Το Σάββατο 15 Φλεβάρη στις 11πμ έκαναν την εμφάνισή τους στην πλατεία χαλανδρίου αρκετοί φασίστες της χρυσής αυγής μέσω μιας στρατιωτικού τύπου παρέλασης-πορείας. Πέταξαν τα τρικάκια τους, μοίρασαν την άθλια εφημερίδα τους καθώς και μερικές ανακοινώσεις ενάντια στο σύ.ριζ.α. και υπέρ των εκτελεσθέντων στο ν. ηράκλειο φασιστών. Η κινητοποίηση των αντιφασιστών και των αντιφασιστριών ήταν όσο αμεσότερη γινόταν: τα τρικάκια, οι εφημερίδες και τα κείμενα του οργανωμένου φασιστικού όχλου κατέληξαν στους κάδους σκουπιδιών της περιοχής. Επιπλέον, υπήρξε απάντηση σε επίπεδο δρόμου καθώς οι αντιφασίστριες/αντιφασίστες πραγματοποίησαν πορεία στο κέντρο του χαλανδρίου δηλώνοντας ότι δεν θα μείνουν αναπάντητες οι δημόσιες “παρεμβάσεις” των φασιστών.
Για μια γενεαλογία του ελληνικού έθνους και του φασισμού του
Με αφορμή την εμφάνιση του φασιστικού συρφετού η οποία εντάσσεται στην προεκλογική τους καμπάνια για τις ευρωεκλογές καθώς και τις δημοτικές εκλογές μπορεί κάποια, κατά τη γνώμη μας, να προσεγγίσει με δύο τρόπους την τωρινή συνθήκη. Ο ένας αφορά στα υλικά συμφέροντα1 που επιδιώκει να υπερασπιστεί η χ.α.· στη λειτουργία, δηλαδή, που επιτελεί η οργανωμένη μορφή του φασισμού στα πλαίσια της κρίσης της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Από την άποψη αυτή, το χαλάνδρι δεν συνιστά κάποια πρωτοτυπία: το άγχος των μικροϊδιοκτητών/μικροαφεντικών αναφορικά με την απώλεια των προνομίων που απολάμβαναν σε βάρος άλλων κοινωνικών ομάδων [κυρίως των μεταναστ(ρι)ών αλλά και των ντόπιων εργατών] αποτελεί πρόσφορο έδαφος για να βαθύνουν οι ήδη προϋπάρχουσες σχέσεις εκμετάλλευσης και να ενταθούν οι κοινωνικοί αποκλεισμοί. Ο δεύτερος τρόπος αφορά στο περιεχόμενο των σημασιών που παράγονται κοινωνικά: αντισημιτικές συνωμοσιολογίες, ομοφοβικοί και τρανσφοβικοί ξυλοδαρμοί, κραυγές (που συνοδεύονται από ξύλο) ενάντια στους μετανάστες και τις μετανάστριες, ένταση της ενδοοικογενειακής βίας, εθνικό πένθος για την “εθνική” κρίση. Κρίνουμε ότι το περιεχόμενο των αποκλεισμών που υπερασπίζονται οι ρατσιστές, οι ομοφοβικοί, οι εθνο-λαϊκοί, οι μισογύνηδες, τα αφεντικά, οι αντισημίτες, οι αντι-ρομά «απλοί κάτοικοι» είναι αυτό στο οποίο πρέπει να απαντήσουμε. Ακριβώς επειδή αυτό το περιεχόμενο δίνει νόημα στις πράξεις τους· αυτά τα στοιχεία τους συνέχουν ως κοινότητα και ως όχλο.
Τα έθνη είναι φαντασιακές κοινότητες που στηρίζονται στη βία και τους αποκλεισμούς των “άλλων”. Παράλληλα, δημιουργούν ζωές που αξίζει να βιωθούν με εθνικό τρόπο. Στα έθνη οι έμφυλες και ετεροσεξουαλικές ταυτότητες έχουν τα προνόμια που τους αξίζουν (όσο και) επειδή αναπαράγουν και προστατεύουν την εθνική κοινότητα. Επιπλέον, τα έθνη (επιδιώκουν να) δημιουργούν μια ενιαία ιστορία διηνεκή και αρραγή: φτιάχνουν ένα υποκείμενο, ένα εθνικό σώμα, μια εθνική ιδέα, ένα εθνικό συμφέρον. Με τον τρόπο αυτό, τα έθνη συνδέονται οργανικά με τη δημιουργία του κράτους, δηλαδή μιας πολιτικής κοινότητας που συγκροτείται ως αποκλειστικός τρόπος διαχείρισης των ζωών των υποκειμένων. Χωρίς, όμως, να περιστέλλονται μόνο στην επιδίωξη αυτή. Όπως είναι φανερό, σύμφωνα με την αντίληψη που διατυπώνουμε, τα έθνη δεν συγκροτούνται μόνο κατασταλτικά αλλά και επιθυμητικά/παραγωγικά ενώ αποτελούν κοινότητες που συναρθρώνουν τις σχέσεις εξουσίας του έθνους, του φύλου, της κοινωνικής τάξης, της φυλής, της ηλικίας, της σωματικής ρώμης/υγείας κλπ.
Συγκεκριμένα, το ελληνικό έθνος έχει κατασκευαστεί αρθρώνοντας νοήματα που αφορούν στην ομοιογένεια των υποκειμένων που το απαρτίζουν. Μια ομοιογένεια-εθνικός μύθος που κατασκευάζεται μέσω μιας φυλετικά καθαρής κοινότητας (βιολογική συγγένεια των “σύγχρονων” με τους “αρχαίους” έλληνες, βλ. το αίμα του περικλή) καθώς και μέσω ενός ιστορικά συνεχούς παρελθόντος (“αρχαία” ελληνική γλώσσα από την οποία κατάγονται τα “νέα” ελληνικά), επιβάλλοντας στο παρελθόν τις (εθνικές) επιδιώξεις. Η κατασκευή ενός ομοιογενούς λαού περνά μέσα από τις εκκαθαρίσεις των εθνικά “άλλων” (π.χ. Εβραίοι, Μακεδόνες), την κατάργηση των γλωσσών τους (π.χ. μακεδονική γλώσσα) και τη θεσμισμένη λήθη αναφορικά με τις κρατικές κινήσεις εξόντωσης και διαχείρισης τους (βλ. Πομάκοι, Ρομά).
Την ίδια στιγμή, τα έμφυλα προνόμια των ετεροσεξουαλικών ελλήνων συνίστανται στο να θεωρούνται οι προστάτες της οικογένειας (ως της μικρής εκείνης μονάδας που αναπαράγει το έθνος). Οι γυναίκες αξιολογούνται ως ικανές να φέρουν τον τίτλο «ελληνίδα» στο βαθμό που αποτελούν την αναπαραγωγική μήτρα του έθνους· όταν, δηλαδή, κάνουν πολλά παιδιά ώστε να τα προσφέρουν στην «ανάπτυξη και προαγωγή της πατρίδας». Αναδεικνύεται, έτσι, η κεντρικότητα της οικογένειας και της αναπαραγωγικής σεξουαλικότητας ως ενός λόγου που πειθαρχεί τα σώματα, τις επιθυμίες και τις συλλογικές τους ταυτότητες. Αυτός είναι και ο λόγος εξάλλου για τον οποίο προβάλλεται τόσο πολύ η μετανάστευση ως πρόβλημα για την ελλάδα· επειδή οι μετανάστες και οι μετανάστριες είναι ένας «συνεχώς αυξανόμενος πληθυσμός που έρχεται από τις ανατολικές χώρες και απειλεί με αλλοίωση τον εθνικά ομοιογενή ελληνικό λαό». Με τον τρόπο αυτό επανέρχεται στο προσκήνιο το άγχος της επιτέλεσης της κανονιστικής γυναικείας σεξουαλικότητας –υπενθυμίζοντας το καθήκον των γυναικών ως ελληνίδων.
Στις εθνικές αφηγήσεις έχει ενταχθεί και η ταξική πάλη όχι ως μια αντίθεση στην καπιταλιστική σχέση εκμετάλλευσης αλλά ως παράγοντας εθνικής ανάπτυξης και εξάρτησης (ή ανεξαρτησίας). Στη δημιουργία του υποκειμένου «ελληνικός λαός» κατοπτρίζεται μια συνάρθρωση της εργατικής τάξης και της εθνικότητας με ξεκάθαρη κυριαρχία της ελληνικής εθνικής ταυτότητας. Έτσι, οι μετανάστες και οι μετανάστριες αποκλείονται, οι αγώνες τους απονοηματοδοτούνται και απαξιώνονται. Από την άλλη μεριά, μέσα από το πρόσφατο παράδειγμα των αγώνων ενάντια στο μνημόνιο, βλέπουμε πως η ατομική ανέλιξη ήταν και είναι στοιχείο συγκρότησης του ελληνικού λαού, ο οποίος νοηματοδοτεί την αντίσταση πρωτίστως με όρους εθνικής μη εξάρτησης. Μια εμφανιζόμενη εξάρτηση που πριμοδοτεί και ενισχύει τους αντισημιτικούς μύθους (βλ. φετιχισμός του χρήματος και σύνδεση του με του Εβραίους)· ενώ στα ίδια πλαίσια κατασκευάζονται ως εχθροί οι γερμανοί. Εξ ου και η πριμοδότηση των συνωμοσιολογιών που ανθούν σε όλα τα ταξικά στρώματα.
Χαλάνδρι city
Η πορεία-παρέλαση των φασιστών της χ.α. και η αντιφασιστική απάντηση που ακολούθησε επανέφερε κάποια ερωτήματα στο φως. Ποια είναι η κατάσταση –αναφορικά με το ρατσισμό– στο χαλάνδρι;2 Πού και πώς δημιουργείται το κοινωνικό ή/και θεσμικό πάτημα ώστε ο λόγος και οι πρακτικές τους να βρίσκουν εύφορο έδαφος; Δύο παραδείγματα είναι ενδεικτικά της σύνδεσης που υπάρχει ανάμεσα στην εθνικιστική, σεξιστική και ομοφοβική τοπική κοινωνία του χαλανδρίου και τις αντίστοιχες βιοπολιτικές επιδιώξεις του ελληνικού κράτους: σε πρώτο βαθμό η επιτροπή κατοίκων χαλανδρίου (μια ρατσιστοεπιτροπή που δημιουργήθηκε με αίτημα να φύγουν οι Ρομά από τον καταυλισμό στην περιοχή του νομισματοκοπείου) την οποία σιγοντάρει ο δήμος χαλανδρίου, ενώ σε δεύτερο επίπεδο ο αλυτρωτικός σύλλογος “Ρίζες” στη γειτονιά του συνοικισμού (πολιτιστικός σύλλογος μικρασιατών στον οποίο καλλιεργούνται αντιλήψεις εθνικοαπελευθερωτικές) μέσω των σχέσεων που αναπτύσσονται ανάμεσα στους κατοίκους της τοπικής κοινότητας.
Πιο συγκεκριμένα, η επιτροπή κατοίκων χαλανδρίου εμφανίζεται ως η από-τα-κάτω οργανωτική απάντηση στις επιδιώξεις των κατοίκων του κάτω χαλανδρίου. Και ποιες είναι αυτές; Μα το να διώξουν τον καταυλισμό των 74 οικογενειών Ρομά που ζουν εκεί. Πώς φαίνεται ότι αυτό είναι μια πραγματική κοινωνική ανάγκη και δεν αποτελεί απλή ονείρωξη της εν λόγω επιτροπής; Καταρχάς, από το γεγονός πως τον τελευταίο καιρό υπάρχει μια στοχοποίηση των Ρομά είτε επειδή δήθεν δεν κάνουν εμβόλια στα παιδιά τους είτε επειδή υποτίθεται πως δεν μπορούν να ησυχάσουν τα βράδια (κάνουν φασαρίες κλπ). Εμφανίζεται η επίκληση στη δημόσια υγεία και στον τρόπο ζωής ως έγκληση για πειθάρχηση στη νόρμα των ελλήνων. Ο εντός-εκτός χαλανδρίου καταυλισμός τους είναι η υλικοποίηση του εξοστρακισμού τους ως των μη-καθαρών, ως αυτών που απειλούν την υγεία και την ομοιογένεια του εθνικού (καθαρού) σώματος. Παράλληλα, επιστρατεύονται όλοι οι μύθοι που αφορούν είτε την υποτιθέμενη εγκληματικότητα, είτε την υποτιθέμενη βρωμιά τους. Με ποιο επίδικο; Την εκδίωξη των Ρομά και Ρομνί, κατοίκων χαλανδρίου εδώ και 40 χρόνια, καθώς και την αύξηση της αξίας της ιδιοκτησίας των ελλήνων (μέσω της ένταξης της περιοχής του καταυλισμού στο σχέδιο πόλης). Έτσι, το μάιο του 2013 (με αφορμή την απόφαση της περιφέρειας για “μετεγκατάσταση” των Ρομά/Ρομνί σε ένα χώρο εντός της γειτονιάς του κάτω χαλανδρίου, σε απόσταση 400μ. από τον ήδη υπάρχοντα καταυλισμό) συγκροτήθηκε η επιτροπή κατοίκων χαλανδρίου με σκοπό να μπορέσει να προσβάλει και να ακυρώσει την απόφαση της περιφέρειας της νομαρχίας· σκοπό για τον οποίο χρειαζόταν το ποσό των 11,000€: και φυσικά ποιος θα παρείχε το ποσό παρά οι ρατσιστές έλληνες κάτοικοι του κάτω χαλανδρίου; Έτσι, η ρατσιστοεπιτροπή κάλεσε3 σε εκδήλωση τους μελλοντικούς χρηματοδότες των ενεργειών της. Όταν έγινε παρέμβαση αντιφασιστριών/στών εναντίον του καλέσματος της επιτροπής κατοίκων (καλοκαίρι 2013) οι “απλοί κάτοικοι” έλεγαν: «αυτοί εδώ οι γύφτοι ρίχνουν την αξία των οικοπέδων και των διαμερισμάτων που έχουμε και μένουν ξενοίκιαστα». Ο ρατσισμός, ωστόσο, δεν έγκειται στο ότι θέλουν να ανέβει η αξία ώστε να κονομήσουν περισσότερο, αλλά το μέρος του συλλογισμού που δεν τίθεται υπό διερώτηση. Εκείνο, δηλαδή, που συνδέει το να είσαι Ρομά/Ρομνί με την κατωτερότητά σου. Από πού κι ως πού θεωρείται «οκ» το να λέγεται ότι οι Ρομά «ρίχνουν την αξία» των σπιτιών; Πώς το κάνουν αυτό; Το επιχείρημα είναι κυκλικό: επειδή υποτίθεται ότι κλέβουν κλπ. Είναι η κοινωνική νοηματοδότηση των γειτόνων, που δίνει αξία στη γειτονιά των ρατσιστών. Κανένα κριτήριο δεν (χρειάζεται να) επιστρατεύεται· αντίθετα, ο ρατσισμός που αορατοποιείται χρησιμεύει ως όπλο σημασιοδότησης για την εξομάλυνση και διευκόλυνση της γαιοπροσοδικής αξίας. Την ίδια στιγμή, επιρρίπτεται η ευθύνη για το ρατσισμό στα θύματα (μια τακτική κλασική) χρεώνοντας στις στάσεις και τις συμπεριφορές των Ρομά/Ρομνί τη ρατσιστική αντιμετώπιση των ελλήνων γειτόνων. Η επιδιωκόμενη πρόταση της “φιλόξενης” επιτροπής κατοίκων χαλανδρίου περιγράφεται στην κατακλείδα πρόταση:
«Όλοι οι επίδοξοι κοσμοκράτορες στο παρελθόν “γη και ύδωρ” ζήτησαν απο την Ελλάδα και πήραν “Μολών λαβέ” και Θερμοπύλες. Πήραν “Νενικήκαμεν” και Μαραθώνιους. Τώρα είναι η ώρα να πούμε το δικό μας “Μολών λαβέ”, να φυλάξουμε τις δικές μας Θερμοπύλες.»
Εδώ, οι Ρομά αποτελούν καθαρά έναν κίνδυνο που απειλεί το έθνος. Κατασκευάζονται ως άλλοι Πέρσες που θέλουν να κατακτήσουν την ελληνική γη. Έτσι, σε «εμάς» (δηλαδή, τους έλληνες) δεν μένει παρά να τους πούμε «ελάτε να την πάρετε»4 και να τους αντιμετωπίσουμε. Αυτός είναι ο ιδεολογικός μανδύας του σημερινού ρατσισμού: καταδίωξη των ξένων στη βάση του (ιστορικά συνεκτικού) εθνικού συμφέροντος. Ο πυρήνας του ρατσιστικού μίσους εναντίον των Ρομά/Ρομνί φαίνεται και από κάτι επιπλέον: στην παρέμβαση που έγινε ενάντια στην επιτροπή κατοίκων χρησιμοποιήθηκε το επιχείρημα πως οι φράσεις με τις οποίες τελείωνε το κάλεσμά της είναι ρατσιστικές. Ο ιθύνων νους της ρατσιστομάζωξης αφουγκράστηκε την κριτική μας κι έτσι στο επόμενο κάλεσμα το κείμενο υπήρχε αυτούσιο εκτός από τις δύο αυτές τελευταίες περιόδους λόγου. Αφομοίωσε, δηλαδή, την κριτική στο βαθμό που αφορούσε στη μορφή του κειμένου, αφήνοντας απείραχτη την ουσία: «οι Ρομά είναι πρόβλημα και πρέπει να εκδιωχθούν».
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ο δήμος του χαλανδρίου, για τον οποίο οι Ρομά και οι Ρομνί που κατοικούν στον καταυλισμό είναι επίσης «δυσεπίλυτο πρόβλημα». Σε έγγραφο5 που δημοσιεύτηκε στις 20/03/2013, τρεις μέρες πριν συγκληθεί η εκδήλωση ενημέρωσης της ρατσιστοεπιτροπής, το γραφείο τύπου του δημάρχου, απευθυνόμενο στο γενικό γραμματέα αποκεντρωμένης διοίκησης αττικής, υποστηρίζει μεταξύ άλλων:
«Ανεξαρτήτως όμως όλων των ανωτέρω, ο Δήμος, επειδή σέβεται και το δικαίωμα των Ρομά της περιοχής μας για καλλίτερες[sic] συνθήκες ζωής, τηρουμένης πάντοτε της νομιμότητας, σας προτείνει σήμερα να αναλάβετε πρωτοβουλία, ώστε οι άνθρωποι αυτοί να φιλοξενηθούν, προσωρινά μεν σε πρώην στρατώνες του Υπουργείου Εθνικής Αμύνης, μη φυλασσόμενους [sic], οι οποίοι, ως γνωστόν, διαθέτουν όλες τις απαραίτητες υποδομές (ύδρευση, αποχέτευση, ηλεκτροδότηση κλπ) […]»
Σε αυτό το απόσπασμα λόγου βλέπουμε πως ο θεσμικός ρατσισμός κινείται παράλληλα με τον κοινωνικό προκειμένου να καλύψει την ανάγκη της εθνικής καθαρότητας του πόπολου. Πρώτα πρώτα, και για να μην τους χαρακτηρίσουν «ρατσιστές» μας λένε ότι ενδιαφέρονται για τους Ρομά: τους επιτρέπουν, λοιπόν, να πάνε σε στρατόπεδο σε οποιοδήποτε σημείο της ελληνικής επικράτειας το οποίο ούτε θα φυλάσσεται ούτε θα του λείπουν οι υποδομές. Να, λοιπόν, μια πρόταση που μπορεί να αξιοποιηθεί και για όλους τους “ξένους” αυτού του τόπου: στρατόπεδα-κατοικίες… Τι μας θυμίζει, άραγε, τι μας θυμίζει…
Η περίπτωση του πολιτιστικού συλλόγου μικρασιατών «Ρίζες» είναι λιγότερο κραυγαλέα. Οι δράσεις του συλλόγου, ο οποίος εδρεύει σε μια γειτονιά που ονομάζεται «συνοικισμός», περιλαμβάνουν από παραδοσιακούς χορούς μέχρι διαμαρτυρίες για τις τουρκικές τηλεοπτικές σειρές6. Μέσα από τις τοπικές συνοικιακές σχέσεις που έχουν αναπτυχθεί και με τη δήθεν αθώα ενασχόληση με ζητήματα της ιστορίας του ξεριζωμού των μικρασιατών καλλιεργούνται συστηματικά εθνικιστικές αντιλήψεις (οι οποίες –περισσότερο από ό,τι στην περίπτωση της επιτροπής κατοίκων χαλανδρίου– εκφέρονται από τους πατριώτες ακόμη και ενάντια στη μέθοδο της χ.α.)7 που αναφέρονται σε αλησμόνητες πατρίδες που τις θέλουν/θέλουμε πίσω, στο χαμένο μεγαλείο των προγόνων τους κλπ. Ως κοινό στοιχείο που ενώνει τους κατοίκους εμφανίζεται η ελληνική εθνική ταυτότητα. Η ελληνική σημαία στο logo του συλλόγου, η ανάγνωση των προσφύγων ως ελλήνων υπό διωγμό, η λήθη αναφορικά με τον κοινωνικό ρατσισμό που βίωσαν οι άντρες πρόσφυγες ως «τουρκόσποροι» και με το σεξισμό που στιγμάτισε τις γυναίκες πρόσφυγες ως «παστρικές», σε συνδυασμό με το θεσμικό ρατσισμό του ελληνικού κράτους που από διώκτης μετατράπηκε σε πατέρα, έχουν θρέψει σε μεγάλο βαθμό εθνικιστικά αισθήματα στα υποκείμενα που δραστηριοποιούνται στο σύλλογο αυτό. Έτσι, στις τάξεις τους υπάρχουν νεαροί που έχουν χτυπήσει μετανάστη κατά τη διάρκεια παρέλασης ενώ επιδίδονται και σε «δηλώσεις» μέσω ρατσιστικών συνθημάτων σε τοίχους της γειτονιάς (τίποτε από τα οποία δεν έχει μείνει αναπάντητο).
Τώρα, το πρόβλημα εμφανίζεται όταν αυτοί οι τύποι επιδιώκουν να κάνουν «πολιτική», ερχόμενοι σε επαφή με τα υποκείμενα που δραστηριοποιούνται σε διάφορες κινηματικές διαδικασίες που λειτουργούν στο χαλάνδρι. Εκεί, λοιπόν, αυτό που παρατηρείται είναι η επιδίωξη διαμεσολάβησης ώστε να μην διαταραχθούν οι υπάρχουσες ισορροπίες: έτσι, σε εκδηλώσεις που διαφημίστηκαν από τη φασιστοφυλλάδα «στόχος» έγιναν επικλήσεις στην ειρηνική συνύπαρξη «με τους αναρχικούς». Κι αυτά όχι με φόντο κάποιες «κακές προθέσεις», απλά εξυπηρετήσεις και διατήρηση ενός προφίλ. Αρκετά υποκείμενα –που μπορεί να μην σχετίζονται απαραίτητα με τα πεπραγμένα του συλλόγου– αλλά συνιστούν φορείς των ίδιων αντιλήψεων βρήκαν πάτημα στις κινητοποιήσεις των «αγανακτισμένων», και την χαλανδρέικη εκδοχή τους, ώστε να εκφραστούν ενάντια στους «γερμανούς» οι οποίοι προσεταιρίζονται τα ελληνικά συμφέροντα. Οι προσπάθειες αυτές αποτελούν ξεκάθαρα εχθρικές κινήσεις επανανοηματοδότησης της σημαίας και του «εθνικού αυτοπροσδιορισμού» ως αντιστασιακού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα των εθνικιστικών αναπαραστάσεων που τους συνέχουν αποτελεί το κείμενο με το οποίο καλούσαν σε μποϊκοτάρισμα των τουρκικών τηλεοπτικών σειρών:
«Σ’ αυτήν την πολιτική αλλά ΟΧΙ κομματική εκδήλωσή μας οι Σύλλογοι και οι Σύνδεσμοι θα παραστούν με τα λάβαρά τους, όσοι εκ των συμμετεχόντων επιθυμούν μπορούν να φέρουν Ελληνικές Σημαίες, ενώ ΔΕΝ επιτρέπεται η συμμετοχή ΟΛΩΝ ανεξαιρέτως των πολιτικών κομμάτων, η με οποιονδήποτε τρόπο εκπροσώπησή τους, καθώς και η παρουσία και προβολή κομματικών συμβόλων.»
Το στοιχείο που κάνει την κίνησή τους πολιτική είναι ο εθνικός προσδιορισμός. Το ανέμισμα ελληνικών κουρελόπανων (τα οποία αναγράφονται με κεφαλαία γράμματα) και η συσπείρωση χωρίς διαφορές γύρω από έναν εθνικό σκοπό αρκούν για να συμμετάσχει κάποιος στην εκδήλωση αυτή. Η εθνικοποίηση της αντίστασης8 πετυχαίνει ακριβώς αυτό: να μυστικοποιήσει όλες τις σχέσεις εξουσίας, όλες τις ιεραρχίες και τη βία που ενυπάρχει σε αυτές. Επιδιώκει να κάνει αόρατες όλες τις διαφορές, άρα και όλους τους κοινωνικούς ανταγωνισμούς, και να μας βάλει όλους να υπερασπιστούμε το έθνος σε βάρος όλων των άλλων μορφών υποκειμενοποίησης· για την ακρίβεια, εντάσσοντας τες σε μια οικονομία του έθνους. Το γεγονός πως η κοινωνικοποίησή μας ως ελλήνων και ελληνίδων παρουσιάζει ως φυσική ανάγκη την αντιπαράθεση με τον «προαιώνιο εθνικό εχθρό» διευκολύνει την απουσία αμφισβήτησης και κριτικής της εθνικής κοινότητας.
Η ανάγκη για ριζοσπαστικό ανθελληνικό αντιφασισμό
Γιατί μπορεί να φυλακίζονται μέλη της χ.α. αλλά ο εθνικισμός να προελαύνει; Πέρασαν πέντε μήνες από τότε που το κράτος αποφάσισε να εμφανιστεί ως “αντιναζιστικό”. Εκμεταλλευόμενο την επικέντρωση των αντιφασιστ(ρι)ών στη χ.α., παρουσίασε τον εαυτό του ως τον ύψιστο προστάτη της ελληνικής κοινωνίας από τις ακρότητες (εισάγοντας τον παραλληλισμό ανάμεσα στους φασίστες και σε ό, τι βρίσκεται πέραν της θεσμικής αριστεράς, μέσω της φετιχοποίησης της βίας και “ξεχνώντας” τους θεσμούς που έχουν το μονοπώλιο της τελευταίας) ενώ την ίδια στιγμή είναι εκείνο που εφαρμόζει ολοένα και σκληρότερες πολιτικές ενάντια σε ό,τι θεωρείται «εθνικός εχθρός». Παράλληλα, η χ.α. θεωρήθηκε ένας κεραυνός εν αιθρία, μια τομή στη δημόσια ζωή του ελληνικού κοινωνικού σώματος. Σαν να μην υπάρχει παρελθόν και ιστορία, δηλαδή…
Η άσκηση διώξεων σε χρυσαυγίτες και η προφυλάκιση μέρους του ηγετικού πυρήνα τους δημιούργησε σε πολλούς την ψευδαίσθηση ότι κάπως έτσι θα ξεμπερδέψουμε με το φασισμό. Η επικέντρωση στη συνεργασία των μπάτσων με τους φασίστες στο δρόμο, η κυριαρχία της αφήγησης πως ο (οργανωμένος) φασισμός είναι (μόνο ή/και κυρίως) μηχανισμός του κράτους καθώς και η αντίληψη πως η χ.α. είναι ο φασισμός συνετέλεσαν τα μέγιστα στο «μούδιασμα» απέναντι στο πραγματικό και υλικό πλήγμα που υπέστη η οργάνωση χ.α. από το κράτος. Ένα πλήγμα, όμως, το οποίο συνοδευόταν αφενός από μια εκστρατεία ενάντια στους εθνικά Άλλους (διώξεις και βιοπολιτική διαχείριση των πληθυσμών Ρομά, καθημερινή συνέχιση του Ξένιου Δία με συνεχείς συλλήψεις μεταναστών, θεσμική επικύρωση των δολοφονιών μεταναστών στο αιγαίο μέσω της δικαιολόγησης των λιμενόμπατσων στο φαρμακονήσι κ.α.)9 αφετέρου από μια συνεχιζόμενη υποστήριξη ενός κομματιού του ελληνικού όχλου στη χ.α. Με τον τρόπο αυτό, καθίσταται φανερό ότι για την άσκηση ανταγωνιστικής πολιτικής χρειάζεται να ξεφύγουμε από την αμεσότητα του σύγχρονου ελληνικού φασισμού· χρειάζεται να στραφούμε στην κανονική κοινωνική συνθήκη που επικρατεί ώστε να διακρίνουμε τις διαδικασίες συγκρότησής του.
Στις κινητοποιήσεις που έχουν10 λάβει χώρα στο χαλάνδρι τα τελευταία χρόνια έχουν εμφανιστεί δείγματα γραφής για το φάσμα των κινηματικών απόψεων που παίζουν. Καταρχάς, υπάρχει η “αδυναμία” των αριστερών να δουν την εθνική συγκρότηση της τοπικής κοινωνίας ως πρόβλημα: η προσήλωσή τους στο δήμο-ως-θεσμικό-όργανο, η επιδίωξή τους να «κατακτήσουν» το κράτος που τους οδηγεί στο να κάνουν κριτική μόνο στην κυβέρνηση και η παραγνώριση του ρατσισμού που εκφράζεται από την τοπική κοινωνία του χαλανδρίου ενάντια στους ξένους της (συγκεκριμένα, στους ρομά) μας κάνουν να θεωρούμε πως καμία συμμαχία δεν μπορεί να χτιστεί προς αυτή την κατεύθυνση. Σε συνδυασμό, δε, με το γεγονός πως επιδιώκεται συνεχώς η διαμεσολάβηση των κινήσεων εναντίωσης στο εθνικιστικό συνεχές, θεωρούμε ότι με τους λόγους αυτούς αναπαράγεται πλήρως η εθνική ομοψυχία: οι ναζί είναι οι κακοί και πρέπει να μπουν όλοι τους στη φυλακή, ο λαός είναι ένας, ενιαίος και καλός και πρέπει να τους ακούσει (=ψηφίσει) ώστε να του κάνουν τη ζωή “καλύτερη”. Οι αριστεροί πρέπει να κατακτήσουν το κράτος (το οποίο ως μηχανισμός είναι ουδέτερος, έχει μια εργαλειακή αξία γι’ αυτούς) για να εφαρμόσουν τις εθνικά φιλολαϊκές πολιτικές τους. Και γι’ αυτό, δεν μπορούν παρά να χρησιμοποιήσουν όσο κόσμο τίθεται πέραν αυτών ειδικά στο κομμάτι του δρόμου. Να πάρουν, δηλαδή, την πολιτική υπεραξία από τη δράση όσων κολλάνε αντικυριαρχικές αφίσες και αυτοκόλλητα, όσων γράφουν αντιφασιστικά συνθήματα στους τοίχους, όσων επιδιώκουν να συνάψουν σχέσεις στις πλατείες διώχνοντας τους ρατσιστές από εκεί, όσων δείχνουν να μην ανέχονται πτυχές του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης που διαμορφώνεται…
Από την άλλη πλευρά, η αδυναμία του κινήματος πέραν της αριστεράς έγκειται στο ότι αδυνατεί να ξεπεράσει το αντιναζιστικό κράτος, άρα και την επικέντρωση στη χ.α., καθώς και στο ότι αποφεύγει να θέσει ζητήματα που κριτικάρουν το περιεχόμενο των κοινωνικών (ανα)παραστάσεων, τις κυρίαρχες κοινωνικές σχέσεις και τις νοηματοδοτήσεις τους. Αντίθετα, τις θεωρεί παράγωγα του κράτους και της κρατικής διαχείρισης υποτιμώντας τες ως επιλογές. Αυτό σημαίνει ότι αντί η επικέντρωση να είναι στο ρατσισμό ως ιστορικά σημασιοδοτημένη δυναμική κοινωνική πρακτική που επιβεβαιώνεται ως κοινωνική σχέση και ως συμφέρον, αναπαράγονται –ακόμη και από αντιεξουσιαστικά στόματα– επιχειρήματα που κεντράρουν είτε στο ρατσιστικό κράτος και μόνο (διαχωρίζοντας απόλυτα το κράτος ως μηχανισμό από την κοινωνία ως ολότητα) είτε στα αφεντικά (λες και ο ελληνικός φασισμός περιλαμβάνει μόνο τους “από πάνω” και δεν υποδεικνύει πρωτίστως τη βαθιά ιεραρχία ανάμεσα σε έλληνες και ξένους και τα προνόμια11 που απορρέουν από αυτή). Από αυτή την άποψη, είναι χρήσιμο να δούμε το φασισμό ως ένα βάθεμα των ήδη κυρίαρχων κοινωνικών σχέσεων εξουσίας12: έλληνες/ξένοι, άντρες/γυναίκες, στρέιτ/λ.ο.α.τ.κ.ι., παραγωγικοί/μη παραγωγικοί. Ένα βάθεμα που δεν εμφανίστηκε το 2012. Ένα βάθεμα με ιστορία και θύματα. Και σε αυτό το σημείο να προτείνουμε –αντιπαραθετικά με τις κυρίαρχες– μια αντιρατσιστική στρατηγική: την ανάγκη να απαντάμε στις επιθέσεις των ρατσιστών υπερασπιζόμενες και υπερασπιζόμενοι τα χαρακτηριστικά εκείνα στα οποία επιτίθενται οι τελευταίοι. Την ανάγκη να στοχοποιούμε τους θύτες των επιθέσεων σε ολόκληρο το ιστορικό και κοινωνικό τους φάσμα (από την αμάρυνθο μέχρι τη μανωλάδα, από το κέντρο της μητρόπολης μέχρι τα κολαστήρια της σάμου και από το μπάτσο στο α.τ. αγίου παντελεήμονα μέχρι τον εστιάτορα στη βέννα). Την ανάγκη να διαβάζουμε την ελληνικότητα πίσω από τις γραμμές της «ενότητας όλων με όλους» και να της επιτεθούμε.
Τον τελευταίο χρόνο, η εμφάνιση της χρυσής αυγής στο προσκήνιο δημιούργησε, σε ολόκληρη την αθηναϊκή μητρόπολη και την αυτοαποκαλούμενη ελλαδική επικράτεια, συνελεύσεις, ομάδες, παρέες και πυρήνες που αποφάσισαν ότι έπρεπε να απαντήσουν όσο και όπως μπορούσαν σε αυτό που φαινόταν ως άνοδος της ακροδεξιάς και του φασισμού. Έτσι, και στις γειτονιές του χαλανδρίου, της αγίας παρασκευής, του αμαρουσίου, του χολαργού συστάθηκαν πυρήνες, συνελεύσεις, αλλά και παρέες δρόμου που θέλησαν και σε αρκετές περιπτώσεις κατάφεραν να απαντήσουν σε διάφορα ζητήματα. Η περίοδος μετασχηματισμού των αντιφασιστικών δομών που ακολούθησε τη δολοφονία του π. φύσσα και –πολύ περισσότερο– τις συλλήψεις ηγετικών στελεχών της χ.α. φέρνει όσες/ους εχθρεύονται το σύγχρονο ελληνικό φασισμό μπροστά σε ένα δίλημμα· βρισκόμαστε στο σημείο εκείνο όπου ή θα ριζοσπαστικοποιήσουμε τον αντιφασισμό μας ή θα επιστρέψουμε σε ό, τι κάναμε πριν, κουβαλώντας την αποτυχία μας να ασκήσουμε κοινωνική κριτική. Ή θα εντάξουμε την εναντίωση και το μίσος για τον εθνικισμό σε όλα τα “πολιτικά ζητήματα” με τα οποία ασχολούμαστε, ή απλά θα αναπαράγουμε την κυριαρχία με άλλο προσωπείο.
ΝΑ ΠΑΤΗΣΟΥΜΕ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΠΤΩΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ
για την άρση των προνομίων
ΥΓ Ένα ευχαριστώ στον Μιχαλάουα Γ. για την έμπνευση και στο Γιάννη Γ. για τη φράση.