Λίγο πριν πάω στο πρώτο ραντεβού της ομάδας, τον Οκτώβριο του 2009, φιλοξενούταν στο Λονδίνο το αναρχικό φεστιβάλ βιβλίου. Πρόκειται για ένα γεγονός που κρατάει λίγες μέρες, συνήθως σε κάποιο πανεπιστήμιο του ανατολικού λονδίνου, φιλοξενεί σειρά εκδηλώσεων και, βέβαια, η κάθε ομάδα έχει τον πάγκο, τις μπροσούρες, τις εκδόσεις και τις … κονκάρδες της. Το φεστιβάλ αυτό είναι η μεγαλύτερη ετήσια εκδήλωση, όχι όμως μόνο για τον εκεί ‘χώρο’ της αναρχίας αλλά και για την αριστερά. Περνάνε συνήθως γύρω στα 5.000 άτομα από τους διάφορους χώρους που φιλοξενείται. Είχα σκοπό βασικά να πάω σε μία εκδήλωση, αυτή για την σεξουαλική εργασία που θα είχε και μια κάποια φεμινιστική παρουσία αλλά και εκπροσώπους συνδικαλιστικών οργάνων των εργαζόμενων του σεξ. Λίγο πριν μπω στην αίθουσα, έκανα μια μίνι τουρ στους πάγκους. Έπεσε το μάτι μου σε ένα μικρό πάγκο που οι τίτλοι πρόδιδαν αυτό που έψαχνα. Το ‘Gender’ αναγραφόταν σε διάφορους τίτλους. Μια νεαρή γυναίκα πίσω από τον πάγκο. Είχε κάποια γνωστά βιβλία της Butler μπροστά της και κάποια ακόμη. Όντας τελείως άσχετος με το περιβάλλον και ψάχνοντας το Pornography της Andrea Dworkin που είχε εξαντληθεί στα ελληνικά, ρώτησα για το αν υπήρχε. Η απάντηση ήταν σύντομη και αρκετά ακατανόητη. «It’s not where I come from» μου είπε η γυναίκα, με ενοχλημένο βλέμμα και φανερό εκνευρισμό. Λίγα μέτρα πιο κάτω βρήκα έναν άλλο πάγκο. Μια μεγαλύτερη σε ηλικία γυναίκα ήταν πίσω απ’ αυτόν. Ούτε αυτή είχε Dworkin εκεί αλλά μου δώσε διάφορες προκηρύξεις που είχε μπροστά της και με ευχαρίστησε που σταμάτησα. Ήταν μια γνωστή φεμινίστρια, ενεργή από τα ‘70s και ακόμη ασχολούταν. Ανήκε στις ριζοσπάστριες φεμινίστριες ή στο λεγόμενο ρεύμα του ‘επαναστατικού φεμινισμού’ που άνθισε στο Leeds πριν 4 δεκαετίες. Πριν φύγω, με ενημέρωσε για την κουβέντα για την πορνεία που θα ακολουθούσε σε λίγο, όπου και η ίδια θα μιλούσε.
Το «not where I come from» της προηγούμενης μου ‘χε κολλήσει στο μυαλό αλλά είχε επίσης αρχίζει να με ενθουσιάζει η ιδέα πως είναι τόσο τεταμένη η ατμόσφαιρα ιδεολογικά στον αγγλικό φεμινισμό. Πως εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα ευρύ κίνημα, εντατική ενασχόληση, διαφορετικές πολιτικές τάσεις κ.ο.κ., δηλαδή κάτι ζωντανό, κάτι που συμβαίνει τώρα, σαν κι αυτά που διαβάζαμε για την ελλάδα και άλλες χώρες στις δεκαετίες ’60-’80. Πολύ σύντομα θα ανακάλυπτα όχι μόνο ένα πεδίο πάνω στο οποίο εκδηλωνόταν η παραπάνω ένταση αλλά ίσως και την πηγή προέλευσης της έντασης αυτής. Στην εκδήλωση, η αίθουσα ήταν κατάμεστη από γυναίκες κυρίως. Υπήρχαν και όρθιες. Οι ομιλητές ήταν πέντε νομίζω, δύο άντρες και τρεις γυναίκες και έπαιζε χρονόμετρο για τον διαθέσιμο χρόνο των ομιλιών τους. Ο ένας άντρας ήταν από το φεστιβάλ βιβλίου, αναρχικός, καλωσόριζε στην εκδήλωση και διάβασε μια ‘αναρχική’ εισήγηση για το θέμα. Ο άλλος, ο πιο μικρός σε ηλικία, ήταν ένας εκπρόσωπος ενός διεθνούς συνδικάτου σεξ-εργατών/ τριών. Οι δύο από τις τρεις γυναίκες ήταν εκπρόσωποι φεμινιστικών ομάδων. Η τρίτη γυναίκα ήταν μια μεγαλύτερη σε ηλικία σεξεργάτρια και συνδικαλίστρια του Λονδίνου. (1)
Η αναρχική εισήγηση που ήταν και η πιο βαρετή, αρκέστηκε σε ιδεολογικές κοινοτοπίες και ηθικολογικά οράματα, πράγμα που έδινε μια γεύση και για το πως σκέφτονται/δρουν οι αναρχικοί/ ες στο Λονδίνο. Στην … αναρχική κοινωνία, έλεγε ο εισηγητής, η πορνεία δεν θα υπάρχει γιατί, αφενός, δεν θα υπάρχει χρήμα και ανταλλακτική αξία, αφετέρου, ο έρωτας δεν θα χρειάζεται να πουληθεί, γιατί θα είναι τελείως ελεύθερος. Μου θύμισε ένα κείμενο του Ερίκο Μαλατέστα που είχα διαβάσει στα 18 μου. Η εισήγηση αυτή πάντως έκανε τον λιγότερο θόρυβο και ελάχιστες ασχολήθηκαν μαζί της, ίσως και από ευγένεια για τους αναρχικούς οικοδεσπότες, ή μπορεί και λόγω του ότι οι αιχμές της ομιλίας αυτής για το σήμερα ήταν ελάχιστες, π.χ. ίσως ειπώθηκε κάτι για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η σεξουαλική εργασία από την πλευρά των μπάτσων. Στις άλλες τέσσερις εισηγήσεις, το κοινό έβραζε, πολλές δεν δίσταζαν να ειρωνεύονται, να πετάνε σχόλια πάνω στις εισηγήσεις, να γελάνε, να ειρωνεύονται κτλ. Ξαφνικά, η συζήτηση θύμιζε διαδραστικό θεατρικό. Στις εισηγήσεις των δύο φεμινιστριών έγινε λόγος για το βάσανο της πορνείας στον 20ο αιώνα. Η μία από τις δύο, αυτή που προηγουμένως είχα γνωρίσει στον πάγκο, έβαλε το ζήτημα και υπό την οπτική της εκμετάλλευσης της εργασίας της πορνείας στον καπιταλισμό. Διαβάστηκαν και αποσπάσματα από γνωστά βιβλία ενάντια στην πορνεία. Οι εισηγήτριες θέλοντας να κάνουν καθαρά κάποια σημεία, σχετικά με την πατριαρχική κοινωνία στην οποία ζούμε, έβαλαν ερωτήματα του τύπου:
– γιατί είναι οι γυναίκες που κυρίως απασχολούνται στην πορνεία; Δεν δείχνει αυτό τον κατάφωρα σεξιστικό χαρακτήρα της πορνείας; – συνδέεται η επιλογή της γυναικείας πορνείας με την (συγκριτικά με τους άνδρες) χαμηλότερη οικονομικο
-κοινωνική θέση των γυναικών στην αγορά εργασίας;
– είναι, λοιπόν, ελεύθερη επιλογή το να εκπορνεύεται μια γυναίκα; Θα το έκανε αυτό το επάγγελμα, άρα, μια γυναίκα αν μπορούσε να καταφύγει σε ένα άλλο επάγγελμα;
– τι ετήσιο τζίρο κάνει η παράνομη ή η νόμιμη πορνεία για το αγγλικό κράτος;
– τι απολογισμό κάνουν οι γυναίκες ή οι φεμινίστριες του παρελθόντος σήμερα, μετά από χρόνια έκθεσης στο κύκλωμα της πορνείας;
– πώς ανέχεται η κοινωνία ή το κράτος να εκτίθενται οι πόρνες σε ένα τόσο ευρύ πεδίο κινδύνων (από την αστυνομία, το κράτος εν γένει, τους πελάτες κτλ) ενώ το να είσαι πορνοπελάτης είναι ένα κοινό μυστικό και ποτέ δεν επιφέρει κανενός είδους στιγματισμό;
– μήπως με το να ονομάζουμε την ‘πορνεία’ ως ‘σεξουαλική εργασία’, νομιμοποιούμε τόσο την βαρβαρότητα αυτής της ‘εργασίας’ όσο και την σεξουαλική αντικειμενοποίηση των γυναικών; – πώς μιλούν οι άντρες για τις γυναίκες αυτές;
Να διευκρινίσω ότι τα παραπάνω είναι ένα ρεζουμέ παρά ρητά ερωτήματα που όλα μπήκαν με αυτό τον τρόπο. Υπήρξαν, φυσικά, κι άλλες αιχμές, όπως του τράφικινγκ, της πορνογραφίας ή του σεξοτουρισμού. Κάπου ανάμεσα σε άλλα διατυπώθηκε και το γνωστό σύνθημα «πορνογραφία η θεωρία, πράξη ο βιασμός». Οι εισηγήσεις των δύο φεμινιστριών ήταν πολύ πιο σίγουρες στον τρόπο που διατυπώνονταν τα θέματα και πολύ πιο αυστηρές στον τόνο. Μία απ’ αυτές, διαβάζοντας ένα απόσπασμα από ένα βιβλίο μιας πρώην πόρνης και φεμινίστριας, εξίσωσε την πορνεία με τον βιασμό, κάνοντας το μισό κοινό να αγανακτήσει και το άλλο μισό να γνέφει συγκαταβατικά το κεφάλι, ενώ κάποιες από τις τελευταίες, ταυτιζόμενες ίσως με την ένταση του αποσπάσματος, δάκρυζαν. Η συγγραφέας περιέγραφε σεξ με έναν πελάτη με τρόπο τέτοιο ώστε να αντιλαμβάνεται και η τελευταία/ ο τελευταίος αναγνώστης το εξαναγκαστικό του βασάνου αυτού. Κυκλώματα, μαστροποί, δυσκολία ανεξαρτησίας, ελάχιστα χρήματα, ναρκωτικά που θα απαλύνουν τον ψυχικό πόνο ή θα σε κάνουν να ξεχνάς και ματσίλα με το τσουβάλι, παράλογες απαιτήσεις και βία, κρατική βία, μπόλικη βία διέγραφαν την πορεία των γυναικών που ασχολήθηκαν με την πορνεία. Οι εισηγήσεις αυτές κινήθηκαν κυρίως πάνω σε αποσπάσματα απομνημονευμάτων ή ημερολογίων εκδιδόμενων γυναικών.
Όχι μόνο ο τρόπος περιγραφής αλλά και τα νοήματα και τα ερωτήματα και οι θέσεις που προέκυπταν από αυτές τις εισηγήσεις, μου ήταν πολύ γνώριμες από τα δικά μου διαβάσματα. Δεν μπορούσα να διαφωνήσω σε πολλά, είτε επειδή πράγματι οι γυναίκες είναι αυτές που ρίχνονται, ηθελημένα ή μη, στην πορνεία, είτε επειδή έχω διαβάσει μπόλικους απολογισμούς γυναικών που ήταν ή παρέμεναν πόρνες και δεν γουστάρανε καθόλου με αυτό. Δεν είχαν περάσει και πολλά χρόνια, εξάλλου, απ’ όταν είχαμε μεταφράσει και προκηρύξεις γυναικών που δούλευαν στην βιομηχανία του σεξ στο Μεξικό και οι οποίες συνδικαλίζονταν μεν στον κλάδο τους, διατύπωναν ρητά δε την θέση τους ότι η πενιχρή κοινωνική και οικονομική τους κατάσταση τις ώθησε στην σεξουαλική εργασία και όχι κάποια ελεύθερη επιλογή. Οι γυναίκες, παρόλο που δεν αποτελούν μειονότητα με την κλασική έννοια, υφίστανται πληθυσμιακά συγκεκριμένο βιοπολιτικό έλεγχο, καθώς υπολογίζεται ότι ετήσια εκατοντάδες χιλιάδες απ’ αυτές, θα προσφέρουν σεξουαλικές υπηρεσίες (στην πορνεία, την πορνογραφία κτλ).
Όσο κι αν τα τελευταία χρόνια υπήρχαν εναλλακτικές προσεγγίσεις και αντίλογος απέναντι σε όλα αυτά, είτε από γυναίκες που δουλεύανε δικά τους πορνογραφικά πρότζεκτ, φεμινιστικά ή άλλα (όπως κατατέθηκε στο αναρχοφεμινιστικό φεστιβάλ του Ζάγκρεμπ από μια τέτοια ομάδα), είτε από γυναίκες που διατύπωναν ανοιχτά και θαρραλέα πως η σεξουαλική εργασία ήταν για αυτές ένα καλό και προσοδοφόρο επάγγελμα, καθαρή επιλογή τους (όπως κατατέθηκε από άλλες στο ευρωπαϊκό κοινωνικό Φόρουμ του 2006 στην Αθήνα), για εμένα η πλάστιγγα έγερνε προς τις απόψεις της άλλης πλευράς όπου η σεξουαλική εργασία περιγραφόταν ως ένα βίαιο, επικίνδυνο, πατριαρχικό και κακοπληρωμένο επάγγελμα, συνεπώς καλό θα ήταν να εναντιωνόμαστε εξολοκλήρου σε αυτό.
Ανάμεσα στα παραπάνω, και η εξίσωση της επαφής με τον πελάτη στην πορνεία με τον βιασμό ήταν επίσης γνώριμη από αντίστοιχες περιγραφές. Μόνον που τώρα, όταν η μία εισηγήτρια έκανε ρητά την εξίσωση, μπροστά σε δύο άτομα που εκδίδονταν και συνδικαλίζονταν για αυτό, ήχησε – είναι η αλήθεια – περίεργα, δηλαδή προσβλητικά για αυτά τα άτομα. Η αντίδραση των δύο συνδικαλιστ(ρι)ών, μιας γυναίκας και ενός άντρα, ήταν δυναμική. Ο άνδρας συνδικαλιστής σεξεργάτης αντέτεινε πως αν σε κάτι είναι πλησιέστερος ο βιασμός, αυτό είναι ο γάμος, ο οποίος περιλαμβάνει μια σειρά σεξουαλικών επαφών – και για χρόνια μάλιστα – χωρίς συναίνεση. Τα αίματα άναβαν κάθε τόσο με τέτοιες ατάκες που πετιούνταν δηκτικά εκατέρωθεν. Η κάθε εισήγηση είχε κι ένα πάθος κατά την εκφώνησή της.
Η σεξεργάτρια και συνδικαλίστρια των εκδιδόμενων γυναικών του Λονδίνου μας άφησε να καταλάβουμε γρήγορα από που απέρρεε η οργή της. Το αγγλικό κράτος είχε μόλις βάλει για συζήτηση στην βουλή έναν νόμο που θα απαγόρευε την πορνεία στους δρόμους. Η εισηγήτρια, αν θυμάμαι καλά, το έβαλε σαν ζήτημα και σε σχέση με τους επερχόμενους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου το 2012, ότι δηλαδή το αγγλικό κράτος ήθελε να ‘καθαρίσει’ τους δρόμους για τους εκατομμύρια τουρίστες που θα το επισκέπτονταν. Ο νόμος αυτός, όμως, είχε άμεσο αντίκτυπο σε αυτές που δουλεύανε ανεξάρτητα, χωρίς νταβατζή, οπότε είτε θα εξωθούνταν στην παράνομη εργασία είτε σε νταβατζήδες, κάτι που με τη σειρά του έχει βέβαια άλλους κινδύνους και βέβαια εξάρτηση μεγάλου βαθμού από κυκλώματα βίας κτλ. Παραινούσε με τον λόγο της να δημιουργηθεί ένα κύμα πίεσης προς το κράτος για το νόμο αυτό και αντέκρουσε έντονα τόσο τα υπονοούμενα περί βιασμού όσο και την αμφισβήτηση της ελεύθερης της βούλησης για το επάγγελμα της.
Γενικά και οι δύο αυτές εισηγήσεις και οι μετέπειτα τοποθετήσεις από πλευράς των σεξεργατριών/ών, έθεσαν τα δικά τους ερωτήματα και ζητήματα:
– ποιά σχέση μπορεί να έχει το τράφικινγκ, που είναι μια διαδικασία εξαναγκασμού από την αρχή ως το τέλος, με την σεξουαλική εργασία, η οποία είναι μια εργασία που δεν περιέχει φυσικό καταναγκασμό στο να την επιλέξει κάποιος;
– γιατί αμφισβητείται η ελεύθερη βούληση των σεξεργατριών/ών μόνο ενώ όχι όλων των υπόλοιπων εργαζομένων στον καπιταλισμό; Κάνουν όλη τη δουλειά που θέλουν δηλαδή;
– μήπως η όλη επίθεση στην σεξουαλική εργασία στηρίζεται σε ηθικολογικά κριτήρια;
– πώς είναι δυνατόν να αμφισβητείται ή να καπελώνεται ή να παραγνωρίζεται το βίωμα ενός ή μιας σεξεργάτριας, παραλληλίζοντας το με βιασμούς ή καταναγκασμούς; Έτσι δεν σχετικοποιείται και το βίωμα του βιασμού, συν τις άλλοις;
– μήπως με το να μην αναγνωρίζουμε τα δικαιώματα των σεξεργατριών/ών, τους/τις ωθούμε σε περαιτέρω περιθωριοποίηση, ηθική απο-νομιμοποίηση και τις καταδικάζουμε στις χειρότερες εργασιακές συνθήκες από αυτές στις οποίες ήδη βρίσκονται;
Οι δύο τελευταίοι εισηγητές έβαλαν σαν θέμα κάτι που ήταν εμφανές στην παρούσα συζήτηση: η κριτική στην πορνεία και η κάθετη καταδίκη κάθε είδους σεξουαλικής εργασίας ουσιαστικά απομόνωνε, αποδυνάμωνε και απονομιμοποιούσε τον αγώνα των ίδιων των σεξεργατ(ρι)ών για περισσότερα και πιο πλήρη δικαιώματα. Παραθέτω εδώ μεταφρασμένα αποσπάσματα του κειμένου του άνδρα σεξεργάτη όπως μου το έστειλε μετά το τέλος της εκδήλωσης, για να αποδοθεί με ποια επιχειρήματα τοποθετήθηκε και από ποια σκοπιά μίλησε ο συγκεκριμένος:
«Το όνομά μου είναι Thierry Schaffauser και είμαι sex worker εδώ και 7 χρόνια. Ξεκίνησα να δουλεύω στους δρόμους του Παρισιού και τώρα δουλεύω διαφημιζόμενος on line και επίσης στη βιομηχανία του gay πορνό. Στη ζωή μου είχα πάντοτε προβλήματα με τις αρχές και ήταν πάντοτε δύσκολο για μένα να το αποδεχτώ. Νομίζω ότι ένας από τους λόγους για τους οποίους έγινα sex worker είναι για την ελευθερία που μου προσφέρει και επειδή δεν μπορούσα πλέον να εργάζομαι για κάποιον άλλον. Δεν μπορούσα άλλο να ακούω σεξιστικά και ομοφοβικά αστεία από τους συναδέλφους μου και να νιώθω εκμεταλλευόμενος και ταπεινωμένος, σαν ένας σκλάβος που συναινεί στη σκλαβιά του. Έκανα πολλές δουλειές πριν μπω στη βιομηχανία του σεξ και μέχρι στιγμής η βιομηχανία του σεξ ήταν η λιγότερο εκμεταλλευτική εργασία που έχω κάνει. Στη βιομηχανία του σεξ είναι δυνατόν να έχεις εργοδότες αλλά είναι εξίσου εύκολο να δουλεύεις ανεξάρτητα και να έχεις τον έλεγχο πάνω στη δουλειά σου. Μπορείς να επιλέγεις πότε να δουλεύεις, δεν χρειάζεται να ξυπνάς νωρίς τα πρωινά και μπορείς να έχεις καλύτερα εισοδήματα από ότι σε άλλες δουλειές που είναι γενικά διαθέσιμες για τους ανθρώπους της εργατικής τάξης και τις μειονότητες.
Και πιστεύω ότι ακριβώς επειδή η εργασία στο σεξ είναι μια οικονομική στρατηγική για τις γυναίκες της εργατικής τάξης και τις μειονότητες είναι και ποινικοποιημένη. Οι σύζυγοι χρειάζονται τις συζύγους τους για να κάτσουν να κάνουν τις δουλειές του σπιτιού και να τους προσφέρουν κάθε είδους υπηρεσίες. Τα αφεντικά χρειάζονται μια εκμεταλλεύσιμη εργατική δύναμη. Αλλά οι εργάτες του σεξ τους λένε να πάνε να γαμηθούν!
Η εργασία στο σεξ καταστέλλεται και στιγματίζεται, υπάρχει μια στρατηγική για τις γυναίκες και τις μειονότητες να μένουν οικονομικά εξαρτημένες από τον πατέρα ή το σύζυγο, να μην εγκαταλείπουν τη χώρα τους και να βρίσκουν πελάτες και χρήματα οπουδήποτε θέλουν να μεταναστεύσουν. Χωρίς την εργασία στο σεξ σίγουρα δεν θα μπορούσα να ζήσω τη ζωή μου, να σπουδάσω, να ταξιδέψω και να μετακομίσω στο Λονδίνο όταν ο Σαρκοζί έγινε ο «Φύρερ» της Γαλλίας, να μάθω μια καινούρια γλώσσα, να οργανωθώ, να γράψω ένα βιβλίο, να έχω χρόνο να κοιμάμαι τα πρωινά, να απολαμβάνω τον εαυτό μου, να είμαι εγώ. Αλλά ακόμη και με τις καλύτερες εργασιακές συνθήκες παραμένει η εργασία στο σεξ εγγενώς ένα αποτέλεσμα της άσκησης οικονομικής εξουσίας από το ένα άτομο στο άλλο; Προσωπικά, δε νιώθω ότι οι πελάτες έχουν εξουσία πάνω μου. Νιώθω το αντίθετο αλλά υποθέτω αυτό εξαρτάται από το πώς οι εργάτες νιώθουν και τους τρόπους με τους οποίους δουλεύουν. Όταν πρέπει να συμβουλεύσω τους φίλους μου που ξεκινούν να εργάζονται στο σεξ πάντοτε προσπαθώ να τους δίνω συμβουλές ώστε να ελέγχουν αυτό που κάνουν και να αποφεύγουν τους κακούς πελάτες. Σε κάθε περίσταση πρέπει πάντα να έχουμε το δικαίωμα να πούμε όχι. Ήμουν πάντοτε ικανός να αρνηθώ έναν πελάτη ή να αρνηθώ να κάνω κάτι που δεν ήθελα επειδή ξέρω ότι πάντα θα υπάρχουν άλλοι νέοι πελάτες οι οποίοι θα θέλουν να με γνωρίσουν. Αυτός είναι ο λόγος που δε νομίζω ότι μπορούμε να συγκρίνουμε έναν πελάτη με έναν εργοδότη.
Δε νομίζω ότι κάποιος που πληρώνει είναι απαραίτητα αυτός που κυριαρχεί. Όταν ένας ασθενής δίνει χρήματα στον ή στην γιατρίνα του για τις ιατρικές υπηρεσίες που του ή της παρείχε, δεν λέμε τότε ότι ο/η γιατρός γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης. Κατά την άποψή μου ένας πελάτης που πληρώνει δείχνει ότι αποδέχεται τους όρους μου και ότι είναι έτοιμος να σεβαστεί τη συμφωνία. Ένας κακός πελάτης ωστόσο συχνά θα είναι αυτός που δεν του αρέσει η ιδέα να πληρώνει και πραγματικά τον νοιάζουν τα χρήματα. Οι πιο πολλοί άντρες θεωρούν ότι είναι ταπεινωτικό να πληρώνουν και ότι θα έπρεπε να παρέχουμε το σεξ χωρίς χρήματα. Το να είσαι πελάτης σημαίνει ότι στιγματίζεσαι σαν κάποιος που δεν μπορεί να κάνει σεξ χωρίς να πληρώσει και πολλοί άντρες καυχιούνται ότι δεν χρειάζεται να πληρώνουν για να κάνουν σεξ.
Η σύγκριση που ακούμε κάποιες φορές ανάμεσα στην εργασία στο σεξ και το βιασμό καθώς και το αίτημα για να ποινικοποιηθούν οι πελάτες πραγματικά με σοκάρει επειδή αν θέλουν να συλλάβουν τους πελάτες μας, αυτούς που σέβονται τους όρους μας, κανείς δε φαίνεται παράλληλα να δίνει δεκάρα για αυτούς που μας βιάζουν, αυτούς που αρνούνται να πληρώσουν και το γεγονός ότι οι καταγγελίες μας για βιασμό δεν καταγράφονται καν από την αστυνομία. Οπότε αν ήταν πραγματικά για να μας προστατέψουν γιατί δεν συλλαμβάνουν τους άντρες που ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ βιάζουν τις εργαζόμενες στο σεξ; Η ποινικοποίηση δεν είναι για να μας προστατεύσει όπως και ποτέ δεν προστάτευσε κανέναν εργαζόμενο του σεξ με το να στείλει στη φυλακή αυτόν και τον πελάτη του. Η ποινικοποίηση στοχεύει στο να μας εμποδίσει να δουλέψουμε και να μας τιμωρήσει που παραμένουμε ανυπάκουοι.»
Στη συζήτηση που ακολούθησε, ο Thierry δέχτηκε την κριτική πως εκπροσωπεί έναν περιορισμένο αριθμό σεξεργατ(ρι)ών, ανδρών και σχετικά προνομιούχων. Η αδιαλλαξία όμως των φεμινιστριών, κατά τη συζήτηση, επιβεβαίωσε μάλλον το συμπέρασμα των σεξεργατ(ρι) ών πως η φεμινιστική εναντίωση στον πρόσφατο νόμο του αγγλικού κράτους δεν θα ήταν δεδομένη και αποκάλυψε ουσιαστικά ότι οι σεξεργάτ(ρι)ες θα ήταν μόνες/οι σε αυτό τους τον αγώνα. Αυτό, πέραν της παραγνώρισης του βιώματος των ίδιων των σεξεργατριών, ήταν το δεύτερο σημείο στο οποίο οι αγγλίδες φεμινίστριες της συζήτησης φαινόταν να είναι φάουλ. Γιατί, τουλάχιστον σύμφωνα με τη δική μου λογική, η υποστήριξη των δικαιωμάτων της σεξουαλικής εργασίας δεν αντιβαίνει υποχρεωτικά στις απόψεις περί του αν η σεξουαλική εργασία προκύπτει για την πλειοψηφία των απασχολούμενων από ελεύθερη επιλογή ή όχι. Εξάλλου, και οι συνδικαλιζόμενες σεξεργάτριες στο Μεξικό, των οποίων το κείμενο είχαμε μεταφράσει χρόνια πριν, αυτό δηλώνανε. Πως, αν είχαν περιθώριο, θα επέλεγαν σίγουρα άλλο επάγγελμα, όμως αυτό δεν σήμαινε ότι θα παρατούσαν κάθε αγώνα για βελτίωση των συνθηκών της ζωής τους ως τότε. Όμως το σκεπτικό των ριζοσπαστριών φεμινιστριών, όπως εκτέθηκε σε αυτή την κουβέντα, ζητούσε την κάθετη καταδίκη κάθε σεξουαλικής εργασίας ως πατριαρχικής και άρα εκμεταλλευτικής, χωρίς να ενδιαφέρεται αν μια τέτοια κινηματική ατζέντα θα έπρεπε πρακτικά να οδηγήσει σε πλήρη απομόνωση και των ελάχιστων όσων, φεμινιστριών ή μη, σεξεργατ(ρι)ών προσπαθούσαν να φτιάξουν το δικό τους κίνημα κοινωνικών δικαιωμάτων. Και ότι ακόμα κι αν διάφοροι/ες κρύβονταν πίσω από τον ντεμέκ ριζοσπαστισμό της άμεσης κατάργησης της πορνείας σε κάθε μορφή, ως του κατεξοχήν πατριαρχικού θεσμού, παρόλο βέβαια που υποκριτικά παραχωρούσαν την επιλογή της απαγόρευσης στους πατριάρχες του αγγλικού κοινοβουλίου, τελικά το μόνο που θα κατάφερναν, όπως έχει επιβεβαιωθεί και από άλλες πατριαρχο-καπιταλιστικές χώρες όπου τέτοια μέτρα έχουν εφαρμοστεί, είναι το ‘σπρώξιμο’ της πορνείας σε μια διαδικασία περαιτέρω παρανομοποίησης, άρα και εν γένει στις αγκάλες της μαφίας και ό,τι επικίνδυνου αυτό μπορεί να συνεπάγεται. Αυτό και μόνο το δεδομένο, ακόμα κι αν είναι ντυμένο με ‘ριζοσπαστικά’ ενδύματα, ακόμη κι αν δεν ξέρεις πως είναι οι μαφίες της πορνείας στην Αγγλία – αλλά με μια επαρκή γνώση του πως είναι οι αντίστοιχες μαφίες στον ελληνικό βούρκο – αν μη τι άλλο σε ανατριχιάζει. Η συζήτηση στο bookfair τελείωσε αλλά οι αντιπαραθέσεις πάνω στο ζήτημα αυτό είχαν μέλλον μπροστά τους. (2)
Η επόμενη αφορμή για σκέψη πάνω στο θέμα δόθηκε πολύ σύντομα, τον επόμενο κιόλας μήνα. Η ανδρική ομάδα είχε συμφωνήσει να προωθήσει το υλικό της κατά τη διάρκεια της προσυγκέντρωσης του reclaim the night! του Λονδίνου. Τα reclaim (ή take back) the night! είναι ετήσιες πορείες που γίνονται από την δεκαετία του ’70 κυρίως στις ΗΠΑ και την Αγγλία και το κεντρικό τους μήνυμα είναι η καταδίκη της βίας εναντίον των γυναικών τις νύχτες. Οι νύχτες τόσο σε αυτές τις χώρες όσο και παγκόσμια βρίθουν εγκλημάτων κατά των γυναικών, ενώ η βία κατά των γυναικών, γενικά, είναι από τις πρώτες αιτίες θανάτου των γυναικών στην Ευρώπη. Έτσι, οι πορείες αυτές αποτελούν κάποιου είδους συμβολική επανοικειοποίηση της νύχτας, με ρητά αιτήματα τη δημιουργία ασφαλέστερων συνθηκών ώστε και οι γυναίκες – το άλλο μισό της ανθρωπότητας – να μπορούν να κυκλοφορούν ασφαλέστερα τα βράδια, να αρθεί με λίγα λόγια αυτή η ιδιότυπη απαγόρευση κυκλοφορίας για τις γυναίκες. Το reclaim the night! ήταν, απ’ όσο καταλάβαινα, το μεγαλύτερο πλέον ετήσιο γεγονός για τα φεμινιστικά πράγματα του Λονδίνου. Μαζεύονται χιλιάδες γυναίκες – και μόνον γυναίκες – με πυρσούς και τύμπανα στην κεφαλή της πορείας, δεκάδες πανό, πολλές σφυρίχτρες, πολλά συνθήματα και διανύεται ένα μεγάλο κομμάτι της πόλης. Στο τέλος της πορείας γίνονται οι ομιλίες. Το reclaim the night! του Λονδίνου το διοργανώνει η μαζικότερη φεμινιστική οργάνωση-‘ομπρέλα’ της χώρας με το όνομα London Feminist Network (LFN).
Η πορεία ξεκινούσε από την Trafalgare Square και θα κατέληγε στο King’s Cross. Παρά την καταρρακτώδη βροχή, οι γυναίκες της πορείας ήταν γύρω στις 3.000. Σε μια πιο μικρή πλατεία, λίγο πιο πάνω από την Trafalgare, υπήρχε κάλεσμα από την δική μας ομάδα και την οργάνωση White Ribbon, ήμασταν γύρω στα 20 άτομα-άνδρες. Η βροχή και η έλλειψη υπόστεγου έκαναν το μοίρασμα προκηρύξεων να φαίνεται μαρτυρικό και τραγελαφικό, αλλά υπήρχε ο ενθουσιασμός ότι συμμετείχες σε κάτι ιστορικής σημασίας. Η πορεία τελικά ξεκίνησε, ανέβηκε το δρόμο της πλατείας όπου βρισκόμασταν εμείς και παρά το αμήχανο αντίκρυσμα του πανό των White Ribbon που έλεγε … “Real Men do NOT Rape”, κυριάρχησαν τα χαμόγελα συγκατάβασης και τα χειροκροτήματα από πλευράς του σώματος της γυναικείας πορείας και για την δική μας πενιχρή συμμετοχή. Τα τελευταία πανό της πορείας, όπως και οι κόκκινες ομπρέλες που είχαν ανοίξει μέσα σε αυτά τα μπλοκ, ανήκαν σε μια άλλη φεμινιστική οργάνωση της χώρας, την Feminists Fight Back (FFB). Γύρω από την πορεία, μετά από απαίτηση της διοργάνωσης της διαδήλωσης, ήταν παρατεταγμένες κατά το γνωστό ασφυκτικό αγγλικό μοντέλο αστυνόμευσης, μόνον αστυνομικίνες ενώ δεν υπήρχε πουθενά ορατός κάποιος άνδρας αστυνομικός, όπως είχε απαιτηθεί από τις διοργανώτριες. Οι ομιλίες μετά το τέλος της πορείας ήταν μάλλον τυπικές, παρόλο που είχαν και τα ενθουσιώδη τους σημεία.
Στην επόμενη συνάντηση της ομάδας που θα συζητούσαμε πως μας φάνηκε σαν εμπειρία η συμμετοχή στη διαδήλωση, μας πρόλαβε και ένα μέιλ που έφτασε στην ομάδα από την FFB (Feminist Fight Back). Μας ζητούσαν σαν ομάδα να πάρουμε θέση πάνω σε ένα γεγονός που είχε λάβει χώρα στην προσυγκέντρωση του reclaim the night! και δεν είχαμε βέβαια αντιληφθεί. Η LFN (London Feminist Network) ως διοργανώτρια ομάδα είχε ζητήσει από την αστυνομία που περιφρουρούσε την πλατεία Trafalgare να ελέγξει τα χαρτιά ατόμων που ήταν μαζεμένα στα ασχημάτιστα ακόμα μπλοκ της FFB, καθώς, σύμφωνα με πληροφορίες που είχαν οι του LFN, συμμετείχαν εκεί, στο μπλοκ της FFB, παράνομες σεξεργάτριες. Άλλο που δεν ήθελε φυσικά η αστυνομία και προσπάθησε να κάνει έναν κλοιό γύρω από την FFB. Το περιστατικό θύμιζε την κατάσταση που είχε προκύψει στη Φραγκφούρτη λίγα χρόνια πιο πριν όταν φεμινιστικές ομάδες είχαν κινητοποιήσει την αστυνομία ενάντια σε ‘παράνομες μετανάστριες’ σεξεργάτριες που βρίσκονταν γύρω από την ομάδα Carmen, ένα περιστατικό που αν θυμάμαι καλά είχε καταλήξει σε συγκρούσεις μεταξύ αστυνομίας και των σεξεργατριών-μεταναστριών της Carmen. Σύντομα, πάντως, οι υπόλοιποι της ομάδας μου έδωσαν να καταλάβω πως η αντιπαράθεση περί σεξουαλικής εργασίας είχε πάρει τέτοιες διαστάσεις ώστε το βασικό φεμινιστικό σχίσμα στη χώρα να είναι αυτό. Η LFN εναντιωνόταν στην πορνεία ενώ η FFB πάλευε για δικαιώματα των σεξεργατ(ρι)ών, ενσωματώνοντας φυσικά τις πιο πολιτικοποιημένες απ’ αυτές. Το μέιλ της FFB μας ζητούσε να πάρουμε θέση, συνυπογράφοντας μια δημόσια καταδίκη της στάσης της LFN. Το μέιλ τους είχε σταλεί σε εκατοντάδες ομάδες σε όλη τη χώρα.
Όλοι μας στην ομάδα, νομίζω, καταλάβαμε πως η κίνηση αυτή του LFN ήταν τουλάχιστον ενάντια στους … κανόνες του παιχνιδιού, όπως είχε πει ο Jon, ωστόσο δεν δημοσιοποιήσαμε τίποτα γιατί κρίναμε εαυτόν αναρμόδιο, ως ομάδα ανδρών, να κάνουμε κριτική σε μια φεμινιστική οργάνωση. Εκ των υστέρων, προσωπική μου γνώμη είναι ότι ήταν λάθος ότι δεν ασχοληθήκαμε περαιτέρω με το ζήτημα, βασιζόμενοι σε μια κακώς εννοούμενη πολιτική ταυτότητας. Ούτως ή άλλως, η κίνηση της LFN δεν προωθούσε ούτε κάποια δικαιώματα για τις γυναίκες, ούτε εντασσόταν στο πλαίσιο κάποιας φεμινιστικής πολιτικής. Νομίζω ότι, έτσι, ίσως ωθήσαμε στην απομόνωση κιόλας της FFB. Αλλά ίσως ο σημαντικότερος λόγος που δεν τοποθετηθήκαμε, νομίζω, να είχε να κάνει με την ασυμβατότητα του ότι εμείς είχαμε συγκροτηθεί κυρίως ως ομάδα αυτοσυνείδησης και, δευτερευόντως (έως ελάχιστα), ως πολιτική ομάδα. Το να μιλήσουμε ανοιχτά για το τι έγινε εις βάρος των σεξεργατ(ρι)ών θα απαιτούσε να πάρουμε θέση ως ομάδα για τα της σεξουαλικής εργασίας, πράγμα που, δεδομένης της έντασης που κουβαλούσε το θέμα στην Αγγλία, έμοιαζε να μην είναι η καλύτερη επιλογή.
Ωστόσο, το θέμα δεν άργησε να ξαναέρθει. Ο Bjorn, γερμανός ψυχοθεραπευτής που ζούσε στο Λονδίνο τα τελευταία χρόνια και μέλος της ομάδας, έστειλε στους υπόλοιπους μια έκκληση για υπογραφές που είχε συνταχθεί από μια επιτροπή κατοίκων του νότιου Hackney με αίτημα να μην ανοίξει ένα μαγαζί με lap dancing στην γειτονιά (btw, αυτή ήταν και η δική μου γειτονιά). Ο Thierry, γάλλος σεξεργάτης που συνδικαλιζόταν διεθνώς για τα δικαιώματα της σεξουαλικής εργασίας και επίσης μέλος της ομάδας, αντέδρασε έντονα. Η ομάδα υπήρξε κυριολεκτικά διχασμένη (τρία άτομα ήμασταν ξεκάθαρα εναντίον της επιτροπής κατοίκων και των κινήσεων τους, ένα άτομο υπήρξε συμπαθητικός προς την άποψη μας, άλλοι δύο υπήρξαν υπέρ της κίνησης των πολιτών στο Hackney κι άλλοι δύο φάνηκαν να είναι συμπαθητικοί τουλάχιστον προς τους σκοπούς της κίνησης αυτής). Αντικείμενο επίκλησης εκατέρωθεν έγιναν βιωματικές καταθέσεις σεξεργατριών αλλά και έρευνες και υπο-έρευνες που υποστήριζαν την τάδε ή τη δείνα κατάσταση. Επειδή δεν μπορούσα να κάτσω άλλο στην Αγγλία, δεν ξέρω τι έγινε μετά από εκείνη την καλοκαιρινή αντιπαράθεση, που ήταν μικρογραφία μιας γενικότερης αντίστοιχης αντιπαράθεσης σε όλες σχεδόν τις κινηματικές δομές της Αγγλίας. Λίγο αργότερα, πάντως, η ομάδα διαλύθηκε και πιθανόν να έπαιξε σημαντικό ρόλο, αν και μάλλον όχι αποκλειστικό, ο συγκεκριμένος τσακωμός.
Όταν προς το τέλος της χρονιάς πάντως αυτή η κουβέντα είχε ανάψει, τα αρνητικά μιας τέτοιας ομάδας είχαν ήδη φανερωθεί στο μυαλό μου. Πλην της ευαισθησίας στα φεμινιστικά ζητήματα και των πολλαπλών επεξεργασιών που είχε κάνει ο καθένας από τα μέλη αυτής της ομάδας στο κεφάλι του, είχαν αρχίσει να αναδύονται πια σημαντικές διαφορές, οι οποίες βέβαια είχαν να κάνουν με τις απόψεις μας σε άλλα ζητήματα. Στο κομμάτι που παραμέναμε ομάδα αυτοσυνείδησης, με τη σχετική απομόνωση που μπορούν να καταφέρουν αυτές οι ομάδες από την πολιτική συζήτηση των κοινωνικών δομών εξουσίας και του αντίκτυπού τους πάνω μας, όλα έβαιναν καλώς. Η λειτουργία της ομάδας ήταν πράγματι ‘θεραπευτική’. Όταν όμως ζητήματα σαν κι αυτό της σεξεργασίας μας χτυπούσαν την πόρτα, ζυγίζονταν πολύ απλά και πολύ υλικά οι συνέπειες του πολιτικού λόγου του καθενός, του καθενός που κατά τα άλλα δεν γνώριζες ως πολιτικό υποκείμενο. Δεν είχαν προηγηθεί επουδενί συμφωνίες σε πολιτικό επίπεδο, δεν υπήρχε συμφωνία για το πώς στεκόμαστε απέναντι στην κρατική παρέμβαση στη σεξεργασία και σίγουρα δεν υπήρχε καμία συμφωνία γύρω από το αν θα συμμετέχουμε σε επιτροπές κατοίκων για να ‘βελτιώσουμε’ τις γειτονιές μας. Έτσι, εκεί που ήσουν έτοιμος να αφεθείς στις θεραπευτικές ιδιότητες μιας βιωματικής κουβέντας για τους ανδρισμούς, ξαφνικά έχανες το έδαφος κάτω από τα πόδια όταν συνειδητοποιούσες ότι έλειπε μια βασική -και μέχρι τότε ίσως αυτονόητη για κάποιους από εμάς- άποψη για το κράτος. Η έλλειψη αυτής της άποψης ήταν εμφανής και στη συζήτηση στο bookfair όταν οι ριζοσπάστριες φεμινίστριες των ‘70ς δεν έπαιρναν αποστάσεις από τη νομοθετική πρωτοβουλία ενάντια στην πορνεία. Και δεν εμφανιζόταν καν σαν έλλειψη άποψης για το κράτος, αλλά μάλλον σαν κρατισμός και ενίσχυση των πολιτικών ασφάλειας όταν στην Trafalgare ζητήσανε από το L.F.N. να ελεγχθούν τα χαρτιά κάποιων από τις F.F.B. Η ανδρική ομάδα, όμως, δεν είχε σαφή θέση πάνω σε αυτά. Οι απόψεις των μελών κυμαίνονταν μεταξύ αριστεράς και φιλελευθερισμού – να και ένα κοινό στοιχείο με την ελλάδα! – και η όποια περαιτέρω πολιτική επεξεργασία απουσίαζε.
Δεν ξέρω αν βγάζουν συνεκτικό νόημα τα όσα έγραψα παραπάνω. Αλλά πιστεύω έγινε κατανοητό ότι η αντιπαράθεση γύρω από τη βιομηχανία του σεξ είναι, από τη μια, μια αντιπαράθεση κομβική, επίκαιρη, φλέγουσα καθώς έχει μπει στο επίκεντρο των (ευρωπαϊκών) κρατικών πολιτικών και των κινηματικών συζητήσεων την τελευταία 15ετία με μία νέα ορμή. Από την άλλη, είναι μόνον μία ακόμα αντιπαράθεση, με την έννοια του ότι οι θέσεις που παίρνονται εκατέρωθεν αυτές τις δεκαετίες στην ευρώπη, είναι θέσεις που διαμορφώνουν συνέχειες και ασυνέχειες, αναχώματα και συμμαχίες που θα διαμορφώσουν ή ήδη διαμορφώνουν το νέο φεμινιστικό λόγο, αλλά και πολύ πέρα απ’ αυτό, έναν νέο πολιτικό χάρτη. Η αντιπαράθεση γύρω από τη βιομηχανία του σεξ θα είναι μάλλον σημάδι για τις θέσεις που θα παρθούν σε πιθανόν νέα ζητήματα που θα εμφανιστούν και την επόμενη 10ετία. Γιατί η πρόκληση που θέτουν τέτοια σύγχρονα ζητήματα είναι πολυ-επίπεδη, όπως κι αυτό της ‘μαντίλας’ που είχε προκύψει πιο πριν, μιας και οι συναρθρωμένες μορφές καταπίεσης που δοκιμάζονται στην πραγματικότητα (γυναίκες, εργασία στη βιομηχανία του σεξ, καταναγκαστική πορνεία, μετανάστριες, τρανς κτλ) απαιτούν απαντήσεις με σαφήνεια και συνοχή. Παρά την αρχική ίσως κακή αίσθηση που έδειχνε η ενδο-φεμινιστική και όχι μόνον αντιπαράθεση στην Αγγλία, ήταν δύσκολο να μη δει καμιά πως η οξύτητα των αντιπαραθέσεων ήταν οιωνός μιας νεο-αναδυόμενης κινηματικής ζωντάνιας, με τις μειοψηφίες όπως πάντα να αντλούν από τα πιο έγκυρα εμπειρικά ένστικτα και τις πιο ριζοσπαστικές θέσεις. Ο αντικρατικός παράγοντας, δηλαδή η επισταμένη παρακολούθηση των κινήσεων του κράτους και η αυτοαντίληψη όσων από εμάς βρίσκονται στη διττή θέση, αφενός των υποψήφιων θυμάτων των εθνικών του πολιτικών και αφετέρου των δραστήριων, πολιτικοποιημένων του αντιπάλων, ήταν ένα στοιχείο που έκτοτε θεωρώ ότι δεν μπορεί να λείπει ως μόνιμη πυξίδα του σημερινού μας πολιτικού προσανατολισμού σε τέτοιες και παρόμοιες αντιπαραθέσεις.
Stepanyant TSP, 20.10.2017
ΥΓ. Ακολουθεί εν είδει παραρτήματος η ανοιχτή επιστολή της FBB στην οποίο αναφέρομαι πιο πάνω στο κείμενο. Η μετάφραση είναι του Πλάστικ.
(1) Ό,τι περιγράφω γύρω από τις πέντε εισηγήσεις είναι από μνήμης και βασισμένο εν μέρει σε σημειώσεις μου κατά τη διάρκεια του Bookfair. Όπως ανακάλυψα πρόσφατα, όμως, ενώ κοιτούσα ξανά το κείμενο για το 0151, όλες οι εισηγήσεις είναι ανεβασμένες στο διαδίκτυο και μπορεί να τις δει καμιά/κανείς στο πρωτότυπο εδώ https://sexworkblog.wordpress. com/2009/10/ και εδώ http://www.xtalkproject.net/?p=434
(2) Ήθελα να επισημάνω εδώ ότι η συγκεκριμένη αντιπαράθεση, έστω κάπως διαφορετικά, δεν ήταν άγνωστη και στην ελλάδα. Αν και δεν είμαι σε θέση να παραπέμψω σε συγκεκριμένα κείμενα, γνωρίζω από μαρτυρίες πως η συντριπτική πλειοψηφία του ελλαδικού φεμινιστικού κινήματος στα ‘80ς τίθετο υπέρ της κατάργησης της πορνείας και δεν συζητούσε πολλές άλλες αιχμές του ζητήματος. Υπήρχαν, βέβαια, μειοψηφικές τάσεις που εκκινούσαν από μια διαφορετική αφετηρία και δεν ζητούσαν την κατάργηση της πορνείας αλλά το να αποκτήσουν οι εργαζόμενες σε αυτό τον τομέα περισσότερες ελυθερίες. Η αντιπαράθεση αυτή είχε τις δικές της στιγμές και μέσα στη δεκαετία του 2000, με την πιο ηχηρή από αυτές όταν μια ομάδα εκδιδόμενων γυναικών, όπως αυτο-παρουσιάστηκε, επιτέθηκε μέσω μιας αντι-φεμινιστικής αφίσας που τοιχοκόλλησε, σε προηγούμενη αφίσα για την πορνεία που είχε κολλήσει η φεμινιστική ομάδα Noli me Tangere. Τα γεγονότα αναλύονται μέσω του κειμένου ‘Αφισομαχία‘ στο τεύχος 2 του περιοδικού της ομάδας QV (Queericulum Vitae). Βλέπε και τη φωτό πιο πάνω. Έκτοτε, φάνηκε ότι τα γεγονότα αυτά συμπεριλήφθηκαν στις αναλύσεις, έστω και λιγοστές, που ακολούθησαν της αφισομαχίας. Αξίζει, για παράδειγμα, να διαβάσει κανείς/καμιά για το ζήτημα της σεξεργασίας στο τεύχος 5 του QV (Ιούνιος 2014), μετά το οποίο η ομάδα σταμάτησε να υπάρχει, το κείμενο ‘Για μια (αυτο)κριτική των λόγων αλληλεγγύης στις διωκόμενες οροθετικές‘ (σελ. 71-96), ένα κείμενο πολύ ενδιαφέρον που δυστυχώς δεν συζητήθηκε ποτέ δημόσια. Αξίζει επιπλέον να διαβαστούν σχεδόν όλα τα τεύχη του φεμινιστικού εντύπου Μιγάδα όπου το ζήτημα θίγεται συχνά-πυκνά. Θα ξεχώριζα το κείμενο ‘Η Πολιτική Οικονομία το Πεζοδρόμιο: Γαλλία, η διαχείρηση της πορνείας από το κράτος-νταβατζή’ στο τεύχος 8 της Μιγάδας (Άνοιξη 2014) καθώς και τη σειρά κειμένων ‘Οι “Διαμάχες για το Σεξ” του φεμινιστικού κινήματος των 80s και η αμήχανη παρακαταθήκη που μας άφησαν’ στα τεύχη 16 (Φθινόπωρο 2016) και 18 (Καλοκαίρι-Φθινόπωρο 2017).
Ανοιχτή Επιστολή προς το London Feminist Network
Την 21η Νοεμβρίου ‘09 το Feminist Fighback κατέβηκε ως μέρος της αντιπροσωπείας του Red Umbrella στην πορεία Reclaim the Night που έγινε στο Λονδίνο. Κατεβήκαμε στην πορεία του RtN γιατί δεσμευόμαστε στη μάχη ενάντια στη βία που υφίστανται οι γυναίκες και πορευτήκαμε στο πλευρό των X:talk και του International Union of Sex Workers, αλληλέγγυα με τις σεξ-εργάτριες που οργανώνονται ενάντια στην εκμετάλλευση στον κλάδο τους. Τίποτα στην προπαγάνδιση της πορείας δεν απαγόρευε να παραστούν σε αυτήν άτομα που έχουν απόψεις σαν και τις δικές μας, ούτε αισθανόμαστε πως η πολιτική μας αντιφάσκει με οποιονδήποτε τρόπο με το πνεύμα μιας πορείας ενάντια στη βία.
Δυστυχώς, αντιμετωπίσαμε σωματική παρενόχληση και λεκτική κακοποίηση από ανθρώπους που συμμετείχαν στην πορεία και επιπλέον μας ειπώθηκε πως είμαστε ανεπιθύμητες στην πορεία. Ακόμη χειρότερο, ωστόσο, ήταν το γεγονός πως αμέσως μετά την άφιξη μας, ανακριθήκαμε από την αστυνομία – όπως μάθαμε, κατόπιν αιτήματος συνόδου της πορείας. Κατανοούμε πως η υποστήριξη από πλευράς μας των δικαιωμάτων των σεξ-εργατριών για αυτο-οργάνωση διαφοροποιείται από τις απόψεις άλλων οργανώσεων του γυναικείου κινήματος. Ωστόσο, εκπλαγήκαμε όταν διαπιστώσαμε πως μια βασική αρχή του φεμινισμού (όπως και όλων των κινημάτων για κοινωνική δικαιοσύνη) λησμονήθηκε σε αυτήν την περίπτωση – δηλαδή, πως δεν ζητάμε από την αστυνομία να ασκήσει βία, προκειμένου να σιωπήσουν και να εκφοβιστούν μέλη του κινήματος, όσο και να διαφωνούμε μαζί τους.
Ελπίζουμε πραγματικά να μην λειτουργήσει το συμβάν ως προηγούμενο για παραπέρα διάλυση του φεμινισμού στο Λονδίνο. Ζητάμε συνεπώς από το London Feminist Network να εγγυηθεί πως στο μέλλον δε θα χρησιμοποιηθεί η αστυνομία εναντίον άλλων φεμινιστριών με σκοπό τον τερματισμό του πολιτικού διαλόγου, και πως το Reclaim the Night θα αποτελέσει χώρο τέτοιο που να χωράει διαφορετικές απόψεις. Τη στιγμή που αντιμετωπίζουμε το ενδεχόμενο μιας κυβέρνησης των Tories, η οποία απειλεί να εντείνει τις επιθέσεις εκείνες οι οποίες έχουν δυσανάλογα πολλές επιπτώσεις για τις γυναίκες, όπως οι περικοπές και η κατασταλτική ρητορική περί “οικογενειακών αξιών”, καθίσταται επιτακτική η ανάγκη ενός κινήματος το οποίο θα μπορεί να δουλέψει επάνω στα ζητήματα που συμφωνούμε, αλλά και να αφήσει χώρο για τη διαφορά και για συζήτηση επάνω σε αυτά που διαφωνούμε. Δε θα έπρεπε να φοβόμαστε ότι η ποικιλομορφία των απόψεων θα διαρρήξει την ενότητα στη δράση. Πράγματι, μονάχα μέσα από έναν τέτοιο χώρο και μέσα από την συζήτηση, θα μπορέσει το κίνημα να αναπτυχθεί.
Αγωνιστικά,
Feminist Fightback
Γιατί κατεβήκαμε στο Reclaim the Night March:
Όπως ανέφερε ξεκάθαρα και η μπροσούρα που μοιράσαμε στην πορεία, το Feminist Fighback κατέβηκε στο RtN προκειμένου να σταθεί αλληλέγγυο σε ΟΛΕΣ τις γυναίκες οι οποίες αντιστέκονται στη βία στην καθημερινή τους ζωή. Αναγνωρίζουμε τον αγώνα ενάντια στην έμφυλη βία ως κεντρικό σε κάθε φεμινιστικό κίνημα. Θέλουμε να τονίσουμε επίσης πως η βία εναντίων των γυναικών δεν είναι απλώς ζήτημα υποκειμένων, αλλά και συστημικό. Ο αγώνας μας εναντίον της, δε μπορεί να διαχωριστεί από την κριτική στην πυρηνική οικογένεια, τους ελέγχους στους μετανάστες, το θρησκευτικό φονταμενταλισμό, την άρνηση της αναπαραγωγικής ελευθερίας, την εκμετάλλευση της εργασίας μας, την αστυνομική βαρβαρότητα και τον στρατιωτικό ιμπεριαλισμό. Με άλλα λόγια, η βία κατά των γυναικών δεν ασκείται μονάχα από άτομα αλλά και από το ίδιο το κράτος.
Για αυτόν το λόγο είμαστε ενάντιες στην Metropolitan Police ως χορηγού της πορείας. Οι φεμινίστριες δεν πρέπει να εμπιστεύονται ένα θεσμό ο οποίος καταστέλλει το δικαίωμα μας στην διαδήλωση, επιτίθεται σε ακτιβιστές, διεξάγει ρατσιστικές επιχειρήσεις-σκούπα και συνεχίζει να καταγράφει περιστατικά ενδο- οικογενειακής βίας ως ‘μη-βίαια’, για να αναφέρουμε μονάχα ορισμένα παραδείγματα. Για νομικούς λόγους πρέπει να ανεχόμαστε την παρουσία τους στις πορείες μας, ωστόσο πρόκειται για φάρσα αν μια πορεία ενάντια στην έμφυλη βία επιδιώκει συνειδητά την συνδρομή της αστυνομίας, και έτσι, να την νομιμοποιεί.
Αυτό είναι λοιπόν το ευρύτερο πλαίσιο εντός του οποίου, εμείς, ως αντικαπιταλίστριες φεμινίστριες, τοποθετούμε την απόφαση μας να κατέβουμε στην πορεία με μια αντιπροσωπεία των οργανώσεων σεξ- εργατριών. Η αστυνομική παρενόχληση και οι έφοδοι που γίνονται για χαρτιά στο Σόχο με στόχο τις σεξ- εργάτριες, στις περιοχές στις οποίες εργάζονται και από τις οποίες πέρασε η πορεία, είναι μια μορφή βίας εναντίον γυναικών η οποία δεν πρέπει να αποσιωπάται. Η αντιπροσωπεία της Red Umbrella δημιουργήθηκε μετά τις εμπειρίες που είχε το Feminist Fighback από την συμμετοχή του στο RtN το 2006 και το 2007, όπου ακούσαμε πολλά μισογύνικα σχόλια εναντίον των σεξ-εργατριών, συμπεριλαμβανομένων και χαρακτηρισμών όπως “κουφιοκέφαλες”, καθώς και γιουχαΐσματα όταν περνούσαμε από τα μέρη που αυτές δουλεύουν. Δε θεωρούμε πως επρόκειτο για ρητή πρόθεση των οργανωτών του RtN να αντιπαρατεθούν με τις σεξ-εργάτριες με τέτοιον τρόπο, αλλά θεωρούμε πως μια φεμινιστική πορεία μέσα από την red light district του Λονδίνου, εύκολα μπορεί παγιδευτεί στο δίπολο ‘φεμινίστριες’ εναντίον μιας άλλης γυναικείας ομάδας – ‘σεξ-εργάτριες’. Επομένως θεωρήσαμε πως είναι επιτακτικό μια πορεία ενάντια στη βία, και δεδομένου αυτού του πλαισίου, να είναι αλληλέγγυα με τις σεξ-εργάτριες με τον πιο ρητό και ξεκάθαρο τρόπο, θέτοντας το ζήτημα ως κεντρικό σύνθημα της πορείας.