Αυτό εδώ ας διαβαστεί ως το τελευταίο μέρος της σειράς κειμένων της ομάδας για το κράτος. Συζητάμε τις εθνικές πολιτικές ασφάλειας σε ελλάδα και Η.Π.Α. με αφορμή την επικαιρότητα. Συζητάμε για τα δύο άκρα, για τη βία, τα κρατικά επιχειρήματα και το πώς στέκεται κανείς/καμιά απέναντί τους από αυτόνομη αντιφασιστική σκοπιά. Το παραδεχόμαστε ότι ξεκινήσαμε κάπως αμήχανα αυτό το κείμενο πρώτα-πρώτα γιατί μας ανησύχησε πολύ η διασημότητα που πήρε το όνομα ‘antifa’ στις Η.Π.Α. και η προσπάθεια που έκαναν τα διεθνή ΜΜΕ και το αμερικανικό κράτος για να το ορίσουν και να το στιγματίσουν ως ‘επιτομή της βίας’ ή, στην καλύτερη, ως ‘άτακτη ουρά του Δημοκρατικού κόμματος’. Στο κομμάτι που αφορά στην ελλάδα, αμηχανία μας προκαλούσε το ανύπαρκτο περιθώριο να τοποθετηθούμε για την περίπτωση δύο φυλακισμένων για την υπόθεση της Σ.Π.Φ. σε ένα περιβάλλον λόγου τόσο αποπροσανατολιστικό και αποπροσανατολισμένο, που άγεται και φέρεται μεταξύ κρατικής προπαγάνδας και ανθρωπισμού. Είδαμε πως κοινό στοιχείο βέβαια μεταξύ των δύο παραδειγμάτων που επιλέξαμε να σχολιάσουμε εί- ναι η παρουσία του κρατικού λόγου που επιχειρεί να κατονομάσει τα πράγματα κατά τη χάραξη των εθνικών πολιτικών ασφάλειας. Θεωρούμε ότι μια ξεχωριστή μάχη δίνεται και πρέπει να δίνεται σε αυτό το επίπεδο, η οποία προϋποθέτει καταρχήν να έχουμε μια άποψη για το κράτος, δηλαδή για αυτόν τον δολοφονικό μηχανισμό που εξηγήσαμε και στα προηγούμενα κείμενά μας, τον μηχανισμό αυτόν που από τις καταβολές του και καθαρά –δεν το αρνούμαστε– για λόγους επιβίωσης, πρέπει να δημιουργήσει έδαφος μακρόπνοης συνύπαρξης και συνεργασίας μεταξύ των χειρότερων ομάδων εξουσίας. Θεωρούμε πως μια αυτόνομη αντιφασιστική ομάδα πρέπει να ‘χει άποψη γι’ αυτά, να έχει μια ιδέα για όλα αυτά, έστω και αμυντικά, γιατί στην τελική τόσο ως άτομα όσο και ως συλλογικότητες αυτή η βία στοχεύει σε εμάς.
“The antifa are in town!”
Με την ευκαιρία των γεγονότων στη Σάρλοτσβιλ, ο Ντόναλντ Τραμπ έθεσε το προσφιλές σε όλες μας σχήμα των δύο άκρων. Δεν τονίζει τη συμπάθεια του, ούτε τη συμμετοχή του στο ένα από τα δύο. Πρόκειται για ‘δυο άκρα’, εφόσον απευθύνεται στην “κοινωνία” και οι αντιφά σε αυτό το σχήμα είναι το αντεστραμμένο είδωλο των ακροδεξιών νεοναζί. Πρόκειται για παλιό κόλπο. Με αυτό το σχήμα έχουμε την αναπαράσταση ενός ανταγωνισμού –οι μεν και οι δε– ο οποίος συμπιέζει την “κοινωνία”, δεν την αφήνει “να κάνει τη δουλειά” της. Πρόκειται για μυστικοποιητικό σχήμα ξεκάθαρα εφόσον το υποκείμενο στο οποίο απευθύνεται ο Τραμπ, αφενός στελεχώνει τις τάξεις και των δυο [κάποιοι βλέπουν τους εαυτούς τους σαν παραγκωνισμένους λευκούς (ακόμη και αν έχουν όλα τα προνόμια και τις εξουσίες), ενώ κάποιοι άλλοι, (συμπεριλαμβανομένων ορισμέ- νων εξίσου οικογενειαρχών με δουλειές κτλ)., γίνονται αντιφά, δηλαδή δρουν στη βάση της ιδέας πως οι φασίστες συνιστούν απειλή]. Άρα, ναι, πρόκειται για έναν αναδυόμενο ανταγωνισμό, αλλά αυτός δεν προκύπτει επειδή οι αντιφά πήγαν στο Σάρλοτσβιλ, ούτε επειδή πέταξαν ένα στραγάλι και δήθεν κάτι έγινε. Προκύπτει ήδη από τη στιγμή που οι γεμάτοι μνησικακία λευκοί, άνδρες, νεοναζί και μη, κραδαίνουν τα όπλα φαντασιωνόμενοι πως ο Ομπάμα επιδιώκει να τους τα πάρει, να τους πετάξει στα στρατόπεδα FEMA, προκειμένου να έλθει μια νέα τάξη πραγμάτων.
Εν τέλει το θέμα είναι πως το υποκείμενο που στελεχώνει τους altright είναι φυλετικά καθορισμένο, δηλαδή μέσα από την αντίθεση και, πράγματι, αποστροφή προς τις άλλες, “μη-αμερικάνικες” φυλές, ενώ το αντίστοιχο αντιφά υποκείμενο είναι ιδιαίτερα ανομοιογενές: οικο- γενειάρχες με αντιφασιστική συνείδηση, μετανάστες και postcolonial υποκείμενα, σεξουαλικές και μειονότητες φύλου. Να ξαναπούμε το σύνηθες που εξηγεί τα παραπάνω: Εντός των alt-right βλέπουμε την εικόνα της κοινωνίας που επιδιώκουν. Όπλα, κυριαρχία και λευκή ανωτερότητα. Εντός των antifa, βλέπουμε (πίσω από τις κουκούλες), όλες τις διαφορές οι οποίες δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν αν οι νεοναζί δεν συναντούσαν αντίσταση. Ας σκεφτούμε μονάχα τις δεκάδες δολοφονίες τρανς ατόμων τη περσινή χρονιά. Τις βόμβες στα gay club. Την (ελάχιστη) δημοσιότητα που παίρνουν, σε αντίθεση με τον όποιο τυχαίο μουσουλμάνο κάνει πιθανόν το ίδιο, πάρει ένα όπλο να διαλύσει την μικρο-κοινωνία στην οποία αποδίδει το ψυχοκοινωνικό του τέλμα. Η διαφορά είναι δηλαδή της τάξης της διαφοράς μεταξύ επιθετικότητας και αυτοάμυνας. Αν θέλαμε να το τραβήξουμε στα λογικά του άκρα, θα μπορούσαμε να πούμε πως οι αντιφά έχουν το δύσκολο έργο να διαχειριστούν δυο άκρα, αυτά της τυφλής, παρανοϊκής βίας, του alt-right (ήδη) καθεστώτος και των εχθρών του, οι οποίοι καθόλου δε σημαίνει πως είναι φίλοι των πρώτων.
Εν τω μεταξύ οι αντιφά πρέπει να συζητήσουν το πρόβλημα-βία που τους θέτει το κράτος και ήδη πολλοί το συζητάνε σε μια σωστή βάση. Η υποτιθέμενη επικινδυνότητα των αντιφά έγκειται στη διάθεση τους να ασκήσουν βία. Να απαντήσουν σε οποιαδήποτε κλιμάκωση της βίας. Κρίμα που δεν εμπιστεύονται τους θεσμούς, κρίμα που οι μπάτσοι στις ΗΠΑ, όχι μόνο δεν θα έσπευδαν να βοηθήσουν ένα τέτοιο υποκείμενο, αλλά θα ενημέρωναν και τους τρομοκρατημένους λευκούς πως η αστυνομία σκοτώνει μόνο μαύρους και πως συνεπώς δε χρειάζεται να ανησυχούν. Ωστόσο, από το 2006 μέχρι το 2016, το 73-92% των δολοφονιών με πολιτικό κίνητρο στις ΗΠΑ είχαν ακροδεξιούς δράστες. Οι αντιφά δεν έχουν σκοτώσει κανέναν, δηλαδή, μηδενική πραγματι- κή αντεκδίκηση. Υπάρχει η δράση και η αντίδραση. Με τους αντιφασίστες να θέτουν σαν πολιτικό τους στόχο την ανάσχεση των φασιστών κυρίως με τα μέσα της διαδήλωσης της διαμαρτυρίας και της άμεσης δράσης, των οποίων η βίαιη έκφανση είναι (κυρίως) συμβολική. Με λίγα λόγια, έχουμε μια χαλαρή δικτύωση ομάδων, αποφασισμένη να παρεμβαίνει όπου ξεμυτάνε οι φασίστες (βλ. Yiannopoulos στο Berkeley, ορκωμοσία Τραμπ, Charlotsville κ.τ.λ.) και από την πλευρά της εξουσίας έχουμε τις εξής κινήσεις: Εμφανίζεται ως ουδέτερη σε σχέση με τα δυο άκρα, και ενώ η ίδια έχει αναδυθεί στην ουσία μαζί με ένα από αυτά τα άκρα, τα παρουσιάζει στην ουσία ως εξίσου επικίν- δυνα. Προσφάτως, διακινήθηκε και ο όρος “alt-left” για να χαρακτηρίσει τους antifa ως ένα συνοθύλευμα αντικαπιταλιστών, αντιφασιστών, αντισεξιστών, αντιρατσιστών κτλ –όρος που συμβάλει στην εδραίωση της αντίληψης πως πρόκειται για δυο συμμετρικά άκρα. Επιπλέον, στη δημόσια σφαίρα η οργάνωση antifa συζητήθηκε ως ‘τρομοκρατική οργάνωση’ και οι απαραίτητοι ειδικοί άρχισαν να σκέφτονται πως θα εκσυγχρόνιζαν το αμερικανικό νομικό οπλοστάσιο εναντίον τους, τραβώντας φυσικά –όπως πάντα γίνεται σε τέτοιες καταστάσεις– τα όρια του νόμου λίγο προς το ‘παράνομο’, σε σχέση με το περιθώριο δικαιοδοσιών του κράτους και των ένστολων κυρίως εκπροσώπων του. Άρα, ούτε και το αστικο-φιλελεύθερο πλαίσιο γίνεται σεβαστό εν τέλει. Έτσι, συνοψίζοντας, το ένα από τα δύο άκρα φαίνεται να είναι το κράτος, δηλαδή άνθρωποι οι οποίοι υπερασπίζονται καταρχήν την ύπαρξη ενός αμερικάνικου κράτους και μάλιστα το ίδιο το κράτος τους διατηρεί σε ένα καθεστώς τέτοιο ώστε κάθε τόσο να τους χρησιμο- ποιεί και άλλοτε βέβαια, όταν οι δράσεις και τα μυαλά κάποιων από αυτούς ξεφεύγουν από τις κρατικές επιδιώξεις, να τους ‘μαζεύουν’. Το ένα άκρο, λοιπόν, εξυπηρετεί μια κρατική άποψη. Το μαγικό στοι- χείο όμως με τη δημοκρατία, όπως και κάθε καθεστώς εξουσίας, είναι ότι μπορεί να ονομάζει τα πράγματα. Να ονομάζει τι είναι «άκρο» και, βέβαια, τι είναι «τρομοκρατία». Έτσι, από τη μια το νομικό οπλοστάσιο με τους κατασταλτικούς θεσμούς και από την άλλη η κρατική προπα- γάνδα μέσω των media ή του κυρίαρχου πολιτικού λόγου επιχειρούν να κλείνουν τα όρια ενός συζητώμενου ‘προβλήματος’ που κάθε τόσο αναδύεται –κι αυτή η ανάδυση φυσικά αλλά και το τι συζητιέται ως ‘πρόβλημα’ είναι και πάλι μια δική τους εφεύρεση.
Τα παραπάνω όμως δεν είναι όλα όσα έχουμε να πούμε. Από πλευράς των υποκειμένων που έδωσαν το ‘παρόν’ στις διαδηλώσεις στο Σάρλοτσβιλ δεν υπάρχει κάποια ιδεολογική κοινότητα (μαρξιστές, φι- λελεύθεροι, αναρχικοί κτλ) αλλά η συμμαχία όλων στο δρόμο εδραιώνεται στην έμφαση στο να ανακοπούν οι φασίστες, υπάρχει δηλαδή συμφωνία στη δράση. Εδώ τους πιάνουν και αυτοί που απεικονίζουν τους νεοναζί ως ρεπουμπλικάνους (vs. φιλελεύθεροι), οι οποίοι συγκεντρώνονται ειρηνικά για την πατρίδα τους. Σε αυτά τα πλαίσια εμφανίζονται και μια σειρά επιχειρημάτων ενάντια στους antifa σχετικά με την ελευθερία του λόγου. Αυτά έρχονται εργαλειακά από τους ίδιους τους ακροδεξιούς, τα οποία απαντώνται σχετικά άμεσα από τους αντιφασίστες. Το βασικό επιχείρημα είναι προφανώς ότι οι “από- ψεις” των ναζί έχουν άμεσο αντίκτυπο στις ζωές των μειονοτήτων και ως τέτοιες είναι απαράδεκτο να αρθρώνονται δημόσια. Αντίστοιχα, ότι όταν οι αντιφά λένε οτι δεν εμπιστεύονται το κράτος και τους θεσμούς του, δεν τίθεται κανένας άμεσος κίνδυνος για το κράτος. Ακόμη και όταν στρέφονται ρητά ενάντια στους φασίστες και πάλι δεν τίθεται κανένας κίνδυνος επιβίωσης για τους τελευταίους, εφόσον το calling out γίνεται με μη φονικά μέσα, κυρίως με βρωμόξυλο. Παρ’ όλα αυτά, τα μέσα του κέντρου, φρόντισαν να δώσουν λόγο στον έναν antifa ο οποίος πέταξε την ιδέα να κατεβαίνουν δημόσια και αυτοί με επιθετικά τουφέκια (στις πολιτείες που επιτρέπεται). Όπως και να ‘χει, το θέμα είναι πως εδώ έχουμε την επανεγγραφή ενός παλιού σχήματος, αυτό του ανταγωνισμού μεταξύ ρεπουμπλικανών και φιλελεύθερων.
Τα ‘περί βίας’ θα χρησιμοποιηθούν για να βγάλουν εκτός παιχνιδιού τους αυτόνομους αντιφασίστες, ειδικά αυτούς που επαναπαύονται στην αντίληψη του φασισμού ως μιας κλίκας νεοναζί ή αρκούνται στην άμεση δράση, δίχως περαιτέρω επεξεργασία για τη δομική σχέση φασισμού και κράτους, ή ακόμα χειρότερα (για αυτούς) επιχειρήσουν να παίξουνε ‘ανταγωνιστικά’ με την κρατική βία. Αλλά, όπως και στα ‘60s, έτσι και τώρα, έχουμε την εξουσία να κατονομάζει και να δίνει μορφή στους ανταγωνισμούς. Τότε ήταν από τη μια “ο μέσος αμερικανός” και από την άλλη οι διαφόρων κοπής “έγχρωμοι και οι φίλοι τους στα πανεπιστήμια”, δηλαδή, ο “λαός” και η “ελίτ”.
Αυτό συμβαίνει και σήμερα. Το θέμα είναι από ποια πλευρά θα το δεις και αυτό είναι ξεκάθαρα θέμα ηθικής και πολιτικής απόφασης. Ποιος αυτο-αμύνεται; Οι λευκοί που χάνουν την καθαρή κοινωνία που φαντασιώνονται και δεν είχαν ποτέ, ομοιογενή και δίχως διαφορές, ή όλοι οι υπόλοιποι που προσπαθούν να υπάρξουν απλώς ελεύθεροι από τη βία που ασκούν συστηματικά οι πρώτοι. Το πολιτικό εργαλείο πάνω στο οποίο παίζει η αντιπαράθεση είναι για άλλη μια φορά η συ- ζήτηση για τη βία και οι χρήσεις της, όχι οι κρατικές φυσικά, αλλά των αντιφά, οι οποίοι απεικονίζονται ως φυσική συνέχεια του κινήματος αντι-παγκοσμιοποίησης, που τα έσπασε στο Σιάτλ το 1999 κτλ κτλ.
Τα mainstream media μέσα στις ΗΠΑ κάνουν σαν να ανακάλυψαν την Αμερική: «What is Antifa? What does antifa stand for?» Θετικό αξιολογείται το γεγονός πως σε αντίθεση με τα καθ’ ημάς, υπάρχει όντως ένας χώρος στο δημόσιο λόγο και σε μέσα μεγάλης εμβέλειας να ειπωθούν δυο πράγματα νομιμοποιητικά για τους antifa. Διαβάσαμε στα πλαίσια αυτής της διαμάχης, και φρεσκάραμε την ιστορία της δημιουργίας antifa ομάδων στο μεσοπόλεμο, της μάχης στην Cable street όπου χιλιάδες σιωνιστές, κομμουνιστές, εργάτες νεολαίες, διώξανε τον Sir (!) Mosley και τους φασίστες του από το ανατολικό Λονδίνο. Φυσικά τα μέσα ανακάλεσαν αυτές τις ιστορίες λέγοντας: «ευγενή τα κίνητρα, προβληματικά τα μέσα, σκατά αποτελέσματα», ανακαλώντας πως τους μήνες που ακολούθησαν, από τη θέση του θύματος ο Mosley κατάφερε πολλαπλά χτυπήματα στους αντιφασίστες και οχύρωσε πε- ραιτέρω τη θέση του. Ωστόσο, αν δεν είχε γίνει η μάχη της Cable street ποιος εγγυάται πως πράγματι τα πράγματα δε θα ήταν πολύ χειρότερα; Μήπως και η Αγγλία δεν έπρεπε να συγκροτηθεί ενάντια στη ναζιστική Γερμανία γιατί μετά την ήττα της τελευταίας στο Β΄ Π.Π., αυτό θα είχε ως συνέπεια την μνησικακία των γερμανών και την επανα-ναζιστικοποίηση τους; Τέλος είναι γεγονός πως σε πλείστες μάχες αντιφασίστων, στην αγγλία π.χ, το τρέξιμο των νεοναζί δεν οδήγησε στην ενδυνάμωση τους, αλλά ακριβώς στο αντίθετο, σε διασπάσεις.
Να σταθούμε ένα λεπτό στην κριτική των New York Times περί ματσίλας των antifa. Είναι λέει κυρίως άντρες. Με στολές. Με κράνη. Με παλούκια. Τα κινήματα αυτά έχουν ή δεν έχουν τους τρόπους τους, εσωτερικά, να θέτουν αυτά τα ζητήματα. Εξάλλου, τις περισσότερες φορές στην ιστορία, αυτές οι δράσεις κατάφεραν να γελοιοποιήσουν τους ναζί, να τους ξεπεράσουν αριθμητικά και να τους κάνουν να κρύβονται. Οι τελευταίοι δεν ηττήθηκαν από την ματσίλα, αλλά από την οργάνωση, την αποφασιστικότητα και τη μαζικότητα. Η παρέμβαση των NYT είναι εκ του πονηρού και αν θέλουν να βρουν ματσίλα μπορούν να αναζητήσουν τον δράστη του Ορλάντο, τους λευκούς ανερχόμενους βιαστές στα κολέγια και τα πανεπιστήμια, ακόμη και στους νυν ενοί- κους του λευκού οίκου.
Όχι άλλο Τσόμσκι!
«Δώρο στην ακροδεξιά, οι αντιφά», λέει ο Τσόμσκι. «Βοηθάνε
την ακροδεξιά», λέει ο Τραμπ!! Τουλάχιστον ενδιαφέρουσα η
σύμπνοια Τσόμσκι και Τραμπ. Η διαφορά τους είναι πως ο ένας
το πιστεύει ενώ ο άλλος όχι. Ποιος είναι χειρότερος; Ο Τσόμσκι
μάλλον πιστεύει όντως πως τα ορθολογικά επιχειρήματα θα
αναχαιτίσουν τους ναζί. Ο Τράμπ, αφενός αντιφάσκει, γιατί τι
σόι ανταγωνισμός είναι αυτός αν τελικά οι μεν βοηθάνε τους
δε; Από την άλλη, όπως είπαμε, θα έπρεπε να τους ευχαριστεί,
αν όντως βοηθάνε την ακροδεξιά, δηλαδή τον σχηματισμό ο
οποίος έφερε τον ίδιο στην εξουσία.
Ξεκινήσαμε και τελειώνουμε αυτήν την μίνι-ανασκόπηση της μακρινής αλλά και τόσο κοντινής στιγμής του κοινωνικού πολέμου στις ηπα με διατυπώσεις της θεωρίας των “δύο άκρων”. Τι σημαίνει δηλαδή δύο άκρα; Σημαίνει πως υπάρχει ένα κέντρο από το οποίο τα δυο άκρα ισαπέχουν. Αυτό το κέντρο είναι το ουδέτερο δήθεν κράτος. Από το κέντρο αυτό μας υποδεικνύονται τα «άκρα» του, δηλαδή τα όρια του. Και μας παρουσιάζονται ως εξωτερική απειλή προς την κοινωνική τάξη και ασφάλεια. Μμμ… τάξη και ασφάλεια. Μήπως τελικά οι αναπαραστάσεις και οι αφηγήσεις και οι ρητορείες δεν έχουν και τόση σημασία παρά μόνο εάν πράγματι υπάρχει ένα κράτος που λειτουργεί με κάποια συγκεκριμένη λογική, ουδέτερο όντως σε σχέση με τις περισσότερες ιδεολογίες κτλ.; Με έναν τρόπο είναι το αστικό κράτος που έχει πάντο- τε τη δική του ατζέντα, αυτήν ακριβώς στο επίκεντρο της οποίας βρίσκεται η τάξη και η ασφάλεια. Το κράτος θα φέρει οποιαδήποτε «τάξη» και «ασφάλεια», προκειμένου να αναπαραχθεί, δηλαδή προκειμένου να αποφευχθεί η συνθήκη της κατάλυσής του, δηλαδή η «ανομία», ή αν θέλετε, η αναρχία και η αυτονομία που κυκλοφορούν και οργανώνονται στο πεδίο των κοινωνικο-πολιτικών σχέσεων.
SYRIZA: “I do my best”
Αυτές οι σκέψεις μας φέρνουν αντιμέτωπους με την εδώ ζοφερή πραγματικότητα, δική μας και των φίλων μας. Η επικαιρότητα μας βο- ηθάει, ως συνήθως αλλά για να τη σχολιάσει κανείς/καμιά, πρέπει να πάει πέρα από το καθημερινό. Ο ΣΥΡΙΖΑ από το καλοκαίρι του 2017, με αφορμή τη φυλάκιση της Ηριάννας Λ.Β. στις γυναικείες φυλακές Θήβας, προσπαθεί να μας πείσει (και έχει καταφέρει μάλιστα να πεί- σει τους περισσότερους) ότι δεν υπάρχει ένα ελληνικό κράτος αλλά πολλά. Μας λένε ότι διεξάγεται μια άγρια διαμάχη μεταξύ «κυβέρνη- σης» και «βαθέος κράτους». Οι «καλοί» (υπουργοί Τόσκας, Κοντονής, ο πρωθυπουργός κλπ) παλεύουν με μανία ενάντια στους «κακούς», τους συντηρητικούς δικαστικούς και τα «νοσηρά μυαλά» της αντιτρο- μοκρατικής. Ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να επανεφεύρει την κομματική αντι- παράθεση δεξιάς και αριστεράς για να δείξει ότι έχει δικό του πολιτικό χώρο που εκφράζει. Προσπαθεί να αναγεννήσει τις «κινηματικές», δηλαδή τις διαμεσολαβητικές του δομές, ανανεώνοντας την εμπιστο- σύνη υπέρ του κράτους. Και να διαψεύσει πως οι πολιτικές ασφάλει- ας του ελληνικού κράτους που ξεκίνησαν και πάνε μέχρι τέλους την ποινική δίωξη της Ηριάννας Λ.Β. έχουν χαραχτεί από το ίδιο ελληνικό κράτος, ανεξαρτήτως κυβερνήσεων και υπουργών. Μήπως και στις Η.Π.Α. είναι άγνωστη αυτή η τακτική; Απέναντι στις δηλώσεις Τραμπ περί δύο άκρων, δεν είδατε πως διάφοροι φιλεύσπλαχνοι οικονομικοί του σύμβουλοι και δημοκράτες στρατηγοί αντέδρασαν; Αν πιστέψουμε πως ο Τραμπ είναι ένας τρέλος που μπήκε κατά λάθος στο τιμόνι της υπερ-δύναμης, γιατί να μην πιστέψουμε εξάλλου τις καλές προθέσεις των Συριζαίων;
Ας γυρίσουμε στο παράδειγμά μας. Τι έχουμε στην υπόθεση της Ηριάννας Λ.Β.; Άλλη μια στημένη υπόθεση, ψεύτικη, κατασκευασμέ- νη από το μηδέν, σαν κι αυτές που στήνονται από όλες διαδοχικά τις κυβερνήσεις του ελληνικού κράτους από τις καταβολές του. Κάποιος –ο οποίος δεν έχει εμφανιστεί πουθενά πλην των μπάτσων, δεν έχει δική του κατάθεση, διεύθυνση και μαρτυρία στο δικαστήριο– βρήκε κάπου όπλα, τα οποία «χρεώνουν» στην Ηριάννα και τον Περικλή Μπ. Διώξεις σαν κι αυτήν έχουν γίνει πολλές. Σου λένε δέχτηκαν ‘ένα ανώ- νυμο τηλεφώνημα’, από ‘κάποιον άγνωστο’, ‘αγνώστου διευθύνσεως’ Αφού το δικαστήριο αναστολών χώνει τους δύο κρατούμενους πιο βαθιά στη φυλακή, ο Υπουργός Δικαιοσύνης βγαίνει στα ΜΜΕ και δηλώνει ότι η απόφαση τον … ξένισε. Μα ποιος κυβερνάει αυτό τον τόπο, αναρωτιόμαστε, μήπως τον κυβερνάμε εμείς τελικά με τα λεφτά του Τζωρετζ Σόρος; Η οργή το βραδάκι αποκλιμακώνεται με λίγο σπασμένη Ερμού. Το θέμα παίρνει το δρόμο του. Μεγάλος νικητής ο ΣΥΡΙΖΑ. Δύο εκλογές και ένα δημοψήφισμα μετά and still rocking!κι αυτή η γελοιότητα αρκεί για να πάει κάποιος φυλακή για μήνες ή και χρόνια. Συνεπώς έχουμε να κάνουμε, όχι με μια κακοδικία, αλλά με τη συνεπή εξέλιξη μιας πολιτικής δίκης. Το μόνο «στοιχείο» εναντίον των κατηγορουμένων στη δίκη αυτή είναι η κοινωνική σχέση που είχαν με κάποιον ύποπτο –και τελικά, αθώο– για συμμετοχή στη Συνωμο- σία των Πυρήνων της Φωτιάς. Οι μπάτσοι της αντιτρομοκρατικής δεν εμφανίζονται καν στα δικαστήρια ως μάρτυρες κατηγορίας μήπως και πέσουν σε αντιφάσεις, χαντακώνοντας το δημιούργημά τους. Και –να πούμε κι αυτό– στην περίπτωση της Ηριάννας τουλάχιστον, δεν είναι καθόλου άσχετο με τη δίωξή της ότι μια γυναίκα-«σύντροφος κατη- γορούμενου» κινητοποιεί ακόμη περισσότερο την πατριαρχική πυγμή του ελληνικού κράτους να την τιμωρήσει επειδή στήριξε τον σύντρο- φό της στην περίοδο της δικής του δίωξης. Ας δώσουμε και έμφαση στο αστείο πως όλοι αυτοί οι αξιοσέβαστοι υπερασπιστές αυτής της καταδίκης είναι οι ίδιοι που μίσησαν όσο τίποτε τον σταλινισμό, τον κόκκινο ολοκληρωτισμό και όλες αυτές τις ‘δικτατορίες’ που έβαζαν μέσα κόσμο χωρίς στοιχεία, μόνο και μόνο για… πολιτικούς λόγους. Αλλά, είπαμε, η εξουσία μπορεί να ονομάσει τα πράγματα! Δηλαδή, κι εμείς μπορούμε, αρκεί να τα έχουμε κατανοήσει σε πρώτο επίπεδο.
Πως μπορεί να συμβαίνουν όλα αυτά; Μπορεί να συμβαίνουν μια χαρά όταν ακριβώς η εθνική πολιτική ασφάλειας –του ενός και μοναδικού ελληνικού κράτους– επιτάσσει τον προσδιορισμό και το πακέτωμα εσωτερικών και εξωτερικών εχθρών. Θα έχετε προσέξει ίσως τη φο- βερή είδηση του τραβήγματος ενός «ιμάμη με ακραίες απόψεις». Πιο ακραίες και από του Σεραφείμ Πειραιώς, αναρωτιόμαστε; Πιο ακραίες και από αυτές του αρνητή του Ολοκαυτώματος Κώστα Πλεύρη ανα- ρωτιόμαστε; Όχι βέβαια. Εξάλλου, που πήγε η περίφημη ελευθερία του λόγου, το ευαίσθητο αυτό θέμα για την δημορκατική ελλάς; Όλα αυτά είναι ρητορικά ερωτήματα βεβαίως, όταν κατασκευάζεται ο εσωτερικός εχθρός στο πρόσωπο των μουσουλμάνων μεταναστών στην ελλάδα με το φόβητρο της ισλαμιστικής τρομοκρατίας. Το μήνυ- μα εκφοβισμού δίνεται μεν στον Ιμάμη, αλλά αυτό είναι το λιγότερο της υπόθεσης. Στην ουσία, η ελληνική κοινή γνώμη προετοιμάζεται. Το κράτος δείχνει τα δόντια του. Οι μουσουλμάνοι μετανάστες εντός χώρας νομιμοποιείται να τρώνε κι άλλη πίεση. Αυτά είναι τα σημα- ντικά. Και σε σχέση με την υπόθεση που σχολιάζουμε σε αυτό εδώ το κείμενο; Η δίωξη κατά της Ηριάννας και του Περικλή περιέχει ένα μήνυμα στον ευρύτερο «χώρο». Δεν θα κάνετε παρέα με «κακά παι- διά». Το όνομα «ισλαμιστική τρομοκρατία» είναι αυτό που θα φέρνει τα τραβήγματα με την αστυνομία για τους μετανάστες και το όνομα «Πυρήνες της Φωτιάς» θα φέρνει τα τραβήγματα για τους ανήσυχους νεαρούς με οξυμένο το αίσθημα αδικίας… Σαν ύποπτοι για συμμε- τοχή στη Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς έχουν εξεταστεί από την αστυνομία τα προφίλ εκατοντάδων νεολαίων και από τα δικαστήρια έχουν περάσει ως κατηγορούμενοι πολλές δεκάδες. Ο στόχος τους, θεωρούμε, ήταν να επουλώσουν τις πληγές που τους προκάλεσε η εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008: να πειθαρχήσουν τους πιτσιρικάδες που όχι μόνο είχαν σταματήσει να φοβούνται αλλά και χλεύαζαν την αστυνομία, καθώς και να αποτρέψουν τη δημιουργία σταθερών πολι- τικών σχέσεων μεταξύ των λεγόμενων ατόμων ‘δεύτερης γενιάς’ και ριζοσπαστικών πολιτικών δομών. Επέλεξαν να χτυπήσουν όλο αυτό τον κόσμο στη βάση της κοινωνικοποίησής του στα πέριξ των Εξαρ- χείων. Να σπείρουν το φόβο και να ασκήσουν πίεση στα «καλά παιδιά» να μην κάνουνε παρέα με τα «κακά», θέτοντας μια κόκκινη γραμμή παραβατικότητας την οποία καθόριζαν με βάση το ποιος σχετιζόταν σε προσωπικό επίπεδο, κοινωνικό ή πολιτικό, με μέλη της Συνωμοσίας Πυρήνων της Φωτιάς. Η εξουσία κατονομάζει και πάλι. Το θέμα εδώ είναι ποιος θα κατονομαστεί ως ‘Σ.Π.Φ’. Στα δικαστήρια που οδήγησαν τους δύο παραπάνω κατηγορουμένους οι δικαστές δεν πάσχισαν κα- θόλου να εκθέσουν το απλούστατο σκεπτικό τους που ήταν ότι όποιος είναι ‘Εξάρχεια’, είναι ‘Σ.Π.Φ.’
Όλα αυτά δεν είναι ούτε τόσο περίεργα και ούτε τόσο αντι-ΣΥΡΙΖΑ. Το ξαναλέμε. Είναι απλώς η εθνική πολιτική ασφάλεια του κράτους μας, το οποίο ζει και τα σκεπτικά του βασιλεύουν ανεξαρτήτως Σύριζα και Ν.Δ. Χρειάζεται απλώς η όρασή μας να εκτείνεται λίγο πέρα από τους πηχυαίους τίτλους των εφημερίδων. Το Κέντρο Μελετών Ασφάλειας, το συμβουλευτικό όργανο χάραξης πολιτικών ασφάλειας του ελληνι- κού κράτους, έχει αποτυπώσει το παραπάνω σχέδιο με μια πυραμίδα. Στη βάση της πυραμίδας τους βρίσκονται οι μάζες που έχουν ανεπτυγ- μένο «ένα αίσθημα αδικίας» και στην κορυφή της πυραμίδας «η ένο- πλη τρομοκρατία». Τόσο απλά δημιουργούνται στα κρατικά μυαλά τα συγκοινωνούντα δοχεία. Κι αν από το αίσθημα αδικίας μέχρι την ορ- γάνωση στο ένοπλο είναι ένα τσιγάρο δρόμος, γιατί δεν συλλαμβάνουν καλύτερα, προληπτικά, όσους έχουν το αίσθημα αδικίας πριν αρχίσουν και βάζουν και καμιά μπόμπα; Αλλά το κάνουν ήδη, έτσι δεν είναι; Οι συλλήψεις της Ηριάννας Λ.Β. και του Περικλή Μπ. είναι η εφαρμογή ακριβώς αυτού του σκεπτικού. Η πυραμίδα εξυπηρετεί το μόνιμό τους άγχος. Να δείξουνε πως η βία δεν ασκείται από το ίδιο το κράτος αλλά από τους απέναντι.
Και ακριβώς επειδή στο στόχαστρο μπαίνουν οι πάντες, επειδή όπως είπε και η ίδια η Ηριάννα σε μια συνέντευξή της, το ζήτημα δεν είναι μόνο η ίδια, αλλά μια ολόκληρη γενιά, το ζήτημα προφανώς αφορά σχεδόν τους πάντες (με διδακτορικό ή άνευ!). Όλα τα παραπάνω μας λένε ότι η υπόθεση Ηριάννα Λ.Β. είναι μια πολιτική και όχι μια στε- νά νομική υπόθεση και πράγματι ότι οποιοσδήποτε και οποιαδήποτε θα μπορούσαν να είναι στη θέση της Ηριάννας. Υπό αυτό το πρίσμα, η μοναδική κριτική της υπόθεσης θα έπρεπε να είναι μια πολιτική κριτι- κή, να περνάει μέσα από την άρνηση μας να συναινέσουμε στο βάφτι- σμα των κοινωνικών μας σχέσεων ως παράνομων, την άρνηση μας να χωνέψουμε την αριστερή κρατική προπαγάνδα, την ανάδειξη των κρατικών δομών βίας, των ντόπιων πολιτικών ασφάλειας και του φα- σιστικού τους χαρακτήρα. Με λίγα λόγια, να θέσουμε τις βάσεις για να αρχίχουμε να ονομάζουμε εμείς αυτά που είμαστε, αυτά που κάνουμε.
Αυτοί που φτιάχνουν τις (χάρτινες) πυραμίδες! Το ΚΕ.ΜΕ.Α. είναι επιστημονικός, ερευνητικός και συμβουλευτικός φορέας που σκοπός του είναι η διεξαγωγή θεωρητικής και εφαρμοσμένης έρευνας και η εκπόνηση μελετών, ιδίως σε στρατηγικό επίπεδο, για θέματα που αφορούν την Πολιτική Ασφάλειας, καθώς και η παροχή υπηρεσιών, γνωμοδοτικού και συμβουλευτικού χαρακτήρα, σε θέματα ασφάλειας γενικότερα. Συστάθηκε στο πλαίσιο της αξιοποίησης των γνώσεων και των εμπειριών που απέκτησαν οι Ελληνικές Αρχές Ασφαλείας, κατά το σχεδιασμό και την υλοποίηση των μέτρων ασφάλειας στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, με σκοπό να αποτελέσει δεξαμενή σκέψης για τους Φορείς Ασφάλειας. Είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με έδρα την Αθήνα, έχει διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια, λειτουργεί προς όφελος του δημόσιου συμφέροντος και εποπτεύεται από τον Υπουργό Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη. Το στελεχιακό δυναμικό του ΚΕΜΕΑ αποτελείται από 49 Ερευνητές με υψηλά προσόντα και μεγάλη εμπειρία καθώς και Ειδικούς Ασφάλειας (33 εξωτερικοί συνεργάτες- ερευνητές επί συμβάσει και 16 εν ενεργεία αξιωματικοί της Ελληνικής Αστυνομίας και του Πυροσβεστικού Σώματος).
Antifa Negative, Οκτ. 2017