Το απόσπασμα που ακολουθεί το μεταφράσαμε από το κείμενο της Elly Bulkin με τίτλο «Hard Ground: Jewish identity, racism and anti-semitism». Το κείμενο αντλήθηκε από το βιβλίο Yours in Struggle: three feminist perspectives of anti–semitism and racism σε επιμέλεια των Elly Bulkin, Minnie Bruce Pratt & Barbara Smith και συνιστά απότοκο του εκτενούς διαλόγου για τη συναρμογή αντισημιτισμού, ρατσισμού και σεξισμού στα πλαίσια των φεμινισμών στις δεκαετίες ’70-’80. Η μετάφρασή του αποσκοπεί στο να αποτελέσει μια ψηφίδα της συνέχειας αυτής της συζήτησης.Όχι για να διαλύσει τον αντισημιτισμό μέσα στο ρατσισμό (βλ. «οι μουσουλμάνοι είναι οι νέοι εβραίοι») ούτε για να εγγράψει τον αντισημιτισμό στους μουσουλμάνους: δύο φαινομενικά αντίθετες αλλά εθνικά βολικές αφηγήσεις που βλέπουμε να μοιράζονται οι έλληνες –από μέλη της κυβέρνησης μέχρι κινηματικούς. Αλλά για να καταδείξει πως τόσο ο αντισημιτισμός ως διακριτή μορφή μίσους (πολλές φορές με επαναστατικό, μάλιστα, περιεχόμενο) όσο και ο ρατσισμός ως μια επικέντρωση στην αναλλοίωτη φύση της λευκής/δυτικής ανωτερότητας οικοδομήθηκαν και αναπαράγονται από τους λευκούς εθνικιστές που προτάσσουν το εθνικό-κρατικό (τους) συμφέρον.
Εκκινώντας από την κριτική στο καθολικό συμφέρον, οι φεμινίστριες που αντιτάχθηκαν στον αντισημιτισμό κατέδειξαν τον τρόπο με τον οποίο ο αντισημιτισμός χτυπάει εκ των έσω το κριτήριο της λευκότητας –μιας που στην κριτική περί λευκού προνομίου χάνεται το μίσος εναντίον των Εβραίων (όσων είναι λευκοί Εβραίοι). Την ίδια στιγμή, οι αντιρατσίστριες φεμινίστριες τόνισαν πως ο ρατσισμός χτυπάει εκ των έσω την υποτιθέμενη ενότητα των ταξικών (ή, στην περίπτωση του κειμένου που μεταφράσαμε, των έμφυλων) συμφερόντων.[1] Βλέπουμε, δηλαδή, πως τόσο ο αντισημιτισμός όσο και ο ρατσισμός είναι ιστορίες δεμένες με την εσωτερική πολιτική των κρατών· άρα και με τα κινήματα που αναπτύχθηκαν και αναπτύσσονται εντός τους. Γι’ αυτό, εξάλλου, μας φάνηκε ενδιαφέρον (και) το παρακάτω απόσπασμα…
Η υπόθεση του Λέο Φρανκ [Leo Frank] εγείρει παρόμοια περίπλοκα ζητήματα. Λιντσαρισμένος το 1915, ο Φρανκ, πρόεδρος της Atlanta Lodge of B’nai B’rith, ήταν ο αναθρεμμένος στη Νέα Υόρκη μάνατζερ της βιομηχανίας του θείου του και, ως εκ τούτου, [ήταν] εύκολο να του αποδοθεί το στερεότυπο του «Εβραίου ξένου», του «Εβραίου καπιταλιστή». Κατηγορούμενος το 1913 για το βιασμό και τη δολοφονία της Μαίρη Φάγκαν [Mary Phagan], μιας δεκατετράχρονης λευκής χριστιανής εργαζόμενης, και καταδικασμένος ενώ ο όχλος απειλούσε «Κρεμάστε τον Εβραίο ή θα κρεμάσουμε εσάς», ο Φρανκ λιντσαρίστηκε ως το αποκορύφωμα μιας αντιεβραϊκής καμπάνιας εναντίον του από τον Τομ Γουότσον [Tom Watson], λαϊκιστή ηγέτη, ρατσιστή, θρησκόληπτο αντι-καθολικό και αργότερα γερουσιαστή των Η.Π.Α. –ο οποίος παρατήρησε μετά το φόνο πως «οι ελευθέρων ηθών Εβραίοι προσέχουν».[2] Η δολοφονία του οδήγησε σε απειλές εναντίον των Εβραίων κατοίκων της Μαριέττα, του μέρους όπου έλαβε χώρα το λιντσάρισμα· «ως συνέπεια του τρόμου, περίπου οι μισοί από τους 3.000 Εβραίους στην Τζόρτζια έφυγαν από την πολιτεία».[3]
Αρκετά πράγματα είναι αξιοσήμειωτα στην Υπόθεση Φρανκ. Συνέβαλε στο σχηματισμό το 1913 της Λίγκας Ενάντια στη Δυσφήμιση [Anti-Defamation League] από το B’nai B’rith. Οι Ιππότες της Μαίρη Φάγκαν [Knights of Mary Phagan] ανασυστάθηκαν το 1915 ως οι Ιππότες της Κου Κλουξ Κλαν, δίνοντας νέα πνοή σ’ αυτή την ετοιμοθάνατη οργάνωση. Ενώ η Κ.Κ.Κ. και άλλες τέτοιες ομάδες έχουν εκδηλώσει επίμονα επιθετικό αντισημιτισμό, το λιντσάρισμα του Φρανκ ήταν ‘μόνο’ το δεύτερο γνωστό λιντσάρισμα Εβραίου στις Η.Π.Α. και το μοναδικό στο οποίο το μίσος για τους Εβραίους ήταν το κεντρικό κίνητρο.[4] Αν και –όπως τουλάχιστον προκύπτει από τα στοιχεία– εμπλεκόταν και ο Μαύρος[5] επιστάτης Τζιμ Κόνλεϋ [Jim Conley], ο οποίος καταδικάστηκε σε ένα χρόνο ως συνεργός και παραδέχτηκε την ενοχή του για το φόνο στο δικηγόρο του, κατά τη διάρκεια και μετά τη δίκη του Φρανκ ο αντισημιτισμός σε πολλούς ντόπιους λευκούς χριστιανούς αναζωπυρώθηκε σε ένα επίπεδο δίψας για αίμα το οποίο προσωρινά –και πλέον ασυνήθιστα– ξεπέρασε την ικανότητά τους να ασκήσουν ρατσιστική βία.
Σχολιάζοντας τη φύση του αντισημιτισμού στις Η.Π.Α., ένας Εβραίος φίλος του Φρανκ παρατήρησε πως όταν ο Φρανκ μετακόμισε στην Ατλάντα, «η βία […] δεν πέρασε ποτέ απ’ το μυαλό του […] στο Νότο η βία επιφυλλασσόταν για τους Νέγρους».[6] Καμία σύλληψη δεν είχε γίνει στην Ατλάντα για τους βίαιους θανάτους δεκαοχτώ Μαύρων γυναικών κατά τη διάρκεια του ενάμισυ χρόνου που προηγήθηκε της δολοφονίας της Φάγκαν.[7] Κατά τη διάρκεια του μήνα μετά το λιντσάρισμα του Φρανκ, «τέσσερις Μαύροι λιντσαρίστηκαν στην Τζόρτζια· δύο μέρες μετά το λιντσάρισμα του Φρανκ, τρεις Μαύροι λιντσαρίστηκαν στην Αλαμπάμα».[8] Η βία την οποία φοβήθηκαν οι Εβραίοι στην Τζόρτζια ήταν μια ‘κανονική’ και συνεχής απειλή για τους Μαύρους πολίτες της περιοχής, από τους οποίους 1.100 λιντσαρίστηκαν ανάμεσα στο 1900 και το 1917.[9] Περίπου κατά την ίδια περίοδο, οι Φύλακες του Τέξας [Texas Rangers] «εκτέλεσαν, χωρίς τις νόμιμες διαδικασίες, έναν αριθμό ανάμεσα σε εκατό και τριακόσιους Μεξικάνους κατοίκους των συνοριακών κομητειών» μονάχα.[10]
Ο φόρος αίματος ανάμεσα στους έγχρωμους σ’ αυτή τη χώρα δεν περιορίζεται ούτε στο χρόνο ούτε στον τόπο. Η λεσβία Μπάρμπαρα Κάμερον [Barbara Cameron] με καταγωγή από τους Λακότα[11] [Lakota] εξηγεί το συνεχή πολιτικό ακτιβισμό της με τους [παρακάτω] όρους «ο θάνατος της Άννα Μάε Άκουας [Anna Mae Aquash] –μιας ιθαγενούς Αμερικανίδας αγωνίστριας για την ελευθερία– ‘μυστηριωδώς’ δολοφονημένης από μια σφαίρα στο κεφάλι· ο Ρέημοντ Κίτρινος Κεραυνός [Raymond Yellow Thunder] δολοφονήθηκε –αναγκασμένος να χορέψει γυμνός μπροστά σε μια λέσχη λευκών Βετεράνων των Πολέμων στο Εξωτερικό [Veterans of Foreign Wars] στη Νεμπράσκα· η Ρίτα Σιλκ-Νάουνι [Rita Silk-Nauni] –ισόβια φυλακισμένη επειδή προστάτεψε το παιδί της· ο αγαπημένος μου φίλος Μάνι Λούκας-Παπάγκο [Mani Lucas-Papago] –που πυροβολήθηκε στο πίσω μέρος του κεφαλιού του έξω από ένα γκέι μπαρ στο Φοίνιξ».[12] Η λίστα είναι ατελείωτη, διαφέροντας από κοινότητα σε κοινότητα. Δώδεκα Μαύρες γυναίκες δολοφονούνται σε μια περίοδο πέντε μηνών το 1979 στη Βοστώνη.[13] Μαύροι, Λατίνοι, Ιθαγενείς Αμερικάνοι φυλακισμένοι ή ύποπτοι πυροβολούνται από πίσω στη Νέα Υόρκη, τους πνίγουν ενώ τους έχουν φορέσει χειροπέδες στο Τέξας, ‘ανεξήγητα’ στραγγαλίζονται μέχρι θανάτου καθώς η αστυνομία του Λος Άντζελες ‘περιορίζει’ τον κάθε ύποπτο με κεφαλοκλείδωμα (οδηγώντας τον αρχηγό της αστυνομίας του Λος Άντζελες να προτείνει πως «οι μαύροι μπορεί να είναι πιθανότερο να πεθάνουν από κεφαλοκλείδωμα επειδή οι αρτηρίες τους δεν ανοίγουν τόσο γρήγορα όσο των ‘κανονικών ανθρώπων’.»).[14]
Αρκετά μίλια μακριά από το σπίτι μου στο Μπρούκλυν, τον Ιούνιο του 1982 μια ομάδα δεκαπέντε με είκοσι λευκών νεαρών επιτέθηκε σε τρεις Μαύρους εργάτες μέσων μαζικής μεταφοράς της πόλης της Νέας Υόρκης που είχαν σταματήσει για να φάνε κάτι σε μια λευκή γειτονιά στο δρόμο από τη δουλειά προς το σπίτι τους. Βρίζοντάς τους ρατσιστικά με το αληθινό πνεύμα ενός δολοφονικού όχλου, οι νεαροί κλώτσησαν μέχρι θανάτου τον Γουίλι Τουρκς [Willie Turks], εκείνον τον Μαύρο που δεν μπόρεσε να ξεφύγει.[15] Σε αντίθεση με σχεδόν όλες τις δολοφόνιες έγχρωμων, αυτή έλαβε μεγάλη προσοχή από τα λευκά μίντια της πόλης. Σοκαρίστηκα απ’ αυτό, ταυτόχρονα εξοργισμένη και αηδιασμένη. Ανοίγοντας το ραδιόφωνο, διάλεξα ένα πρόγραμμα στη μέση και άκουσα τη Μαύρη λεσβία ακτιβίστρια Τζοάν Γκιμπς [Joan Gibbs] από το σταθμό DARE να εκφράζει την οργή της που τόσοι πολλοί λευκοί είχαν ανταποκριθεί σ’ αυτό το συγκεκριμένο φόνο όταν, όπως είπε, αυτό συμβαίνει όλη την ώρα. Η αντίδρασή μου στη δολοφονία δεν άλλαξε. Αλλά πρόσθεσα σ’ αυτήν, όπως είχα κάνει πολλές φορές πρωτύτερα, μια περαιτέρω αίσθηση του προνομίου μου, ως ενός λευκού ατόμου, να μην βλέπω ότι «αυτό συμβαίνει όλη την ώρα». Μερικές μέρες αργότερα, σε μια πορεία διαμαρτυρίας στη Μαύρη γειτονιά κοντά στο σημείο που ο Τουρκς δολοφονήθηκε, ο αιδεσιμότατος Χέρμπερτ Ντότρυ [Herbert Daughtry], επικεφαλής του Ενωμένου Μαύρου Μετώπου [Black United Front][16], παρατήρησε: «Εάν είναι οι Μαύροι σήμερα, την επόμενη μέρα θα είναι οι Εβραίοι…»
Το κεντρικό ζήτημα εδώ είναι η φυσική επιβίωση το κεντρικό θέμα εν όψει τόσο της απροκάλυπτης βίας όσο και του καλυμμένου είδους, του είδους που εμποδίζει τους ανθρώπους να έχουν αρκετό φαγητό, αρκετή θέρμανση, αρκετή ιατρική περίθαλψη κι έτσι ακρωτηριάζει και σκοτώνει επίσης. Μια τέτοια βία δεν είναι το σύνολο οποιασδήποτε καταπίεσης. Ούτε η σχετική της απουσία καταργεί τον πόνο, τον κίνδυνο, την ιστορία, το φόβο άλλων πτυχών του ρατσισμού και της καταπίεσης των Εβραίων. Αλλά [μας] βοηθά να ορίσουμε πόσο κοντά είναι κάθε άτομο ή κάθε ομάδα στην αιχμή της καταπίεσης. Καθώς κοιτάζω τον αντισημιτισμό και το ρατσισμό όπως έχουν εκδηλωθεί στο παρελθόν, και όπως λειτουργούν σήμερα, η προσοχή μου επικεντρώνεται ξανά και ξανά στις φορές και στα μέρη που αυτή η αιχμή πιέζει μέσ’ στη σάρκα και κόβει μέχρι το κόκκαλο.
0151 – αντιφασιστικό περιοδικό ενάντια στην ελληνική πραγματικότητα
Διαβάστε τα κείμενα του περιοδικου για τον Μαξ Λέο Φρανκ:
DOES ANYONE REMEMBER LEO MAX FRANK?
“Ο αντισημιτισμός είναι η διεθνής γλώσσα του φασισμού (ναι, ακόμα και στην πιο ασφαλή χώρα της Διασποράς)” στο τεύχος 15.
[1] Δύο σύντομα σχόλια για την υπόθεση Φρανκ, τη σύνδεσή της με την αντισημιτική δολοφονία έντεκα Εβραίων στο Πίτσμπουργκ το Νοέμβριο του 2018 καθώς και τη σημασία του να τοποθετούμαστε εναντίον του αντισημιτισμού μπορούν να βρεθούν στο κείμενο “‘ο αντισημιτισμός είναι η διεθνής γλώσσα του φασισμού!’ (ναι, ακόμα και στην πιο ασφαλή χώρα της Διασποράς)”, δημοσιευμένο στο 15ο τεύχος του 0151.
[2] Nathan C. Belth, A Promise to Keep: A Narrative of the American Encounter with Antisemitism (Νέα Υόρκη: Schocken Books, 1981), σελ. 64, 67.
[3] Wendell Rawls, Jr., “After 69 Years of Silence, Lynching Victim Is Cleared”, New York Times, 08.03.1982, σελ. Α12.
[4] Για την ιστορία των ειδήσεων σχετικά με εκείνο το προηγούμενο λιντσάρισμα ενός Εβραίου, βλ. Schappes, “Double-Lynching of a Jew and a Negro”, σελ. 515-517· στο Τεννεσσί το 1868, ο Σ.Α. Μπίρφιλντ [S.A. Bierfield], Ρώσος Εβραίος, Ριζοσπάστης Δημοκράτης, «φιλικός με το Μαύρο πληθυσμό» και ο Μαύρος υπάλληλός του, Λόρενς Μπόουμαν [Lawrence Bowman], λιντσαρίστηκαν από την Κ.Κ.Κ. Ο Μπελθ [Belth] περιγράφει τη δολοφονία του Φρανκ ως «το μοναδικό λιντσάρισμα Εβραίου στην ιστορία του έθνους». (σελ. 59). [Στη μελέτη του για την περίοδο από το 1860 μέχρι το 1925, ο Χάιαμ [Higham] επισημαίνει το λιντσάρισμα ενός αριθμού Ιταλών, μεμονωμένα και σε ομάδες τόσο μεγάλες όσο 11 άτομα, συμπεριλαμβομένης μιας κατάστασης που θυμίζει τη δολοφονία του Μπίρφιλντ: το λιντσάρισμα στη Λουιζιάνα, μετά από μια μικρή διαμάχη, «πέντε Σικελών καταστηματαρχών [οι οποίοι] ενόχλησαν τους ντόπιους λευκούς επειδή ασχολούνταν κυρίως με τους Μαύρους και συσχετίζονταν μαζί τους σχεδόν με όρους ισότητας (σελ. 169)].
[5] (σ.τ.μ.) Στην απόδοση των όρων Black και Negro επιλέξαμε την ακριβή μετάφραση για να τονίσουμε τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιείται η γλώσσα στο ιστορικό της πλαίσιο.
[6] Belth, ό.π., σελ. 61.
[7] Leonard Dinnerstein, The Leo Frank Case (Νέα Υόρκη & Λονδίνο: Columbia University Press), σελ. 16.
[8] Morris U. Schappes, “1913 Eye-Witness Confirms Leo Frank’s Innocence”, Jewish Currents (Μάιος 1982), σελ. 24.
[9] Belth, ό.π., σελ. 37.
[10] Carrey McWilliams, North from Mexico: The Spanish-Speaking People of the United States (Νέα Υόρκη: Greenwood Press, 1948, 1968), σελ.113.
[11] (σ.τ.μ.) Ιθαγενείς της Β. Αμερικής.
[12] Barbara Cameron, “‘Gee, You Don’t Seem Like An Indian From the Reservation’”, στο Cherrie Moraga & Gloria Anzaldua (επιμ.) This Bridge Called My Back: Writings by Radical Women of Color, (Γουότερτάουν, MA: Kitchen Table: Women of Color Press), σελ. 50.
[13] Combahee River Collective, “Eleven Black Women: Why Did They Die?” (Κέμπριτζ, MA: Combahee River Collective, 1979).
[14] “Urban League in Los Angeles Asks Police Chief Suspension”, New York Times, 12.05.1982, σελ. Α24.
[15] Ο πρώτος από τους τρεις νεαρούς λευκούς άντρες που καταδικάστηκαν για το φόνο του Τουρκς έχει ήδη απελευθερωθεί. Καταδικασμένος για πλημμεληματικές κατηγορίες, εξέτισε ποινή εφτά μηνών στη φυλακή.
[16] (σ.τ.μ.) Το Black United Front ήταν μια οργάνωση Μαύρων που ιδρύθηκε το 1965 στα πλαίσια των κινημάτων για τα πολιτικά δικαιώματα και σταμάτησε τη λειτουργία της το 1996.