Στην τουρκική θεσσαλονίκη το 1909 συγκροτήθηκε η πρώτη εργατική συνδικαλιστική ένωση των βαλκανίων: η Φεντερασιόν. Γραμματέας της ήταν ο Αβραάμ Μπεναρόγια. Η Φεντερασιόν, όντας η πλέον ριζοσπαστική και διεθνιστική οργάνωση που εξέφραζε και στελεχωνόταν από το πολυπληθές πολυεθνικό προλεταριάτο της πόλης, αποτέλεσε την πρώτη ύλη για την δημιουργία του ΚΚΕ και της ΓΣΕΕ αργότερα στην ελλάδα. Τα μέλη της ήταν κυρίως εβραίοι και δευτερευόντως σλάβοι εργάτες.
Ο Σαμουέλ Γιονά, ο οποίος πρωτοστάτησε στη Φεντερασιόν, ήταν και γραμματέας του καπνεργατικού συνδικάτου το οποίο οργάνωσε την άνοιξη του1914 την εικοσαήμερη απεργία των καπνεργατών της μακεδονίας,την σημαντικότερη μέχρι τότε κινητοποίηση του είδους στον ελλαδικό χώρο (32.000 απεργοί!-ως επι το πλείστον εβραίοι στη Θεσσαλονίκη, μουσουλμάνοι και χριστιανοί στη Δράμα,την Καβάλα και την Ελευθερούπολη).
Στη νεοκατεκτημένη απο την ελλάδα Θεσσαλονίκη, γενικός διοικητής μακεδονίας διορίζεται εκείνη την εποχή ο Θεμιστοκλής Σοφούλης. Είναι αυτός που θα ηγηθεί των διώξεων ενάντια στην Φεντερασιόν και σε καθετί οργανωμένο ενάντια στον ελληνικό εθνικισμό και στο κεφάλαιο του. Ο Σοφούλης είχε αποδείξει την αξία του για το ελληνικό κράτος καθώς ηγήθηκε μαχών με τους Τούρκους στη Σάμο, την οποία και διοίκησε προσωρινά, κηρύσσοντας την ένωση της με την ελλάδα. Η μεγάλη πρωτοτυπία της διοίκησης Σοφούλη στη Θεσσαλονίκη είναι η ποινικοποίηση των εργατικών κινητοποιήσεων με τις κατηγορίες της εθνικής προδοσίας και του ανθελληνισμού. Όπως όλες και όλοι τωρα πια ξέρουμε, για να γίνουν πιστευτές και να αποκτήσουν κοινωνική υπόσταση τέτοιες συκοφαντίες ήταν απαραίτητη η συνδρομή της λεγόμενης και τέταρτης εξουσίας.
Εδώ μπαίνει στην ιστορία ο έτερος ευπατρίδης Ιωάννης Κούσκουρας: η εφημερίδα του “Νεα Αλήθεια” (χρηματοδοτούμενη – από το 1903 – με μυστικά κονδύλια απο το ελληνικό υπουργείο εξωτερικών) γράφει στις 2-04-1914 συκοφαντώντας το εργατικό κίνημα της πόλης: “επιδιώκουν να παρασύρουν τους Έλληνας αδερφούς μας εις τον διεθνισμόν, δηλαδή να μην προσκυνούν τον Σταυρόν και να μην χαιρετούν την γλυκείαν Γαλανόλευκον,αλλά να έχουν ως έμβλημα τους την κόκκινη σημαία του σοσιαλισμού, όστις ως απεδείχθη τουλάχιστον εν Θεσσαλονίκη είναι απλούσττα μια οργάνωσις στρεφόμενη κατά του Ελληνισμού”.
Οι διώξεις κατα της Φεντερασιόν ξεκινούν με το που πατάνε οι ελληνικές αρχές το πόδι τους στη Θεσσαλονίκη το 1912. Συλλαμβάνουν και απελαύνουν δυο σλαβικής καταγωγής στελέχη της Φεντερασιόν (Ντ.Βλάχωφ και Α.Τόμωφ) και αντιμετωπίζουν τη συνδικαλιστική δραστηριότητά της ως “μηχανοραφίες βουλγάρων, τούρκων, αυστριακών και ισραηλιτών” κατά της ελληνικής κυριαρχίας. Η επίθεση των ελλήνων στον διεθνιστικό σοσιαλισμό κλιμακώνεται ακόμη περισσότερο τον Μάιο του 1914. Στις 12 Μαίου η αστυνομία εισβάλει στα γραφία της ομοσπονδίας και κατάσχει το αρχείο της. Στα τέλη του μήνα διώκεται ο σαλονικιός εβραίος αρχισυντάκτης της σοσιαλιστικής εφημερίδας “ΑΒΑΝΤΙ” Αλμπέρτο Αρδίτι. Το ποινικό στόχαστρο του κράτους στρέφεται πια κατά των Γιονά-Μπεναρόγια στις 10 Μαίου με συλλήψεις των δύο στελεχών του οργανωμένου εργατικού κινήματος. Η κατάσχεση των αρχείων της Φεντερασιόν έγινε προς άγρα περαιτέρω “ενοχοποιητικών” στοιχείων και για αυτούς τους δυο. Αποδείχθηκε, όμως, άκαρπη και το κατηγορητήριο εναντίον των δύο συνδικαλιστών συντάχθηκε μόνο με τη βοήθεια από τρεις μαρτυρικές καταθέσεις. Οι πρώτοι δύο μάρτυρες αποτελούν κλασικές περιπτώσεις επαγγελματιών συνεργατών της αστυνομίας: ο πρώτος, “κατάσκοπος”, ο επαγγελματίας χαφιές Παυλος Ιωάννου Αστεριάδης και ο δεύτερος κοινός ρουφιάνος, ο καπνεργάτης Χαράλαμπος Κόλλας. Ο τρίτος μάρτυρας κατηγορίας δεν ήταν άλλος από τον εκδότη της “Νέας Αλήθειας” Ιωάννη Κούσκουρα. Ιδού ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα απο την κατάθεσή του: «Ο Μπεναρόγια ουδέν επάγγελμα εξασκεί εν τη πόλει ταύτη, υπάρχει υπόνοια ότι μισθοδοτείται υπό της Βουλγαρικής Κυβερνήσεως διά να συντηρή το εν λόγω Κέντρον (εργατικό κεντρο θεσσαλονίκης), όπερ κατά την αντίληψίν μου έχει μεταβληθή εις ανατρεπτικόν ως απέδειξεν η τελευταία απεργία των καπνεργατών την οποία απεπειράθη να χρησιμοποιήση προς διατάραξιν της δημοσίας τάξεως εν Θεσσαλονίκη, όπως αποδείξη ότι δεν υφίσταται ασφάλεια εν Θεσσαλονίκη. Επίσης ο Μπεναρόγια αποδεικνύει διά της στάσεώς του ότι ουδένα τρέφει σεβασμόν προς την Ελληνικήν Κυβέρνησιν, διότι καίτοι του έγινον σχετικαί προτάσεις όπως αναρτήση την Ελληνικήν σημαίαν επί της θύρας του Κέντρου, απέρριψε τας προτάσεις ταύτας περιφρονητικώς ειπών ότι ο Σοσιαλισμός ουδεμία σχέσιν έχει με την Ελληνικήν Κυβέρνησιν. Ολαι αύται αι ενέργειαι γίνονται εν γνώσει και τη συνεργασία του Σαμουέλ Γιουνά. Αλλο τι δεν έχω να προσθέσω και γράμματα γνωρίζω».
Έτσι, στις 5 Ιουνίου 1914, με την δικογραφία “δεμένη”και τη συγκατάθεση του Σοφούλη, η αστυνομία ανακοινώνει πως “Οι Σαμουέλ Γιονά και Αβραάμ Μπεναρόγια εκτοπίζονται επ’αόριστον στη Νάξο, ως επικίνδυνοι για την δημόσιαν ασφάλειαν”, εγκαινιάζοντας και επίσημα την εποχή των διώξεων εναντίον του εθνικά παρεκκλίνοντος προλεταριάτου. Οι Σαμουέλ Γιονά και Αβραάμ Μπεναρόγια θα παραμείνουν εξόριστοι μέχρι τον Ιανουάριο του 1917. Οι δυο αγωνιστές πρωταγωνίστησαν στην δημιουργία του ΣΕΚΕ για να διαγραφούν ως υπερβολικά μετριοπαθείς όταν αυτό μετονομάστηκε σε ΚΚΕ το 1924. Αφού έφυγε ο Βενιζέλος για τη γαλλία, ο Σοφούλης ανέλαβε την ηγεσία του κόμματος των Φιλελευθέρων. Στις εκλογές της 26ης Ιανουαρίου του 1936 το κόμμα του δεν κατάφερε να συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία. Τότε υπέγραψε σύμφωνο με το παλλαϊκό μέτωπο – που ελεγχόταν απο το ΚΚΕ – χάρη στο οποίο εκλέχθηκε πρόεδρος της βουλής (το σύμφωνο αυτό έμεινε στην ιστορία ως “σύμφωνο Σοφούλη-Σκλάβενα” – ο Σκλάβενας ήταν βουλευτής του παλλαϊκού μετώπου και ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ). Αυτό το ΚΚΕ, που 12 χρόνια πριν δεν “αρκούταν” στο δυναμισμό του Μπεναρόγια και του Γιονά προσχωρούσε τώρα σε λυκοφυλία με τις εθνικές δυνάμεις της αντιπολίτευσης των Λαϊκών. Έτσι, αρχικά διέγραψε τους δυο άγρια διωκόμενους αγωνιστές της σοσιαλιστικής και εργατικής χειραφέτησης, κατόπιν συνεργάστηκε με τον διώκτη τους.
Αμέσως μετά την επίσημη αναγγελία της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου 1936, ο Σοφούλης, διατηρώντας για τον εαυτό του το προφίλ του ‘κεντρώου πολιτικού’ που θα ‘θελε να στο μέλλον να αναλάβει την πρωθυπουργία, σε υπόμνημά του πρός τον βασιλιά γεώργιο (δεκέμβριος 1936) αποδεικνύεται δεξιότερος των δεξιών: «Αλλ’ εάν ο κ. Πρωθυπουργός (Ι. Μεταξάς) είχε στοιχεία, πείθοντα αυτόν, ότι ευρισκόμεθα προ ενός πραγματικού κινδύνου ανατροπής του καθεστώτος, είχε όλην την ευχέρειαν να αποτρέψει τον κίνδυνον δια μόνης της κηρύξεως του στρατιωτικού νόμου, παρεχομένης αναντιρρήτως και υπό της εθνικής αντιπροσωπείας της εγκρίσεως αυτής. Και λέγω αναντιρρήτως, διότι κατά τας συνεδριάσεις της συνταγματικής επιτροπής είχε διατυπωθή η γνώμη, ότι συμφέρει να κατοχυρωθή και υπό του Συντάγματος το πολίτευμα της Χώρας διά παντός μέτρου ασφαλείας κατά του κομμουνισμού, τιθεμένου εν ανάγκη εκτός νόμου.» Στη συνέχεια, στα χρόνια της γερμανικής κατοχής ο Σοφούλης διατήρησε επαφή μόνο με την “κυβέρνηση” της μέσης ανατολής (γ.παπανδρέου), δεν παρέλειψε δε να κατηγορεί το ΕΑΜ πως θέλει να εγκαθιδρύσει κομμουνιστική δικτατορία (συμφωνα με τα δικά του λεγόμενα, όπως τα διαβάσαμε παραπάνω, με την φασιστική δικτατορία δεν είχε τέτοιες αντιρρήσεις). Μετά την αποχώρηση των γερμανών, ο Σοφούλης προσπαθεί να παίξει το γνωστό παιχνίδι – ίσες αποστάσεις μεταξύ βασιλοφρόνων και μη – με απώτερο σκοπό να εμπιστευτούν σε αυτόν οι άγγλοι την πρωθυπουργία και όχι στον παπανδρέου που, αν και αντικομμουνιστής κι αυτός, ήταν δηλωμένος αντιβασιλικός. Έτσι, με τη γεφύρωση ή την παράκαμψη αυτού του ενδο-αστικού πολιτικού χάσματος, βάζει υποψηφιότητα εκ νέου ως ο ικανός να ενώσει την ελληνική αστική τάξη. Το Φεβρουάριο του ‘45, στη δίκη των δοσίλογων-ταγματασφαλιτών κατέθεσε τα εξής: “Ούτε πιθανήν εικασία είναι δυνατόν να κάμη τις, ότι οι κατηγορούμενοι είχον δολίαν πρόθεση προς εξυπηρέτησιν ή διευκόλυνσιν του εχθρού όταν ανέλαβον τον σχηματισμόν Κυβερνήσεως, ούτε γνωριζω πράξεις των διευκολυνούσας των εχθρόν. Όλοι τους είναι καλοί πατριώται”, περνώντας τα κατάλληλα μηνύματα. Παρόλα αυτά, τον Ιούλιο του ’47 το ΚΚΕ συνεχίζει να έχει ένα κανάλι επικοινωνίας και συνεργασίας ανοικτό με το πολιτικό «κέντρο» και η ηγεσία του ΕΑΜ κάνει έκκληση στον Σοφούλη να αναλάβει δράση για την αποφυγή του εμφυλίου. Ο Σοφούλης απαντά με ένα σημείωμα για πιθανή συνεργασία του κόμματος των φιλελευθέρων με τον συνασπισμό του ΕΑΜ αλλά βασιλιάς, ακροδεξιοί και αμερικάνοι του το κόβουν μαχαίρι. Στις 4 Σεπτεμβρίου του ’47 τελικά «αναγκάζεται» να κάνει κυβέρνηση συνασπισμου με τους λαϊκούς του τσαλδάρη. Το προσδοκώμενο αποτέλεσμα της συνεργασίας ήταν το κοινό μέτωπο ενάντια στο ΕΑΜ, το προσωπικό του πάση θυσία η ‘εξουσία’. Η ακροδεξιά κυβέρνηση της οποίας γίνεται πρωθυπουργός είναι αυτή που θα κάνει τις θηριωδίες τα επόμενα χρόνια στον εμφύλιο. Πεθαίνει πλήρης εγκληματικών ημερών το 1949. Μολονότι ο Κούσκουρας πέθανε το 1931, οι δυο γιοι του εξακολούθησαν μετεμφυλιακά να εκδίδουν την εφημερίδα του μέχρι τα χρόνια της χούντας, το 1971. Όσο για τους Άλλους; ο Γιονά δολοφονήθηκε στο Άουσβιτς το 1943. Ο Μπεναρόγια επέζησε των στρατοπέδων, παρέμεινε σοσιαλιστής και πέθανε στο Ισραήλ το 1979.
Αυτό είναι ένα σύντομο επεισόδιο της ελληνικής ιστορίας που εκθέτει τα ονόματα δύο στηλοβατών του ελληνικού εθνικού κράτους, δύο οργάνων της ελληνικής αποκιοκρατίας στις ‘νέες χώρες’ αλλά ταυτόχρονα και ένα απόσπασμα από την αντιπαράθεση εθνικής/ταξικής συνείδησης στο οργανωμένο εργατικό κίνημα του μεσοπολέμου, καθώς και το ρόλο του λεγόμενου πολιτικού ‘κέντρου’ σε αυτήν. Μην περιμένετε να δείτε οδούς Γιονά και Μπεναρόγια στη Θεσσαλονίκη. Το αμφιθέατρο του εργατικού κέντρου της πόλης εντελώς υποκριτικά έλαβε το όνομα του Αβραάμ Μπεναρόγια για να τιμήσει τον ιδρυτή του σαλονικιώτικου συνδικαλισμού, απαλείφοντας βολικά την αδιαφορία του Μπεναρόγια για κάθε εθνική συνείδηση και ειδικά την ελληνική. Αντιθέτως, η οδός όπου στεγάζονταν τα γραφεία της «Νέας Αλήθειας» στη Θεσσαλονίκη, σε πάροδο της Τσιμισκή τιμητικά μετονομάστηκε σε οδό Κούσκουρα. Όσο για τον Σοφούλη, πιθανόν λόγω των στρεμμάτων που εξασφάλισε για τους ελληνόφωνους μικρασιάτες πρόσφυγες κατά την τρίμηνη πρωθυπουργία του τη δεκαετία του ’20, η παραλιακή λεωφόρος που οδηγεί σήμερα στην προσφυγική Αρετσού και την Καλαμαριά έλαβε φαρδιά-πλατιά το δικό του όνομα.
Για συμπληρωματικό διάβασμα πάνω στην παραπάνω περίοδο, βλέπε:
– ‘Το εκκρεμές της Κρίσης ανάμεσα στο Έθνος και την Τάξη [μέρος β’: Η μεγάλη μάχη της Σαλονίκης]’, εδώ http://terminal119archive.wordpress.com/2012/01/17/nosotrostext/
– και ‘Δεν είναι η βαϊμάρη, δεν είν’ δημοκρατία, είναι μόνο μια… βοθροκοινωνία!’ του Stepanyan TSP, εδώ https://stepanyantsp.espivblogs.net/2012/12/05/einai-mono-mia/