Το διπλό νόημα των ελληνόψυχων καταλήψεων

Ένας ένστολος πολίτης με φουσκωμένο το στήθος από ιδανικά, η πραγματοποίηση των οποίων προϋποθέτει μαζικές εκκαθαρίσεις, μπαίνει σε γειτονική χώρα για να αλλάξει την πραγματικότητα, αδιαφορώντας αν θα βγει οριζοντίως. Αποφασίζει να επικοινωνήσει το αίτημά του με την γλώσσα των όπλων. Κουμπώνει μια διόπτρα σε ένα πολυβόλο για να μειώσει τις πιθανότητες αποτυχίας, μπουκάρει σε πολιτιστικό κέντρο και ζητάει εδαφική προσάρτηση πυροβολώντας. Όπως είναι αναμενόμενο, καλείται ένα κρατικό κλιμάκιο το οποίο μιλάει την ίδια γλώσσα. Οπότε κι εκείνοι του απαντάνε ακριβώς με τους ίδιους όρους που ο ίδιος έβαλε μην αφήνοντας στους παρευρισκόμενους άλλα περιθώρια. Αυτό το πράγμα από πλευράς του έλληνα φασιστοειδούς θεωρείται υπόδειγμα πατριωτικού ηρωισμού και μπαίνει ως αιχμή διαμαρτυρίας σε σχολικές καταλήψεις στην Β. Ελλάδα από τα ίδια βλαμμένα που παρελαύνουν στην εθνική επέτειο σε αυτόνομο σχήμα και τραγουδούν σαν νεαροί ΟΥΚάδες το «Μακεδονία ξακουστή του Αλεξάνδρου η χώρα».

Μικρά εθνίκια διεκδικούν την πολιτισμική κληρονομιά του μεγαλέξανδρου και διαμαρτύρονται γιατί το αλβανικό κράτος δεν άφησε τον Κατσίφα να κάνει πράξη τα οράματα του γέροντα Παΐσιου. Παίδες, λίγη αυτογνωσία δεν βλάπτει. Το πιθανότερο είναι να είστε εγγόνια όσων πλιατσικολόγισαν τις περιουσίες των εβραίων της Θεσσαλονίκης κατά τον εκτοπισμό τους και λεηλάτησαν τις ζωές όσων απ’ αυτούς επέστρεψαν. Μερικοί από τους παππούδες σας γίνανε και πρώτες επιχειρηματικές φίρμες εκεί πάνω μόνο από αυτές τις δραστηριότητες. Αυτοί είναι σίγουρα οι πρόγονοί σας. Ξέρουμε λοιπόν πολύ καλά από που κρατάνε οι ένδοξες ρίζες σας, εάν προτιμάτε αυτούς τους όρους.

Το μυαλό μου πάει αυτόματα πίσω στο 1999, όταν η τότε Γιουγκοσλαβία βομβαρδιζόταν από την αμερικανική αεροπορία. Θυμάμαι πόσο υπολόγος ένιωθα απέναντι στους συμμαθητές μου και τους γονείς τους για ο, τι συνέβαινε εκεί. Η Αλβανία θεωρούνταν ηθικός αυτουργός για την οδύνη που βίωνε ο μέσος Ελληνας. Πλήθος αφηγημάτων γύρω μου, με προετοίμαζε για το ποια απάντηση έπρεπε να δώσω μόλις με ρωτήσουν αν καταδικάζω την Αμερική ή όχι. Στην αρχή υπήρχαν και αυθόρμητες απαντήσεις, βέβαια, οι οποίες πυροδοτούσαν αμέσως την επόμενη ερώτηση “… αν γίνει πόλεμος μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας, τίνος το μέρος θα πάρεις;”. Έμαθα γρήγορα τις απαντήσεις και τα πατ πατ στην πλάτη ενός 15χρονου παιδιού από την Αλβανία δεν άργησαν να έρθουν. Αν ήθελα να μπαίνω στην τάξη με ήσυχη την συνείδηση έπρεπε να ακολουθώ αυτό το μοτίβο όσο κρατούσε η πολεμική σύρραξη. Αργότερα έμελλε να διαπιστώσω ότι όχι μόνο έδινα την “σωστή” απάντηση αλλά και ότι βρίσκομαι στην χώρα που ο αντιαμερικανισμός είναι κοινωνική σταθερά.

Το περιβάλλον από το οποίο ερχόμουν δεν με τροφοδοτούσε με ιδιαίτερη αυτοπεποίθηση και, λόγω άλλων αδυναμιών που είχε δημιουργήσει η μετανάστευση, δεν είχε ιδιαίτερα αποθέματα συγκρουσιακών διαθέσεων. Έτσι, ο καθημερινός βομβαρδισμός στ’ αυτιά μου τόνων ελληνικού δικαίου, είχε ως αποτέλεσμα την γρήγορη ενσωμάτωσή μου και να σιχαίνομαι αυτό που ήμουν. Όλα έδειχναν πως οφείλω να μάθω καλά αυτό που έπρεπε να γίνω και να ξεχάσω σύντομα αυτό που ήμουνα. Έτσι και έγινε. Την πρώτη χρονιά κιόλας στο γυμνάσιο δεν άργησε να έρθει και η ανακούφιση. Τα “τα μιλάς και τα γράφεις τα ελληνικά καλύτερα από πολλούς Ελληνες”, “δεν σου φαίνεται ότι είσαι από την Αλβανία” και “είσαι πια ελληνόπουλο” έδιναν και έπαιρναν. Επιτέλους, είχα κατακτήσει την μοναδική αλήθεια. Κανείς, ωστόσο, εκτός από μένα δεν γνώριζε την εσωτερικευμένη καταπίεση που κουβαλά η αυτοακύρωση, η αυταπάρνηση και τελικά η αφομοίωση μέσα σε ένα τόσο μικρό χρονικό διάστημα. Αυτή η τακτική επιβραβεύσεων δεν ήταν για μένα παρά ένας διαφορετικός μανδύας υπό τον οποίο επιζούν οι στρατηγικές διαχείρισης και αποκλεισμού ατόμων σαν κι εμένα, ακριβώς επειδή καθιστά αόρατη όλη την πολλαπλότητα των μηχανισμών ενσωμάτωσής μας.  Αυτή η “ενθάρρυνση” είναι ο πιο λείος λόγος περιστολής του εκάστοτε ποιοτικού και ιδιαίτερου στο ποσοτικό και στην ιεραρχική κατάταξη του καθολικού.

Σε όλους φαινόταν μια φυσιολογική εξέλιξη η κατάστασή μου. Ακόμα και σε μένα. Δεν είχα δει κάτι άλλο ώστε να κάνω την σύγκριση. Το να αρέσω στα ελληνόπαιδα ήταν κατόρθωμα και το να δίνω απαντήσεις που είναι σαν χάδι στ’ αυτιά τους, ήταν για μένα μια επιβεβαίωση ότι βρίσκομαι σε καλό δρόμο. Μόνο που εγώ, σε αντίθεση με όλο αυτό το συρφετό που αποτελούσε τον περιβάλλοντα χώρο μου, γνώριζα ότι εκείνοι δεν έβλεπαν πάρα μόνο την μπροστινή όψη της αφομοιωτικής διαδικασίας που είχα περάσει. Έτσι, από την μονοαιτιακή ερμηνεία του “Αλβανού που δεν του φαίνεται” άρχισα να αντιλαμβάνομαι ότι απουσιάζουν επίμονα οι εξωτερικοί παράγοντες υπό την επίδραση των οποίων έχει τροποποιηθεί η αντίληψη του “φιλοξενούμενου”, το σύνολο δηλαδή των δυνάμεων τις οποίες βιώνει ένα μεταναστάκι ότι επιδρούν επάνω του. Να το πω αλλιώς: Αυτή η ρητορική παραβλέπει την επιτακτική ανάγκη των “ξένων” για εισχώρηση στην περιφραγμένη ασφάλεια των προνομιούχων και τον φόβο για τυχόν κυρώσεις αν βγουν από κει και έρθουν σε σύγκρουση με τους οικοδεσπότες.

 

Είναι γνωστό ότι στην Ελλάδα το «δεν θα γίνεις έλληνας ποτέ» καταλαμβάνει διαχρονικά μια από τις υψηλότερες θέσεις της πολιτικής ατζέντας. Το περιεχόμενο αυτού του καλέσματος και η ταύτιση των φαντασιοκοπιών των μαθητών με αυτές του Κατσίφα το επιβεβαιώνουν. Η πίεση που δημιουργείται στους συμμαθητές τους από την Αλβανία είναι αδιανόητη. Η αποτύπωση αυτού του κλίματος στα σώματα και τις συνειδήσεις των Αλβανών μαθητών είναι άμεση και δεν θα σβήσει εύκολα. Δημιουργεί αυτόματα συναισθήματα που κυμαίνονται μεταξύ σύγκρουσης με αυτό που μέχρι πρόσφατα είχε αναπτυχθεί μια φαινομενική αρμονία και απολογία απέναντί του. Δεν υπάρχουν πολλές προοπτικές διαφυγής από τα κανονιστικά μοτίβα κοινωνικοποίησης σε περιπτώσεις εθνικιστικού παροξυσμού. Συνήθως προκρίνεται η απολογητική στάση ή η σιωπή, ακριβώς επειδή η αίσθηση της ένταξης στο καθολικό, η συμμετοχή στις αποδεκτές κοινωνικές σχέσεις προσφέρει μία πρόσκαιρη ευτυχία. Οι κοινωνικοί δεσμοί εξάλλου (πέραν της οικογένειας και του κράτους) είναι πανίσχυροι. Αυτά, λοιπόν, τα οποία οι έλληνες μαθητές αξιώνουν ως εθνικά ιδεώδη και προτίθενται να τα υπερασπιστούν στους σχολικούς χώρους, είναι η επιβράβευση του επιθετικού εθνικισμού και ύστερα, περισσότερο ή λιγότερο, συγκαλυμμένα ένστικτα εθνορατσιστικής βίας στην καθημερινότητα των συμμαθητών τους.

 

Για εμάς η αυτοοργάνωση σε επίπεδα σχολικής παρέας ή γειτονιάς είναι η μόνη επιλογή απέναντι σε αυτό το γαλανόλευκο ξερατό. Η δημιουργία δικτύων εμπιστοσύνης με δικούς μας κώδικες επικοινωνίας επιβάλλεται. Να μην αφήσουμε τις φιλομεταναστευτικές αφηγήσεις να κατασκευάζουν και να διηγούνται τις ιστορίες μας. Η παρουσία μας να υπενθυμίζει στους Έλληνες πως δεν θα μπορέσουν να ξεφύγουν από αυτά που προσπαθούν επιμελώς να δουλέψουν σε επίπεδο λήθης. Όσο προσπαθούν να μας μάθουν πως έρχονται στη χώρα του Σωκράτη και του Περικλή, εμείς θα έχουμε υπόψη τις σφαγές του Κολοκοτρώνη και τις συνέπειες των χολερικών βλεμμάτων των καθημερινών ελληνορατσιστών. Αποκτήσαμε βίαια τις δικές μας ανάρμοστες γνώσεις γύρω από τις επιρροές της ελληνικής γλώσσας και τα νοήματα που εκείνη αποκτά κάθε εποχή· αποκωδικοποιήσαμε αυτά που οι ίδιοι θεωρούν μη μεταδοτέα στα ξένα σώματα και μη εντοπίσιμα νοήματα. Ας τους κάνουμε να αισθάνονται άβολα, λοιπόν, σε αυτό που αποκαλούν σπίτι τους, σπάζοντας τον κλασικό κύκλο συμπεριφορών φιλοξενούμενου και οικοδεσπότη· να μιλήσουμε μια γλώσσα, που να τους δυσκολεύει να μας κατατάξουν σε κάποια μεταναστευτική ή οποιαδήποτε άλλη ταυτότητα. Όπως πολύ σωστά έγραφαν κάποτε και οι Cafe Morgenland “Δεν επιθυμούμε να δημιουργούμε συμπάθειες με το να διηγούμαστε ιστορίες για ξεριζωμένους ανθρώπους που παλεύουν για την αναγνώριση τους σε μια ξένη χώρα, αλλά προτιμάμε να εμφανιζόμαστε σαν απρόσκλητοι επισκέπτες, που γνωρίζουν περισσότερα για τους επισκεπτόμενους από ότι τους επιτρέπουν τα διάφορα παιδαγωγικά σχέδια ενσωμάτωσης.”

 

Antigreek émigré