστικών επιθέσεων και που θέλουν να προστατεύσουν τόσο τα τομάρια τους όσο και τις όποιες δομές τους. Όλα αυτά, λέμε, είναι δική τους, δηλαδή δική μας υπόθεση. Είναι θέμα επιβίωσης, είναι θέμα αξιοπρέπειας και είναι και θέμα εξυπνάδας, αν θέλετε. Αλλά πάνω απ’ όλα είναι θέμα ανάγκης. Κι αυτό δεν μας κάπνισε έτσι και το λέμε ούτε προέκυψε «θεωρητικά» αλλά το είδαμε να συμβαίνει και να αποδίδει, στην μικρο-ιστορία των κοινοτήτων των ‘Άλλων’. Το περιοδικό αυτό αντλεί το όνομα του από μια τέτοια περίπτωση περιφρούρησης μιας κοινότητας που ο όχλος είχε βάλει στο μάτι. Και, γενικά, το παράδειγμα των εβραϊκών ομάδων αυτοάμυνας μόνο αδιάφορο δεν είναι για την ιστορία της αντιφασιστικής άμυνας των μειονοτικών.

Να δώσουμε το πλαίσιο. Μιλάμε κυρίως για τις δεκαετίες μεταξύ 1880 και 1920 στην Ρωσία, κλασικό τόπο αντισημιτικών πογκρόμ, όπου η υπεράσπιση των εβραϊκών κοινοτήτων αναλήφθηκε εκ μέρους εβραϊκών κομμουνιστικών ή σιωνιστικών ομάδων. Η αρχή της ιστορίας της αντιφασιστικής και αντι-αντισημιτικής άμυνας βρίσκεται στη συνειδητοποίηση των ίδιων των κοινοτήτων ότι τα πογκρόμ εναντίον τους, τα οποία τότε περιλάμβαναν συνήθως ολοσχερές κάψιμο των εβραϊκών γειτονιών και εξόντωση των μελών τους, γίνονταν με την ανοχή αν όχι και την έγκριση και τη συμπαράσταση του κράτους, του Τσάρου ή των μπάτσων και των απλών φαντάρων που ενσωματώνονταν στον όχλο. Άρα το πρώτο συμπέρασμα ήταν ότι το να αφεθούν οι εβραϊκές κοινότητες στην κρατική προστασία ήταν εκτός συζήτησης. Κι όχι μόνον αυτό. Οι ομάδες τους, που γρήγορα κατάλαβαν ότι θα έπρεπε να φτιάξουν, θα ‘πρεπε να ‘ναι τόσο καλά οργανωμένες που να ‘ναι έτοιμες να αντιπαρατεθούν και με αστυνομικές δυνάμεις ή στρατό, αφού σωστά υπολόγισαν ότι μερικές φορές η αντιπαράθεση με τον όχλο δεν θα ήταν αρκετή για να σωθούν.

Η ανάγκη, λοιπόν, και το αδιέξοδο της επιβίωσης μέσα σε έναν κόσμο εχθρικό ήταν η κινητήρια δύναμη εφαρμογής αυτών των ομάδων. Πρέπει να θυμίσουμε ότι μεταξύ 1880 και 1930, μέσα σε αυτά τα πενήντα χρόνια, τουλάχιστον 2 εκατομμύρια Εβραίοι μετανάστευσαν στις ΗΠΑ ή την Παλαιστίνη, διαφεύγοντας από το δηλητηριώδες κλίμα της Ρωσίας και το βέβαιο θάνατο. Είναι η εποχή, παράλληλα, που το σιωνιστικό αλλά και το κομμουνιστικό κίνημα δυναμώνουν στην Ευρώπη. Στις 15 Οκτωβρίου 1894, για παράδειγμα, στη Γαλλία ξεσπάει η υπόθεση Ντρέιφους και μεταξύ των δημοσιογράφων που παρακολουθούν τη δίκη και τα πογκρόμ εναντίον των Εβραίων της Γαλλίας είναι και ένας νεαρός ανταποκριτής αυστριακής εφημερίδας, ο Τέοντορ Χέρτσλ, ιδρυτής του σιωνιστικού κινήματος. Ενώ, από την άλλη, η κομμουνιστική εβραϊκή οργάνωση Bund, με διασυνδέσεις σε όλη την Ευρώπη, σιγά-σιγά αποδέχεται την ανάγκη της εβραϊκής εργατικής αυτοάμυνας και προχωρεί σε σχηματισμό ομάδων.

Σημείωση: Αν η εβραϊκή αριστερά, ειδικά στη Ρωσία, δίσταζε στην αρχή να προχωρήσει στη συγκρότηση αυτών των ομάδων, ήταν γιατί είχε εναποθέσει τις ελπίδες της στην επερχόμενη μπολσεβίκικη επανάσταση και, έτσι, κολλούσε να αντιπαρατεθεί με τον ρωσικό όχλο, τα αντισημιτικά πογκρόμ του οποίου έβλεπαν τότε (ορισμένοι κομμουνιστές) σαν αποπροσανατολισμένες αντι-τσαρικές εξεγερσιακές τάσεις του αργά ή γρήγορα επικρατούντος κομμουνισμού. Οι δισταγμοί, όμως, γρήγορα αίρονται υπό το βάρος της πραγματικότητας και η Bund διακηρύσσει: «η βία πρέπει να απαντηθεί με βία, απ’ όπου κι αν προέρχεται».

Οι Εβραίοι τεχνίτες και εργάτες αποτέλεσαν τα πρώτα στελέχη αυτών των ομάδων, άνθρωποι δηλαδή που συνήθως γνώριζαν πως να κρατάνε μαχαίρια και τσεκούρια, τα κυρίως όπλα το 1880 για την κοινοτική αυτοάμυνα. Κοντά σ’ αυτούς προστέθηκαν φοιτητές που είχαν κάνει στρατό στη Ρωσία, την Ουκρανία κι αλλού και μπορούσαν να εμφυσήσουν ένα πνεύμα πειθαρχίας στις ομάδες. Οι μυστικές εκκλήσεις προς τους Εβραίους στρατιώτες – 400.000 περίπου υπολογίζονταν – ώστε να ενταχθούν στις ομάδες αυτοάμυνας, εξάλλου, δεν έλλειπαν. Σύντομα, βοήθησαν και κάποιοι ραβίνοι οι οποίοι στρατολογούσαν θρησκευόμενους Εβραίους, συνήθως χασάπηδες ή άλλους χειρώνακτες, μέσα από τις συναγωγές. Βοήθησαν, τέλος, και (χριστιανοί) κατάσκοποι που είχαν επιστρατευτεί για να διεισδύουν στον όχλο, πληροφορώντας για τις κινήσεις του.

Η πρακτική μεταδόθηκε και σε άλλες χώρες, όπως η Ουκρανία και η Λευκορωσία, και αναλόγως της περιοχής, πολιτικά ηγεμόνευαν στις ομάδες αυτές είτε οι σιωνιστές ή είτε οι κομμουνιστές. Σε περιπτώσεις όπου ο ανερχόμενος κόκκινος στρατός βοηθούσε τις εβραϊκές κοινότητες, επιβεβαιωνόταν η κομμουνιστική τακτική, ενώ όταν οι μπολσεβίκοι αδιαφορούσαν, οι σιωνιστές κέρδιζαν έδαφος. Οι γκρίζες ζώνες, όπως αυτή του αριστερού σιωνισμού, δεν ήταν σπάνιες. Ο V. Fabrikant, ένας αριστερός σιωνιστής, εξηγούσε πως «κάθε Εβραίο, ακόμη κι αυτόν απ’ τα υψηλότερα αξιώματα της αστικής τάξης, πρέπει να τον υπερασπιστούμε αν βρίσκεται σε κίνδυνο, αποκλειστικά και μόνο επειδή είναι Εβραίος».

Η αυτοάμυνα, γενικά, είχε θετικά αποτελέσματα, αν και όχι θεαματικά. Πρέπει να έχουμε υπόψη ότι το αντισημιτικό ιδεολόγημα του ‘εβραιο-μπολσεβικισμού’ βρίσκει τις ρίζες του στην προσπάθεια υπεράσπισης του τσάρου κατά τις επαναστατικές απόπειρες ανατροπής του. Το 1905 και ενώ το αντι-τσαρικό κίνημα δεχόταν άγρια καταστολή, ένα γενικευμένο κρατικό πογκρόμ έγινε αντικείμενο επεξεργασίας για την ανακούφιση του όχλου και με τις τσαρικές ευλογίες σε δεκάδες εβραϊκές πόλεις της χώρας. Σε εκείνο το χρονικό σημείο, 42 πόλεις με εβραϊκό πληθυσμό, είχαν φτάσει σε ένα καλό επίπεδο εξοπλισμού τους, με οργανωμένες ομάδες και όπλα πυρός (συνήθως πιστόλια αλλά τουλάχιστον μια σιωνιστική ομάδα είχε καταγραφεί να έχει αποκτήσει και κανόνι!). Στις μάχες του 1905, από τις 42 πόλεις, έγινε συντονισμένη επίθεση του όχλου και του στρατού σε 30 τουλάχιστον απ’ αυτές και 132 ήταν μόνο οι νεκροί των ομάδων. Στο Ζίτομιρ η μάχη υπήρξε τετράωρη και ανάγκασε σιωνιστές, σοσιαλιστές και κομμουνιστές να συνεργαστούν. Εκεί μόνον σκοτώθηκαν 13 άτομα από τις ομάδες περιφρούρησης, ενώ στο Γεκατερίνοσλαβ, από την άλλη, οι ομάδες άμυνας κατάφεραν να σκοτώσουν 47 μέλη του όχλου.

Μέχρι και την περίοδο του πρώτου παγκοσμίου στην Ευρώπη, στην Μπρατισλάβα, την Βιέννη, την Πράγα και το Μπρνο οι ομάδες κατάφεραν να διατηρήσουν τις εβραϊκές γειτονιές χωρίς μεγάλες απώλειες κατά τη διάρκεια εθνικών εντάσεων μεταξύ των παλιών κρατικών οντοτήτων της Ουγγαρίας και της Αυστρίας, όπου και πάλι αναζητούνταν αποδιοπομπαίοι τράγοι. Μετά, όμως, την επικράτηση των Μπολσεβίκων στη Ρωσία, αν και η χώρα θα ήταν σχετικά ασφαλής για τους Εβραίους το πρόβλημα γιγαντωνόταν στο κέντρο της Ευρώπης, όπου οι φασίστες ανέβαιναν σε αριθμούς και, παράλληλα, δεν ήταν πολλές οι πόλεις με σημαντικό εβραϊκό πληθυσμό. Σε κάποιες πόλεις ιδρύθηκαν νέες ομάδες αλλά όχι στον βαθμό που υπήρχαν προηγουμένως στη Ρωσία. Ο Ίμι Λίχτενφελντ, Σλοβάκος μποξέρ και παλαιστής, γεννημένος σε ουγγρική εβραϊκή οικογένεια, ήταν ο αρχηγός μιας απ’ αυτές στην πόλη της Μπρατισλάβα. Προσπαθώντας να υπερασπιστεί τη γειτονιά του απέναντι στους ναζί της πόλης χρησιμοποιούσε την εμπειρία του από τις πολεμικές τέχνες, αν και σύντομα συνειδητοποίησε ότι η μάχη δρόμου ήταν διαφορετική. Στρατολόγησε κι άλλους μποξέρ από την γειτονιά και επινόησε έναν τρόπο αντιπαράθεσης που θα ήταν πιο πρακτικός απέναντι στις νυχτερινές επισκέψεις των φασιστών στη γειτονιά του. Έτσι προέκυψε η «μάχη επαφής» (το γνωστό ‘κραβ μαγκά’), την οποία δίδαξε αργότερα ο ίδιος σε επιζώντες του Ολοκαυτώματος στην Παλαιστίνη, όταν πια φτιάχτηκε ο ισραηλινός στρατός ο οποίος με τη σειρά του εν γένει απορρόφησε όσους επιζώντες μαχητές και μαχήτριες των ομάδων είχαν μείνει πανευρωπαϊκά για να συνεχίσουν την υπεράσπιση των κοινοτήτων τους και στη Μέση Ανατολή, επιβιώνοντας από μάχη σε μάχη, μεγαλώνοντας από πόλεμο σε πόλεμο.

Η ιστορία των εβραϊκών ομάδων αυτοάμυνας είναι ενδεικτική και για έναν ακόμα λόγο. Τώρα έχετε όλες/οι να λέτε κάτι όταν ακούτε να πιπιλίζεται η γνωστή καραμέλα ότι «οι εβραίοι δεν πρόβαλαν αντίσταση» απέναντι στους διώκτες τους, ότι ήταν παθητικοί, ότι «οδηγήθηκαν σαν πρόβατα στη σφαγή» κτλ – μια αντίληψη που αντικειμενικά μοιράζει τις ευθύνες της εξόντωσης ανάμεσα στους θύτες και τα θύματα.

Και ξανά, αν θα ‘πρεπε να κρατάει κανείς/καμιά κάτι ακόμα απ’ όλα ετούτα, αυτό είναι ακριβώς το ότι η οργάνωση αντιφασιστικής ή αντιρατσιστικής άμυνας προέκυπτε, προκύπτει και θα προκύπτει με έναν τρόπο τόσο αυτονόητο όσο και φυσικό όταν οι διωκόμενοι νιώθουν την ανάγκη. Έτσι, όταν σήμερα στην Καλλιθέα, στην Κυψέλη, τα Πατήσια ή αλλού μαθαίνουμε ιστορίες όπου Αιγύπτιοι και Αλβανοί, ή Αφρικανοί, αποφάσισαν ένα απόγευμα να τρέξουν κάποια φασιστάκια, καταλαβαίνουμε πως υπάρχει ένα αόρατο αλλά συνεχές νήμα με όλα τα παραπάνω. Γνωρίζουμε, στην τελική, ότι η αυτοάμυνα που οργανώνουν οι ίδιες οι κοινότητες, χωρίς αυτόκλητους ή μη πατρόνες και ζορό, είναι η πιο καθοριστική αντιμετώπιση των φασιστών.

Stepanyan TSP, Δεκέμβριος 2013.