Το κείμενο αυτό γράφεται σε μια περίοδο που όποιο άτομο περάσει από το Χαλάνδρι μπορεί να διαπιστώσει με τα ίδια του τα μάτια τις αντιφασιστικές ιδέες που διακινούνται στα πλαίσια του ανταγωνιστικού κινήματος. Οι τοίχοι, οι στάσεις, τα καρτοτηλέφωνα, τα σχολεία, το ΚΕΠ, οι πλατείες, τα γηπεδάκια είναι οι καμβάδες· τα πεδία εκείνα πάνω στα οποία ασκούνται τα μυαλά, οι καρδιές, τα χέρια των αντιφασιστ(ρι)ών.
Από την άλλη μεριά, το να θεωρηθεί ότι ‘τα πράγματα’ ήταν πάντα έτσι θα είναι ένα πολιτικό σφάλμα, που δεν θα λαμβάνει υπόψη του την ιστορικότητα των τοπικών ανταγωνισμών. Το ίδιο, από διαφορετική μπάντα, θα γίνει αν υποτεθεί ότι ‘τα πράγματα’ θα παραμείνουν για πάντα έτσι· το λάθος αυτή τη φορά θα εκκινεί από αδυναμία αντίληψης των νοημάτων που αποτυπώνονται στην αντιφασιστική πρακτική. Νοημάτων που όταν υλικοποιούνται διαμορφώνουν τους (τοπικούς) συσχετισμούς.
Εμείς θα ασχοληθούμε με το πρώτο ζήτημα. Θα επιχειρήσουμε να αναδείξουμε την ιστορία του κλειστού αντιφασιστικού πυρήνα Χαλανδρίου και τη βραχύβια διάρκειά του, τις επιτυχίες και τα όριά του, για να αναδείξουμε την κινηματική μνήμη και να βγάλουμε μερικά χρήσιμα συμπεράσματα για μελλοντική άσκηση ανταγωνιστικής πολιτικής δράσης (είτε με αντιφασιστικό είτε με αντισεξιστικό πρόσημο) –πάντα όμως με διάθεση όξυνσης των αντιπαραθέσεων. Επιπλέον, το κείμενο αυτό μπορεί να το δει η αναγνώστρια ως μια εκ των υστέρων συνεισφορά σε ένα κινηματικό διάλογο που αφορά τους antifa πυρήνες, όπως έχει εκτεθεί αφενός στα τεύχη του περιοδικού antifa! πόλεμος ενάντια στο φόβο αφετέρου στο διήμερο που οργάνωσε η συνέλευση autonome antifa στα τέλη του Ιουνίου 2017. [1] Κι αυτό για να φωτιστούν οι διαφορές και οι συγκλίσεις όσων έχουν επιλέξει να δράσουν με επίκεντρο τον αντιφασισμό στο μικροεπίπεδο των γειτονιών της αθηναϊκής μητρόπολης. Πώς ξεκίνησε όμως ο (κλειστός) αντιφασιστικός πυρήνας Χαλανδρίου;
Το αρχικό κάλεσμα προέκυψε μέσα από συνελεύσεις που έγιναν (όχι δημόσια ανακοινωμένες αλλά γνωστές στους χαλανδραίους του α/α/α ‘χώρου’) για παρέμβαση στην γειτονιά του Συνοικισμού Χαλανδρίου, με αφορμή ρατσιστική επίθεση ενός μέλους του συμβουλίου νέων του συλλόγου Ρίζες σε μετανάστη μικροπωλητή κατά τη διάρκεια της παρέλασης της 28ης Οκτωβρίου. [2] Οι συνελεύσεις αυτές οδήγησαν σε μια παρέμβαση με τρικάκια στα σχολεία της γειτονιάς αυτής, σε κάποιους κεντρικούς δρόμους και στο μικρό γηπεδάκι που άραζε η ρατσιστοπαρέα.
Εδώ είναι τα τρικάκια που πετάχτηκαν στο Συνοικισμό Χαλανδρίου μετά τη ρατσιστική επίθεση. Είναι εμφανής η ανάγκη να μιλήσουμε συγκεκριμένα για τις ρατσιστικές σχέσεις και το που αναπτύσσονται αλλά και η απαίτηση να θεμελιωθεί η κίνησή μας στην ιστορία. Από την άλλη μεριά, εξίσου προφανής είναι και η αμηχανία/αδυναμία διαχείρισης του τι σημαίνει (και τι συνεπάγεται) ελληνικός εθνικός λόγος. Εξού και το αποτέλεσμα που βλέπετε…
Άτομα που συμμετείχαν σε αυτές τις διαδικασίες δημιούργησαν στη συνέχεια τον αντιφασιστικό πυρήνα Χαλανδρίου. Επιπλέον, στην απόφαση για δημιουργία ξεχωριστής διαδικασίας που θα ασχολείται με τον αντιφασισμό στο Χαλάνδρι βάρυνε αφενός ένας τραμπουκισμός μιας παρέας φασιστών σε έναν νεολαίο (sic) γνωστό στην περιοχή για τις ‘αντι-’ ιδέες του αφετέρου το γεγονός πως οι ήδη υπάρχουσες συλλογικότητες δεν ασχολούνταν με τον αντιφασισμό σε τοπικό επίπεδο ενώ ήταν ένα ζήτημα που επηρέαζε τη ζωή πολλών ατόμων που κινούνταν στην πλατεία και τις γειτονιές του Χαλανδρίου.
Η κοινωνική και πολιτική σύνθεση του αντιφασιστικού πυρήνα Χαλανδρίου ήταν εξαιρετικά πρωτοφανής: για πρώτη φορά, και ίσως μόνη μέχρι και σήμερα, τον τόνο δεν τον έδιναν υποκείμενα που είχαν άμεση εμπλοκή με το πανεπιστήμιο, αλλά ένα κοινωνικό υποκείμενο διάχυτο που:
- είχε, μικρότερη ή μεγαλύτερη, σχέση με την ‘οπαδική κουλτούρα’ –με την έννοια πως ήταν εξοικειωμένο με τον αντίστοιχο τρόπο αντίληψης και συλλογικής συσπείρωσης και παρέμβασης στην καθημερινότητα μιας πόλης·
- είχε αμφίσημη/αμφίθυμη σχέση με την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Από τη μια, δηλαδή, υπήρχε κόσμος που δεν είχε καμία σχέση με τα πανεπιστήμια και την κλασική φοιτητική κοινωνικοποίηση/ πολιτικοποίηση. Από την άλλη, ενώ ένα μεγάλο κομμάτι του πυρήνα είχε περάσει σε σχολές της τριτοβάθμιας αφενός η «συνέπειά» του ως προς τις σπουδές ήταν μικρή/ανύπαρκτη αφετέρου οι κοινωνικές του σχέσεις περιστρέφονταν κυρίως γύρω από τις γειτονιές του Χαλανδρίου·
- δεν είχε σταθερή δουλειά και οι δουλειές που έκανε ήταν κακοπληρωμένες. Αυτό σήμαινε, παράλληλα, πως (με παράδοξο ή μη τρόπο) δεν υπήρχε καμία ανάγκη ‘ταύτισης’ με εργατικές διεκδικήσεις·
- είχε, με πλειονοτικούς όρους, κακές σχέσεις με την οικογένειά του, γεγονός που πολλές φορές δημιουργούσε σχέσεις αλληλοστήριξης στο εσωτερικό του πυρήνα μεταξύ διάφορων μελών του·
- βρισκόταν αντιμέτωπο με μια συνθήκη όπου το μέλλον του φάνταζε χειρότερο από το παρόν του. Έτσι, ήταν ξεκάθαρο πως όσες και όσοι συμμετείχαν στον πυρήνα δεν έτρεφαν ούτε αριστερά όνειρα (π.χ. για μαζικούς αγώνες, επανάσταση κ.λπ.) ούτε δεξιά (π.χ. καριέρα, «μεγάλη ζωή»)·
- είχε μια αμφίσημη σχέση με την κυρίαρχη ‘αντιεξουσία’. Δηλαδή, ενώ υπήρχε εξοικείωση των περισσότερων με πορείες και συγκρούσεις στο κέντρο της Αθήνας, δεν υπήρχε καλή άποψη για τις οργανωμένες συλλογικότητες και επειδή οι τελευταίες απαιτούσαν αρκετά περισσότερα πράγματα από μια απλή φυσική παρουσία και επειδή οι διαδικασίες συνέλευσης πετούσαν έξω υποκείμενα άλλης ταξικής θέσης·
- κοινωνικοποιούνταν ως ‘εναλλακτική αρρενωπότητα’. Πράγμα που σημαίνει ότι τα μέλη του πυρήνα (στην πλειονότητά τους cis στρέητ άντρες) εκφράζονταν ως άντρες-προς-άντρες δείχνοντας την αντιπαράθεση τους με ό,τι αντιλαμβάνονταν ως ‘κατεστημένη κοινωνική τάξη’ με όρους αντρικής διαμάχης·
- είχε (κατά βάση) επαφή με τον α/α/α ‘χώρο’ από πριν, ενώ κάποια άτομα συμμετείχαν και σε άλλες συλλογικότητες. Συνεπώς, υπήρχε η αντίληψη της mainstream κινηματικής λογικής. Την ίδια στιγμή, όμως, τα υποκείμενα που απάρτισαν τον πυρήνα είτε δεν είχαν ‘φωνή’ εντός των συλλογικοτήτων και εντός του α/α/α ‘χώρου’ είτε έβλεπαν πως η ανάγκη τους για απάντηση στους φασίστες δεν καλυπτόταν από τις υπάρχουσες συλλογικές διαδικασίες.
Όλα τα παραπάνω δεν σημειώνονται με σειρά σημασίας ούτε σημαίνει πως όλα τα άτομα που συμμετείχαν στον αντιφασιστικό πυρήνα Χαλανδρίου ήταν έτσι. Σημαίνει όμως ότι όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά κοινωνικοπολιτικής σύνθεσης έδιναν το στίγμα του συλλογικού σώματος και καθόρισαν τη δράση και τα όριά του. Την ίδια στιγμή, η σύνθεση αυτή επηρέαζε και τις σχέσεις με άλλες συλλογικότητες και άλλους αντίστοιχους αντιφασιστικούς πυρήνες καθώς και την έλευση νέων μελών σ’ αυτόν.
Η κλειστότητα του πυρήνα και η είσοδος νέων μελών
Ο αρχικός πυρήνας που δημιουργήθηκε είχε λίγα μέλη και η διαδικασία συνέλευσης ήταν κλειστή (δηλαδή, μη ανακοινωμένη δημόσια). Τα καινούργια μέλη ερχόντουσαν μέσω γνωριμίας με κάποιον/α που συμμετείχε ήδη. Αυτό σήμαινε πως η άποψη του πυρήνα για την ‘περιφέρειά’ του ήταν η εξής: «έχουμε εμπιστοσύνη στα μέλη μας, οπότε κάθε άτομο μπορεί να μιλήσει σε 1-2 άλλα άτομα». Μετά την αύξηση του αριθμού των μελών συζητήθηκε ο τρόπος ένταξης ενός νέου μέλους. Η μόνη ουσιαστική αλλαγή ήταν η ανακοίνωση από πριν του/της υποψήφιου/ υποψήφιας προς ένταξη στη συνέλευση ώστε να εκφραστούν τυχόν αντιρρήσεις. Αν δεν υπήρχαν αντιρρήσεις από το συλλογικό σώμα, τα άτομα που δήλωναν ενδιαφέρον να μπουν έπρεπε να παρευρεθούν σε μια επεξηγηματική διαδικασία του πυρήνα. Κάπως έτσι ο αντιφασιστικός πυρήνας Χαλανδρίου έφτασε να αριθμεί 30 μέλη, ενώ σε δύο περιπτώσεις ατόμων που δεν εντάχθηκαν τελικά, βάρυνε τόσο η έλλειψη προσωπικών σχέσεων με τα εν λόγω άτομα όσο και το γεγονός πως θεωρήθηκαν «ανάξια εμπιστοσύνης». Όπως μπορούν να διαπιστώσουν οι αναγνώστ(ρι)ες οι ‘σχέσεις’ ήταν ταυτόχρονα η δύναμη και η αδυναμία του συγκεκριμένου αντιφασιστικού πυρήνα.
«ΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ΔΕΝ ΤΟΝ ΣΚΟΤΩΣΕ ΜΟΝΟ Ο ΡΟΥΠΑΚΙΑΣ ΣΥΝΕΝΟΧΟΣ ΣΤΟΝ ΦΟΝΟ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΑΘΕ ΕΛΛΗΝΑΡΑΣ»: (aka Τι έκανε, τι πέτυχε και ποια όρια συνάντησε ο αντιφασιστικός πυρήνας Χαλανδρίου)
Η συγκρότηση του πυρήνα με βάση τους παραπάνω όρους ήταν λογικό να οδηγήσει σε μια επικέντρωση στο επίπεδο των γειτονιών του Χαλανδρίου. Μια διαδικασία που περιλάμβανε εξοικείωση με τη χωροταξία των γειτονιών και την ανθρωπογεωγραφία των κατοίκων τους. Επίσης, περιλάμβανε και μια εβδομαδιαία διαδικασία συνέλευσης που προσπάθησε να συγκεράσει τις αρκετά διαφορετικές τάσεις που συνυπήρχαν στο εσωτερικό του πυρήνα. Οι δύο παραπάνω προτάσεις είχαν την υλική τους κατάληξη σε παρεμβάσεις στο δρόμο (κυρίως με τη μορφή συνθημάτων στους τοίχους του Χαλανδρίου), σε αράγματα σε ‘επικίνδυνες’ πλατείες, σε αντιφασιστικά καρτέρια. Όσον αφορά τη δράση του πυρήνα σε συνεργασία με άλλες συλλογικοποιήσεις δεν κατάφερε να ξεφύγει από τις κλασικές συνταγές: είτε αυτές λέγονται ‘περιφρούρηση σε πορείες’ (σε μη ανακοινωμένη πορεία στην Αγία Παρασκευή μετά από πρόσκληση του αντιφασιστικού πυρήνα Αγίας Παρασκευής [3] και σε πορεία στο Ν. Ηράκλειο καλεσμένη από διάφορες τοπικές συλλογικότητες μετά από πρόταση της Αναζωπύρωσης) είτε αυτές λέγονται ‘περιφρούρηση σε συναυλίες’ (σε αντιφασιστικό live στην Αγία Παρασκευή).
Μέσα από τη σταθερότητα των παρεμβάσεων, τη ζύμωση των αντιλήψεων και παρ’ όλες τις αδυναμίες του, ο πυρήνας κατάφερε να πετύχει κάποια πράγματα μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα. Καταρχάς, μπόρεσε να συσπειρώσει το ‘διάχυτο κοινωνικό υποκείμενο’ που λέγαμε πριν γύρω από το επίδικο της στοχοποίησης ενός κομματιού της ελληνικής κοινωνίας (των φασιστών, δηλαδή) που επιδιώκει σταθερά το βάθεμα των κοινωνικών ανισοτήτων. Αυτή η στοχοποίηση δεν προέκυπτε μέσα από θεωρητική κινηματική δουλειά, αλλά μέσα από τις βιωμένες εμπειρίες των μελών του πυρήνα. Ήταν η καθημερινότητα το πεδίο εκείνο όπου εμφανίζονταν οι οξυμένες αντιθέσεις. Επιπλέον, ήταν πολύ ξεκάθαρο σε όσους/ όσες συμμετείχαμε ότι αυτό το κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας δεν εκφράζεται πάντα ανοιχτά ενάντια σε όποιον θεωρεί εχθρό. Αντίθετα, χρησιμοποιεί (και, ταυτόχρονα, χρειάζεται) τις διαμεσολαβήσεις του κράτους –από το δεξιό δήμαρχο μέχρι την αριστερά και από τους μπάτσους μέχρι τους δικηγόρους. Έτσι, η εξουσία (και άρα ο εχθρός μας) έπαυε να ορίζεται μόνο με βάση ένα (εξωτερικό προς την κοινωνία) ‘πάνω’ κι ένα ‘κάτω’ (που είμαστε ‘εμείς’). Κι αυτό γιατί στις ίδιες τις πολυκατοικίες που μέναμε ζούσαν και φασίστες, στις δουλειές που κάναμε είχαμε ‘συνάδελφους’ ρατσισταριά, στα σχολεία μας είχαμε συμμαθητές ομοφοβικούς εθνικιστές και στις πορείες που πηγαίναμε βλέπαμε σεξιστές πατριώτες. Κι αν το να κάνει ένα συλλογικό σώμα κριτική σε άλλες συλλογικότητες (πέραν της αριστεράς) και πολλές φορές και στον ίδιο του τον εαυτό είναι δύσκολο και σπάνιο, το να αρχίσει να ψηλαφίζει πως θα αναδείξει ότι το πρόβλημα σε μια γειτονιά είναι ‘ο ρατσιστής της διπλανής πόρτας’ αυτό είναι ένα από τα βήματα που έγιναν από τον πυρήνα. Και πάλι, βέβαια, σ’ αυτό βοήθησε η κοινωνική πραγματικότητα της περιοχής: αναφερόμαστε στη δημιουργία της επιτροπής κατοίκων Χαλανδρίου που στόχευε στην εκδίωξη των Ρομά από τον καταυλισμό του Νομισματοκοπείου.[4] Ο πυρήνας, λοιπόν, συμμετείχε σε κάλεσμα τοπικής συλλογικότητας (της σε τροχιά σύγκρουσης) προκειμένου να εκφραστεί δημόσια η αντίθεση στον αντιτσιγγάνικο ρατσισμό μέσα από το μόρφωμα της ‘επιτροπής κατοίκων Χαλανδρίου’.
Στη συνέχεια, κι αφού η ρατσιστοεπιτροπή είδε από την πρώτη στιγμή ότι υπάρχουν αντιδράσεις στα σχέδιά της, αποφάσισε να συνεχίσει τη δουλειά αναζήτησης περισσότερων ρατσιστών και την άσκηση πίεσης στο δήμο (προκειμένου να την οργανώσει από-τα-πάνω).[5]Στα παραπάνω πλαίσια –πατώντας πάνω στην καθημερινότητα αναγραφής συνθημάτων με σπρέι– ο πυρήνας αποφάσισε να δείξει με ακόμη πιο επιθετικούς όρους την εχθρότητά του σε μορφώματα από-τα-κάτω ρατσισμού. Ακολούθησε μια δράση που στοχοποίησε την ‘επιτροπή κατοίκων Χαλανδρίου’ και το ρατσισμό που αυτή επεδίωκε να οργανώσει στο μέρος που έκαναν τις συναθροίσεις τους, το γήπεδο ποδοσφαίρου του Απόλλωνα Χαλανδρίου. Η αναγραφή αντιφασιστικών συνθημάτων, το σκίσιμο των ελληνικών σημαιών έδωσαν το στίγμα της κίνησης αυτής –πόσο μάλλον όταν αυτή έλαβε χώρα ‘μέσα στο σπίτι του εχθρού’. Ακολούθησε ανακοίνωση της ομάδας του Απόλλωνα Χαλανδρίου με την κλασική συνταγή: «δεν είμαστε ρατσιστές γιατί συμμετέχουν Ρομά στις ομάδες μας/ είμαστε αθλητικό σωματείο χωρίς πολιτικές θέσεις/ δεν θέλουμε να χαθεί ο χώρος πρασίνου της περιοχής, γι’ αυτό απορρίπτουμε τη μετεγκατάσταση του καταυλισμού στο χώρο του γηπέδου/ πάνω απ’ όλα είμαστε άνθρωποι». [6] Παρ’ όλα αυτά, βέβαια, η επιτροπή κατοίκων πήρε το μήνυμα και σταμάτησε να χρησιμοποιεί το κυλικείο του γηπέδου ως χώρο συνάντησης.
Όπως γίνεται κατανοητό και από αυτή την ‘άμεση δράση’, ένα πολύ σημαντικό στοιχείο της δράσης του πυρήνα ήταν η εβδομαδιαία σχεδόν ενασχόληση των μελών του με την αναγραφή συνθημάτων σε όλες τις γειτονιές. [7] Με τον τρόπο αυτό μπορούσαμε αφενός να αποτυπώσουμε υλικά την ύπαρξη και τη δράση μας, αφετέρου να αντιληφθούμε ακόμη καλύτερα την πόλωση που υπήρχε στις γειτονιές αυτές. Αυτή η αντίληψη μας βοηθούσε να υιοθετούμε μια ξεκάθαρη στάση απέναντι στους ρατσιστές ενώ παράλληλα αναδείκνυε το βίωμα ‘του δρόμου’ και της πολιτικής δουλειάς που εστιάζει σ’ αυτόν –ένα βίωμα που ήταν βασικό στοιχείο συγκρότησης της φιγούρας του ‘διάχυτου κοινωνικού υποκειμένου’ που απάρτιζε τον πυρήνα. Την ίδια στιγμή, η πόλωση μας ανάγκαζε να λειτουργήσουμε με όρους που αμφισβητούσαν την ‘παρεΐστικη μορφή οργάνωσης’: από το πώς θα περπατάμε στο δρόμο μέχρι τους ρόλους που πρέπει να έχουν όσες/όσοι θα βγουν για σπρέι και από το δρομολόγιο που θα ακολουθήσουμε μέχρι το πώς συμπεριφερόμαστε σε περίπτωση συμπλοκής με ‘αγανακτισμένους κατοίκους’. Επιπλέον, αυτή η πόλωση –που περιλάμβανε και αρκετές αντιπαραθέσεις με φασίστες, ειδικά στην κεντρική πλατεία Χαλανδρίου– μας οδήγησε στο να κρατάμε ένα ‘αρχείο φασιστών’ που ήταν αρκετά πλήρες, αν και το κοσμούσαν κυρίως μικροί σε ηλικία φασίστες· μιας που λόγω της δικής μας σύνθεσης ήταν πιο εύκολο να βρεθούν.
Από την άλλη μεριά, ο πυρήνας καθ’ όλη τη διάρκεια της ύπαρξής του αντιμετώπισε διάφορα όρια και προβλήματα. Καθοριστικό ρόλο για την πορεία του έπαιξε η πολυτασικότητά του, καθώς αφενός ήταν ένα χαρακτηριστικό που ‘τράβηξε’ αρκετό κόσμο προς τη συμμετοχή σ’ αυτόν, αφετέρου έκανε πολύ δύσκολη την παραγωγή λόγου και την απόκτηση συνοχής. Η αμφιθυμία μας απέναντι στην πολυτασικότητα του πυρήνα έγκειται στο γεγονός πως βιώθηκε ως αντίθετο σε ό,τι κυριαρχεί στον α/α/α ‘χώρο’ που χαρακτηρίζεται από συνελεύσεις συγκεκριμένης «πολιτικής γραμμής», η οποία δεν χτίζεται μέσα στις συνελεύσεις αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις βλέπαμε να έρχεται απ’ έξω. Επίσης η πολυτασικότητα επέτρεψε την συμμετοχή ατόμων που δεν είχαν (καλή) σχέση με τις συνελεύσεις του α/α ‘χώρου’ χωρίς να απαιτεί απ’ αυτά την τήρηση συγκεκριμένου λεξιλογίου/ συμπεριφορών. Αυτό, βέβαια, σήμαινε πως αρκούσε η «διάθεση για αντιφασισμό» –η ανυπαρξία ρητού περιεχομένου και εργαλείων μας οδήγησε στο να μην καταφέραμε να δημιουργήσουμε τις απαραίτητες διαδικασίες για την σύνθεση των διαφορετικών τάσεων/ταχυτήτων/ συμπεριφορών.
Το βασικότερο ίσως πρόβλημα ήταν ακριβώς αυτό: πως ενώ δεν είχαμε έτοιμα πολιτικά εργαλεία, δεν μπορέσαμε ούτε να οικοδομήσουμε τα δικά μας. Οι στοχεύσεις των μελών του πυρήνα σιγά σιγά άρχισαν να αποκρυσταλλώνονται σε ένα δίπολο: από τη μία μεριά ήταν εκείνοι που ήθελαν να ασκήσουν άμεση σωματική βία, θεωρώντας πως με αυτό τον τρόπο το ζήτημα του ‘φασισμού στο Χαλάνδρι’ θα λήξει. Η άλλη μπάντα ενδιαφερόταν περισσότερο να χτίσει μια πολιτική άποψη για το τι είναι ο σύγχρονος φασισμός και πως εκφράζεται στο Χαλάνδρι· χαρακτηριζόταν, δε, σε μεγάλο βαθμό από ένα φόβο να εκτεθεί στο δρόμο. Η ζύμωση των δύο αυτών τάσεων δεν κατάφερε να οδηγήσει στο επιθυμητό αποτέλεσμα –αντίθετα, διαμορφώθηκε μια κατάσταση όπου το συλλογικό σώμα κέντραρε στις διαφορές στο εσωτερικό του, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν διαφορετικές ταχύτητες τόσο στην ενασχόληση με ‘τα-του-δρόμου’ όσο και στις απόπειρες εμβάθυνσης των περιεχομένων του λόγου μας. Έτσι, οι διαφορετικές ταχύτητες που δεν συγκεράστηκαν, ανέδειξαν την αδυναμία συγκρότησης ενός συλλογικού σώματος που θα ζυμωνόταν πάνω στις διαφορές –οι οποίες εμφανίστηκαν ως ηλικιακές, χωρίς να είναι.
Φωτογραφία που κλέψαμε από διάφορα ειδησεογραφικά σάητ για να θαυμάσουμε τους εαυτούς και τις εαυτές μας. Έχει ξαναδημοσιευτεί στο 0151#4, αλλά δεν χορταίνουμε να τη βλέπουμε.
Παρουσιάζεται εδώ η ανακοίνωση του Απόλλωνα Χαλανδρίου στην οποία παρατηρούμε κάποια σημαντικά πραγματάκια –που και για όσους τη συνέταξαν είναι σημαντικά, γι’ αυτό άλλωστε και τα γράφουν με κεφαλαία γράμματα. Πρώτον, πως δέχονται να τους απευθύνονται μόνο άντρες (αδυνατούν, βλέπετε να κρύψουν την ομοφοβία τους). Δεύτερον, πως κάποιοι μπορούν να είναι πάνω απ’ όλα άνθρωποι και να μην θεωρούν τους Ρομά ανθρώπους –όπως γράφει κι ένα σύνθημα σε κάποιο κοντινό τοίχο «η επιλεκτική σας ευαισθησία βρωμάει αντι-τσιγγανισμό».
Φύλο και αντιφασιστικός πυρήνας Χαλανδρίου
Ο αντισεξισμός δεν αποτέλεσε ποτέ ρητό κομμάτι της πολιτικής μας δουλειάς. Παρ’ όλα αυτά, η δυναμική παρουσία των συντροφισσών που συμμετείχαν στον πυρήνα ήταν εκείνη που ‘εξασφάλιζε’ (έστω και άτυπα) αφενός ότι θα νιώθουν εκείνες την ασφάλεια και την εμπιστοσύνη ώστε να συμμετέχουν αφετέρου ότι το χτίσιμο της εμπιστοσύνης θα είναι μια αμφίδρομη διαδικασία που θα αλλάζει και τους άντρες συντρόφους. Αυτό που είναι εξίσου γεγονός πως δεν αποφεύχθηκε είναι η εμφυλοποίηση του αντιφασισμού. Με τα λόγια των συντρόφων της άρσης των προνομίων: «Σύμφωνα με την οπτική αυτή, κληρονομημένη από τη ντόπια αριστερά, το ελληνικό έθνος-κράτος πρέπει να το κυβερνά ο λαός, με όλα τα χαρακτηριστικά του πραγματικού άντρα. Έτσι, τα υποκείμενα που αγωνίζονται ενάντια στο κράτος, το κεφάλαιο, τους φασίστες κ.τ.λ. μαθαίνουν να επιδιώκουν έναν άτυπο ανταγωνισμό μεταξύ αρρενωποτήτων. Κεντρική, δηλαδή, κινηματική αναπαράσταση είναι αυτή της μάχης μεταξύ δύο αντρών, εντός του ίδιου έθνους· μια μάχη η οποία θα κριθεί από το πόσο άντρες είναι, από το ποιος θα επιτελέσει αποτελεσματικότερα τον ανδρισμό του καθώς και από το ποιος θα συνδεθεί με το εθνικό υποκείμενο, τον ελληνικό λαό. Άντι να ασκήσουν την απαραίτητη κριτική στην εθνική αρρενωπότητα, προσπαθούν –ως υποκείμενα αντιστεκόμενα– να την επιβεβαιώσουν.» [8] Αυτό που φάνηκε ήταν πως ο αντισεξισμός και η εναντίωση στην ομοφοβία ήταν κουβέντες που έπρεπε να γίνουν ακριβώς για να επαναδιαπραγματευτούμε τους όρους άσκησης αντιφασιστικής δράσης. Ακριβώς επειδή το περιεχόμενο των ανταγωνιστικών μας πολιτικών επηρεάζει άμεσα τον τρόπο με τον οποίο επιλέγουμε να τις οργανώνουμε και να δρούμε.
Ένα άλλο προβληματικό σημείο ήταν πως ο πυρήνας δεν κατάφερε να κερδίσει στο εσωτερικό του την πολιτική αυτονομία από την αριστερά. Δηλαδή, παρά την βιωμένη εμπειρία του φασισμού από-τα-κάτω, το μεγαλύτερο κομμάτι των μελών του είχε την αντίληψη πως ο φασισμός δεν συνδέεται με το κράτος. Γι’ αυτό το λόγο, εξάλλου, αρκούσε να ‘δείρουμε’ τους local φασίστες. Η άποψη αυτή συνδυάστηκε με την (ούτως ή άλλως) ανυπαρξία κουλτούρας αυτομόρφωσης, δηλαδή αυτοαξιοποίησης με όρους γνωσιακούς. Αυτό σήμαινε τόσο πως οι συζητήσεις για το φασισμό είτε σε ιστορικό επίπεδο είτε σε αναλυτικό γίνονταν από λίγα άτομα συνήθως καθώς και πως τα περιεχόμενα του τι είναι ο (σύγχρονος) κέντραραν στους μπάτσους και τους ναζί. Απουσίαζε εμφανώς η ανάγκη αντιπαράθεσης με την αριστερά αλλά και η συνάρθρωση των διαφόρων καταπιέσεων που βιώναμε (π.χ. οι σεξιστικές συμπεριφορές δεν συνδέθηκαν ποτέ με τον εθνικισμό, η ταξική καταπίεση με την εξωτερική πολιτική του ελληνικού κράτους, η διάχυτη ομοφοβία με την ανάγκη για εθνική συνοχή).
Επιπλέον, άμεσα συναρτώμενο με τα παραπάνω είναι το γεγονός πως δεν θελήσαμε να χτίσουμε σχέσεις με υποκείμενα που πλήττονται άμεσα από το ρατσισμό (μετανάστες γείτονες, συμμαθήτριες ‘δεύτερης γενιάς’). Ακόμη και στην περίπτωση της εναντίωσής μας στην ‘επιτροπή κατοίκων Χαλανδρίου’ βασιστήκαμε σε προϋπάρχουσες σχέσεις κάποιων μελών μας με Ρομά του καταυλισμού.
Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα όλων των ορίων του αντιφασιστικού πυρήνα Χαλανδρίου ήταν το πρώτο και μοναδικό κείμενο που κατάφερε να γράψει. Ένα κείμενο που δεν μοιράστηκε ποτέ καθώς οι αφορμές για τη συγγραφή του, μια πορεία στόμα-με-στόμα στην Τούφα Χαλανδρίου και η σταθερή διοργάνωση ενός καφενείου στην κατάληψη Πραποπούλου ως σταθερού σημείου συνάντησης με άλλες/ άλλους σαν κι εμάς, δεν ευοδώθηκαν ως προσπάθειες.
Το πρώτο και μόνο κείμενο του αντιφασιστικού πυρήνα Χαλανδρίου
Στο κείμενο αυτό, που προέκυψε μετά από αρκετή πίεση και κόπο, εμφανίζεται διαυγής η πρόθεση των συγγραφέων του για αυτόνομη αντιφασιστική οργάνωση. Αυτή η πρόθεση χρησιμοποιεί διάφορα εργαλεία για να δικαιολογήσει την εμφάνισή της: την επικέντρωση στο βίωμα, μια πρωτόλεια αντίληψη της σύνδεσης των σχέσεων εξουσίας, την ανάγκη να αναδειχθεί η ιστορικότητα του ελληνικού φασισμού, την ανάγκη αντιπαράθεσης με τον πατριωτισμό και τον ‘πατριωτικό αντιχρυσαυγιτισμό’, μια εξίσου πρωτόλεια αντίληψη για τη συνάρθρωση κράτους και από-τα-κάτω φασισμού καθώς και για τη σύνδεση του εθνικισμού με την ενίσχυση του ελληνικού κεφαλαίου.Ο βερμπαλισμός του κειμένου είναι ενδεικτικός των αντιλήψεων που συνυπήρχαν, της αδυναμίας και συνάμα της δυναμικής όσων συνέθεσαν αυτή την προσπάθεια οργανωμένης εχθρότητας απέναντι στους ‘ρατσιστές της διπλανής πόρτας’. Δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητη και η αμηχανία των συγγραφέων μπροστά στο (άρρητο και ρητορικό) ερώτημα «σε ποιους απευθύνεστε;». Στο ερώτημα, δηλαδή, που μας έθεταν όσοι και όσες έβλεπαν τον αντιφασισμό ως ένα πρόβλημα άσκησης πειθούς –κοινώς, σε αυτούς που μας έλεγαν ότι το καλό (αντιφασιστικό) επιχείρημα θα πείσει τους αδαείς γείτονές μας (που δεν ξέρουν) να μην είναι ρατσιστές.
Ωστόσο, το κείμενο αυτό δεν έμελλε να μοιραστεί ούτε σε εχθρούς ούτε σε φίλες. Ο αντιφασιστικός πυρήνας Χαλανδρίου έκλεισε τον κύκλο εργασιών του στα τέλη του Οκτώβρη του 2013 απότομα και αθόρυβα –σε αντίθεση με τον τρόπο που ξεκίνησε. Φτάνοντας στο «γιατί ο πυρήνας αυτοδιαλύθηκε;» τρία είναι τα στοιχεία που κρίνουμε ως σπουδαιότερα. Το πρώτο αφορά την εσωτερική διαδικασία της συνέλευσης του πυρήνα, η οποία είχε πάψει πια να ελκύει τα μέλη του. Τα προβλήματα εσωτερικής συνοχής, οι απόψεις που –με αφορμή τη συγγραφή του κειμένου– έδειχναν να αποκλίνουν ολοένα και περισσότερο, οι συχνές αντιπαραθέσεις στα ζητήματα που αφορούσαν τον τρόπο που στεκόμαστε στο δρόμο (με διαφορετικές αφορμές), αδυναμία εύρεσης νέων τρόπων παρέμβασης και η κούραση που επέφερε η σταθερότητα των σπρέι είναι οι «εκ των έσω» αιτίες της αυτοδιάλυσης.
Το δεύτερο σημείο είναι η δολοφονία του Φύσσα και οι διώξεις των χρυσαυγιτών από την τότε κυβέρνηση της ν.δ. Αυτή η αλληλουχία γεγονότων αντικατοπτρίστηκε σε μια αλληλουχία συναισθημάτων: αρχικά οργή που γρήγορα αντικαταστάθηκε από μια αίσθηση ματαιότητας. Η ανυπαρξία συλλογικά κατακτημένων πολιτικών εργαλείων, άρα και η αδυναμία μας να δούμε το ελληνικό κράτος ως κομμάτι του παζλ (παρότι δεν πιστέψαμε ότι το κράτος έγινε ‘αντιφά’), μας οδήγησε σε μια αδράνεια που με τη σειρά της έφερε την απογοήτευση. Η κύρια αποτυχία μας ήταν πως βλέπαμε πολύ διαχωρισμένα το ‘κοινωνικό’ από το κράτος και πως δεν εστιάσαμε στο ίδιο το ελληνικό έθνος: έτσι, δεν μπορέσαμε να κατανοήσουμε ότι μια κίνηση διώξεων της χ.α. μπορεί να συνδυαστεί με το βάθεμα του θεσμικού ρατσισμού, λ.χ. Υπάρχει μια παρομοίωση που βρήκαμε σε ένα έντυπο της ομάδας fight back! η οποία κρίναμε πως ταιριάζει και στην περίπτωση του αντιφασιστικού πυρήνα Χαλανδρίου αναφορικά με την έλλειψη που σχολιάζουμε στο σημείο αυτό· είναι η παρομοίωση του τρίκυκλου ποδηλάτου, που ακολουθεί:
«Ένα τρίκυκλο ποδήλατο ας πούμε (έτσι, πιο οικολογικό) που οδηγούμε στη μεγάλη λεωφόρο της ιστορίας ή και σε κάνα στενό σκοτεινό σοκάκι, γεμάτο λάσπες και λακούβες, σαν και αυτά έξω από τα σπίτια μας. Οι δύο πίσω ρόδες του τρίκυκλου, ας πούμε, η κοινωνική ταυτότητά μας (η έμφυλη εδώ αλλά γιατί όχι και η ταξική, η εθνοτική κ.ο.κ.) και η πολιτική μας οργάνωση (σε ομάδες φεμινιστικής, αυτόνομης ή ανθελληνικής κατεύθυνσης, ή ακόμα οι ομοσπονδίες ομάδων και πάει λέγοντας) είναι απαραίτητες για να τεθούν οι βάσεις πάνω στις οποίες θα κάτσουμε. Χωρίς την μπροστινή ρόδα, ωστόσο, δηλαδή την τοποθέτησή μας στην τρέχουσα πολιτική συγκυρία (ας της δώσουμε εδώ μερικά ευκαιριακά ονόματα στην τύχη: νεοναζί, δυναμικές επεκτατισμού ή ακόμη και χρεωκοπίας του ελληνικού κράτους), το ποδήλατο αποκλείεται να δουλέψει, μάλλον θα τουμπάρει και σχεδόν σίγουρα θα φάμε τα μούτρα μας.» [9]
Το τρίτο στοιχείο είναι η αποτυχία διοργάνωσης της κλειστής πορείας στόμα-με-στόμα στη γειτονιά της Τούφας. Εκεί αναδείχθηκαν οι διαφορές που υπήρχαν με τις υπόλοιπες συλλογικότητες –είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο ο αντιφασιστικός πυρήνας Αγίας Παρασκευής συμφώνησε με τα χαρακτηριστικά που θέσαμε ενώ όλες οι υπόλοιπες συλλογικότητες που καλέστηκαν έθεσαν προβληματισμούς που εν τέλει ακύρωσαν την πορεία. Το γεγονός πως δεν έγινε ποτέ αυτή η πορεία πέραν του ότι είχε ως συνέπεια να μην μοιραστεί το κείμενο που είχε γραφτεί, μας γέμισε με επιπλέον απογοήτευση καθώς είχαμε ρίξει σ’ αυτήν όλες μας τις ελπίδες για ανασύσταση του πυρήνα. Η σταθερή μας επιδίωξη να μπορούμε να πατάμε στα δικά μας πόδια, ως συλλογικό σώμα –μια λογική που κάποιοι και κάποιες από εμάς ακολούθησαν και στις μετέπειτα ομάδες που συμμετείχαν– δεν βρήκε ανταπόκριση από τη συντριπτική πλειονότητα των καλεσμένων ομάδων. Στην περίπτωση, δηλαδή, της πορείας στόμα-με-στόμα φάνηκε πως γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο η προσπάθεια ‘διάσωσης’ του πυρήνα με τη βοήθεια άλλων ομάδων χρειαζόταν κάτι πολύ μεγαλύτερο και αρκετά διαφορετικό από αυτά που υπάρχουν στην κλασική ατζέντα των α/α ομάδων. Εκ των υστέρων, φαίνεται πως σίγουρα ήταν δικό μας λάθος που δεν αποτολμήσαμε κάτι πιο μικρό (π.χ. το να κάνουμε την πορεία με όσους και όσες συμφωνούσαν). Η αναζήτηση ενός ‘πυροτεχνήματος’ και όχι μιας σταθερής πολιτικής ‘δουλειάς’ ήταν το δεύτερο πολιτικό μας σφάλμα. Ένα σφάλμα που θεμελιωνόταν αφενός στο γεγονός πως ούτε οι άλλες ομάδες είχαν τέτοια λογική και πρακτική, αφετέρου στο ότι η λογική του ‘σε-βάθος’, δυστυχώς, δεν υπήρχε ούτε σ’ εμάς.
ΜΙΚΡΟ (ΓΛΥΚΟΠΙΚΡΟ) ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Η λογική της εξαγωγής συμπερασμάτων διατρέχει όλο το κείμενο. Αν τίθενται κάποια ζητήματα ακόμη και σήμερα σε όσες και όσους έχουν κρατήσει από τότε μια αντιφασιστική θέση μάχης αυτά είναι το ξεπέρασμα της άμεσης εμπειρίας, η αναγκαιότητα άσκησης πίεσης η δυσκολία διαχείρισης των καθημερινών μικρών συγκρούσεων οι οποίες ενώ είναι απαραίτητες έχουν πολύ συχνά μεγάλο κόστος. Την ίδια στιγμή η ανάγκη εμπλουτισμού των πολιτικών μας εργαλείων αφορά στη χρησιμότητα του βλέμματος που κοιτάζει τόσο το ελληνικό κράτος όσο και τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό αλλά και στην ευρύτητα των οπτικών που χρησιμοποιούν το φύλο, την τάξη, το έθνος και το κράτος ως αναλυτικές κατηγορίες για να κατανοήσουμε την πραγματικότητα. Ενώ, από την άλλη μεριά, ως διαρκές επίδικο στέκεται μια συλλογική διαδικασία που να μπορεί να συνταιριάζει το ‘no-future’[sic] στοιχείο της άμεσης αντιπαράθεσης και της θέλησης για εμπλοκή με το στοιχείο της σπουδαιότητας της γνωσιακής αυτοαξιοποίησης ως πολιτικού εργαλείου. Αντίστοιχα, τέτοιες διαδικασίες –ειδικά όσες χτίζονται πάνω σε προϋπάρχουσες κοινωνικοπολιτικές σχέσεις– χρειάζεται να αντιπαρατεθούν με το παρεΐστικο κλίμα και την αρρενωπή στάση που υιοθετούν εύκολα, προκειμένου να ενσωματώσουν περισσότερα υποκείμενα και να εντάξουν πολλές καταπιέσεις στην εργαλειοθήκη τους. Το κείμενο αυτό επιδιώκει να θέσει προβληματισμούς οι οποίοι δεν αφορούσαν μόνο τον αντιφασιστικό πυρήνα Χαλανδρίου, ούτε μόνο αντιφασιστικές συλλογικοποιήσεις. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο, νομίζουμε ότι οι όποιες επιτυχίες και αποτυχίες του χρειάζεται να συζητηθούν και να κριτικαριστούν για να βαθύνουμε τα αντιφασιστικά μας περιεχόμενα και να βελτιώσουμε τα πολιτικά μας εργαλεία.
Στη Θ. για τα αστείρευτα ‘μαθήματα’ κοινωνικής γεωγραφίας
Ανθέλληνες από το Χαλάνδρι
ΥΓ Χωρίς τη συμβολή του Γιάννη το κείμενο αυτό θα ήταν λειψό. Τον ευχαριστούμε για το feedback στις πρώτες μορφές του κειμένου, αλλά και για τη συντροφικότητα που αποπνέουν οι μεταξύ μας συζητήσεις.
[1]Αναφερόμαστε σε μια σειρά κειμένων που αφορούν στην ιστορία των antifa πυρήνων στα Πετράλωνα και το Γαλάτσι. Βλ. τα κείμενα της ενότητας «Αυτόνομη οργάνωση στις γειτονιές της Αθήνας» με τίτλο “Το παράδειγμα του αντιφασιστικού πυρήνα επίθεση κατά μέτωπο” “Αντιφασιστική δράση στο Γαλάτσι 2007-2010 (μέρος Α΄)” “ Αντιφασιστική δράση στο Γαλάτσι 2007-2010 (μέρος Β΄)” και “ Αντιφασιστική δράση στο Γαλάτσι 2007-2010 (μέρος Γ΄)” στο antifa! πόλεμος ενάντια στο φόβο στα τεύχη #48, #52, #53 και #54 αντίστοιχα.
[2]Περισσότερα για το σύλλογο Ρίζες και τον εθνικιστικό/ ομοφοβικό/ αντιτουρκικό λόγο που εκφράζει μπορούν να βρεθούν στο “Για την εμφάνιση των φασιστών της χρυσής αυγής στο Χαλάνδρι (ή αλλιώς εθνικισμός ante portas)” στην ιστοσελίδα του 0151 (0151.espivblogs.net) στην κατηγορία On-Line Κείμενα (07 Μαρτίου 2014) και στο “Ανοιχτή επιστολή στις απαντήσεις των μελών του Συλλόγου ‘Ρίζες’ (Χαλάνδρι)” στο 0151#6. Εκεί αναφέρεται και η άμεση αντιφασιστική απάντηση στη ρατσιστική επίθεση του Γιώργου-Αθανάσιου Μαυρίδη σε μετανάστη μικροπωλητή.
[3]Γνωστή επαρχία του δήμου Χαλανδρίου.
[4]Αναλυτική περιγραφή της προσπάθειας εδραίωσης ενός ρατσιστικού συλλογικού σώματος με αφορμή την εκδίωξη του καταυλισμού των Ρομά στο Νομισματοκοπείο βρίσκεται στο κείμενο “Για την πολιτική οργάνωση του σύγχρονου ρατσισμού: το παράδειγμα του Χαλανδρίου (μέρος α΄)” στο 0151#2.
[5]Περισσότερα για την συγκεκριμένη αντιφασιστική παρέμβαση, τις δυναμικές και τα όριά της, στο “Για την πολιτική οργάνωση του σύγχρονου ρατσισμού: το παράδειγμα του Χαλανδρίου (μέρος β΄)” στο 0151#4.
[6]Ο ατσίδας πρόεδρος του Απόλλωνα Χαλανδρίου τίμησε την δράση μας αυτή με δηλώσεις του στην τοπικής εμβέλειας εφημερίδα Αμαρυσία όπου φρόντισε να μας ενημερώσει πως «οι Ρομά είναι η αφορμή, το πιο πιθανόν πρόκειται για διένεξη ανάμεσα σε κάποιον πατέρα που πηγαίνει το παιδί του στον Απόλλωνα και στα μέλη της αντιφασιστικής ομάδας που υπογράφει τα συνθήματα.» Βλ. το άρθρο με τίτλο “Βανδαλισμοί στο γήπεδο”, Αμαρυσία, 18/06/2013.
[7]Όσον αφορά το συγκεκριμένο τρόπο παρέμβασης οι αντιδράσεις άλλων συλλογικοτήτων ποίκιλαν: όσες έμοιαζαν μ’ εμάς (βλ. αντιφασιστικοί πυρήνες σε άλλες γειτονιές) έκαναν τα ίδα μ’ εμάς. Οι “πιο πολιτικές” ομάδες είχαν την άποψη πως «αυτοί [απλά] βάφουν σπρέι» ενώ οι “γειωμένες τοπικά” ομάδες έλεγαν «αυτοί που βάφουν και εκνευρίζουν τη γειτονιά που εμείς θέλουμε να προσεγγίσουμε». Αντίθετα, ο πυρήνας δεν ήθελε να απευθυνθεί σε άλλο υποκείμενο πέραν του ‘no-future’ –με όποιες άλλες ταυτότητες κουβαλούσε αυτό μαζί του.
[8] Στην “Εισαγωγή” από το fantifa [στιγμές ριζοσπαστικού φεμινιστικού
αντιφασισμού από τη γερμανία των ‘80s και ‘90s], Αθήνα/Ντάρμσταντ: για την
άρση των προνομίων, σελ. 12
[9] Στο κεφάλαιο “A method in our madness: Η ιστορία, οι ταυτότητες και το
κράτος για το γυναικείο κίνημα” στο Έθνος, φύλο και γυναικεία κινήματα στην
ελλάδα (1880-1949), Αθήνα: fight back!, σελ. 17