‘Είμαστε όλοι μετανάστες!’ λέει ένα σύνθημα που κάνει εδώ και χρόνια την εμφάνισή του σε τοίχους και κείμενα και αφίσες πολιτικών ομάδων και πιο πρόσφατα σε τίτλους αριστερών μπλογκς και ακαδημαϊκών βιβλίων. Πάντοτε μας έκανε να νιώθουμε άβολα. Παλιότερα το εντυπωσιοθηρικό αυτό σύνθημα ίσως να είχε πράγματι μια έντονη χροιά αλληλεγγύης, ποτέ όμως δεν αποτελούσε αντικειμενική περιγραφή της πραγματικότητας. Ομολογούμε ότι το βρίσκουμε εκνευριστικά προβληματικό διότι πλέον έχει πάρει χαρακτήρα παραχάραξης και διαστρέβλωσης, και θέλουμε να πούμε τα εξής:
Η πολιτική ορθότητα, στη συγκεκριμένη περίπτωση τουλάχιστον, είναι εκείνο το στοιχειώδες επίπεδο διατύπωσης απόψεων προκειμένου να μην καταλήξουμε στον ανορθολογισμό και τη σύγχυση. Φυσικά, πολλοί σε αυτή την κοινωνία μπορεί να βιώνουν στην καθημερινότητά τους πολλές δυσμενείς συνθήκες (αν και με τελείως διαφορετικούς όρους απ’ ότι οι μετανάστες), δεν αμφιβάλλουμε. Εδώ όμως δεν τίθεται ζήτημα πιθανοτήτων. Διότι δεν είναι η ποσότητα των συνθηκών αυτών που σου προσδίδουν ή καθορίζουν την μεταναστευτική σου ιδιότητα, αλλά η ποιότητά τους σε συνδυασμό με την ένταση των ενεργειών του συνόλου ενός λαού που ενωμένος απέναντί μας τραβάει το ίδιο σχοινί – αυτό του ρατσισμού. Και επειδή, ως γνωστόν, η κοινωνικοοικονομική θέση ενός ανθρώπου δεν προεξοφλεί τις πολιτικές του πεποιθήσεις, εμείς βιώνουμε τον ρατσισμό όχι μόνο από τα μικρά και μεγάλα αφεντικά, αλλά και από τους ίδιους τους συναδέλφους μας – ξέρετε, τους φορολογούμενους και αδικημένους από το πολιτικό σύστημα. Την εργατική τάξη, τα λεγόμενα εν δυνάμει επαναστατικά υποκείμενα, που στο όνομά τους έχουν εκφωνηθεί οι πιο πύρινοι λόγοι. Ούτε πιστεύoυμε πως στα μάτια των μικρών ελλήνων αφεντικών μας είμαστε όλοι ίδιοι.
Ο ρατσισμός αυτού που εθνοφυλετικά εμφανίζεται ως ελληνικός λαός απέναντι στους Ξένους είναι άπειρα πιο ολέθριος ακόμα και από την ορθολογικότητα του ίδιου του καπιταλισμού· ακριβώς λόγω της ανορθολογικότητας του. Για ένα μεγάλο τμήμα του έθνους των ελλήνων οι μετανάστες δεν κατατάσσονται καν στην εργατική τάξη, αλλά στους εχθρούς της. Από μια σκοπιά της ενδοταξικής διένεξης παρατηρείται ξεκάθαρα μια σχέση ξενιστή – παράσιτου· και οι αντιρατσιστές στην καλύτερη περίπτωση παίρνουν τον κριτικό ρόλο απέναντι στο «ξενιστή», σε καμία περίπτωση όμως το ρόλο του «παράσιτου».[1] Στον καπιταλισμό, την υφιστάμενη αφηρημένη μορφή κοινωνικής διαμεσολάβησης – μορφή κοινωνικών σχέσεων δηλαδή που διαμεσολαβείται κυρίως από την εργασία, παρά από τις ταξικές σχέσεις που διαμορφώνονται από την αγορά και την ιδιωτική ιδιοκτησία – οι μετανάστες έχουν συγκεκριμένες θέσεις/ρόλους που καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από τα ντόπια «θύματα της κρίσης», ή αλλιώς τα άτομα της γενικότερης μικρομεσαίας οικονομικής στάθμης. Εν πάσει περιπτώσει, σε κάθε κοινωνική / πολιτική εξέλιξη, ανάλογα την ψυχοσύνθεση του έλληνα εργαζόμενου, αποκτά το είδος μας και τον αντίστοιχο χαρακτηρισμό: «αποβράσματα», «κακομοίρηδες», «απολίτιστοι», «βίαιοι», «συντηρητικοί», «μεταναστευτικής προέλευσης» (αθροιστική έννοια που συμπυκνώνει όλα τα παραπάνω) κοκ.! Οπότε οι κοινοτοπίες που προκύπτουν από τα συνθήματα αυτά δεν μας οδηγούν στην αποσαφήνιση των εννοιών και στην αποφόρτιση των κοινωνικών θέσεων από το πραγματικό τους περιεχόμενο. Κυρίως, όμως, συμβάλλουν στο να απο-προβληματικοποιούν τους θύτες αφήνοντάς τους στην προνομιακή τους αφάνεια.
Συντεταγμένο το ελληνικό κράτος, δηλαδή θεσμοί και υπήκοοι όλης της ταξικής διαστρωμάτοσης, εργάζονται για την διατήρηση των δομών ενός κοινωνικού μοντέλου που στην πραγματικότητα δεν είναι ένας κόσμος ισότιμα συμβαλλομένων ατόμων, αλλά μια αρένα αντιμαχόμενων κοινωνικών ομάδων όπου μέσα της οι αλλοδαποί/ές αποτελούμε το κατακάθι, το απόπλυμα της πόλης. Εκεί μας κατατάσσουν η κυρίαρχη εθνική ταυτότητα και οι ελληνόφωνοι Εθνοφύλακές της. Πρέπει να γίνει ξεκάθαρο, πλέον, ότι η αντιπαράθεση με τον ρατσισμό είναι για εσάς το πολύ μια θεωρητική αξίωση. Διότι ελάχιστοι από εσάς π.χ. γνωρίζετε τι συμβαίνει στις Υπηρεσίες των Ξένων (υπηρεσίες ωραιοποίησης απέλασης). Το σύνολο των ξένων συναντάει καθημερινές συμπεριφορές και φράσεις που καταλήγει στο να πιστεύει ότι ο κίνδυνος είναι παντού και άρα ότι πουθενά δεν μπορείς να κυκλοφορείς με ασφάλεια. Οι πόλεις μοιάζουν με ναρκοπέδια και το δικαίωμα για αξιοπρεπή μετακίνηση ξαφνικά αφορά και τις εντός συνόρων, εντός πόλεων και χωριών διαδρομές. Η νάρκη-περιπτεράς, η νάρκη-φουρνάρισσα, η νάρκη-γραφειοκράτης, η νάρκη-συνεπιβάτης λεωφορείου… Κάπου μπορεί να πατήσεις κάποια από αυτές… Επίσης, μια βαθιά εμπεδωμένη όσο και ανομολόγητη αντίληψη, τουλάχιστον εκ μέρους μας, είναι ότι τα «δικαιώματά» μας δεν είναι εξίσου αναφαίρετα με των υπόλοιπων πολιτών· ακόμα και αυτών που τους αρέσει αυτό το σύνθημα. Ασυζητητί σε μια κοινωνία δομημένης με βάση την ελληνικότητα, που διψάει για συνεχή και πάντα περισσότερη επιβεβαίωση της εθνικής ταυτότητας, η θέση σας είναι προνομιακή. Εκ των πραγμάτων δεν είστε σε θέση να διανοηθείτε τι σημαίνει να ανοίγεις το στόμα σου και από εκεί και πέρα να ξέρουν όλοι ότι δεν είσαι έλληνας/ίδα. Δεν είστε σε θέση να διανοηθείτε επίσης τι σημαίνει, όταν όλοι περιμένουν από σένα να συμπεριφερθείς σύμφωνα με τους εδώ κανόνες και εσύ να μην ξέρεις ποιοι σκατά είναι αυτοί οι κανόνες. Ίσως ούτε καν να φαντάζεστε πως είναι για μας η δική σας συμπεριφορά, πως μας βρωμάει η ανεκτικότητά σας και η καλοσύνη που βρίθει εξωτικοποίηση, εξιδανίκευση ή θυματοποίηση και άλλοτε μας προσδίδει έναν αισχρό εξαναγκαστικό ηρωισμό.
Εκείνος ο κόσμος όπου παρακαλάς τους θύτες σου για μια άδεια παραμονής/εργασίας εκεί όπου οι ίδιοι θύτες (ως αυτουργοί ή ως τμήμα τους) καθορίζουν τις εξελίξεις, δεν είναι ο δικός σας κόσμος· είναι παράλληλος με τον δικό σας κόσμο. Δεν ξέρουμε καν αν μπορείτε ποτέ να αντιληφθείτε τον παραλογισμό αυτής της κατάστασης που έχουν υποστεί αμέτρητ@ από μας. Διότι δεν έχετε στην πραγματικότητα σχεδόν καθόλου σχέσεις με μετανάστ(ρι)ες και πρόσφυγες – και όσοι/ες έχουν δεν θα ξεστόμιζαν κάτι τέτοιο – αυτοί δεν είναι για εσάς τίποτε περισσότερο παρά ένα θεωρητικό πρόβλημα. Στη δική σας πραγματικότητα δεν θεωρείται δεδομένο το καταστατικό δίλημμα του αποκλεισμού στο σχολείο ή της παρανομίας, ή του αποκλεισμού από τις δουλειές λόγω ‘καταγωγής’ ή και από κινηματικές συλλογικότητες όπου ο λόγος του μεταναστευτικού βιώματος απορρίπτεται ως αντιεπιστημονικός, μη έγκριτος, «συναισθηματικός» και απομονώνεται, ενώ επιχειρήματα που φέρουν το μεταναστευτικό background αγνοούνται διότι «στερούνται θεωρητικών / αναλυτικών εργαλείων», και αναλόγως της έντασης της συζήτησης, μαζί με αυτά και το υποκείμενο που τα εκθέτει. Η αντιπαράθεση για μας με τον ρατσισμό δεν είναι ένα θεωρητικό σχήμα, σπάνια εξαντλείται στη λεκτική κακοποίηση και σε καμία περίπτωση δεν περιορίζεται σε λίγους «βλαμμένους γραφικούς», «θερμόαιμους υπερεθνικιστές» ή μια «μάζα ληθαργικών δυσαρεστημένων». Η κακοποίηση στην περίπτωση μας εξακολουθεί να υφίσταται και πολύ μετά από μια απροκάλυπτη ρατσιστική επίθεση. Το ίδιο συμβαίνει και σε σάς; Εξακολουθείτε να είστε κι εσείς μετανάστες; Το θέτουμε και στη γλώσσα που μοιραία γνωρίζετε πολύ καλά· σε αυτή που στα αυτιά μας φτάνει με ψίθυρους ενώ οι φανατικοί έλληνες νιώθουν την ακατανίκητη ανάγκη να βροντοφωνάξουν: ακόμη κι όταν δανειζόμαστε/αναπαράγουμε στοιχεία από το ιδεολογικό οπλοστάσιο της κυρίαρχης ταυτότητας, ακόμη κι όταν ανταποκρινόμαστε δηλαδή στην ανώτατη μορφή «ενσωμάτωσης» στην ελληνική κοινωνία, δηλαδή στη ρατσιστική θεωρία και πράξη («Αλβανοί ρατσιστές»: καρικατούρα-δημιούργημα αποκλειστικά ακροαριστερών καταβολών), η ανταμοιβή / τιμωρία μας δεν είναι ποτέ ανάλογη με αυτή ενός έλληνα. Εξαπολύονται προς το μέρος μας οι πιο αδιανόητοι χαρακτηρισμοί με στόχο την απόλυτη δαιμονοποίησή μας.
Είναι καθημερινή βιωμένη εμπειρία, όχι μια επαναστατική ηρωική πράξη αλλά καθημερινότητα. Μια καθημερινότητα που όχι μόνο σβήνει σαν βρώμικο λεκέ τα πομπώδη αυτά λόγια του συνθήματος, αλλά κυρίως αντανακλά μια σιωπηρή συμφωνία ανάμεσα στους πρωταγωνιστές και εκείνους της διπλανής πόρτας. Μέσα της διεκδικούμε εκείνα τα θεμελιώδη δικαιώματα και προνόμια που για τους ντόπιους είναι αυτονόητα· ακόμα και το να μιλάμε με κανονικό τόνο στη δική μας γλώσσα και να μη ψιθυρίζουμε άλλο! Για μας η αντιπαράθεση με τους ελληνορατσιστές είναι ένα υπαρξιακό πρόβλημα και μάλιστα όχι μόνο με το βίαιο, αιματηρό ρατσισμό του δρόμου. Γεγονός που καταργεί κάθε θεωρία σπανιότητας ρατσισμού, και περιγράφει μια γεωγραφική πραγματικότητα. Η πόλη, σε γενικές γραμμές, μπορεί πράγματι να μας παρέχει το προνόμιο της ανωνυμίας (για όσ@ς «μοιάζουν» με ελληνες/ίδες), η επαρχία όμως είναι απροσπέλαστη – αν και μερικ@ έχουμε την ασυνήθιστη τύχη να τη βγάζουμε καθαρή – και αν είσαι νέος κάτοικος πρέπει να έχεις θράσος και φίλους για να κυκλοφορήσεις. Έχουμε πολλά παραπάνω πράγματα από τους ντόπιους αντιρατσιστές να σκεφτούμε όταν βγαίνουμε από το σπίτι, ακόμα και να πεταχτούμε μέχρι το φούρνο: ξαφνιασμένα βλέμματα στον δρόμο, χλευαστικοί ψίθυροι, ακόμα και ανοιχτές προσβολές/απειλές, χωρίς κανένα περιεχόμενο, απλώς ελληνικές. Εκεί χωρίς γνωστούς την έβαψες. Διαμορφώνουμε τις συμπεριφορές μας έτσι ώστε να προφυλασσόμαστε από τον πιθανό κίνδυνο να θιχτεί ένας έλληνας. Είμαστε το καθημερινό ψωμί του έλληνα πολίτη που βγαίνει το πρωί από το σπίτι οπλισμένος ηθικά με ολοκληρωμένη εθνική συνείδηση και με συλλογική σιωπηλή ασυλία. Εκείνου που η απροκάλυπτη έκρηξη των αγνών εθνικών αισθημάτων επιστημονικοποιείται από περισπούδαστες ακαδημαϊκές αναλύσεις αριστερής προέλευσης ως «σανίδα σωτηρίας των οικονομικών ελίτ».
Ακόμα και όταν προβλεφθούν, όμως, για εμάς ορισμένες ελαφρύνσεις και πάνε να λυθούν ορισμένα πολύ βασικά προβλήματά μας, σε μια δημόσια υπηρεσία ή σε ένα χώρο εργασίας όλα αυτά γρήγορα εξανεμίζονται όταν προκύψει ανταγωνισμός με ελληνοαίματους. Δεν είμαστε όλοι μετανάστες γιατί δεν έχετε νιώσει ούτε την αίσθηση της λύπης που καθρεφτίζει το πρόσωπο όσων διέπονται υποσυνείδητα από δομικά ρατσιστικές αντιλήψεις, όσο κι αν είναι καλοπροαίρετες μερικές φορές. Αυτά τα σφιγμένα χείλη και οι μορφασμοί οίκτου – σύμφυτοι με τη βιωμένη πραγματικότητα των αμέτρητων ιστοριών ρατσιστικής μεταχείρισης, ή ακόμα χειρότερα, η κάθετη άρνηση συνδιαλλαγής με εμάς μέσα από τους κώδικες δυναμικής και έντασης που διατρέχουν αυτή την καθημερινότητα, ακόμα και τα ενθουσιώδη λόγια για «υπερήρωες μετανάστ(ρι)ες», υποκρύπτουν μια ειδική μεταχείριση που εδράζεται στην ανισοτιμία. Τα «συγχαρητήρια» που δεχόμαστε για τυχόν συγκροτημένες πολιτικές θέσεις που διαθέτουμε – κι αυτά είναι άλλη μια συγκαλυμμένη εκδήλωση υπεροψίας. Ο φυλετικός ρατσισμός και ο εθνικισμός που διαπερνά το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας, βρίσκει την βίαιη έκφρασή του στο βούρδουλα του μπάτσου στη πλάτη μας. Και στην πλάτη σας ενίοτε· αλλά για άλλα πράγματα που δεν σας κατατάσσουν στους μετανάστες. Μέσα σε αυτές τις διάφορες πρέπει να γνωριστούμε χωρίς να είναι ανάγκη να υπάρξει οποιαδήποτε σύγχυση μεταξύ του τι είμαστε και πως μας αποκαλούνε.
Πρώτα-πρώτα θα πρέπει να μιλήσουν οι ίδιοι οι Άλλοι, να αρχίσουν να μιλάνε, και να μην αφεθούν να πούνε ότι δεν έχουν τίποτα να πούνε. Να μην αφεθούν να μάθουν από την ελληνική πραγματικότητα ότι οι Ξένοι «εκ φύσεως» προορίζονται να υπ-ακούνε, να πιστεύουν και να μην ανακαλύπτουν τίποτα. Θα πρέπει να τολμήσουνε να πούνε όλα όσα έχουν να πούνε για το βίωμα τους. Θα έπρεπε να μιλήσουν για τη δική τους θέση, την ελληνική εμπειρία – ένας θεός ξέρει πόσα έχουν να πούνε – έτσι ώστε τελικά να καταφέρουν να αποτινάξουν τόσο το πατρονάρισμα όσο και την απενοχοποίηση της εθνικής ταυτότητας του θύτη, να απαλλάξουν τους ντόπιους «αντι»ρατσιστές από το άγχος και το προνόμιο παράλληλα της συνεχόμενης διαστρέβλωσης και ωραιοποίησης της θέσης τους, να απελευθερώσουν δηλαδή τον έλληνα από τα προσχήματα… Αυτό είναι πάρα πολύ δύσκολο. Πρέπει καταρχήν να απαλλαγούνε από όσα συστήματα λογοκρίνουν κάθε απόπειρα βιωματικής τοποθέτησης. Να αποκαλύψουνε το βαθμό στον οποίον η γνώση, στη δική μας περίπτωση, αποκτάται πάντοτε στα πλαίσια της ελληνικής ιδεολογίας, ως συνεργός της εξουσίας. Να αποκαλύψουνε ότι όποιος από προνομιακή θέση γνωρίζει για εκείν@ς καλύτερα από εκείν@ς, αποκομίζει πάντοτε το κέρδος της εξουσίας.
Ίσως όλα τα παραπάνω να σας φαίνονται ανυπόστατα, αδιανόητα. Λογικότατη αντίδραση, εκ μέρους σας, εάν τα αντιρατσιστικά αντανακλαστικά σας εντοπίζουν ρατσιστική βία μόνο σε οργανωμένους φασιστολαϊκούς συλλόγους και φράξιες κατοίκων που δίνουν αγώνα εθνικής απελευθέρωσης των περιοχών τους από τους πρόσφυγες-μετανάστες. Ασφαλώς αυτές οι λαϊκές εκρήξεις διέπονται από εξοντωτική μανία για ό,τι αποτελεί μη έθνος. Όμως, για μας, η ξενοφοβία όσων δεν αναπαύονται ποτέ να μας υπενθυμίσουν ποια είναι η θέση μας, είναι σε τόσο υψηλά επίπεδα ώστε αποτελεί μια πραγματικότητα τόσο ομαλή και καθημερινή που πλέον σε κανέναν πια, εκτός από μας τους άμεσα θιγόμενους, δεν πέφτει στην αντίληψη. Εάν κάποια/ος θέλει να μάθει τα βιώματα μιας μετανάστριας, να απευθυνθεί εκεί, να μιλήσει η ίδια για την εαυτή της, και όχι σε έναν ντόπιο αντιρατσιστή που συστήνεται ως τέτοια. Η Έμμα Γκόλντμαν έλεγε συγκεκριμένα «…να βιώνω αλήθειες και όχι μόνο να μιλώ θεωρητικά για το περιεχόμενο τους.» Εάν δεν μπορείς να βιώσεις τότε ασε να μιλήσουν όσοι/όσες τις βίωσαν. Απλά. Σε αντίθεση με εσάς, ο εγχώριος εθνορατσισμός, τις εξοντωτικές επιθυμίες του οποίου πραγματώνει ένα άθροισμα συνεπέστατων ελλήνων με αγνά αισθήματα που απαρτίζεται από συνοριοφύλακες, λιμενομπατσους, σωφρονιστικούς κ.α., μας κυνηγάει με λύσσα. Καθώς όλο αυτό το ρατσιστικό φαντασιακό του έλληνα, διαθλάται πρωτίστως πάνω στην εθνοφυλετική εγγύτητα των καθημερινών φρουρών του· αυτούς που η δεύτερη πρότασή τους είναι το «από που είσαι;» Αυτό το ζούμε. Όταν λέω εθνορατσισμό εννοώ φυσικά και τον κυρ Μήτσο που σου λέει όταν παρκάρει το αγροτικό του «πες στον Αλβανό να κάνει στην άκρη μη τον χτυπήσω και τον πληρώνω για άνθρωπο» και την Φωτεινή που μας ουρλιάζει στο ΚΤΕΛ «μου τρυπάνε το κεφάλι τα αλβανικά σας γέλια!» Καθωσπρέπει άνθρωποι όλοι τους· με καλοβουρτσισμένα σκυλιά και περιποιημένους κήπους. Δύο τυχαία παραδείγματα που συμπυκνώνουν επαρκώς την απειλητική εξύφανση της ελληνικής πραγματικότητας και δεν μας επιτρέπουν να κάνουμε αντικαπιταλιστικές ή άλλες αναλύσεις. Παρόλα τα αριστερά ή αναρχικά κίνητρα που μπορεί να συνοδεύουν το σύνθημα αυτό, λοιπόν, για μας επουδενί δεν αλλάζει το γεγονός ότι είναι μια στιγμή ξεκάθαρης απόσβεσης όχι μόνο του παλιού αλλά και του πρόσφατου παρελθόντος μας.
Στην καρδιά αυτής της αντίφασης που υποδηλώνει αυτό το σύνθημα πιστεύουμε πως επιζεί η πλήρης αδυναμία για αναστοχασμό και αυτοαμφισβήτηση που απαιτεί ένας συνεπής αντιεθνικισμός, που θα προϋπέθετε να μην πιπιλάνε άλλο άθλια και από την αρχή μέχρι το τέλος κούφια συνθήματα του τύπου «είμαστε όλοι μετανάστες», αλλά και «…όλοι ανάπηροι», «…όλ@ τρανς!» κ.ο.κ.! Το ζήτημα λοιπόν δεν είναι να σιγήσει η κριτική στις ιδεολογικές επεξεργασίες των θυμάτων του ρατσισμού που παράγει η ελληνική κοινωνία ως διαχρονική της αξία. Αλλά να αναδειχθεί η ανάγκη της αυτοτέλειας του αντιρατσιστικού κινήματος, που είναι υπόθεση των ίδιων των καταπιεσμένων και όχι των «καθοδηγητών» τους. Ενώ από την άλλη, να μην προσχωρήσουμε σε μια επιχειρηματολογία του αντιπάλου που συσκοτίζει τη φύση του ρατσισμού ως κοινωνικού συστήματος κυριαρχίας και ως συγκεκριμένης υλικής πραγματικότητας. Διότι αυτές οι θέσεις, οχυρωμένες πίσω από μια προσχηματική φιλο-ισονομία από τη σκοπιά μιας «συνολικής κριτικής», βρίσκονται τελικά στο ίδιο τεραίν με ρατσιστικά ελληνοκεντρικά στερεότυπα και αφήνουν ευρύ χώρο να αξιοποιηθούν σε μια τέτοια κατεύθυνση από απροκάλυπτα ρατσιστές. Για αυτό πρέπει να καταγγελθεί άμεσα η πατροναριστική οριενταλιστική στάση των εγχώριων πρωτοποριών να φτιάχνουν για τη συμβολική τους αυτοεπιβεβαίωση λύσεις για τα προβλήματα, τις ανησυχίες και τα άγχη των μειονοτικών, χωρίς να λαμβάνουν καν υπόψη τους πραγματικούς συσχετισμούς και τους ανταγωνισμούς μέσα σε αυτούς.
Αρνούμαστε ρητά να μπούμε σε έναν αέναο κύκλο αυτο-ενοχοποίησης ή, ακόμα χειρότερα, αυτο-θυματοποίησης, γεγονός που αναπόφευκτα θα μας εγκλώβιζε σε μια πεσιμιστική ενδοσκόπηση. Συνέβη στο παρελθόν με τη πρώτη γενιά μεταναστών και αποδείκτικε ολέθριο. Αντίθετα, καταδεικνύουμε τη ταυτότητα του κυρίαρχου θύτη σε τούτη τη χώρα, προβληματικοποιούμε δηλαδή αυτούς που γνωρίζουμε καλά και κυρίως ψηλαφίζουμε μονοπάτια χειραφέτησης. Δεν πρόκειται πια για λεκτικές πολιτικές, αλλά ανάθεμά μας για μια συνειδητοποίηση των διαφορών ανάμεσά μας, για μια αντιπαράθεση πάνω σε αυτές τις διαφορές, ώστε να καθοριστούν κοινά βήματα. Το ‘είμαστε όλοι μετανάστες’ δεν είναι ένα αμυντικό σύνθημα αλλά δεδομένων των ισχυουσών στην ελλάδα κοινωνικών σχέσεων και δεδομένης της στάσης όλου του πολιτικού φάσματος, είναι σχεδόν ένα πρόταγμα κοινωνικής ουτοπίας. Οι διαφορές αυτές προέρχονται από αυτές τις καταραμένες σχέσεις βίας και δομών που όσο υπάρχουν, θα καθιστούν μια ισότητα αδύνατη.
μεταναστευτικό τμήμα του 0151
[1] To KKE φράσσει το αμπέλι, περιοδικό Antifa (πόλεμος ενάντια στον φόβο), τεύχος 22, 03/2011. http://www.antifascripta.net/LinkClick.aspx?fileticket=KyUBrYPN6%2Fc%3D&tabid=199