‘και τη νύχτα έχω ένα σφυρί στην τσέπη’ δίκες-νόμοι και γυναικεία κινήματα

Στις 29 Σεπτέμβρη πραγματοποιήθηκε η δίκη της 22χρονης Π., η οποία πριν ένα χρόνο είχε σκοτώσει, βρισκόμενη σε άμυνα, τον άντρα που είχε επιτεθεί σε εκείνη και στη φίλη της. Η απόφαση του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου είναι ενδεικτική του δικαστικού συστήματος στην ελλάδα σήμερα: η αυτοάμυνα δεν αναγνωρίστηκε και τελικά καταδικάστηκε σε 15 χρόνια και 4 μήνες. Η Π. μάλιστα κατηγορήθηκε από το δικαστήριο ότι, λόγω της χαμηλής της ταξικής θέσης, δεν μπορεί να αντιληφθεί την αξία της ανθρώπινης ζωής όπως οι “μορφωμένοι” άνθρωποι. Η συγκεκριμένη δίκη δεν αποτελεί ένα μεμονωμένο περιστατικό της ελληνικής δικαιοσύνης. Λίγους μήνες πριν, τον Απρίλιο, το Μικτό Ορκωτό Κακουργιοδικείο Καβάλας αθώωσε τους δύο βιαστές μιας 21χρονής φοιτήτριας, ενώ στην Κρήτη, ένα χρόνο πριν, όταν μία γυναίκα κατήγγειλε τον ομαδικό βιασμό της από τον γκόμενό της και τους φίλους του, ο εισαγγελέας αποφάσισε να τους αφήσει ελεύθερους για να διεξαχθεί έρευνα σχετικά με το περιστατικό…

Με το που έγιναν γνωστές οι αποφάσεις απ’ την δίκη της 22χρονης και των βιαστών της Ξάνθης βγήκαν και διάφορες ανακοινώσεις στα social media που έβγαζαν τα εξής φοβερά -not- συμπέρασμα: “Η ελληνική δικαιοσύνη δεν καταδικάζει τους βιαστές!” και “Το ελληνικό δικαστήριο δεν υπερασπίζεται την γυναικεία αυτοάμυνα”. Τέτοιες δίκες βέβαια γίνονται χρόνια τώρα (όποτε γίνονται) και δεν περιμέναμε ποτέ απ’ το κράτος και τα δικαστήριά του να δείξουν κάποια φεμινιστικά αντανακλαστικά. Ούτε φυσικά περιμέναμε ότι θα άλλαζε κάτι με την κυβέρνηση Σύριζα -ή μήπως κάποιοι/ες περίμεναν; Όπως και να το κάνουμε φαίνεται λίγο περίεργο η ίδια κυβέρνηση απ’ τη μία να νομιμοποιεί τους ομόφυλος γάμους κι απ’ την άλλη να αθωώνει βιαστές.

Κοιτάζοντας πίσω, στην ιστορία των νόμων περί βιασμών, διαπιστώνει κανείς/καμία ότι οι πρώτες αλλαγές αρχίζουν να γίνονται την δεκαετία του ‘80. Για παράδειγμα, μέχρι τότε υπήρχε διάκριση μεταξύ “φύσει” (κολπικού) και “παραφύσει” (πρωκτικού βιασμού)• ο δεύτερος θεωρούνταν πλημμέλημα, με αποτέλεσμα οι θύτες, γνωρίζοντας πως θα καταδικάζονταν για λίγους μήνες, να απειλούν τα θύματά τους για να μην τους καταγγείλουν. Επίσης, μέχρι το 1983 ο βιασμός διωκόταν “επί εγκλήσει”, δηλαδή μόνο μετά από καταγγελία του θύματος και με δυνατότητα να αποσυρθεί αυτή και να σταματήσει η δίωξη εκ των υστέρων. Οι αλλαγές που έγιναν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ‘80 στο νομικό κομμάτι δεν οφείλονται φυσικά στις “φεμινιστικές ευαισθησίες” του κράτους, αλλά στο γεγονός ότι πολλές γυναίκες, ήδη απ’ την δεκαετία του ‘70, άρχισαν να μιλάνε για τις εαυτές τους, να δημιουργούν και να οργανώνονται σε φεμινιστικές ομάδες και κινήσεις. Δεν μιλάμε φυσικά για κυβερνητικές και κομματικές οργανώσεις όπως η ΕΓΕ [1] και η ΟΓΕ [2], οι οποίες ασχολούνταν κυρίως με το νομικό πλαίσιο και αναπαρήγαγαν όχι μόνο τον κυρίαρχο λόγο σχετικά με την κοινωνική θέση της γυναίκας (γυναίκα-σύζυγος-μητέρα), αλλά τις περισσότερες φορές μάλιστα τα συμφέροντα, ο λόγος τους και οι δράσεις τους στρέφονταν ενάντια άλλων γυναικών. [3]

Αυτές που μας ενδιαφέρουν και που αναγνωρίζουμε ως πολιτικές μας προγόνους είναι οι γυναίκες που δραστηριοποιήθηκαν στις αυτόνομες γυναικείες ομάδες και κινήσεις, οι οποίες, αναγνωρίζοντας ότι δεν αρκεί η αλλαγή ενός νόμου για να αλλάξει η βία που δέχονταν καθημερινά, ασχολήθηκαν περισσότερο με την αλλαγή των συνειδήσεων. Έχοντας οι περισσότερες καταβολές απ’ τον αριστερό-ακροαριστερό χώρο, συνειδητοποίησαν ότι δεν είχαν τη δυνατότητα να μιλήσουν για τα δικά τους ζητήματα στους δικούς τους πολιτικούς χώρους κι αποφάσισαν να αυτονομηθούν και να δημιουργήσουν τις δικές τους ομάδες μακριά από κόμματα και ηγεσίες.

Ένα απ’ τα βασικότερα ζητήματα που έθεταν ήταν αυτό της βίας και
των βιασμών. Έθεσαν κοινωνικά τον βιασμό σαν ένα πολιτικό ζήτημα
και μίλησαν για τους βιαστές όχι σαν “ψυχοπαθείς”, “στερημένους” ή
“δράκους”, αλλά σαν άντρες καθημερινούς, οικογενειάρχες και μη (τότε
βγήκε και το σύνθημα “Οι βιαστές δεν είναι ράτσα ειδική, είναι οι άντρες
οι καθημερινοί”). Μέσα απ’ τις προκηρύξεις τους μιλούσαν για τον
ρόλο της οικογένειας, του σχολείου, αλλά και του Τύπου στην διάδοση
της κουλτούρας του βιασμού. Έθεσαν το ζήτημα της καταγγελίας και
του στιγματισμού του θύτη και την απενοχοποίηση του θύματος, ενώ
μίλησαν για πρώτη φορά για τους επιπλέον βιασμούς που καλούταννα υποστεί το θύμα μέσω των καταθέσεων στους μπάτσους, των ιατροδικαστικών εξετάσεων, των δικών και των δημοσιεύσεων του Τύπου. Προσπάθησαν κυρίως να διευρύνουν τον στενό ορισμό του “βιασμού” και της “βίας”, αφού γι’ αυτές “το κοινωνικό πρόβλημα της έμφυλης βίας δεν περιορίζόταν στην κακοποίηση και τους βιασμούς, αλλά επεκτεινόταν σ’ όλους τους τομείς της ζωής.

Οι αυτόνομες ομάδες και κινήσεις γυναικών είχαν έντονη δράση τόσο στην Αθήνα, όσο στη Θεσσαλονίκη και άλλες πόλεις. Στην Αθήνα το Σπίτι Γυναικών είχε βάλει σαν κεντρικό του ζήτημα αυτό της βίας και των βιασμών και διοργανώνε πορείες, βραδινές και μη, μαζί με άλλες ομάδες όπως η Αυτόνομη Κίνηση Γυναικών, η Ομάδα Γυναικών Φιλοσοφικής και η Ομάδα Γυναικών Κυψέλης. Οι πορείες αυτές απευθύνονταν κυρίως στις γυναίκες για τη συνειδητοποίησή τους με συνθήματα όπως “Γυναίκες καταγγείλτε τον βιαστή”, “Κάθε γυναίκα μπορεί να βιαστεί, όλες μαζί να σπάσει η σιωπή” και γίνονταν σε περιοχές όπου είχε καταγγελθεί πρόσφατα κάποιος βιασμός, όπως πχ συνέβη με την βραδινή πορεία στου Φιλοπάππου το 1981. Ταυτόχρονα ασχολούνταν και με την στοχοποίηση και διαπόμπευση του θύτη με αφίσες, αλλά και με τη συμπαράσταση σε γυναίκες που κατήγγειλαν τον βιασμό τους, με την έντονη παρουσία τους στις δικαστικές αίθουσες. Ένα ακόμη ζήτημα που είχαν θέσει ήταν αυτό της επιλογής της αυτοδικίας, όπως φάνηκε και με την περίπτωση του Βαρδαβά. [4]

Παρόλο που δεν ασχολούνταν με τα νομικά, είχαν πραγματοποιήσει μία πορεία το ‘83 με πρωτοβουλία της Ομάδας Γυναικών Φιλοσοφικής, σχετικά με το ζήτημα του “παραφύσει” βιασμού που θεωρούταν πλημμέλημα, με αποτέλεσμα πολλοί θύτες που το γνώριζαν να απειλούν τα θύματά τους για να μην τα καταγγείλουν. [5]

Η παρουσία του αυτόνομου γυναικείου κινήματος στις δεκαετίες του 1970-1980 είναι ανεξίτηλη• η αυτονομία τους τόσο σε οργανωτικό, όσο και σε θεωρητικό επίπεδο,η κριτική τους στο κράτος και τους νόμους του, η δυναμική παρουσία τους στο δρόμο και στο λόγο, η παρουσία τους στα δικαστήρια στο πλάι γυναικών που κατήγγειλαν τον βιαστή τους (που πολλές φορές ήταν αποτρεπτική για την αθώωση του βιαστή), έβαλαν τα θεμέλια για να αρχίσει να αναπτύσσεται η φεμινιστική σκέψη και θεωρία στον ελλαδικό χώρο (με τα όποια προβλήματά της). Δυστυχώς, η ενσωμάτωση και η μερική ικανοποίηση των αιτημάτων τους απ’ το κράτος οδήγησε στην αποδυνάμωση του γυναικείου κινήματος. Πολλές απ’ τις γυναίκες που συμμετείχαν σ’ αυτό ενσωματώθηκαν σε κόμματα ή στράφηκαν στην ακαδημαϊκή έρευνα και το κενό που άφησαν σε κινηματικό επίπεδο είναι ορατό μέχρι σήμερα.

Παρόλο που η ανάγκη για να καλυφθεί αυτό το κενό και να δημιουργηθεί ένα νέο αυτόνομο φεμινιστικό κίνημα είναι μεγάλη (όπως έδειξε άλλωστε και η έκβαση των δύο δικών που έγιναν μες στο 2017), η κατάσταση του φεμινιστικού χώρου πλέον παρουσιάζει πολλές διαφορές (δυστυχώς περισσότερο αρνητικές) απ’ αυτήν των αυτόνομων ομάδων του ‘80. Η ενσωμάτωση των φεμινιστικών λόγων από το κράτος και το πανεπιστήμιο προκάλεσε μεγάλη αμηχανία, με αποτέλεσμα η αδυναμία συλλογικής πολιτικής οργάνωσης και η στροφή στον ατομισμό και τον ακαδημαϊσμό να αποτελούν πλέον μία θλιβερή πραγματικότητα. Οι πιο συχνές μορφές οργάνωσης φαίνεται να είναι βραχύχρονες μονοθεματικές πρωτοβουλίες, με μίνιμουμ πολιτικών συμφωνιών και χαλαρές διαδικασίες, οι οποίες είτε διαλύονται μετά από κάποια δράση, είτε δεν προλαβαίνουν καν να διεκδικήσουν τη θέση τους στο δημόσιο χώρο και λόγο.

 

Ένα παρεπόμενο ακόμη ζήτημα είναι και τα πολιτικά εργαλεία που χρησιμοποιούνται πλέον. Η επικράτηση των εννοιών του βιώματος και της κοινωνικής ταυτότητας ως καθολικών εννοιών που πιστοποιούν τη διαφορά, χωρίς να ερευνάται το πως κατασκευάζεται αυτή η διαφορά αλλά και το πως περνά το βίωμα στο στάδιο του ρητού (ότι δηλαδή η βιωμένη εμπειρία έχει πολλαπλούς τρόπους να λογοθετείται με βάση
“ιδεολογικές αλήθειες”) έχουν ως συνέπεια να μην έχει σημασία τι λέει πολιτικά κάποιος/α, αλλά αποκλειστικά και μόνο από ποια θέση μιλάει.Έτσι λειαίνονται οι κριτικές αιχμές, η ενασχόληση με μεγαλύτερες σχέσεις εξουσίας δίνει τη θέση της στην εστίαση σε μικροζητήματα και οι πολιτικές θέσεις στην κρίση βάσει εντυπώσεων, με αποτέλεσμα το κίνημα να είναι αρκετές φορές εσωστρεφές (π.χ. γύρω από το ζήτημα της ασφαλούς ύπαρξης και συνύπαρξης), πολυδιασπασμένο και χωρίς συμμαχίες.

Τέλος, αντί να βλέπουμε να σχηματίζεται μία δριμύτερη φεμινιστική κριτική για το κράτος, βλέπουμε να προωθούνται φιλελεύθερες ατζέντες αιτημάτων και να πανηγυρίζεται μια “νίκη” όποτε κάποιο απ’ αυτά ικανοποιείται. Οι κρατικές πολιτικές πολλές φορές δεν θεωρείται ότι έχουν κάποια συνέχεια, αλλά ότι αλλάζουν με την εκάστοτε κυβέρνηση. Έτσι, δεν έλειψαν οι εορτασμοί για την εκλογή ΣΥΡΙΖΑ από διάφορα κομμάτια της πολιτικής σκηνής που μιλάνε για τις μειονοτικές ταυτότητες (έμφυλες/εθνοτικές). [6] Αυτό που χρειαζόμαστε λοιπόν, είναι μία φεμινιστική πολιτικοποίηση σε επίπεδο ομάδων, με σταθερή παρουσία στο δημόσιο λόγο και χώρο, αυτόνομων, μακριά από κομματικές γραμμές και κρατικές υποσχέσεις, που να κοιτάνε στο παρελθόν και να αναγνωρίζουν σαν πολιτικές προγόνους τις αυτόνομες ομάδες των 70’s και 80’s.

Φυσικά, οι καιροί είναι περίεργοι. Όσο πολύ και αν έλκουν καταστάσεις θολής πολιτικοποίησης, άλλο τόσο σύντομα οδηγούν τέτοιες προσπάθειες στην κατάρρευση, καθώς καμία λύση δεν προσφέρουν στην προσωπική ζωή βέβαια ούτε τα φιλελεύθερα σχήματα ούτε οι ατομικιστικοί δρόμοι. Αυτή είναι η συνθήκη που κάνει πια τις λίγες αυτόνομες γυναικείες ομάδες που υπάρχουν να κερδίζουν όλο και περισσότερο χώρο, να δημιουργούν σχέσεις και συμμαχίες, να αναπτύσσουν τις δικές τους διαδικασίες, να καταφέρνουν τις δικές τους πολιτικές ζυμώσεις. Με δύο ήδη φεμινιστικές πορείες μέσα στην τελευταία χρονιά, ίσως μπορούμε πλέον να ελπίζουμε ότι ένα δυναμικό φεμινιστικό κίνημα αρχίζει να αναπτύσσεται.

RDan

 

Απόσπασμα από την συνέντευξη με την Άννα Μιχοπούλου και τη Μαρίνα Δημητρά: Ο βιασμός, ο νόμος και η αυτοδικία (Για τις αυτόνομες φεμινίστριες του ‘80). terminal 119, 3ο τ, 2008.

Άννα: Δεύτερο (από αυτά που κάναμε) ήταν η συμπαράσταση σε γυναίκες που κατήγγειλαν τον βιασμό τους. Πηγαίναμε στα δικαστήρια για να τους συμπαρασταθούμε κτλ. Γιατί, πέρα απ’το ζήτημα του νόμου, ήταν και το ζήτημα της διαδικασίας, του πώς εφαρμόζεται αυτός ο νόμος. Εγώ θυμάμαι μια τέτοια αρκετά μαζική κινητοποίηση για μια κοπέλα-δεν θα πω λεπτομέρειες- που αυτός που είχε κάνει το βιασμό ήταν τεχνικός του κινηματογράφου και επειδή η κοπέλα είχε μια εντελώς ερασιτεχνική συμμετοχή σε μια ταινία, είχαν προσπαθήσει στο δικαστήριο να πουν ότι είχε πάρει μέρος σε ταινία πορνό, κάτι που δεν ευσταθούσε καθόλου. Και είχε έρθει σαν μάρτυρας υπεράσπισης κι ένας σκηνοθέτης.

Μαρίνα: Είχαμε κολλήσει επίσης αρκετές αφισούλες στην περιοχή που ήταν το στούντιο κι εργαζόταν αυτός…

Άννα: Είχαμε πάει, θυμάμαι, εν σωμάτι στη δίκη, στη Λιβαδειά ήταν νομίζω, είχα πάρει και την Ελένη την Παμπούκη μαζί μου, που είχε το βιβλιοπωλείο “Σελάνα” και έβγαζε την ατζέντα των Γυναικών, ήταν δηλαδή γυναίκες όλων των ηλικιών, όσες μπορούσαμε να πάμε πήγαμε, ήμασταν πολλές… Κι εκεί όντως φάνηκε ότι είχε σημασία η παρουσία μας στο δικαστήριο… και οι δικάζοντες, τελικά, δεν είχαν διάθεση να την ταλαιπωρήσουν την κοπέλα στην κατάθεση, κι αυτός καταδικάστηκε.

 

 

 

[1] Ένωση Γυναικών Ελλάδας, συνδεόμενη με το ΠΑΣΟΚ.

[2] Ομοσπονδία Γυναικών Ελλάδας, συνδεόμενη με το ΚΚΕ.

[3] Στις 25 Ιανουαρίου 1985 καλείται πορεία στα Προπύλαια από την Αυτόνομη Κίνηση Γυναικών με αφορμή το γεγονός ότι ένας εισαγγελέας κάλεσε σε ανάκριση 7 γυναίκες που είχαν δηλώσει ότι είχαν κάνει έκτρωση. Η ΕΓΕ, με πρόεδρο τη Μαργαρίτα Παπανδρέου, κατέβηκε στον δρόμο με σκοπό να εμποδίσει την διεξαγωγή της πορείας. Για περισσότερα, βλ. περιοδικό Δίνη, 1ο τεύχος, 12/1986.

[4] “Στις 14 Ιανουαρίου 1986 οι ‘Γυναίκες που αρνούνται να γίνουν θύματα βιασμού’ έδειραν και έδεσαν τον κατηγορούμενο για βιασμό Γιώργο Βαρδαβά. Στις 21/01/1986 με προκήρυξή τους στην Ελευθεροτυπία δηλώνουν ότι η ενέργειά τους είχε ‘χαρακτήρα συμβολικό’. Κύριος στόχος ήταν ο εξευτελισμός και η διαπόμπευση του βιαστή και όχι η προσωπική εκδίκηση. Με κείμενά τους στην Ελευθεροτυπία το Σπίτι Γυναικών, οι Ομάδες Γυναικών Κουκακίου, Γκύζη, Κυψέλης, Αγίας Παρασκευής, η Ομάδα Καθηγητριών, η Ομάδα Εγκυμοσύνης και Μητρότητας, η Αυτόνομη Ομάδα Ομοφυλόφιλων Γυναικών και το Τμήμα Κουκακίου της Κίνησης Δημοκρατικών Γυναικών, επιδοκιμάζουν την πράξη αυτοδικίας υποστηρίζοντας ότι αποτελεί και πρέπει να αποτελεί πολιτική πρακτική του γυναικείου κινήματος.” Περιοδικό Δίνη, 2ο τεύχος, 10/1987.

[5] Για περισσότερα σχετικά με τους βιασμούς και το γυναικείο κίνημα βλ. περιοδικό Δίνη, 2ο τεύχος, 10/1987