(πέρα από την ιστορία και τη μνήμη)
1. Παλιές ιδέες ξανά επίκαιρες στην υπηρεσία όχλων και κρατών
Τον περασμένο Αύγουστο στο Σάρλοτσβιλ των Η.Π.Α. χιλιάδες ακροδεξιοί διαδήλωσαν με κεντρικό τους σύνθημα το «οι εβραίοι δεν θα μας αντικαταστήσουν». Να σημειωθεί ότι οι εβραίοι στις Η.Π.Α. πληθυσμιακά μετά βίας ξεπερνούν το 1% του συνολικού πληθυσμού. Στις αρχές του περασμένου Νοέμβρη εξήντα χιλιάδες πολωνοί νεοναζί βγήκαν με την υποστήριξη του πολωνικού κράτους στους δρόμους φωνάζοντας «κάτω οι εβραίοι από την εξουσία». Αυτό συνέβη σε μια χώρα όπου το 90% των εβραίων έχει εξοντωθεί στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο από τους γερμανούς ναζί και τους ντόπιους συνεργάτες τους. Στην Ουγγαρία, αντίστοιχα, το κυβερνόν κόμμα οργάνωσε την προεκλογική του καμπάνια με κεντρικό σύνθημα ενάντια στη μετανάστευση, στοχοποιώντας τον εβραίο εκατομμυριούχο ουγγρικής καταγωγής Τζορτζ Σόρος ως τον κυρίως υπεύθυνο για τη μεγάλη μετανάστευση προσφύγων στην Ευρώπη. Στην Ουγγαρία κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος εξοντώθηκαν από τους γερμανούς και τους ούγγρους ναζί πάνω από μισό εκατομμύριο εβραίοι, φτωχοί και πλούσιοι, νέοι και γέροι, με ποσοστό εξόντωσης ανώτερο του 70%. Με λίγα λόγια, ενώ οι ναζί έχουν ξεπαστρέψει τους εβραίους από παντού εδώ και 73 χρόνια, το μίσος κατά των εβραίων παραμένει επίκαιρο. Τα κράτη χρησιμοποιούν την κρίση ξανά, μετά από 73 χρόνια, για να παρουσιάσουν τον εαυτό τους «υπό απειλή» από έναν αόρατο εχθρό. Κι αν τότε έμοιαζε αρκετά γελοίο η εβραϊκή μειονότητα να ευθύνεται για την κρίση των ευρωπαϊκών κρατών, σήμερα το να κατηγορούνται οι ελάχιστοι εβραίοι που απέμειναν, μοιάζει απλά σαν κακόγουστη φάρσα. Από την πλευρά των κρατών των ίδιων βέβαια, το κόλπο είναι παλιό και δοκιμασμένο. Έξι εκατομμύρια εβραίοι εξοντώθηκαν στον Β΄ Παγκόσμιο επειδή υποτίθεται «έφταιγαν οι εβραίοι». Το μόνο που χρειάζεται το κόλπο και σήμερα είναι μερικές δεκάδες σκατόψυχοι ακροδεξιοί ηγετίσκοι και μερικές εκατοντάδες χιλιάδες, αν όχι εκατομμύρια, ηλίθιων μαζών με δολοφονικά ένστικτα. Και στην ελλάδα δεν νομίζουμε ότι μας λείπει κάτι από όλα αυτά. Δεν πάνε πολλά χρόνια, εξάλλου, που ηγετίσκοι όπως οι Βορίδης, Βενιζέλος –αλλά και λιγότερο λαμπερά αστέρια όπως εκείνος ο περιφερειάρχης του ΣΥΡΙΖΑ, ο Καρυπίδης, αλλά και άλλοι αγύρτες από την πλατεία Συντάγματος όπως ο Καζάκης ή και επιχειρηματίες του στυλ Γιαννακόπουλος– έριξαν την αντισημιτική τους πραμάτεια ‘στην αγορά’, μέσα σε διάφορες στιγμές της κρίσης με αφορμή την υπόθεση της ‘λίστας Λαγκάρντ’, την αντιπαράθεση γύρω από τη φορολόγηση των ελληνικών φαρμάκων ή, ακόμη-ακόμη, το υποτιθέμενο ζήτημα της μη φορολόγησης των εβραίων στην ελλάδα.
Το θέμα, μας αφορά και εδώ λοιπόν. Αντίστοιχα, στον όχλο είναι κάτι παραπάνω από εμφανές. Δεν είναι δύσκολο να προσέξει κανείς ψευτοπολιτικές κουβέντες των ελλήνων στους δρόμους και στη δουλειά, όπου πάντα κάποιοι άλλοι, ‘ξένοι’, φταίνε για την κρίση και για τις συμφορές τους. «Οι εβραίοι» ή «οι μασόνοι» που υποτίθεται συνωμοτούν εναντίον μας, για να ελέγξουν τον κόσμο. Έτσι, οι εβραίοι δεν είναι απλά κάποιοι ξένοι που δέχονται το μίσος της ελληνοχριστιανικής πλειοψηφίας – όπως συμβαίνει και με τους μετανάστες. Τους αποδίδεται και μια θέση εξουσίας, μια φαντασίωση πως δήθεν ελέγχουν τον κόσμο, μολονότι οι ίδιοι αποτελούν μια ελάχιστη μειοψηφία σε έναν κόσμο πλειοψηφικά χριστιανικό. Αλλά αυτό το ξέραμε. Το παράλογο είναι κεντρικό στοιχείο του ρατσισμού και του αντισημιτισμού. Και αυτή είναι η μεγάλη διαφορά μεταξύ αντισημιτισμού και ρατσισμού παράλληλα. Ο πρώτος συνιστά και κοσμοαντίληψη. Τα θύματά του γίνονται αντικείμενο φαντασίωσης ως παντοδύναμα, ικανά να κυβερνήσουν τον κόσμο ολόκληρο. Σε εποχές μάλιστα σαν αυτήν όπου η ελεύθερη πολιτική σκέψη παραδίδεται στα ΜΜΕ, το facebook και την κρατική προπαγάνδα, η λογική καταρρέει. Είναι πολύ εύκολο ο εχθρός να εντοπίζεται κάπου μακριά από την άμεση πραγματικότητα μας, τη δική μας ζωή, το δικό μας κράτος, τα δικά μας αφεντικά. Αυτή είναι η ευθύνη που έχουμε όταν ακούμε στη δουλειά, στο τρένο, στην οικογένεια αντίστοιχες μαλακίες. Αυτό που ακούμε να ξεστομίζεται δεν είναι μονάχα οι παραλογι- σμοί κάποιων ‘ψεκασμένων’, είναι και, βάσει μιας ήδη πραγματωμένης γενοκτονίας, η προετοιμασία της επόμενης.
Σε παλιότερο κείμενο στο 0151 («Ολοκαύτωμα και Αντιφασισμός μετά το ‘45», antifa negative, τ.4, Φεβρουάριος 2015) δείξαμε γιατί το να υποτιμάται σήμερα ο αντισημιτισμός δεν φέρει απλά ως αποτέλεσμα την επανάληψη ενός ολέθριου προπολεμικού σφάλματος της αριστεράς, σφάλματος υποτίμησης των εθνικών ιδεών και των κάθε είδους ρατσισμών, αλλά ακόμη περισσότερο συνιστά πια σήμερα την ενίσχυση του αντισημιτισμού σε παγκόσμιο επίπεδο. Τις ημέρες που γράφεται αυτό το κείμενο άλλος ένας αντισημίτης παίρνει ένα όπλο σε ένα σχολείο στη Φλόριντα των Η.Π.Α. και καθαρίζει 17 μαθητές, οι πέντε εκ των οποίων εβραίοι. Εκ των υστέρων ανακαλύπτεται πως ο ίδιος έγραφε συχνά δηλητηριώδη σχόλια στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης ενάντια σε εβραίους, μεξικανούς μετανάστες, gay. Πίστευε ότι οι εβραίοι ελέγχουν τον κόσμο. Ωστόσο, σχεδόν πουθενά σε δημοσιογραφικές αναφορές ή άλλες, πολιτικές, δεν υπάρχει εστίαση ούτε στο αντισημιτικό κίνητρο του δράστη ούτε στην εβραϊκότητα των πέντε από τα θύματά του. Τίποτα δεν κερδίζει η αριστερά από τέτοιες αποσιωπήσεις παρά μόνο τύφλωση. Και αντισημίτες οπαδούς φυσικά.
Και αφού η κληρονομιά του Ολοκαυτώματος δεν λαμβάνεται σοβαρά υπόψη, 73 χρόνια μετά το έγκλημα των εγκλημάτων, πόσο πιθανό είναι να πάρει μια τέτοια αριστερά σοβαρά σήμερα τον αντιδραστικό –εθνικών συμφερόντων– αντικαπιταλισμό, τη συνωμοσιολογία και τον αντισιωνισμό, κάποια από τα σύγχρονα δηλαδή δεκανίκια κάθε δεξιού και αριστερού μέλους του αγαπημένου τους ελληνικού όχλου. Και τρία απαραίτητα συστατικά, ουσιαστικά, του πως διαδίδεται σήμερα ο αντισημιτισμός. Τι θέλει εξάλλου η αριστερά; Μάζες να ‘ναι κι ότι να ‘ναι, τον λαό μαζί της! Τέτοια είναι και η ίδια, εξάλλου, στα μυαλά της. Το ελληνικό παράδειγμα είναι και πάλι το πιο πρόσφορο, τόσο γιατί το γνωρίζουμε από τα μέσα όσο και γιατί δεν γνωρίζουμε άλλο που να μπορεί να επιδείξει τέτοια επίπεδα (αυτο)εξευτελισμού. Κάποιες antifa ομάδες στην ελλάδα ζούνε από κοντά όλο αυτό τον ζόφο γιατί ακριβώς ενοχλούν τον εθνικό κορμό και τα κρατικά συμφέροντα. Η ελληνική αριστερά φυσικά παίζει τον ρόλο του μπόγια σε τέτοιες περιπτώσεις: πάει να μαζέψει τα αδέσποτα σκυλιά, αυτά που χάσανε τον δρόμο τους, αυτά που δεν εξυπηρετούν τον εθνικό λόγο.
Δεν πάει ένας χρόνος, για παράδειγμα, που οι συνελεύσεις autonome antifa και antifa negative έβγαλαν στους δρόμους της Αθήνας αφίσες με τις οποίες σχολιάζανε την ελληνοτουρκική αντιπαράθεση. Πιστές σε διεθνιστικά ‘πιστεύω’, πιστές στο «ο εχθρός είναι εδώ», ή καλύτερα «ο εχθρός είναι η ίδια μας η χώρα», οι antifa ομάδες εξέθεσαν με τον λόγο τους το επιθετικό εθνικιστικό σκεπτικό του ελληνικού ΥΠ.ΕΞ. απέναντι στο τουρκικό κράτος, ‘αδειάζοντας’ ως ανθέλληνες και ανθελληνίδες αντιφασίστριες, τα επικίνδυνα ελληνικά κρατικά σχέδια και δηλώνοντας ευθαρσώς πως δεν πολεμάνε για το ελληνικό κράτος. Παρακρατικοί και (νυν ή πρώην) πράκτορες τότε, όπως π.χ. ο κύριος Καλεντερίδης, βγήκαν στα τηλεοπτικά κανάλια (Ant1 και Star Channel ήταν δύο που πήραμε χαμπάρι εμείς, κατά την δεύτερη εβδομάδα του Απριλίου του 2017) και μίλησαν για τις αφίσες των antifa ομάδων, είπανε ότι είναι «φιλοτουρκικές», ότι «απηχούν τις απόψεις της Τουρκίας», ότι τις εκδίδουν τα «ενεργούμενα» των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών, πράκτορες της ΜΙΤ, ισλαμοφασίστες, αξιωματικοί του γενικού επιτελείου της Τουρκίας κ.τ.λ., ότι πρέπει να κινητοποιηθούν οι εισαγγελικές αρχές και η Ε.Υ.Π. μιας και θίγονται ζητήματα εθνικής ασφάλειας. Αυτά είπανε οι «ειδικοί» του ελληνικού κράτους. Συνωμοσιολογία; Όχι μόνον! Εδώ φυσικά είναι εμφανή τα κίνητρα.
Η ελληνική αριστερά, όμως, οι του λόγου μας το ξέρουμε για τα καλά, δεν πάει πίσω, με τη δική της συναφή πρακτορολογία. Μολονότι η θεωρητική ομάδα Blaumachen διαλύθηκε ατάκτως το καλοκαίρι του 2014, είναι ενδεικτικό το πώς αυτή η ομάδα διέδωσε έναν λόγο συναφή με το Star Channel και τους «ειδικούς» του ελληνικού κράτους, ήδη από τα χρόνια που κάποια μέλη της δεν απολάμβαναν κρατικούς μισθούς. Στο τ.2 των Blaumachen (Καλοκαίρι 2007) το περιοδικό δημοσιεύει το κείμενο «Η Κρυφή Γοητεία του Εισαγόμενου Αντιγερμανισμού» και σε 22 ολόκληρες σελίδες αγκομαχεί να υποστηρίξει πως η αυτόνομη ομάδα Terminal119 μακράν του να υιοθετεί έναν ριζοσπαστικό λόγο, μάλλον καταλήγει να παράγει εθνικιστικό λόγο. Τι εθνικιστικό λόγο; Μα βέβαια, με βάση τα λεγόμενά τους «ισραηλιτικό» και «αλβανικό»! Μα ποιος έχει κίνητρο στην ελληνική αριστερά να ξεφωνίζει «πράκτορες ξένων κρατών» και «εθνικιστές άλλων εθνικισμών» θα μπορούσε να ρωτήσει κανείς/καμιά εύλογα; Μα, ο μπόγιας! Το είπαμε. Και προς απόδειξη αυτού, οκτώ καλοκαίρια μετά τη δημοσίευση του κειμένου αυτού, ο μπόγιας έλαβε την πλούσια αμοιβή του. Ο ένας από τους συγγραφείς του παραπάνω κειμένου που ξεφώνιζε στην ελληνική αριστερά τους «εθνικιστές ξένων εθνικισμών» έγινε διευθύνων σύμβουλος στον ΟΤΕ και γενικός γραμματέας Ανάπτυξης στο αντίστοιχο υπουργείο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Ένα άλλο πιο πρόσφατο δείγμα της ίδιας ποιότητας είναι το blog Sarajevo που στη στήλη του ‘Ασταμάτητη Μηχανή’ (29/01/2018) έγραψε για μια αφίσα που έβγαλε πρωτοβουλία συντρόφων/συντροφισσών με αφορμή την Ημέρα Μνήμης του Ολοκαυτώματος ότι εκδόθηκε από τις… ισραηλινές μυστικές υπηρεσίες. Πολλοί φυσικά υιοθετούν τις απόψεις περί πρακτορολογίας και συνωμοσιολογίας μιας και, όπως είπαμε, ζούμε στην ελλάδα, την αντισημιτική ελλάδα, την ελλάδα των καφενείων του όχλου, την ελλάδα της πρακτορολογικής κληρονομιάς του αριστεροπατριωτικού ΚΚΕ, την ελλάδα της ΕΥΠ που ασχολείται φυσικά με τους πράκτορες άλλων κρατών. Και βασισμένοι διάφοροι σε τέτοιου είδους αντιλήψεις και πρακτικές, έχουν επιδείξει και απέναντι σ’ εμάς κατά καιρούς την εχθρότητά τους είτε μέσα από λεκτικές, ή ακόμα και σωματικές, επιθέσεις είτε γράφοντας πάνω στις αφίσες μας στο δρόμο το όνομα «Soros», είτε γράφοντας κάτω από τα συνθήματά μας τη λέξη «Πράκτορες» και άλλα τέτοια ωραία. Περιττό να ξαναπούμε ότι αυτού του είδους «τα επιχειρήματα» αποτελούν το μεδούλι του αντισημιτισμού. Φυσικά, οι Blaumachen και το blog .Sarajevo δεν έχουν διαπράξει σωματικές/λεκτικές επιθέσεις.
2. Εδώ Υπάρχουν “Γιατί”
Σαν σε μια υπέροχη διαλεκτική, την ώρα που τα παραπάνω γίνονται στην ελληνική αριστερά, ο ελληνικός φιλελεύθερος λόγος όλου του πολιτικού φάσματος, έχει αρχίσει να ανακαλύπτει το Ολοκαύτωμα, ειδικά μετά το 2010, ειδικά μετά την προσέγγιση του ελληνικού και του ισραηλινού κράτους. Για την ποιότητα του φιλελεύθερου αντι-αντισημιτισμού τα έχουμε ήδη πει σε αυτό εδώ το περιοδικό (βλ. τα παλιότερα κείμενα «Περί Ισλαμοφασισμού: μια επιστολή του Café Morgenland στο Terminal 119», τ.4, Φεβρουάριος 2015 και «Στα Ίχνη της ελληνικής Ευθύνης», τ.8, Ιούνιος 2016). Ο φιλελεύθερος αντι-αντισημιτισμός, για να συνοψίσουμε όσα έχουμε ήδη πει, με μεγαλύτερη ένταση μετά το 2010 δείχνει οποία ευαισθησία για τον αντισημιτισμό, ή μάλλον αρχίζει να θυμάται κάτι για το Ολοκαύτωμα, μιας και α) μυρίστηκε απολαβές (χρηματικές ή άλλες), β) ή ποντάρει στη συνεργασία Ισραήλ και Ελλάδας και φυσικά στα όποια οφέλη μπορεί να δοκιμάσει η δεύτερη, γ) ή δεν γουστάρει τους μουσουλμάνους (βλ. «ισλαμοφασίστες») και ποντάρει στη σύγκρουση Ισραήλ και αραβικών κρατών, ή και όλα τα παραπάνω μαζί. Και, αντίστοιχα, ο φιλελεύθερος αντι-αντισημιτισμός δεν πρόκειται ποτέ να θίξει συγκεκριμένα συμφέροντα, πόσο μάλλον τα ίδια τα ελληνικά κρατικά συμφέροντα. Έτσι, αρέσκεται να παραμένει συνήθως σε ζητήματα… μνήμης και λήθης παρά σε… τετριμμένα υλικά ζητήματα, π.χ. εβραϊκών ιδιοκτησιών (που να ξεσπιτώνεις την Εθνική Τράπεζα στην οδό Αριστοτέλους, για παράδειγμα). Αν είναι για έναν λόγο εκνευριστικός ο φιλελέ αντι-αντισημιτισμός (καταχρηστικά, ‘αντι-αντισημιτισμός’ έτσι;) είναι για τον λόγο που είναι εκνευριστικός και κάθε φιλελέ λόγος ενάντια και καλά στις «σεξιστικές διακρίσεις», το «φαινόμενο του ρατσισμού» και άλλα τέτοια. Γιατί υποδύεται μια αντίσταση στην εξουσία, γιατί ορατοποιεί μια σχέση εξουσίας για να κατακτήσει τον χώρο αντίδρασης σε αυτήν με το ένδυμα της ‘νηφάλιας ευαισθησίας’. Ο φιλελεύθερος λόγος δεν έχει αιχμές και δεν γουστάρει τις αυτόνομες συλλογικές διαδικασίες. Γιατί όλα αυτά προϋποθέτουν ότι μιλάς για τον αντισημιτισμό χωρίς να παίρνεις μισθό ή άλλες απολαβές ή να ‘ξεπλένεις’ κάποιο κράτος, γιατί οι αιχμές σημαίνουν ότι ο αντισημιτισμός, ο ρατσισμός και όλα τα καλά δεν είναι απλά ουρανοκατέβατα φαινόμενα (σαν το χαλάζι) αλλά σχέσεις ριζωμένες κοινωνικά που αλλάζουν μόνο μέσω συγκρούσεων. Και κάπως έτσι, για κάτι τέτοιους λόγους, δεν γουστάρει τον αντικρατισμό σίγουρα ο φιλελεύθερος λόγος. Και άρα, στην περίπτωση του αντισημιτισμού και του Ολοκαυτώματος, τα όρια του λόγου του είναι συγκεκριμένα. Επειδή, το να μιλήσεις για το Ολοκαύτωμα των ελλήνων εβραίων, βγάζοντας από την εξίσωση τη συμβολή του ελληνικού κράτους σε αυτό, σημαίνει τουλάχιστον ότι είσαι επιδέξιος μπαγάσας.
Με τον πρόσφατο λόγο του Μπουτάρη στη Θεσσαλονίκη (31.01.2018),1 με αφορμή τα εγκαίνια του Μουσείου του Ολοκαυτώματος στην πόλη, και τις αντιδράσεις που προκάλεσε αυτός ο λόγος βλέπουμε μια εμπειρική επανάληψη των όσων είχαμε ξαναγράψει λοιπόν στο παρελθόν. Ξεχωρίσαμε τουλάχιστον δύο επιδέξιους μπαγάσες σε αυτό το πλαίσιο. Ο ένας είναι βέβαια ο κειμενογράφος του λόγου του Μπουτάρη. Long story short, ο λόγος του δημάρχου ανακαλεί την περίπτωση μιας εβραίας σαλονικιάς που στάλθηκε για εξόντωση στην Πολωνία και της τύχης που είχε το σπίτι της και τα υπάρχοντά της, θίγοντας βέβαια το πώς η ιστορία της Μπουένα Σαρφατή δεν ήταν μοναδική, ίσα-ίσα, εκτυλίχθηκε σε χιλιάδες ακόμα περιπτώσεις και ο δήμαρχος στιγμάτισε τι σημαίνει όλο αυτό για το παρελθόν και το παρόν της πόλης της Θεσσαλονίκης. Όλα πολύ σωστά φυσικά. Δεν το συζητάμε ότι υπάρχει διαφορά όχι μόνον μεταξύ των λόγων του Μπουτάρη και των λόγων κάθε προηγούμενου δημάρχου της Θεσσαλονίκης αλλά και ολόκληρης σχεδόν της ξεφτιλισμένης ελληνικής αριστεράς (που δεν έχει γράψει και πει ποτέ καν τέτοια πράγματα). Ωστόσο, θα μας έμοιαζε κραυγαλέο να μην σχολιάσουμε το τέλος της ομιλίας του Μπουτάρη που εκεί πια φανερώνει και την καταγωγή του λόγου του. Λέει, λοιπόν, στο τέλος ο Μπουτάρης: «Πολλοί μας ρωτούν γιατί.
Γιατί αυτή η όψιμη έμφαση στην ιστορία και τη μνήμη των θεσσαλονικιών Εβραίων; …προσωπικά, προτιμώ να απαντήσω παραφράζοντας τον Πρίμο Λέβι. «Εδώ, δεν υπάρχουν γιατί», του απάντησε ο Γερμανός φρουρός, μόλις ο Λέβι έφθασε στο Άουσβιτς. «Εδώ, δεν υπάρχουν γιατί», θα μπορούσα να απαντήσω και εγώ σε όσους παραξενεύονται με την επιμονή μου.» Εδώ βέβαια αρκεί να γνωρίζει κανείς τη διαφορά μεταξύ ‘παράφρασης’ και ‘κατάχρησης’ του λόγου του Πρίμο Λέβι. Ο Πρίμο Λέβι αναφέρει τη γνωστή πλέον φράση «Hier ist kein warum» για να δηλώσει πράγματι ότι με τη βιομηχανική εξόντωση των εβραίων στο Άουσβιτς, η λογική συναντούσε τα όρια της. Δεν υπάρχει τελικό ‘γιατί’ στην εξόντωση των έξι εκατομμυρίων εβραίων. Ωστόσο, στην περίπτωση του δήμου Θεσσαλονίκης δε νομίζουμε ότι η ίδια φράση μπορεί να ειπωθεί παρά μόνο ως κατάχρηση. Το «γιατί» υπάρχει. Είναι καθαρό, δεν είναι εγκληματικό εδώ που τα λέμε για έναν ανώτερο κρατικό υπάλληλο (λιγάκι ανήθικο ίσως;) και μεταξύ άλλων ο δήμαρχος το έχει ομολογήσει αλλού πολλάκις: η οικονομική τόνωση της Θεσσαλονίκης μέσω του ισραηλινού τουριστικού διαύλου. Η Θεσσαλονίκη επιστρέφει στον χάρτη των μαρτυρικών πόλεων. Η Θεσσαλονίκη ανακαλύπτει απότομα και ‘πουλάει’ το Ολοκαύτωμά της. Είναι γλυκό το σπάσιμο νεύρων που προσφέρει ο Μπουτάρης σε ένα κομμάτι του εθνικού κορμού της πόλης. Είναι πολύ γλυκό στον λόγο του να διαβάζει κανείς για τον Άγιο Δημήτριο ως το πραγματικό «εβραϊκό μαυσωλείο» της πόλης. Και είναι πικρό, πολύ πικρό, ότι η Θεσσαλονίκη, οι χριστιανοί της πια, ρεφάρει, όπως και όσο ρεφάρει στην κρίση, μέσω των νεκρών της, των εξοντωμένων της εβραίων. Αυτή είναι η πικρή αλήθεια. Αυτό είναι το πρώτο ενσταντανέ του φιλελεύθερου λόγου ενάντια στον αντισημιτισμό που επιλέξαμε να σχολιάσουμε.
Υπάρχει και δεύτερο. Είναι η απάντηση στον λόγο του Μπουτάρη εκ μέρους του αξιότιμου κ. Κασιμάτη της Καθημερινής (16.09.2018). Ο κύριος Κασιμάτης, αν τον ρωτήσετε, αποκλείεται φυσικά να δηλώσει αντισημίτης. Ίσα-ίσα, κι αυτός ο κύριος Κασιμάτης, ο κύριος «ευχαριστώ τη Χρυσή Αυγή»2 θα τρέξει να δηλώσει μεγάλος πολέμιος του… φαινομένου. Ο κυρίος Κασιμάτης, γνώστης της ρητορικής, πιάνεται από το «αδύναμο σημείο» του λόγου του Μπουτάρη: την αναφορά στη μνήμη της σαλονικιάς εβραίας Μπουένας Σαρφατή. Και αντιπαραθέτει εκεί, στο μεταμοντέρνο ύφος της ομιλίας του Μπουτάρη, με τα βιωματικά του εργαλεία και τα όλα του, την στιβαρή άποψη (δηλαδή ιστορική-πολιτική ερμηνεία) ενός έγκυρου καθηγητή ιστορίας, του κ. Μαυρογορδάτου. Ο Μαυρογορδάτος, γράφοντας στο τελευταίο του βιβλίο για το 1922 και τις συνέπειες του στον μεσοπόλεμο, έχει τη δική του άποψη για το ζήτημα «εβραίοι Θεσσαλονίκης και ελληνικό κράτος». Και αυτή η άποψη μεταφέρεται πιστά από τον κ. Κασιμάτη στην Καθημερινή. Για να μη σας κουράζουμε και να μην ξεράσετε με το κασιμάτειο ύφος, ας κρατήσουμε την ουσία των λεγομένων του:
«οι εβραίοι της Θεσσαλονίκης ήταν αλλόγλωσσοι και αλλόπιστοι, συνεπώς μη αφομοιωμένοι, οι οποίοι δεν έλεγαν να πάρουν απόφαση πως θα γίνουν έλληνες πολίτες, πιστοί του ελληνικού εθνικισμού. Αυτή τους η ξεροκεφαλιά, σε συνδυασμό με το ότι διαλέξανε οι ίδιοι να συγκρουστούνε με τους φιλοβενιζελικούς πρόσφυγες και τον ίδιο τον βενιζελικό κρατικό μηχανισμό, τους οδήγησε σε μειονεκτική θέση μέσα στη Θεσσαλονίκη». Ακριβώς για αυτούς τους λόγους μεταπολεμικά, σε κανέναν δεν έλειψαν και κανείς δεν τους θυμήθηκε και ούτε ήθελε να τους θυμηθεί. Με λίγα λόγια, ο κ. Κασιμάτης μας γράφει ότι οι εβραίοι της Θεσσαλονίκης καλά έπαθαν, τα ‘θελαν και τα ‘παθαν, ή τέλος πάντων, αν δεν το λέει ο ίδιος ακριβώς με αυτές τις λέξεις, αφήνει τον έξυπνο αναγνώστη να το καταλάβει. Με λίγα λόγια, ο Κασιμάτης αναλαμβάνει δημοσίως την πρώτη που γνωρίζουμε μετά τη μεταπολίτευση ανάληψη ευθύνης για τα όσα εγκληματικά διέπραξε στο μεσοπόλεμο το βενιζελικό κράτος και οι φασίστες της ΕΕΕ. Λογικό φυσικά από τον κύριο «ευχαριστώ τη Χρυσή Αυγή» και δεν περιμέναμε λιγότερα από τέτοιο σκουπίδι.
Από την άποψη του Μπουτάρη μέχρι αυτή του Κασιμάτη κινείται ένα εκκρεμές, το εκκρεμές του φιλελεύθερου λόγου στην ελλάδα. Στη μια του πλευρά μπορεί να έχει τις καλές του ‘δικαιωματικές’ στιγμές, μια κάποιου είδους συγκυριακή ‘ιστορική δικαίωση’ αλλά όλα αυτά θα υπάρξουν συνήθως γιατί υπάρχει ένα κάποιο περιθώριο απολαβών, ένα περιθώριο παραγωγικής ανταπόδοσης, ίσως και μια κρατική δουλειά που κάποιος έπρεπε να την κάνει γιατί έτσι ‘μας λέει η Ε.Ε.’, γιατί έτσι επέλεξε να ‘ξεπλυθεί’ ο γερμανός πρόεδρος που εξασφάλισε τα δέκα εκατομμύρια ευρώ για το μουσείο του Ολοκαυτώματος στη Θεσσαλονίκη, γιατί… γιατί… γιατί… Από την άλλη πλευρά του εκκρεμούς είναι οι κύριοι Κασιμάτηδες, οι κρυφοφασίστες με τη γλυκιά γλώσσα, οι ρατσιστές με πτυχία, οι γραβατωμένοι αντισημίτες που κλείνουν το μάτι στην ελληνική εθνικιστική δράση εδώ και 90 χρόνια περίπου. Αυτός είναι ο λόγος που δεν πρέπει να ψάξουμε σε αυτό το εκκρεμές ένα σημείο της ταλάντωσής του που να μας ταιριάζει.
Αλλά πέρα από αυτό το συμπέρασμα περιεχομένου, ας κρατήσουμε και κάτι ακόμα. Κάτι μεθοδολογικό που ήδη υπονοήσαμε πριν. Οι εμπειρίες, τα βιώματα των εβραίων που επέζησαν αλλά όχι μόνον, τα εμπειρικά θραύσματα της μνήμης των θυμάτων των ναζί ή και του ελληνικού κράτους και όχλου, πέρα από θραύσματα που αναδεικνύουν τον θάνατο, είναι χρήσιμοι οδηγοί για εμάς. Για το τι κοινωνία είναι αυτή στην οποία ζούμε, για το τι εγκλήματα έχουν διαπραχθεί στον τόπο που μεγαλώσαμε. Αλλά τα θραύσματα από μόνα τους μπορούν να λειανθούν. Ο καθένας μπορεί να πάρει ένα βίωμα κάποιου και να το παραθέσει αυτούσιο, περιμένοντας την ερμηνεία να έρθει από μόνη της, σαν επιφοίτηση, αλλά αυτή δεν θα ‘ρθει. Απέναντι στα αποσπασματικά βιώματα, όσα παρατίθενται απλώς ως τέτοια, λες και συνιστούν την ίδια την αλήθεια και το κλείσιμο μιας συζήτησης, ενώ αποτελούν οδηγούς για την αλήθεια και την μετέπειτα συζήτηση, φυσικά θα έρθει να αντιπαρατεθεί η στημένη ιστορική ερμηνεία –η οποία βέβαια συνιστά πολιτική, πολιτικότατη άποψη.3 Τίθεται, λοιπόν, ξανά το ζήτημα των ορίων της χρήσης του βιωματικού λόγου. Δίχως την επεξεργασία, δίχως τη συζήτηση και την απόφαση στις οποίες μας οδηγούν τα βιώματα, ακόμα και αυτά του Λέβι όπως φάνηκε στον λόγο του Μπουτάρη, όλες αυτές οι φράσεις που βάζουν λίγο καθαρό αέρα στον σάπιο κόσμο που ζούμε, μοιάζουν σαν απασφαλισμένες χειροβομβίδες.
Κλείνοντας έτσι όσα είπαμε πριν, πως έχει δηλαδή σημασία πολλές φορές όχι το τι λέγεται (ειδικά στην ελλάδα), αλλά το από ποια πλευρά και με ποιο φακό χρησιμοποιούνται αυτά που λέγονται, γυρνάμε ξανά στον συνήθη ύποπτο διαστρέβλωσης, την ελληνική αριστερά. Από τα πιο παλιά κείμενα μας μέχρι και σήμερα, έχουμε τονίσει ξανά και ξανά πως αν έχει κάποια σημασία η στάση της ελληνικής αριστεράς για τα διεθνή –και αυτά περί της Μέσης Ανατολής συμπεριλαμβανομένων– αυτό δεν έχει να κάνει προφανώς με το τι θα γίνει στη Μέση Ανατολή αλλά κυρίως με το τι θέλουν αυτοί οι αριστεροί για την ίδια τους τη χώρα. Αντίστοιχα, σε ό,τι αφορά το δικό μας συνάφι, όποια κριτική αναπτύξαμε ποτέ ενάντια στον αντισημιτισμό, ήταν πάντοτε μια κριτική ενάντια στον ελληνικό αντισημιτισμό, μια κριτική που εστίαζε τελείως μονόπλευρα (ναι!) στην ελληνική οπτική για τη σύγκρουση στη Μέση Ανατολή. Με λίγα λόγια δεν μας ενδιέφερε ποτέ να πάρουμε θέση για το με ποιον είμαστε στη σύγκρουση Ισραήλ-Αράβων της Παλαιστίνης, μας ενδιέφερε πάντοτε να πάρουμε θέση ενάντια στην ελληνική οπτική όμως πάνω στην προαναφερθείσα σύγκρουση. Τα τεκμήρια πολλά και διάσπαρτα. Μόνο με βάση αυτό το σκεπτικό γράψαμε και υποστηρίζουμε ακόμα ότι ο αντισιωνισμός είναι αντισημιτισμός. Μόνο με βάση αυτό το σκεπτικό γράψαμε και υποστηρίζουμε ότι το ισραηλινό κράτος είναι τόσο κακό όσο όλα τα υπόλοιπα κράτη – και ότι εμείς βρισκόμενοι στην ελλάδα οφείλουμε πρώτα και κύρια να επιτεθούμε στη χώρα μας, εμπιστευόμαστε δε και επικροτούμε τους συντρόφους μας στη Μέση Ανατολή να κάνουν το ίδιο ενάντια στις χώρες τους. Μόνον με βάση αυτό το σκεπτικό γράψαμε και υποστηρίζουμε ότι η ξεφτιλισμένη ελληνική αριστερά δεν πιάνει το επίπεδο της ισραηλινής αριστεράς ούτε κατ’ ελάχιστον. Και μόνον με βάση αυτό το σκεπτικό γράψαμε και υποστηρίζουμε ότι όσα παλαιστινιακά κι αν φορέσουν η ελληνική αριστερά –και όλοι οι μπλόγκερς της μαζί– αυτά δεν έχουν να κάνουν με τον αραβικό εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των εκεί Αράβων αλλά με τις ορέξεις και τις ονειρώξεις των εδώ ελλήνων. Και μόνον με βάση αυτό το σκεπτικό, τέλος, έχουμε ασκήσει στο παρελθόν κριτική στην πατριωτική αντι-ιμπεριαλιστική άποψη που δήθεν στιγματίζει το ελληνικό κράτος για τις συμμαχίες του με τον ‘διάβολο-Ισραήλ’ ή τον ‘διάβολο-Η.Π.Α.’, κάνοντας τουμπεκί για άλλες ‘αγγελικές’ διακρατικές συμμαχίες του. Γιατί, βέβαια, όταν το μόνο που έχεις να καταλογίσεις στο ελληνικό κράτος είναι η συμμαχία του με το ‘διαβολικό Ισραήλ’, υπονοείς ότι αν αυτό το κράτος δεν συμμαχούσε με το Ισραήλ, θα ήταν ‘καλό’. Γιατί, βέβαια, όταν εν έτει 2018 το μόνο που έχεις να καταλογίσεις στο ελληνικό κράτος είναι η συμμαχία του με το ‘διαβολικό Ισραήλ’, απλά πετάς την μπάλα στην κερκίδα και κάνεις τουμπεκί για τις δολοφονικές ορέξεις (και τις κρατικές και αυτές του όχλου) της ίδιας σου της χώρας: την αφύπνιση του εθνικού κορμού και τα επεκτατικά πλάνα του υπερδραστήριου ελληνικού ΥΠ.ΕΞ. για να πούμε μόνο δύο από τα πολλά που συμβαίνουν σήμερα.
Για όλους τους παραπάνω λόγους ξαναγράφουμε σήμερα ότι, το τι έχει να πει η ελληνική αριστερά για τη Μέση Ανατολή περισσότερα έχει να μας πει για αυτή την ελληνική αριστερά (που μια χαρά την ξέρουμε κιόλας) παρά για τη μέση ανατολή (για την οποία γνωρίζουμε πολύ λιγότερα). Όταν βλέπεις π.χ. ένα ριζοσπαστικό κατά τα άλλα έντυπο να υποστηρίζει ρητά και ξάστερα την ιρανο-λιβανέζικη Χεζμπολάχ του Σεϊχη Νασράλα, δεν μπορείς να μην πεις ότι κάτι πάει στραβά. Όταν βλέπεις π.χ. μια αφίσα με το σύνθημα «η αντίσταση είναι γυναίκα» να απεικονίζει μια κουκουλωμένη όμορφη, με μέινστριμ όρους, γυναίκα, τότε το τι λες για τη Μέση Ανατολή δεν έχει απολύτως καμία σημασία, αλλά κυρίαρχη σημασία έχει το πώς νοηματοδοτεί την «αντίσταση» όποιος βγάζει την αφίσα αυτή και το τι άποψη έχει για τη γυναικεία φιγούρα στις αφίσες του. Δεν είναι αυτή η γυναικεία φιγούρα που μιλάει μέσα από μια τέτοια εικόνα, όπως θα ‘θελε ίσως η διαφήμιση να πιστέψουμε, αλλά κάποιος άλλος βλέπει μέσα από την αφίσα. Αυτό είναι και το μόνο άξιο προβληματισμού εδώ.
Με αυτό το κείμενο δεν θέλαμε μόνο να γράψουμε για την κατάντια της ελληνικής αριστεράς με αφορμή την ημέρα μνήμης του Ολοκαυτώματος και να θυμίσουμε τους έλληνες εβραίους που χάθηκαν, αυτούς που κάποτε, πριν 100 χρόνια ακριβώς δημιουργήσανε την ίδια την ελληνική αριστερά. Δεν θέλαμε μόνο να εκθέσουμε τον ελληνικό φιλελεύθερο λόγο και την κενότητά του με αφορμή την ημέρα μνήμης του Ολοκαυτώματος και το πώς οι μεν και οι δε οργανώνουν τα πολιτικά τους παιχνίδια πάνω στο έγκλημα των εγκλημάτων, για το καλό της χώρας, για το καλό της πατρίδας των ελλήνων. Καμία λύτρωση δεν μπορούμε να βρούμε από την υποκρισία των μεν φιλελεύθερων και την ξεφτίλα των δε αριστερών. Θέλαμε να υπενθυμίσουμε την επικαιρότητα του αντισημιτισμού. Είναι ακόμα μπροστά μας, έστω κι αν ξεκληρίστηκε το ένα τρίτο του παγκόσμιου εβραϊκού πληθυσμού 73 χρόνια πριν. Το Άουσβιτς είναι ξανά μια αφετηρία για την αντιφασιστική σκέψη. Για το ρόλο των κρατών στα οποία ζούμε και τα οποία επιβίωσαν όλα αυτά τα χρόνια χάρη και στα έξι εκατομμύρια εβραϊκά πτώματα. Για το ρόλο όλων μας στην αντιμετώπιση των κυρίαρχων ιδεολογικών αντισημιτικών αντιλήψεων που ξανά σήμερα θριαμβεύουν στα κεφάλια εκατομμυρίων. Κανένα ριζοσπαστικό κίνημα δεν πρόκειται να στηθεί δίχως να κηρύξει ολομέτωπη επίθεση στην αντιδραστική αντίσταση, τον εθνικισμό, τη συνωμοσιολογία, τις φενάκες κάθε εθνικού κράτους και κορμού. Κανένας κόσμος που να μας χωράει δεν μπορεί να υπάρξει με τέτοια θεμέλια.