Τα γυναικεία κινήματα στην ελλάδα 1880-1949 από μια αυτόνομη φεμινιστική και antifa σκοπιά

το εξώφυλλο του τεύχους του fight back!
στην ανατύπωση του Νοεμβρίου του 2017

Τον Ιούνιο του 2017 κυκλοφόρησε σε 500 κομμάτια –και εξαντλήθηκε!- η μπροσούρα ‘έθνος-φύλο και γυναικεία κινήματα στην ελλάδα 1880-1949’ από το fight back!, μία υποομάδα του antifa negative που προετοίμαζε τη δουλειά της αυτή τα τελευταία τρία χρόνια. Ένα ιστορικό του πως προέκυψε αυτή η υπο-ομάδα εκτίθεται σε προηγούμενο τεύχος του 0151, όπου ενσωματώνονται και κάποιες ανταποκρίσεις από τις πρώτες δύο δημόσιες εκδηλώσεις παρουσίασης του υλικού του (“Though this be madness, yet there is method in it”: το fight back στο Κοντροσόλ και τη Ρέπλικα!, στο 0151#10, Φεβρουάριος 2017). Το έντυπο ασχολείται με τις γυναίκες και τους φεμινισμούς του πρώτου κύματος στην ελλάδα επιστρατεύοντας μία ιστορική προσέγγιση και ξεκινώντας με δύο παραδοχές με τις οποίες επιχειρείται να ξανασκεφτούμε πως διαβάζουμε την ιστορία (μας). Η πρώτη παραδοχή, πως η Ιστορία (με ‘ι’ κεφαλαίο) συγκροτήθηκε για να έχει δημόσιες, δηλαδή κρατικές, χρήσεις. Στην ελλάδα ιδιαίτερα, στόχευε στην κατασκευή του μύθου ενός ενιαίου και συμπαγούς ελληνικού κράτους. Από την άλλη, η ιστορία γράφεται και ξαναγράφεται (από το κράτος), ανάλογα με τα συμφέροντα της εποχής. Το fight back! λοιπόν διαβάζει την ιστορία των ελληνικών φεμινισμών ως μια κρατική αφήγηση την οποία προσπαθεί και να ανασκευάσει, υπερασπιζόμενο μια ριζοσπαστική φεμινιστική τάση και μια αυτόνομη αντιφασιστική. Το έντυπο, μετά το μεθοδολογικό κομμάτι –του οποίου η αξία είναι ότι προσπαθεί να συνοψίσει τις διεθνείς φεμινιστικές συζητήσεις γύρω από το κράτος, τις ταυτότητες και τη γυναικεία ιστορία– συνεχίζει με μία εξιστόρηση των δραστηριοτήτων του κύκλου της Καλλιρόης Παρρέν και του εντύπου Εφημερίς των Κυριών, της πρώτης ουσιαστικά εξόδου των γυναικών στον δημόσιο λόγο. Αυτό που αναδεικνύεται στο κεφάλαιο αυτό είναι ότι οι γυναίκες αυτές πράγματι διέδωσαν τα πρώτα ψήγματα φεμινιστικού λόγου στην ελλάδα, ωστόσο, προερχόμενες οι ίδιες από την ελληνική αστική τάξη, υπερασπίζονταν παράλληλα και τα συμφέροντα της τάξης αυτής αλλά και του κράτους της. Το τελευταίο είναι προφανές όταν η Εφημερίς των Κυριών αναπτύσσει εχθρικό λόγο απέναντι στις εργάτριες-υπηρέτριες, ιδιαίτερα όταν αυτές άρχισαν να οργανώνονται και να διεκδικούν αυξήσεις μισθού και ωραρίου, αλλά και με την ίδρυση σωματείων, στα οποία μεσολαβούσαν για τις ζωές των ταξικά κατώτερων γυναικών, αλλά και με άλλες δραστηριότητες στις οποίες υποτίθεται προσέφεραν λύσεις για τις ταξικά ή/και εθνοτικά Άλλες.


Στην ουσία, στην πρώτη περίοδο του εντύπου των Κυριών μπορούμε να δούμε μια πιο ωμή υπεράσπιση των συμφερόντων των Κυριών της αστικής τάξης. Όσο οι δεκαετίες προχωρούν και συγκροτείται η εργατική τάξη –και των γυναικών- η Εφημερίς προσαρμόζεται σε αυτό το είδος λόγου που ενώ υποτίθεται ότι μάχεται για τις εργάτριες, στην ουσία τις νουθετεί, τις περιορίζει και τις ελέγχει. Αυτό το είδος λόγου και δραστηριοτήτων είναι ακριβώς που θα ανθίσει και στον μεσοπόλεμο, όταν πια οι φεμινιστικές οργανώσεις θα πολλαπλασιαστούν, ακολουθώντας σε πολιτικό επίπεδο τον ενδο- αστικό διχασμό στην ελλάδα, μεταξύ βενιζελικών (Σύνδεσμος υπέρ των Δικαιώματων της Γυναίκας) και βασιλικών (Εθνικό Συμβούλιο των Ελληνίδων, Ελληνίς, Λύκειον των Ελληνίδων κ.τ.λ.).


Οι πρωταγωνίστριες των φεμινισμών του μεσοπολέμου εμπλέκονται τόσο στη δημιουργία των πρώτων γυναικείων φυλακών, τη διαχείριση των παρθεναγωγείων και των ασύλων κοριτσιών όσο και στην ίδρυση σχολών εξειδίκευσης των εργατριών, την ίδρυση των δικαστηρίων ανηλίκων κ.ο.κ. Κυρίαρχη ενασχόλησή τους και προβληματική που θίγουν είναι το ζήτημα της κατάργησης της πορνείας, την οποία έβλεπαν ως ένα σημαντικό πρόβλημα κυρίως ηθικής και δημόσιας υγιεινής, το οποίο έπρεπε να περιοριστεί ή δυνατόν να εξαφανιστεί. Ενασχόληση για την οποία βέβαια συνεργάστηκαν και με την αστυνομία, παραλείποντας ταυτόχρονα να λάβουν υπόψη τη γνώμη των γυναικών εργατριών και των εθνοτικά Άλλων γυναικών οι οποίες κατέληγαν στην πορνεία. Αν, λοιπόν, μέχρι την εποχή της Παρρέν, ο κύκλος της Εφημερίδος αποκτά για λογαριασμό των γυναικών της αστικής τάξης πρώτη φορά πρόσβαση στη δημόσια σφαίρα, στην περίοδο του μεσοπολέμου οι γυναίκες των αντίστοιχων οργανώσεων συμμετέχουν ενεργά στην ίδρυση του κοινωνικού κράτους, των δομών διαμεσολάβησης κράτους και εργατικής τάξης και μειονοτήτων, αναλαμβάνοντας σημαντικά πόστα στη διαχείριση όλου αυτού του έμψυχου δυναμικού.


Προχωρώντας η μπροσούρα στη δεκαετία του ‘40, κρίνεται αναγκαία η επιστροφή στο ζήτημα της μεθοδολογίας και της κριτικής της κυρίαρχης ιστοριογραφίας μιας και, όπως γράφει το fight back!, η δεκαετία του ‘40 έχει κατασκευαστεί στα χρόνια της μεταπολίτευσης, σε ένα πλαίσιο εθνικής συμφιλίωσης. Αυτή η δεκαετία αποτελεί, έτσι, τη ραχοκοκαλιά της σύγχρονης ιστορίας της ελλάδας. Απ’ αυτήν την ιστορική αφήγηση του ενιαίου ελληνικού λαού που πολεμάει για να προστατέψει την πατρίδα του απ’ τους γερμανούς ναζί, οι γυναίκες και πάλι βέβαια απουσίαζαν. Και όταν τελικά εμφανίστηκαν σε αυτές τις αφηγήσεις, παρουσιάστηκαν είτε ως θύματα, είτε ως χαροκαμένες μάνες, είτε ως ηρωίδες που σήκωσαν τα όπλα. Το fight back!, σε αντιδιαστολή με τα παραπάνω, τονίζει τους υλικούς δρόμους που έβγαζαν στο βουνό, δηλαδή τα προβλήματα επιβίωσης που είχαν να αντιμετωπίσουν χιλιάδες γυναίκες είτε γιατί ανήκαν σε μειονότητες (μακεδόνισσες, εβραίες), είτε γιατί αντιμετώπιζαν προβλήματα πείνας αυτές κι οι οικογένειές τους, είτε ακόμη γιατί ήθελαν με αφορμή την καταστροφική πραγματικότητα του πολέμου να ξεφύγουν από τον πατριαρχικό οικογενειακό πυρήνα, αφού οι άντρες ήταν πλέον δύσκολο να επιτελέσουν τον κυρίαρχο ρόλο τους μέσα στην οικογένεια, την εξασφάλιση φαγητού, την υλική αποκατάσταση μέσω των γάμων, την υπεράσπιση γυναικών από τους βιασμούς κ.τ.λ. Έτσι, η ιστορία των δραστήριων γυναικών του ’40, στις δομές του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ, ανασκευάζεται με μια διαφορετική εστίαση πια, στα ζητήματα της έμφυλης, της μειονοτικής και της ταξικής καταπίεσης. Σε αντίθεση, εξάλλου, με τις προηγούμενες δεκαετίες, εδώ το ενδιαφέρον είναι ακριβώς ότι οι γυναίκες βγαίνουν μαζικά από το σπίτι και εμπλέκονται σε μια σειρά πολυσχιδών δραστηριοτήτων, για πρώτη φορά και τέτοιου είδους και έντασης που θα τρομάξουν τον ίδιο τον κρατικό μηχανισμό, ο οποίος θα σπεύσει να τις τιμωρήσει για αυτή την ακραία υπέρβαση των μέχρι τότε στενά ορισμένων γυναικείων καθηκόντων τους.


Πρόκειται για μια ιστορικού χαρακτήρα δουλειά, αλλά τα συμπεράσματα όπως λέει η υπο-ομάδα που τη δούλεψε, είναι για το σήμερα. Όπως η μπροσούρα αμφισβητεί ευθέως την κυρίαρχη ανδρική (αλλά και φεμινιστική) αφήγηση για την ιστορία των γυναικών του πρώτου κύματος, έτσι και σήμερα, λέει, δεν μπορεί κάποιος να αναλύσει την πραγματικότητα της εποχής μόνο μέσω μίας κοινωνικής ταυτότητας, αφού μέσα σε αυτήν συνήθως συναρθρώνονται κι άλλοι κοινωνικοί ανταγωνισμοί, πολιτικές στάσεις, τοποθετήσεις στη συγκυρία. Στη δεκαετία του ’40 το επιχείρημα αυτό είναι προφανές. Η ιστοριογραφική απεικόνιση της ‘θηλυκής εποποιίας’ που έφτιαξαν το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και ο ΔΣΕ μένει κενή περιεχόμένου, σκέτο θέαμα με γυναίκες να κουβαλάνε όπλα στα χέρια, αν αγνοηθεί η κοινωνική- πολιτική συγκυρία: η εθνοκάθαρση των μειονοτήτων, η κατάρρευση της πατριαρχικής πυρηνικής οικογένειας, η φτώχεια κ.α. Αυτό είναι το τρίκυκλο της οργάνωσης που προωθεί το fight back! στο μεθοδολογικό του κεφάλαιο εξάλλου, με τις τρεις εξίσου σημαντικές ρόδες του: την κοινωνική ταυτότητα, την πολιτική οργάνωση και την τοποθέτηση στην πολιτική συγκυρία.


Ανεξαρτήτως της τελικής συμφωνίας πάνω στα συμπεράσματα του fight back! αυτή η δουλειά μπορεί να χρεωθεί πάντως, θεωρούμε, κάποια προτερήματα. Η δουλειά αυτή μας βοηθά να γνωρίσουμε την ιστορία των αγώνων και των αποκλεισμών που υφίσταντο τα υποκείμενα που αναγνωρίζουμε ως πολιτικούς μας προγόνους. Είναι μια κατατεθειμένη ιστορικο-θεωρητική άποψη πάνω στον τρόπο συνάρθρωσης των διαφορετικών ταυτότητων στις οποίες ανήκουμε και με βάση τις οποίες πολιτικοποιούμαστε, πάνω απ’ όλα, μια αφήγηση από αυτόνομη αντιφασιστική και ριζοσπαστική φεμινιστική σκοπιά. Θέλει την κριτική και την εξέλιξη, εκθέτοντας συχνά τα πεδία στα οποία θα μπορούσε να υπάρξει στο μέλλον συνέχεια σε όσα θίγονται εντός του εντύπου. Βάσει, μάλιστα, των πρώτων κριτικών που δέχτηκε το έντυπο και έγιναν αντικείμενο επικοινωνίας με εμάς, η ανατύπωση της έκδοσης το Νοέμβριο του 2017 στοχεύουμε να τις συμπεριλάβει. Αναδεικνύει μια ορισμένη επεξεργασία της υπάρχουσας βιβλιογραφίας, τόσο ιστορικής όσο και θεωρητικής και συνεισφέρει στη συζήτηση των βασικών πολιτικών μας εργαλείων –από την ίδια την ιστορία μέχρι το βίωμα, την αντικρατική στάση και την πολιτική της ταυτότητας. Σε μια εποχή που το κράτος έχει μάθει να μιλάει τη γλώσσα της πολιτικής της ταυτότητας, ίσως όσο ποτέ άλλοτε μάλιστα, το έντυπο βάζει το ερώτημα με τρόπο αυθάδη «ποιος φεμινισμός;» Τέλος, αποτελεί μικρό λιθαράκι σε μια συζήτηση για το κράτος που γίνεται στον χώρο της αυτονομίας και των antifa ομάδων, ξεκινώντας βέβαια από το ίδιο το antifa negative, του οποίου οι συζητήσεις και τα κείμενα για το κράτος εξελίσσονταν παράλληλα. Όλα αυτά βέβαια μπορεί τέλος- τέλος να έχουν και πολύ μικρή σημασία. Όμως είναι του καιρού μας. Και αντιστοιχούν στο τι είμαστε εμείς. Η ανάδειξη, για παράδειγμα, της αντικρατικής στάσης ως του τόπου όπου ζυμώνονται οι ριζοσπαστικές κινήσεις ενάντια στο υπάρχον έχει πίσω της τις μονότονες κινήσεις που διαγράφει ένα γνώριμο σε πολλές και πολλούς ‘εκκρεμές’: από τη μια, την από νωρίς πολιτικοποίηση μας σε έναν αντι-κρατικό χώρο που υποτιμά όσο τίποτα άλλο αφενός το ίδιο το κράτος αφετέρου τις κοινωνικές ταυτότητες που ενσωματώνει, τα φύλα και τις μειονότητες. Και, από την άλλη, μια αριστερά που θέλει πάντα να γίνει κράτος, αν δεν είναι ήδη δηλαδή.


antifa negative / fight back!