Ζητήματα ανάγκης

LIF_VIO_1918DefenseGroup

Ήταν επόμενο πως τις συλλήψεις των χρυσαυγιτών τον περασμένο Σεπτέμβριο από τους μπάτσους, θα τις καρπωνόταν ποικιλότροπα το ελληνικό κράτος. Πέρα από την διάδοση του γενικού απειλητικού συνθήματος ότι «η δημοκρατία θα νικήσει», το οποίο απαιτούσε η μάχη και με τα δύο … άκρα να πάρει υλική μορφή, το κράτος επιβεβαίωσε και τις ορέξεις να βάλει μάζες πίσω από το πλασάρισμα ενός πατριωτικού, εθνικά ομοιογενούς «αντιφασισμού» ο οποίος θα περιόριζε τον φασισμό στο πρόσωπο μιας και μόνο οργάνωσης, της χ.α. Με ευλάβεια και προσοχή διαδόθηκαν παράλληλα και σε κάθε τόνο παραινέσεις, προτροπές και απειλές πως τους φασίστες δεν λέει, δεν αξίζει και δεν έχει αποτέλεσμα (και στην τελική είναι και παράνομο) να τους ρίχνεις ξύλο. Και για τον ίδιο λόγο αξιοποιήθηκαν και οι αριστεροί σύμμαχοι που τόσο καιρό καταδίκαζαν τη βία απ’ όπου κι αν προερχόταν. Εμείς πάλι, καθώς δεν έπιασε πάνω μας αυτή η προπαγάνδα, πήγαμε και βαφτίσαμε οι αθεόφοβοι το περιοδικό με αυτό το όνομα που μόνο υπενθύμιση θέλει να ‘ναι στην έμπρακτη αντιφασιστική άμυνα στο δρόμο. Εντάξει, να το πούμε βέβαια ότι πίσω απ’ αυτή την απόφαση μας δεν βρίσκεται ούτε η αγάπη μας για τα μπράτσα, τα γυμναστήρια και τα ζιουζίτσου ούτε η ματσίλα του δρομίσιου ξύλου. Αλλά η βαθιά μας πεποίθηση πως η άμυνα των βαλλόμενων κοινοτήτωναπό τους φασίστες είναι το πρώτο και σημαντικότερο δικαίωμα που έχουν. Μιλάμε για κοινότητες μεταναστών, μειονοτικών αλλά και αντιφασιστών που γνωρίζουν κι έχουν γευτεί οι ίδιες το πλούσιο ιστορικό φασιστικών επιθέσεων και που θέλουν να προστατεύσουν τόσο τα τομάρια τους όσο και τις όποιες δομές τους. Όλα αυτά, λέμε, είναι δική τους, δηλαδή δική μας υπόθεση. Είναι θέμα επιβίωσης, είναι θέμα αξιοπρέπειας και είναι και θέμα εξυπνάδας, αν θέλετε. Αλλά πάνω απ’ όλα είναι θέμα ανάγκης. Κι αυτό δεν μας κάπνισε έτσι και το λέμε ούτε προέκυψε «θεωρητικά» αλλά το είδαμε να συμβαίνει και να αποδίδει, στην μικρο-ιστορία των κοινοτήτων των ‘Άλλων’. Το περιοδικό αυτό αντλεί το όνομα του από μια τέτοια περίπτωση περιφρούρησης μιας κοινότητας που ο όχλος είχε βάλει στο μάτι. Και, γενικά, το παράδειγμα των εβραϊκών ομάδων αυτοάμυνας μόνο αδιάφορο δεν είναι για την ιστορία της αντιφασιστικής άμυνας των μειονοτικών.

Να δώσουμε το πλαίσιο. Μιλάμε κυρίως για τις δεκαετίες μεταξύ 1880 και 1920 στην Ρωσία, κλασικό τόπο αντισημιτικών πογκρόμ, όπου η υπεράσπιση των εβραϊκών κοινοτήτων αναλήφθηκε εκ μέρους εβραϊκών κομμουνιστικών ή σιωνιστικών ομάδων. Η αρχή της ιστορίας της αντιφασιστικής και αντι-αντισημιτικής άμυνας βρίσκεται στη συνειδητοποίηση των ίδιων των κοινοτήτων ότι τα πογκρόμ εναντίον τους, τα οποία τότε περιλάμβαναν συνήθως ολοσχερές κάψιμο των εβραϊκών γειτονιών και εξόντωση των μελών τους, γίνονταν με την ανοχή αν όχι και την έγκριση και τη συμπαράσταση του κράτους, του Τσάρου ή των μπάτσων και των απλών φαντάρων που ενσωματώνονταν στον όχλο. Άρα το πρώτο συμπέρασμα ήταν ότι το να αφεθούν οι εβραϊκές κοινότητες στην κρατική προστασία ήταν εκτός συζήτησης. Κι όχι μόνον αυτό. Οι ομάδες τους, που γρήγορα κατάλαβαν ότι θα έπρεπε να φτιάξουν, θα ‘πρεπε να ‘ναι τόσο καλά οργανωμένες που να ‘ναι έτοιμες να αντιπαρατεθούν και με αστυνομικές δυνάμεις ή στρατό, αφού σωστά υπολόγισαν ότι μερικές φορές η αντιπαράθεση με τον όχλο δεν θα ήταν αρκετή για να σωθούν.

Η ανάγκη, λοιπόν, και το αδιέξοδο της επιβίωσης μέσα σε έναν κόσμο εχθρικό ήταν η κινητήρια δύναμη εφαρμογής αυτών των ομάδων. Πρέπει να θυμίσουμε ότι μεταξύ 1880 και 1930, μέσα σε αυτά τα πενήντα χρόνια, τουλάχιστον 2 εκατομμύρια Εβραίοι μετανάστευσαν στις ΗΠΑ ή την Παλαιστίνη, διαφεύγοντας από το δηλητηριώδες κλίμα της Ρωσίας και το βέβαιο θάνατο. Είναι η εποχή, παράλληλα, που το σιωνιστικό αλλά και το κομμουνιστικό κίνημα δυναμώνουν στην Ευρώπη. Στις 15 Οκτωβρίου 1894, για παράδειγμα, στη Γαλλία ξεσπάει η υπόθεση Ντρέιφους και μεταξύ των δημοσιογράφων που παρακολουθούν τη δίκη και τα πογκρόμ εναντίον των Εβραίων της Γαλλίας είναι και ένας νεαρός ανταποκριτής αυστριακής εφημερίδας, ο Τέοντορ Χέρτσλ, ιδρυτής του σιωνιστικού κινήματος. Ενώ, από την άλλη, η κομμουνιστική εβραϊκή οργάνωση Bund, με διασυνδέσεις σε όλη την Ευρώπη, σιγά-σιγά αποδέχεται την ανάγκη της εβραϊκής εργατικής αυτοάμυνας και προχωρεί σε σχηματισμό ομάδων.

Σημείωση: Αν η εβραϊκή αριστερά, ειδικά στη Ρωσία, δίσταζε στην αρχή να προχωρήσει στη συγκρότηση αυτών των ομάδων, ήταν γιατί είχε εναποθέσει τις ελπίδες της στην επερχόμενη μπολσεβίκικη επανάσταση και, έτσι, κολλούσε να αντιπαρατεθεί με τον ρωσικό όχλο, τα αντισημιτικά πογκρόμ του οποίου έβλεπαν τότε (ορισμένοι κομμουνιστές) σαν αποπροσανατολισμένες αντι-τσαρικές εξεγερσιακές τάσεις του αργά ή γρήγορα επικρατούντος κομμουνισμού. Οι δισταγμοί, όμως, γρήγορα αίρονται υπό το βάρος της πραγματικότητας και η Bund διακηρύσσει: «η βία πρέπει να απαντηθεί με βία, απ’ όπου κι αν προέρχεται».

Οι Εβραίοι τεχνίτες και εργάτες αποτέλεσαν τα πρώτα στελέχη αυτών των ομάδων, άνθρωποι δηλαδή που συνήθως γνώριζαν πως να κρατάνε μαχαίρια και τσεκούρια, τα κυρίως όπλα το 1880 για την κοινοτική αυτοάμυνα. Κοντά σ’ αυτούς προστέθηκαν φοιτητές που είχαν κάνει στρατό στη Ρωσία, την Ουκρανία κι αλλού και μπορούσαν να εμφυσήσουν ένα πνεύμα πειθαρχίας στις ομάδες. Οι μυστικές εκκλήσεις προς τους Εβραίους στρατιώτες – 400.000 περίπου υπολογίζονταν – ώστε να ενταχθούν στις ομάδες αυτοάμυνας, εξάλλου, δεν έλλειπαν. Σύντομα, βοήθησαν και κάποιοι ραβίνοι οι οποίοι στρατολογούσαν θρησκευόμενους Εβραίους, συνήθως χασάπηδες ή άλλους χειρώνακτες, μέσα από τις συναγωγές. Βοήθησαν, τέλος, και (χριστιανοί) κατάσκοποι που είχαν επιστρατευτεί για να διεισδύουν στον όχλο, πληροφορώντας για τις κινήσεις του.

Η πρακτική μεταδόθηκε και σε άλλες χώρες, όπως η Ουκρανία και η Λευκορωσία, και αναλόγως της περιοχής, πολιτικά ηγεμόνευαν στις ομάδες αυτές είτε οι σιωνιστές ή είτε οι κομμουνιστές. Σε περιπτώσεις όπου ο ανερχόμενος κόκκινος στρατός βοηθούσε τις εβραϊκές κοινότητες, επιβεβαιωνόταν η κομμουνιστική τακτική, ενώ όταν οι μπολσεβίκοι αδιαφορούσαν, οι σιωνιστές κέρδιζαν έδαφος. Οι γκρίζες ζώνες, όπως αυτή του αριστερού σιωνισμού, δεν ήταν σπάνιες. Ο V. Fabrikant, ένας αριστερός σιωνιστής, εξηγούσε πως «κάθε Εβραίο, ακόμη κι αυτόν απ’ τα υψηλότερα αξιώματα της αστικής τάξης, πρέπει να τον υπερασπιστούμε αν βρίσκεται σε κίνδυνο, αποκλειστικά και μόνο επειδή είναι Εβραίος».

Η αυτοάμυνα, γενικά, είχε θετικά αποτελέσματα, αν και όχι θεαματικά. Πρέπει να έχουμε υπόψη ότι το αντισημιτικό ιδεολόγημα του ‘εβραιο-μπολσεβικισμού’ βρίσκει τις ρίζες του στην προσπάθεια υπεράσπισης του τσάρου κατά τις επαναστατικές απόπειρες ανατροπής του. Το 1905 και ενώ το αντι-τσαρικό κίνημα δεχόταν άγρια καταστολή, ένα γενικευμένο κρατικό πογκρόμ έγινε αντικείμενο επεξεργασίας για την ανακούφιση του όχλου και με τις τσαρικές ευλογίες σε δεκάδες εβραϊκές πόλεις της χώρας. Σε εκείνο το χρονικό σημείο, 42 πόλεις με εβραϊκό πληθυσμό, είχαν φτάσει σε ένα καλό επίπεδο εξοπλισμού τους, με οργανωμένες ομάδες και όπλα πυρός (συνήθως πιστόλια αλλά τουλάχιστον μια σιωνιστική ομάδα είχε καταγραφεί να έχει αποκτήσει και κανόνι!). Στις μάχες του 1905, από τις 42 πόλεις, έγινε συντονισμένη επίθεση του όχλου και του στρατού σε 30 τουλάχιστον απ’ αυτές και 132 ήταν μόνο οι νεκροί των ομάδων. Στο Ζίτομιρ η μάχη υπήρξε τετράωρη και ανάγκασε σιωνιστές, σοσιαλιστές και κομμουνιστές να συνεργαστούν. Εκεί μόνον σκοτώθηκαν 13 άτομα από τις ομάδες περιφρούρησης, ενώ στο Γεκατερίνοσλαβ, από την άλλη, οι ομάδες άμυνας κατάφεραν να σκοτώσουν 47 μέλη του όχλου.

Μέχρι και την περίοδο του πρώτου παγκοσμίου στην Ευρώπη, στην Μπρατισλάβα, την Βιέννη, την Πράγα και το Μπρνο οι ομάδες κατάφεραν να διατηρήσουν τις εβραϊκές γειτονιές χωρίς μεγάλες απώλειες κατά τη διάρκεια εθνικών εντάσεων μεταξύ των παλιών κρατικών οντοτήτων της Ουγγαρίας και της Αυστρίας, όπου και πάλι αναζητούνταν αποδιοπομπαίοι τράγοι. Μετά, όμως, την επικράτηση των Μπολσεβίκων στη Ρωσία, αν και η χώρα θα ήταν σχετικά ασφαλής για τους Εβραίους το πρόβλημα γιγαντωνόταν στο κέντρο της Ευρώπης, όπου οι φασίστες ανέβαιναν σε αριθμούς και, παράλληλα, δεν ήταν πολλές οι πόλεις με σημαντικό εβραϊκό πληθυσμό. Σε κάποιες πόλεις ιδρύθηκαν νέες ομάδες αλλά όχι στον βαθμό που υπήρχαν προηγουμένως στη Ρωσία. Ο Ίμι Λίχτενφελντ, Σλοβάκος μποξέρ και παλαιστής, γεννημένος σε ουγγρική εβραϊκή οικογένεια, ήταν ο αρχηγός μιας απ’ αυτές στην πόλη της Μπρατισλάβα. Προσπαθώντας να υπερασπιστεί τη γειτονιά του απέναντι στους ναζί της πόλης χρησιμοποιούσε την εμπειρία του από τις πολεμικές τέχνες, αν και σύντομα συνειδητοποίησε ότι η μάχη δρόμου ήταν διαφορετική. Στρατολόγησε κι άλλους μποξέρ από την γειτονιά και επινόησε έναν τρόπο αντιπαράθεσης που θα ήταν πιο πρακτικός απέναντι στις νυχτερινές επισκέψεις των φασιστών στη γειτονιά του. Έτσι προέκυψε η «μάχη επαφής» (το γνωστό ‘κραβ μαγκά’), την οποία δίδαξε αργότερα ο ίδιος σε επιζώντες του Ολοκαυτώματος στην Παλαιστίνη, όταν πια φτιάχτηκε ο ισραηλινός στρατός ο οποίος με τη σειρά του εν γένει απορρόφησε όσους επιζώντες μαχητές και μαχήτριες των ομάδων είχαν μείνει πανευρωπαϊκά για να συνεχίσουν την υπεράσπιση των κοινοτήτων τους και στη Μέση Ανατολή, επιβιώνοντας από μάχη σε μάχη, μεγαλώνοντας από πόλεμο σε πόλεμο.

Η ιστορία των εβραϊκών ομάδων αυτοάμυνας είναι ενδεικτική και για έναν ακόμα λόγο. Τώρα έχετε όλες/οι να λέτε κάτι όταν ακούτε να πιπιλίζεται η γνωστή καραμέλα ότι «οι εβραίοι δεν πρόβαλαν αντίσταση» απέναντι στους διώκτες τους, ότι ήταν παθητικοί, ότι «οδηγήθηκαν σαν πρόβατα στη σφαγή» κτλ – μια αντίληψη που αντικειμενικά μοιράζει τις ευθύνες της εξόντωσης ανάμεσα στους θύτες και τα θύματα.

Και ξανά, αν θα ‘πρεπε να κρατάει κανείς/καμιά κάτι ακόμα απ’ όλα ετούτα, αυτό είναι ακριβώς το ότι η οργάνωση αντιφασιστικής ή αντιρατσιστικής άμυνας προέκυπτε, προκύπτει και θα προκύπτει με έναν τρόπο τόσο αυτονόητο όσο και φυσικό όταν οι διωκόμενοι νιώθουν την ανάγκη. Έτσι, όταν σήμερα στην Καλλιθέα, στην Κυψέλη, τα Πατήσια ή αλλού μαθαίνουμε ιστορίες όπου Αιγύπτιοι και Αλβανοί, ή Αφρικανοί, αποφάσισαν ένα απόγευμα να τρέξουν κάποια φασιστάκια, καταλαβαίνουμε πως υπάρχει ένα αόρατο αλλά συνεχές νήμα με όλα τα παραπάνω. Γνωρίζουμε, στην τελική, ότι η αυτοάμυνα που οργανώνουν οι ίδιες οι κοινότητες, χωρίς αυτόκλητους ή μη πατρόνες και ζορό, είναι η πιο καθοριστική αντιμετώπιση των φασιστών.

Stepanyan TSP, Δεκέμβριος 2013.

Το εξαπτέρυγο του ‘μακεδονικού’

Όσες κι όσοι μιλάμε ενάντια στον ελληνικό εθνικισμό, δεν αργήσαμε να πέσουμε πάνω στον ιερό θεσμό της εκκλησίας και των δεσποτάδων της. Έθνος και θρησκεία, θρησκεία και έθνος στο άκρο των νότιων Βαλκανίων κάνανε κολλητή παρέα και το παπαδαριό αρκετές φορές ευλόγησε τα κανόνια, αν δεν τα κουβάλησε κιόλας με τα χεράκια του στη μάχη. Κάπου εκεί ανάμεσα στα μανουάλια, τις εικόνες και τα κεριά, αν είναι λοιπόν κανείς προσεκτικός, σύντομα θα ακολουθήσει τα ίχνη εγχώριων σταυροφοριών εις βάρος των όποιων Άλλων, θρησκευτικά, εθνοτικά, πολιτισμικά, αυτής εδώ της κοινωνίας. Για μια τέτοια περίπτωση μιλάμε σήμερα, έναν καλό συνεργάτη του μακεδονοφάγου Παύλου Μελά και του εγχώριου εισαγωγέα του φασισμού Ίωνα Δραγούμη.

Δεν είναι άλλος από τον περιβόητο Γερμανό Καραβαγγέλη, τον εθνικιστή ιεραπόστολο της Ορθοδοξίας που συνέστησε τις τοπικές μισθοφορικές ένοπλες ομάδες στην Μακεδονία, ενάντια στην δράση του μακεδονικού λαού, αλλά οργάνωσε και την άφιξη νέων μισθφορικών ομάδων απο την ελλάδα. Σε συμμαχία με τις οθωμανικές αρχές και τους ένοπλους έλληνες δρούσε ως κύνυγός κεφαλών, τρομοκρατούσε και δολοφονούσε. Ήταν, επίσης, ο κεντρικός “κομιστής” των χρημάτων – που στέλνονταν από την ελλάδα για αγορά όπλων, πληρωμή μισθών των ελλήνων “ανταρτών”, εξαγορά λήσταρχων. «Κάτω από τη σοφή κι άγρυπνη καθοδήγηση του Γερμανού Καραβαγγέλη» έγινε και η σφαγη της Ζαγορίτσανης (σημερινή Βασιλειάδα Καστοριάς) – ένα από τα θαυμαστά του έργα – στις 25 Μαρτιου του 1905, απο τους ελληνες μισθοφόρους. Ο ίδιος έδωσε μάλιστα στον Βάρδα, τον επικεφαλή της σφαγής, την λίστα με τα ονόματα των χαφιέδων των ελλήνων, για να μην τους πειράξει. Η επίσημη ιστοριογραφία μετρά 62 νεκρούς, αντρες – κυρίως ηλικιωμένους – γυναίκες και παιδιά. Το χωριό καταστράφηκε ολοκληρωτικά. Η σφαγή εναντίον του άοπλου πληθυσμού, κι όχι μετά από συμπλοκή με κομιτατζήδες, όπως θέλει η ελληνική ιστορία, και το πλιάτσικο που ακολούθησε οδήγησε σε διεθνή κατακραυγή εναντίον του υπαίτιου μητροπολίτη Καστοριάς. Ο Καραβαγγέλης είναι αυτός που επινόησε το σύνθημα «Να μη μείνει ούτε ένας Βούλγαρος» κατά τη διάρκεια του λεγόμενου ‘μακεδονικού αγώνα’.

Τρία χρόνια αργότερα, το 1908, «μετατέθηκε» ως μητροπολίτης Αμάσειας Πόντου, όπου συνέχισε την εθνικιστική του εγκληματική δράση στήνοντας ένοπλες ομάδες που λεηλατούσαν τουρκικά χωριά στο ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1916. Το 1921 ο Γερμανός Καραβαγγέλης θεωρεί ώριμο το αίτημα για δημιουργία ποντιακού κράτους στα βόρεια της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αποτελεί, μάλιστα, τον εφευρέτη της ιδέας του ‘στραγκαλισμού’ της πρώην αυτοκρατορίας διαμέσου της συνεργασίας των ελλήνων με τους πόντιους, τους κούρδους και τους αρμένιους – τακτική της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής που όμως θα εφαρμοστεί πολύ αργότερα μέσα στον 20ο αιώνα (από τον Α. Παπανδρέου). Οι υπηρεσίες του Καραβαγγέλη στο ελληνικό κράτος τελείωσαν κάπου εκεί. Απομακρύνθηκε ως έξαρχος του οικουμενικού πατριαρχείου στην Αυστρία, όπου και ψόφησε το 1935.

 

Το ελληνικό κράτος για να τον τιμήσει για την οργάνωση ένοπλων μισθοφορικών πυρήνων στην Μακεδονία αλλά και την οργάνωση ενός τεράστιου δικτύου χαφιέδων στην περιοχή, τον έκανε δρόμο σχεδόν σε κάθε πόλη της ελλάδας. Στην Θεσσαλονίκη μόνον, οδός Γερμανού Καραβαγγέλη υπάρχει στην Άνω Πόλη, στην Πολίχνη, την Σταυρούπολη, την Πυλαία και την Καλαμαριά – περιοχές που μεταξύ άλλων κατέφυγαν πολλοί πρόσφυγες του Πόντου. Το 1999 ο πρώην αρχιεπίσκοπος χουντόδουλος (Παρασκευαϊδης Χρήστος) του αφιέρωσε κι ένα μνημείο. Στην Καστοριά. Στην πρώην σλαβόφωνη Καστοριά. Στη συνοριακή Καστοριά. Εκεί και στη Φλώρινα που και τώρα ακόμα, 100 χρόνια μετά, είθισται να φυτρώνουν φονταμενταλιστές μητροπολίτες. Κοίτα να δεις πως τυχαίνουν κάποια πράγματα…

Δεκέμβριος 2013 (Ημερολόγιο Ρατσισμού)

Δεκέμβριος 2013

Οδός των ξένων#2 Αφισοκόλληση στη Θεσσαλονίκη: άνω κέντρο και αρχές Δυτικών:

Πρώτα Αγ. Δημητρίου με Ιουλιανού – δίπλα στον τοίχο για τις αφισοκολλήσεις – ένα μικρό στενό η “Μοίραρχου Δ. Κουφίτσα”. Για να τιμηθεί ο επί κατοχής υποδιοικητής της ασφάλειας Θεσσαλονίκης Δημήτριος Κουφίτσας. Για να δοξαστεί ο ηθικός αυτουργός της εκτέλεσης 200 φυλακισμένων αντιστασιακών από τους ναζί στην Κασαριανή, την πρωτομαγιά του ’44, γιατί ο Κουφίτσας ήταν αυτός που έδωσε την λίστα με τα ονόματα. Για να υμνηθεί ο εισηγητής του εκτάκτου στρατοδικείου, που δίκαζε τους αριστερούς αντιπάλους του, επί εμφυλίου πολέμου.

Και μετά η πλατεία Μουσχουντή. Είναι η πλατεια “περιστερίων”, λίγο πιο πάνω απο την παλιά λαχαναγορά, αρχές Συκεών, που κάθε χαράματα είναι γεμάτη μεταναστες που περιμένουν να πάνε για δουλεια. Η πλατεία πήρε το όνομα της από τον Νίκο Μουσχουντή. Έναν Συνταγματάρχη της Χωροφυλακής και Αστυνομικό Διευθυντή της Θεσσαλονίκης κατά την διάρκεια της κατοχής, το όνομα του όποιου έχει συνδεθεί με το “κυνήγι κομμουνιστών”. Εμπλεκόταν ο ίδιος σε υποθέσεις εξάρθρωσης του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ, κατά την περίοδο του εμφυλίου πολέμου, αλλά και στην υπόθεση δολοφονίας του δημοσιογράφου Πολκ, όπου βασάνισε για πολλές μέρες τον “ένοχο” αριστερό Στακτόπουλο ώσπου να “ομολογήσει” την ενοχή του. Στα μπουντρούμια της Ασφάλειας Θεσσαλονίκης βασανίστηκαν και πολλοί άλλοι επί θητείας του. Κατα την διάρκεια της περιόδου που το ΕΑΜ έλεγχε την Θεσσαλονίκη κρυβόταν από τους κομμουνιστές. Δυστυχώς, όμως, πέθανε μέσα στο σπίτι του από καρδιακή προσβολή, το 1958, σε ηλικία 52 ετών.

Σαν εκδίκηση ακούγεται ότι κάθε απόγευμα αυτή την πλατεία την γεμίζουν σήμερα τα παιδιά των μεταναστών που παίζουν μπάλα, “προκλητικά” για τους φιλήσυχους έλληνες. Κι όσο για τον άλλον, τον Κουφίτσα; Εκτελέστηκε από δύο μέλη της ΟΠΛΑ το βράδυ της 6ης Οκτωβρίου 1946 στην πλατεία Δικαστηρίου.

ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2013 (Ημερολόγιο Ρατσισμού)

Νοέμβριος 2013

Οδός των Ξένων #1 «Λεωφόρος Κατεχάκη»

O Γ. Κατεχάκης, ο “μεγάλος” – μεγάλος όσο και η λεωφόρος που του αφιέρωσαν – ελληνας βενιζελικός στρατηγός του 20ου αιώνα, γεννήθηκε στην Κρήτη αλλά επειδή ήταν πολύ “μεγάλος” το νησί δεν τον χωρούσε … Έτσι, πήρε την βαλίτσα του και ως επικεφαλής μιας συμμορίας δεκάδων αντρών, αδίστακτων μισθοφόρων, ξεκίνησε για την Μακεδονία, για να συναντήσει και να ενωθεί με τις λοιπές ελληνικές συμμορίες και να ηγηθεί του σώματος των Κρητών μισθοφόρων του ελληνικού στρατού – στα κιτάπια της επίσημης ελληνικής ιστορίας θα τους βρείτε ως «εθελοντές» η «έλληνες αντάρτες» – στον αντιΜακεδονικο αγώνα, μιας και η θέση του αρχηγού χήρεψε μετά τον θάνατο του Παύλου Μελά.

Και τί δουλειά είχαν τόσοι κρητικοί (υπολογίζονται σε 3.000) στην μακρινή Μακεδονία? Το πλιάτσικο και την σφαγή των ντόπιων κατοίκων της περιοχής, στο όνομα της “απελευθέρωσης” της και της ενσωμάτωσης των “νέων χωρών” στον ελληνικό χάρτη.

Ο Κατεχάκης ήταν ο πρωταγωνιστής της πρώτης μαζικής σφαγής ντόπιων απο τα ελληνικά μισθοφορικά στρατεύματα στην Μακεδονία: της σφαγής του Ζέλενιτς (σημερινό Σκληθρο Φλώρινας), στις 13/11/1904, που έμεινε γνωστή ως “ο ματωμένος γάμος”. Την μέρα εκείνη ο παπάς του χωριού πάντρευε την ανιψιά του. Η ελληνική συμμορία κύκλωσε το χωριό, και πλιατσικολογώντας έφτασε στο σπίτι που γινόταν ο γάμος, όπου άρχισε η σφαγή. Οι ίδιοι οι δολοφόνοι γράφουν στην αναφορά τους για 30 εως 47 νεκρούς, χωρικούς Μακεδόνες και Μακεδόνισσες, καλεσμένους στον γάμο.

Γενικός αρχηγός, ταγματάρχης, κατόπιν στρατηγός, ο Κατεχάκης αλώνιζε και σκότωνε απο την Καστοριά, τα Γρεβενά, την Νάουσα, την Φλώρινα και τα Μπίτολα, ως την Ήπειρο, την Θεσσαλονίκη, την Ισταμπούλ και την Θράκη. Ως αρχηγός, δε, της “εθνικής άμυνας” έστελνε οδηγίες στο μικρασιατικό μέτωπο να προσέχουν οι ελληνες αξιωματικοί τους Εβραίους, ρουμανιζοντες, Αρμένιους κτλ στρατιώτες του ελληνικού στρατού…”

Για να τον ανταμείψουν για τις εθνικές του υπηρεσίες, τον έκαναν υπουργό εθνικής άμυνας, μία φορά το 1924 και άλλη μία στην τριετία 1930-1933 όπου και ανέλαβε τις πρώτες πολεμικές προετοιμασίες για τον επερχόμενο β’ παγκόσμιο πόλεμο. Μαζί με τον Γ. Φεσσόπουλο, ο Γ. Κατεχάκης είναι συνιδρυτής των ελληνικών μυστικών υπηρεσιών και ανήκει στους πρωτεργάτες του οργανωμένου αντικομουνισμού.

Παρουσίαση της Στήλης: «Οδός των Ξένων»

Φανταστείτε κάποιον στο δρόμο να ζητά πληροφορίες για μια διεύθυνση από έναν περαστικό και αυτός πρόθυμα τον ενημερώνει κάπως έτσι: Θα ακολουθήσεις την οδό «ταγματασφαλίτη-κυνηγου Εβραίων», όλο ευθεία, μέχρι να βρεις την «δολοφόνου αμάχων χωρικών» με «κομμουνιστοφάγου» γωνία, εκεί θα στρίψεις δεξιά και θα βγεις στην πλατεία «σφαγής γυναικόπαιδων από ελληνες επαναστατημένους». Και το βρήκες! Σε μια τέτοια εφιαλτική πόλη οι δρόμοι θα αφηγούνταν πλιάτσικα ελληνοψυχων και δολοφονίες “εσωτερικών” εχθρών, οι πλατείες θα κραύγαζαν εθνικοφροσύνη και μεγαλεία ταγματασφαλιτών, κι εμείς θα “ξηλώναμε” τις γαλανόλευκες ταμπέλες. Ε, αν εξαιρέσουμε το τελευταίο, όλα τα άλλα ήδη υπάρχουν πίσω απ’ τις σκουριασμένες και επιστρωμένες με λήθη γαλάζιες πινακίδες των ελληνικών δρόμων, εκεί που συχνά δίνουμε ραντεβού, περπατάμε κι οδηγάμε. Από περιέργεια κι από κουσούρι, βρήκαμε διασκεδαστικό και ‘ιστορικού χαρακτήρα’ την δουλίτσα αυτή, να σκαλίζουμε δηλαδή τις μικρές αλήθειες που κρύβουν τα ονόματα πάνω στις γαλάζιες ταμπέλες ονοματοθεσίας οδών και πλατειών. Μέσα από δω θα δίνουμε ονόματα δολοφόνων και άλλων καθαρμάτων που πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους στο ελληνικό κράτος (ακόμα και εκατοντάδες ή χιλιάδες χιλιόμετρα έξω από τα ελληνικά σύνορα) και αυτό τους αντάμειψε κάνοντας τους πλατείες και δρόμους.

Για να μην φρικάρετε, πρέπει πάντως να θυμάστε. Τις πόλεις τις κάνουν αυτό που είναι αυτές κι αυτοί που μένουν και κινούνται μέσα τους. Είναι ο δρόμος του Τόνυ Ονούα στην Καλαμαριά, όπου πήδηξε από μπαλκόνι και σκοτώθηκε προκειμένου να γλυτώσει από τους μπάτσους – στην Σαλονικη τον Αύγουστο 2007 – ο δρόμος του Σαχτζάτ Λουκμάν στα Πετράλωνα, που τον μαχαίρωσαν φασίστες καθώς πήγαινε στη δουλειά τον Γενάρη του 2013, ο δρόμος του Τζαβέντ Μπασίρ, του Μοχάμετ Καμράν και των αμέτρητων “ανώνυμων” “άλλων”… ο δρόμος του Σάμπυ Κοεν, που δολοφονήθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, ο ηλεκτρικός σιδηρόδρομος των 55.000 Εβραίων της Σαλονίκης, το στενάκι που πετάξαν το πτώμα της Ηλέκτρας Αποστόλου αφού βασανίστηκε από τους ταγματασφαλίτες και δεν «μίλησε» κ.ο.κ. Είναι με λίγα λόγια δρόμοι και πλατείες, σοκάκια και στενά όπου έχουμε ζήσει τα τραύματά μας, έχουμε γνωριστεί μεταξύ μας, έχουμε θρέψει την συνείδησή μας, έχουν θερίσει την οργή μας και, πάνω απ’ όλα βέβαια, έχουν χαραχτεί στη μνήμη μας.

 

Παρουσίαση της Περιοδικής Αντιφασιστικής Έκδοσης 0151

Το σκεφτήκαµε από τον εβραϊκό συνοικισµό «151» που ιδρύθηκε, µετά την µεγάλη πυρκαγιά της πόλης, στις παλιές εγκαταστάσεις ενός ιταλικού στρατιωτικού νοσοκοµείου της Θεσσαλονίκης µε τον κωδικό 0151. Το 1931 έλαβε χώρα το µεγαλύτερο αντισηµιτικό πογκρόµ στον ελλαδικό χώρο, από τους έλληνες φασίστες της «3Ε» εναντίον του εβραϊκού συνοικισµού «Κάµπελ». Αυτό που δεν είναι, όµως, τόσο γνωστό είναι ότι η αρχική φιλοδοξία των φασιστών ήταν να κάψουν τον «151», τον µεγάλο και φτωχό εβραϊκό συνοικισµό της πόλης στον οποίο έµεναν πέντε χιλιάδες άνθρωποι περίπου, οι περισσότεροι εκ των οποίων σιωνιστές και σοσιαλιστές εβραίοι. Ο «151», όµως, τοποθετούταν – σε αντίθεση µε το Κάµπελ – µεταξύ άλλων εβραϊκών συνοικισµών και διέθετε τις δικές του περιπόλους αυτοάµυνας. Στα τέλη του Ιούνη εκείνης της χρονιάς, οι περίπου 500 φασίστες της «3Ε» έφτασαν στα σύνορα του 151, τους υποδέχτηκαν εκεί µπόλικοι, χαµάληδες, µικροπωλητές, αθλητές, λιµενεργάτες, καπνεργάτριες και αχθοφόροι µεταξύ άλλων, για να τους περιποιηθούν. Το ξύλο που φάγαν οι φασίστες ήταν µπόλικο και η απόκρουση, αν δεν την είχε σκιάσει το κάψιµο του Κάµπελ, αναµφίβολα θα έστεκε σήµερα ως η σαλονικιώτικη εκδοχή της µάχης της Cable Street, όπου οι εβραίοι του ανατολικού λονδίνου είχαν ανακόψει, αντίστοιχα, πέντε χρόνια αργότερα τους άγγλους φασίστες του Μόζλεϊ. Κατά τη διάρκεια της γερµανικής κατοχής το «151» µετατράπηκε σε γκέτο, ενώ µετά την εκκένωση του λεηλατήθηκε από τους έλληνες. Το 151 συµβολίζει, λοιπόν, ένα πρόσκαιρο ανάχωµα στον ελληνικό φασισµό. Αποτελεί, παράλληλα, µια σοβαρή υπενθύµιση για το ότι η επιβίωση µας δεν πρέπει να επαφίεται στις προσευχές αλλά στην οργανωµένη αυτοάµυνα των κοινοτήτων.
Θα το καταλάβετε διαβάζοντάς το, ότι το έντυπο αυτό δεν τα πάει καλά µε τον φασισµό, τον εθνικισµό, τον ρατσισµό και τον αντισηµιτισµό αυτής εδώ της κοινωνίας, του κράτους της και των νεοναζί της. Συµβαίνει αυτό τόσο γιατί δεν γουστάρουµε τέτοιου είδους ντόπια φρούτα όσο και από ανάγκη. Το έντυπο αυτό, βλέπετε, φτιάχνεται από αντιφασίστ(ρι)ες κάθε φύλου, σεξουαλικού προσανατολισµού και καταγωγής, µε χαρτιά ή µη. Τούτη εδώ η δοµή, όµως, έχει κι άλλες παραξενιές. Δεν τα πάει καλά µε κόµµατα, αριστερά ή δεξιά, µε τα µίντια κι άλλες διαµεσολαβήσεις. Κι έχει πολλούς λόγους να το κάνει. Αλλά τρεις συγκεκριµένοι λόγοι, πάνω στους οποίους βρεθήκαµε αρχικά, θα σας τους πούµε από τώρα. Δεν θα βρείτε εδώ µέσα κείµενα που να περιέχουν γλυψίµατα για κάποιον ‘ελληνικό λαό’ που ξαφνικά τον βάρεσε η κρίση και έγινε φασίστας. Δεν θα βρείτε εδώ µέσα αράδες που θα περιγράφουν τους µετανάστες σαν κάποιου είδους πρόβληµα. Και, από την άλλη, θα βρείτε εδώ πολλά που θα ‘χουν να κάνουν µε αυτόνοµη οργάνωση και λόγο, τα οποία επιπλέον θα επιδιώκουν να κάνουν το έντυπο περισσότερο έναν τόπο ζύµωσης και διασποράς του µικροβίου ενός µαχητικού κι ανθελληνικού αντιφασισµού παρά ένα θεωρητικό όργανο πολιτικής γραµµής.