1. Όταν λέμε «καταστολή στα Εξάρχεια» εννοούμε «μεταναστευτική διαχείριση»; (πώς να γλιτώσουμε από τον ΣΥΡΙΖΑ εντός και εκτός της Κουμουνδούρου)
Από τις 7 Ιουλίου 2019 που βγήκε η κυβέρνηση της Ν.Δ. έγιναν κάποια πράγματα που ήταν αναμενόμενα. Η Ν.Δ. που στήριξε την προεκλογική της ατζέντα σε θέματα εσωτερικής ασφάλειας από τη δράση «ανεξέλεγκτων αναρχικών» και «μεταναστών που δεν χωράνε άλλους», υπερ-προβάλλοντας τα Εξάρχεια ως πηγή του προβλήματος «ανομίας» και καταφέρνοντας μέχρι και τους γονείς μας στην Καλαμπάκα να παπαγαλίζουν πόσο μεγάλο πρόβλημα είναι οι μετανάστες και οι μπαχαλάκηδες για τη χώρα, έπρεπε να δείξει κάποιο είδος δράσης (με έμφαση στο δείξει). Οι καταλήψεις άρχισαν να κινούνται αμυντικά, περιμένοντας κάποια καλοκαιρινή κρατική εκστρατεία εκκενώσεων, ο ΣΥΡΙΖΑ των κοινωνικών μέσων δικτύωσης θυμήθηκε πως είναι και αριστερός, οι δεξιοί να διαπρέπουν σε λεονταρισμούς αλλά στην ουσία να δείχνουν πως δεν θα κινηθούν και πολύ διαφορετικά από τους αριστερο-ακροδεξιούς προκατόχους τους. Όπως ίσως το ‘χετε καταλάβει, δεν είμαστε οπαδοί του πανικού και της μανούβρας 180 μοιρών με το που αλλάζει η κυβέρνηση, όσο και να το θέλουν αυτό οι Μπογδάνοι αλλά και πιο κοντινοί μας, στα Εξάρχεια ας πούμε, άνθρωποι. Έτσι, σκεφτήκαμε ότι μολονότι το θέμα μας έκαιγε και συλλογικά, δεν έπρεπε να μας παρασύρει ο ορυμαγδός συναισθημάτων που κατέκλυσε το διαμορφούμενο αντιδεξιό μέτωπο. Όπως και στα της συμφωνίας περί του ονόματος της Μακεδονίας, που θα ακύρωνε και καλά τη συμφωνία των Πρεσπών, έτσι και στο ζήτημα ‘Εξάρχεια-ανομία’ η Ν.Δ. πολλά είπε ότι θα κάνει, αλλά λιγότερα έκανε. [1]
Καταρχάς η προηγούμενη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είχε αδειάσει όχι και λίγες καταλήψεις, πολιτικές και στέγης, γύρω από το Λόφο του Στρέφη στα Εξάρχεια, τουλάχιστον πέντε δηλαδή από αυτές που θυμόμαστε εμείς (συμπεριλαμβα- νόμενων των Gare, δύο φορές, και Cyclopi). Εξάλλου, «τα χαρτιά» της εκκένωσης της κατάληψης Βανκούβερ και της αξιοποίησής της από νέο ιδιοκτησιακό καθεστώς είχαν επίσης ετοιμαστεί από την περίοδο ΣΥΡΙΖΑ, όπως φάνηκε από τις μετέπειτα ανακοινώσεις της πρώην συνέλευσης της κατάληψης. Το 2016, επίσης, επί ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, είχαν εκκενωθεί και τρεις καταλήψεις στη Θεσσαλονίκη, το «Ορφανοτροφείο», η κατάληψη στέγης της Λεωφόρου Νίκης, καταλήψεις στις οποίες μέλη του περιοδικού 0151 είχαν βοηθήσει να ανοίξουν, καθώς και άλλη μία στην Καρόλου Ντιλ, στο κέντρο, μία κατάληψη στη Λάρισα, μία στη Σύρο, μία στα Γιάννινα, μία στη Νέα Φιλαδέλφεια, η της Αλκιβιάδου, η Ζαΐμη και η Ματρόζου στο κέντρο και στο Κουκάκι, η Βίλα Ζωγράφου και, βέβαια, η κατάληψη Τερμίτα στο Βόλο στην οποία επίσης συμμετείχαν μέλη του περιοδικού μας. Η Τερμίτα και ο Κένταυρος στη Νέα Φιλαδέλφεια γκρεμίστηκαν κιόλας μάλιστα, ενώ πολλά κτίρια σφραγίστηκαν με τούβλα. Ακόμη, εκκενώθηκαν και τρεις καταλήψεις στέγης μεταναστών, δύο στη Θεσσαλονίκη (η μία στην Άνω Πόλη) και μία στην Αραχώβης στα Εξάρχεια. Αν μετράμε σωστά με βάση τα παραπάνω, δεκαεννιά (19) εκκενώσεις έλαβαν χώρα την περίοδο του ΣΥΡΙΖΑ και τρεις φορές έγινε ανακατάληψη. Στις δύο από τις τρεις ανακαταλήψεις, η κυβέρνηση της Ν.Δ. (Ματρόζου και Gare) πήρε τελικά οριστικά τα κτίρια πίσω.
Πέραν των παραπάνω δύο αυτών εκκενώσεων, επί Ν.Δ. εκκενώθηκαν οκτώ καταλήψεις στέγης μεταναστών στα Εξάρχεια (συλλαμβάνοντας 143 μετανάστες στις 27.08 από τη Σπ. Τρικούπη, άλλοι 269 στις 19.09, άλλοι 143 στις 23.09, άλλοι 33 συνελήφθησαν στις 16.10, άλλοι 138 στις 12.11) και πέντε καταλήψεις αναρχικών, δύο στο Κουκάκι, δύο στα Εξάρχεια και η Κουβέλου στο Μαρούσι. Από αυτές τις 15 εκκενώσεις, οι επτά των αναρχικών έχουν συλλήψεις αλλά τον σημαντικό αριθμό συλλήψεων τον έχουν αυτές οι οκτώ των μεταναστών –συγκεκριμένα 726 προσαγωγές, πολλές εκ των οποίων μετατράπηκαν σε συλλήψεις, άλλες σε απελάσεις και ο κυρίως όγκος σε παραπομπές σε «δομές φιλοξενίας». Η περιβόητη κατάληψη του City Plaza επίσης που φιλοξενούσε 150 μετανάστες, εκκενώθηκε από τους ίδιους τους καταληψίες, υπό τον φόβο αστυνομικής επέμβασης. Για το City Plaza όπως και για τις άλλες καταλήψεις μεταναστών που εκκενώθηκαν, δεν έλαβε χώρα κάποια μάχη και ούτε κάποια πολυπληθής διαδήλωση διαμαρτυρίας. Σχεδόν με στωικότητα, οι μέχρι πρότινος υπερασπιστές και διαχειριστές των καταλήψεων, δέχθηκαν το τέλος των καταλήψεων ως την αναμενόμενη εξέλιξη της αλλαγής κυβέρνησης και, άρα, του κεντρικού διαχειριστή του μεταναστευτικού πληθυσμού. Η πολυαναμενόμενη αλλαγή διαχείρισης των μεταναστών, βέβαια, δεν είχε να κάνει με συλλήβδην απελάσεις και φυλακίσεις, αλλά με την αλλαγή χεριών και ευθυνών στο επίπεδο αυτών που «φρόντιζαν» τους μετανάστες, από το πεδίο της «αυτοδιαχείρισης των Εξαρχείων» σε αυτό «της αυτοδιοίκησης των κατά τόπους περιφερειών της χώρας». Οι «καταλήψεις στέγης», εξάλλου, ήταν μια λύση την οποία το αριστερό κράτος πριμοδότησε όταν την περίοδο 2015-2016 προώθησε την «πολιτική της κουβέρτας» ως πολιτική με την οποία ενσωμάτωσε στην κοινωνική-πολιτική του βάση ένα τεράστιο ποσοστό του αντιεξουσιαστικού-αριστερού χώρου με τα κατάλληλα πτυχία, βάζοντάς τους σε δουλειές στις Μ.Κ.Ο. ή παραινώντας «το κίνημα» να δώσει ένα χεράκι. Φυσικά, οι Μ.Κ.Ο. δεν έχασαν το ρόλο τους, λειτουργούν ακόμα ως πυλώνες ή και εφεδρείες στη διαχείριση των μεταναστών και από το δεξιό κράτος. Μάλιστα, πολλοί «σύντροφοι» αποκτούν εμπειρίες και αποδεικνύονται χρήσιμοι με τέτοιο τρόπο που ούτε η δεξιά θα επιθυμούσε να τους διώξει από τα πόστα τους στις Μ.Κ.Ο., στον Διεθνή Οργανισμό Μετανάστευσης, στην Ύπατη Αρμοστεία του Ο.Η.Ε., στο Δανέζικο Συμβούλιο, τη Διεθνή Αμνηστία και αλλού. Και, επίσης, η δεξιά αντί να διώξει, να επαναπροωθήσει και να τσαμπουκαλευτεί ενάντια στην Τουρκία για να έχει λιγότερους μετανάστες η χώρα, αυτό που φυσικά έκανε ήταν να αποδεχτεί ακόμα περισσότερους μετανάστες από ότι η αριστερά, διευρύνοντας τη γεωγραφία των δομών φιλοξενίας, κλειστών, ημίκλειστων, ελεγχόμενων κ.τ.λ., καθώς «το μεταναστευτικό» έχει εξελιχθεί τα τελευταία πέντε χρόνια σε μέγιστο παράγοντα πλουτισμού της ελληνικής κοινωνίας και του κράτους της [2] –τη μόνη «ανάσα», δίπλα στον τουρισμό.
Δεδομένων των παραπάνω, η περιβόητη «καταστολή της ανομίας των Εξαρχείων» αποκτά ένα χαρακτήρα όχι και τόσο κρυφό που έχει να κάνει με τη διαχείριση του μεταναστευτικού πληθυσμού: συλλήψεις και απελάσεις, μέσα από σύντομο πέρασμα από ένα κλειστό κέντρο κράτησης, τύπου-φυλακή, ή επανατοποθέτησή τους σε «δομές φιλοξενίας», δηλαδή κέντρα κράτησης από τα οποία θα μπορούν να βγαίνουν για να δουλέψουν ή να ψωνίσουν και θα ξαναμπαίνουν μέσα το βράδυ, εφόσον υπάρχει συγκεκριμένο ωράριο επιστροφής στις δομές, τύπου-κατ’ οίκον περιορισμό. Η περιβόητη «καταστολή της ανομίας των Εξαρχείων» έχει εξάλλου και έναν χαρακτήρα περισσότερο κρυφό για τους ντόπιους. Οι μετανάστες, σχεδόν από πάντα, αλλά ειδικά την τελευταία πενταετία, άλλες φορές με τη βοήθεια πολιτικοποιημένων ντόπιων αλλά τις περισσότερες φορές μόνοι τους, καταλαμβάνουν εγκαταλελειμμένα ακίνητα στην πόλη, συνήθως γιαπιά, για να στεγάζονται κάπου πρόχειρα. Μεγάλο μέρος της κατασταλτικής πολιτικής της αστυνομίας, έπειτα από καταγγελίες γειτόνων συνήθως αλλά και ιδιοκτητών, αφορά σε αυτές τις καταλήψεις τις οποίες εμείς συνήθως δεν μαθαίνουμε ποτέ και η πλειοψηφία τους δεν βρίσκεται στα «στενά» Εξάρχεια. Είτε λόγω άγνοιας λοιπόν είτε λόγω ανυπαρξίας ενδιαφέροντος, είναι προφανές ότι οι εκστρατείες αλληλεγγύης στις καταλήψεις δεν αφορούν σε αυτού του είδους τις καταλήψεις, οι οποίες είναι και οι μόνες συνήθως που αντιμετωπίζουν μια ανάγκη στέγασης, πολύ πρακτική, για το κομμάτι αυτό της εργατικής τάξης που ωθείται στην παρανομία ή του έχουν φυλάξει γενικά μια μόνιμη θέση στον κοινωνικό πάτο. Για αυτό το κομμάτι των καταληψιών εξάλλου, οι καταλήψεις είναι τα ντουβάρια, τέσσερις τοίχοι, ή κάποιες λαμαρίνες και μια υποτυπώδης στέγη! Μόλις στα μέσα Φεβρουαρίου που γράφεται αυτό το κείμενο, η ΕΛ.ΑΣ. ανακοίνωσε ότι προέβη μέσα στον Φεβρουάριο σε τρεις τέτοιου τύπου «αθόρυβες» εκκενώσεις, οι οποίες ούτε απασχόλησαν τα ΜΜΕ ούτε και τον αντιεξουσιαστικό χώρο. Με αυτή την έννοια, εκκενώσεις καταλήψεων μεταναστών παίζουν στην Ελλάδα από πάντα και δεν είναι «φαινόμενο» του τελευταίου εξαμήνου, ούτε καν των τελευταίων πέντε-δέκα χρόνων. [3] Ο λόγος αυτών των ανθρώπων του ταξικού πάτου που προβαίνουν στην πλειοψηφία των καταλήψεων στέγης στην ελλάδα, είναι προφανές ότι δεν εκφράζεται μέσα από τα πολιτικά προτάγματα που βγαίνουν από τις αφίσες «αλληλεγγύης στις καταλήψεις» και οι οποίες μάλιστα συχνά υποδηλώνουν και κάποιες «σχέσεις» με τους μετανάστες –εκπροσωπώντας, υποτίθεται, το υποκείμενο-μετανάστης.
Το πρώτο συμπέρασμά μας είναι λοιπόν εδώ ότι αυτό που φαίνεται ως καινούριο (καταστολή καταλήψεων Εξαρχείων κ.τ.λ.) είναι ένας καμουφλαρισμένος τρόπος να συνεχιστεί από τη δεξιά η διαχείριση του μεταναστευτικού πληθυσμού με τα ίδια μέσα (εκκένωση καταλήψεων μεταναστών εκτός Εξαρχείων) ή και με άλλα μέσα (εκκένωση καταλήψεων μεταναστών εντός Εξαρχείων και «γέμισμα» δομών φιλοξενίας σε συνεννόηση με Δήμους, ξενοδόχους και ΜΚΟ).
2. Όταν λένε «έχει ξεφύγει η φάση», τι διάολο εννοούν; (πώς να γλιτώσουμε από το να βλέπουμε το κράτος σαν «Κούλη»)
Υπάρχει και μια ακόμα πλευρά του πράγματος στην οποία αισθανόμαστε ότι δεν έχει δοθεί έμφαση. Είναι πιθανόν για αυτό να φταίει και το ότι η αριστερίλα έχει εποικίσει τις περισσότερες εκδοχές της αντιεξουσίας και σε επίπεδο λόγου: το κράτος έχει γίνει «ο Κούλης», με τα συναφή ανέκδοτα περί γκαντεμιάς και βλακείας να δίνουν και να παίρνουν, ενώ παράλληλα η όλη πολιτική γραμμή περί «μνημειώδους και πρωτοφανούς καταστολής» που βγαίνει από την οδό Κουμουνδούρου, υιοθετείται έπειτα με ελάχιστες διαφοροποιήσεις από όλο το αριστερό φάσμα. Έτσι αυτό που «ξεχνιέται» είναι ότι ακόμα και η πολιτική γύρω από τα Εξάρχεια ανάμεσα στην αριστερά και τη δεξιά, δεν είναι και τόσο διαφορετική. Τα Εξάρχεια ήταν επί ΣΥΡΙΖΑ και παραμένουν επί Ν.Δ.: α) διασκεδαστήριο, β) crime/drug-free zone και γ) αναρχική πρωτεύουσα και βαλβίδα αποσυμπίεσης των ανήσυχων πιτσιρικάδων της εγγύς Αττικής. Τόσο επί αριστεράς όσο και επί δεξιάς του κράτους, δεν έλειψαν οι έλεγχοι σε σπίτια των Εξαρχείων για ναρκωτικά, ούτε και οι καταδρομικές στο Πεδίο του Άρεως και στο Στρέφη. Μάλιστα, συχνά, όπως το έλεγε και η ΕΛ.ΑΣ., κάποιες από τις κρατικές δράσεις ακολουθούσαν τις επιθυμίες των κατοίκων των Εξαρχείων. Μιλάμε και εδώ, όπως και για την περίπτωση των μεταναστών, για ένα είδος διαχείρισης που γίνεται προσπάθεια να επιτευχθεί σε σχέση με τα Εξάρχεια και τον χαρακτήρα τους, επιβάλλοντας μια ισορροπία ανάμεσα στη συνύπαρξη ναρκωτικών, εναλλακτικής διασκέδασης, τουριστών και ανήσυχων νεολαίων. Μπορεί αυτό να ακούγεται λίγο κριντζ άμα το λέει ο Μπακογιάννης σαν «η περιοχή θα ομορφύνει» ή κάποια ΣΥΡΙΖαία που θυμήθηκε τη «Μονμάρτρη», αλλά το νόημα είναι ακριβώς αυτό: η ομορφιά συνίσταται στην ισορροπία συνύπαρξης όλων των παραπάνω αναγκών, να πουλιέται κάπου σχετικά ελεύθερα το χόρτο και ίσως και κάτι άλλο, να κατεβαίνουν κάπου για μπύρες το βράδυ οι πιτσιρικάδες που σκέφτονται αλλιώς, να κάνουν το κομμάτι τους οι μαγαζάτορες και οι πολιτικές τους πλάτες, να σκάνε οι τουρίστες για βόλτα το πρωί την ώρα που «η αναρχία κοιμάται» και να νιώθουν σούπερ κουλ.
Με την έννοια ότι τίποτα από όλα αυτά δεν έχει διαταραχθεί, το δεύτερο συμπέρασμά μας είναι η «συνέχεια του κράτους» και όχι η «έλευση του Αρμαγεδδώνα». Πιστεύουμε, άρα, ότι το punchline «η φάση έχει ξεφύγει» που πάει από στόμα σε στόμα τους τελευταίους μήνες, τη στιγμή που τίποτα απολύτως δεν φαίνεται να έχει ξεφύγει, δεν εξυπηρετεί παρά μια ΣΥΡΙΖΑ ρητορική που κάνει πως κάνει αντιπολίτευση, λες και πριν τις εκλογές της 7ης Ιουλίου του 2019 ζούσαμε όλες και όλοι σε μια ατμόσφαιρα ελευθερίας και διαφωτισμού, μη-σεξιστών μπάτσων και καλοκάγαθου κράτους. Έχουμε μια γνώμη (όχι που δεν θα είχαμε) για το γιατί βέβαια συμβαίνει αυτό το κακό και πονάνε τα μυαλά μας. Τις καταλήψεις μπορεί ένας χώρος πολιτικός να τις αξιοποιήσει με τρόπους και τρόπους. Η αλήθεια είναι ότι η πλειοψηφία του κόσμου που καταλαμβάνει ένα κτίριο, συνήθως δεν το αξιοποιεί για να κάνει αποδελτιώσεις εφημερίδων, να στεγάσει αρχεία λειτουργικά τα οποία θα μπορεί να επεξεργαστεί, να φιλοξενήσει δομές αυτομόρφωσης που θα θέτουν βάσεις για την υποστήριξη των πολιτικών δομών, να φτιάξει πολιτικές δομές πιο πριν οι οποίες θα γυρεύουν τη συνέπεια και τη συνέχεια στο χρόνο, κ.ο.κ. Δυστυχώς, για ένα μεγάλο μέρος των πολιτικών χώρων οι ατομικές συνειδήσεις ταΐζονται από το feed του facebook και των αριστερών «ενημερωτικών» μπλογκς ή ΜΜΕ, κανείς δεν θυμάται τι έκανε και έλεγε μόλις πέρυσι, όχι πριν από πέντε-δέκα χρόνια, πολλοί φαίνεται ότι δεν κουράζονται από το βίωμα ενός αέναου παρόντος που τους οδηγεί συνεχώς στο να πέφτουν από τα σύννεφα και όσα συμβαίνουν και στο πολύ πρόσφατο παρελθόν χωνεύονται και ξεχνιούνται με την ταχύτητα που προχωράει το σκρολ στην οθόνη. Είναι πολύ ενδιαφέρον, βέβαια, ότι στους πολιτικούς χώρους σήμερα, σε σχέση με δέκα και είκοσι χρόνια πριν, έχουν σταθμεύσει επ’ αόριστον και μεγαλύτερες ηλικίες από τη συνήθη κατηγορία 18-25 χρονών, αλλά από την άλλη, φοβόμαστε ότι αν δεν υπάρξει αλλαγή πλεύσης σε σχέση με τα παραπάνω, δηλαδή κάποιο είδος πολιτικών δομών που αποκτούν ρίζες στο σήμερα με τα περιεχόμενά τους, όχι μονάχα θα ξεχνάμε τι σημαίνει στην πράξη η συνέχεια του κράτους αλλά και οι καταλήψεις θα ‘ναι όλο και λιγότερο υπερασπίσιμες.
3. Τι διάολο εννοούμε όταν λέμε «εμείς έχουμε σχέσεις, δεν θέλουμε τα ντουβάρια»;
(και είναι αυτό απλά ένα πρόβλημα έκφρασης;)
Συνέχεια του κράτους ή μη, καταστολή κατά κύριο λόγο των μεταναστευτικών καταλήψεων στέγης ή όχι, το γεγονός ότι κλείνουν κάποιες καταλήψεις (και όχι κάποιες άλλες) σημαίνει ιστορικά τη συγκεντροποίηση του χώρου σε λιγότερους πόλους πολιτικοποίησης από ό,τι πριν από είκοσι ή από δέκα χρόνια (βλ. και τις εκκενώσεις των Βίλα Αμαλίας, Σκαραμαγκά κτλ). Η χωροταξική συγκεντροποίηση συμβαδίζει με το μάζεμα του ‘χώρου’ στο κέντρο ολοένα και περισσότερο, την ενοποίηση της πολιτικής του γραμμής και, παράλληλα, με το να πηγαίνει όλο και πιο “δεξιόστροφα”, να μιλάει όλο και πιο εθνικά, να κινείται ολοένα και πιο κοντά στο ελληνικό κράτος. Το δίπολο «μνημόνιο/αντιμνημόνιο», η επαν-ανακάλυψη του υποκειμένου «λαός-που-αντιστέκεται», η εκ νέου εγκληματοποίηση των μεταναστών, η διόγκωση των αφηγήσεων γύρω από την εξάρτηση του ελληνικού κράτους, η ρητή δυσανεξία απέναντι σε όσους/όσες ασκούν κριτική σε όλα τα παραπάνω είναι μερικές μόνο από τις οπτικές που αναδεικνύουν αυτή την εθνικοποίηση/κρατικοποίηση στην οποία αναφερόμαστε. [5] Επιπλέον, δεν πρέπει να είναι κανείς μάντης για να καταλάβει ότι το κρατικά υποβοηθούμενο δυνάμωμα της χρυσής αυγής στον Άγιο Παντελεήμονα συνοδεύτηκε από το κλείσιμο της Βίλα Αμαλίας, της Σκαραμαγκά και την πίεση στο στέκι ΑΣΟΕΕ –που έπαιζαν ενίοτε ρόλο αναχώματος στις ακροδεξιές εκστρατείες στο κέντρο αναφορικά με την καταστολή των μικροπωλητών, τις «σκούπες» σε Αχαρνών, Βικτώρια, Κυψέλη καθώς και στο πογκρόμ εναντίον των μεταναστών το Μάιο του 2011. Η απώλεια αυτών των πόλων δημόσιου λόγου και πολιτικών πρακτικών αφήνει ένα κενό και εξυπηρετεί την κατάρρευση του αντιεξουσιαστικού λόγου στο κέντρο της Αθήνας μέσα στην ηγεμόνευση ενός «κοκκινωπού» φιλο-ακτιβίστικου λαϊκισμού που έχει πολύπλευρες σχέσεις με το λόγο και τις πρακτικές «της αριστεράς» του κράτους.
Έχουμε περάσει και συνεχίζουμε να περνάμε χρόνο σε καταλήψεις. Γνωρίζουμε πως σημεία εκκίνησης για τις περισσότερες εξ αυτών ήταν η απειθαρχία, η αντίθεση στις (ελληνικές) οικογενειακές εστίες, η αντικουλτούρα, η αίσθηση πως δεν θέλουμε να περιμένουμε την αγία νύχτα της επανάστασης αλλά να αλλάζουμε τις ζωές μας εδώ και τώρα, στην καθημερινή μας ζωή. Με τον καιρό (να περνάει), κατανοήσαμε ότι στις καταλήψεις στεγάζονται κάποια σημαντικά πράγματα-που-δεν-είναι-πράγματα: συλλογικές κινηματικές υποδομές (που μας βοηθούν να μην έχουμε μνήμη μηντιακών χρυσόψαρων), τρόποι συλλογικής οργάνωσης της κινηματικής μας δράσης, συλλογική εργασία ενάντια στις δομικές σχέσεις εξουσίας που μας καταπιέζουν, χώροι συλλογικής αυτομόρφωσης και οικοδόμησης άποψης για κρυμμένα ή και μυστικοποιημένα ζητήματα (τον αντισημιτισμό, τους φεμινισμούς, τον ανθελληνικό αντιφασισμό, την κρατική παρανομοποίηση της μετανάστευσης, τον κυρίαρχο κοινωνικό ρατσισμό). Συγκροτηθήκαμε σε πολιτικές συλλογικότητες και συνελεύσεις, σε συντακτικές ομάδες περιοδικών και θεματικών εντύπων, σε σταθερές στο χρόνο διαδικασίες. Η κίνησή μας αυτή παρήγαγε αποτελέσματα εκτός όλων των άλλων και αναφορικά με τον τρόπο που βλέπουμε/ βιώνουμε τις καταλήψεις.
Οι καταλήψεις παραμένουν σημαντικές ως χώροι ελεύθερης συνεύρεσης πέρα από τις εμπορευματικές σχέσεις και την επιτήρηση των κρατικών διαμεσολαβήσεων αλλά δεδομένου ότι πολλές φτιάχνονται με έναν θολό πολιτικό λόγο, στεγάζουν απλώς εναλλακτικές εμπορευματικές δραστηριότητες ή φετιχοποιούν τον εαυτό τους· αντλούν, δηλαδή, κύρος και “ιστορικότητα” από τα ντουβάρια, αποφεύγοντας το να γίνουν πράγματι “αγκάθια”. Σταδιακά ολοένα και λιγότερο τις βλέπουμε ως πεδία άνθισης ενός ρομαντικού νεανικού αυθορμητισμού (ο οποίος, μάλιστα, μια χαρά μπορεί να συνυπάρχει με οτιδήποτε άλλο τριγύρω)· κερδίζει έδαφος η πολιτική πρακτική και η ιστορία μας. Από αυτές απορρέει η αντίληψη πως προτεραιότητα έχουν οι ιδέες και οι συγκεκριμένες πρακτικές των καταλήψεων που καταστέλλονται (π.χ. οργάνωση πολιτικών δομών, κατάθεση συλλογικής εργασίας με κάποιο πολιτικό σκοπό).
Συζητώντας μεταξύ μας θυμηθήκαμε το λόγο υπεράσπισης της κατάληψης Τερμίτα (που εκφέραμε ως περιοδικό 0151): αυτός δεν βασιζόταν στο γενικό «αλληλεγγύη στις καταλήψεις» αλλά στο «αλληλεγγύη στα περιεχόμενα και τις σχέσεις που κατάφερε να πετύχει η Τερμίτα», αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα πως ενώ το «αλληλεγγύη στις καταλήψεις» είναι προϋπόθεση, δεν αρκεί για να υπάρχουν Τερμίτες. Την ίδια στιγμή η κωδική ονομασία «επίθεση στις καταλήψεις» –στο βαθμό που δεν αποκρύπτει την επικέντρωση στην κρατική διαχείριση των μεταναστ(ρι)ών– συνιστά μια επίθεση στις δυνατότητές μας. Τις δυνατότητες που έχουμε όντας προϊόντα αυτού του κόσμου να αντιπαρατεθούμε μ’ αυτόν.
Η λέξη ‘δυνατότητες’ δεν είναι τυχαία. Είναι αυτό που δένει τα περιεχόμενα με την υλικότητα· είναι μια αντίληψη που έρχεται σαν συνέπεια της άποψής μας αφενός πως η υλικότητα έχει περιεχόμενο και τα περιεχόμενα είναι υλικά αφετέρου πως ο μόνος τρόπος να οργανωνόμαστε είναι αυτόνομα από το κράτος και την αριστερά (του). Γι’ αυτό το λόγο, σ’ αυτό που λέγεται «κατάληψη» μας ενδιαφέρουν πρώτα και κύρια τα περιεχόμενα και οι συλλογικές δυνατότητες. Συλλογικές δυνατότητες που περνούν μέσα από τις πολιτικές συμφωνίες, τις σταθερές ομάδες, τις συλλογικές αποφάσεις, τη συλλογικά οργανωμένη παρουσία στο δημόσιο χώρο με δημόσιο λόγο. Από την άλλη μεριά, τοποθετώντας στο επίκεντρο τα περιεχόμενά μας χτίζουμε τις πολιτικές μας συμφωνίες γύρω από τον αντισημιτισμό, το φύλο, τον ελληνικό ρατσισμό, την εθνική αφήγηση για την καπιταλιστική κρίση. Γι’ αυτό, λέμε, χρειαζόμαστε τα ντουβάρια των καταλήψεων: ως μια υλική αποτύπωση των δυνατοτήτων όταν οι τελευταίες ήδη υπάρχουν στις δομές και τη συλλογική μας εργασία. Τότε είναι που αυτές οι δυνατότητες και αυτά τα περιεχόμενα ισχυροποιούνται και όχι όταν καταλαμβάνουμε πρώτα για να σκεφτούμε μετά τι να κάνουμε με/σε αυτές. Μέσα και ενάντια στην ελληνική κοινωνία.
Μισώντας και οργανώνοντας συλλογικά το μίσος μας
[1] Τα τέσσερα συλλογικά μας συμπεράσματα για τη Συμφωνία των Πρεσπών: i) το ελληνικό κράτος παριστάνει ότι έκανε σκληρούς συμβιβασμούς, αλλά το μακεδονικό κράτος άλλαξε το Σύνταγμά του και από δω και πέρα θα λέγεται «Βόρεια Μακεδονία» ενώ η μοναδική σκέτη «Μακεδονία» θα είναι η ελληνική· ii) κανείς από τους αντιπαρατιθέμενους πόλους στην Ελλάδα δεν θίγει τον οικονομικό και θεσμικό ελληνικό ιμπεριαλισμό στη Μακεδονία και τους ασύμμετρους συσχετισμούς δύναμης· iii) κανείς από τους αντιπαρατιθέμενους πόλους στην Ελλάδα δεν θίγει το ζήτημα της μακεδονικής μειονότητας, η οποία ακόμα και σήμερα υφίσταται έναν πόλεμο χαμηλής έντασης· iv) κανείς από τους αντιπαρατιθέμενους πόλους στην Ελλάδα δεν χαλιέται από το ότι η επίλυση του μακεδονικού προωθεί τη στρατηγική της απερίσπαστης εστίασης στην Τουρκία. Αναλυτικότερα, βλ. το “Οδηγός κατάδυσης στον ελληνικό ιμπεριαλισμό (για να μην πνιγούμε στον ‘λάιτ εθνικισμό’)”, 0151 #16 (Μάρτιος 2019), σελ. 13-17.
[2] ‘Τελικά «κάτι έκανε»: ο ΣΥΡΙΖΑ και οι μετανάστες’, 0151 #6 (Οκτώβρης 2015), σ. 6-17.
[3] Μετά την εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008 δημιουργήθηκαν πολλές καταλήψεις σε όλη την ελληνική επικράτεια, ως απόρροια της διάχυσης αυτής της κινηματικής πρακτικής. Το ελληνικό κράτος απάντησε με μια πολιτική που τότε χαρακτηρίστηκε “αντιεξέγερση”. Δεν ξεχνάμε πως οι πρώτες εκκενώσεις καταλήψεων –την περίοδο μετά την εξέγερση– ήταν η κατάληψη στέγης μεταναστών στο παλιό Εφετείο της Αθήνας και η εκκένωση (μετά από εμπρησμό) του αυτοσχέδιου καταυλισμού Αφγανών στην Πάτρα· αναδεικνύοντας αφενός πόσο στα σοβαρά πήρε το κράτος τη συμμετοχή μεταναστών στην εξέγερση αφετέρου την ώσμωση κοινωνικού και θεσμικού ρατσισμού.
[4] “Γιατί η ΕΛ.ΑΣ. αλλάζει «φιλοσοφία» στα Εξάρχεια – Αστυνομικοί σκύλοι στο δρόμο”, huffingtonpost.gr, 12/02/2020. [5] Μικρή συμβολή στην ανάδειξη μερικών από αυτές τις πτυχές στο “Ενάντια στο κράτος! το ελληνικό, όχι το άλλο… (εμείς, Αυτό και ο όψιμος αντι-ιμπεριαλισμός)”, 0151#05, σελ. 34-53