Αυτή είναι η ιστορία του Τόνιο Τσιάβο, γεννημένου και μεγαλωμένου στο Μετσοτσόρνο. Γυναίκα και οχτώ παιδιά, τρία απ’ αυτά σχεδόν πεθαμένα και δυόμιση αδελφές σε ένα δωμάτιο. Ο Τόνιο Τσιάβο έφυγε, πήγε στον παράδεισο που βρίσκεται κάπου εκεί στην Χέρνε. Στον καταυλισμό κάτω από την σκεπή, με δώδεκα συνάδελφους από το Μετσοτσόρνο, για 100 μάρκα νοίκι και σβησμένο φως από τις 9 το βράδυ, καθόταν τα βράδια κι έπινε το κρασί του.
Κάπου-κάπου έβλεπε από τα λούκια της σκεπής πραγματικά αστέρια στον παράδεισο που βρίσκεται κάπου εκεί στην Χέρνε.
Καλά λεφτά έστελνε ο Τόνιο στο σπίτι του. Τα μετρούσαν εκεί και γελούσαν χαρούμενα Δούλευε για δέκα άτομα στην οικοδομή κι ήρθαν μετά τα εγκαίνια της σκεπής. Ο εργοδηγός τον είπε ‘ιταλογούρουνο’, δεν του άρεσε αυτό στον παράδεισο που βρίσκεται κάπου εκεί στην Χέρνε.
Ο Τόνιο Τσιάβο τράβηκε το μαχαίρι του, ένα στιλέτο από το Μετσοτσόρνο και το ‘χωσε στην χοντρή κοιλιά του εργοδηγού. Χύθηκε αίμα πολύ και μπύρα μπόλικη. Τέσσερις οικοδόμοι άρπαξαν αμέσως τον Τόνιο Τσιάβο. Είδε από κάτω του την Χέρνε, τον παράδειο που δεν του ήταν πια μακριά.
Αυτό είναι το τέλος του Τόνιο Τσιάβο γεννημένου και μεγαλωμένου στο Μετσοτσόρνο.
Τον πέταξαν από 70 μέτρα ύψος, επάνω στο πλακόστρωτο, έπεσε ανάμεσα σε δέκα αδύνατους άντρες, κουρασμένους κι εξασθενημένους που ήρθαν εκείνη την ώρα από μακριά από το Μετσοτσόρνο στον παράδεισο που βρίσκεται κάπου εκεί στην Χέρνε.
Το τραγούδι αυτό του F. J. Degenhardt (1931 – 2011) γράφτηκε το 1966 και βασίζεται σε πραγματικό περιστατικό. Είναι αφιερωμένο στον ιταλό μετανάστη Τόνιο Τσιάβο που δολοφονήθηκε από γερμανούς συναδέλφους του. Έζησε μόνο για λίγο διάστημα στην δυτικογερμανική πόλη Χέρνε.
Κατέβασε το pdf εδώ