γκουλέμα ραμπότα – Φέτος ήταν η δεύτερη φορά που πήγα να δουλέψω στα κεράσια.

Φέτος ήταν η δεύτερη φορά που πήγα να δουλέψω στα κεράσια. Τα χωράφια βρίσκονται σε ένα ημι-ορεινό χωριό της Βόρειας Ελλάδας. Το χωριό, πλήρως εξαρχικό μέχρι το 1912, κατοικείται κυρίως από ντόπιους και μερικούς ματζίρι (πρόσφυγες από την Μικρά Ασία), οι οποίοι δεν ήταν καλοδεχούμενοι. Μετά τον εμφύλιο, το κράτος κατάφερε να καθαρίσει το χωριό από τα αντεθνικά στοιχεία. Ως αποτέλεσμα, το χωριό αποτελείται από έναν πληθυσμό αγροτών με ισχυρό τοπικισμό και έναν (θρασύ)δειλό και μπερδεμένο μακεδονισμό που σπάνια εκφράζεται ανοικτά ως τέτοιος. Φυσικά, τα παλιά στεγανά με τον καιρό απομακρύνθηκαν και οι μικτοί γάμοι είναι πλέον πολύ συνηθισμένοι. Παρόλα αυτά, η αντιπάθεια προς τους Πόντιους παραμένει.

Την δεκαετία του ‘90 οι χωριάτες άρχισαν να προσλαμβάνουν Αλβανούς εργάτες για να δουλεύουν στα χωράφια. Με τον καιρό και κάπως αβίαστα δημιουργήθηκε μια κατάσταση στην οποία η πλειοψηφία των εργατών προέρχεται από την επαρχία της Dibër. Ένας παράγοντας είναι σίγουρα το ότι οι παλιοί, που δουλεύουν στο χωριό 15-20 χρόνια, φέρνουν για δουλειά τα παιδιά τους, τις γυναίκες τους, τους γαμπρούς τους και πάει λέγοντας. Ένας άλλος ανομολόγητος παράγοντας είναι ότι ένα μεγάλο κομμάτι των εργατών είναι επίσης σλαβόφωνοι. Αυτό φαίνεται να έχει λειτουργήσει θετικά στην επικοινωνία. Αν και οι περισσότεροι εργάτες είναι μουσουλμάνοι δεν έχω ακούσει ποτέ κάποιο αρνητικό σχόλιο από τους χωριάτες σχετικά με την θρησκεία τους. Σε κάθε περίπτωση, κάθε Ιούνιο μερικές εκατοντάδες Αλβανοί περνάνε τα σύνορα με τουριστικές βίζες και έρχονται να δουλέψουν στο χωριό για 25 ευρώ τη μέρα συν τη διαμονή και το φαγητό (το επίπεδο των συνθηκών διαβίωσης ποικίλλει ανάλογα με το αφεντικό). Δουλεύοντας απέκτησα μια σφαιρική εικόνα του τι λέγεται και τι γίνεται στο χωράφι. Μολονότι το περιβάλλον που δούλευα δεν ήταν το πλέον ρατσιστικό, δεν έλειπαν σχόλια όπως αυτό του αφεντικού ότι οι Ρομά πρέπει να “πάνε από κει που ήρθαν”, ενώ άλλος παραπονιόταν συστηματικά για τους “αχάριστους εργάτες που δεν συνεργάζονται αρκετά”. Η πιο επιδεικτική επιτέλεση του ρατσισμού γινόταν στις συζητήσεις μεταξύ αφεντικών. Φαινόταν να είναι κάποιου είδους μαγκιά να δείξεις ότι υποτιμάς τους εργάτες επειδή ήταν Αλβανοί: “πεινάνε; δώσ’ τους από την σκυλοτροφή”, “εσύ τα μάζεψες τα κεράσια ή ο Αλβανός; ο Αλβανός; Ε, δεν τα θέλω τότε”. Τέτοιες μαλακίες ακούγονταν συχνά ως έκφραση του στάτους του Έλληνα εργοδότη. Από την άλλη υπήρχε μια εμφανής διάσταση ανάμεσα σε ιδιωτική συμπεριφορά και δημόσια λεγόμενα που συνήθως εκδηλωνόταν ως κράμα κακόμοιρης καλοσύνης και γενναιοδωρίας του αφέντη.

Η δουλειά ξεκινούσε στις οκτώ το πρωί και τελείωνε γύρω στις πεντέμισι, με διαλείμματα για καφέ και φαγητό. Οι εργάτες ηλικίας από 16 μέχρι 53 μάζευαν τα κεράσια και τα αφεντικά τα συσκεύαζαν σε κλούβες. Σε μια καλή μέρα μπορούσαν να κατεβάσουν μέχρι και ενάμισι τόνο κεράσια. Η απαίτηση ήταν κάθε άτομο να κατεβάζει 140 κιλά καθημερινά (πριν δέκα χρόνια, τα 80 κιλά ήταν υπεραρκετά). Οι εργάτες μιλούσαν πολύ μεταξύ τους (σε άλλα χωράφια τους το απαγορεύουν) στα αλβανικά, ενώ με τα αφεντικά μιλούσαν είτε στα ελληνικά είτε στα “ντόπικα” (τα οποία μεταξύ τους τα λένε maqedonisht). Στον χρόνο που πέρασα μαζί τους έμαθα κάποιες αλβανικές λέξεις και φράσεις, πράγμα που τους έκανε να με εμπιστευτούν. Η δυσαρέσκεια για τα αφεντικά εκφραζόταν συχνά. Ένα ενδιαφέρον παράδειγμα ήταν ότι κάποιοι εργάτες, επαρχιώτες οι ίδιοι, έβλεπαν τα αφεντικά τους ως απολίτιστους “τσοπάνους”. Εκτός από αυτά η διπλωματία κυριαρχούσε στην επικοινωνία, αλλά δεν έλειπε και μια κάποια οικειότητα, όπως γινόταν πχ. σε μια συζήτηση για το κυνήγι. Λίγα λόγια για το εμπόριο: Την τελευταία διετία η μαύρη αγορά έκανε την εμφάνιση της στο χωριό. Μετά την επιβολή κυρώσεων από την ΕΕ στην Ρωσία με αφορμή το Ουκρανικό, η τελευταία έχει κηρύξει εμπάργκο στην αγορά αγροτικών προϊόντων από την ΕΕ. Συνεπώς και εφόσον το κεράσι ακόμα πουλάει στην Ρωσία έχει στηθεί ένα δίκτυο λαθραία εισαγόμενων προϊόντων που ξεκινάει από τα χωριά για να καταλήξει στα τραπέζια πλούσιων Ρώσων. Το γενικό πλάνο είναι το εξής: διάφοροι τύποι εμφανίζονται στο χωριό με ένα τεράστιο ποσό μετρητών και αφού κάνουν κονέ με τον τοπικό παράγοντα, αυτός καλεί τους αγρότες να πάνε το εμπόρευμα στον ίδιο και όχι στον επίσημο συνεταιρισμό. Ύστερα, αυτός πληρώνει τους παραγωγούς σε μετρητά και σε αρκετά ανταγωνιστικές τιμές σε σχέση με την μέση τιμή κιλού του εμπορίου. Τα κεράσια συσκευάζονται και τοποθετούνται σε φορτηγά ψυγεία, τα οποία μετά από ταξίδι δύο εβδομάδων φθάνουν στα ρώσο-ουκρανικά σύνορα, απ’ όπου περνούν μες τη Ρωσία για να πουληθούν σε εξωφρενικές τιμές. Από μαρτυρίες τουριστών έχω μάθει ότι εκεί το κιλό πουλιέται 30 ευρώ, ενώ ο ντόπιος λαθρέμπορος το αγοράζει έως και 1,80 από τον αγρότη, τιμή που θεωρείται καλή. Στην καθημερινότητα του χωριού όλο αυτό μεταφράζεται ως ‘οι Μολδαβοί έδωσαν 1.000.000 μετρητά στον Κ. για να αγοράσει τα κεράσια’. Πράγματι, ο Κ. έχει στήσει ολόκληρη αποθήκη κάτω από το μαγαζί του με κλαρκ, τέλαρα, ζυγαριές κτλ. Κάθε βράδυ, ένας συγγενής του καθόταν σε ένα λιτό γραφείο και μοίραζε φάκελους με εκατοντάευρα και πεντακοσάευρα στους παραγωγούς. Διάφοροι βουλγαρόφωνοι και ρωσόφωνοι πηγαινοέρχονταν με τάμπλετ στα χέρια και κρατούσαν σημειώσεις. Η ατμόσφαιρα ήταν χαλαρή, μια καλή ευκαιρία για κοινωνικοποίηση και φιγούρα μεταξύ των αγροτών. Ο Κ. με ένα τεράστιο σταυρό στο στήθος και το hands-free στο αυτί τριγύριζε αργά με ύφος νονού και αυτάρεσκο χαμόγελο. Πριν τρία χρόνια είχε εξαφανιστεί επειδή είχε βαρέσει πιστόλι στους συγχωριανούς του. Τώρα ξαναγύρισε και συμπεριφέρεται σαν να μην έχει συμβεί τίποτα γιατί ξέρει ότι το χωριό τον έχει ανάγκη. Οι εργάτες πρέπει να πληρώνονται στο τέλος της σεζόν και τα μετρητά είναι δύσκολο να βρεθούν εξαιτίας των capital controls.

Μία μέρα κι ενώ συσκεύαζα στο χωράφι εμφανίστηκε ένα λευκό αυτοκίνητο που μετέφερε τον Κ., τον κ. Δ. και έναν ρωσόφωνο. Ο Κ. είχε φέρει τον κατά τα φαινόμενα προϊστάμενο του για να επιθεωρήσει την ποιότητα του προϊόντος. Ο κ. Δ. μας συστήθηκε ως “υπεύθυνος πωλήσεων για όλη την ανατολική Ευρώπη”. Επρόκειτο για έναν μεσόκοπο, μάλλον Αθηναίο συνταξιούχο, που κατά τα φαινόμενα ήρθε να παίξει τον κακό μπάτσο. Όταν ο Κ. παίνευε τα κεράσια, ο Δ. τόνιζε ότι δεν είναι αρκετά καλά. Κάθε τόσο απευθυνόταν στα ρώσικα στον “Ρώσο” που πιο πολύ ενδιαφερόταν για το κινητό του, παρά για τα όσα γίνονταν γύρω του. Ενδιάμεσα ο Δ. δεν απέφευγε να γκρινιάζει για την κρίση “για την οποία φταίμε όλοι μας επειδή το είχαμε παραξηλώσει” ενώ υποστήριζε έναν λιτό τρόπο διαβίωσης, έχοντας πει πιο πριν ότι θα πάρει ένα μόνο ‘κομματάκι’ ως αμοιβή για την δουλειά του. Από την άλλη, ο Κ. προειδοποιούσε με απόλυτη βεβαιότητα ότι “η πτώχευση όλων των τραπεζών είναι θέμα ωρών”, αλλά ταυτόχρονα μας καθησύχαζε λέγοντας πως το δίκτυο τους θα συνεχίσει να λειτουργεί κανονικά. Αφού ένα από τα αφεντικά μου τους έγλειψε δουλικά σηκωθήκαν και φύγανε. Η πτώχευση δεν ήρθε αλλά το δίκτυο τους λειτούργησε όντως άψογα.

בֿוט־םו