Ο «Αυτάκιας»: όταν το ανάποδο του ανάποδου δεν είναι ακριβώς το σωστό.

Τον Μάρτιο του 2019, πρώην μέλη του antifa str πήραν την πρωτοβουλία να επανεκδώσουν το graphic novel Rebecca για να υποστηρίξουν τη μουσική κολεκτίβα Punkhurst Mutants Show. H PMS μεταξύ άλλων πραγματοποιεί συναυλίες με queer μπάντες, έχει φιλοξενήσει εκδηλώσεις φεμινιστικών ομάδων και γενικά συμμετέχει σε «πρωτοβουλίες που διευρύνουν τα πεδία έκφρασης και ενδυναμώνουν τα άτομα που συμμετέχουν.» Η ιστορία της Rebecca εκτυλίσσεται στον Μεσαίωνα (14ος αι.) κάπου στην βόρεια Ιταλία. Μια εποχή δηλαδή που, κατά την γνώμη του δημιουργού της Queirolo, «παρά τα σχολικά αναγνώσματα δεν έχουν γίνει ευρέως αντιληπτές οι ομοιότητες με το πρόσφατο παρελθόν». Οι δημιουργοί, «προκειμένου να ανταποκριθούν στην μεταφορά και την απόδοση της εποχής» βασίστηκαν σε έργα ιστορικών όπως οι Jacques Le Goff, George Daby και Piero Camporesi.

Στην ιταλική εισαγωγή, ωστόσο, διαβάζουμε έναν προβληματισμό ο οποίος μένει μετέωρος: «[…] είναι απορίας άξιο πως [οι δημιουργοί] καταφέρνουν να αναπαράγουν κάποια στερεότυπα. Γιατί πρέπει, για παράδειγμα, να είναι κάποιος εβραίος έμπορος για να τον οδηγήσει ο κυνισμός του να προδώσει ακόμη και το σωτήρα της ζωής του;». Σωστά. Άλλωστε ο Le Goff διευκρινίζει ότι κατά τον Μεσαίωνα το πλέον περιφρονημένο είδος εμπορίου, αυτό της τοκογλυφίας, μπορούσε να είναι και επιλογή των χριστιανών –ενώ για τους εβραίους συνιστούσε μονόδρομο, μιας και τους απαγορευόταν να ασχοληθούν με άλλα επαγγέλματα πέραν μιας συγκεκριμένης λίστας.

 

Πράγματι, λοιπόν, στην περιπέτεια της Ρεμπέκα πρωταγωνιστεί ένας εβραίος για να εκτελέσει την προδοσία. Υπάρχει, όμως, ένα μεγαλύτερο πρόβλημα. Όχι μόνο δεν γίνεται καμία προσπάθεια αποσύνδεσής του από τις παραδοσιακές αντισημιτικές απεικονίσεις που βλέπουμε διαχρονικά, αλλά ενισχύονται αυτές με πιο σύγχρονα στερεότυπα. Έτσι, βλέπουμε έναν εβραίο παραδομένο σε μια ακατανίκητη επιθυμία για ραδιουργίες και δολοπλοκίες. Ανάξιος εμπιστοσύνης. Οι ενέργειές του καθορίζονται από το χρήμα και, φυσικά, αυτό δεν μπορεί να μην έχει συνέπειες στην κοινωνική του αντιμετώπιση. Τα γνωστά, οριακά ζωώδη, φυλετικά του χαρακτηριστικά (γαμψή μύτη, μυτερά αυτιά, το γεγονός ότι τον λένε «Ααρών, ο ‘Αυτάκιας’») είναι το αναπόσπαστο στοιχείο της στερεοτυπικής του απεικόνισης από την σκιτσογράφο. Έχουμε, εν ολίγοις, τη γνωστή αντισημιτική καρικατούρα του εβραίου όπως εκείνη διαμορφώθηκε στο Μεσαίωνα υπό την επίδραση της Εκκλησίας και αργότερα από τις φυλετικές θεωρίες. Η Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου έχει αναδείξει ότι η απανθρωποποιημένη εικόνα του εβραίου σε συνδυασμό με το σκωπτικό χαρακτήρα του έπαιξε κομβικό ρόλο στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Αυτές οι τρεις σταθερές (δράση, χαρακτήρας, όψη) έγιναν εργαλεία τόσο αφηγηματικής καταγραφής όσο και κοινωνικής επίβλεψης του εβραίου στις δυτικές κοινωνίες. Ένα από τα πιο εμφανή χαρακτηριστικά του αντισημιτισμού είναι η μακρά αντοχή του στο χρόνο και αυτό σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στις λαϊκές αναπαραστάσεις του εβραίου ως κοινωνικού παράσιτου.

Το κείμενο του κόμικ είναι ενδεικτικό της πλήρους στρέβλωσης των όσων γράφει ο Le Goff στο κεφάλαιο ‘Ο Κλέφτης του Χρόνου’ από το βιβλίο του Το Πουγκί και η Ζωή. Οι Queirolo και Brandoli ενστερνίζονται την τυπική αρνητική σήμανση του εβραίου όπως τη χρησιμοποίησε η προπαγάνδα της ναζιστικής μηχανής η οποία ανέσυρε όλους τους αντισημιτικούς μύθους που έρχονταν από τα βάθη των αιώνων. Οι δημιουργοί της Rebecca δεν μελέτησαν τον Le Goff για να τον ακολουθήσουν στην κριτική αποδόμηση της αντι-εβραϊκής ταύτισης του εβραίου με «την κλοπή του χρόνου». Αυτά που εκείνος εξετάζει με κριτική ματιά, εκείνοι τα αναπαράγουν στο κόμικ ως αλήθεια ενός έντιμου μυλωνά, ενός παραγωγικού εργάτη γης. Γεγονός πουκαθιστά σαφές ότι ακριβώς «προπαγανδίζουν τις προσωπικές τους ιδεολογικές εμμονές»· όσο κι αν η παρουσίαση του εντύπου επιχειρεί να ξορκίσει ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Για του λόγου το αληθές, ο Le Goff στο κεφάλαιο του βιβλίου του, ‘Το Καθαρτήριο’ (σελ.85), εξηγεί πώς μεταξύ χριστιανού και εβραίου τοκογλύφου, ο δεύτερος είναι αυτός που «όλο και περισσότερο στριμωγμένος σε αυτόν τον ρόλο από τη χριστιανική κοινωνία, αν και δεν διέπραττε αμαρτία ούτε κατά τον εβραϊκό νόμο ούτε κατά τον χριστιανικό, υπέστη, εξαιτίας ενός υποβόσκοντος αντι-ιουδαϊσμού, την άνοδο του αντισημιτισμού που υποδαυλίστηκε από την πάλη της εκκλησίας και των χριστιανών πριγκίπων εναντίον της τοκογλυφίας». Ενώ το graphic novel αναδεικνύει μια αντι-εβραϊκή μηχανορραφία οργανωμένη από τον τοπικό Επίσκοπο με στόχο να δημευθεί η περιουσία του εβραίου ‘Αυτάκια’ ή να εξοντωθεί και ο ίδιος, ο ‘Αυτάκιας’ σώζεται μέσω των μηχανορραφιών που εξυφαίνει η πονηρή ρομνί πρωταγωνίστρια, η Ρεμπέκα, η οποία αφού τον έσωσε, του ζητάει ως αντάλλαγμα ένα πουγκί με κοσμήματα. Ωστόσο, αυτή δεν είναι η τελευταία του παρουσία στην ιστορία. Ο ίδιος τελικά, έχοντας τελικά χάσει όλη την περιουσία του και κυνηγημένος από τη χριστιανική εξουσία, επιχειρεί να «προδώσει» τη Ρεμπέκα, παίρνοντας πίσω τα κοσμήματά του. Όταν αυτό το σχέδιό του δεν μπορεί να εφαρμοστεί γιατί ο υποψήφιος συνεργός του, ο έντιμος μυλωνάς, αρνείται, ο ‘Αυτάκιας’ εξαφανίζεται αφού τουλάχιστον έχει κλέψει τα σπαθιά δύο ληστών την ώρα που κοιμούνταν.

Το graphic novel Rebecca διαδίδει τη φιγούρα μιας δυναμικής, αυτόνομης γυναίκας, μιας τσιγγάνας που, παρά τις αδυναμίες της, με τη σύνεση και την εγρήγορσή της επιβιώνει των καταστάσεων και έχει όρεξη να ζήσει μια ζωή που δεν θα την περιορίσει να επιβιώνει στο πλευρό ενός άνδρα. Παράλληλα, όμως, έχουμε μπροστά μας μια ιστορία που διακινείται σε κινηματικούς χώρους με έναν εβραίο που φέρει πάνω του όλο το στερεοτυπικό αντισημιτικό πακέτο. Το θλιβερό κοινό στοιχείο ανάμεσα στην πρώτη ιταλική έκδοση μέχρι και τις ελληνικές εκδοχές του graphic novel είναι ότι το (αριστερό) κοινό τόσο στην ιταλία όσο και στην ελλάδα είναι έτοιμο να καταναλώσει μια ιστορία με έναν τέτοιο εβραίο. Τι είναι όμως αυτό που κάνει μια αντιφασιστική συνείδηση –ακόμα και το 2019– να μπορεί να δείχνει τόσο ζωηρή μπροστά σε σεξιστικά και ρατσιστικά περιστατικά και ταυτόχρονα τόσο απονεκρωμένη σε αντισημιτικά; Σε μια Ευρώπη ποτισμένη πέρα για πέρα από την μυρωδιά του αντισημιτισμού, το να πιστεύει κανείς ότι ο εβραίος παίζει έναν ρόλο-κλειδί στην κίνηση της ιστορίας είναι κοινή παραδοχή. Είναι ακριβώς η ίδια παραδοχή που αγκάλιαζε η ναζιστική ιδεολογία, από τη στιγμή που η αντισημιτική κοσμοθεωρία αποτέλεσε τη βασική ιδεολογική αντλία του Γ΄ Ράϊχ. Είναι ενδεικτικό αυτό που έχουν δείξει πολλοί ιστορικοί: ότι οι ναζί κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έδωσαν προτεραιότητα στην εξόντωση των εβραίων παρά στο να κερδίσουν τον πόλεμο σε πολλές φάσεις των ετών 1941-1943. Και όλο αυτό δεν είναι μια υπερβολική μας λόξα που ακουμπάει πάνω σε έναν ιστορικισμό· αν μπορεί να ονομάσει κανείς έτσι 6 εκατομμύρια νεκρούς. Μια ιδέα που θα έπρεπε να έχει υπόψη κανείς και στο σήμερα είναι ότι από τους ναζί μέχρι σήμερα ο αντισημιτισμός διακρίνεται από ένα κρίσιμο χαρακτηριστικό σε σχέση με κάθε άλλο ρατσισμό: στον εβραίο οι αντισημίτες δεν φαντασιώνονται απλά έναν εισβολέα, έναν εγκληματία, μια κακιά ράτσα, φαντασιώνονται αυτόν που κινεί υπογείως τα νήματα του κόσμου, εκφράζει την εξουσία με τη μορφή της κατοχής του χρήματος και, συνεπώς, ελέγχει τα πάντα (τράπεζες, ΜΜΕ, Χόλιγουντ, εθνικές κυβερνήσεις κ.ο.κ.). Ο αντισημιτισμός, σε αντίθεση με κάθε ρατσισμό, μετέρχεται έναν επαναστατικό χαρακτήρα. Ίσως αυτός είναι ο λόγος τελικά που και οι δημιουργοί του graphic novel Rebecca τοποθετούν τον εβραίο μέσα στις σελίδες τους, όχι ως παντοδύναμο, ίσα-ίσα, αλλά σίγουρα ως έναν από αυτούς που αξίζει να εξαπατηθούν. Από τον Μεσαίωνα μέχρι τη νεωτερική Ευρώπη είναι«επαναστατικό» να χτυπάς έναν Εβραίο! Στα 1492 που διαδραματίζεται η ιστορία της Ρεμπέκα είναι η εποχή που εξορίζονται όλοι οι εβραίοι της Σικελίας, της Σαρδηνίας, της Νάπολι, της Φλορεντίας, της Τοσκάνης και της Ραβένας. Οι συναγωγές τους καταστρέφονται. Την εποχή της έκδοσης της Rebecca, η μεγάλη συναγωγή της Ρώμης δέχεται επίθεση με χειροβομβίδες και αυτόματα όπλα με αποτέλεσμα τον θάνατο ενός βρέφους και τον τραυματισμό 35 εβραίων.

Τι είναι όμως ένας αντιφασισμός ή ένας αντισεξισμός που δεν λαμβάνει υπόψη την ιστορική εμπειρία του ναζισμού και των στρατοπέδων συγκέντρωσης, τη σημασία του εξοντωτικού αντισημιτισμού; Υπάρχει πολύς ή λίγος φασισμός ή αντιφασισμός, σεξισμός ή αντισεξισμός; Πράγματι, λοιπόν, ο «αντισεξισμός [μπορεί να] αποτελεί βασικό πόλο του αντιφασισμού» (Rebecca, σελ. 163-164), αλλά και πάλι ένας αντισεξισμός που αναπαράγει π.χ. τον μύθο του «Αλβανού εγκληματία» ή του «μουσουλμάνου βιαστή» (α λα Σώτη Τριανταφύλλου ή Οριάνα Φαλάτσι) ή, όπως στην προκειμένη, του «προδότη εβραίου» ενδεχομένως πράγματι να ενδυναμώνει κάποια άτομα, από την άλλη όμως, αντιλαμβανόμαστε ότι αποδυναμώνει άλλα (για να το πούμε κομψά), π.χ. μια εβραία φεμινίστρια!

 

Bonus: άσκηση συνδυαστικής σκέψης

Πώς θα χαρακτήριζε κάποια αναγνώστρια ένα αντιφασιστικό κόμικ του οποίου οι πρωταγωνιστές θα ήταν αποκλειστικά άνδρες και όποιες γυναίκες εμφανίζονταν εκεί, συγκέντρωναν κάθε σεξιστική αντίληψη που υπάρχει για τις γυναίκες από τον Μεσαίωνα μέχρι σήμερα; Ακόμα χειρότερα, η Rebecca πιστεύουμε ότι δεν είναι καν ένα κόμικ ενάντια στον διάχυτο αντι-τσιγγανισμό τόσο στην Ιταλία όσο και στην Ελλάδα. Ενσωματώνει παιχνιδιάρικα τον λεγόμενο «θετικό» ρατσισμό που συνοδεύει τις Ρομνί, μιας και παρουσιάζει την πρωταγωνίστρια υπερ- σεξουαλική και να μεταχειρίζεται κόλπα και μάγια με χαρακτηριστική ευκολία. Πώς θα χαρακτήριζε κάποιος αναγνώστης, λοιπόν, μια αντίστοιχη αντιφασιστική έκδοση που θα παρουσίαζε με «θετικό» σεξισμό μια πρωταγωνίστρια που, ως «γυναίκα», θα ήταν φροντιστική, ευαίσθητη και παράλληλα το «άλλο μισό» ενός αντιφασίστα άνδρα ήρωα; Είναι αυτές οι συνδηλώσεις του περιεχομένου του κόμικ δευτερεύουσες; Μήπως για λίγα καρέ θα έπρεπε να καταργήσουμε τα πολιτικά μας φίλτρα από μια ουσία την οποία εν τέλει χάσαμε τελείως;

Στο επίμετρο της έκδοσης της Rebecca ορθά στιγματίζεται το λάιφ στάιλ, η λογική «εμείς και οι όμοιοι μας», η κουλτούρα των σόσιαλ μίντια και άλλα που μας αδρανοποιούν ατομικά και συλλογικά. Το πρόβλημα, όμως, θεωρούμε ότι δεν μπορεί να ξορκιστεί αν απλώς επισημανθεί. Πιστεύουμε ότι μονάχα οι κοινότητες που επικοινωνούν, ενημερώνονται, ζυμώνονται, συμφωνούν, διαφωνούν και προχωρούν μέσα από ειλικρινείς και σοβαρές συζητήσεις μπορούν να αναχαιτίσουν την κυριαρχία ενός απολιτίκ φιλελεύθερου φεμινισμού ή και αντιφασισμού, κομμένων και ραμμένων στα μέτρα των συμφερόντων των επιμέρους εθνικών κρατών και των λαών τους. Δεν μας χωράει πια, αν μας χωρούσε ποτέ, μια πολιτική ταυτότητας που κλείνεται στον εαυτό της και έχει ως ορίζοντα έναν (αυτο)περιοριστικό δικαιωματικό λόγο, την κινηματική απομόνωση των (λιγότερο εδραιωμένων) αιχμών μιας κατά τα άλλα συμπεριληπτικής/διαθεματικής ατζέντας, τον αέναο κατακερματισμό των λόγων αντι-εξουσίας μέσα σε μια εποχή ήττας όλο και πιο συντριπτικής, την εσωτερίκευση μιας κουλτούρας μυωπικού φραξιονισμού την ώρα που καλούμαστε να έχουμε δημόσια άποψη για την κατάστασή μας και τον κόσμο γύρω μας. Το γενικό πρόβλημα με τους φιλελεύθερους δεν είναι θεωρητικό. Είναι ότι όπου και όταν κλήθηκαν να μεσολαβήσουν προ των πυλών του πολέμου, στήριξαν εν λευκώ τους φασίστες. Το Άουσβιτς δεν μπορεί να λείπει από αυτή την ιστορία και ούτε από τη δική μας ιστορία.

antigreek_émigré