Eντωμεταξύ, οι αριστεροπατριώτες αντιρατσιστές και εθνικόφρoνες αντιφασίστες έχουν απηυδήσει άγρια με τον “γερμαναρά” =D που τους μίλησε ρατσιστικά μέσα στο ίδιο τους το σπίτι, το “μεγαρο μαξιμου”. Διότι, “βρομιάρηδες” τους έχουν ξανα-αποκαλέσει μεν, αλλά στο εξωτερικό τις πρώτες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα, όχι στη χώρα τους και μάλιστα τα τελευταία 25 χρόνια με την απόλυτη εδραίωση του ρατσισμού στην ελληνική κοινωνία. Εδώ, μαθήματα ρατσισμού δίνουν μόνο, δεν δέχονται. Το τι κατάρες και αγανάκτηση ακούω, δεν λέγεται.
Απόδειξη της ελληνοψυχίας που διέπει όλο το φάσμα των απομιμητών του υγιούς λαϊκού συναισθήματος ως κυρίαρχους στυλοβάτες της ελληνικής κοινωνίας, είναι η εθνική συσπείρωση που σάρωσε όποιο άλλο ζήτημα παίζει αυτή τη στιγμή στην επικαιρότητα. (καλά, για το γεγονός ότι στην Ελλάδα ένα άτομο από το Μπαγκλαντές δεν τολμάει να ξεμυτίσει μέχρι το φούρνο για ψωμί, δεν χρειάζεται να πω κάτι· φτάνει μια κλανιά on air του Πρετεντέρη για να το σκεπάσει.)
Ένας άλλος πήρε τη σκυτάλη απ’ αυτούς που έχουν συνδυάσει κατ’ αποκλειστικότητα τις λέξεις “Αλβανός, Πακιστανός, Ινδός, Νιγηριανός κλπ” με τη μιαρότητα. Κάποιος τόλμησε να πάρει τη σκυτάλη από τους φασίστες αγκιτάτορες από τα χείλη των οποίων κρέμεται το ποίμνιο, όπως τον Μυλωνάκη στη Μεσσηνία. ‘Άσε κάτω την ρατσιστική σκυτάλη, τοκογλύφε!’
Προφανώς βέβαια, ο πρώην υπουργός, δεν έβρισε τον άνθρωπο, αλλά την ελληνική τού καταγωγή. Ο άνθρωπος-φωτορεπόρτερ (θα μπορούσα να είμαι κι εγώ στη θέση του) έγινε απλώς ο αγωγός να διοχετευθεί η δυσάρεστη αίσθηση σε όσους, όλα αυτά τα χρόνια που είμαστε εδώ, αυτοπροσδιόριζονται ως έλληνες και μάς συστήνονται ως περήφανοι για αυτό. Ακόμα και στους κύκλους των αντιρατσιστικών επιχειρήσεων που έχουν κάνει παντιέρα το κλισέ “η καταγωγή είναι ένα τυχαίο γεγονός” – από ό,τι φαίνεται, αναφερόμενοι ΠΑΝΤΑ στους Αλλιώτικους – βλέπω μια διάχυτη σύγχυση. Καμία ντροπή. Μόνο αυτοπεποίθηση. Δεν βλέπω καμία διάθεση να συνειδητοποιήσουν το μέγεθος της σαπίλας και της φασιστικοποίησης τούτης εδώ της χώρας, που ξεκινάει ήδη από τα σχολεία που λειτουργούν ως φυτώρια ελλήνων (δεν χρειάζεται να προσθέσω “ρατσιστών”· για τους ξένους, “ελληνας” δεν σημαίνει κάτι άλλο).
Ας μάθουν λοιπόν και οι έλληνες πως κάλλιστα η λέξη “βρομιάρης” (με όλη την αρνητική χροιά, ξέρουν αυτοί!) μπορεί να μπει δίπλα και στην δική τους εθνική ταυτότητα όπως ακριβώς την κόλλησαν κι αυτοί στη δική μας τόσα χρόνια που πλέον ακούγεται φυσικό. Να την ακούσουν από υπολογίσιμα χείλη, μπας και τη συνηθίσουν. Αυτοί που μας ανάγκασαν να μιλάμε “τέλεια” τα ελληνικά για να μη φαινόμαστε (γιατί άραγε να μη φαινόμαστε;). Αυτοί που μας έχουν κάνει να μιλάμε χαμηλόφωνα την δική μας γλώσσα. Αυτοί που έχουν κάνει τους πιο υποψιασμένους από εμάς να τρέχουν να κρυφτούν σαν τα ποντίκια μόλις δούνε οχλοσυνάξεις με ελληνικές σημαίες και κάθε λογής εθνόσημο. Που μας έχουν κάνει να αναρωτιόμαστε όχι γιατί κάποιος είναι ρατσιστής, αλλά γιατί δεν είναι.
“Για να το πούμε απλά, αργά και καθαρά για να το κατανοήσουν ακόμη και οι ελαρ/ελαν:
Για ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού στην Ελλάδα ισχύουν φασιστοειδείς συνθήκες επιβίωσης, δουλεμπορικές σχέσεις εργασίας, φυλετικοί διαχωρισμοί, εξευτελιστικοί όροι διαβίωσης, στιγματισμός. Αυτές οι σχέσεις βίας δεν θα μπορούσαν να αντέξουν ούτε μια μέρα, αν δεν υποστηρίζονταν με πολυποίκιλους τρόπους από την απόλυτη πλειοψηφία του ελληνικού λαού συμπεριλαμβανόμενων και των πρωτοποριών του, είτε αυτοί λέγονται καθεστωτική αριστερά, είτε αντιεξουσιαστές, είτε αναρχικοί.”
Ε, γι’ αυτά και χιλιάδες άλλα πράγματα, η ηθική ικανοποίηση είναι τεράστια κι ας έρχεται από το στόμα ενός τύπου που μας είναι αδιάφορος εώς εχθρικός. “Δεν ήταν σίγουρα μόνο δική μας η χαιρεκακία. Ίσως κάποιο χαμόγελο να έσκασαν και όσες πέρασαν από αυτά τα μπουντρούμια και χαράμισαν τη ζωή τους εκεί εξαναγκασμένες στην πορνεία και σε βασανισμούς, εξαναγκασμένοι άλλοι σε μεροκάματα σκλαβιάς και ρατσιστικές επιθέσεις.”
Το να ειπωθεί δημόσια μια προσβολή για την εθνική ταυτότητα της αριθμητικής και ιδεολογικής υπεροχής που ο δυσώδης ρατσισμός αποτελεί συστατικό κομμάτι της, δεν είναι παρά μια πράξη ανθρωπισμού. Κάθε δράση ενάντια στην κοινωνική-πολιτισμική-πολιτική συνοχή αυτής της χώρας και κάθε έκφραση που επηρεάζει ή ζημιώνει την αρμονία των ελλήνων, δεν είναι τίποτε άλλο από μια έκφραση τρυφερότητας.
“Μα ο Γερμανός εξυπηρετεί πολιτικές λιτότητας.” Ασφαλώς και εξυπηρετεί κάτι για να βρίσκεται στο Μέγαρο Μαξίμου, όπως κι εγώ εξυπητετώ έναν ανθελληνικό αντιφασισμό (μιας και πιστεύω πως είναι ο μόνος συνεπής αντιρατσισμός που παρέχει στοιχειώδη ασφάλεια στους ξένους) κι εσείς παριστάνετε τον στυλοβάτη της εθνικής ομοψυχίας. Δεν ξέρω τι αποτέλεσμα θα έχει η φράση του πρ. υπουργού σε διπλωματικό επίπεδο, οι (ΕΛΛΗΝΕΣ πανω απ´ολα) αντιρατσιστές πάντως φαίνονται οι πιο αποτελεσματικοί. Τα εθνικά τούς αντανακλαστικά ευθυγραμμίστηκαν τέλεια με όλο το φάσμα των ελλήνων που επλήγησαν μέσα στο ίδιο τους το σπίτι. “Να τού ‘κανε μήνυση.” Εννοείται. Να βλέπαμε επιτέλους και στα δικαστήρια της ελληνικής δικαιοσύνης την εθνική ομοψυχία αντιρατσιστών και χρυσαυγιτών που έχουν ήδη επιδείξει και στους διαδικτυακούς τους βόθρους. Τέρμα η υποκρισία. Ένα μέτωπο. Πρώτα οι έλληνες προλετ-άριοι.
Ο πιο θεμιτός, για εμάς, αντιρατσισμός είναι αυτός που αποδυναμώνει και διαταράσσει την πορεία της ντόπιας πλειοψηφίας ενισχύοντας ταυτόχρονα την ταυτότητα των Αλλιώτικων. Ο ανθελληνικός λόγος που εκσφενδονίζεται με ορμή ενάντια στα όσα οι καθημερινοί ρατσιστές μας τρίβουν στα μούτρα με το καλημέρα σας μπορεί να ‘ναι το πιο αγνό πράγμα στο κόσμο, και μάλιστα όταν μέσα στο καθιστικό της ελληνικής οικογένειας στρέφει το ίδιο της το κανονιστικό όπλο ενάντια στο πρόσωπό της, δεν είναι παρά μια στιγμή δικαίωσης.
Θα δυσφημούμε αυτή τη χώρα παντού και πάντα, όσο τα ρατσιστικά εγκλήματα και προπάντων η προετοιμασία τους θα είναι υπαρξιακό κομμάτι της ελληνικής καθημερινότητας.
Ας εγκαταλείψουμε όμως την σφαίρα των λογοκλοπών και ας στραφούμε ξανά στο γνήσιο: Λαϊκή αγορά Καλαμάτας, 29/6. Σταματάω σ ´έναν πάγκο με βερίκοκα. Συγκριτικά, καλή τιμή. Τρία-τέσσερα μεσήλικα άτομα ξεδιαλέγουν με εμφανή οικειότητα (σωματική/φραστική) ανάμεσά τους. Ψιλοφωνάζουν με τόνο περηφάνιας στη φωνή τους και ταυτόχρονα ρίχνουν κλεφτές ματιές γύρω τους προς αναζήτηση επιβεβαίωσης από τους (σε πολύ κοντινή απόσταση) περαστικούς. Μου μπαίνουν υποψίες. Είκοσι χρόνια ασφυκτικής ελληνικής εμπειρίας είναι αυτά. Πλησιάζω και “…είναι έλλην, αλλά έχει… μπακλαντέζους σαπέρα!” (η κουβέντα αφορά κάποιον παραγωγό βερίκοκων και την -σε εξέλιξη- συνομωσία, το σαμποτάζ εναντίον του) Η στάνταρ οσμή του ελληνορατσισμού μπουκώνει τα ρουθούνια μου. Οι κρατικές κατασταλτικές υπηρεσίες κάθε λογής μπάτσων και παροχής αδείας παραμονής/εργασίας και διασυρμού, φαντάζουν γελοία μπροστά σ ´αυτή τη λαίλαπα ελληνοαίματων κυρ Αντώνηδων και κυρά Ελένηδων που απαρτίζουν και συγκροτούν τα θεμέλια των φυλετικών διαχωρισμών και εξευτελιστικών ορολογιών. Η αποθέωση της τελεολογίας και του ετεροκαθορισμού έρχεται με το παράπονο για τους προδότες πολιτικούς να διέπει την κουβεντούλα τους. “… πρώτα οι έλληνες, ρε ξεφτίλες” φτύνει συμπληρωματικά στο αυτί μου ο διπλανός μου και ο έμπορας κουνάει το κεφάλι του καταφατικά. Με κοιτάει. Βλέπει ότι δεν συμμετέχω με κανέναν τρόπο και (σωστά) σκέφτεται ότι “μπορεί” να είμαι εχθρός τους.
Ένας (τουλάχιστον) έλληνας σκιτσογράφος έτρεξε να παρομοιάσει τον Γερμανό πρώην υπουργό με τους Ναζί (τι πρωτότυπη σχετικοποίηση του ναζισμού για τους έλληνες γελοιογράφους!) και, μιας και ο ναζισμός είναι ταυτόσημος με την εξολόθρευση των Εβραίων, ίσως κάποιοι νιώσουν σαν τους εβραίους, ε; Βολικό ακούγεται… “είμαστε θύματα, όχι θύτες”!
Τόσα χρόνια, όμως, παρατηρούμε πως «συζητήσιμο θέμα» για την απόλυτη πλειοψηφία του “αντιρατσιστικού” κινήματος γίνεται μόνο όταν ο έλληνας αυτοπροσδιορίζεται ως “εθνικιστής, Χ.Α.,” κ.λ.π. δημόσια, και αμέσως χαρακτηρίζεται ως “τρελός, χαζός, τραμπούκος, ανιστόρητος, παραστρατημένος, αίλλινας” κλπ.. Καμία σύγκριση με κάποια μοναδική ιστορική κτηνωδία. Ευτυχώς δηλαδή. Διότι απλώς “έλληνα” να τον πεις, αρκεί για να κάνεις την πλέον αντικειμενική περιγραφή της αθλιότητας και βαρβαρότητας που τον διέπει.
Το ότι τα οικογενειακά τραπέζια των ελλήνων, οι χώροι εργασίας, τα μμμ, το σχολείο κλπ έχουν ως στάνταρ οσμή την μπόχα του ρατσισμού από τους συγγενείς, φίλους κ γνωστούς των αντιρατσιστών που βρίσκουν στοργή και μέριμνα από το περιβάλλον τους, μάλλον είναι μόνο σε εμάς γνωστό. Σ αυτόν τον βρωμότοπο, όσων το πνεύμα τους δεν προδίδει υποτυπώδη ντροπή ώστε το μυαλό, η σκέψη, η φαντασία, το συνειδητό αλλά και το ασυνείδητό τους να μην σκεπάζεται πλήρως από τη γαλανόλευκη, είναι τουλάχιστον συνένοχοι.
Η Χ.Α. είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Από κάτω της βρίσκεται ένας τεράστιος ιστός ελληνικής βιοεξουσίας που στηρίζεται από την απόλυτη πλειοψηφία του ελληνικού λαού. Όπως έγραφαν πριν λίγα χρόνια οι Cafe Morgenland: είναι “ενα πλέγμα έμμεσων και άμεσων μηχανισμών που δουλεύει ρολόι ενάντια σε άτομα που έχουν προ πολλού στιγματιστεί σαν οι «κακοί» του καιρού μας.”
Ο ρατσισμός όμως εδώ πέρα σαν κοσμοθεωρία είναι κομμένος και ραμμένος για τις επιδιώξεις της εθνικιστικής και ξενοφοβικής συγκρότησης του έλληνα πολίτη. Το ίδιο συμβαίνει και στα μέρη μας (aka Μεσσηνία), η άνοδος της Χ.Α., πότε με το πρόσωπο του νεοναζισμού – πότε με αυτό κάποιας “πρωτοβουλίας πολιτών”, γίνεται εις βάρος των μεταναστών και Ρομά, όχι “των φτωχών ντόπιων κομμουνιστών” ή άλλων ελλήνων…
Οπότε, το ξαναγράφουμε για χιλιοστή φορά, μέσα σε κάθε έλληνα κρύβεται ένας ρατσιστής! Αδιαμφισβήτητα ο μόνος θεμιτός και συνεπής, για εμάς, αντιφασισμός που αντιτίθεται στο ρατσισμό και μας κάνει να νιώθουμε στοιχειώδη ασφάλεια, είναι ο ανθελληνικός αντιφασισμός και σαφώς η καθολική απόρριψη της κυρίαρχης εθνικής ιδεολογίας για την καταρράκωση του περήφανου έλληνα πολίτη.
… η συνέχεια όμως, του τι έγινε στον πάγκο με τα βερίκοκα, είναι μια άλλη ιστορία!
Πυρήνας Εγκάθετων Μεταναστών
για την Αποδιοργάνωση της Ελληνικής Πραγματικότητας
και τον Εκφυλισμό του Πολιτισμού της