0151 # 2

0151_no2_exof

 

Τα κείμενα του 2ου τεύχος του 0151 (Ιούνιος 2014) μπορείτε να τα κατεβάσετε παρακάτω:

// εξώφυλλο // τι είναι ελληνικό; ανασκόπηση της ελληνικής πραγματικότητας με βάση τα ημερολόγια ρατσισμού (antifa negative) // Η ζωή σε κίνηση: συνέντευξη στην ιρλανδία με τη Νεφέλη, μια γεωργιανή μετανάστρια από την ελλάδα // επιστρέφει ο αντι-φασισμός στην Ευρώπη; // η αισθητική των κουκιών (κατακάθια του καφέ) // say it loud! reggae, φάπες και συνείδηση… // ας μιλήσουμε για τον μεσσηνιακό ρατσισμό εναντίον των ρομά! // ή με τον Kundret Kume ή με τους έλλην@ς! // λίγα λόγια για τον αγροτικό όχλο στη λακωνία (ΑΠΕΛ) // “ελλάς: πλήρωνε και μη μιλάς!” συνέντευξη με τον Παύλο Βοσκόπουλο για ‘το μακεδονικό’ // σο(κι)νέτα ελληνικής επαρχίας // για την πολιτική οργάνωση του σύγχρονου ρατσισμού: το παράδειγμα του Χαλανδρίου (μέρος α’)

 

Μπεναρόγια και Γιονά γωνία [ # 5 ]

1914-06-08-syllipsi_kommouniston3

Στην τουρκική θεσσαλονίκη το 1909 συγκροτήθηκε η πρώτη εργατική συνδικαλιστική ένωση των βαλκανίων: η Φεντερασιόν. Γραμματέας της ήταν ο Αβραάμ Μπεναρόγια. Η Φεντερασιόν, όντας η πλέον ριζοσπαστική και διεθνιστική οργάνωση που εξέφραζε και στελεχωνόταν από το πολυπληθές πολυεθνικό προλεταριάτο της πόλης, αποτέλεσε την πρώτη ύλη για την δημιουργία του ΚΚΕ και της ΓΣΕΕ αργότερα στην ελλάδα. Τα μέλη της ήταν κυρίως εβραίοι και δευτερευόντως σλάβοι εργάτες.
Ο Σαμουέλ Γιονά, ο οποίος πρωτοστάτησε στη Φεντερασιόν, ήταν και γραμματέας του καπνεργατικού συνδικάτου το οποίο οργάνωσε την άνοιξη του1914 την εικοσαήμερη απεργία των καπνεργατών της μακεδονίας,την σημαντικότερη μέχρι τότε κινητοποίηση του είδους στον ελλαδικό χώρο (32.000 απεργοί!-ως επι το πλείστον εβραίοι στη Θεσσαλονίκη, μουσουλμάνοι και χριστιανοί στη Δράμα,την Καβάλα και την Ελευθερούπολη).

Στη νεοκατεκτημένη απο την ελλάδα Θεσσαλονίκη, γενικός διοικητής μακεδονίας διορίζεται εκείνη την εποχή ο Θεμιστοκλής Σοφούλης. Είναι αυτός που θα ηγηθεί των διώξεων ενάντια στην Φεντερασιόν και σε καθετί οργανωμένο ενάντια στον ελληνικό εθνικισμό και στο κεφάλαιο του. Ο Σοφούλης είχε αποδείξει την αξία του για το ελληνικό κράτος καθώς ηγήθηκε μαχών με τους Τούρκους στη Σάμο, την οποία και διοίκησε προσωρινά, κηρύσσοντας την ένωση της με την ελλάδα. Η μεγάλη πρωτοτυπία της διοίκησης Σοφούλη στη Θεσσαλονίκη είναι η ποινικοποίηση των εργατικών κινητοποιήσεων με τις κατηγορίες της εθνικής προδοσίας και του ανθελληνισμού. Όπως όλες και όλοι τωρα πια ξέρουμε, για να γίνουν πιστευτές και να αποκτήσουν κοινωνική υπόσταση τέτοιες συκοφαντίες ήταν απαραίτητη η συνδρομή της λεγόμενης και τέταρτης εξουσίας.

Εδώ μπαίνει στην ιστορία ο έτερος ευπατρίδης Ιωάννης Κούσκουρας: η εφημερίδα του “Νεα Αλήθεια” (χρηματοδοτούμενη – από το 1903 – με μυστικά κονδύλια απο το ελληνικό υπουργείο εξωτερικών) γράφει στις 2-04-1914 συκοφαντώντας το εργατικό κίνημα της πόλης: “επιδιώκουν να παρασύρουν τους Έλληνας αδερφούς μας εις τον διεθνισμόν, δηλαδή να μην προσκυνούν τον Σταυρόν και να μην χαιρετούν την γλυκείαν Γαλανόλευκον,αλλά να έχουν ως έμβλημα τους την κόκκινη σημαία του σοσιαλισμού, όστις ως απεδείχθη τουλάχιστον εν Θεσσαλονίκη είναι απλούσττα μια οργάνωσις στρεφόμενη κατά του Ελληνισμού”.

Οι διώξεις κατα της Φεντερασιόν ξεκινούν με το που πατάνε οι ελληνικές αρχές το πόδι τους στη Θεσσαλονίκη το 1912. Συλλαμβάνουν και απελαύνουν δυο σλαβικής καταγωγής στελέχη της Φεντερασιόν (Ντ.Βλάχωφ και Α.Τόμωφ) και αντιμετωπίζουν τη συνδικαλιστική δραστηριότητά της ως “μηχανοραφίες βουλγάρων, τούρκων, αυστριακών και ισραηλιτών” κατά της ελληνικής κυριαρχίας. Η επίθεση των ελλήνων στον διεθνιστικό σοσιαλισμό κλιμακώνεται ακόμη περισσότερο τον Μάιο του 1914. Στις 12 Μαίου η αστυνομία εισβάλει στα γραφία της ομοσπονδίας και κατάσχει το αρχείο της. Στα τέλη του μήνα διώκεται ο σαλονικιός εβραίος αρχισυντάκτης της σοσιαλιστικής εφημερίδας “ΑΒΑΝΤΙ” Αλμπέρτο Αρδίτι. Το ποινικό στόχαστρο του κράτους στρέφεται πια κατά των Γιονά-Μπεναρόγια στις 10 Μαίου με συλλήψεις των δύο στελεχών του οργανωμένου εργατικού κινήματος. Η κατάσχεση των αρχείων της Φεντερασιόν έγινε προς άγρα περαιτέρω “ενοχοποιητικών” στοιχείων και για αυτούς τους δυο. Αποδείχθηκε, όμως, άκαρπη και το κατηγορητήριο εναντίον των δύο συνδικαλιστών συντάχθηκε μόνο με τη βοήθεια από τρεις μαρτυρικές καταθέσεις. Οι πρώτοι δύο μάρτυρες αποτελούν κλασικές περιπτώσεις επαγγελματιών συνεργατών της αστυνομίας: ο πρώτος, “κατάσκοπος”, ο επαγγελματίας χαφιές Παυλος Ιωάννου Αστεριάδης και ο δεύτερος κοινός ρουφιάνος, ο καπνεργάτης Χαράλαμπος Κόλλας. Ο τρίτος μάρτυρας κατηγορίας δεν ήταν άλλος από τον εκδότη της “Νέας Αλήθειας” Ιωάννη Κούσκουρα. Ιδού ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα απο την κατάθεσή του: «Ο Μπεναρόγια ουδέν επάγγελμα εξασκεί εν τη πόλει ταύτη, υπάρχει υπόνοια ότι μισθοδοτείται υπό της Βουλγαρικής Κυβερνήσεως διά να συντηρή το εν λόγω Κέντρον (εργατικό κεντρο θεσσαλονίκης), όπερ κατά την αντίληψίν μου έχει μεταβληθή εις ανατρεπτικόν ως απέδειξεν η τελευταία απεργία των καπνεργατών την οποία απεπειράθη να χρησιμοποιήση προς διατάραξιν της δημοσίας τάξεως εν Θεσσαλονίκη, όπως αποδείξη ότι δεν υφίσταται ασφάλεια εν Θεσσαλονίκη. Επίσης ο Μπεναρόγια αποδεικνύει διά της στάσεώς του ότι ουδένα τρέφει σεβασμόν προς την Ελληνικήν Κυβέρνησιν, διότι καίτοι του έγινον σχετικαί προτάσεις όπως αναρτήση την Ελληνικήν σημαίαν επί της θύρας του Κέντρου, απέρριψε τας προτάσεις ταύτας περιφρονητικώς ειπών ότι ο Σοσιαλισμός ουδεμία σχέσιν έχει με την Ελληνικήν Κυβέρνησιν. Ολαι αύται αι ενέργειαι γίνονται εν γνώσει και τη συνεργασία του Σαμουέλ Γιουνά. Αλλο τι δεν έχω να προσθέσω και γράμματα γνωρίζω».

Έτσι, στις 5 Ιουνίου 1914, με την δικογραφία “δεμένη”και τη συγκατάθεση του Σοφούλη, η αστυνομία ανακοινώνει πως “Οι Σαμουέλ Γιονά και Αβραάμ Μπεναρόγια εκτοπίζονται επ’αόριστον στη Νάξο, ως επικίνδυνοι για την δημόσιαν ασφάλειαν”, εγκαινιάζοντας και επίσημα την εποχή των διώξεων εναντίον του εθνικά παρεκκλίνοντος προλεταριάτου. Οι Σαμουέλ Γιονά και Αβραάμ Μπεναρόγια θα παραμείνουν εξόριστοι μέχρι τον Ιανουάριο του 1917. Οι δυο αγωνιστές πρωταγωνίστησαν στην δημιουργία του ΣΕΚΕ για να διαγραφούν ως υπερβολικά μετριοπαθείς όταν αυτό μετονομάστηκε σε ΚΚΕ το 1924. Αφού έφυγε ο Βενιζέλος για τη γαλλία, ο Σοφούλης ανέλαβε την ηγεσία του κόμματος των Φιλελευθέρων. Στις εκλογές της 26ης Ιανουαρίου του 1936 το κόμμα του δεν κατάφερε να συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία. Τότε υπέγραψε σύμφωνο με το παλλαϊκό μέτωπο – που ελεγχόταν απο το ΚΚΕ – χάρη στο οποίο εκλέχθηκε πρόεδρος της βουλής (το σύμφωνο αυτό έμεινε στην ιστορία ως “σύμφωνο Σοφούλη-Σκλάβενα” – ο Σκλάβενας ήταν βουλευτής του παλλαϊκού μετώπου και ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ). Αυτό το ΚΚΕ, που 12 χρόνια πριν δεν “αρκούταν” στο δυναμισμό του Μπεναρόγια και του Γιονά προσχωρούσε τώρα σε λυκοφυλία με τις εθνικές δυνάμεις της αντιπολίτευσης των Λαϊκών. Έτσι, αρχικά διέγραψε τους δυο άγρια διωκόμενους αγωνιστές της σοσιαλιστικής και εργατικής χειραφέτησης, κατόπιν συνεργάστηκε με τον διώκτη τους.

Αμέσως μετά την επίσημη αναγγελία της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου 1936, ο Σοφούλης, διατηρώντας για τον εαυτό του το προφίλ του ‘κεντρώου πολιτικού’ που θα ‘θελε να στο μέλλον να αναλάβει την πρωθυπουργία, σε υπόμνημά του πρός τον βασιλιά γεώργιο (δεκέμβριος 1936) αποδεικνύεται δεξιότερος των δεξιών: «Αλλ’ εάν ο κ. Πρωθυπουργός (Ι. Μεταξάς) είχε στοιχεία, πείθοντα αυτόν, ότι ευρισκόμεθα προ ενός πραγματικού κινδύνου ανατροπής του καθεστώτος, είχε όλην την ευχέρειαν να αποτρέψει τον κίνδυνον δια μόνης της κηρύξεως του στρατιωτικού νόμου, παρεχομένης αναντιρρήτως και υπό της εθνικής αντιπροσωπείας της εγκρίσεως αυτής. Και λέγω αναντιρρήτως, διότι κατά τας συνεδριάσεις της συνταγματικής επιτροπής είχε διατυπωθή η γνώμη, ότι συμφέρει να κατοχυρωθή και υπό του Συντάγματος το πολίτευμα της Χώρας διά παντός μέτρου ασφαλείας κατά του κομμουνισμού, τιθεμένου εν ανάγκη εκτός νόμου.» Στη συνέχεια, στα χρόνια της γερμανικής κατοχής ο Σοφούλης διατήρησε επαφή μόνο με την “κυβέρνηση” της μέσης ανατολής (γ.παπανδρέου), δεν παρέλειψε δε να κατηγορεί το ΕΑΜ πως θέλει να εγκαθιδρύσει κομμουνιστική δικτατορία (συμφωνα με τα δικά του λεγόμενα, όπως τα διαβάσαμε παραπάνω, με την φασιστική δικτατορία δεν είχε τέτοιες αντιρρήσεις). Μετά την αποχώρηση των γερμανών, ο Σοφούλης προσπαθεί να παίξει το γνωστό παιχνίδι – ίσες αποστάσεις μεταξύ βασιλοφρόνων και μη – με απώτερο σκοπό να εμπιστευτούν σε αυτόν οι άγγλοι την πρωθυπουργία και όχι στον παπανδρέου που, αν και αντικομμουνιστής κι αυτός, ήταν δηλωμένος αντιβασιλικός. Έτσι, με τη γεφύρωση ή την παράκαμψη αυτού του ενδο-αστικού πολιτικού χάσματος, βάζει υποψηφιότητα εκ νέου ως ο ικανός να ενώσει την ελληνική αστική τάξη. Το Φεβρουάριο του ‘45, στη δίκη των δοσίλογων-ταγματασφαλιτών κατέθεσε τα εξής: “Ούτε πιθανήν εικασία είναι δυνατόν να κάμη τις, ότι οι κατηγορούμενοι είχον δολίαν πρόθεση προς εξυπηρέτησιν ή διευκόλυνσιν του εχθρού όταν ανέλαβον τον σχηματισμόν Κυβερνήσεως, ούτε γνωριζω πράξεις των διευκολυνούσας των εχθρόν. Όλοι τους είναι καλοί πατριώται”, περνώντας τα κατάλληλα μηνύματα. Παρόλα αυτά, τον Ιούλιο του ’47 το ΚΚΕ συνεχίζει να έχει ένα κανάλι επικοινωνίας και συνεργασίας ανοικτό με το πολιτικό «κέντρο» και η ηγεσία του ΕΑΜ κάνει έκκληση στον Σοφούλη να αναλάβει δράση για την αποφυγή του εμφυλίου. Ο Σοφούλης απαντά με ένα σημείωμα για πιθανή συνεργασία του κόμματος των φιλελευθέρων με τον συνασπισμό του ΕΑΜ αλλά βασιλιάς, ακροδεξιοί και αμερικάνοι του το κόβουν μαχαίρι. Στις 4 Σεπτεμβρίου του ’47 τελικά «αναγκάζεται» να κάνει κυβέρνηση συνασπισμου με τους λαϊκούς του τσαλδάρη. Το προσδοκώμενο αποτέλεσμα της συνεργασίας ήταν το κοινό μέτωπο ενάντια στο ΕΑΜ, το προσωπικό του πάση θυσία η ‘εξουσία’. Η ακροδεξιά κυβέρνηση της οποίας γίνεται πρωθυπουργός είναι αυτή που θα κάνει τις θηριωδίες τα επόμενα χρόνια στον εμφύλιο. Πεθαίνει πλήρης εγκληματικών ημερών το 1949. Μολονότι ο Κούσκουρας πέθανε το 1931, οι δυο γιοι του εξακολούθησαν μετεμφυλιακά να εκδίδουν την εφημερίδα του μέχρι τα χρόνια της χούντας, το 1971. Όσο για τους Άλλους; ο Γιονά δολοφονήθηκε στο Άουσβιτς το 1943. Ο Μπεναρόγια επέζησε των στρατοπέδων, παρέμεινε σοσιαλιστής και πέθανε στο Ισραήλ το 1979.

Αυτό είναι ένα σύντομο επεισόδιο της ελληνικής ιστορίας που εκθέτει τα ονόματα δύο στηλοβατών του ελληνικού εθνικού κράτους, δύο οργάνων της ελληνικής αποκιοκρατίας στις ‘νέες χώρες’ αλλά ταυτόχρονα και ένα απόσπασμα από την αντιπαράθεση εθνικής/ταξικής συνείδησης στο οργανωμένο εργατικό κίνημα του μεσοπολέμου, καθώς και το ρόλο του λεγόμενου πολιτικού ‘κέντρου’ σε αυτήν. Μην περιμένετε να δείτε οδούς Γιονά και Μπεναρόγια στη Θεσσαλονίκη. Το αμφιθέατρο του εργατικού κέντρου της πόλης εντελώς υποκριτικά έλαβε το όνομα του Αβραάμ Μπεναρόγια για να τιμήσει τον ιδρυτή του σαλονικιώτικου συνδικαλισμού, απαλείφοντας βολικά την αδιαφορία του Μπεναρόγια για κάθε εθνική συνείδηση και ειδικά την ελληνική. Αντιθέτως, η οδός όπου στεγάζονταν τα γραφεία της «Νέας Αλήθειας» στη Θεσσαλονίκη, σε πάροδο της Τσιμισκή τιμητικά μετονομάστηκε σε οδό Κούσκουρα. Όσο για τον Σοφούλη, πιθανόν λόγω των στρεμμάτων που εξασφάλισε για τους ελληνόφωνους μικρασιάτες πρόσφυγες κατά την τρίμηνη πρωθυπουργία του τη δεκαετία του ’20, η παραλιακή λεωφόρος που οδηγεί σήμερα στην προσφυγική Αρετσού και την Καλαμαριά έλαβε φαρδιά-πλατιά το δικό του όνομα.

Για συμπληρωματικό διάβασμα πάνω στην παραπάνω περίοδο, βλέπε:

– ‘Το εκκρεμές της Κρίσης ανάμεσα στο Έθνος και την Τάξη [μέρος β’: Η μεγάλη μάχη της Σαλονίκης]’, εδώ http://terminal119archive.wordpress.com/2012/01/17/nosotrostext/
– και ‘Δεν είναι η βαϊμάρη, δεν είν’ δημοκρατία, είναι μόνο μια… βοθροκοινωνία!’ του Stepanyan TSP, εδώ https://stepanyantsp.espivblogs.net/2012/12/05/einai-mono-mia/

Απρίλιος 2014 (Ημερολόγιο Ρατσισμού)

ΤΟ ΒΗΜΑ

ΑΥΓΗ

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Μάρτιος 2014 (Ημερολόγιο Ρατσισμού)

ΤΟ ΒΗΜΑ

H ΑΥΓΗ

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

 

Οδός Μπαϊρακτάρη (όποιος κι αν ήταν, σκατά στον τάφο του)

Χωμένο ανάμεσα στις κατεχάκη και μεσογείων είναι το δρομάκι που αυτή τη φορά θα μας απασχολήσει. Η οδόςΜπαϊρακτάρη σίγουρα δεν αποτίει μνεία στην ταβέρνα του Μοναστηρακίου αλλά και πάλι μας περισσεύουν δυο Μπαϊρακτάρηδες που είναι και οι δύο “μπουμπούκια” Ο πρώτος ο Δημήτριος (μάλλον ο επικρατέστερος για να γίνει ο εν λόγω δρόμος) ήταν ο πρώτος αστυνομικός διευθυντής της Αθήνας επί Τρικούπη. Ο δεύτερος ο Γεώργιος – συνταγματάρχης στον εμφύλιο, εμπνευστής και ιδρυτής του “αναμορφωτηρίου” της Μακρονήσου, τον τόπο βασανιστηρίων των κομμουνιστών επί εμφυλίου και το μέρος όπου πρότεινε πριν λίγα χρόνια ο Δ. Σαββόπουλος να στέλνονται οι μετανάστες προκειμένου να … καλλιεργούν χωράφια. Σκεφτήκαμε ότι θα μπορούσε να ‘ναι και δικός του ο δρόμος μιας και κοντά στην Κατεχάκη βρίσκεις πολλά ονόματα καραβανάδων σε δρόμους.

Για να μην αφήσουμε κανέναν λοιπόν παραπονεμένο είπαμε να ασχοληθούμε και με τους δυο. Ο Δ. Μπαϊρακτάρης ήταν ο πρώτος αστυνομικός διευθυντής της Αθήνας το 1893. Από την θέση αυτή αξιολόγησε κάποιες από τις μεγαλύτερες απειλές για την δημόσια ασφάλεια των Αθηναίων και πράγματι ήταν τόσο πρωτοποριακός στις μεθόδους του που μνημονεύεται ακόμα από τους σύγχρονους μπάτσους. Έτσι, αν φτιάξουμε μια λίστα κατάταξης με τους μεγαλύτερους … κακοποιούς που τρομοκρατούσαν τους Αθηναίους στα 1894 σύμφωνα με το αστυνομικό δαιμόνιο του Μπαιρακτάρη πρώτοι στην λίστα του ήταν οι κουτσαβάκηδες και οι… γυμνιστές (ναι, καλά διαβάσατε!). Αν διαβάσει κανείς/καμιά τις εφημερίδες της εποχής, άλλο ένα “πρόβλημα” είχε ανακαλυφθεί στο κέντρο των Αθηνών, καθιστώντας την περιοχή “άβατο” και λοιπές γνωστές ατάκες από το σήμερα. Κι όλα αυτά πότε; Μόλις 2-3 χρόνια πριν την πραγμάτωση της αναβίωσης των Ολυμπιακών Αγώνων, εν έτει 1896. Ε, κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να γίνει ανεκτό.

Ο Μπαιρακτάρης έμεινε στην ιστορία για το μένος του εναντίον των κουτσαβάκηδων – αλανιών της εποχής με έφεση στην μικροπαβατικότητα – και των λουόμενων του Φαλήρου που, ελλείψει μαγιό, κάνανε μπάνιο ξεβράκωτοι. Με έναν τρόπο, αυτές οι δύο εμμονές της παιδικής ηλικίας της πρώτης αστυνομίας στην ελλάδα, της αστυφυλακής, της προσδίδουν τον χαρακτήρα μιας αστυνομίας αισθητικής ή αστυνομία μόδας. Στους κουτσαβάκηδες τους ξύριζε το μουστάκι, τους κούρευε τις φράντζες και τους ψαλίδιζε το ένα μανίκι του πανωφοριού τους – το οποίο δεν φορούσαν και άφηναν να κρέμεται. Στους άλλους τώρα, τους “γυμνιστές”, τους έκλεβε τα ρούχα. Στόχος και των δύο ειδών αστυνομικών παρεμβάσεων ήταν ο εξευτελισμός. Κι αν ο Μπαιρακτάρης εξαντλούσε την αυστηρότητα και την αυθαιρεσία του πάνω σε αυτούς που δεν αποτελούσαν καμιά σοβαρή απειλή για την “δημόσια τάξη”, ας φανταστούμε τι έκανε με τους υπόλοιπους ποινικούς ή πολιτικούς.

Ο Γ. Μπαϊρακτάρης τώρα, συνονόματος, ήταν συνταγματάρχης (αλλού αναφέρεται και ταξίαρχος) της περιόδου του εμφυλίου. Ήταν από τους πρωτεργάτες της δημιουργίας της Μακρονήσου – ο ίδιος το καυχιέται ότι ήταν ο εμπνευστής της – και επειδή είχε την πατέντα προσπάθησε τα μέγιστα για την επιτυχία της: της ανανήψεως από του κομμουνισμού. Να πούμε κάπου εδώ πως η Μακρόνησος διαφημιζόταν (είχαν κυκλοφορήσει ακόμα και φυλλάδια) σαν η στοργικότερη δράση του κράτους για την σωτηρία των πλανεμένων και “ασθενούντων” ελλήνων, εν είδει Καθαρτηρίου. Η αλήθεια, βέβαια, για το κολαστήριο της Μακρονήσου μας είναι λίγο πολυ γνωστή, αλλά, όπως όλα τα οργανωμένα μακρόβια εγκλήματα, έχει κι αυτό τις περιόδους έξαρσης της βίας. Αξίζει να πούμε για μία μόνον απ’ αυτές όπου ο Γ. Μπαϊρακτάρης έδειξε την κλάση του.


Το πρωί της Κυριακής 29 Φεβρουαρίου του 1948, 4.500 φυλακισμένοι συγκεντρώθηκαν στο προσκλητήριο – όπως πάντα στους λόχους είχαν μείνει μόνο οι άρρωστοι. Την συγκεκριμένη μέρα, όμως, είχε επιλεγεί το βασανιστήριο της διαπόμπευσης των αρρώστων. Οι αλφαμήτες τους έβγαλαν στο προαύλιο μπροστά στους υπόλοιπους σέρνοντας και κτυπώντας τους προκλητικά, ένα … ‘παιχνίδι’ που ήθελε να δοκιμάσει τα αισθήματα του φόβου και της αλληλεγγύης. Οι συγκεντρωμένοι άρχισαν να διαμαρτύρονται και οι δεσμοφύλακες είχαν την αφορμή που περίμεναν. Ο λόχος ασφαλείας που ήταν ακροβολισμένος άρχισε να πυροβολεί στο ψαχνό. Το στρατόπεδο έγινε κόλαση. Οι νεκροί και οι τραυματίες έπεφταν σωρό και κανείς δεν ξέρει τον ακριβή αριθμό τους. Το υπόλοιπο της μέρας πέρασε για τους φυλακισμένους μέσα στην οργή, το πένθος και την αγωνία. Το πρωί της επομένης στις ακτές του Α’ τάγματος εμφανίστηκε ένα περιπολικό του πολεμικού ναυτικού. Πάνω σε αυτό ο Γ. Μπαϊρακτάρης εκφώνησε λιτά την φάση εκκίνησης της ολοκλήρωση της σφαγής: «Στρατιώται, σας μιλεί ο συνταγματάρχης Μπαϊρακτάρης! Συλλάβατε και απομονώσατε τους δολοφόνους που δημιούργησαν τα χθεσινά γεγονότα! Αποδοκιμάσατε τους αρχηγούς σας και συγκεντρωθείτε εις τον 7ον λόχον». Ανελέητο πυρ από στεριά και αυτή τη φορά και από την θάλασσα. Κάποιες πηγές αναφέρουν γύρω στους 300 νεκρούς. Για την ωμή σφαγή ο Μπαϊρακτάρης οδήγησε αθώους στο εδώλιο με την κατηγορία της “στάσης”, οι οποίοι και εκτελέσθηκαν. Όσο για τον ίδιο, για την σφαγή του 1948 παρασημοφορήθηκε. Αυτά ήταν κάποια από τα έργα και τις ημέρες του Γεώργιου Μπαϊρακτάρη. Είναι πιθανόν αυτό το γαμημένο παράσημο να κρέμεται ακόμα σε κάποιο κάδρο, να το τρώει η σκόνη σε καμιά βιτρίνα, κι είναι ακόμα πιο πιθανό οι απόγονοι, τα παιδιά του ή τα εγγόνια να θυμούνται με μια γλυκιά ανάμνηση κι άλλες λεπτομέρειες από την πολυτάραχη σταδιοδρομία του παππού.

Για την εμφάνιση των φασιστών της χρυσής αυγής στο Χαλάνδρι (ή αλλιώς εθνικισμός ante portas)

unnamed

Το Σάββατο 15 Φλεβάρη στις 11πμ έκαναν την εμφάνισή τους στην πλατεία χαλανδρίου αρκετοί φασίστες της χρυσής αυγής μέσω μιας στρατιωτικού τύπου παρέλασης-πορείας. Πέταξαν τα τρικάκια τους, μοίρασαν την άθλια εφημερίδα τους καθώς και μερικές ανακοινώσεις ενάντια στο σύ.ριζ.α. και υπέρ των εκτελεσθέντων στο ν. ηράκλειο φασιστών. Η κινητοποίηση των αντιφασιστών και των αντιφασιστριών ήταν όσο αμεσότερη γινόταν: τα τρικάκια, οι εφημερίδες και τα κείμενα του οργανωμένου φασιστικού όχλου κατέληξαν στους κάδους σκουπιδιών της περιοχής. Επιπλέον, υπήρξε απάντηση σε επίπεδο δρόμου καθώς οι αντιφασίστριες/αντιφασίστες πραγματοποίησαν πορεία στο κέντρο του χαλανδρίου δηλώνοντας ότι δεν θα μείνουν αναπάντητες οι δημόσιες “παρεμβάσεις” των φασιστών.

Για μια γενεαλογία του ελληνικού έθνους και του φασισμού του

Με αφορμή την εμφάνιση του φασιστικού συρφετού η οποία εντάσσεται στην προεκλογική τους καμπάνια για τις ευρωεκλογές καθώς και τις δημοτικές εκλογές μπορεί κάποια, κατά τη γνώμη μας, να προσεγγίσει με δύο τρόπους την τωρινή συνθήκη. Ο ένας αφορά στα υλικά συμφέροντα1 που επιδιώκει να υπερασπιστεί η χ.α.· στη λειτουργία, δηλαδή, που επιτελεί η οργανωμένη μορφή του φασισμού στα πλαίσια της κρίσης της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Από την άποψη αυτή, το χαλάνδρι δεν συνιστά κάποια πρωτοτυπία: το άγχος των μικροϊδιοκτητών/μικροαφεντικών αναφορικά με την απώλεια των προνομίων που απολάμβαναν σε βάρος άλλων κοινωνικών ομάδων [κυρίως των μεταναστ(ρι)ών αλλά και των ντόπιων εργατών] αποτελεί πρόσφορο έδαφος για να βαθύνουν οι ήδη προϋπάρχουσες σχέσεις εκμετάλλευσης και να ενταθούν οι κοινωνικοί αποκλεισμοί. Ο δεύτερος τρόπος αφορά στο περιεχόμενο των σημασιών που παράγονται κοινωνικά: αντισημιτικές συνωμοσιολογίες, ομοφοβικοί και τρανσφοβικοί ξυλοδαρμοί, κραυγές (που συνοδεύονται από ξύλο) ενάντια στους μετανάστες και τις μετανάστριες, ένταση της ενδοοικογενειακής βίας, εθνικό πένθος για την “εθνική” κρίση. Κρίνουμε ότι το περιεχόμενο των αποκλεισμών που υπερασπίζονται οι ρατσιστές, οι ομοφοβικοί, οι εθνο-λαϊκοί, οι μισογύνηδες, τα αφεντικά, οι αντισημίτες, οι αντι-ρομά «απλοί κάτοικοι» είναι αυτό στο οποίο πρέπει να απαντήσουμε. Ακριβώς επειδή αυτό το περιεχόμενο δίνει νόημα στις πράξεις τους· αυτά τα στοιχεία τους συνέχουν ως κοινότητα και ως όχλο.

Τα έθνη είναι φαντασιακές κοινότητες που στηρίζονται στη βία και τους αποκλεισμούς των “άλλων”. Παράλληλα, δημιουργούν ζωές που αξίζει να βιωθούν με εθνικό τρόπο. Στα έθνη οι έμφυλες και ετεροσεξουαλικές ταυτότητες έχουν τα προνόμια που τους αξίζουν (όσο και) επειδή αναπαράγουν και προστατεύουν την εθνική κοινότητα. Επιπλέον, τα έθνη (επιδιώκουν να) δημιουργούν μια ενιαία ιστορία διηνεκή και αρραγή: φτιάχνουν ένα υποκείμενο, ένα εθνικό σώμα, μια εθνική ιδέα, ένα εθνικό συμφέρον. Με τον τρόπο αυτό, τα έθνη συνδέονται οργανικά με τη δημιουργία του κράτους, δηλαδή μιας πολιτικής κοινότητας που συγκροτείται ως αποκλειστικός τρόπος διαχείρισης των ζωών των υποκειμένων. Χωρίς, όμως, να περιστέλλονται μόνο στην επιδίωξη αυτή. Όπως είναι φανερό, σύμφωνα με την αντίληψη που διατυπώνουμε, τα έθνη δεν συγκροτούνται μόνο κατασταλτικά αλλά και επιθυμητικά/παραγωγικά ενώ αποτελούν κοινότητες που συναρθρώνουν τις σχέσεις εξουσίας του έθνους, του φύλου, της κοινωνικής τάξης, της φυλής, της ηλικίας, της σωματικής ρώμης/υγείας κλπ.

Συγκεκριμένα, το ελληνικό έθνος έχει κατασκευαστεί αρθρώνοντας νοήματα που αφορούν στην ομοιογένεια των υποκειμένων που το απαρτίζουν. Μια ομοιογένεια-εθνικός μύθος που κατασκευάζεται μέσω μιας φυλετικά καθαρής κοινότητας (βιολογική συγγένεια των “σύγχρονων” με τους “αρχαίους” έλληνες, βλ. το αίμα του περικλή) καθώς και μέσω ενός ιστορικά συνεχούς παρελθόντος (“αρχαία” ελληνική γλώσσα από την οποία κατάγονται τα “νέα” ελληνικά), επιβάλλοντας στο παρελθόν τις (εθνικές) επιδιώξεις. Η κατασκευή ενός ομοιογενούς λαού περνά μέσα από τις εκκαθαρίσεις των εθνικά “άλλων” (π.χ. Εβραίοι, Μακεδόνες), την κατάργηση των γλωσσών τους (π.χ. μακεδονική γλώσσα) και τη θεσμισμένη λήθη αναφορικά με τις κρατικές κινήσεις εξόντωσης και διαχείρισης τους (βλ. Πομάκοι, Ρομά).

Την ίδια στιγμή, τα έμφυλα προνόμια των ετεροσεξουαλικών ελλήνων συνίστανται στο να θεωρούνται οι προστάτες της οικογένειας (ως της μικρής εκείνης μονάδας που αναπαράγει το έθνος). Οι γυναίκες αξιολογούνται ως ικανές να φέρουν τον τίτλο «ελληνίδα» στο βαθμό που αποτελούν την αναπαραγωγική μήτρα του έθνους· όταν, δηλαδή, κάνουν πολλά παιδιά ώστε να τα προσφέρουν στην «ανάπτυξη και προαγωγή της πατρίδας». Αναδεικνύεται, έτσι, η κεντρικότητα της οικογένειας και της αναπαραγωγικής σεξουαλικότητας ως ενός λόγου που πειθαρχεί τα σώματα, τις επιθυμίες και τις συλλογικές τους ταυτότητες. Αυτός είναι και ο λόγος εξάλλου για τον οποίο προβάλλεται τόσο πολύ η μετανάστευση ως πρόβλημα για την ελλάδα· επειδή οι μετανάστες και οι μετανάστριες είναι ένας «συνεχώς αυξανόμενος πληθυσμός που έρχεται από τις ανατολικές χώρες και απειλεί με αλλοίωση τον εθνικά ομοιογενή ελληνικό λαό». Με τον τρόπο αυτό επανέρχεται στο προσκήνιο το άγχος της επιτέλεσης της κανονιστικής γυναικείας σεξουαλικότητας –υπενθυμίζοντας το καθήκον των γυναικών ως ελληνίδων.

Στις εθνικές αφηγήσεις έχει ενταχθεί και η ταξική πάλη όχι ως μια αντίθεση στην καπιταλιστική σχέση εκμετάλλευσης αλλά ως παράγοντας εθνικής ανάπτυξης και εξάρτησης (ή ανεξαρτησίας). Στη δημιουργία του υποκειμένου «ελληνικός λαός» κατοπτρίζεται μια συνάρθρωση της εργατικής τάξης και της εθνικότητας με ξεκάθαρη κυριαρχία της ελληνικής εθνικής ταυτότητας. Έτσι, οι μετανάστες και οι μετανάστριες αποκλείονται, οι αγώνες τους απονοηματοδοτούνται και απαξιώνονται. Από την άλλη μεριά, μέσα από το πρόσφατο παράδειγμα των αγώνων ενάντια στο μνημόνιο, βλέπουμε πως η ατομική ανέλιξη ήταν και είναι στοιχείο συγκρότησης του ελληνικού λαού, ο οποίος νοηματοδοτεί την αντίσταση πρωτίστως με όρους εθνικής μη εξάρτησης. Μια εμφανιζόμενη εξάρτηση που πριμοδοτεί και ενισχύει τους αντισημιτικούς μύθους (βλ. φετιχισμός του χρήματος και σύνδεση του με του Εβραίους)· ενώ στα ίδια πλαίσια κατασκευάζονται ως εχθροί οι γερμανοί. Εξ ου και η πριμοδότηση των συνωμοσιολογιών που ανθούν σε όλα τα ταξικά στρώματα.

Χαλάνδρι city

Η πορεία-παρέλαση των φασιστών της χ.α. και η αντιφασιστική απάντηση που ακολούθησε επανέφερε κάποια ερωτήματα στο φως. Ποια είναι η κατάσταση –αναφορικά με το ρατσισμό– στο χαλάνδρι;2 Πού και πώς δημιουργείται το κοινωνικό ή/και θεσμικό πάτημα ώστε ο λόγος και οι πρακτικές τους να βρίσκουν εύφορο έδαφος; Δύο παραδείγματα είναι ενδεικτικά της σύνδεσης που υπάρχει ανάμεσα στην εθνικιστική, σεξιστική και ομοφοβική τοπική κοινωνία του χαλανδρίου και τις αντίστοιχες βιοπολιτικές επιδιώξεις του ελληνικού κράτους: σε πρώτο βαθμό η επιτροπή κατοίκων χαλανδρίου (μια ρατσιστοεπιτροπή που δημιουργήθηκε με αίτημα να φύγουν οι Ρομά από τον καταυλισμό στην περιοχή του νομισματοκοπείου) την οποία σιγοντάρει ο δήμος χαλανδρίου, ενώ σε δεύτερο επίπεδο ο αλυτρωτικός σύλλογος “Ρίζες” στη γειτονιά του συνοικισμού (πολιτιστικός σύλλογος μικρασιατών στον οποίο καλλιεργούνται αντιλήψεις εθνικοαπελευθερωτικές) μέσω των σχέσεων που αναπτύσσονται ανάμεσα στους κατοίκους της τοπικής κοινότητας.

Πιο συγκεκριμένα, η επιτροπή κατοίκων χαλανδρίου εμφανίζεται ως η από-τα-κάτω οργανωτική απάντηση στις επιδιώξεις των κατοίκων του κάτω χαλανδρίου. Και ποιες είναι αυτές; Μα το να διώξουν τον καταυλισμό των 74 οικογενειών Ρομά που ζουν εκεί. Πώς φαίνεται ότι αυτό είναι μια πραγματική κοινωνική ανάγκη και δεν αποτελεί απλή ονείρωξη της εν λόγω επιτροπής; Καταρχάς, από το γεγονός πως τον τελευταίο καιρό υπάρχει μια στοχοποίηση των Ρομά είτε επειδή δήθεν δεν κάνουν εμβόλια στα παιδιά τους είτε επειδή υποτίθεται πως δεν μπορούν να ησυχάσουν τα βράδια (κάνουν φασαρίες κλπ). Εμφανίζεται η επίκληση στη δημόσια υγεία και στον τρόπο ζωής ως έγκληση για πειθάρχηση στη νόρμα των ελλήνων. Ο εντός-εκτός χαλανδρίου καταυλισμός τους είναι η υλικοποίηση του εξοστρακισμού τους ως των μη-καθαρών, ως αυτών που απειλούν την υγεία και την ομοιογένεια του εθνικού (καθαρού) σώματος. Παράλληλα, επιστρατεύονται όλοι οι μύθοι που αφορούν είτε την υποτιθέμενη εγκληματικότητα, είτε την υποτιθέμενη βρωμιά τους. Με ποιο επίδικο; Την εκδίωξη των Ρομά και Ρομνί, κατοίκων χαλανδρίου εδώ και 40 χρόνια, καθώς και την αύξηση της αξίας της ιδιοκτησίας των ελλήνων (μέσω της ένταξης της περιοχής του καταυλισμού στο σχέδιο πόλης). Έτσι, το μάιο του 2013 (με αφορμή την απόφαση της περιφέρειας για “μετεγκατάσταση” των Ρομά/Ρομνί σε ένα χώρο εντός της γειτονιάς του κάτω χαλανδρίου, σε απόσταση 400μ. από τον ήδη υπάρχοντα καταυλισμό) συγκροτήθηκε η επιτροπή κατοίκων χαλανδρίου με σκοπό να μπορέσει να προσβάλει και να ακυρώσει την απόφαση της περιφέρειας της νομαρχίας· σκοπό για τον οποίο χρειαζόταν το ποσό των 11,000€: και φυσικά ποιος θα παρείχε το ποσό παρά οι ρατσιστές έλληνες κάτοικοι του κάτω χαλανδρίου; Έτσι, η ρατσιστοεπιτροπή κάλεσε3 σε εκδήλωση τους μελλοντικούς χρηματοδότες των ενεργειών της. Όταν έγινε παρέμβαση αντιφασιστριών/στών εναντίον του καλέσματος της επιτροπής κατοίκων (καλοκαίρι 2013) οι “απλοί κάτοικοι” έλεγαν: «αυτοί εδώ οι γύφτοι ρίχνουν την αξία των οικοπέδων και των διαμερισμάτων που έχουμε και μένουν ξενοίκιαστα». Ο ρατσισμός, ωστόσο, δεν έγκειται στο ότι θέλουν να ανέβει η αξία ώστε να κονομήσουν περισσότερο, αλλά το μέρος του συλλογισμού που δεν τίθεται υπό διερώτηση. Εκείνο, δηλαδή, που συνδέει το να είσαι Ρομά/Ρομνί με την κατωτερότητά σου. Από πού κι ως πού θεωρείται «οκ» το να λέγεται ότι οι Ρομά «ρίχνουν την αξία» των σπιτιών; Πώς το κάνουν αυτό; Το επιχείρημα είναι κυκλικό: επειδή υποτίθεται ότι κλέβουν κλπ. Είναι η κοινωνική νοηματοδότηση των γειτόνων, που δίνει αξία στη γειτονιά των ρατσιστών. Κανένα κριτήριο δεν (χρειάζεται να) επιστρατεύεται· αντίθετα, ο ρατσισμός που αορατοποιείται χρησιμεύει ως όπλο σημασιοδότησης για την εξομάλυνση και διευκόλυνση της γαιοπροσοδικής αξίας. Την ίδια στιγμή, επιρρίπτεται η ευθύνη για το ρατσισμό στα θύματα (μια τακτική κλασική) χρεώνοντας στις στάσεις και τις συμπεριφορές των Ρομά/Ρομνί τη ρατσιστική αντιμετώπιση των ελλήνων γειτόνων. Η επιδιωκόμενη πρόταση της “φιλόξενης” επιτροπής κατοίκων χαλανδρίου περιγράφεται στην κατακλείδα πρόταση:

«Όλοι οι επίδοξοι κοσμοκράτορες στο παρελθόν “γη και ύδωρ” ζήτησαν απο την Ελλάδα και πήραν “Μολών λαβέ” και Θερμοπύλες. Πήραν “Νενικήκαμεν” και Μαραθώνιους. Τώρα είναι η ώρα να πούμε το δικό μας “Μολών λαβέ”, να φυλάξουμε τις δικές μας Θερμοπύλες.»

Εδώ, οι Ρομά αποτελούν καθαρά έναν κίνδυνο που απειλεί το έθνος. Κατασκευάζονται ως άλλοι Πέρσες που θέλουν να κατακτήσουν την ελληνική γη. Έτσι, σε «εμάς» (δηλαδή, τους έλληνες) δεν μένει παρά να τους πούμε «ελάτε να την πάρετε»4 και να τους αντιμετωπίσουμε. Αυτός είναι ο ιδεολογικός μανδύας του σημερινού ρατσισμού: καταδίωξη των ξένων στη βάση του (ιστορικά συνεκτικού) εθνικού συμφέροντος. Ο πυρήνας του ρατσιστικού μίσους εναντίον των Ρομά/Ρομνί φαίνεται και από κάτι επιπλέον: στην παρέμβαση που έγινε ενάντια στην επιτροπή κατοίκων χρησιμοποιήθηκε το επιχείρημα πως οι φράσεις με τις οποίες τελείωνε το κάλεσμά της είναι ρατσιστικές. Ο ιθύνων νους της ρατσιστομάζωξης αφουγκράστηκε την κριτική μας κι έτσι στο επόμενο κάλεσμα το κείμενο υπήρχε αυτούσιο εκτός από τις δύο αυτές τελευταίες περιόδους λόγου. Αφομοίωσε, δηλαδή, την κριτική στο βαθμό που αφορούσε στη μορφή του κειμένου, αφήνοντας απείραχτη την ουσία: «οι Ρομά είναι πρόβλημα και πρέπει να εκδιωχθούν».

Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ο δήμος του χαλανδρίου, για τον οποίο οι Ρομά και οι Ρομνί που κατοικούν στον καταυλισμό είναι επίσης «δυσεπίλυτο πρόβλημα». Σε έγγραφο5 που δημοσιεύτηκε στις 20/03/2013, τρεις μέρες πριν συγκληθεί η εκδήλωση ενημέρωσης της ρατσιστοεπιτροπής, το γραφείο τύπου του δημάρχου, απευθυνόμενο στο γενικό γραμματέα αποκεντρωμένης διοίκησης αττικής, υποστηρίζει μεταξύ άλλων:

«Ανεξαρτήτως όμως όλων των ανωτέρω, ο Δήμος, επειδή σέβεται και το δικαίωμα των Ρομά της περιοχής μας για καλλίτερες[sic] συνθήκες ζωής, τηρουμένης πάντοτε της νομιμότητας, σας προτείνει σήμερα να αναλάβετε πρωτοβουλία, ώστε οι άνθρωποι αυτοί να φιλοξενηθούν, προσωρινά μεν σε πρώην στρατώνες του Υπουργείου Εθνικής Αμύνης, μη φυλασσόμενους [sic], οι οποίοι, ως γνωστόν, διαθέτουν όλες τις απαραίτητες υποδομές (ύδρευση, αποχέτευση, ηλεκτροδότηση κλπ) […]»

Σε αυτό το απόσπασμα λόγου βλέπουμε πως ο θεσμικός ρατσισμός κινείται παράλληλα με τον κοινωνικό προκειμένου να καλύψει την ανάγκη της εθνικής καθαρότητας του πόπολου. Πρώτα πρώτα, και για να μην τους χαρακτηρίσουν «ρατσιστές» μας λένε ότι ενδιαφέρονται για τους Ρομά: τους επιτρέπουν, λοιπόν, να πάνε σε στρατόπεδο σε οποιοδήποτε σημείο της ελληνικής επικράτειας το οποίο ούτε θα φυλάσσεται ούτε θα του λείπουν οι υποδομές. Να, λοιπόν, μια πρόταση που μπορεί να αξιοποιηθεί και για όλους τους “ξένους” αυτού του τόπου: στρατόπεδα-κατοικίες… Τι μας θυμίζει, άραγε, τι μας θυμίζει…

Η περίπτωση του πολιτιστικού συλλόγου μικρασιατών «Ρίζες» είναι λιγότερο κραυγαλέα. Οι δράσεις του συλλόγου, ο οποίος εδρεύει σε μια γειτονιά που ονομάζεται «συνοικισμός», περιλαμβάνουν από παραδοσιακούς χορούς μέχρι διαμαρτυρίες για τις τουρκικές τηλεοπτικές σειρές6. Μέσα από τις τοπικές συνοικιακές σχέσεις που έχουν αναπτυχθεί και με τη δήθεν αθώα ενασχόληση με ζητήματα της ιστορίας του ξεριζωμού των μικρασιατών καλλιεργούνται συστηματικά εθνικιστικές αντιλήψεις (οι οποίες –περισσότερο από ό,τι στην περίπτωση της επιτροπής κατοίκων χαλανδρίου– εκφέρονται από τους πατριώτες ακόμη και ενάντια στη μέθοδο της χ.α.)7 που αναφέρονται σε αλησμόνητες πατρίδες που τις θέλουν/θέλουμε πίσω, στο χαμένο μεγαλείο των προγόνων τους κλπ. Ως κοινό στοιχείο που ενώνει τους κατοίκους εμφανίζεται η ελληνική εθνική ταυτότητα. Η ελληνική σημαία στο logo του συλλόγου, η ανάγνωση των προσφύγων ως ελλήνων υπό διωγμό, η λήθη αναφορικά με τον κοινωνικό ρατσισμό που βίωσαν οι άντρες πρόσφυγες ως «τουρκόσποροι» και με το σεξισμό που στιγμάτισε τις γυναίκες πρόσφυγες ως «παστρικές», σε συνδυασμό με το θεσμικό ρατσισμό του ελληνικού κράτους που από διώκτης μετατράπηκε σε πατέρα, έχουν θρέψει σε μεγάλο βαθμό εθνικιστικά αισθήματα στα υποκείμενα που δραστηριοποιούνται στο σύλλογο αυτό. Έτσι, στις τάξεις τους υπάρχουν νεαροί που έχουν χτυπήσει μετανάστη κατά τη διάρκεια παρέλασης ενώ επιδίδονται και σε «δηλώσεις» μέσω ρατσιστικών συνθημάτων σε τοίχους της γειτονιάς (τίποτε από τα οποία δεν έχει μείνει αναπάντητο).

Τώρα, το πρόβλημα εμφανίζεται όταν αυτοί οι τύποι επιδιώκουν να κάνουν «πολιτική», ερχόμενοι σε επαφή με τα υποκείμενα που δραστηριοποιούνται σε διάφορες κινηματικές διαδικασίες που λειτουργούν στο χαλάνδρι. Εκεί, λοιπόν, αυτό που παρατηρείται είναι η επιδίωξη διαμεσολάβησης ώστε να μην διαταραχθούν οι υπάρχουσες ισορροπίες: έτσι, σε εκδηλώσεις που διαφημίστηκαν από τη φασιστοφυλλάδα «στόχος» έγιναν επικλήσεις στην ειρηνική συνύπαρξη «με τους αναρχικούς». Κι αυτά όχι με φόντο κάποιες «κακές προθέσεις», απλά εξυπηρετήσεις και διατήρηση ενός προφίλ. Αρκετά υποκείμενα –που μπορεί να μην σχετίζονται απαραίτητα με τα πεπραγμένα του συλλόγου– αλλά συνιστούν φορείς των ίδιων αντιλήψεων βρήκαν πάτημα στις κινητοποιήσεις των «αγανακτισμένων», και την χαλανδρέικη εκδοχή τους, ώστε να εκφραστούν ενάντια στους «γερμανούς» οι οποίοι προσεταιρίζονται τα ελληνικά συμφέροντα. Οι προσπάθειες αυτές αποτελούν ξεκάθαρα εχθρικές κινήσεις επανανοηματοδότησης της σημαίας και του «εθνικού αυτοπροσδιορισμού» ως αντιστασιακού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα των εθνικιστικών αναπαραστάσεων που τους συνέχουν αποτελεί το κείμενο με το οποίο καλούσαν σε μποϊκοτάρισμα των τουρκικών τηλεοπτικών σειρών:

«Σ’ αυτήν την πολιτική αλλά ΟΧΙ κομματική εκδήλωσή μας οι Σύλλογοι και οι Σύνδεσμοι θα παραστούν με τα λάβαρά τους, όσοι εκ των συμμετεχόντων επιθυμούν μπορούν να φέρουν Ελληνικές Σημαίες, ενώ ΔΕΝ επιτρέπεται η συμμετοχή ΟΛΩΝ ανεξαιρέτως των πολιτικών κομμάτων, η με οποιονδήποτε τρόπο εκπροσώπησή τους, καθώς και η παρουσία και προβολή κομματικών συμβόλων.»

Το στοιχείο που κάνει την κίνησή τους πολιτική είναι ο εθνικός προσδιορισμός. Το ανέμισμα ελληνικών κουρελόπανων (τα οποία αναγράφονται με κεφαλαία γράμματα) και η συσπείρωση χωρίς διαφορές γύρω από έναν εθνικό σκοπό αρκούν για να συμμετάσχει κάποιος στην εκδήλωση αυτή. Η εθνικοποίηση της αντίστασης8 πετυχαίνει ακριβώς αυτό: να μυστικοποιήσει όλες τις σχέσεις εξουσίας, όλες τις ιεραρχίες και τη βία που ενυπάρχει σε αυτές. Επιδιώκει να κάνει αόρατες όλες τις διαφορές, άρα και όλους τους κοινωνικούς ανταγωνισμούς, και να μας βάλει όλους να υπερασπιστούμε το έθνος σε βάρος όλων των άλλων μορφών υποκειμενοποίησης· για την ακρίβεια, εντάσσοντας τες σε μια οικονομία του έθνους. Το γεγονός πως η κοινωνικοποίησή μας ως ελλήνων και ελληνίδων παρουσιάζει ως φυσική ανάγκη την αντιπαράθεση με τον «προαιώνιο εθνικό εχθρό» διευκολύνει την απουσία αμφισβήτησης και κριτικής της εθνικής κοινότητας.

Η ανάγκη για ριζοσπαστικό ανθελληνικό αντιφασισμό

Γιατί μπορεί να φυλακίζονται μέλη της χ.α. αλλά ο εθνικισμός να προελαύνει; Πέρασαν πέντε μήνες από τότε που το κράτος αποφάσισε να εμφανιστεί ως “αντιναζιστικό”. Εκμεταλλευόμενο την επικέντρωση των αντιφασιστ(ρι)ών στη χ.α., παρουσίασε τον εαυτό του ως τον ύψιστο προστάτη της ελληνικής κοινωνίας από τις ακρότητες (εισάγοντας τον παραλληλισμό ανάμεσα στους φασίστες και σε ό, τι βρίσκεται πέραν της θεσμικής αριστεράς, μέσω της φετιχοποίησης της βίας και “ξεχνώντας” τους θεσμούς που έχουν το μονοπώλιο της τελευταίας) ενώ την ίδια στιγμή είναι εκείνο που εφαρμόζει ολοένα και σκληρότερες πολιτικές ενάντια σε ό,τι θεωρείται «εθνικός εχθρός». Παράλληλα, η χ.α. θεωρήθηκε ένας κεραυνός εν αιθρία, μια τομή στη δημόσια ζωή του ελληνικού κοινωνικού σώματος. Σαν να μην υπάρχει παρελθόν και ιστορία, δηλαδή…

Η άσκηση διώξεων σε χρυσαυγίτες και η προφυλάκιση μέρους του ηγετικού πυρήνα τους δημιούργησε σε πολλούς την ψευδαίσθηση ότι κάπως έτσι θα ξεμπερδέψουμε με το φασισμό. Η επικέντρωση στη συνεργασία των μπάτσων με τους φασίστες στο δρόμο, η κυριαρχία της αφήγησης πως ο (οργανωμένος) φασισμός είναι (μόνο ή/και κυρίως) μηχανισμός του κράτους καθώς και η αντίληψη πως η χ.α. είναι ο φασισμός συνετέλεσαν τα μέγιστα στο «μούδιασμα» απέναντι στο πραγματικό και υλικό πλήγμα που υπέστη η οργάνωση χ.α. από το κράτος. Ένα πλήγμα, όμως, το οποίο συνοδευόταν αφενός από μια εκστρατεία ενάντια στους εθνικά Άλλους (διώξεις και βιοπολιτική διαχείριση των πληθυσμών Ρομά, καθημερινή συνέχιση του Ξένιου Δία με συνεχείς συλλήψεις μεταναστών, θεσμική επικύρωση των δολοφονιών μεταναστών στο αιγαίο μέσω της δικαιολόγησης των λιμενόμπατσων στο φαρμακονήσι κ.α.)9 αφετέρου από μια συνεχιζόμενη υποστήριξη ενός κομματιού του ελληνικού όχλου στη χ.α. Με τον τρόπο αυτό, καθίσταται φανερό ότι για την άσκηση ανταγωνιστικής πολιτικής χρειάζεται να ξεφύγουμε από την αμεσότητα του σύγχρονου ελληνικού φασισμού· χρειάζεται να στραφούμε στην κανονική κοινωνική συνθήκη που επικρατεί ώστε να διακρίνουμε τις διαδικασίες συγκρότησής του.

Στις κινητοποιήσεις που έχουν10 λάβει χώρα στο χαλάνδρι τα τελευταία χρόνια έχουν εμφανιστεί δείγματα γραφής για το φάσμα των κινηματικών απόψεων που παίζουν. Καταρχάς, υπάρχει η “αδυναμία” των αριστερών να δουν την εθνική συγκρότηση της τοπικής κοινωνίας ως πρόβλημα: η προσήλωσή τους στο δήμο-ως-θεσμικό-όργανο, η επιδίωξή τους να «κατακτήσουν» το κράτος που τους οδηγεί στο να κάνουν κριτική μόνο στην κυβέρνηση και η παραγνώριση του ρατσισμού που εκφράζεται από την τοπική κοινωνία του χαλανδρίου ενάντια στους ξένους της (συγκεκριμένα, στους ρομά) μας κάνουν να θεωρούμε πως καμία συμμαχία δεν μπορεί να χτιστεί προς αυτή την κατεύθυνση. Σε συνδυασμό, δε, με το γεγονός πως επιδιώκεται συνεχώς η διαμεσολάβηση των κινήσεων εναντίωσης στο εθνικιστικό συνεχές, θεωρούμε ότι με τους λόγους αυτούς αναπαράγεται πλήρως η εθνική ομοψυχία: οι ναζί είναι οι κακοί και πρέπει να μπουν όλοι τους στη φυλακή, ο λαός είναι ένας, ενιαίος και καλός και πρέπει να τους ακούσει (=ψηφίσει) ώστε να του κάνουν τη ζωή “καλύτερη”. Οι αριστεροί πρέπει να κατακτήσουν το κράτος (το οποίο ως μηχανισμός είναι ουδέτερος, έχει μια εργαλειακή αξία γι’ αυτούς) για να εφαρμόσουν τις εθνικά φιλολαϊκές πολιτικές τους. Και γι’ αυτό, δεν μπορούν παρά να χρησιμοποιήσουν όσο κόσμο τίθεται πέραν αυτών ειδικά στο κομμάτι του δρόμου. Να πάρουν, δηλαδή, την πολιτική υπεραξία από τη δράση όσων κολλάνε αντικυριαρχικές αφίσες και αυτοκόλλητα, όσων γράφουν αντιφασιστικά συνθήματα στους τοίχους, όσων επιδιώκουν να συνάψουν σχέσεις στις πλατείες διώχνοντας τους ρατσιστές από εκεί, όσων δείχνουν να μην ανέχονται πτυχές του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης που διαμορφώνεται…

Από την άλλη πλευρά, η αδυναμία του κινήματος πέραν της αριστεράς έγκειται στο ότι αδυνατεί να ξεπεράσει το αντιναζιστικό κράτος, άρα και την επικέντρωση στη χ.α., καθώς και στο ότι αποφεύγει να θέσει ζητήματα που κριτικάρουν το περιεχόμενο των κοινωνικών (ανα)παραστάσεων, τις κυρίαρχες κοινωνικές σχέσεις και τις νοηματοδοτήσεις τους. Αντίθετα, τις θεωρεί παράγωγα του κράτους και της κρατικής διαχείρισης υποτιμώντας τες ως επιλογές. Αυτό σημαίνει ότι αντί η επικέντρωση να είναι στο ρατσισμό ως ιστορικά σημασιοδοτημένη δυναμική κοινωνική πρακτική που επιβεβαιώνεται ως κοινωνική σχέση και ως συμφέρον, αναπαράγονται –ακόμη και από αντιεξουσιαστικά στόματα– επιχειρήματα που κεντράρουν είτε στο ρατσιστικό κράτος και μόνο (διαχωρίζοντας απόλυτα το κράτος ως μηχανισμό από την κοινωνία ως ολότητα) είτε στα αφεντικά (λες και ο ελληνικός φασισμός περιλαμβάνει μόνο τους “από πάνω” και δεν υποδεικνύει πρωτίστως τη βαθιά ιεραρχία ανάμεσα σε έλληνες και ξένους και τα προνόμια11 που απορρέουν από αυτή). Από αυτή την άποψη, είναι χρήσιμο να δούμε το φασισμό ως ένα βάθεμα των ήδη κυρίαρχων κοινωνικών σχέσεων εξουσίας12: έλληνες/ξένοι, άντρες/γυναίκες, στρέιτ/λ.ο.α.τ.κ.ι., παραγωγικοί/μη παραγωγικοί. Ένα βάθεμα που δεν εμφανίστηκε το 2012. Ένα βάθεμα με ιστορία και θύματα. Και σε αυτό το σημείο να προτείνουμε –αντιπαραθετικά με τις κυρίαρχες– μια αντιρατσιστική στρατηγική: την ανάγκη να απαντάμε στις επιθέσεις των ρατσιστών υπερασπιζόμενες και υπερασπιζόμενοι τα χαρακτηριστικά εκείνα στα οποία επιτίθενται οι τελευταίοι. Την ανάγκη να στοχοποιούμε τους θύτες των επιθέσεων σε ολόκληρο το ιστορικό και κοινωνικό τους φάσμα (από την αμάρυνθο μέχρι τη μανωλάδα, από το κέντρο της μητρόπολης μέχρι τα κολαστήρια της σάμου και από το μπάτσο στο α.τ. αγίου παντελεήμονα μέχρι τον εστιάτορα στη βέννα). Την ανάγκη να διαβάζουμε την ελληνικότητα πίσω από τις γραμμές της «ενότητας όλων με όλους» και να της επιτεθούμε.

Τον τελευταίο χρόνο, η εμφάνιση της χρυσής αυγής στο προσκήνιο δημιούργησε, σε ολόκληρη την αθηναϊκή μητρόπολη και την αυτοαποκαλούμενη ελλαδική επικράτεια, συνελεύσεις, ομάδες, παρέες και πυρήνες που αποφάσισαν ότι έπρεπε να απαντήσουν όσο και όπως μπορούσαν σε αυτό που φαινόταν ως άνοδος της ακροδεξιάς και του φασισμού. Έτσι, και στις γειτονιές του χαλανδρίου, της αγίας παρασκευής, του αμαρουσίου, του χολαργού συστάθηκαν πυρήνες, συνελεύσεις, αλλά και παρέες δρόμου που θέλησαν και σε αρκετές περιπτώσεις κατάφεραν να απαντήσουν σε διάφορα ζητήματα. Η περίοδος μετασχηματισμού των αντιφασιστικών δομών που ακολούθησε τη δολοφονία του π. φύσσα και –πολύ περισσότερο– τις συλλήψεις ηγετικών στελεχών της χ.α. φέρνει όσες/ους εχθρεύονται το σύγχρονο ελληνικό φασισμό μπροστά σε ένα δίλημμα· βρισκόμαστε στο σημείο εκείνο όπου ή θα ριζοσπαστικοποιήσουμε τον αντιφασισμό μας ή θα επιστρέψουμε σε ό, τι κάναμε πριν, κουβαλώντας την αποτυχία μας να ασκήσουμε κοινωνική κριτική. Ή θα εντάξουμε την εναντίωση και το μίσος για τον εθνικισμό σε όλα τα “πολιτικά ζητήματα” με τα οποία ασχολούμαστε, ή απλά θα αναπαράγουμε την κυριαρχία με άλλο προσωπείο.

ΝΑ ΠΑΤΗΣΟΥΜΕ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΠΤΩΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ

για την άρση των προνομίων

ΥΓ Ένα ευχαριστώ στον Μιχαλάουα Γ. για την έμπνευση και στο Γιάννη Γ. για τη φράση.

1 Η χρήση του όρου υλικά συμφέροντα δεν υποδηλώνει τον κυρίαρχο –ειδικά στις μαρξι(στι)κές αναλύσεις– διαχωρισμό ανάμεσα σε «ύλη» και «πνεύμα» ή, επαγωγικά, αυτόν ανάμεσα σε «βάση» και «εποικοδόμημα». Αντίθετα, επιδιώκεται η υπογράμμιση του γεγονότος πως δεν υπάρχουν συμφέροντα χωρίς νοηματοδοτήσεις ούτε σημασίες χωρίς υλικότητα.

2 Ως επίσημη έκφραση της επιθυμίας των δημοτών του χαλανδρίου για το βάθεμα της άσκησης ρατσιστικών πολιτικών από το ελληνικό κράτος μπορεί κάποια να δει τα αποτελέσματα των τελευταίων βουλευτικών εκλογών (βλ. εδώ: http://www.halandri.gr/appdata/documents/a2012/εκλογές 2012/τελικα 17_6_2012.jpg). Θεωρούμε ότι τα εκλογικά αποτελέσματα δεν αρκούν για τη εξαγωγή πολιτικών συμπερασμάτων –ειδικά στην περίπτωση όπου ερμηνεύονται απονοηματοδοτημένα από τα συμφέροντα που εμπεριέχονται στις ψήφους– διατηρούν, ωστόσο, μια αξία χρήσης καθώς αποτελούν τον κατεστημένο τρόπο εκπροσώπησης.

3 Το κάλεσμα της επιτροπής κατοίκων ξεκινούσε με την εξής φράση: «Πάνω από 30 χρόνια ο καταυλισμός του Νομισματοκοπείου επιβαρύνει[sic] την γειτονιά μας και την γύρω περιοχή. Οι κάτοικοι που μένουν απέναντι του τόσα χρόνια, βιώνουν καθημερινά το δικό τους μαρτύριο.». Μέσα από το διαχωρισμό σε «τσιγγάνους» και «κατοίκους» αναδεικνύεται, κατά τη γνώμη μας, το γεγονός πως οι σύγχρονοι ελληνικοί ρατσιστικοί λόγοι εντάσσουν τους/τις εθνικά “Άλλους/Άλλες” στην κατηγορία του «προβλήματος» στοχεύοντας στη διατήρηση της εθνικής ομοιογένειας. Για το λόγο αυτό, η χρήση των γενικών όρων «κάτοικοι», «κοινωνία», «εμείς», ενώ τους εμφανίζει ως γενικευτικούς, στην πραγματικότητα περιφρουρεί την εθνική κοινότητα.

4 Αυτό που τεχνηέντως «ξεχνάει» να μας πει το κάλεσμα, όπως και όλες οι εθνικές αφηγήσεις, είναι πως στη μάχη των Θερμοπυλών οι σπαρτιάτες (και όχι οι έλληνες) έχασαν και πέθαναν όλοι. Άρα, το κάλεσμα για μάχη έχει ένα προδιαγεγραμμένο τέλος: την ήττα. Αυτή η ήττα, και η ακόλουθη ηρωοποίηση των πεθαμένων είναι η ύψιστη τιμή των εθνικιστών.

5 Εδώ: http://www.halandri.gr/frontoffice/portal.asp?cpage=RESOURCE&cresrc=3741&cnode=202, μπορεί να βρεθεί ολόκληρη η εν λόγω ανακοίνωση.

6 Εδώ το κάλεσμα για την εθνικιστική αυτή κινητοποίηση: http://www.newsbomb.gr/media-agb/story/247097/diamartyria-exo-apo-ton-ant1-gia-ta-toyrkika-sirial. Στους υπογράφοντες συλλόγους που καλούσαν βλέπουμε το Σύλλογο Κωνσταντινουπολιτών[sic] «Ρίζες». Είπαμε, οι άνθρωποι δεν είναι εθνικιστές. Απλά δεν θέλουν να παίζονται τουρκικά σίριαλ στην ελληνική τηλεόραση.

7 Χαρακτηριστική είναι η φράση που ξεστόμισαν γονείς εφήβων που αναπαρήγαγαν εθνικιστικές πρακτικές μετά από ξυλοφόρτωμα ενός εξ αυτών: «Αν δεν μπορείτε να στηρίξετε αυτά που λέτε, τότε μην τα λέτε»… Όπως είναι φανερό, το περιεχόμενο του ρατσισμού ενοχλεί τους συγκεκριμένους μόνο όταν έχει άσχημες σωματικές (υλικά) συνέπειες.

8 Θα γελούσαμε πολύ περισσότερο απ’ ό,τι τώρα με τέτοιου είδους «παρεμβάσεις», αν δεν υπήρχαν τα παραδείγματα του βιβλίου της ιστορίας της έκτης δημοτικού και της ανέγερσης τζαμιού στην αθήνα. Δύο παραδείγματα που αναδεικνύουν τον (επιτυχή) τρόπο που επιχειρείται η αναδιάταξη των εθνικών αφηγήσεων σε συνδυασμό με την επιλογή της μεθόδου των κινητοποιήσεων.

9 Για μια αποδελτίωση τεσσάρων εφημερίδων του καθεστωτικού τύπου που επιβεβαιώνει τους παραπάνω ισχυρισμούς, η αναγνώστρια μπορεί να ανατρέξει στο «Ημερολόγιο Ρατσισμού» της αντιφασιστικής περιοδικής έκδοσης 0151: https://0151.espivblogs.net/category/ημερολογιο-ρατσισμου/

10 Ή ακόμη και σε εκείνες που δεν έχουν λάβει χώρα ακόμη.

11 Αντιγράφουμε από το κείμενο «Κρίση μη ορατή και αλλόκοτη» του qvzine (η έμφαση δική μας): «Λέγοντας «προνόμιο» εννοούμε την παραχώρηση δικαιωμάτων, αγαθών, ευκαιριών σε ορισμένα μόνο άτομα ή κοινωνικές ομάδες με ταυτόχρονο αποκλεισμό των υπολοίπων. Ο αποκλεισμός αυτός πέραν της μη παραχώρησης πλεονεκτημάτων σε κάποιες-ους συνίσταται και στη μη πρόσβασή τους στην ίδια τη διαδικασία που ορίζει αυτόν τον αποκλεισμό. Το προνόμιο είναι «διαφανές», «αόρατο» σε όσους το έχουν, με την έννοια του ότι οι ίδιοι οι προνομιούχοι δεν αναγνωρίζουν καν την μη ύπαρξή του για άλλες/άλλους». Στα πλαίσια της δικής μας πολιτικής αντίληψης, η ανταγωνιστική πολιτική συνίσταται στο να καταδεικνύει το γεγονός πως τα προνόμια αποτελούν αποκρυσταλλώσεις των κοινωνικών ανταγωνισμών και των ιεραρχιών που αποτυπώνονται. Μακράν, δηλαδή, του να αποτελούν προ-νόμια (να τίθενται πριν το νόμο, πριν το πολιτικό), οι παραχωρήσεις αυτές λειτουργούν μυστικοποιητικά: καθιστούν αόρατους τους ανταγωνισμούς και εμφανίζουν ως φυσική τάξη την τρέχουσα ιστορική συνθήκη. Η αποδόμηση αυτών των ελληνικών προνομίων (εθνικών και έμφυλων) και του τρόπου με τον οποίο έχουν συγκροτηθεί συνιστά και έναν από τους στόχους του παρόντος κειμένου.

12 Όπως έχει γράψει ένας σύντροφος: «Ο φασισμός είναι η διαχείριση της εξαθλίωσης με όρους εθνικής αποκλειστικότητας».

Φλεβάρης 2014 (Ημερολόγιο ρατσισμού)

Φλεβάρης 2014 (κατεβάστε το ημερολόγιο ρατσισμού από εδώ)

Ιανουάριος 2014 (Ημερολόγιο Ρατσισμού)

Ιανουάριος 2014

0151 # 1

0151

κατεβάστε το ολόκληρο από εδώ.

ή δείτε τα περιεχόμενα αναλυτικά και κατεβάστε το κάθε κείμενο

Beyond class war …

614657_Untitled-49_3

Ι. Είναι κοινός τόπος, πριν ακόμα την εκλογή των νεοναζί βοθρολυμμάτων στη βουλή, πως κάθε ιεραρχικά και μη-ιεραρχικά, κοινοβουλευτικά και εξωκοινοβουλευτικά αρθρωμένος αριστερός αντιφασισμός στην ελλάδα συνοδεύεται από μια ταξική ανάγνωση της πραγματικότητας, ένας δε απαράβατος όρος της λειτουργίας του αυτής είναι ακριβώς η διαφύλαξη του ταξικού χαρακτήρα τόσο στην ανάλυση όσο και στη δράση.

Παρόλο που το σύνολο των ομάδων και των οργανώσεων που (λένε πως) ασχολούνται με τον αντιφασισμό και αποδέχονται σα βάση της ενασχόλησης τους αυτής μια μαρξιστική προσέγγιση της ιστορίας και της κοινωνίας καταλήγουν να λένε (και να κάνουν!) αρκετά διαφορετικά πράγματα μεταξύ τους, δεν μπορούμε να αποφύγουμε την συσχέτιση τους με βάση και μόνο την πεποίθηση τους πως μια θεωρητική προσέγγιση, όπως αυτή του μαρξισμού, είναι ικανή να παράσχει το έδαφος για μια επαρκή αντιμετώπιση, σε λόγια και πράξεις, του προβλήματος του ελληνικού ρατσισμού και φασισμού. Αυτό είναι και το πρώτο ζήτημα που μας φαίνεται περίεργο μιας και, απ’ όσο εμείς γνωρίζουμε τουλάχιστον, κανένας μαρξισμός δεν «προέβλεψε» το Ολοκαύτωμα και την εξόντωση των Εβραίων (ίσα-ίσα μάλιστα!) και κανένας κομμουνισμός δεν έσωσε τα θύματα από τους θύτες. Εδώ βέβαια εμφανίζεται και η ιδιαιτερότητα της δικής μας ανάλυσης η οποία είναι εμπειρική και πραγματιστική στον προσανατολισμό της, παρά ιδεολογική, μιας και ως σημαντικότερο αξίωμα μας ενσωματώνουμε την υπεράσπιση των θυμάτων των μειονοτήτων έναντι των θυτών.

Ο μαρξισμός δίνει, όμως, από μόνος του ένα τέτοιο ρόλο στους οπαδούς του, δηλαδή δημιουργεί μια σχέση «πίστης», μεταξύ του κήρυκα και του πιστού, εφόσον έχει διαδώσει την αντίληψη πως η βίβλος (σ.σ. το Κεφάλαιο) είναι ΤΟ εργαλείο για την κατανόηση της πραγματικότητας. Και μην ξεχνάμε πως δίπλα στην μαρξιστική ορθοδοξία, την οποία για δεκαετίες ολόκληρες αρμόδιο να εκφράζει ήταν το κατά τόπους κομμουνιστικό κόμμα, ξεφύτρωσαν – σχεδόν σε κάθε δεκαετία του 20ου αιώνα – και οι αιρέσεις, δηλαδή οι μικρο- και μεγαλο-διασπάσεις των Κ.Κ. Ο ανταγωνισμός μεταξύ τους κατεληγε ως ένας άλλοτε διανοητικός κι άλλοτε υλικός ανταγωνισμός γύρω από την σωστή πολιτική ηγεμόνευση πάνω στις έννοιες και τις πρακτικές ενός ριζοσπαστικού μαρξισμού. Έτσι, ένα δεύτερο κοινό στοιχείο μεταξύ των πολλών και διαφορετικών που χρησιμοποιούν τα μαρξιστικά εργαλεία της ταξικής ανάλυσης της πραγματικότητας στον αντιφασισμό τους είναι το γεγονός ότι συμφωνούν στη βάση της με την αντίληψη της ΕΣΣΔ για τον φασισμό, διά στόματος Ντιμιτρόφ, δηλαδή πως ο φασισμός είναι αποτέλεσμα ή μια ακραία φράξια του καπιταλισμού και θα καταρρεύσει μόνον μέσω του αγώνα ενάντια στον καπιταλισμό.

Από ‘κει και πέρα αρχίζουν κι οι διαφοροποιήσεις. Λιγότερο ή περισσότερο αισχρές, λιγότερο ή περισσότερο ειλικρινείς, λιγότερο ή περισσότερο πολιτικάντικες αντιφασιστικές ομάδες ή οργανώσεις με βάση τους την ταξική ανάλυση απλώνονται πάνω στον πολιτικό χάρτη του ελλαδικού αντιφασισμού. Το μυστικό είναι ότι ο βαθμός αισχρότητας, ειλικρίνειας και πολιτικαντισμού τους καθορίζονται και αντανακλώνται συχνά, για μας, πέρα από όποια υλικά συμφέροντα (π.χ. ψήφους ή άλλα παρόμοια), από υποκειμενικές κατά βάση αρετές των στελεχών τους. Έτσι π.χ. ενώ ο Δελαστίκ του κόμματος του ΝΑΡ θα μπορούσε άνετα να είναι αρθρογράφος και της εφημερίδας των νεοναζί βοθρολυμμάτων, μιας και ο μαρξισμός του καταλήγει συχνά στη γνωστή μαρξιστική ασθένεια της συνωμοσιολογίας, υπάρχουν άλλοι που δείχνουν μια αξιοπρεπή στάση, κυρίως σε σχέση με την αντιφασιστική τους δράση.

Αυτό το κείμενο απευθύνεται, λοιπόν, μάλλον στους τελευταίους παρά στους δελαστίκ και συνωμοσιολογίξ, και ίσως και σε άλλο κόσμο που είναι αντιφασίστας αλλά δεν καταλαβαίνει τι ακριβώς δουλειά κάνει μέσα στον αντιφασισμό η ταξική ανάλυση. Ας σημειωθεί μόνον ότι σημειώνουμε τα βασικότερα μας προβλήματα με την λεγόμενη ταξική ανάλυση.

ΙΙ. Η ταξική ανάλυση που διατρέχει, βέβαια, το σώμα όλων των κειμένων, των αναλύσεων και των δραστηριοτήτων πολλών ομάδων αποτελεί την συνολική θεώρηση που υποτίθεται εξηγεί κάθε επιμέρους σχέση εξουσίας, όπως είναι π.χ. κι ο ρατσισμός. Αυτή η αντίληψη τείνει να υπονομεύει όλες τις σχετικά αυτόνομες σχέσεις καταπίεσης ανθρώπου από άνθρωπο (όπως π.χ. τον ρατσισμό) και γυρεύει μια κοινή αιτία και πηγή πίσω απ’ όλα. Σαν αποτέλεσμα των παραπάνω, οι ομάδες αυτές προσπαθούν να εντάξουν τους θύτες και τα θύματα του ρατσισμού στο μαρξιστικό λεξιλόγιο και ανάλυση, συχνά μιλάνε λοιπόν για τους μετανάστες ως εκμεταλλευόμενους, καταπιεζόμενους, εργάτες κτλ δίνοντας τους συλλήβδην ένα όνομα που δεν έχουν επιλέξει οι ίδιοι, ίσως παραγνωρίζοντας το βίωμα τους και, σίγουρα, ψάχνοντας ιδεολογική ή υλική βάση και λόγους για να δικαιολογήσουν την ύπαρξη τόσο του υπάρχοντα ρατσισμού/φασισμού όσο και του αντιφασισμού/αντιρατσισμού τους. Η ταμπέλα “μετανάστης εργάτης”, για παράδειγμα, αποκαλύπτει την “προβολή” κάποιων ελλήνων πάνω στους μετανάστες. Πρώτον, πως στην ελληνική κοινωνία (και στην αριστερά της) δεν αρκεί να είναι κανείς μετανάστης και να υφίσταται καταπίεση ρατσιστική, πρέπει να είναι απαραίτητα εργάτης και να υφίσταται καταπίεση καπιταλιστική. Μόνο έτσι μπορεί να γίνει και αποδεκτός. Δεύτερον, προειδοποιεί τους μετανάστες πως για να χαίρουν της αλληλλεγγυης των ελλήνων αριστερών πρέπει να προσέχουν να μην απωλέσουν την εργατική τους ιδιότητα, μην τυχόν και ειναι μικροπαραβάτες, πόσο μάλλον μικρο-ιδιοκτήτες. Αν οι μετανάστες απωλέσουν την ιδιότητα του εργάτη θα πάψουν να συγκινούν τους έλληνες αλληλέγγυους ή χειρότερα θα πάψουν να φαίνονται χρήσιμοι σαν επαναστατικό υποκείμενο. Έτσι κάποιοι εργατιστές αντιρατσιστές συντάσσονται ακούσια με τα συμφέροντα του κάθε κωλοέλληνα αφεντικού μεταναστών.

Πιο συγκεκριμένα σε σχέση με αυτό το σημείο, η ταξική ανάλυση και η θεώρηση της κοινωνίας/ιστορίας/πολιτικής με κεντρικό άξονα αλήθειας τη σχέση “εργασίας-κεφαλαίου” (δηλαδή, εργατικής τάξης και καπιταλισμού/αφεντικών) προσφέρει στην ταξική ανάλυση μια ολόκληρη κοσμοθεώρηση και φιλοσοφία, πράγμα όμως που φέρει μαζί του τον μόνιμο κίνδυνο αν δεν χωράει όλη η πραγματικότητα στη θεωρία, να χωρέσει με το ζόρι. Το δικό μας θέμα, από την άλλη, δεν είναι ότι “παραγνωρίζουμε” την εργατική πλευρά της καταπίεσης των μεταναστών στην ελλάδα ή λέμε ότι ο οικονομικός/εργατικός παράγοντας είναι λιγότερο σημαντικός από όλα τα υπόλοιπα στοιχεία της καταπίεσης αλλά το ότι οι ομάδες/οργανώσεις αυτές βάσει αυτής της μορφής καταπίεσης θεμελιώνουν έναν τρόπο ανάγνωσης των πραγμάτων συνολικά και έτσι ΟΛΑ καθορίζονται με βάση αυτόν τον κεντρικό για αυτούς άξονα, παραβλέποντας ή υποτιμώντας όσα δεν χωράνε.

Κλασικό θύμα μιας τέτοιας ανάγνωσης είναι, όπως είπαμε, ο ίδιος ο ρατσισμός ο οποίος για τις ομάδες αυτές δεν αποτελεί παρά μια διαίρεση πάνω στο εργατικό σώμα. Έπειτα αναζητώντας ταξική θέση για τους ρατσιστές θύτες, στην ανάλυση τους πολλές απ’ αυτές τις ομάδες ονομάζουν τους ρατσιστές εργάτες ως “μικροαστούς” ενώ τους μη-ρατσιστές εργάτες ως “εργάτες”, εξιδανικεύουν άρα τον όρο “εργάτης”, θεωρώντας τον αυτόχρημα επαναστατικό ή κάτι τέτοιο, έστω κι αν η συντριπτική πλειοψηφία των εργατών στην σημερινή ελλάδα δε νιώθουν έτσι, δηλαδή ούτε κοινότητα ως τάξη νιώθουν ούτε επαναστατικές ιδέες έχουν. Τους μικροαστούς, αντίθετα, τους ταυτίζουν με το κράτος. Επειδή τα υλικά συμφέροντα τους ταυτίζονται με τα κρατικά συμφέροντα. Μια τέτοια ανάλυση ποντάρει τώρα “με την κρίση” στο ότι το κράτος θα αναγκαστεί να πάρει από τους μικροαστικοποιημένους εργάτες αυτά που τους έδωσε την προηγούμενη 20ετία, αυτοί θα προλεταριοποιηθούν βίαια και θα πάρουν μια τζούρα του “πως είναι να είσαι μετανάστης”. Εξού και τα συνθήματα τύπου «μετανάστες θα γίνουν τα παιδιά σας…». Έτσι, όμως, δίνεται μια απόλυτα υλική βάση στον ρατσισμό αλλά και στον ενδεχόμενο αντιφασισμό των όσων θα εκπέσουν των υλικών προνομίων τους στο μέλλον. Έτσι, αφενός παραγνωρίζονται τα ψυχικά προνόμια και απολαύσεις που οι έλληνες κέρδισαν με την ολόψυχη συμμετοχή τους στο έθνος τους και τη σκατοψυχιά τους προς τους μετανάστες. Γιατί ο κάθε Μήτσος που σήκωσε το χέρι του στο πογκρόμ του ‘11 και η κάθε Μαρία που δεν αφήνει το παιδί της να παίζει με «Αλβανάκια» δεν είναι απλώς παραστρατημένοι προλετάριοι αλλά εξευτελίζοντας και ταπεινώνοντας τους Άλλλους ανεβάζουν τον εαυτό τους στο στάτους του εκλεκτού – και μάλιστα αυτό είναι υπεραρκετό αντίβαρο συνειδησιακά απέναντι και στην όποια, αλλά όχι απαραίτητη, υλική τους μιζέρια. Ο αντιφασισμός με τη σειρά του τίθεται ως απόρροια υλικών ανακατατάξεων στο σώμα της ελληνικής κοινωνίας και παραγνωρίζονται, βέβαια, σχεδόν απόλυτα τα συναισθηματικά και τα ηθικά κριτήρια τα οποία είναι βέβαια για εμάς και τα πιο ασφαλή, σταθερά και σίγουρα για να εμπιστευτεί κανείς. Εκεί οφείλεται, εξάλλου, και η ανησυχία που μας προκαλεί η αντίληψη ότι “υποστηρίζουμε τους μετανάστες, ως καταπιεζόμενους δηλαδή, γιατί υποστηρίζουμε έτσι και τον εαυτό μας”. Γιατί εκεί εμφιλοχωρεί δίκαια η υποψία ότι αν π.χ. κάποιοι μετανάστες απέφευγαν τον ταξικό πάτο της ελληνικής κοινωνίας ή, ακόμη χειρότερα, γίνονταν “αφεντικά”, θα κέρδιζαν την εχθρότητα από πλευράς των … μαρξιστών συντρόφων μας. Ενώ για εμάς, το να ανέβει κανείς κοινωνικά/ταξικά σκαλοπάτια (π.χ. γινόμενος «αφεντικό» ή «μικροαστός») όχι μόνο δεν σημαίνει ότι θα πάψει να είναι εν δυνάμει θήραμα ρατσιστών – γιατί ακριβώς ο ρατσισμός δεν είναι ζήτημα τάξης αλλά ζήτημα ρατσισμού – αλλά και είναι ευχή μας να ξεφύγουν οι μετανάστες από αυτόν τον ταξικό πάτο και να πραγματώσουν τα όνειρα για τα οποία πρωτοξεκίνησαν όταν ήρθαν στην ελλάδα.

Ένα άλλο ζήτημα που θα έπρεπε επίσης να απομακρύνει την ανάλυση και αντιμετώπιση του ρατσισμού μακριά από αντι-καπιταλιστικές και αντι-κρατικές θεωρίες είναι ότι ο ρατσισμός δεν είναι μονάχα επίτευγμα θεσμικό, του κράτους. Εξίσου συμπαγής και οργανωμένος θα μπορούσε να ονομαστεί ο καθημερινός κοινωνικός ρατσισμός (π.χ. στα λεωφορεία και αλλού) – και μάλιστα πιο συντεταγμένος από το κράτος μιας και κανείς δεν πληρώνει τους ρατσιστές των λεωφορείων για να λένε αυτά που λένε αλλά και κανείς δεν τους βάζει να προσυνεννοηθούν και παρόλα αυτά μοιάζουν να συνεννοούνται πλήρως, απόλυτα και αρμονικά όταν συγκροτείται ένας εύκαιρος όχλος που θέλει να στοχοποιήσει έναν μετανάστη.

Φυσικά, όπως διαφωνούμε στην ταξική ανάγνωση του “προβλήματος” του ρατσισμού, λογικό είναι να διαφωνούμε και στην ταξική λύση που προτείνεται. Όπου π.χ. κρίνεται πως χρειάζεται πολιτική οργάνωση για την εργατική τάξη για την αντιμετώπιση του φασισμού, για εμάς αρκεί η απλή ηγεμονία των μεταναστευτικών μαζών και μόνον με την παρουσία τους. Π.χ. μέσα στο λεωφορείο και πάλι, όταν πλειοψηφούν οι μετανάστες, τα ρατσιστικά σχόλια σταματάνε. Για τον απλό και καθόλου θεωρητικό λόγο ότι οι ρατσιστές φοβούνται να τα ξεστομίσουν. Με άλλα λόγια εκεί που οι μαρξιστικές/ταξικές αντιφασιστικές ομάδες και οργανώσεις βλέπουν τις παρέες και συμμορίες Αλβανών πιτσιρικάδων ως το πρόπλασμα του μελλοντικού ταξικού κινήματος ή άλλες φορές ως «την αλβανική μαφία», εμείς βλέπουμε την πρώτη γραμμή συσπείρωσης/ αυτοοργάνωσης των μεταναστών – ήδη υπαρκτή (!) και ευτυχώς, όχι μέσω της ελληνικής αριστεράς και αναρχίας – έτοιμη να σηκώσει κεφάλι σε ρατσιστικούς τσαμπουκάδες από ελληνάκια σε δρόμους, πλατείες και σχολεία.

Αυτά τα παραδείγματα είναι απλές περιπτώσεις διαφοροποίησης ανάμεσα σε μια συνολική θεώρηση που γυρεύει την ανάλυση κοινωνίας, ιστορίας και κράτους με κεντρικό παράγοντα την εργατική τάξη και μια εμπειρική αντιφασιστική θεώρηση στο “εδώ και τώρα”.

Αντίστοιχα, ένα άλλο παράδειγμα, είναι το βλέμμα που υιοθετεί ο καθένας μας γύρω από τους θύτες. Ενώ οι μαρξιστικές/ταξικές ομάδες καταναλώνουν ώρες και ώρες να αποδείξουν πως π.χ. οι φασίστες δεν είναι αντι-συστημικοί αλλά μάλλον παρα-κρατικοί, το ερώτημα που προκύπτει σε εμάς είναι το εξής: ποιος ο λόγος της διαφοροποίησης της χρυσής αυγής από άλλες ελληνικές πολιτικές δυνάμεις-κόμματα αφού κι αυτές έχουν τέτοιο (δηλαδή παρακρατικό) χαρακτήρα; Έτσι, βλέπουμε ότι για άλλη μια φορά υποκρύπτεται, παραγνωρίζεται ή υποτιμάται ο πράγματι ιδιαίτερος χαρακτήρας της χρυσής αυγής ο οποίος δεν είναι άλλος από το νεοναζιστικό!

Ένα δεύτερο σημείο διαφωνίας με τις αντιλήψεις αυτές έχει να κάνει με τον τρόπο που αντιλαμβάνονται τον ρόλο και την λειτουργία του ελληνικού κράτους. Κάποιες ομάδες λειτουργούν με βάση αφηρημένες περιγραφές του κράτους, δανεισμένες από αναρχικά γραπτά του προηγούμενου αιώνα ή άλλες, μην έχοντας συγκεκριμένη άποψη για το θέμα, θεωρούν το κράτος είτε παντοδύναμο είτε έτοιμο να πέσει σαν τραπουλόχαρτο, λόγω κάποιων υποτιθέμενων ταξικών αγώνων, με την τελευταία άποψη να πλειοψηφεί φυσικά. Οι πρώτοι μέσα στο πλαίσιο της περιγραφής του κράτους και της κοινωνίας ως ενός μεγάλου χάσματος, χάνουν από τις εκτιμήσεις τους τους πολύπλοκους ή άλλοτε ξεκάθαρους τρόπους που τα δύο αυτά ‘σώματα’ (κράτος και κοινωνία) διαπλέκονται ή αλληλοστηρίζονται. Για τους δεύτερους η σκέψη τους είναι απόρροια της αντίληψης του ελληνικού κράτους, ή όποιου κράτους στην τελική, ως ΕΝΟΣ ατόμου, έναν πανίσχυρο και τα πάντα πληρών μηχανισμό που δουλεύει σαν καλοκουρδισμένο ρολόϊ. Ενώ στους τελευταίους κυριαρχεί και η πιο επιφανειακή και ματαιόδοξη οπτική μιας και αντιλαμβάνονται το ελληνικό κράτος όπως το αντιλαμβάνονται τα ελληνικά ΜΜΕ, δηλαδή σαν ένα προβληματικό μπακάλικο που με ένα φου θα πέσει λόγω των ταξικών ορδών. Όλες αυτές οι αναλύσεις παρόλα αυτά χρεώνουν τον ρατσισμό στα δημιουργήματα του κράτους και μ’ αυτό τον τρόπο υποτιμούν την κοινωνική σχέση του ρατσισμού, τόσο υπονομεύοντας τα μεταναστευτικά βιώματα όσο και ‘αθωώνοντας’ τους ρατσιστές αυτής της κοινωνίας, ως παρασυρμένα προβατάκια της κρατικής προπαγάνδας.

Συνοψίζοντας τις δύο αυτές κριτικές μας παρατηρήσεις γύρω από το πως γίνεται αντιληπτός ο ρατσισμος, ο φασισμός, ο αντιφασισμός αλλά και το ελληνικό κράτος στο πλαίσιο της ανάλυσης των περισσότερων, αν όχι ολων, των ομάδων με μαρξιστικό-ταξικο πολιτικό προσανατολισμό, καταλήγουμε στην έκθεση τριών βασικών διαφωνιων μας: α) τον οικονομισμό-κρατικισμό της ανάλυσης (Όλες οι κινήσεις και τα κίνητρα του φασισμού είναι οργανωμένα οικονομικά και κρατικά), β) τον εργατισμό της ανάλυσης (Όλοι, θύτες και θύματα του ρατσισμού και του φασισμού, είναι υποταγμένοι σε ιδεολογικά/υλικά συμφέροντα σχετικά με την εργασία η οποία αποτελεί την αλήθεια της κοινωνίας) και, τέλος, γ) τον αποκλεισμό του υποκειμένου από την ανάλυση («Όταν τα αφεντικά λένε “μουσουλμάνοι”, εννοούν “εργάτες”», έλεγε μια αφίσα παλιότερα αλλά εδώ εννοούμε και τον γενικότερο αποκλεισμό του λόγου περί προνομίων και ψυχικής/ιδεολογικής απόλαυσης του ρατσισμού).

Η πρακτική “στηρίζουμε τους μετανάστες γιατί είναι εργάτες” (σαν και μας βρε!) δεν είναι η μόνη θετική διατύπωση που μπορεί να σκεφτεί καμία προκειμένου να μη γουστάρει φασίστες. Κάποιοι από μας φυσικά είναι εκ των πραγμάτων (χωρίς μπλε ταυτότητα) εξ αρχής στην αντιπέρα όχθη, αλλά και για τις υπόλοιπες που δεν ισχύει το ίδιο δε χρειάζεται ούτε να διερευνούμε πόσο εργάτης (ή φεμινιστής ή ο,τιδήποτε) είναι ο κάθε μετανάστης για να τον “πάρουμε με το μέρος μας”, ούτε να οικειοποιηθούμε ταυτότητες (βλέπε “είμαστε όλοι μετανάστες”) φοβούμενοι οτι ύστερα “θα ρθούνε και για μας” όπως λέει το αγαπημένο ρητό. Πράγματι, μπορεί να ρθούνε (και έρχονται) και για μας αλλά και να μην ίσχυε ως δυνητική απειλή, δε γουστάρουμε εξαρχής. Με αυτή την έννοια ακόμα κι αν προσωπική αφετηρία για την αντιφασιστική δράση κάποιων από μας υπήρξε μια εμπειρία othering, είτε ως πούστηδες, είτε ώς γυναίκες σε ένα βασίλειο αναρχικής ματσίλας κ.ο.κ., σε καμία περίπτωση δε βλέπουμε τον αντιφασισμό μας ως κάτι που περνάει από αυτό το προσωπικό πρίσμα για να μας ταυτίσει με τα θύματα του ρατσισμού, καθημερινού και μη, στην παραπάνω λογική του «είμαστε και μεις (κάπως) μετανάστες». Αντίθετα, αντιλαμβανόμαστε και λατρεύουμε να μισούμε το ρατσισμό ως αυτό που είναι. Για να τον δούμε ως τέτοιο ανοίγουμε μάτια, αυτιά, ψάχνουμε αυτά που δεν ειπώνονται και ακούμε φωνές που δεν ακούγονται τόσο δυνατά όσο οι ρατσιστικές (βλέπε για παράδειγμα τον πρόσφατο κύκλο αυτομόρφωσης της ομάδας για τον αντισημιτισμό), στο τέλος τέλος μαθαίνουμε κιόλας η μια στον άλλο πώς να βλέπει από άλλες προοπτικές που δε χρειάζονται την προσωπική οικειοποίηση ή ταύτιση για να ξενερώσουν και να μισήσουν ανθελληνικά.

AntifaNegative – για περισσότερα κείμενα και νέα μας
antifangt.espivblogs.net, αυστηρώς ακατάλληλο για έλληνες!