«Τσακός, Χολαργός και Βούτα» μια συζήτηση για δουλειές με ρόδες

Τα παρακάτω σχεδιάστηκαν, όπως πολλές καλές ιδέες, σε βραδινές συναντήσεις μετά τη δουλειά. Ήμασταν ανάμεσα σε δύο ιδέες. Μια συνέντευξη με έναν σύντροφο μετανάστη ντελιβερά και μια συζήτηση μεταξύ ντελιβεράδων. Και προέκυψε κάτι μεταξύ των δύο. Ξεκινήσαμε από το τελευταίο, βλέποντας πρώτα ένα βίντεο που ετοίμασε μια φίλη για μια εργασία της στο πανεπιστήμιο για τους ντελίβερι και το πώς αντιλαμβάνονται την πόλη. Η ροή της κουβέντας μας οδήγησε φυσικά να εστιάσουμε πολύ στη ζωή του (x.) που γεννήθηκε στην Αλβανία, μεγάλωσε στην Αθήνα, δούλεψε κούριερ και ντελίβερι και η συζήτηση μαζί του μας έμαθε πολλά.

– (p.) Θέλετε να ξεκινήσουμε; Ίσως με αφορμή αυτό που είδαμε χτες, να πείτε τη γνώμη σας για το βίντεο; Αυτό το βίντεο χτες, το οποίο ήταν χωρισμένο σε ενότητες, και έλεγε π.χ. αίσθηση του χρόνου, έλεγε διάφορα πράγματα που τα σκέφτεσαι άμα δουλεύεις ντελίβερι, και ειδικά αν είσαι πολιτικοποιημένος νομίζω κάπως πιο εύκολα τα οργανώνεις στο μυαλό σου, τι συμβαίνει με αυτή τη δουλειά…

– (x.) Οι απαντήσεις εμένα των ατόμων δε μου φάνηκαν ιδιαίτερα κατατοπιστικές, όμως οι ερωτήσεις και η θεματολογία της είχαν πάρα πολύ ενδιαφέρον, δηλαδή οι απορίες οι δικές της κατά κάποιο τρόπο.

– (f.) Βασικά έβγαινε τέτοιο νόημα ρε παιδί μου, έτσι όπως το ‘χε χωρίσει, ποια είναι η βασική κοινωνική διάσταση της δουλειάς του ντελιβερά, ότι είναι επισφαλής, ότι είναι κακή δουλειά, κακοπληρώμενη πολλές φορές, βασικά ότι είναι επικίνδυνη… Το ξέρει και ο περισσότερος κόσμος αυτό βασικά…

– (x.) Προσωπικά εγώ αυτό που έχω αντιληφθεί από άτομα που είναι έξω από αυτό το χώρο της δουλειάς είναι ότι περιορίζεται το ενδιαφέρον τους και η ανησυχία τους κυρίως όχι στο αν είναι κακοπληρωμένη ή όχι, αλλά στο αν είναι επικίνδυνη ή όχι. Ο περισσότερος κόσμος, τουλάχιστον όσο έχω συναντήσει εγώ, με ρωτάει αν είναι επικίνδυνη και τίποτα άλλο, δηλαδή αγνοούν τον ανταγωνισμό που υπάρχει σε αυτό το πράγμα, μέσα στη δουλειά, την αγωνία σου να μαζέψεις τα τιπς, τα οποία είναι ένας από τους βασικότερους, αν όχι ο βασικότερος λόγος που την κάνεις αυτή τη δουλειά. Πολύ λίγοι εστιάζουν εκεί έως καθόλου, με το σκεπτικό ότι προφανώς το θεωρούν δεδομένο πως παίρνεις τιπς, π.χ. άμα κάποιος δίνει 20 ή 50 λεπτά, μπορεί να θεωρεί πως όλοι αφήνουν 20 ή 50 λεπτά και άρα μπορεί να αφήνουν και παραπάνω… Όμως αυτό δεν είναι καθόλου δεδομένο, και στην ουσία βρίσκεσαι στο να κυνηγάς τα τιπς, αλλά στην πλειοψηφία των ημερών μέσα στο μήνα είσαι με λίγα τιπς και στην ουσία μόνο με το μισθό σου που δεν αξίζει μία.

– (f): Πέρα από τα τιπς, πάντως το βίντεο που είδαμε έδειχνε κι άλλα ενδιαφέροντα και άγνωστα σχετικά. Δηλαδή, ο ένας από τους δύο που μιλούσαν περιέγραψε, ας πούμε, την απώλεια της αίσθησης του χρόνου και του χώρου σε κάποια φάση, το όποιο είναι πολύ κλασικό. Το παθαίνεις αν δουλεύεις πολλές ώρες και επαναλαμβάνονται οι παραγγελίες και αυτό γίνεται κάθε μέρα, ε σου βγαίνει αυτό, βγαίνεις με μια παραγγελία και έχεις χάσει το πού είσαι τώρα, σε ποιά συνοικία, σε ποιο δρόμο, ανησυχείς λίγο, λες τι παθαίνει το μυαλό μου τώρα. Ή μετά στο σπίτι μπορεί να έχεις ξεχάσει τα πάντα, να νομίζεις ότι αυτό σου δίνει δυνατότητες γνώσης που μπορείς να χρησιμοποιήσεις εκτός δουλειάς, αλλά μετά όταν βρεθείς στην ίδια συνοικία να το έχεις ξεχάσει. Καλά, άλλες φορές σου δίνει όντως, μαθαίνεις δρόμους, τα χρησιμοποιείς και αλλού, αλλά άλλες φορές παθαίνεις μπλακ άουτ ρε παιδί μου, από τις πολλές οδούς, τους πολλούς αριθμούς, τον πολύ κόσμο, στην ίδια πολυκατοικία άλλα κουδούνια, δηλαδή παίζει αυτό το κομμάτι της αλλοτρίωσης το οποίο το περιγράφανε πολύ καλά, μόνο που δε το ονομάζανε αλλοτρίωση…

– (x.) Σχετικά με το κεφάλαιο αυτό, με την αίσθηση του χώρου, «Τσακός, Χολαργός και Βούτα» μια συζήτηση για δουλειές με ρόδες μπορώ να το επιβεβαιώσω ως ένα βαθμό καθαρά λόγω προσωπικού βιώματος και εγώ. Δηλαδή θυμάμαι τον εαυτό μου ότι, όσο παράξενο και αν ακούγεται, στην ουσία η γειτονιά, η περιοχή, ο χώρος που κινείσαι και δουλεύεις ήταν εργαλείο της δουλειάς σου. Δηλαδή, όταν έπιανες δουλειά, αυτομάτως θυμόσουν τους πιο παράξενους δρόμους, τα πιο περίεργα στενά. Ολα αυτά αποτελούσαν έναν νοητικό χάρτη, επί της ουσίας, που ξεδιπλωνότανε μπροστά σου μόλις άρχιζε η βάρδιά σου. Όταν σταματούσες τη δουλειά, αυτό το πράγμα το άφηνες εκεί, δεν το έπαιρνες μαζί σου. Θυμάμαι ότι όταν σχόλαγα “κατέβαζα διακόπτες”, αν με ρώταγες θυμόμουν μόνο τους κεντρικούς δρόμους, δε θυμόμουνα σχεδόν τίποτα. Έχω κάνει τέσσερα χρόνια οδηγός σε βιβλιοπωλείο σε όλη την Αθήνα, από Θρακομακεδόνες μέχρι Βάρκιζα, από Χαϊδάρι μέχρι Ν. Ερυθραία, θυμάμαι ότι ήξερα την Αθήνα απ’ έξω. Όταν έβγαινα το βράδυ για καφέ ή για μπύρα, βόλτα τελοσπάντων, δε θυμόμουν τίποτα. Θυμόμουν μόνο κεντρικές λεωφόρους. Αναρωτιόμουν πως γίνεται αυτό το πράγμα, δηλαδή για να θυμηθώ πώς να κόψω δρόμο να βρεθώ σε κάποιες κεντρικές καφετέριες στο Χαϊδάρι π.χ., μου ήταν αδύνατο. Ενώ όταν δούλευα με το μηχανάκι δεν μπορούσα να κυκλοφορήσω από τους κεντρικούς δρόμους. Δεν μπορούσα να το εξηγήσω πως γίνεται αυτό το πράγμα, πως ξαφνικά μεταμορφωνόταν η πόλη σε εργαλείο της δουλειάς. Σαν παράδειγμα, είναι σα να πάρω έναν ηλεκτρολόγο που όταν πάει στη δουλειά του, παίρνει τη βαλίτσα με τα εργαλεία και όταν σχολάει την αφήνει• και αν τον ρωτήσεις που είναι η πένσα στο σπίτι του μπορεί να μη θυμηθεί, ενώ όταν είναι στη δουλειά του μπορεί να κάνει ένα ‘έτσι’ και να πιάσει την πένσα. Κάπως έτσι ένιωθα και εγώ όταν ανέβαινα το πρωί στο μηχανάκι. Όταν σχόλαγα άφηνα τα πάντα πίσω. Δεν ξέρω αν αυτό έχει να κάνει με τη μνήμη μου ή με την απροθυμία μου να θυμάμαι το αντικείμενο της δουλειάς ενώ είχα σχολιάσει. Ήταν αδύνατο να κόψω δρόμους, να πάω από στενά. Και στο βιβλιοπωλείο δεν υπήρχε ανταγωνισμός ώστε να πάω γρήγορα, θα μπορούσα κάλλιστα να πάω από κεντρικές λεωφόρους. Παρόλα αυτά όμως είχα βρει πώς να κόψω δρόμο ώστε να τελειώσω νωρίτερα και να πάω να φάω μετά, να κάτσω κάπου για καφέ και να μη γυρίσω χωρίς λόγο στο μαγαζί να κάθομαι, γιατί για το αφεντικό να σε έβλεπε να κάθεσαι ήταν μια δυσάρεστη εικόνα, δεν χρειάζεται να το αναλύσω αυτό, φαντάζομαι πάντα για το αφεντικό υπάρχει κάτι να κάνεις• ακόμα και όταν δεν είναι το αντικείμενό σου, κάτι θα βρισκόταν πάντα…

– (f.) Ε, η δουλειά σε χαζεύει και λίγο. Ή τέλος πάντων ρουτίνα και άγχος μαζί, κάτι σου παίρνουν από το μυαλό. Κυρίως το βλέπεις αυτό στις δουλειές που έχουν επανάληψη και ρουτίνα, βαρεμάρα και πολύ εντατικό χρόνο εργασίας οπότε το υπόλοιπο που σου μένει δεν είναι και πολύ για να διαβάσεις ξέρω ‘γω εφημερίδες, να διαβάσεις κάτι… Αυτό που έβλεπα εγώ τόσο στους ψήστες όσο και κυρίως στους ντελιβεράδες ήταν ότι τα ενδιαφέροντά τους ήταν πολύ συγκεκριμένα, ήταν αυτά του ταξικού πάτου. Ήταν όλα τα προϊόντα του ΟΠΑΠ, Προπό, Λόττο και τέτοιες μαλακίες, και όταν άνοιγαν κουβέντες αφορούσαν τη μπάλα, τη Μέρκελ, τις τράπεζες, οι εξωγήινοι, οι θεωρίες συνωμοσίας, αυτό μάλιστα σε καθημερινή βάση… Αυτά που άκουγαν στην τηλεόραση ή διάβαζαν στο ίντερνετ. Εντάξει, εγώ όταν βρισκόμουν σε τέτοια περιβάλλοντα, ήταν εμφανές τόσο σε μένα όσο και στους άλλους ότι ήμουν κάτι εκτός αυτού, τις είχα δουλέψει λίγους μήνες αυτές τις δουλειές και έβρισκα εκεί επίσης ένα δουλεμένο περιβάλλον για δεκαετίες πολλές φορές. Ήταν ένα εργασιακό περιβάλλον που ήταν τρία άτομα μαζί για μια δεκαετία, ήταν πια οικογένεια, συζητούσαν ανοιχτά για αυτά που είχαν στο μυαλό, τα οποία ήταν σκότωμα του μυαλού, πως το λένε, αλλά μου φάνηκε πως πήγαινε πακέτο με το σκότωμα που κάνει στο μυαλό η ίδια η δουλειά, η επανάληψη, όλο αυτό το κομμάτι.

“Όταν έβγαινα το βράδυ για καφέ ή για μπύρα, βόλτα
τελοσπάντων, δε θυμόμουν τίποτα. Θυμόμουν μόνο
κεντρικές λεωφόρους. Αναρωτιόμουν πως γίνεται
αυτό το πράγμα, δηλαδή για να θυμηθώ πώς να κόψω
δρόμο να βρεθώ σε κάποιες κεντρικές καφετέριες στο
Χαϊδάρι π.χ., μου ήταν αδύνατο. Ενώ όταν δούλευα με
το μηχανάκι δεν μπορούσα να κυκλοφορήσω από τους
κεντρικούς δρόμους. Δεν μπορούσα να το εξηγήσω πως
γίνεται αυτό το πράγμα, πως ξαφνικά μεταμορφωνόταν
η πόλη σε εργαλείο της δουλειάς. Σαν παράδειγμα,
είναι σα να πάρω έναν ηλεκτρολόγο που όταν πάει στη
δουλειά του, παίρνει τη βαλίτσα με τα εργαλεία και όταν
σχολάει την αφήνει• και αν τον ρωτήσεις που είναι η
πένσα στο σπίτι του μπορεί να μη θυμηθεί, ενώ όταν
είναι στη δουλειά του μπορεί να κάνει ένα ‘έτσι’ και να
πιάσει την πένσα.”

– (a.) Η αλλοτρίωση δηλαδή, αυτή του να κάνεις επαναλαμβανόμενα κάτι… Και από ρατσισμό πως πήγαινε το θέμα ντελίβερι μέσα στο μαγαζί; Έπαιζε μεταξύ των υπαλλήλων ή από τα αφεντικά;

– (f.) Είναι ανάλογα το μαγαζί, το αφεντικό, την περιοχή, παίζουν πολλοί παράγοντες ρόλο. Σε μένα, στο μαγαζί στη Συγγρού το αφεντικό ήταν από την Καλαμάτα. Ο ψήστης και ο άλλος ντελιβεράς ήταν από Αλβανία. Μπορεί να άκουγες κάτι για μουσουλμάνους αλλά κατά κανόνα δεν παίζανε ρατσιστικά. Εντάξει, άκουγες για γυναίκες βέβαια, που ήταν εκτός μαγαζιού. Στο μαγαζί στο Ψυχικό συμβαίνει το εξής. Στην κουζίνα δουλεύουν τρία-τέσσερα άτομα, όλοι έλληνες, άντρες και γυναίκες, ο ντελιβεράς είναι Ρουμάνος. Εκεί πέρα παίζει ένα θέμα, είναι εμφανής η υποτίμηση, δηλαδή κοροϊδεύουν την προφορά του μερικές φορές. Είναι οι άλλοι καβατζωμένοι μέσα στην κουζίνα δηλαδή που έχουν τους ρυθμούς τους ενώ ο ντελιβεράς που έχει και την πίεση να παραδώσει το φαϊ, προσαρμόζεται ανάλογα το πώς τον χορεύουν μέσα από την κουζίνα. Και επειδή αυτός είναι και ξένος, τον κοροϊδεύουν και μεταξύ τους. Δηλαδή εκεί είναι διττό το θέμα… Κυψέλη μετά, ήταν ο τύπος έτσι δεξιός, μαλάκας, σκατοαφεντικό, ο ντελιβεράς από Αλβανία, η σύζυγος του αφεντικού που ξεπατωνόταν στη δουλειά από Γεωργία, η φίλη του ντελιβερά που δούλευε μέσα στο μπαρ από Αλβανία, όποτε αυτός έτρεχε ένα μαγαζί που το δουλεύανε τρία άτομα από Γεωργία και Αλβανία, και οι οποίοι δουλεύανε με εξοντωτικούς ρυθμούς, φάση 10ωρα κάθε μέρα και αυτός έπαιρνε τον καφέ και καθότανε σε ένα τραπέζι ή έκανε βόλτες, αλλά γενικώς δεν έκανε τίποτα. Αυτός όταν μιλούσε για άλλους στη γειτονιά σε μένα ή στον άλλον ντελιβερά έλεγε «Πήγαινε στον Αλβανό απέναντι να μου πάρεις τσιγάρα… Πήγαινε στον Ρουμάνο να πάρεις το τάδε…» τους προσδιόριζε όλους με βάση την εθνικότητά τους, είχε πολλή πλάκα, ενώ αυτός ήταν στην ουσία ο μόνος ξένος! Δεν έβαζε και κάποιο χαρακτηριστικό δίπλα σε όλους αυτούς αλλά σίγουρα τόνιζε την εθνικότητα ενός περιπτερά απέναντι από το μαγαζί του, που το περίπτερο του το είχε εκεί αυτός για 10-15 χρόνια! Τώρα εντάξει την τύπισσα που την είχε μέσα να δουλεύει, την έβριζε φουλ. Είχαν άνεση βέβαια μεταξύ τους, αυτή του έκανε συχνά κριτική, αλλά το αφεντικό μπορούσε μεταξύ σοβαρού και αστείου να κόψει αυτή την κριτική με μια ατάκα του στυλ «σκάσε μωρή πουτάνα!»

– (x) Εγώ έχω δύο αντίθετα βιώματα στο θέμα αυτό. Στην πιτσαρία ήταν έλληνες τα αφεντικά. Ο ψήστης, η κεφαλή μετά τα αφεντικά, ήταν Αλβανός. Αργότερα είχε έρθει κι άλλος ένας Αλβανός ντελιβεράς. Οι υπόλοιποι όμως ήταν έλληνες. Ο ένας από αυτούς ήταν και πολιτικοποιημένος κι από αυτόν είχα ακούσει μάλιστα πρώτα φορά τα Εξάρχεια. Μικρός δεν ήξερα τίποτα από το κέντρο της Αθήνας…

– (f) μόνο την παραλιακή και τον Χολαργό… (γέλια)

– (x) αυτό είναι αλήθεια… μόνο τη Βούτα και τον Χολαργό… εκεί λοιπόν σε αυτή τη δουλειά ως νέος σε ηλικία και νέος υπάλληλος είχα δει μια αλληλεγγύη. Μόνο με τον αστυνομικό που δούλευε εκεί είχαμε μια τρομερή έχθρα. Ο πιο παλιός ντελιβεράς ήταν βέβαια ο πιο έμπειρος. Έπαιρνε τα καλύτερα δρομολόγια. Εκεί που ήξερε ότι θα αφήσουν… Ο ψήστης, πριν γίνει ψήστης, ήταν ντελιβεράς, οπότε με βοηθούσε δίνοντας μου και καλές παραγγελίες. Άφηνε τις παραγγελίες πάνω στο φούρνο όπου είχε μόνο εκείνος πρόσβαση και χωρίς χαρτάκι, ώστε ο άλλος ντελιβεράς δεν μπορούσε να ξέρει που πάει η κάθε παραγγελία. Και με έπιανε ο ψήστης και μου έλεγε πάρε κι αυτό, πήγαινε το εκεί, γιατί αυτός τα ήξερε απ’ έξω που πάνε οι παραγγελίες. Οπότε θεωρώ ότι ήμουν αρκετά προνομιούχος ως μετανάστης σε αυτό το περιβάλλον. Προνομιούχος υπό την έννοια ότι δεν βρίσκομαι υπό άμεσο διωγμό, αλλά και το περιβάλλον που επέλεξα (ή και όχι) να κινούμαι στη πορεία των χρόνων, δεν ήταν ιδιαίτερα εχθρικό απέναντί μου. Ήμουν τυχερός. Οι έλληνες, από το ´95 και ύστερα, μου ήταν ιδιαίτερα οικείοι. Στο σχολείο ήμουν συμπαθητικό παιδί «δεν έδινα δικαιώματα» και είχα εμπεδώσει πλήρως το ποιά είναι η θέση μου. Ήξερα ποια είναι η τιμωρία όσων δεν ενσωματώνονται. Για να παραφράσουμε ένα σύνθημα… «Το εκπαιδευτικό σύστημα της Ελλάδας είναι η εκπαίδευση του ελληνικού συστήματος!» Το γεγονός αυτό βοήθησε ώστε, στα πλαίσια της πολιτικοποίησης μου και αυτοσυντήρησης, να καλλιεργήσω επιμελώς μια στρατηγική για την λεπτομερή εξέταση του θύτη μου. Να μελετήσω δηλαδή την χαρακτηροδομή όσων συστήνονται ως έλληνες, για να μη νιώσω «κάπως». Ρατσιστικά σχόλια όμως δεν έπαιζαν συχνά στον Χολαργό γενικά, παρόλο που ήταν λίγοι οι Αλβανοί όταν πήγα εγώ το 1995. Κάτι μπορεί να άκουγες από ‘δω κι από ‘κει, π.χ. στο 5 x 5 όταν παίζαμε, του στυλ «ε Αλβανοί, ούνα φάτσα, ούνα ράτσα», αλλά δεν είχαμε κρούσματα. Σεξισμός προς τις γυναίκες που υπήρχανε στη λάντζα υπήρχε, ρατσισμός κραυγαλέος όχι όμως. Όταν όμως ήρθα στα βιβλία, ήταν ακριβώς το αντίθετο. Τότε πάλι ως οδηγός, πάλι με το μηχανάκι, απλά τεράστιες οι αποστάσεις, είχα φτάσει σε σημείο να μπορώ να οδηγήσω μόνο και όχι να περπατήσω. Ήμουν κυριολεκτικά τις 7,5 από τις 8 ώρες πάνω στο μηχανάκι. Είχα μάθει να στέλνω μηνύματα τυφλό σύστημα ενώ οδηγούσα.

“Πηγαίναμε Βούτα, Λιμανάκια, σε μια εποχή που ήταν το ζενίθ με τις κόντρες και αυτή την κουλτούρα, μιλάμε για 2001 με 2003. Οι κόντρες ήταν βασικό κομμάτι της παρέας. Και γενικά μιλούσαμε κάθε μέρα, όλη μέρα, για μηχανάκια. Ήμασταν ένας κι ένας. Εγκυκλοπαίδειες. Πλέον μιλούσαμε με ειδικούς όρους για τα μέλη στα μηχανάκια. Είχαμε γίνει όλοι μηχανικοί. Το λύναμε και το δέναμε με κλειστά τα μάτια. Και δύο ήταν οι καθιερωμένες εξορμήσεις με αυτούς την εβδομάδα. Κυριακή μεσημέρι ήταν πιο κυριλέ βόλτα, συνδυασμένη με κόντρα, κάτω στη Βάρκιζα. Και πολύ πιο επικίνδυνες καταστάσεις και περιπετειώδεις ήταν κάθε Πέμπτη βράδυ στη Βούτα, ή στη Μαύρη, όπως λεγόταν τότε, η περιοχή.”

(f) έτρωγες στο μηχανάκι…

– (x) ε καλά αυτό εννοείται. Ο καφές στο μηχανάκι, το φαί στο μηχανάκι. Το μηχανάκι είναι το γραφείο σου βασικά… Λοιπόν, εκεί στα βιβλία είχαμε έναν τύπο ο οποίος είχε πολύ παράξενο ψυχισμό, αν μπορώ να το θέσω, είναι αυτό που λέμε η επιτομή του αγχωτικού. Ήταν ένας τύπος που 8 η ώρα όταν πιάναμε δουλειά ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα, αυτός ο τύπος, οκ, ήταν και ρατσιστής. Το αφεντικό όμως δήλωνε κομμουνιστής. Οπότε αυτός ο υπάλληλος το εκδήλωνε μέσω της δουλειάς, ήταν πιο προσεκτικός. Μου έδινε τα πιο μακρινά δρομολόγια για να είναι ο πιο παλιός εδώ στο κέντρο να τελειώνει γρήγορα τις δουλειές μπαμ-μπαμ. Όμως ακόμα και όταν πέρασαν δύο χρόνια, εγώ εξακολουθούσα να έχω μακρινά δρομολόγια. Και μάλιστα τα έκανα και γρήγορα. Δηλαδή εγώ είχα πάει και είχα γυρίσει κι ο παλιός δεν είχε ακόμα ξεκινήσει τα δικά του, τα κοντινά. Οπότε του είπα σε κάποια φάση ότι δεν υπάρχει λόγος πια να κάνω τα μακρινά, θα έπρεπε να με βάζει και μένα σε κοντινά. Αλλά δεν το δεχόταν. Πάω και μιλάω με το αφεντικό λοιπόν και το αφεντικό και αλλάζω, αλλά και πάλι… Όταν ήρθε ένας νέος στη δουλειά, ο οποίος όμως ήταν από την Κεφαλονιά, απ’ όπου καταγόταν και ο ρατσιστής συνάδελφος, μου αλλάξανε πάλι το δρομολόγιο. Με τα πολλά, τον έπιασα και του είπα: «πέρα από το θέμα ότι εγώ είμαι Αλβανός και ο φίλος σου Κεφαλονίτης, υπάρχει κάποιο άλλο θέμα από τον ρατσισμό που γίνεται αυτό το πράγμα;» Δεν δέχεται φυσικά αυτός την κατηγορία μου.

ώρα μιλάμε ότι τα μακρινά δρομολόγια ήταν ότι ξεκινούσες από Αμπελόκηπους και τέλειωνες Θρακομακεδόνες. Σοβαρά σου μιλάω, όποια περιοχή μεσολαβούσε, είχες δύο πελάτες… Μαρούσι, Χαλάνδρι, Αγία, Χολαργό, Κηφισιά, Ερυθραία και μετά βέβαια Λιόσια, Αγίους Αναργύρους, έκανες όλο τον κύκλο. Είναι αδύνατον να σου περιγράψω πως το φόρτωνα το μηχανάκι. Πήγα μια φορά θυμάμαι να αφήσω βιβλία σε ένα βιβλιοπωλείο που είχε χαμηλό πεζοδρόμιο, πήγα να το ανεβάσω και το μηχανάκι έμεινε όρθιο! (γέλια) Δεν καταλαβαίνεις! Το άφησα όρθιο, πήγα την παραγγελία, μετά έλυσα όλη την παραγγελία και οι κούτες σκόρπιες στο δρόμο για να μπορέσω να το κατεβάσω… Αυτό όμως πέρα από το ότι ήταν επικίνδυνο, ήταν και εξουθενωτικό. Δεν μπορούσες να φτάσεις μέχρι την πόρτα του βιβλιοπωλείου συχνά λόγω του βάρους που είχες. Οπότε έθεσα πάλι το ζήτημα ότι είναι άδικο αυτό που γίνεται και ότι δεν γίνεται να πηγαίνω εγώ κάθε μέρα στα μακρινά. Το δέχτηκε τελικά. Αλλά τι κάνει τώρα; Αρχίζει να με κόβει εμένα πάντα δεύτερο ενώ τον φίλο του από την Κεφαλονιά τον κόβει πρώτο. Κάθε μέρα! Είχε μία παραγγελία; Είχε 50 παραγγελίες; Αυτός θα κοβόταν πάντα πρώτος! Τα τιμολόγια, τις παραγγελίες εννοώ… Το ζήτημα δεν ήταν μόνο ότι σε αργούσε και σε άγχωνε περισσότερο. Αλλά ήταν ότι δεν μπορούσες να αποφύγεις και τον τρελό καύσωνα ή την τρελή βροχή όταν αργούσες τόσο πολύ. Ε, η κατάσταση ήταν αφόρητη γιατί αυτοί αράζανε και στο γραφείο όταν τον έκοβε αυτόν και κοιτούσανε, χασκογελούσανε κ.τ.λ.

Να μη σας τα πολυλογώ, φτάσαμε στο σημείο που ισοπεδώσαμε όλο το μαγαζί μια μέρα, πλακωθήκαμε στο ξύλο, μπήκανε οι πελάτες στη μέση να μας χωρίσουν, με απείλησε, τον έβρισα, με έβρισε, είχε πιάσει και μια φαλτσέτα, το κοπίδι που λέμε, είχαμε πλακωθεί πολύ άσχημα, είχε ετοιμαστεί να τον διώξει το αφεντικό αλλά δεν μπορούσε να τον διώξει διότι αυτός ήταν τόσο οξύθυμος και τόσο γνωστός στον χώρο που τον λυπόταν… γιατί ποιος θα τον έπαιρνε αυτόν στη δουλειά. Τελικά τον έδιωξε, αλλά τώρα πρόσφατα, ενώ η δική μου ιστορία είναι 10 χρόνια πριν, το 2007. Και τον έδιωξε πέρυσι επειδή τσακώθηκε με το ίδιο το αφεντικό. Εκεί λοιπόν δεν ήταν λόγω ηλικίας αυτή η συμπεριφορά αλλά επειδή ήμουν Αλβανός. Με θεωρούσε άτομο που δεν μπορούσα να υπερασπιστώ τον εαυτό μου. Εκεί είχα νιώσει πολύ έντονο το ρατσιστικό στοιχείο με συστηματικό τρόπο. Και το διαπίστωσα με σιγουριά όταν πια είχα μάθει τη δουλειά καλύτερα απ’ αυτόν. Πλέον αυτός ρωτούσε εμένα για τα δρομολόγια.

– (a.) Αυτό με τα μακρινά… Τα μακρινά είναι καλύτερα για πολλούς. Γιατί απλά οδηγάνε και εκμεταλλεύονται τον χρόνο. Π.χ. κάποιοι βρίσκουν και χρόνο για να κάνουν δικές τους δουλειές.

– (x.) Αυτό που λες ισχύει για διαφορετικές δουλειές. Όταν είσαι σε φαγητά, αυτό που λες δεν υφίσταται, είσαι μόνιμα στην πίεση και κυνηγάς κυρίως τις μικρές παραγγελίες. Αν μπορώ να το συγκρίνω με τους τατουατζήδες που κυνηγάνε τις μικρές δουλειές, που τελειώνουν πολλές δουλειές και μαζεύουν περισσότερα λεφτά από το να ασχοληθούν με ένα μόνο τατουάζ. Στο φαγητό κυνηγάς τις μικρές παραγγελίες, πολλές και κοντινές, γιατί έχεις περισσότερες πιθανότητες για μπουρμπουάρ. Η πίεση ούτως ή άλλως υπήρχε γιατί σε περιμένει η επόμενη να φύγεις. Όταν όμως είσαι οδηγός και όχι ντελιβεράς, φυσικά ρυθμίζεις το δρομολόγιο και τον ρυθμό σου έτσι ώστε να κάνεις πολλά δικά σου πράγματα ταυτόχρονα. Από το να πάω να δω τη σχέση μου, να πληρώσω λογαριασμούς, να φάω κ.τ.λ. Γιατί το κούριερ δεν επείγει πάντα, πρέπει να πάει αλλά δεν επείγει πάντα να πάει γρήγορα. Τώρα πάλι στα βιβλία είμαι, όπως πριν 10 χρόνια. Κούριερ. Βέβαια δεν ξέρω πως είναι στην ACS και σε αυτά…

– (f.) Με πελάτες σου ‘χει τύχει κάτι ρατσιστικό;

– (x. ) Όχι, δεν μπορώ να πω. Η πιτσαρία που δούλευα ήταν πολύ γνωστή στην περιοχή. Η αφεντικίνα είχε γνωστούς δημάρχους, διάφορους… Οπότε ξέρανε. Αν ήταν ρατσιστές ή όχι, δεν είχαν εκδηλωθεί ποτέ σε μένα. Είναι και μικρός ο χρόνος της συναλλαγής. Δεν αρκούνε τα λίγα αυτά λεπτά… Θα θεωρούσα κατάλληλη αυτή την ερώτηση να τεθεί σε έναν ντελιβερά από την Αφρική… γιατί στον Χολαργό επικρατούσε εκείνη την εποχή αυτό το «έλα ρε, Αλβανός είσαι; Δεν σου φαίνεται!» Οπότε αυτό ίσως είχε δημιουργήσει μια επιφυλακτικότητα στους πελάτες. Μπορεί ο πελάτης να ήθελε να πει κάτι αλλά υπήρχε εγκράτεια. Επιπλέον, νομίζω ήμουν αρκετά προνομιούχος ως μετανάστης. Έτυχε να πάω σε μια περιοχή που οι Αλβανοί ήταν λίγοι και οι έλληνες εκεί δεν είχαν το ηγεμονικό άγχος…

– (p.) Ρατσισμός σε σχέση με το ταξικό στάτους του ντελιβερά;

– (x.) Ναι, σε αυτό μπορώ να πω περισσότερα. Γιατί δεν ξέρω αν ξέρανε ότι είμαι Αλβανός… αλλά η ταξική υποτίμηση ήταν βίωμα, όχι απλά αίσθηση. Είχα πάει σε αρκετά σπίτια στα οποία οι πελάτες ήταν απογοητευμένοι για πολλούς και διάφορους λόγους. Μπορεί να ήταν μεγάλη απόσταση, να αργούσε η παραγγελία, να έπεφτε το ρεύμα στο μαγαζί, να πήγαινες την παραγγελία του πρώτου τελευταία λόγω του δρομολογίου που έχεις μπροστά σου, μπορεί να ‘χανε και τα δικά τους προβλήματα… Όλο αυτό τους έβγαινε σε μια απωθητική έως οξύθυμη συμπεριφορά. Παράδειγμα. Πήγαινα μια Γίγας. Η πίτσα λόγω της απόστασης στη μετακίνηση με το μηχανάκι κουνιόταν, έβγαιναν τα υγρά της, ψιλο-διαλυόταν. Οι πιο καχύποπτοι την ανοίγανε μπροστά σου για να δουν σε τι κατάσταση είναι. Και όταν κοιτούσανε την πίτσα και δεν τους άρεσε κάτι ή για τους προαναφερθέντες λόγους, σου βγάζανε μια τοξική συμπεριφορά. Από το υποτιμητικό βλέμμα μέχρι να σου τη λένε για οτιδήποτε. Εσύ βέβαια δεν μπορούσες να αντιδράσεις μολονότι η συμπεριφορά τους απευθυνόταν σε σένα και κοιτούσε μήπως εσύ το οξύνεις για να ξεκινήσει εκεί τα δικά του. Το μόνο που μπορούσες να απαντήσεις ήταν ότι μπορείτε να επιστρέψετε την πίτσα ή πάρτε στο μαγαζί τηλέφωνο να κάνετε παράπονα. Δεν είναι δικό μου το φταίξιμο αν το μηχανάκι έχει κραδασμούς. Αυτοί όμως επέμεναν να επιτίθενται σε σένα. Ποτέ, ούτε μία φορά στα τέσσερα χρόνια, δεν πήρανε όλοι αυτοί τηλέφωνο στο μαγαζί. Επομένως, εμένα πήγαινε το μυαλό μου στο εξής. Αυτοί σκέφτονταν, «διανομέας είναι αυτός, ποιος την κάνει αυτή τη δουλειά; Σίγουρα όχι ένας σπουδαγμένος άνθρωπος, δηλαδή που δεν έβγαλε το σχολείο, ο αληταράς, αυτός που θέλει να βγάλει τα λεφτά του να τα χαλάσει»… Είχα ακούσει βέβαια και θεωρίες ότι οι ντελιβεράδες είναι συγκεκριμένη κάστα ανθρώπων, ότι είναι δεδομένο ότι τα λεφτά τους τα χαλάνε σε ναρκωτικά, είτε σε μηχανάκια είτε σε γκόμενες. Επομένως, εγώ θεωρώ ότι οι ντελιβεράδες τρώνε ταξική υποτίμηση. Κάτι δεν πάει καλά το σχολείο με αυτό ή ότι τους αρέσει αυτή η δουλειά, να βγάλεις γρήγορα λεφτά και να τα χαλάσεις το βράδυ… Η πλειοψηφία των πελατών εξάλλου είναι απογοητευμένοι…

– (f.) Κανά «τυχερό» είχες με αυτή τη δουλειά ρε συ τελικά ή μόνο απογοητευμένους πελάτες;

– (x.) Αυτό που λες εσύ είναι μια κατεξοχήν σκέψη σε πολλούς ντελιβεράδες. Από τον πιο πιτσιρικά μέχρι τον 55άρη. Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία το ‘χαν πάρει απόφαση ότι δεν θα είχαν τυχερό και σου λέγανε αν πας εκεί μπορεί να ‘χεις κανα τυχερό. Εγώ νόμιζα στην αρχή ότι λένε για τιπς, διότι οι μικρές ηλικίες έρχονταν κυρίως από μεικτές παρέες. Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία δεν έρχονταν από τέτοιο περιβάλλον και για αυτούς ήταν γεγονός κάθε παραγγελία σε σπίτι όπου θα άνοιγε γυναίκα. Τώρα εγώ, αν μιλάμε για τέτοια, είχα μία μόνο περίπτωση, ένα «τυχερό», που ήταν και άτυχο μαζί. Για να μην τα πολυλογώ, στη δική μου περίπτωση, εγώ που ήμουν και των σχέσεων, μπορεί να κόλλαγα με κάποια και να το έψαχνα. Τότε έκανα διανομή λοιπόν στον Τσακό και πήγαινα για δουλειά το μεσημέρι. Αυτό λέγεται «πρωινός». Και «βραδινός» είναι 6 με 12 ή 4 με 12. Εκείνες τις μέρες μου άνοιγε τότε, λοιπόν, μια κοπέλα η οποία ήταν έτσι, σωματικά ανεπτυγμένη κι εγώ θεωρούσα πως ήταν στην ηλικία μου. Ήμουνα τότε 22 ή 23 χρονών. Πριν την πιτσαρία, όπου πήγαινα 12 το μεσημέρι, δηλαδή 10 με 12 το πρωί, πήγαινα σπίτι της. Δεν κάναμε ποτέ σεξ αλλά βρισκόμασταν σχεδόν κάθε μέρα. Το πρόβλημα αρχίζει όταν το αδερφάκι της, πέντε χρονών, αντιλήφθηκε τι συνέβαινε και τα είπε στους γονείς του. Μια μέρα έχω πάει πάλι από εκεί και δέκα λεπτά αφού μπαίνω, αρχίζει να χτυπάει μανιασμένα η πόρτα. Πεταγόμαστε εμείς. Μου λέει εμένα η κοπέλα να κρυφτώ στο μπαλκόνι. Ήταν τρίτος όροφος. Την ώρα που πάω να κρυφτώ, κοιτάει στο ματάκι της πόρτας και λέει «αμάν, η μάνα μου!». Το ακούω αυτό, κοιτάω κάτω απ’ το μπαλκόνι, ήταν πολύ ψηλά. (γέλια) «Δεν αξίζει», λέω. Επομένως, κάθομαι απλώς στο μπαλκόνι. Επομένως, σε κάποια στιγμή ανοίγει η πόρτα του μπαλκονιού και είναι ο μικρός, ο αδερφός της και λέει «μαμά, μαμά, εδώ είναι ο κύριος». (γέλια) Εκεί απλώς ένιωθα να σηκώνομαι στον αέρα από το σοκ. Βγαίνει στην πόρτα η μάνα, μου λέει «έλα μέσα, μην κάθεσαι εκεί». Ένιωθα ντροπή. Όχι για κάτι συγκεκριμένο. Ήταν παιδιάστικο όλο αυτό. Δεν ήταν ότι κάναμε και κάτι σοβαρό. Η πρώτη ερώτηση που κάνει η μάνα είναι «συγγνώμη, έρχεσαι μας φέρνεις πίτσες στο σπίτι, μας πηδάς και την κόρη;» Της λέω εγώ εκεί ότι δεν κάναμε σεξ. Ήμουν και ειλικρινής. Μου λέει «ξες πόσο χρονών είναι;» Της λέω «18». Μου λέει «ούτε 16 δεν είναι…» Μου έλεγε ψέματα φυσικά.

– (a.) Χαρτιά είχες τότε;

– (x.) Είχα ναι. Πράσινη κάρτα. Αλλά με πολλές εξακριβώσεις κτλ. Είχες το άγχος της αστυνομίας. Οτιδήποτε για έναν μετανάστη που μπλέκεται η αστυνομία είναι θάνατος. Εκείνοι βέβαια, οι γονείς, δεν ξέρανε ότι είμαι Αλβανός. Και αυτό ήταν υπέρ μου. Αλλά μέσα μου έλεγα «τώρα είσαι τελειωμένος». (γέλια) Σηκώνει το τηλέφωνο η μάνα και παίρνει και λέει «Ναι, έλα, έλα, τον έχω στο σπίτι, πάρε τους κυρίους και ελάτε». Για μένα είχε σταματήσει ο χρόνος. Μου λέει «περίμενε, περίμενε, θα δεις». Της λέω λοιπόν ότι εγώ θα φύγω, δεν έχω κάνει κάτι παράνομο. Και μου λέει «έτσι νομίζεις θα ξεμπερδέψεις;» Και πάει προς την πόρτα, κάνει ένα έτσι και κλειδώνει, βγάζει τα κλειδιά και τα βάζει στην τσέπη της. Αν φυσικά ασκούσα εγώ βία στην πόρτα θα φαινόταν και σαν παραβίαση. Οπότε βρίσκομαι χειροπόδαρα δεμένος. Και μπαίνει ο πατέρας. Αρχίζει αυτά τα «ξέρεις ποιος είμαι εγώ;», με κόλλησε και ήταν έτοιμος για ξύλο. Του έλεγα ότι δεν ήξερα την ηλικία, μου ‘χε πει ότι είναι 18, εκείνος μου έλεγε ότι έμπλεξα για παιδεραστία και θα καλέσει αστυνομία να με πάρουν σηκωτό και ότι θα ενημερώσει την πιτσαρία. Εγώ όταν το άκουσα αυτό… προτιμούσα εμένα να με μπλέξουν παρά την πιτσαρία. Δεν θέλω να διανοηθώ αν ξέρανε την καταγωγή μου. Όχι μόνο πιτσαδόρος αλλά και Αλβανός, θα ήταν… θα τους έβγαζε εκτός εαυτού. Όσες φορές είχα εντάσεις με κόσμο που ήξερε ότι είμαι Αλβανός, το πρώτο που μου λέγανε ήταν «θα σου φέρω το Αλλοδαπών»… Μετά με την κόρη του συνεχίσαμε για ένα διάστημα, αλλά εγώ είχα τρομάξει, θα έπρεπε να είμαστε μόνιμα κρυμμένοι. Οπότε μετά από λίγο σταματήσαμε. Αυτή ήταν η μία και μοναδική εμπειρία που με έχει σημαδέψει οριστικά από την πιτσαρία. Ε και ο πατέρας της μου ‘χε πει ότι θα βάλει κόσμο να με γαμήσουν έξω κτλ αλλά έλεγα από μέσα μου «άσε με να φύγω τώρα από δω και έξω δεν έχω πρόβλημα». Γιατί ήμουν τρελαμένος εκείνη την περίοδο και με τις παρέες που είχα, τίποτα δεν μπορούσε να μου κάνει. Παρέες από το σχολείο και εκτός…

– (f.) Ποιο σχολείο;

– (x.) Γυμνάσιο Χολαργού και τεχνικό Λύκειο Τσακού.

– (f.) Το σχολείο πώς ήταν για έναν Αλβανό μετανάστη;

– (x.) Οι παρέες είχαν ρατσιστικές τάσεις. Π.χ. όταν έρχονταν κορίτσια στην παρέα ή βγαίναμε, οι άλλοι μου έλεγαν να μη λέω ότι είμαι Αλβανός, μιας και δεν φαίνομαι. Αυτά συσσωρεύονταν βέβαια μέσα μου, αλλά η ανάγκη να ανήκεις σε αυτή την ομάδα, να απολαύσεις τα προνόμια αυτής της ομάδας, σε έκαναν να εσωτερικεύσεις αυτή τη συμπεριφορά. Και σε δουλειές όταν πήγαινα συστημένος, π.χ., έλεγαν «να ο φίλος μου που είναι από την Αλβανία αλλά δεν έχει καμία σχέση με τους Αλβανούς…» Δεν υπήρχε έτσι θέμα. Όταν όμως τελείωσα το λύκειο, όλοι οι φίλοι μου με το χαρτί του ηλεκτρολόγου βρήκαν δουλειά στην περιοχή, αλλά εγώ δεν βρήκα. Πήγαινα εγώ το πτυχίο στον καθένα αλλά δεν με έπαιρναν ποτέ τηλέφωνο. Δεν ξέρω αν οφείλεται εκεί αλλά υπήρχαν αυτές οι απανωτές απογοητεύσεις, τα άκυρα, και έτσι ξεκίνησα την πιτσαρία… Πολλοί βέβαια ήταν στυγνοί. Πήγαινα με το αλβανικό όνομα και μετά σταματούσαν να με ρωτάνε για τη δουλειά και με ρωτούσανε για την Αλβανία και φυσικά δεν παίρνανε τηλέφωνα. Εγώ εν τω μεταξύ ήμουν ερωτευμένος και με μια κοπέλα. Ήθελα να έχω λεφτά. Και ήθελα άμεσα δουλειά. Οπότε πήγα στην πιτσαρία. Το πτυχίο το πρωτότυπο δεν πήγα να το πάρω ποτέ από το λύκειο έτσι. Είναι ακόμα στον Τσακό. Μετά βρήκα ένα βιβλιοπωλείο. Και έτσι βρήκα και τις διανομές των βιβλίων.

– (f.) Πως ήταν στον Τσακό; Από εκεί ήταν οι παρέες όλες οι δικές σου;

– (x.) Ναι με αυτούς έκανα παρέα. Και ξέρεις τα περισσότερα μηχανάκια ήταν στη δικιά μου την τάξη. Η πιο καγκούρικη τάξη ήταν η δικιά μου. Με αυτούς από την τάξη μου έκανα παρέα. Αλλά και με άλλους από άλλες τάξεις που κατεβαίναμε, μέχρι και 25-26 χρονών, στη Βούτα και στο Ρίμπας για τις κόντρες. Και άλλους φυσικά. Εκεί, 25-26 χρονών, έκοψα με όλα αυτά όταν ένας φίλος μου, μου έκλεψε τη μηχανή. Αυτός έμενε στο Νέο Ψυχικό. Δικτυώθηκε μαζί μας. Η συγκολλητική ουσία με αυτόν ήταν οι μηχανές. Πηγαίναμε Βούτα, Λιμανάκια, σε μια εποχή που ήταν το ζενίθ με τις κόντρες και αυτή την κουλτούρα, μιλάμε για 2001 με 2003. Οι κόντρες ήταν βασικό κομμάτι της παρέας. Και γενικά μιλούσαμε κάθε μέρα, όλη μέρα, για μηχανάκια. Ήμασταν ένας κι ένας. Εγκυκλοπαίδειες. Πλέον μιλούσαμε με ειδικούς όρους για τα μέλη στα μηχανάκια. Είχαμε γίνει όλοι μηχανικοί. Το λύναμε και το δέναμε με κλειστά τα μάτια. Και δύο ήταν οι καθιερωμένες εξορμήσεις με αυτούς την εβδομάδα. Κυριακή μεσημέρι ήταν πιο κυριλέ βόλτα, συνδυασμένη με κόντρα, κάτω στη Βάρκιζα. Και πολύ πιο επικίνδυνες καταστάσεις και περιπετειώδεις ήταν κάθε Πέμπτη βράδυ στη Βούτα, ή στη Μαύρη, όπως λεγόταν τότε, η περιοχή.

– (f.) Πού είναι αυτό;

– (x.) Αυτό πιάνει Ηλιούπολη. Κεντρικό φανάρι επί της Βουλιαγμένης. Και Βούτα λέγεται το σημείο όπου βουτάς κάτω από το φανάρι, κάτω από μια γέφυρα και αυτή η απόσταση ήταν 400 μέτρα, οπότε ήταν μια ευθεία. Ήταν μια στημένη πίστα, φανάρι με φανάρι. Πάρα πολύ έντονες εποχές, με πάρα πολύ κόσμο που συμμετείχε ή ήταν θεατές. Και εκεί υπήρχε μεγάλο δέσιμο μεταξύ μας. Ήμουν εγώ κι ένας άλλος οι Αλβανοί, όλοι οι άλλοι έλληνες. Εμείς με πολύ λιγότερα λεφτά φυσικά. Με 5 και 10 ευρώ πάνω μας. Και οι φίλοι μας με 200 ευρώ πάνω τους, από αστικές οικογένειες. Γιατί το αναφέρω αυτό; Εμείς, οι Αλβανοί, τους δημιουργούσαμε ένα δέος. Έτυχε να είμαστε οι πιο θαρραλέοι. Πολλές φορές κάναμε κόντρες στη μία ρόδα και τη μηχανή όρθια. Ενώ αυτοί βέβαια μας δημιουργούσανε δέος με το πώς χειρίζονταν το χρήμα. Έτσι είχε δέσει αυτό. Το θάρρος με την αφθονία του χρήματος. Οπότε αυτοί απολάμβαναν τη δημιουργία μιας πιο θαρραλέας παρέας στη Βούτα και εμείς, αντίστοιχα, είχαμε κάποια προνόμια γιατί κάποιες φορές δεν πληρώναμε τίποτα.

Ωστόσο, ήταν ένας από αυτούς, ο Χ., που μου έκλεψε τη μηχανή. Ήταν Ιανουάριος, βαρύς χειμώνας, με βροχές, κι εγώ άρρωστος με πυρετό κτλ και δεν ασχολούμουν με τη μηχανή. Ένα πρωί, λοιπόν, κατεβαίνω να πάω για δουλειά, κάνω ένα έτσι να δω τη μηχανή και μηχανή δεν υπήρχε. Και όταν ξαφνικά δεν την βλέπω εκεί, νιώθω ένα υπαρξιακό σοκ. Και βλέπω το άσπρο σημάδι στο πάτωμα από το στάντ και συντρίμμια από σπασμένο λουκέτο, σπασμένο με υγρό άζωτο. Υγρό άζωτο τότε είχανε πολύ λίγα άτομα που κλέβανε, δεν είχε όλη η Αθήνα. Δηλαδή αν ήταν δέκα ας πούμε οι κλέφτες, οι τρεις από αυτούς είχανε άζωτο. Ένας από αυτούς ήταν κι αυτός. Οι άλλοι δύο ήταν ο ένας Πόρτο Ράφτη κι ο άλλος Χαϊδάρι. Δεν ξέρω, πλέον μπορεί να έχουν όλοι. Κι ευχόμουν από μέσα μου ήταν να μην το χει κάνει ο Χ. Η παρέα με την οποία είχαμε κόντρα, αποκλείεται να κάνανε τέτοιο πράγμα ειδικά μέσα στη δική μας γειτονιά. Τελικά του ’πα ότι δεν ήθελα να φτάσουμε σε ακραίες καταστάσεις. Είχαμε περάσει τόσα και τόσα. Αλλά επίσης, η μάνα του Χ. δεν ήξερε τίποτα για όλα αυτά. Η μάνα του Χ. με υπεραγαπούσε. Ήταν αυτή που όταν είχα φάει ένα τρελό αυτόφωρο, εκείνη είχε κάνει τα πάντα για να περάσω εκεί μέσα πιο ήπια. Επομένως, το πιο δύσκολο για μένα ήταν αυτό. Ακόμα κι αν τον σάπιζα στο ξύλο, ή να του κλέψω τη μηχανή, το πιο δύσκολο κομμάτι ήταν η Μ. Και ήταν τόσο δύσκολο που δεν της το είπα ποτέ ότι ο γιος της μου ‘φαγε τη μηχανή. Χάθηκα. Και απλώς σπάσαμε. Μέτα ήρθε για μια διετία η κατάθλιψη, μια υπαρξιακή φάση. Μετά από αυτή τη φάση πολιτικοποιήθηκα και ξέφυγα τελείως από αυτά. Και είπα ουφ, ευτυχώς δεν έγινε καμιά βλακεία.

– (f.) Το αυτόφωρο για τι πράμα ήταν;

– (x.) Το αυτόφωρο ήταν όταν δούλευα στην πιτσαρία. Σχόλαγα 12 το βράδυ. Είχαν μεγαλώσει οι ώρες. Χρειαζόμουν λεφτά. Και δούλευα 12 με 8, έξω, ντελιβεράς. Και 8 με 12 ανέβαινα πάνω στο πατάρι και έκοβα τυρί, μανιτάρια, πιπεριές. 12 ώρες δούλευα για πάνω από ένα χρόνο. Περνούσα έξω από τις καφετέριες και έβλεπα τους φίλους να πίνουν καφέδες και άσε ήταν χάλια. Αλλά χρειαζόμουν λεφτά γιατί και στο σπίτι δεν πηγαίνανε καλά τα πράγματα. Μια μέρα, είμαι στη Μεσογείων λοιπόν, κοιτάω μια γιγαντοαφίσα, μπροστά μου έχει σταματήσει ένα αμάξι… και σκάω πάνω του. Από το παπί έχασα τα μπροστινά με την τράκα. Και ήθελα άμεσα να το φτιάξω γιατί δούλευα στην πιτσαρία. Ο φίλος που έρχεται να με πάρει από το νοσοκομείο, μου λέει, λοιπόν: «δεν χρειάζεται καν να το φτιάξεις, είδα ένα μηχανάκι παρατημένο στη Μεσογείων, είναι πάνω από ένα χρόνο εκεί. Θα πάμε να του πάρουμε τα μπροστινά». Την άλλη μέρα το παίρνουμε το μηχανάκι στη σχάρα γιατί ήταν κλειδωμένο τελικά και φεύγουμε. 12.30 το βράδυ. Όπως πάμε να φύγουμε, κάποιος μας ανάβει τα φώτα, βλέπω πιο καλά… φάρος. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογώ, μας σταματάνε μετά από λίγο. Χαρτιά, όλα εντάξει. Τι είναι αυτό εκεί πάνω; Ξεκινάει, λοιπόν, τρελό μπλέξιμο. «Παρατημένο», λέγαμε εμείς. «Έχει πινακίδα», μας έλεγε αυτός… οπότε αυτόφωρο, ανάκριση μες στη νύχτα, δικαστήριο, και τρεις μήνες με αναστολή ο καθένας. Εμένα μετά μου ακυρώσανε τα χαρτιά και για δέκα ολόκληρα χρόνια πλήρωνα κάθε έξι μήνες μια κάρτα ανανέωσης των χαρτιών. Το κερασάκι στην τούρτα, όταν αποφάσισα μετά από χρόνια να βάλω δικό μου δικηγόρο να ψάξει την υπόθεση, ήταν ότι ο τότε δικηγόρος μας, δικηγόρος που είχε βάλει ο πατέρας του φίλου μου, τα ‘χε ρίξει όλα σε μένα. ‘Ο Αλβανός πήγε πήρε τον άλλον, τον έπεισε και τον πίεσε να πάνε να πάρουν το μηχανάκι’ κτλ. Οπότε εμένα, μετά τους 3 μήνες με αναστολή, μου κάνανε και διοικητική απέλαση…

– (a.) Μία ώρα τώρα μας λες για φίλους που δεν ήταν φίλοι…

– (x.) Όχι! Αυτοί δεν ήταν εξαιρέσεις! Ήταν ο κανόνας. Αν έμπλεκες με αυτή την παρέα, προσαρμοζόσουν. Και δεν είχαν κανένα ρατσιστικό στοιχείο πάνω τους, κανένα! Όμως, δεν έπαυες τέλος-τέλος να είσαι ο Αλβανός!

– (a.) Και μετά πως πολιτικοποιήθηκες;

– (x.) Κυρίως από τις εσωτερικές συγκρούσεις. Στην αρχή μου φαινόταν σωστό να κρύβω την ταυτότητά μου, να προσαρμοστώ, να επιβιώσω. Ύστερα, μετά από πολλά, τέτοιες καταστάσεις που ζούσα, το ρατσιστικό περιβάλλον, το σεξιστικό, το αντισημιτικό περιβάλλον με προβλημάτιζαν πιο έντονα πια. Π.χ. για το τελευταίο ενώ όλοι υιοθετούσαν έναν σκασμό σκατά συμπεριφορές, πάντα εντόπιζαν το φταίξιμο σε κάποιον που δεν φαίνεται. Διάφορες συγκρούσεις έτσι που έλεγα ότι κάτι δεν πάει καλά. Κάπου εκεί το 2008 ήρθε ένα μπαμ. Το 2008 ήταν ένα σοκ, ζούσα μια αναζήτηση ταυτότητας με διαβάσματα, με διάφορα. Και το 2009 άρχισα να κατεβαίνω σε πράγματα. Το 2008 είχα κι εγώ μια σύγκρουση μέσα μου. Δεν είχα πάψει να είμαι ένας μετανάστης με ένα αυτόφωρο στο παρελθόν. Η πλειοψηφία όμως εκεί, ήταν έλληνες και δεν ξέρω τι θα τους κάνανε αλλά εμένα θα μου καταστρεφόταν η ζωή. Από το 2009 είχα άλλες παρέες ελλήνων, που κατεβαίνανε σε πορείες. Αυτοί βέβαια το 2014 μου βγήκανε αντισημίτες. Υπήρχε ένα αποκορύφωμα αντισημιτικών σχολίων. Και μάλιστα ένας καλός μου φίλος τότε, από εξόριστη κομμουνιστική οικογένεια, δεν είχε βαφτιστεί, οι γονείς του αυτοεξόριστοι στην Ιταλία, με αφορμή έναν πόλεμο στο Ισραήλ, είπε κάτι του στυλ «καριόληδες εύχομαι να σας κάνουν ό,τι σας έκανε ο Χίτλερ και εγώ θα πίνω μπύρες ενώ παρακολουθώ να σας εξοντώνουν έναν-έναν». Του είπα ότι είναι το χειρότερο σκουπίδι και σπάσαμε. Και δεν ήταν κανένας πιτσιρικάς. Ήταν μεγάλος.

– (f.) Ευχαριστούμε για την κουβέντα!

– (x.) Κι εγώ ευχαριστώ.