Χωμένο ανάμεσα στις κατεχάκη και μεσογείων είναι το δρομάκι που αυτή τη φορά θα μας απασχολήσει. Η οδόςΜπαϊρακτάρη σίγουρα δεν αποτίει μνεία στην ταβέρνα του Μοναστηρακίου αλλά και πάλι μας περισσεύουν δυο Μπαϊρακτάρηδες που είναι και οι δύο “μπουμπούκια” Ο πρώτος ο Δημήτριος (μάλλον ο επικρατέστερος για να γίνει ο εν λόγω δρόμος) ήταν ο πρώτος αστυνομικός διευθυντής της Αθήνας επί Τρικούπη. Ο δεύτερος ο Γεώργιος – συνταγματάρχης στον εμφύλιο, εμπνευστής και ιδρυτής του “αναμορφωτηρίου” της Μακρονήσου, τον τόπο βασανιστηρίων των κομμουνιστών επί εμφυλίου και το μέρος όπου πρότεινε πριν λίγα χρόνια ο Δ. Σαββόπουλος να στέλνονται οι μετανάστες προκειμένου να … καλλιεργούν χωράφια. Σκεφτήκαμε ότι θα μπορούσε να ‘ναι και δικός του ο δρόμος μιας και κοντά στην Κατεχάκη βρίσκεις πολλά ονόματα καραβανάδων σε δρόμους.
Για να μην αφήσουμε κανέναν λοιπόν παραπονεμένο είπαμε να ασχοληθούμε και με τους δυο. Ο Δ. Μπαϊρακτάρης ήταν ο πρώτος αστυνομικός διευθυντής της Αθήνας το 1893. Από την θέση αυτή αξιολόγησε κάποιες από τις μεγαλύτερες απειλές για την δημόσια ασφάλεια των Αθηναίων και πράγματι ήταν τόσο πρωτοποριακός στις μεθόδους του που μνημονεύεται ακόμα από τους σύγχρονους μπάτσους. Έτσι, αν φτιάξουμε μια λίστα κατάταξης με τους μεγαλύτερους … κακοποιούς που τρομοκρατούσαν τους Αθηναίους στα 1894 σύμφωνα με το αστυνομικό δαιμόνιο του Μπαιρακτάρη πρώτοι στην λίστα του ήταν οι κουτσαβάκηδες και οι… γυμνιστές (ναι, καλά διαβάσατε!). Αν διαβάσει κανείς/καμιά τις εφημερίδες της εποχής, άλλο ένα “πρόβλημα” είχε ανακαλυφθεί στο κέντρο των Αθηνών, καθιστώντας την περιοχή “άβατο” και λοιπές γνωστές ατάκες από το σήμερα. Κι όλα αυτά πότε; Μόλις 2-3 χρόνια πριν την πραγμάτωση της αναβίωσης των Ολυμπιακών Αγώνων, εν έτει 1896. Ε, κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να γίνει ανεκτό.
Ο Μπαιρακτάρης έμεινε στην ιστορία για το μένος του εναντίον των κουτσαβάκηδων – αλανιών της εποχής με έφεση στην μικροπαβατικότητα – και των λουόμενων του Φαλήρου που, ελλείψει μαγιό, κάνανε μπάνιο ξεβράκωτοι. Με έναν τρόπο, αυτές οι δύο εμμονές της παιδικής ηλικίας της πρώτης αστυνομίας στην ελλάδα, της αστυφυλακής, της προσδίδουν τον χαρακτήρα μιας αστυνομίας αισθητικής ή αστυνομία μόδας. Στους κουτσαβάκηδες τους ξύριζε το μουστάκι, τους κούρευε τις φράντζες και τους ψαλίδιζε το ένα μανίκι του πανωφοριού τους – το οποίο δεν φορούσαν και άφηναν να κρέμεται. Στους άλλους τώρα, τους “γυμνιστές”, τους έκλεβε τα ρούχα. Στόχος και των δύο ειδών αστυνομικών παρεμβάσεων ήταν ο εξευτελισμός. Κι αν ο Μπαιρακτάρης εξαντλούσε την αυστηρότητα και την αυθαιρεσία του πάνω σε αυτούς που δεν αποτελούσαν καμιά σοβαρή απειλή για την “δημόσια τάξη”, ας φανταστούμε τι έκανε με τους υπόλοιπους ποινικούς ή πολιτικούς.
Ο Γ. Μπαϊρακτάρης τώρα, συνονόματος, ήταν συνταγματάρχης (αλλού αναφέρεται και ταξίαρχος) της περιόδου του εμφυλίου. Ήταν από τους πρωτεργάτες της δημιουργίας της Μακρονήσου – ο ίδιος το καυχιέται ότι ήταν ο εμπνευστής της – και επειδή είχε την πατέντα προσπάθησε τα μέγιστα για την επιτυχία της: της ανανήψεως από του κομμουνισμού. Να πούμε κάπου εδώ πως η Μακρόνησος διαφημιζόταν (είχαν κυκλοφορήσει ακόμα και φυλλάδια) σαν η στοργικότερη δράση του κράτους για την σωτηρία των πλανεμένων και “ασθενούντων” ελλήνων, εν είδει Καθαρτηρίου. Η αλήθεια, βέβαια, για το κολαστήριο της Μακρονήσου μας είναι λίγο πολυ γνωστή, αλλά, όπως όλα τα οργανωμένα μακρόβια εγκλήματα, έχει κι αυτό τις περιόδους έξαρσης της βίας. Αξίζει να πούμε για μία μόνον απ’ αυτές όπου ο Γ. Μπαϊρακτάρης έδειξε την κλάση του.
Το πρωί της Κυριακής 29 Φεβρουαρίου του 1948, 4.500 φυλακισμένοι συγκεντρώθηκαν στο προσκλητήριο – όπως πάντα στους λόχους είχαν μείνει μόνο οι άρρωστοι. Την συγκεκριμένη μέρα, όμως, είχε επιλεγεί το βασανιστήριο της διαπόμπευσης των αρρώστων. Οι αλφαμήτες τους έβγαλαν στο προαύλιο μπροστά στους υπόλοιπους σέρνοντας και κτυπώντας τους προκλητικά, ένα … ‘παιχνίδι’ που ήθελε να δοκιμάσει τα αισθήματα του φόβου και της αλληλεγγύης. Οι συγκεντρωμένοι άρχισαν να διαμαρτύρονται και οι δεσμοφύλακες είχαν την αφορμή που περίμεναν. Ο λόχος ασφαλείας που ήταν ακροβολισμένος άρχισε να πυροβολεί στο ψαχνό. Το στρατόπεδο έγινε κόλαση. Οι νεκροί και οι τραυματίες έπεφταν σωρό και κανείς δεν ξέρει τον ακριβή αριθμό τους. Το υπόλοιπο της μέρας πέρασε για τους φυλακισμένους μέσα στην οργή, το πένθος και την αγωνία. Το πρωί της επομένης στις ακτές του Α’ τάγματος εμφανίστηκε ένα περιπολικό του πολεμικού ναυτικού. Πάνω σε αυτό ο Γ. Μπαϊρακτάρης εκφώνησε λιτά την φάση εκκίνησης της ολοκλήρωση της σφαγής: «Στρατιώται, σας μιλεί ο συνταγματάρχης Μπαϊρακτάρης! Συλλάβατε και απομονώσατε τους δολοφόνους που δημιούργησαν τα χθεσινά γεγονότα! Αποδοκιμάσατε τους αρχηγούς σας και συγκεντρωθείτε εις τον 7ον λόχον». Ανελέητο πυρ από στεριά και αυτή τη φορά και από την θάλασσα. Κάποιες πηγές αναφέρουν γύρω στους 300 νεκρούς. Για την ωμή σφαγή ο Μπαϊρακτάρης οδήγησε αθώους στο εδώλιο με την κατηγορία της “στάσης”, οι οποίοι και εκτελέσθηκαν. Όσο για τον ίδιο, για την σφαγή του 1948 παρασημοφορήθηκε. Αυτά ήταν κάποια από τα έργα και τις ημέρες του Γεώργιου Μπαϊρακτάρη. Είναι πιθανόν αυτό το γαμημένο παράσημο να κρέμεται ακόμα σε κάποιο κάδρο, να το τρώει η σκόνη σε καμιά βιτρίνα, κι είναι ακόμα πιο πιθανό οι απόγονοι, τα παιδιά του ή τα εγγόνια να θυμούνται με μια γλυκιά ανάμνηση κι άλλες λεπτομέρειες από την πολυτάραχη σταδιοδρομία του παππού.