First we take Master Chef, then we take Athens

“Για μένα προσωπικά, το ρεζουμέ είναι ότι τίποτα δεν περισσεύει αν πρόκειται για τη μάχη κατά της φασιστικής νοοτροπίας, τον αγώνα κατά της πατριαρχίας και κατά της οποιαδήποτε μορφής bullying και υποτίμησης του διαφορετικού σε σχέση με την κυρίαρχη κουλτούρα και τα κυρίαρχα στερεότυπα. Κι αν η τηλεόραση είναι ένοχη… γιατί να μην χρησιμοποιηθεί η ίδια της η δύναμη αντίστροφα; […] Ή, για να δανειστώ τα λόγια που έγραψε χτες το βράδυ μια φίλη στο Facebook, «Γιατί δεν θέλει κρεμάλες. Θέλει ορατότητα. Να δείξουμε σε απλές εικόνες την αλήθεια. Αυτό το ψαρονέφρι είχε πιο πολύ αποτέλεσμα από 5 Αντίφα φεστιβάλ».”

 

Αυτά τα βαρυσήμαντα γράφτηκαν πριν κάτι εβδομάδες σε φιλο-Σύριζα δημοσιογραφική ιστοσελίδα και μας προβλημάτισαν ιδιαίτερα σαν μέλη antifa πυρήνων. Μήπως είναι καιρός να παρατήσουμε ό,τι κάνουμε και να δηλώσουμε συμμετοχή στο επόμενο master chef ή έστω το survivor, επιχειρώντας να μετατρέψουμε σιγά-σιγά τα ριάλιτι στη σύγχρονη Πράβντα[1] που θα αναπαράγει ασταμάτητα μεταναστευτικό πόνο ώστε να γίνει η ελλάς αντιρατσιστική χώρα; Μήπως έτσι θα έχουμε περισσότερο αποτέλεσμα και θα ‘μαστε και πιο κουλ από το να ξυπνάμε τα χαράματα να στηνόμαστε έξω από σχολεία να μοιράζουμε έντυπα, να κάνουμε συναυλίες και πορείες σε γειτονιές και να βγάζουμε κάθε τρεις αυτοκόλλητα, αφίσες και εκδόσεις; Μεγάλος προβληματισμός σύντροφοι και συντρόφισσες για τα αποτελέσματα του οποίου θα σας ενημερώσουμε σύντομα (και όχι τόσο σύντομα όσο κάνει να μαγειρευτεί ένα ψαρονέφρι είναι η αλήθεια).

Η συγγνώμη μας για το ότι δεν φέραμε αποτέλεσμα –και το πήραμε και πολύ προσωπικά, μιας και έχουμε κάνει όντως πέντε αντίφα συναυλίες από το 2013 μέχρι σήμερα και ετοιμάζαμε την έκτη οι δύσμοιροι/ες– δεν θα πρέπει όμως να μείνει στα λόγια, αλλά να είναι ειλικρινής! Έτσι, θα εκθέσουμε αναλυτικά τώρα το νοσηρό σκεπτικό στο οποίο βασιζόταν η δράση μας, θα παραδεχτούμε ποια ήταν τα λάθη μας και θα ζητήσουμε να μας συγχωρέσει το τηλεοπτικό (και διαδικτυακό) κοινό που τόσο καιρό, του γεμίζαμε τους τοίχους, τους δρόμους, τα ράφια αλλά και τις οθόνες των υπολογιστών τους με πράγματα αχρείαστα και αναποτελεσματικά.

Σχέσεις αντί για Εικόνες. Δεν είναι πως υποτιμούσαμε ακριβώς ότι ζούμε σε έναν πολιτισμό εικόνας αλλά επενδύαμε ανέκαθεν στις σχέσεις. Στις σχέσεις στη συνέλευση. Στις σχέσεις μεταναστών και μη στις γειτονιές μας. Στις σχέσεις μεταξύ αντιφασιστικών πυρήνων. Στις κοινωνικές σχέσεις τις οποίες αναλύαμε και κριτικάραμε με επιμονή και υπομονή. Θεωρούσαμε πάντα πως αυτά που τρώμε στα μάπα είναι αποτέλεσμα ισορροπιών των κοινωνικών σχέσεων και των κοινωνικών συγκρούσεων· και γι’ αυτό ποντάραμε τόσο πολύ στις σχέσεις. Πιστεύαμε μάλιστα, καθότι και παλιακοί, πως οι εικόνες που αθρόα μεταδίδονται μέσω των ΜΜΕ και του κόσμου του θεάματος δεν αποτελούσαν παρά διαμεσολάβηση αυτών των σχέσεων. Δηλαδή τάχα πως δύο φίλοι στο φέισμπουκ δεν σημαίνει ότι είναι απαραίτητα φίλοι εκτός διαδικτύου γιατί δεν έχουν μυρίσει ο ένας τα χνώτα του άλλου. Δηλαδή τάχα πως δύο που τα βρίσκουν στο ίντερνετ δεν σημαίνει ότι είναι απαραίτητα και σύντροφοι μιας και δεν έχει υπάρξει μεταξύ τους μια σταθερή στον χρόνο τριβή σε αφισοκολλήσεις, συνελεύσεις και διαδηλώσεις. Δηλαδή τάχα πως για να βγάλεις άποψη για τον ρατσισμό και τον αντιρατσισμό, πρέπει υποτίθεται να έχεις προσωπικές σχέσεις ή δικό σου βίωμα ρατσισμού και αντίστοιχες σχέσεις και βίωμα αντιρατσιστικό, ή και καμιά ανάλυση, από αυτές που προκύπτουν όταν οι εμπειρίες σωρεύονται και επιζητούν μια σταθερή ερμηνεία για να μην πέφτουμε από τα σύννεφα. Όλα ετούτα θεωρούσαμε πως δεν μας τα δίνει η εικόνα, ακόμα κι αν είναι καταρχάς μια φιλική εικόνα.

Σε περιπτώσεις που τα μίντια και τα ριάλιτι διέδιδαν εικόνες και ιστορίες πόνου κάποιων μεταναστών θυμόμασταν πως αν οι κρατικές πολιτικές και ο ελληνικός ρατσισμός αρέσκονται να ρίχνουν τα φώτα στον Αντετοκούμπο, έχουν στην πίεση και στο τρέξιμο (στο ξύλο και στις δολοφονίες) δεκάδες χιλιάδες συμπατριώτες του που δεν έφτασαν μέχρι το NBA. Τόσο αχάριστοι/ες! Αρνούμασταν πεισματικά σα στραβόξυλα να ψωνίσουμε από αυτό το εμπόριο πόνου γιατί γνωρίζαμε ότι μεταξύ μας υπήρχε άλλος τόσος πόνος και εκεί έξω από τις οθόνες υπήρχε ωκεανός βαναυσότητας. Επιβεβαιώναμε μάλιστα σαν γνήσιοι οπαδοί αναχρονιστικών ιδεών πως ο μιντιακός θόρυβος χρειαζόταν κάθε τόσο να ρουφάει λίγο ανθρώπινο αίμα για να προμοτάρει 24/7 ρηχές αξίες σχετικές με το ατομικό φαίνεσθαι και την υποταγή σε ολοκληρωτικά σκεπτικά. Γι’ αυτό ακριβώς, δεν πιστέψαμε ποτέ ότι το να λες πως δίνεις χώρο στη φωνή του «Άλλου» σημαίνει κάτι παραπάνω από την επικύρωση της απόστασης μεταξύ της κυρίαρχης ομάδας και της μειοψηφικής ταυτότητας που εξέθετε δακρύβρεχτες ιστορίες μιας και οι ιθαγενείς είχαν καταντήσει ασυγκίνητοι και κυνικοί. Αυτός ήταν ο χώρος, πιστεύαμε, πάντα για τους μετανάστες στη δημόσια σφαίρα της ελλάδας: ένας χώρος θυμάτων και ενίοτε ένας χώρος κάποιων στο ένα εκατομμύριο που θριαμβεύουν γιατί φυσικά «μιλάνε καλά τα ελληνικά», μαγείρεψαν καλά το ψαρονέφρι, έβαλαν πολλά τρίποντα κ.τ.λ. Το βλέπαμε εξαιρετικά δύσκολο, όμως, ήδη από το 2005 ένας καλός τερματοφύλακας –όπως ο Φώτης Στρακόσα– να αποτρέψει το πογκρόμ του 2004 και τον θάνατο του Γκράμος Παλούσι και αναρωτιόμασταν πως θα μπορούσε άλλωστε. Όταν λέγαμε για σχέσεις, τέλος, εννοούσαμε ότι αρνούμαστε και εμείς να μπούμε στη θέση αυτού που θα πει ότι είναι ειδικός στα της μετανάστευσης, καπελώνοντας το βίωμα των όποιων ξένων ή να ισχυριστούμε βασικά πως ό,τι έχει να μας πει ένας μετανάστης για τη ζωή του δεν είναι παρά πόνος και δυστυχία.

Συλλογικότητα αντί για άτομα. Μέσα στην τρικυμία εν κρανίω που μας χαρακτήριζε, θεωρούσαμε πως οι σχέσεις πρέπει να είναι και συλλογικές, οι απόψεις πρέπει να είναι συλλογικές, οι αγώνες να είναι συλλογικοί, η όποια κοινωνική αλλαγή να είναι αποτέλεσμα δράσης συλλογικοτήτων. Γιατί ανέκαθεν δεν πιστεύαμε σε αρχηγούς ή στην αποτελεσματικότητα ή τη δημοκρατικότητα αν θέλετε μιας στείρας σχέσης πομπού-δέκτη. Πιστεύαμε, αντιθέτως, πως όσο καλές ιδέες και να έχουν τα άτομα, αν δεν δοκιμαστούν οι ιδέες τους από ένα συλλογικό σώμα αποφάσεων, δεν θα μπορούμε να ξέρουμε αν είναι μαλακίες ή αν αξίζει να τις πάμε παρακάτω. Πιστεύαμε ότι μπορεί κανείς να το ‘χει παραπάνω με τον λόγο ή το γράψιμο, αλλά ότι αν αυτό που γραφόταν και λεγόταν δεν ήταν συλλογικό κτήμα, υπερασπίσιμο από περισσότερους και περισσότερες, τότε δεν θα εξέφραζε εν τέλει παρά το άτομό του. Πιστεύαμε ότι την ευθύνη των λεγομένων του έχει πολύ περισσότερη σημασία να την παίρνει ένα συλλογικό σώμα απ’ ότι ένα άτομο. Πιστεύαμε οι αθεόφοβοι/ες ότι, όπως μια κοινωνία βασίζεται στην εργασία των πολλών για να ζήσει, έτσι και ένας αγώνας που γυρεύει να αλλάξει τις κυρίαρχες κοινωνικές σχέσεις και αντιλήψεις δεν θα βασιστεί στο αν ο ένας είναι και πολύ τζιμάνι και έχει πάρει διδακτορικό στις κοινωνικές επιστήμες, αλλά ακριβώς και πάλι στην εργασία των πολλών.

Υλικότητα αντί για «καλές ιδέες». Ας ομολογήσουμε κι αυτό. Ήμασταν πάντα μέσα στην καχυποψία όταν ακούγαμε καλές ιδέες να εκστομίζονται από κάποιους που δεν μπορούσαν να τις υποστηρίξουν με συνέπεια μέσα στο χρόνο. Όταν ακούγαμε καλές ιδέες που ξεστομίζονταν από άτομα των οποίων τα κίνητρα και τα συμφέροντα ήταν αμφίβολα. Και ψάχναμε πάντα το πότε και γιατί ειπώθηκε κάτι από τον καθένα. Σκεφτόμασταν μάλιστα –οι συνωμοσιολόγοι– πάντα το γιατί πετιέται κάτι στη δημόσια σφαίρα αναλόγως του ποια κρατική ανάγκη υπήρχε να ειπωθεί αυτό. Γι’ αυτό ήμασταν και καχύποπτοι δυστυχώς με την ποπ κουλτούρα, δηλαδή τη θεαματική προέκταση των αναγκών του ντόπιου κράτους και κεφαλαίου, ή έστω κάποιου κομματιού των τελευταίων. Σκεφτόμασταν δηλαδή πως αν ένα ριάλιτι θέλει να δείξει κάτι καλό για έναν Ζαχίρ, θα το κάνει αν αυτό του εξασφαλίσει τηλεθέαση και ίσως κάποια ακόμα υλικά οφέλη. Η αλήθεια είναι ότι τα ριάλιτι δεν τα βλέπαμε καν γιατί αρνούμασταν να ευθυγραμμιστούμε με τη μιζέρια τους και όλες τις αξίες που προάγουν· ενώ όταν τα βλέπαμε, γελούσαμε, εξαπολύαμε μύδρους και προβληματιζόμασταν για την καρικατούρα των ανθρώπινων μοντέλων που διέδιδαν. Οι καλές ιδέες που προβάλλονταν ενίοτε στα δέκα λεπτά δημοσιότητας ενός μετανάστη στον καλό μύλο του φιλελευθερισμού αλέθονταν με τις υπόλοιπες 23 ώρες και πενήντα λεπτά σεξιστικού οχετού, ρατσιστικής βαρβαρότητας και καθώς πρέπει εθνικισμού, δίχως να υπολογίσουμε βέβαια τις ομοφοβικές σφήνες και το κρεσέντο αντισημιτισμού ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Αντιλαμβανόμασταν σίγουρα λόγω σκατοψυχιάς ότι αυτός ο κόσμος είναι αποτέλεσμα συγκρούσεων και όχι ελλειπτικών μηχανισμών πειθούς, έλλειψης δημοκρατικού διαλόγου. Γι’ αυτό θεωρούσαμε πως δεν μορφώνονται και οι ναζί –παρά με χαστούκια, που λέει κι ένα τραγούδι που ακούγαμε κάποτε. Κι αυτό γιατί θεωρούσαμε πως μεταξύ γνώσης της αλήθειας και υπέρβασης του ρατσισμού και όλων των άλλων αξιών της κοινωνίας στην οποία μεγαλώσαμε, δεν υπάρχει ένας ευθύς και καθαρός δρόμος. Και από την άλλη πιστεύαμε πως το να λένε οι έλληνες ότι δεν γνωρίζουν πως δρούνε τα αστυνομικά τμήματα της χώρας απέναντι στους μετανάστες είναι ψέμα. Πιστεύαμε πως πολύ καλά γνωρίζουν οι πλειοψηφικοί τι τραβάνε οι μετανάστες στη Μόρια και αλλού. Άραγε θέλει κάποια πειθώ, θέλει κάποια επιχειρήματα για να καταλάβει κανείς τι σημαίνει ο εθνικός ύμνος, οι παρελάσεις, τα ρεπορτάζ για την τουρκική προκλητικότητα, το θάψιμο των σλαβομακεδόνων, ποιες γυναίκες είναι αυτές που δουλεύουν κυρίως στην πορνεία; Αναρωτιόμασταν. Πάνε όμως όλα αυτά. Εφεξής θα ευθυγραμμιστούμε με το προφανές και τελείωσαν τα παραμύθια. Η τηλεόραση –ακούστε το– λέει την αλήθεια!

 

StepanyanTSP, 05.03.2019

 

[1] Η Πράβντα ήταν το κεντρικό όργανο των Μπολσεβίκων και η βασική εφημερίδα από την οποία εκφραζόταν το Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης.