IF DON’T MEAN A THING, IF YOU AIN’T GOT THAT SWIN!

Swing. Ειναι η νεα μόδα που έχει συνεπάρει πολλούς “ψαγμένους“ νέους και νέες. Αυτή η hipsterικη αναβίωση ενός μεσοπολεμικού μουσικού είδους μετρά πάνω απο 10 ομάδες σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη που σκοπό έχουν να κάνουν μόδα το swing στη σημερινή πραγματικότητα. Διάλεξαν το swing γιατί, λένε, είναι ένας . Ειναι η νεα μόδα που έχει συνεπάρει πολλούς “ψαγμένους” swi χορός ιδανικός για διασκέδαση και γνωριμίες – αφού χορέυεται με ζευγάρια. Ο εύθυμος ρυθμός του τους βοηθά να καταπολεμήσουν την μιζέρια της οικονομικής κρίσης που κινδυνεύει να τους ρίξει σε κατάθλιψη. Κάποιες και κάποιοι από αυτούς θέλουν να δώσουν και αυτό το κοινωνικοπολιτικό άρωμα στην ετεροχρονισμένη μόδα που προτείνουν. Κάνουν μια συσχέτιση της εποχής που το swing υπήρξε στην Αμερική: της ύφεσης του ‘30 και της σημερινής ελλάδας της κρίσης. Εξού και ένα απο τα σλόγκαν που έχουν χρησιμοποιήσει ήταν: “χορέυοντας ενάντια στην κρίση”.

Σε ότι αφορά την ιδέα του χορού ενάντια στην κρίση δεν έχω να πω και πολλά. Ισως που θυμίζει λίγο την παροιμία “νηστικό αρκούδι δεν χορέυει”. Αυτό όμως που αξίζει να μας απασχολήσει είναι η διάθεση σύγκρισης της ελλάδας του σήμερα με την Αμερική του ‘20 και του ‘30. Ειδικα όταν αυτή η σύγκριση γίνεται με γνώμονα την οικονομία. Το γεγονός ύφεση τότε εκεί – κρίση τώρα εδώ μάλλον δεν είναι αρκετό. Η οικονομική δυσπραγία μπορεί έτσι ξεκάρφωτη να παρομοιάσει και την Ιρλανδία με την Αϊτή κλπ κλπ. Με την οικονομίστικη ηγεμονία στο μυαλό δεν θα καταφέρουμε να πάμε μακριά. Αν δούμε λίγο πιο προσεκτικά την κοινωνική πραγματικοτητα εκεί τότε και εδώ τώρα θα βρούμε λιγότερες ομοιότητες και περισσότερες διαφορές. Η κουλτούρα της πολυπολιτισμικής Αμερικής του ‘30 και της ελλάδας των “γηγενών” ελλήνων του 2013 (σαν εθνική αφήγηση και οχι σαν πραγματικότητα) μοιάζει απάντρευτη. Παρόλα αυτά μπορεί και να υπάρχουν κάποιες ομοιότητες. Ας αφήσουν τα ντοπια swing kids, τα οικονομίστικα που μπερδέυουν και ας δούν την μεγαλύτερη εικόνα της εποχης του ‘30 (άλλωστε το swing και η jazz που τους ενδιαφέρει ειναι κοινωνική κατασκευή και οχι οικονομική).

Το swing γεννήθηκε σε μια χώρα μεταναστών και απελεύθερων σκλάβων και πήρε λόγο ύπαρξης και νόημα απο τις κουλτούρες αυτών των “κάτω” κοινωνικών στρώματων. Ενώ στην ελληνική του αναβίωση εξυπηρετεί μια trendy μεσοαστική ελληνική νεολαία Αν λοιπόν θέλουμε να αναβιώσουμε το swing στο αστικό τοπίο της ελλάδας θα πρέπει να δούμε το αστικό τοπίο της Αμερικής του ‘20 λίγο πιό προσεκτικά. Το swing γεννήθηκε σε εναν κόσμο λευκού πουριτανισμού και ριζωμένου ρατσισμού (αυτό δεν μας θυμίζει ελλάδα;) και ήρθε σε αντιπαράθεση όχι με την φτώχεια και την ύφεση αλλα με τον ρατσισμό και τον ναζισμό (και απ’ αυτά τα δυό έχουμε). Έτσι, ίσως μπορεί να γίνει μια σύγκριση με την ελληνική μας πραγματικότητα.

Θα δούμε παρα κάτω, λοιπόν, κάποια λίγα για το πώς το swing αποτέλεσε το πάντρεμα τόσο πολλών και διαφορετικών πολιτισμικών καταβολών στην Αμερική και πώς αυτη η ιδιότητά του το έκανε τοσο ελκυστικό στους αντιρατσιστές και γενικά στους προοδευτικούς της Αμερικής και της Ευρώπης και συγχρόνως τόσο μισητό στους ναζί.

 

Η ΑΡΧΗ: ΑΦΡΙΚΗ-ΑΜΕΡΙΚΗ

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Τα blues γεννιούνται μέσα στα αγροτικά κάτεργα του αμερικάνικου νότου.Οι σκλάβοι τραγουδούν για την νοσταλγία της Αφρικής και για την μαρτυρική καθημερινότητα τους κάτω απο τον ζυγό των λευκών. Τους στίχους αυτών των τραγουδιών συνοδέυει μια μουσική πρωτόγνωρη για τα ευρωπαϊκά στάνταρ της εποχής. Για πρώτη φορά στην μουσική ο ρυθμός γίνεται σημαντικότερος της μελωδίας και αυτή η επανάσταση στη φόρμα καθορίζει στην ουσία την γέννηση της σύγχρονης μουσικής (ο μουσικός πολιτισμός του εικοστού αιώνα είναι μια προσφορά της Αφρικής).Ο βασιλιάς ρυθμός πλέον διαμορφώνει όλα τα μουσικά ακούσματα. Ετσι οι “άτονοι” εκκλησιαστικοί ύμνοι μετατρέπονται απο τους αφροαμερικάνους σε ζωηρά (και ρυθμικά) gospel και μετά απο αυτό σειρά έχει η jazz. Εδω ακόμα και χωρίς στίχους υπάρχει η δυνατότητα κρατώντας ενα ρυθμό “τέμπο” ένα ή και περισσότερα όργανα να αυτοχεδιάσουν, στην ουσία δηλαδή να τραγουδήσουν σε ελέυθερη φόρμα (“καμιά νότα δεν είναι λάθος”- Μiles Davis).

Ας έρθουμε τώρα στο swing, το οποίο είναι είδος της πρώιμης jazz της Νέας Ορλεάνης, που συμπεριέλαβε στον ρυθμό του όποια μουσική κουλτούρα έφερνε ο κάθε μετανάστης απο τον τόπο καταγωγής του. Το swing είναι η δημιουργική ζήλεια των λευκών για την μουσική των μάυρων. Στον ρυθμό του χωράνε και επαναδιαμορφώνονται όλα τα μουσικά είδη, το γαλλικό φόλκ, οι πόλκες, το γερμανικό leed,η αμερικάνικη και ιρλανδική φόλκ,η τσιγγάνικη μουσική και φυσικά τα εβραικά κλέσμερ και γίντις τραγούδια (τα οποία αποτελούν απο μόνα τους ενα μπουκέτο αμέτρητων ήχων της μέσης ανατολής, των βαλκανίων, της Ρωσίας και της κεντρικής ευρώπης). Με λίγα λόγια το swing δεν είναι ενα είδος μουσικής, είναι ένας τρόπος να παίζεται η μουσική. Για να καταφέρει ενας λευκός να παίξει swing τότε, εκτός απο την δεξιοτεχνική του κλάση, έπρεπε να κάνει, ακόμα και ακούσια, μια πολιτική παραδοχή: να παραδεχτεί το μεγαλείο της μάυρης τέχνης (και ψυχής) και να ξεπεράσει την όποια ρατσιστική προκατάληψη περί πολιτισμικής καθαρότητας. Να βάλει την μουσική πάνω απο την ρατσιστική προκαταληψη. Όσο καλύτερα το έκανε αυτό τόσο καλύτερα θα μπορούσε να σουινγκάρει. Όταν κάποια λευκή κυρία ρώτησε τον Louis Armstrong: “Μα κύριε Armstrong τι είναι τελικά το swing;” εκείνος της απάντησε: “κυρία μου αν ρωτάτε δεν θα μάθετε ποτέ”. Το swing στην Aμερική δεν πολιτικοποιήθηκε ποτέ καθ’εαυτό, αυτό που συνέβη ήταν ότι εμπορικοποιήθηκε, για την ακρίβεια κατέκτησε την αμερικάνικη αγορά του θεάματος. Οι λευκοί “έκλεψαν” την μουσική των μαύρων και την έβαλαν στα λαμπρότερα σαλόνια τους, έντυσαν με αυτή τα ακριβότερα μιούζικαλ του Hollywood. Με αυτόν τον ανορθόδοξο, ίσως, για μαρξιστές τρόπο, η αφροαμερικάνικη κουλτούρα αναγνωρίστηκε μέσω του καπιταλισμού απο τους λευκούς σαν ξεχωριστή και σημαντική αλλά κυρίως ως ελκυστική. Πέτυχε έτσι μια πρώτη μικρή πολιτική νίκη. Oι πολυπληθείς swing ορχήστρες είχαν άλλες λευκό και άλλες μαύρο αρχιμουσικό (π.χ. Count Beasie, Lionel Hampton: μαυροι, Αrtie Sahaw, Glen Miller λευκοι) και οι συνεργασίες μαύρων και λευκών σουίνγκερς έγιναν συχνές (ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Jimmy Dorsey, λευκός μουσικός με δική του μπάντα που συνεργάστηκε σαν σολίστας στην μπαντα του Duke Ellington). Το swing παρόλα αυτά ήταν μουσική για την διασκέδαση κυρίως των λευκών, μιας και δεδομένης της οικονομικής ανισότητας κατά των μάυρων οι λευκοί κυρίως αποτελούσαν το αγοραστικό της κοινό. Μέρος, όμως, αυτού του κοινού των λευκών εξελίχθηκε στην γενιά μπίτνικ που είχε σαφείς αντιρατσιστικές αναφορές και αργότερα των “παιδιών” τους στην δεκαετία του ‘60 που συνάρθρωσαν το κίνημα των λευκών αντιρατσιστών που έδρασαν αλληλλέγυοι στους μαύρους ακτιβιστές ενάντια στις φυλετικές διακρίσεις. Σε αυτούς τους λευκούς αντιρατσιστές η jazz (μαζι με την folk) αποτελούσε κάτι σαν κινηματικό ύμνο. Συμπερασματικά, η συμβολή της jazz και του swing στην υπόθεση τον μαύρων στην Αμερική μέχρι τα μέσα του ‘50 ( την περιοδο του swing) λειτούργησε μάλλον εξευμενιστικά για την εικόνα που οι λευκοί είχαν για τους μαύρους παρά επαναστατικά για τους ίδιους τους μαύρους. Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, οι μαύροι μουσικοί, όλο και πιο συνειδητοποιημένοι, εκαναν διαδοχικές προσπάθειες να ξεφεύγουν ενα βήμα πιο μπροστά στην μουσική τους όταν οι λευκοί που τους ακολουλουθούσαν τους έφταναν. Έτσι η μαύρη μουσική πέρασε στα τέλη του ‘50 απο το swing στο be bop και, οταν οι λευκοί άρχισαν να καταλαβαίνουν και να ακολουθούν και αυτό το (πιο afro) μουσικό είδος, μεταπήδησε στο hard bop. Εδώ οι μαύροι μουσικοί hard bopers έχουν πλήρη πολιτική συνείδηση αυτού που κάνουν αφού δημιουργούν ενα μουσικό είδος αντιεμπορικό. Καθορίζουν, για πρώτη φορά οι ίδιοι, το κοινό που απευθύνονται, που δεν είναι πια η pop μάζα αλλά οι μαύροι συνειδητοποιημένοι και περήφανοι για το χρώμα και την καταγωγή τους (δηλαδή ούτε όλοι οι μαύροι λόγω καταγωγής αλλά μόνο αυτοί οι που δηλώνουν περήφανοι για αυτήν) και οι λευκοί πολιτικοποιημένοι αντιρατσιστές.

 

Η ΕΥΡΩΠΗ

Στην ευρώπη η jazz έρχεται με το swing. Από τα τέλη του ‘20, οι αμερικάνικες big bands ολο και συχνότερα περνούν τον Ατλαντικό και περιοδέυουν στην Αγγλια και στην Γαλλία κυρίως, αλλά και στην ιταλία και στη γερμανία. Ετσι δημιουργείται μια νέα αγορά για το swing. Κάποιοι αμερικάνοι σουίνγκερς, μάλιστα, μετακομίζουν στην ευρώπη (Cole Porter) και δημιουργούν μια μόνιμη “σχολή” swing μουσικής που δεν αργεί να παράγει ευρωπακές μπάντες (στην Αγγλία δημιουργείται μια μεγάλη swing σκηνή στην οποία οι μαύροι άγγλοι μουσικοί έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο: Leslie Thompson, Dink Johnson). Αν για τους λευκούς αμερικάνους μουσικούς οι μαύροι σουίνγκερς ήταν ιδανικοί δάσκαλοι, για τους ευρωπαίους μοντέρνους μουσικούς αποτελούν γκουρού. Οι πρώτοι ευρωπαίοι σουίνγκερς (Jango Reinhardt, Hans Rehmstedt, Paul Abraham) δεν είναι άλλοι απο τους κοσμοπολίτες τσιγγάνους και εβραίους.

Για το ευρωπαϊκό κοινό, που είχε την “παιδεία” της αποικιοκρατικής υπεροψίας, οι μαύροι μουσικοί αποτελούσαν μάλλον ενα εξωτικό φρούτο προς τέρψη του. Αυτο συνέβαινε κυρίως με τους ματσωμένους μεσήλικες που είχαν συνηθίσει να αγοράζουν (ή να κλέβουν) ό,τι πιο εξωτικό και οριεντάλ για τις μαγικές αυλές τους. Στην νεολαία όμως το swing κάνει μια μικρή επανάσταση και δημιουργεί ένα παθιασμένο κοινό που διψάει, μετά το τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου και μέσα στην οικονομική ύφεση, για ψυχαγωγία. Αυτο το νεανικό κοινό αγοράζει δίσκους, οργανώνει πάρτυ και διακοσμεί τα δωμάτια του με φωτογραφίες μαύρων, τσιγγάνων και εβραίων “ινδαλμάτων”.

 

ΟΙ ΝΑΖΙ ΚΑΙ ΤΟ SWIGN

 

Στην γερμανία της δεκαετίας του ‘30, με τους ναζί στην εξουσία, στοιχειοθετείται η γλαφυρότερη απόδειξη του πόσο αντιρατσιστική ήταν για τον τόπο και τον χρόνο της η μουσική swing. Στα μεγάλα αστικά κέντρα της γερμανίας, Μόναχο, Φρανκφούρτη, Βερολίνο, η μουσική swing κατακτά μεγάλο μέρος της νεολαίας και δημιουργείται ενα κίνημα που, σε πλήρη αντίθεση με την ναζιστική προπαγάνδα, ζει για το χορό και την διασκέδαση κι όχι για τον εθνικισμό και τον πόλεμο. Κοροϊδεύει ανοιχτά τους ναζί και την νεολαία τους για τον γελοίο μιλιταρισμό τους και την ηδονή της πολεμικής προετοιμασίας και προσμονής που προέτασσαν σαν την ύψιστη ψυχαγωγία. Αντέτειναν σε όλα αυτά την χαρά της διασκέδασης για την διασκέδαση. Ο στίχος ενός γερμανικού swing τραγουδιού είναι κατατοπιστικός:

“Crew-cut and big ears,

This way the HJ (Hitler Youth) was born!

Long hair, tango stepThe HJ can’t keep pace.

O-ho, o-ho!

You can hear it everywhere –

The HJ has got to go!”

 

Τα swing kids δημιουργούν την δική τους αργκό – ο χαιρετισμός των ναζι heil hitler ή zieg heil – παρωδείται σε swing heil – το δικό τους ντύσιμο είναι ατημέλητο με αγγλικές και αφροαμερικάνικες επιρροές και μαλλιά ακούρευτα με τσουλούφια που πέφτουν στο πρόσωπο – σε αντίθεση με το κυρίαρχο πρότυπο του ομοιομορφίας των στολών της ναζιστικής νεολαίας και των στρατιωτικών κοντοκουρεμένων κεφαλιών. Τα κορίτσια απορρίπτουν τα ψιλοτάκουνα γοβάκια και τα στενά φορέματα της ευρωπαϊκής αστικής μόδας και τα αντικαθιστούν με φαρδείς ποδόγυρους και χαμηλά παπούτσια ιδανικά για χορό. Τα swing kids προπαγανδίζουν την δική τους άποψη για τη ζωή πέρα απο τα πρότυπα ζωής στρατοπέδου που το καθεστώς επέβαλε σαν την ιδανική παιδεία-προετοιμασία των αυριανών πειθήνιων δολοφόνων. Αυτές οι νεαρές και νεαροί ανυπόταχτοι χαλούσαν τα σχέδιά των ναζί με λίγα λόγια. Τα swingkids αντιπροσώπευαν για τους ναζί την διεφθαρμένη νεολαία απο “ξένες” (αγγλικές) επιρροές που άκουγε και χόρευε την μουσικη της ζούγκλας. Οι ίδιοι οι ναζί τα λένε καλύτερα: “Επικίνδυνες ομάδες για το ράϊχ που αυτοαποκαλούνται swing youth εχουν αναφερθεί σε πολλά σημεία της χώρας. Αυτές οι κλίκες συμπεριφέρονται με ναρκισιστικό εγωισμό (αδιαφορία για το ράϊχ) και απαρτίζουν αντικοινωνικές συμμορίες. […] Αφού απαγορεύτηκαν τα πάρτυ στο Harlem club στη Φρανκφούρτη, αυτά διοργανώνονται σε σπίτια οπου πολλά νεαρά άτομα, κορίτσια είχαν επαναλαμβανόμενες σεξουαλικές επαφές […] Οι λαθεμένες ιδέες τους για την προσωπική ελευθερία […] κατα την άποψη τους η αλληλοβοήθεια ξένων, γερμανών και εβραίων θα βοηθήσει την γερμανία […].”

Τα παιδιά του swing δεν είχαν στο σύνολο τους αντιναζιστική δράση, πέρα απο τον χλευασμό της ναζιστικής κοσμοθεωρίας και την αδιαφορία τους για το ρατσισμό και την ευγονική θεωρία. Στην ουσία κυνηγήθηκαν γιατι χάλαγαν την σούπα της αποδοχής που έχαιραν οι ναζί και οι θεωρίες τους απο όλο και μεγαλύτερο μέρος της γερμανικής κοινωνίας. H ανοχή του ναζιστικού κόμματος στο swing σταδιακα συρρικνώνεται. Το ‘33, με την δημιουργία της ναζιστικής νεολαίας, εξαφανίζονται οι δίσκοι μαύρων και εβραίων καλλιτεχνών από τα ράφια των καταστημάτων. Τον Σεπτέμβριο του ‘35, με τους νόμους της νυρεμβέργης, απαγορεύεται και η συμμετοχή εβραίων και μαύρων μουσικών σε οποιαδήποτε μουσική μπάντα, από την κλασική μουσική μέχρι το swing. Μετά τον Μάρτιο του ‘42 οι εβραίοι μουσικοί στέλνονται στα στρατόπεδα συγκέντρωσης Bergen Belsen, Buchenwald, Sachenhausen και Auschwitz για να δολοφονηθούν. Σε ό,τι αφορά την αμιγή γερμανική νεολαία που ακούει swing, το καθεστώς απαγορεύει το swing ρεπερτόριο από τις δημόσιες σκηνές – έτσι τα πάρτυ πλέον διοργανώνονται κρυφά: σε σπίτια ή στο πίσω μέρος καφενείων. Αυτά μέχρι το ‘44 που οι ναζί εξαπολύουν γενική καταστολή στην swing youth. Τα παιδιά του swing συλλάμβανονται και βασανίζονται. Πολλά στέλνονται σε στρατόπεδα εργασιας για νέους (jugendsdschutzlager). Mέσα στο κλίμα τρομοκρατίας που δημιουργείται πολλά αγόρια και κορίτσια αυτοκτονούν.

Μέχρι την κατάληψη της γερμανίας απο τους συμμάχους τα παιδιά του swing (όσα δεν έχουν αποκηρύξει ή επιστρατευτεί, που είναι και η πλειοψηφία) παραμένουν φυλακισμένα. Ακόμα κι εκεί κάποια εξακολουθούν και γράφουν τραγούδια swing βέβαια.

‘’Bergedorf (μια φυλακή για την “διεφθαρμένη” νεολαία στο Αμβούργο)

is no prison, no Sing Sing,

Bergedorf is the fortress for the Swing,

Bergedorf is a silent Nazi place,

where they send the cultural scene of the old English ‘Hot’!

Αν τέλος υπάρχει μια αναγκαιότητα να ξανασκεφτούμε το swing σήμερα, αυτή δεν ειναι η οικονομική κρίση. Αν θέλουμε να πολεμήσουμε κάτι στο σήμερα με όπλο το swing αυτό ειναι ο ρατσισμος των ελλήνων που πηγάζει απο την φενάκη της πολιτισμικής μοναδικότητάς τους. Το swing αποδεικνύει πως η καλύτερη τέχνη είναι η μπάσταρδη τέχνη. Πως ο καλύτερος τρόπος να παράξει πολιτισμό μια κοινωνία είναι αυτός να ειναι αντιπροσωπευτικός του πολιτισμού των ανθρώπων που ζουν εντός της.

 

 

Σημειώσεις

1. Η πολιτισμική ισοτητα αποτελεσε βήμα κατά του ρατσισμου στην Αμερική (έστω και αν τις περισσότερες φορές παραμένει στους τύπους). Αντίθετα στην ελλάδα δεν έχει γίνει κανένα τέτοιο βήμα (ούτε στους τύπους): ο αντιρατσισμός νοείται σαν την βοήθεια που προσφέρουν οι “πολιτισμένοι” στους “κατώτερούς τους πολιτισμικά” μετανάστες.

2. Εξαίρεση αποτελεί το Μόναχο. Εκεί, παιδιά του swing ήρθαν σε επαφή με την αντιναζιστική ομάδα weiβe rose (white rose), την μόνη αντικαθεστωτική ομάδα που έδρασε στην γερμανία των ναζι, τον σκληρό πυρήνα της οποίας αποτελούσαν έντεκα φοιτητές (η μία ήταν γυναίκα: η Sophie Scholl) και ενας καθηγητής τους στο πανεπιστήμιο του Μονάχου. Τον Φεβρουάριο του ‘43 οι ναζί την “εξουδετέρωσαν” και έξι μέλη της καταδικάστικαν σε θάνατο δια αποκεφαλισμού.

κατεβάσε το κείμενο σε pdf εδώ.

προσπαθώντας να ζήσουμε στα νότια του ελληνικού βούρκου…

Γράφοντας σε αυτό το πρώτο τεύχος του 0151, δυσκολευτήκαμε πολύ να αποφασίσουμε τι να πρωτοπούμε μέσα σε ένα άρθρο. Σε αυτό το τεύχος θα αρκεστούμε λοιπόν σε μια εισαγωγική περιγραφή της μικρής μας επαρχίας. Η ζωή εδώ βλέπεις είναι αβάσταχτη, κάθε μέρα έχουμε να αντιμετωπίσουμε την τοπική κοινωνία, βομβαρδιζόμενοι από την εμετική της προπαγάνδα. Οι σεξιστικές, ρατσιστικές, αντισημιτικές, ομοφοβικές συμπεριφορές, η κουλτούρα του βιασμού, οι χλευασμοί στους διαφορετικούς μέσα σε αυτή την μικρή σκατοκοινωνία της Σκάλας Λακωνίας, η εχθρότητα σε κάθε ξένο σώμα είναι τα κύρια στοιχεία αυτής της καθημερινής ρουτίνας στον λακωνικό βούρκο. Αυτός ήταν και ο λόγος που αποφασίσαμε να δράσουμε όχι μόνο ενάντια σε όλα τα παραπάνω, αλλά και σε τροχιά ευθείας σύγκρουσης με κάθε ιδεολογικό μηχανισμό, ελίτ κάθε απόχρωσης και όσων αναζητούν την συμπάθεια αυτού του όχλου.

Ονομάσαμε αυτήν μας την προσπάθεια αυτόνομη πρωτοβουλία ενάντια στην λήθη και αυτό δεν έγινε διόλου τυχαία. Ενάντια στην λήθη σε μια περιοχή όπως η δική μας, όπου ή συμβουλή του όχλου είναι να το βουλώνεις αποδεχόμενη/ος σιωπηλά τις επιλογές του, φοβούμενη/ ος τις συνέπειες και την κοινωνική απομόνωση, ήταν το πρώτο που μας ήρθε στο μυαλό. Να ταράξουμε αυτόν τον αρρωστημένο ύπνο κραυγάζοντας δυνατά μήπως και μας ακούσει κανείς.

Έτσι λοιπόν μια ανοιξιάτικη μέρα του 2009 αποφασίσαμε να ανοίξουμε ένα κύκλο συζητήσεων για την καταγραφή των κινήσεων του εθνικού κορμού και των διαφόρων πρωτοποριών του, δεξιάς και αριστερής προέλευσης, καθώς και για να αναπτύξουμε μια ποικιλόμορφη σκέψη συνολικά εναντίων του υπάρχοντος. Αφορμή τότε στάθηκε μια επίθεση μεσονυχτίς νεαρών φασιστοειδών σε έναν πρόχειρο καταυλισμό της Πακιστανικής κοινότητας στην Σκάλα Λακωνίας στα τέλη Απριλίου 2009, όπου κάποιοι από εμάς ήρθαμε σε ανοιχτή σύγκρουση και αντιμετωπίσαμε τις προσαγωγές της αστυνομίας. Σύντομα αυτή μας η πρωτοβουλία πήρε χαρακτηριστικά συνέλευσης, επιχειρώντας να αποδομίσουμε τις ρατσιστικές συμπεριφορές και ταυτότητες. Μια ολιγομελή συνέλευση, οριζόντια, ενάντια στο πατριαρχικό μοντέλο της ελληνικής κοινωνίας, χωρίς διαχωρισμούς με βάση το χρώμα, το φύλο, την καταγωγή, τον σεξουαλικό προσανατολισμό, την ηλικία και κάθε άλλου είδους διάκριση.

 

1. ΣΥΝΤΟΜΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΛΑΚΩΝΙΚΗ “ΚΙΝΗΜΑΤΙΚΗ” ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

 

Αν και μας πήρε κάποιο χρόνο να το αντιληφθούμε, με τον καιρό γίναμε και αρκετά αυστηροί με ποιους μιλάμε και συνεργαζόμαστε. Σταματήσαμε να αποζητούμε συμμαχίες. Βλέπεις εδώ στην Λακωνία ο ρατσισμός, ο σεξισμός, ο αντισημιτισμός, η ομοφοβία δεν είναι «προνόμιο» μόνο του οργανωμένου φασισμού, αλλά ολόκληρου του συφερτού, φυσικά και αυτού ελαρ-ιστερής, ελαν-αρχικής προέλευσης. Για μας στο κάτω κάτω, μέσα σε αυτό που κάποιοι ονομάζουν χώρο, νιώσαμε στο απόλυτο, την αβάσταχτη δυσφορία και την μπόχα της ελληνικότητας του. Το ζήσαμε στις πορείες του, στα «αντιφασιστικά» φεστιβάλ του, στα μέτωπα του, στα αγροτικά του μπλόκα, στα στέκια του. Το πρώτα έλληνας και μετά αριστερός δεν ήταν κάποια εξαίρεση αλλά ο κανόνας για την ύπαρξη αυτού του χώρου. Πολλές ήταν οι φορές που ακούσαμε ατάκες από αυτόν τον χώρο του στυλ “είμαι αλληλέγγυος με τους μετανάστες, αλλά οι αλβανοί που είναι στην περιοχή μας είναι παλιοφάρα” ή άλλες ακόμα καλύτερες ατάκες όπως: “οι Πακιστανοί ρε συ βρωμάνε γιατί δεν κάνουν μπάνιο με αποτέλεσμα να κινδυνεύουμε από την ελονοσία”, “οι γύφτοι ρημάζουν σπίτια”, “οι εβραίοι ελέγχουν τον κόσμο και το κράτος του Ισραήλ είναι ναζιστικό”..

Οι πιο διαβασμένοι από αυτούς, κυρίως «τροτσκιστικής» προέλευσης (βλ. περιοδικό ρεσάλτο) επιστρατεύουν και το «μαρξιστικό» οπλοστάσιο για να μας πουν ότι το ασιατικό προλεταριάτο είναι καθυστερημένο σε σχέση με το ευρωπαϊκό, παίρνει τις δουλείες από τον έλληνα εργάτη και γι’ αυτό πρέπει να διατυπώσουμε τα «σωστά» συνθήματα, εναντίον τους. Ακόμα και στις «αντιφασιστικές» τους μαζώξεις οι λιγοστοί μετανάστες παίζουν ένα ρόλο κομπάρσου ή καλύτερα να πούμε τον ρόλο ενός άλλοθι. Είτε καλέστηκαν για να ικανοποιήσουν το στομάχι του έλληνα αριστερού με τις «εξωτικές» γαστρονομικές τους δημιουργίες στην κουζίνα, είτε παρευρισκόμενοι στην γωνία κάποιας αίθουσας σε «συνελεύσεις μεταναστών» φιάσκο.

 

 

Από την «Πατριδοκαπηλία» στους «λαϊκούς ταξικούς αγώνες..»

Άλλοι πάλι από αυτούς έχουν ρίξει βάρος στα δίκια της ελληνικής εργατιάς και του λαού. Στις γενικές απεργίες όπου καλούσαν, μιλούσαν για ταξικούς αγώνες και για τα μνημόνια. Πάντα όμως για τα δικά τους δίκια του «αγώνα», κρατώντας μακρυά από το πολιτικό τους λεξιλόγιο, αυτά των ξένων σωμάτων, των Ρομά, των μεταναστών και όσων αυτή η μικρή κοινωνία αποκαλεί ξένους, εγκληματίες, βρώμικους κλπ. Εκεί δηλαδή που μπορεί κάποια να εντοπίσει την «προχωρημένη» ταξική τους ανάλυση είναι για τα δικαιώματα του έλληνα εργαζομένου, είτε είναι καθηγητής, είτε εφοριακός, είτε μπάτσος ρίχνοντας και λίγο λαϊκό αλατοπίπερο. Δυστυχώς όμως για αυτούς παραμένουν κομπάρσοι σε αυτήν την κακόγουστη κωμωδία όπως και όλοι αυτοί οι αναρχοσυνδικαλιστές σύντροφοι τους. Ο ελληνικός όχλος δεν βλέπει στην ύπαρξη τους, έναν αποτελεσματικό ρυθμιστή προς όφελος των συμφερόντων του.

Στις συζητήσεις και τις προβολές τους εκεί που συχνάζουν, μιλούν συχνά για την «παρακμιακή» αμερικάνικη κουλτούρα και το εβραϊκό λόμπι, για την κατοχή της χώρας τους από τους τραπεζίτες και την ηρωική αντίσταση του «λαού» τους. Πολλές φορές κάνουν ακόμα και σύγκριση της σημερινής ελληνικής «αντίστασης» με τους «εθνικούς ήρωες του 21». Κάπου εκεί αντλούν και τα επιχειρήματα τους «ενάντια» στην χρυσή αυγή. Την κατηγορούν ότι δεν είναι πραγματικά πατριωτική οργάνωση. Κάποιοι από αυτούς γράφουν συγκεκριμένα:

Εκεί ακριβώς πατάνε οι σύγχρονοι ναζί. Στο μίσος και στην ιστορική άγνοια. Από το μίσος τρέφονται και ΜΟΝΟ μίσος έχουν να δώσουνε τα ΠΑΤΡΙΔΟΚΑΠΗΛΑ πολιτικά και κανονικά εγγόνια των ταγματασφαλιτών και των χητών. Όλων αυτών δηλαδή που ΣΥΜΜΑΧΗΣΑΝ με τον χιτλερ και τους ναζί,όταν κάποιοι άλλοι την ίδια στιγμή σήκωναν στις πλάτες τους το βάρος της αντίστασης απέναντι στην ναζιστική κατοχή. Αυτοί είναι οι “ΠΑΤΡΙΩΤΕΣ” της Χ.Α.,οι σύγχρονοι υμνητές του ναζισμού και της φασιστικής βαρβαρότητας.(1)

Το παραπάνω απόσπασμα βρίσκεται σε ένα από τα κείμενα που πετύχαμε στο διαδίκτυο από μια «αντιφασιστική» κίνηση αναρχοαριστερών από την νότια Λακωνία το καλοκαίρι που πέρασε. Κατηγορούν την χρυσή αυγή ότι καπηλεύεται την πατρίδα. Στην ιδεολογική τους ατζέντα διαχωρίζουν τον υγιή πατριωτισμό, από αυτόν της χρυσής αυγής προφανώς, πρώτον για να κρατήσουν αποστάσεις από το πρόβλημα των εθνομηδενιστών και δεύτερον γιατί αποζητούν συμμαχίες με τα πολιτικά σχήματα του ελληνικού όχλου από όπου και οι ίδιοι προέρχονται. Η σύναψη μια συμμαχίας με άλλους επίμαχους μνηστήρες του πατριωτισμού π.χ. με τους καμμένους έλληνες ΑΝΕΛ, την ΝΔ, τα «αριστερά» εθνίκια του ΕΠΑΜ Λακωνίας και τους σταλινικότερους του ΣΥΡΙΖΑ που έχουν παρουσία στην Λακωνία (βλέπε ΚΟΕ) είναι μονόδρομος.

 

 

Αντι-ιμπεριαλισμός, αντισημιτισμός & η αθλιότητα των ελληνικών αριστερών κύκλων

«Poios apo ti skala lakwnias mporei na milisei re kwlozwa???? pou eiste eseis toso kairo pou mporite kai krazetai olo ton kosmo? vlimata. travate sikwste kamia simaia tou israel pou tha milisete seis gia fasismo.»

Χαιρετισμός/σχόλιο έλ-αναρχικού στην ιστοσελίδα της αυτόνομης πρωτοβουλίας ενάντια στην λήθη (Φλεβάρης 2013)

Οι φονιάδες των λαών…
Ο αγώνας για λεύτερη ελλάδα από τα μνημόνια που επινόησαν οι ΔΝΤ αμερικάνο-εβραίοι και Ε.Ε είναι η πυξίδα της πολιτικής αντιστασιακής δράσης του λάκωνα αριστερο-αναρχικού. Παρόλα αυτά συνεχίζει να τον απασχολεί και το Ισραήλ. Πολλοί από τους αναγνώστες αυτού του περιοδικού θα θυμούνται τις «επαναστατικές» επιθέσεις σε βάρος ελλήνων εβραίων, συναγωγών και νεκροταφείων σε άλλες περιοχές του ελληνικού βούρκου. Κάποιες από αυτές είχαν γίνει από τον «χώρο» όπως η επίθεση στην συναγωγή της Λάρισας και του Βόλου το 2009. Ο μόνος λόγος που δεν είχαμε ανάλογες επιθέσεις στην Λακωνία είναι απλός. Το εβραικό στοιχείο εξαφανίστηκε από την περιοχή πολύ πριν καν μαζικοποιηθεί. Γι’ αυτό φρόντισε ένας ήρωας – προστάτης των Σπαρτιατών, ό Όσιος Νίκωνας γνωστός ως σφαγέας των Εβραίων στο χωριό της Αναβρυτής αλλά και ευρύτερα στην Λακωνία.
Αντισημίτης εγώ; ποτέ, έχω φίλους εβραίους…αλλά το Ισραήλ….
(κλασικό επιχείρημα αντισημίτη)
Τέτοιες επιθέσεις από τον χώρο όπως το ‘09 στον Βόλο και την Λάρισα βρήκαν στήριξη/ δικαιολόγηση και στην Λακωνία και από κάποιους από τους «συντρόφους» (βλέπε άτομα που σήμερα βρίσκονται στο ΕΠΑΜ, αλλά και τροτσκιστές, οικολόγικής κατεύθυνσης στην Λακωνία). Η σύγχυση μεταξύ ελληνων εβραίων και Ισραήλ οδήγησε με μαθηματική ακρίβεια σε κάτι τέτοιο. Πολύ περισσότερο τους οδήγησε το μίσος για τον εβραίο που στην φιγούρα του φαντασιώνονται τον καπιταλιστή. Η επαναστατικότητα αυτών των κύκλων στην Λακωνία απαιτεί και την καταστροφή του «ναζιστικού» κράτους του Ισραήλ. Στην θέση του βλέπουν ένα αραβικό κράτος. Ως πρωταγωνιστή αυτής της αντίστασης βλέπουν την χαμάς, το διαμάντι της αντίστασης ενάντια στους Εβραίους σιωνιστές, όπως κάποιοι από αυτούς συνηθίζουν να λένε. Ζητούν δηλαδή ένα νέο ολοκαύτωμα. Τους υπενθυμίζουμε όμως μια θλιβερή για αυτούς πραγματικότητα – ο Ισραηλινός στρατός δεν θα επιτρέψει κάτι τέτοιο.
Σεξιστής εγώ; ποτέ, έχω φίλες φεμινίστριες αλλά ο φενιμισμός……
(κλασικό επιχείρημα σεξιστή)
Η αρρενωπότητα και οι έμφυλες σχέσεις είναι έννοιες άγνωστες για αυτούς. Ο σεξισμός, η αντρίλα, στις συνελεύσεις τους βρίσκουν τόσο χώρο όσο και έξω στα καφενεία και στις προσωπικές τους σχέσεις . Καλύτερα να μην αναφερθούμε στις απόψεις τους για το φύλο, τους «πούστηδες» και τις φεμινίστριες. Όποια/ος μιλάει για αυτές τις μορφές εξουσιαστικών σχέσεων είναι «ρεφορμιστής» δηλαδή θέλει να αποφύγει την συζήτηση για την “επανάσταση” (κλασικό επιχείρημα του αναρχικού κα αριστερού σεξιστή). Οι πολιτικοί χώροι και η οργάνωση τους στην Λακωνία είναι μια αντρική υπόθεση και όποια διαφωνεί σε αυτό σύντομα αντιμετωπίζει τον χλευασμό. Το ίδιο και με οποιοδήποτε άλλον διαφορετικό, αναφερόμενοι και σε συγκεκριμένα παραδείγματα περιπτώσεων που αντιμετώπισαν φίλοι και συντρόφοι μας.
2. “ΟΤΑΝ ΠΕΦΤΕΙ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ”.
 ΤΟ ΠΟΓΚΡΟΜ ΚΑΙ ΤΑ ΚΑΘΑΡΑ ΧΩΡΙΑ
Ερχόμενος κάποιος/α στον μικρο μας επαρχιακό βάλτο, εύκολα μπορεί να καταλάβει την καθημερινότητα της τοπικής κοινωνίας και περι τίνος πρόκειται. Οι επιχειρήσεις σκούπα της αστυνομίας ενάντια σε μετανάστες, Ρομά και άλλους/ες, χέρι χέρι με την χρυσή αυγή, απολαμβάνουν την ανοιχτή στήριξη της λακωνικής κοινωνίας.
Εδώ τα πογκρόμ και οι επιχειρήσεις για καθαρά χωριά από τους ξένους και τους Ρομά γίνονται συχνά πυκνά και μάλιστα με διαδικασίες κινηματικές. Όπως, παραδείγματος χάρη, την περασμένη άνοιξη και καλοκαίρι. Επιτροπές αγανακτισμένων φασιστο-κατοίκων παρέα με την χρυσή αυγή οργάνωσαν συλλαλητήρια ενάντια στις κοινότητες των Ρομά στην περιοχή της Τραπεζοντής και της Σκάλας, με τις ευλογίες και των τοπικών αρχών τον περασμένο Μάρτιο και Ιούλιο(2). Η ελ-αρ και η ελ-αν και σε αυτές τις περιπτώσεις έκαναν πως δεν είδαν. Στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ Λακωνίας κιόλας, σχεδόν την ίδια χρονική συγκυρία το κόμμα οργάνωσε και καμπάνια για την παραβατικότητα με καλεσμένους από το τμήμα ένστολων του κόμματος. Αυτές οι επιχειρήσεις συνεχίζονται μέχρι την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές με αμείωτη ένταση. Η εκκένωση καταυλισμών Ρομά, οι συλλήψεις και οι επιχειρήσεις σκούπα σε μετανάστες λαμβάνουν χώρα καθημερινά. Μόνο τον Οκτώβριο είχαμε πάνω από 860 συλλήψεις στην Πελοπόννησο(3), πολλές από αυτές στην Λακωνία με την πλειοψηφία να είναι μετανάστες και Ρομά. Τα τοπικά ΜΜΕ, σε αυτό τον «αγώνα» για καθαρό κράτος από τους ξένους, έχουν πάρει τον ρόλο του πλυντηρίου και της δικαιολόγησης αυτών των επιχειρήσεων της αστυνομίας, ομολογουμένως με τεράστια επιτυχία.
Στην Λακωνία η πλειοψηφία του μεταναστευτικού ρεύματος τα τελευταία χρόνια προέρχεται από την Ασία, κύρια από το Πακιστάν. Στην Σκάλα Λακωνίας υπάρχει μια γειτονιά που στις μεταξύ μας συζητήσεις την φωνάζουμε Πακιστανική. Τα σπίτια αυτής της γειτονιάς μπήκαν στο στόχαστρο του κράτους των ελλήνων. Το 2010, οι αρχές αποφάσισαν να καταδιώξουν όσους νοίκιαζαν σπίτια σε μετανάστες. Τα σχέδια τους όμως έπεσαν στο κενό. Οι Πακιστανοί μετανάστες πήραν τους δρόμους της πόλης απαιτώντας να γυρίσουν στα σπίτια τους και το κατάφεραν(4). Αυτό το ονομάσαμε τοπική εξέγερση ακριβώς για να τονίσουμε την σημασία της. Αρκετοί από εμάς στηρίξαμε έμπρακτα την κινητοποίηση των μεταναστών και μάλιστα αντιμετωπίσαμε την εχθρότητα των κατοίκων. Οι σχέσεις μας με την Πακιστανική γειτονιά από τότε είναι καθημερινές. Η γλώσσα δεν στάθηκε πάντα εμπόδιο στις μεταξύ μας σχέσεις. Η έμπρακτη αλληλεγγύη, ο σεβασμός και η ανθρώπινη επαφή ήταν κάτι που λείπει σε αυτό το μέρος και για αυτούς, αλλά και για μας.
3. ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ Η ΛΑΚΩΝΙΚΗ ΕΠΑΡΧΙΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΧΡΟΝΟ
Εκεί πίσω στις δεκαετίες του ‘70, ‘80 αλλά και του ‘90, εντοπίζουμε και την οικονομική «ακμή» της μικρής μας πόλης. Η μικρή ιδιοκτησία των προηγούμενων δεκαετιών μεγάλωσε, με φυσικό επόμενο να μεγαλώσει και η γεωργική παραγωγή. Οι εξαγωγές και το εμπόριο πορτοκαλιών, αποφέρει πολλά χρήματα σε ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού. Πολλές υπηρεσίες του κράτους των ελ-λληνων, γραφεία, δημόσιοι υπάλληλοι μεταφέρονται μαζικά στην Σκάλα. Ανοίγουν μέχρι και χρηματιστηριακά γραφεία. Η οικονομική ανάπτυξη έκανε αυτήν την κωμόπολη ένα από τα σημαντικά κέντρα στην Πελοπόννησο. Είναι η εποχή που το πρώτο μεγάλο ρεύμα Αλβανών, Πολωνών, Ουκρανών μεταναστών/μεταναστριών έρχεται στην περιοχή αναζητώντας μια δουλειά στα σκλαβοχώραφα του βούρκου. Δεν βρίσκουμε πολλά λόγια για να περιγράψουμε τι έζησαν εδώ οι μετανάστες όλα αυτά τα χρόνια. Οι περισσότεροι από αυτούς ζούσαν σε καλύβες από τσιμεντόλιθους και σε χαντάκια, ένιωσαν δηλαδή στο πετσί τους και δεν θα ξεχάσουν ποτέ τι σημαίνει ελληνική φιλοξενία. Πολλοί από αυτούς τους μετανάστες και μετανάστριες καταδόθηκαν στην αστυνομία από τα αφεντικά τους που αρνούνταν να τους πληρώσουν τα δεδουλευμένα τους και τις περισσότερες φορές απελάθηκαν.
Αυτήν την περίοδο ακριβώς εντοπίζουμε και την άνθηση της κουλτούρας του βιασμού. Τα σκυλάδικα, ο τζόγος, τα «κωλό-μπαρα» γρήγορα έγιναν κομμάτι αυτής της άθλιας πραγματικότητας, ήρθαν και αυτά με την «ανάπτυξη» για να διασκεδάσουν τον Σκαλιώτη άντρα οικογενειάρχη. Από αυτά τα σύγχρονα κολαστήρια πέρασαν χιλιάδες μετανάστριες από την ανατολική Ευρώπη και την Αφρική. Βιάστηκαν, εξευτιλίστηκαν, απειλήθηκε η ζωή τους. Η κατήχηση των νεαρών αντρών στις παραδοσιακές αξίες της αγίας ελ-ληνικής οικογένειας έγινε όλα αυτά τα χρόνια με συνέπεια (5). Έχουμε υποσχεθεί ότι το επόμενο διάστημα να ασχοληθούμε πολύ περισσότερο με την κουλτούρα του βιασμού και την καταγραφή των βιωμάτων χιλιάδων γυναικών στην Σκάλα και ευρύτερα. Ελπίζουμε ότι κάτι τέτοιο θα μας βρει έτοιμους στο δεύτερο τεύχος του 0151. Όπως και να έχει πολλά αποσπάσματα και ευρήματα αυτής της έρευνας θα δημοσιευτούν στην σελίδα και το ηλεκτρονικό αρχείο της αυτόνομης πρωτοβουλίας ενάντια στην λήθη.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ: 
Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΜΑΣ ΣΕ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟ ΚΑΘΟΛΙΚΟ ΠΟΛΕΜΟ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
Όλοι εμείς που πάνω κάτω σχετιζόμαστε με αυτήν την συλλογικότητα θα συνεχίσουμε να εστιάζουμε σε δύο επίπεδα.
1. Στην συμβολή ενός μαχητικού ανθελληνικού αντιφασιστικού ρεύματος, αναπτύσσοντας δομές τέτοιες που θα διευρύνουν την δράση μας ενάντια στον εθνικό κορμό αλλά και συνολικά ενάντια στο υπάρχον με ό,τι αυτό σημαίνει. Σε καμία των περιπτώσεων δεν ξεχνάμε ή αγνοούμε ότι ο καπιταλισμός είναι ένα σύμπλεγμα πολυδιάστατων σχέσεων και αντιφάσεων, πράγματα που θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε και στο μέλλον.
2. Θεωρούμε κομβικής σημασίας μια κριτική της ιδεολογίας και των κυρίαρχων πολιτικών, κάτι που πιστεύουμε ότι μπορεί να δημιουργήσει ρήγματα και να συγκροτήσει μια μαχητική μειοψηφία στο παρόν.
Όπως και να έχει έλληνες και μη, μετανάστες, τα ξένα σώματα αυτής εδώ της σκατοκοινωνίας είναι οι φυσικοί μας σύμμαχοι σε αυτήν την δύσκολη πορεία. Θα συνεχίσουμε να τους καλούμε – πάντα σεβόμενοι την αυτονομία τους – σε ένα αδιάλλακτο δρόμο σύγκρουσης με οτιδήποτε ελληνικό.
Αυτόνομη πρωτοβουλία ενάντια στην Λήθη / Νοέμβρης 2013
skalalakonias.wordpress.com
Σημειώσεις
1. Κείμενο αντιφασιστών από την νότια Λακωνία http://nisafispartis.wordpress.com/2013/07/23/
2. βλέπε αρχείο της αυτόνομης πρωτοβουλίας ενάντια στην λήθη https://we.riseup.net/apel ενότητα για τους Ρομα
3. 860 συλλήψεις και 3 εξαρθρώσεις σπειρών τον Οκτώβριο στην Πελοπόννησο
http://www.notospress.gr/article.php?id=14490
4. Βίντεο της αυτόνομης πρωτοβουλίας ενάντια στην λήθη από τις διαδηλώσεις της πακιστανικής κοινότητας http://skalalakonias.wordpress.com/2013/08/17/
5. όταν στην Σκάλα πέφτει το σκοτάδι 2 http://skalalakonias.wordpress.com/2013/09/03
κατεβάσε το κείμενο σε pdf εδώ.

Γράμμα σε έναν νεαρό αντισημίτη

Χρησιμοποιησε οπου και οταν ταιριαζει τη λεξη «ολοκαυτωμα». Πχ. ολοκαυτωμα στις εργατικες σχεσεις (για εναν αντεργατικο νομο), ολοκαυτωμα στο ταδε εργοστασιο (για τις απολυσεις εκει), ολοκαυτωμα στο δημοσιο (για την μειωση μισθων), ολοκαυτωμα στις συνταξεις (για τις περικοπες), ολοκαυτωμα στα μμμ (για την αυξηση των εισιτηριων) κλπ, για να αναφερουμε μερικα μονο απο την πληθωρα καταλληλων παραδειγματων. Οταν μαλιστα μπαινει αυτη η λεξη στον τιτλο του κειμενου σου, αυτο γινεται πιο βαρβατο. Οσο για το αν ο αναγνωστης αρχιζει να καταλαβαινει οτι οι θαλαμοι αεριων ηταν κατι σαν απολυσεις η κατι σαν δραστικη μειωση μισθων κλπ, αυτο δεν μπορει να ειναι δικο σου θεμα.

Φυσικα ειναι αυτονοητο οτι πρεπει να δηλωνεις παντου και παντα οτι δεν εισαι αντισημιτης. Κατι παρομοιο δηλαδη με αυτο που διατυμπανιζεται οτι «οι ελληνες δεν ειναι ρατσιστες».

Χρησιμοποιησε τη λεξη «εβραιοι» οχι μονο οταν καταφερεσαι εναντια στο Ισραηλ αλλα και οταν θελεις να δειξεις αναγλυφα την καταστροφικη συνεπεια των μνημονιων η τις πλεκτανες της διεθνους συνωμοσιας εναντια στον απαραμιλλο ελληνικο λαο που βρισκεται παντα στο ρολο του θυματος. Το λιγοτερο ειναι να χαρακτηρισεις τον λαο σου σαν τον «εβραιο του σημερα». Περναει παντα.

Οταν εισαι αναγκασμενος να εκφρασεις την αλληλεγγυη σου προς καποιον διωκομενο απο την χρυση αυγη εβραιο, σιγουρεψου πρωτα αν αυτος εχει δηλωσει οτι ειναι αντισωνιστης και μετα πραξε το καθηκον σου. Π.χ. μια συμπαρασταση στον προεδρο του Κεντρικου Ισραηλιτικου Συμβουλιου (ΚΙΣ) της ελλαδας θα ηταν απαραδεκτη, μιας και αυτος δεν εχει κανει ποτε του κριτικη στο Ισραηλ.

Γενικα σε προτρεπουμε να δειχνεις συμπαθεια προς τους εβραιους, ιδιαιτερα οταν αυτοι ειναι νεκροι. Ετσι αποφευγεις τις οδυνηρες εκπληξεις αλλα παραλληλα κανεις και το ανθρωπιστικο σου καθηκον.

Απο τους ζωντανους εβραιους να απαιτεις να παρουν θεση για καθε συμβαν στη μεση ανατολη (μεταξυ μας τωρα, δεν ενδιαφερει αν παρουν θεση η οχι, το βασικο ειναι να παρουν θεση εναντια στο Ισραηλ). Αυτη η απαιτηση μπορει σημερα να επεκταθει στα στρατοπεδα κρατησης μεταναστων (τα οποια να ονομαζεις παντα «στρατοπεδα συγκεντρωσης», ξερεις γιατι), στις εξεγερσεις ελληνικων τοπικων κοινωνιων (με η χωρις την χ.α. σαν δεκανικι), εναντια στους προσφυγες/μεταναστες κλπ, μιας και ως γνωστον, οι εβραιοι λογω της πλουσιας εμπειριας απο τους διωγμους που υπεστησαν, ειναι υποχρεωμενοι να παιρνουν παντα θεση σε τετοια γεγονοτα.

Αν εισαι ποδοσφαιροφιλος και θελεις να διαμαρτυρηθεις για τα εγκληματα του Ισραηλ σε εναν αγωνα ελληνικης ομαδας με την Μακαμπι, δηλωσε πρωτα οτι δεν εισαι αντισημιτης κλπ και μετα μπορεις να πεις οτι σου κατεβει.

Οποια ατομα την βρισκουν (φτιαχνονται) με τους ελ.ερ. (ελληνοεργατες) ειτε στην μαρξιστικη τους, ειτε στην αναρχικη τους εκδοση (εργατικη ταξη, λαικη κουζινα, ταξικη συνειδηση, λαϊκο παζαρι κλπ), ειναι απαραιτητο να αποφευγουν την μελετη των συγγραμματων του Αβρααμ Μπεναρογια για το εργατικο κινημα της ελλαδας, οχι μονο επειδη ηταν εβραιος αλλα επειδη ηταν και βουλγαρος. Ασε που ειναι και πολλοι τομοι. Ο κορδατος φτανει και περισσευει. Το οτι ο Μπεναρογια μπερδευτηκε με κατι Φεντερασιον, με κατι καπνεργατες π.χ. τον Γιονα (επισης εβραιος), ηγετη τοτε του συνδικατου καπνεργατων και ιδρυσε το ΣΕΚΕ (το μετεπειτα κκε), δεν τον απαλλασσει ουτε απο τις ευθυνες του, ουτε απο την καταγωγη του. Ασε που ηταν και οπορτουνιστης/ρεφορμιστης (να λεγεται κι αυτο, ωστε να δινεται και μια επαναστατικη χροια στην απαξιωση του). Το πολυ πολυ να ονομαστει καμια αιθουσα εργατικου κεντρου με το ονομα του. Φτανει και περισσευει.

Αν συνηθιζεις να αναρχιζεις η να αντιεξουσιαζεσαι καθημερινα η τα σαββατοκυριακα, οφειλεις να κρατας ισες αποστασεις οταν πχ ανατιναζεται ενα σχολικο λεωφορειο στο Τελ Αβιβ η οταν πεφτει καμια οβιδα σε κατοικημενη περιοχη του Ισραηλ. Στην αναγκη, αγνοησε το γεγονος. Αν ουτε αυτο φτανει, να μιλησεις σθεναρα για την παγια θεση σου εναντια σε ολα τα κρατη και εξουσιες κλπ, ειναι μια καλη διεξοδος. Να σημειωσουμε οτι παρομοια γεγονοτα μπορουν να χρησιμοποιηθουν καλλιστα και για μια σειρα ομαδες και ατομα και σαν καταγγελλια εναντια στους ισλαμιστες, στους φονταμενταλιστες κλπ.

Ετσι μπορει ενα τετοιο γεγονος να ειναι μια καλη και, απο ηθικης αποψης, αμεμπτη ευκαιρια να τα βαλει κανεις με τους αραβες, τους μουσουλμανους κλπ. Αν ολα αυτα σου ειναι δυσκολα η κουραστικα, υπαρχουν φυσικα και οι κλασσικες μορφες εκφρασης και διαμαρτυριας, οπως μια διαδηλωση εναντια στην ισραηλινη πρεσβεια, μια αναλυση για την εβραικη συνωμοσια (σορος, ροτσιλντ κλπ.) εναντια στον ελληνικο λαο, ενα ξεσκεπασμα του χωρου του θεαματος (πχ. χολιγουντ) η των διεθνων μμε σαν κατευθυνομενα απο το εβραικο λομπυ κλπ.

Αν εχεις την εκτιμηση οτι αυτα ειναι τετριμενα και ευαλωτα η οτι εχουν ξεφτισει, κανε το τοτε εμμεσα, μιλωντας για τον διεθνη καπιταλισμο, για τον αμερικανικο ιμπεριαλισμο, για το τραπεζικο κεφαλαιο, για lehman και τα αδελφια του κλπ. Και φυσικα μην ξεχασεις την wall street! Το ωραιο σε αυτην την περιπτωση ειναι οτι δεν εισαι αναγκασμενος ουτε καν να αναφερεις την λεξη «εβραιοι». Ο ελληνας αναγνωστης εχει την πολιτικη οξυδερκεια να καταλαβαινει τι εννοεις.

Ειδικα αν εισαι ηγετικο στελεχος αριστερου κομματος, ειναι καθηκον σου να μπουκοταρεις το καλεσμα του ΚΙΣ για την ετησια τελετη μνημης του Ολοκαυτωματος οταν καλει ταυτοχρονα και τον πρεσβη του Ισραηλ, διαμαρτυρομενος ετσι για τα εγκληματα του Ισραηλ εναντια στους Παλαιστινιους. Με σταθεροτητα να απαιτησεις την απομακρυνση του ισραηλινου διπλωματουχου, αλλιως να απουσιασεις απο την εκδηλωση. Αν ειναι δυνατον δηλαδη να αφησουμε τους εβραιους να αποφασιζουν οι ιδιοι για την μνημη τους.

Αν τωρα ανηκεις στον ακαδημαικο χωρο και θελεις να σταδιοδρομησεις, σου συνιστουμε μια διδακτορικη μελετη για τον εκτοπισμο και την εξοντωση των ελληνων εβραιων, ιδιαιτερα της θεσσαλονικης. Χαρη στις επιπονες και επιμονες προσπαθειες των γερμανων και το σιγονταρισμα τους απο ελληνες χριστιανους, υπαρχει μπολικο υλικο, ειναι ευκολο. Αν μαλιστα απαριθμησεις λεπτομερειακα το πως σωθηκαν οι εβραιοι απο τους χριστιανους συμπατριωτες τους, εισαι μεσα. Προσοχη ομως στις παγιδες της αριθμητικης. Οταν εγινε το ιδιο στην γερμανια και δηλωναν μαζικα ποσους εβραιους εσωσαν, βγηκε οτι ο αριθμος των εβραιων που δηλωσαν οτι εσωσαν ηταν μεγαλυτερος απο τον αριθμο που εξοντωθηκαν. Για αυτο παρε υποψη σου οτι εδω οι κακες γλωσες (πχ. το ΚΙΣ) μιλανε για ενα ποσοστο εξοντωσης πανω απο 92%. Οποτε αν βγει απο τις εμπεριστατωμενες επιστημονικες ερευνες σου ενα ποσοστο διασωσης πανω απο το 8%, κατεβασε το ποσοστο εξοντωσης. Ετσι σωζεις και εσυ κατι, τους κανονες της αριθμητικης. Οπως τονισαμε στην αρχη, θα σε συμβουλευαμε να περιοριστεις στους νεκρους εβραιους και να μην επεκταθεις στους επιζωντες η στους απογονους τους.

Ακομα πιο σημαντικο ειναι να μην ασχοληθεις με τις αποζημιωσεις τους, με τα αριοποιημενα μαγαζια και σπιτια τους, με το ρολο των ελληνων χριστιανων στην απαλλοτριωση των περιουσιων τους, με την σταση σιγης της αριστερας τοτε στον εκτοπισμο τους, με τις εβραικες ταφοπλακες που στολιζουν σημερα κτισματα, αυλες και σκαλες, και προ παντος να μην βαλεις το θεμα του αριστοτελειου πανεπιστημιου. Αλλα ουτε και με συγχρονα γεγονοτα οπως η βεβηλωση του μνημειου του Ολοκαυτωματος, η αναγραφη επαναστατικων συνθηματων σε συναγωγες, οι νυχτερινες επισκεψεις σε εβραικα νεκροταφεια, δικες πλευρη κλπ να ασχοληθεις. Για Ισραηλ ουτε για κατι θετικο, ουτε καν ουδετερο να γινεται λογο στις υποσημειωσεις σου, ωστε να μην κηλιδωθει η καινοτομικη σου ερευνα. Ολα τα αλλα επιτρεπονται και αποκτουν βαρυνουσα σημασια οταν συνοδευονται απο ακαδημαϊκα συνεδρια, επιστημονικες μελετες κλπ.

Αν κρατησεις αυτους τους κανονες, η ακαδημαϊκη σου σταδιοδρομια ειναι εξασφαλισμενη. Αν εισαι βιβλιοφιλος, να παραμεινεις πιστος στις μεχρι τωρα προτιμησεις σου και να μην ασχοληθεις ουτε με αφηγησεις επιζωντων, ουτε με συγγραμματα, ειτε ιστορικα, ειτε εμπειρικα, ειτε φιλοσοφικα που ασχολουνται με την Shoah, δηλαδη με το Ολοκαυτωμα (οχι αυτο οπως αναφερθηκε στην αρχη, το αλλο, ξερεις, αυτο με τα κρεματορια). Αυτη η ενασχοληση ειναι επιζημια. Ιδιαιτερα να αποφευγεις τον Πριμο Λεβι, τον Ζαν Αμερυ, τον Σαρτρ, τον Αντορνο και μια σειρα ακομα συγγραφεις που λογω χωρου δεν θα τους απαριθμησουμε. Οι ηδη αποκτημενες γνωσεις σου απο συζητησεις και περιοδικα (ιδιαιτερα οταν εχουν και φωτογραφιες, εστω και ασπρομαυρες απο αουσβιτς η νταχαου), ειναι πανω απο αρκετες για να εχεις μια ολοκληρωμενη και προ παντων εμπεριστατωμενη εικονα του συμβαντος. Περισσοτερα δεν χρειαζονται, φερνουν μονο σκοτουρες και περιεχουν τον κινδυνο να ταραχτουν οι σταθερες βασεις της ιδεολογιας σου. Υπαρχει δηλαδη αμεσος κινδυνος να μπερδευτεις, πραγμα καταστροφικο για την επανασταση σου, που οπου να ‘ναι θα ερθει.

Αν παλι κατα τυχη πεσεις σε καμια ομαδα η σε κανενα ατομο που υποστηριζει την υπαρξη του Ισραηλ η τασσεται εναντια στον αντισημιτισμο και στον αντισιωνισμο, υπαρχουν δυο δυνατοτητες αντιμετωπισης τετοιων φαινομενων: Η μια ειναι η γνωστη, να τους καταγγειλλεις δηλαδη σαν πρακτορες της πρεσβειας, σαν σιωνιστες προβοκατορες κλπ. Επειδη αυτη η λυση εχει γινει ιδιαιτερα βαρετη (ουτε αυτοι που τα γραφουν δεν τα διαβαζουν), συμβουλευουμε αλλες μεθοδους αν δεν μπορεις να τους αγνοησεις, π.χ. να κανεις μια βαρυγδουπη αναλυση της μονοπλευρης στασης τους, της φασιστοειδους, φιλοιμπεριαλιστικης, φιλοαμερικανικης, νεοταξικης αντιληψης τους και να την πλασαρεις στις εφημεριδες και στο διαδικτυο. Προσοχη ομως. Κατι τετοιο εχει περαση μονον οταν δηλωνεις αντιφασιστας, αναρχικος, αντιεξουσιαστης, ριζοσπαστης αριστερος κλπ. Αλλιως θα σε περασουν για χρυσαυγιτη λογω ταυτισης επιχειρηματων. Αν μαλιστα εισαι και ιδιαιτερα κινηματακιας, να πλασαρεις οπωσδηποτε τον ισχνο αριθμο των μελων των ομαδων αυτων, καθησυχαζοντας ετσι το κοινο σου οτι δεν ειναι κινδυνος και να απαριθμησεις τις δικες σου δρασεις και παρασημα που κερδισες στις οδομαχιες, σε αντιθεση με τα ελαχιστα που εχουν κανει αυτοι. Ετσι τους απαξιωνεις στα ματια των οπαδων σου και προφυλασσεις τους νεωτερους απο τυχον ολεθρια παραπατηματα σε αυτην την κατευθυνση.

Οπλισμενος με τις συμβουλες αυτες, ειναι σιγουρο οτι θα εχεις επιτυχια και θα ξεπερασεις την κριση σου, ακομα και την οικονομικη.

 

 

κατακάθια του καφέ

 

 

ΥΓ1. Ολα τα γεγονοτα και οι εκφρασεις στα οποια αναφερεται το σχολιο, ειναι παρμενα απο ελληνικα μμε συμπεριλαμβανομενου και του διαδικτυου.

ΥΓ2. Στο κειμενο αυτο οπως και στα επομενα αυτης της στηλης, παραβιαζονται κανονες της ελληνικης γραμματικης, πχ. καταργουνται οι τονοι. Θα μπορουσε αυτο να αιτιολογηθει με την αποδομηση της ελληνικης γλωσας … η απλως λογω τεμπελιας. Μια αλλη παραβιαση ειναι η γραφη με αρχικα κεφαλαια επιλεγμενων ονοματων και κυριων λεξεων κατα γουστο, εκτιμηση κλπ (το θεμα με τα υπολοιπα κεφαλαια γραμματα, πχ. μετα την τελεια, παραμενει προς το παρον ανοιχτο)

κατεβάσε το κείμενο σε pdf εδώ.

κωδικός: ‘Μικρή Μαρία’

Στα μέσα Οκτώβρη 2013 στο πλαίσιο αστυνομικής έρευνας σε καταυλισμό Ρομά στα Φάρσαλα Θεσσαλίας, ένας αστυνομικός παρατήρησε ένα ξανθό κορίτσι που δεν έμοιαζε εμφανισιακά με τον περίγυρο του, ρώτησε να μάθει ποιοι είναι οι γονείς του παιδιού και δεν πείστηκε ότι όντως ήταν αυτοί που παρουσίαστηκαν. Η ίδια η αστυνομική επιχείρηση στον καταυλισμό αλλά και το τι ακολούθησε αυτής έδειξαν για άλλη μια φορά πόσο εύκολο είναι το έργο κάποιου/ας που θέλει να μάχεται τον ρατσισμό στην ελλάδα, καθώς από την υπόθεση ‘της μικρής Μαρίας’ ξεδιπλώθηκαν δίχως καμιά αυτολογοκρισία και φειδώ οι ρατσιστικές αρετές αυτού του όχλου σε όλο τους το μεγαλείο αλλά, παράλληλα, και το τερατώδες σκεπτικό και πλαίσιο δράσης ενός κράτους που θέλει να (αυτο) παρουσιάζεται ως θύμα ενώπιον των δανειστών του. Όπως και σε κάθε περίπτωση όπου η ανάδειξη του μερικού φωτίζει το ολικό, το κάνει πιο χειροπιαστό και φρικαλέο, έτσι κι η υπόθεση της ‘μικρής Μαρίας’ αναδείχτηκε σαν το μερικό κομμάτι ενός όλου κακοποίησης και καταπίεσης των Ρομά στην ελλαδική επικράτεια σε σημείο που αν παρακολουθούσε κανείς/καμιά από κοντά τις εξελίξεις θα μπορούσε να καταλάβει πολλά για τη ζωή των Ρομά στην ελλάδα αλλά ακόμη περισσότερα, βέβαια, για αυτούς που ‘δεν τους γουστάρουν’, τους έλληνες ρατσιστές.

Θα ξεκινήσουμε από το προφανέστερο κι ευκολότερα παραδεκτό, μιας και το παρατήρησαν και κάποιοι από τους ρατσιστές (π.χ. ακόμα κι αυτοί που ψηφίζουν σύριζα). Το ελληνικό κράτος δεν έχασε την ευκαιρία να κινητοποιήσει κάθε βιοπολιτικό και κατασταλτικό μηχανισμό που διαθέτει για να ασχοληθούν με τους Ρομά της χώρας. Πάνω απ’ όλα, βέβαια, οι μπάτσοι: το συνεχώς αυξανόμενο και μαλακισμένο δυναμικό αυτού του κράτους. Οι μπάτσοι οι οποίοι, όπως παραδέχτηκαν από τις ανακοινώσεις τους, είχαν ήδη διεξάγει από τον Ιανουάριο μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2013 – και πριν από οποιαδήποτε υπόθεση ‘μικρής μαρίας’ – γύρω στις 1.500 επιχειρήσεις σε καταυλισμούς ρομά και είχαν προχωρήσει σε 20.000 προσαγωγές και 1.300 συλλήψεις. Η αστυνομία δίνοντας αυτά τα στατιστικά στον Τύπο έκλεινε ήδη το μάτι στον όχλο λέγοντας του πως αυτό το οποίο δεν γουστάρει ‘ο ελληνικός λαός’, το ‘χουν ήδη κανονίσει εκείνοι με τις μπλε στολές και τα αυτόματα όπλα. Κι αυτά τα στατιστικά από μόνα τους μιλούσαν λέγοντας πως σ’ αυτή τη χώρα γίνεται μια κρατική διαχείριση του πληθυσμού των Ρομά. Γιατί να κρατιούνται, άλλωστε, ξεχωριστά φυλετικά στατιστικά για αυτή την κατηγορία συλληφθέντων και προσαχθέντων, ερευνών και ‘εγκληματικότητας’;

Βέβαια, η κρατική διαχείριση δεν σταματά εκεί και δεν είναι δύσκολο να ανακαλύψει κανείς/καμιά ότι κρύβονται κι άλλα πίσω από τους μπάτσους: έχει δημάρχους, έχει δικαστές, έχει δικηγόρους και γιατρούς και, βέβαια, έχει καθηγητές και δασκάλους. Έχει με λίγα λόγια όλους αυτούς, τους κρατικούς λειτουργούς, που αναλαμβάνουν να κάνουν τους Ρομά να αισθάνονται ‘ξένοι’ σ’ αυτή την κοινωνία.

Αυτό το ‘ξένοι’, μάλιστα, στην περίπτωση των Ρομά – και ίσως μόνον αυτών – εκφράζεται και χωροταξικά. Οι καταυλισμοί τους, εκτός πόλης πάντοτε, πραγματώνουν την φαντασίωση του εξοστρακισμού του μη-καθαρού από το φυλετικά ομοιογενές ενώ ο νομαδισμός προκαλεί κι αυτός τα ελληνικά και δυτικά ταμπού κοινωνικής οργάνωσης. Ο θ. τζήμερος, ένας φιλελεύθερος πολιτικός (σ.σ. στην ελλάδα ακόμα και οι φιλελεύθεροι πρέπει να επιστρατεύσουν τα ρατσιστικότερα στοιχεία της ιδεολογίας τους για να προσαρμοστούν στο επίπεδο του όχλου), εντόπισε την πηγή του κακού στον νομαδικό τρόπο ζωής των Ρομά. Ζώντας έτσι, έγραψε, δεν είναι ελέγξιμοι (σ.σ. η ελ.ασ. φυσικά τον διαψεύδει!). Άσε που αυτό που ανακάλυψε ο τζήμερος, θα προσθέταμε εμείς, φέρνει κι εκείνο το άλλο κακό, την συχνά εμφανιζόμενη αλληλεγγύη μεταξύ τους απέναντι στον κρατικό μηχανισμό. Γιατί για τους Ρομά δεν ισχύει πως είναι ‘πολίτες’ έναντι κάποιας αδέκαστης ‘πολιτείας’, πόσο μάλλον όταν η κρατική διαχείριση απέναντι τους είναι συχνά μια ολοκληρωτικού τύπου πολιτική. Και, βέβαια, τότε είναι που η ισχύς τους συχνά αποδεικνύεται στην συντροφιά τους. Η μαζική παρουσία συγγενών ή φίλων σε δικαστήρια ή νοσοκομεία αγχώνει τους υπηκόους που έχουν μάθει να ζουν σαν άτομα αλλά και το ίδιο το κράτος που, σε τέτοιες περιπτώσεις είναι η αλήθεια, θα προτιμούσε να έχει απέναντι του αδύναμες ατομικότητες παρά θορυβώδεις συλλογικότητες. Αυτό το νόημα φέρει και η δημοσίευση των φωτογραφιών των γονιών της ‘Μαρίας’ στα ΜΜΕ, ξεδιαλεγμένες με ποινικές διαδικασίες και εν είδει παραδειγματισμού για όλους τους υπόλοιπους.

Το πέταγμα στην άκρη που επιφυλλάσσουν για τον πληθυσμό των Ρομά, όμως, αντανακλάται φυσικά και σε μη χωροταξικό πεδίο. Και σε κάθε πεδίο μάλιστα. Ένα από τα βασικότερα πόσο μάλλον ‘εν καιρώ κρίσης’ είναι το σπρώξιμο τους στην παραβατικότητα, δείχνοντας τους ότι περισσεύουν σε μια κοινωνία και μια εποχή που πρέπει περισσότεροι να τσουβαλιαστούν στον ταξικό πάτο. Οι ιστορίες με τα κλεμμένα καλώδια του ΟΣΕ και τον σπρωγμένο παράνομα χαλκό αλλά και οι ιστορίες με τα επιδόματα που καταχρώνται οι Ρομά – άλλη μια τέτοια ιστορία βγήκε με στόχαστρο τους γονείς της ‘Μαρίας’ – που παίζονταν όλο και συχνότερα τα τελευταία χρόνια, εστιασμένες κατάλληλα από τον μιντιακό φακό, αποτελούν απλώς τα δάχτυλα που δείχνουν τους ιδανικούς υπαίτιους της εξαθλίωσης που ζουν σήμερα ‘οι έλληνες’.

Οι οικονομικές και εγκληματικές κατηγορίες εναντίον των Ρομά αποτελούν, όμως, απλώς λόγους πολιτικής οικονομίας που έχουν με πολίτικαλι κορέκτ τρόπο αντικαταστήσει την φυλετική ρητορική που κάποτε τους οδήγησε στα στρατόπεδα εξόντωσης. Μισό εκατομμύριο απ’ αυτούς, κυρίως από την γερμανία, είχαν οδηγηθεί κατά το Ολοκαύτωμα στο Άουσβιτς και σε άλλα στρατόπεδα όπου οι γερμανοί αρχικά τους πέταξαν για φυλετικούς λόγους κι έπειτα τους υπέβαλαν σε πειράματα και τους εξόντωσαν. Όταν σήμερα, λοιπόν, ένας ΔΙΑΣ ελέγχει με παρατεραμένο το όπλο του και φορώντας την full-face του ένα όχημα κάποιου Ρομ ή ένας άλλος σκοτώνει με την μηχανή γιατί βιαζόταν και … δεν πρόσεξε ένα παιδί Ρομ καταγωγής ή όταν το ελληνικό κράτος βάζει τα παιδιά τους να κάνουν μάθημα σε κοντέινερς, όλες εν γένει αυτές οι απλές και καθημερινές κρατικές λειτουργίες, στην περίοδο των 70 χρόνων μετά την εξόντωση τους, δεν μπορεί παρά να αντλούν από την παράδοση του φασισμού. Η εκπαίδευση στα κοντέινερς του Ασπρόπυργου, όμως, είναιόχι μόνο ένα καλό παράδειγμα για το πως το ελληνικό κράτος δουλεύει πάντοτε σε συμπνοία με την κοινωνία που το στελεχώνει αλλά κι ένα παράδειγμα του πως η ελληνική κοινωνία ξεπερνά σε ριζοσπαστικότητα και ρατσισμό ακόμη και το ίδιο το κράτος της, αν χρειαστεί. Εκεί, στον Ασπρόπυργο, πέντε χρόνια πριν, η σχολική χρονιά θα ξεκινούσε με αίθουσες γεμάτες Ρομά και μη. Εκεί, λοιπόν, στον Ασπρόπυργο οι πρώτοι που αντέδρασαν ήταν όσοι κάλεσαν τον σύλλογο γονέων και κηδεμόνων για να διώξουν τα παιδιά των Ρομά. Το ίδιο επαναλήφθηκε στο Χαλάνδρι το 2012, πιθανόν και σε άλλα σχολεία μέσα στη χώρα. Εκεί, στο Χαλάνδρι συγκεκριμένα, από τους 234 γονείς και κηδεμόνες που ψήφισαν για την παραμονή ή μη των παιδιών Ρομά στο σχολείο, μονάχα τέσσερις ήταν αυτοί που ψήφισαν υπέρ – δείχνοντας με απλά μαθηματικά τους δικούς μας φίλους και συμμάχους στην γειτονιά αυτή της Αθήνας. Και στον Ασπρόπυργο, όμως, θριάμβευσε η άμεση δημοκρατία. Οι γονείς ψήφισαν. Κι οι κηδεμόνες. Και τα παιδιά των Ρομά εκδιώχτηκαν. Κι η σχολική χρονιά ξεκινούσε με φυλετικά διαχωρισμένες αίθουσες και τα κοντέινερς φτιάχτηκαν για αυτό το λόγο. Κι έπειτα ήρθαν τα συνθήματα με σπρέυ έξω από τα κοντέινερς. ‘Να φύγουν’. Απειλές. Κι έπειτα η πύρινη ολοκλήρωση του έργου του οχετού: τα κοντέινερς καίγονται από εμπρησμό. Γιατί, βέβαια, όταν πρόκειται για Ρομά η απομάκρυνση από την κοινότητα, η εκδίωξη δεν είναι ποτέ αρκετή, η εξόντωση παραμένει στο μυαλό των θυτών και η προκατάληψη δεν σβήνει και δεν ησυχάζει – όπως το ‘χουμε δει στην περίπτωση των Εβραίων – ούτε και στο νεκροταφείο.

Είναι βαθιά μας πίστη πως αν το θέμα της απόδοσης ιθαγένειας στους Ρομά είχε αφεθεί σε δομές του ελληνικού όχλου, σε επίπεδο βάσης, π.χ. σαν τους συλλόγους αυτούς γονέων και κηδεμόνων, δεν θα τους είχε δοθεί ποτέ ιθαγένεια. Κι αυτό γιατί τα αντι-Ρομά αισθήματα και ιστορικό βάθος έχουν, μεγαλύτερο της ύπαρξης του καπιταλισμού μάλιστα, και ευρεία διάδοση. Ξεκινώντας π.χ. από το ‘μην είσαι γύφτος!’ που αποτελεί μια συνήθης κραυγή αποτύπωσης της συνάρθρωσης του ‘ταξικού ρατσισμού’, ευρέως αποδεκτή και διαδεδομένη στα τρίσβαθα του ελληνικού όχλου. Χρώμα δέρματος και τσιγγουνιά, ρούχα που δεν είναι φίρμες αλλά ίσως από την λαϊκή ή ραμμένα στο χέρι και το οριστικό εμφανισιακό στίγμα του να είσαι Ρομ ολοκληρώνουν την εικόνα του παράδειγματος προς αποφυγήν, αυτό που δεν θέλει να είναι κάθε έλληνας. Τα ‘μην είσαι γύφτος!’, ‘δεν είμαι και γύφτισσα!’ κτλ που διαδίδονται σε κάθε ελληνο-παρεάκι της επικράτειας, ανεξαρτήτως ταξικής προέλευσης, τόπου και ηλικίας αποτέλεσαν και συνεχίζουν – παρά την όποια υποτιθέμενη κρίση τους – να αποτελούν τον εορτασμό του πλούτου της ελληνικής κοινωνίας, ενός πλούτου που προέκυψε εν πολλοίς από δουλειά άλλων βέβαια και με επίγνωση του αποκλεισμού άλλων. Έτσι, ακόμη και οι χτυπημένοι από την χούντα-κατοχή-τρόϊκα και λοιπούς μύθους έλληνες θα ακουστούν να λένε πως δεν είναι … γύφτοι εορτάζοντας χαιρέκακα κάποιο στάτους υποτιθέμενης ανωτερότητας.

Σ’ αυτό το σημείο εδράζεται και η ελληνική θεμελιώδης θυμική απεικόνιση των Ρομά, μια απεικόνιση που επιφυλλάσσει μια καρικατούρα γελωτοποιού για τους τελευταίους. Από τον ταμτάκο μέχρι τον ‘αλ-τσαντίρι’ λαζόπουλο ένας πληθυσμός ρατσιστών, όπως οι έλληνες, δεν θα μπορούσε παρά να διαθέτει ένα επιφανειακό και ρατσιστικό χιούμορ ώστε να μπορεί να τους διασκεδάσει με την φτώχεια, τα ρούχα ή την ‘μη-ορθή’ προφορά του Άλλου. Ο ρόλος του γελωτοποιού είναι, μάλιστα, ένα από τα ελάχιστα – αν και όχι το μόνο – μεσαιωνικά ρατσιστικά στοιχεία που επιβιώνουν διατηρημένα εδώ και αιώνες, μιας και τέτοια στερεότυπα αποτελούν απλά το σύμπτωμα του επίσης καλά διατηρημένου φυλετικού καταμερισμού εργασίας. Συνήθως μάλιστα επιβιώνουν άνευ αυτολογοκρισίας ακριβώς λόγω του ότι πλασάρονται σαν χιούμορ ή τέχνη, στα οποία δήθεν δεν αξίζει να ασκήσεις κριτική καθώς η υπερβολή είναι δομικό τους στοιχείο και, έτσι, καταλογίζονται βέβαια στο μεγάλο βόθρο της ελευθερίας έκφρασης της ελληνικής πλειοψηφίας. Ούτε λόγος φυσικά να αντιστρέψει κανείς τους όρους του γέλιου γιατί τότε δεν θα πρόκειται περί ελευθερίας της τέχνης αλλά περί ‘ανθελληνισμού’. Έτσι, κανείς έλληνας δεν θα καταλάβαινε τι διάολο κάνει το βίντεο του παιδιού του από ένα γλέντι στο δελτίο των 8 ενώ στο συγκείμενο του βρισίματος των Ρομά από μια ολόκληρη κοινωνία, των ‘παραδοσιακά γλετζέδων (και ηδονιστών)’ Ρομά αλλά και των ‘αρπάγων παιδιών’, όλα είναι απολύτως κατανοητά και στην θέση τους.

Η ‘αρπαγή των παιδιών’ από τους ρομά (και ίσως η μεταπώληση τους στους εβραίους για πασχαλιάτικες θυσίες;) αποτελεί έναν ακόμη μεσαιωνικό μύθο που αναβίωσε κοινωνικά και πρόσφατα με την υπόθεση ‘της μικρής μαρίας’. Απλώς την θέση της προφορικής διάδοσης του μύθου λίγους αιώνες αργότερα αναλαμβάνουν τα ΜΜΕ, ψηφιακά και μη, και τον ρόλο του διώκτη μπάτσοι με όπλα. Ο όχλος είναι στη θέση του, ίσως φοράει καλύτερα ρούχα απλά, αλλά είναι στη θέση του, όπως και παλιότερα. Γι’ αυτό αντιλαμβανόμαστε μερικές φορές την πρόοδο του πολιτισμού απλώς ως μετεξέλιξη των εργαλείων εξόντωσης. Η αρπαγή των μη-ρομά παιδιών από τους ρομά κινητοποιεί τον φόβο της διάλυσης της πυρηνικής οικογένειας, ενός συστατικού δομικού των σύγχρονων εθνικών κρατών και η έκθεση της γυρεύει αντίστοιχα, ως γνήσιο υλικό για πογκρόμ, την αποκατάσταση της έμφυλης και εθνικής τάξης πραγμάτων. Αν και ο μύθος έκανε θραύση σε χώρες και κράτη με αποικιοκρατικό παρελθόν, όπου η επιμειξία των λευκών και η εθνοφυλετική αλλοίωση υπήρξε ως μόνιμο άγχος, η ελλάδα ήταν απ’ αυτές τις χώρες που ψώνισαν με χαρά κι απ’ αυτό το σούπερ μάρκετ του μίσους, μάλλον γιατί σε φαντασιωτικό επίπεδο υπήρξε κάποτε (πριν 3.000 χρόνια?) κομμάτι του παραδοσιακού ‘λευκού πολιτισμού’. Κι αφού καταλαβαίνουν οι υπήκοοοι αυτής της χώρας τους εαυτούς τους σαν … συνέχεια των αρχαίων ελλήνων, θα πρέπει να γνωρίζουν και τους Άλλους τους. Έτσι, αν οι γονείς της ‘μικρής μαρίας’ ήταν οι διαβολικοί «ρομά που κλέβουν παιδιά», όπως έγραψε η Espresso, η ‘μικρή μαρία’ δεν μπορούσε παρά να παρουσιαστεί ως το «ξανθό αγγελούδι», όπως έγραψε το Έθνος και πολλές άλλες εφημερίδες. Το γεγονός βέβαια πως τελικά το κορίτσι δεν είχε «κλαπεί» από τους γονείς του στα Φάρσαλα αλλά και το ότι ήταν όντως μια Ρομνί δεν άξιζε να τραβήξει στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων και τα δελτία ειδήσεων δραματικές συγγνώμες από τα μίντια, καθώς τα τελευταία έχουν βολευτεί στον ρόλο που τους έχουν αναθέσει οι αναγνώστες/τριες τους, αυτόν δηλαδή των εθνικών μυθιστοριογράφων.

Ένα άλλο μόνιμο ‘αγκάθι’ για τους έλληνες, σχετικό όμως με το εθνικό άγχος επιμειξίας που αναφέραμε και το οποίο έχει αξιοποιηθεί αν μη τι άλλο και μυθιστοριογραφικά, είναι η δήθεν ανεξέλεγκτη σεξουαλικότητα των Ρομά, οι ανήλικοι γάμοι τους και ο φόβος της δυνατότητας να προκύψει ένα ερωτικό ζευγάρι μεταξύ ενός Ρομ και μιας ‘καθαροαίμης ελληνίδας’. Κι αυτό το ντιμπέιτ παλιότερα συζητιόταν με όρους φυλετικούς και ίσως θρησκευτικούς, αν και οι Ρομά όπου πήγαιναν προσαρμόζονταν και θρησκευτικά, αλλά σήμερα το πολίτικαλι κορέκτ λεξιλόγιο του κυνηγιού επιτάσσει τόσο τα προοδευτικά φιλελεύθερα όσο και τα ντεμέκ φεμινιστικά επιχειρήματα κατά το πρότυπο του ότι λευκοί δυτικοί άντρες και λευκές δυτικές γυναίκες σώζουν ρομνί γυναίκες … Αυτό το θέμα αποτέλεσε, εξάλλου, κρυμμένο κάτω από ένα μελό πέπλο, και την μοναδική άλλη, μεγάλης κλίμακας, απεικόνιση που επιχείρησαν ποτέ τα μέινστριμ ΜΜΕ στην ελλάδα απέναντι στους Ρομά πέραν του ‘λαζοπουλικού’ προτύπου: να αναδείξουν μέσω ενός από τα σίριαλ τους τον έρωτα ενός λευκού έλληνα άντρα με μία … όμορφη φυσικά ρομνί (που έστω την έπαιζε ελληνίδα). Όπως και σε πολλούς άλλους ρατσισμούς που διαβιούν στην ελλάδα, αλλά και στον αντισημιτισμό βέβαια, η ‘ξένη γυναικεία φιγούρα’ είναι πιο συμπαθής απ’ αυτήν του ‘άντρα ξένου’. Έτσι προμηνύεται η εξασφάλιση της απόλαυσης-κατανάλωσης του Άλλου και παράλληλης ενσωμάτωσης του μέσω της μεταφοράς της σεξουαλικής κατάκτησης του ‘θηλυκού χαρακτήρα’, δηλαδή του εντυπωμένου ως ‘αδύναμου Άλλου’. Είναι ένα σημείο όπου η κλασική πατριαρχική παιδεία αξιοποιείται κι ένα σημείο παράλληλα πάνω στο οποίο η ελληνική στάση προσομοιάζει της γενικότερης δυτικής: οι γυναίκες ρομνί – τουλάχιστον για να ενταχθεί η απεικόνιση τους στο μέινστριμ ελληνικό σύμπαν – απεικονίζονται ως όμορφες και έτοιμες να ερωτευτούν ‘καθαρόαιμους έλληνες’ αλλά και να επιφέρουν καταστροφές τόσο στο οικογενειακό τους περιβάλλον όσο και στο περιβάλλον των εραστών τους.

Φυσικά, όμως, η παρακολούθηση ενός τέτοιου σίριαλ έχει και μεγάλα θετικά για έναν έλληνα ή μια ελληνίδα. Μπορεί έπειτα να καυχηθεί ότι έχει διεισδύσει και στην ‘κουλτούρα των ρομά’, μια διατύπωση ούτως ή άλλως μεταφυσική βέβαια αν αντιληφθεί κανείς/καμιά την πολυπλοκότητα, την τοπική ρευστότητα και την ποικιλία αυτού που ονομάζει ‘κουλτούρα ρομά’, αλλά επίσης μια διατύπωση ενδεικτική για το ‘βάθος’ και την στερεοτυπίλα της σύγχρονης νεοελληνικής σκέψης που μπερδεύει τον κοσμοπολίτικο τουρισμό με τον αντι-ρατσισμό και την κατανάλωση του εξωτικού φολκλόρ με την ετερότητα. Η συζήτηση, όμως, περί «κουλτούρας Ρομά», για να μην αδικήσουμε κι αυτούς που έχουν κάνει επάγγελμα τον (αντι)ρατσισμό τους, θα έπρεπε να αναφέρουμε πως διαδίδεται και στα πανεπιστημιακά φυτώρια της χώρας, εκεί όπου στελεχώνονται οι διάφορες ΜΚΟ και εκεί όπου φυτρώνουν οι διάφοροι ‘τσιγγανο-λόγοι’, βρίσκοντας αργότερα μια καλή δουλειά κοντά ή μέσα στον κρατικό μηχανισμό, μια δουλειά που να ‘χει μέσα ‘πολυπολιτισμικότητα’, ‘γκέτο’ και ‘λύσεις σε προβλήματα κρατικής διαχείρισης’. Έτσι, λοιπόν, έγινε και με την υπόθεση που κωδικοποιήθηκε ως εθνικό άγχος για την παιδική υποκειμενικότητα της ‘μικρής Μαρίας’: κάποιος έβλεπε ως πρόβλημα τον νομαδισμό και κάποιος άλλος την ελλιπή εκπαίδευση των Ρομά, η μία έβρισκε ως πρόβλημα τις ελλιπείς ελεγκτικές αρμοδιότητες των δήμων σχετικά με τα πιστοποιητικά γεννήσεων που τους παρέχουν και άλλος το παρεμπόριο παιδιών, ο πολεοδόμος συζητούσε για τις χωροταξικές διακρίσεις εις βάρος των Ρομά κι ο εγκληματολόγος μιλούσε, πάντα επίκαιρα, για την εγκληματικότητα τους. Να μην τα πολυλογούμε. Χίλιες δυο μαλακίες κατατέθηκαν δημοσίως, μαλακίες μάλιστα που γνωρίζουν ακόμα κι αυτοί που τις ξεστόμισαν (π.χ. «χαμόγελο του παιδιού») πως είναι μαλακίες, μα αυτό ποτέ δεν ήταν το πρόβλημα μιας και η αληθινή λειτουργικότητα τους ήταν να αποτελέσουν τα ιντελεκτσουάλ εξαπτέρυγα που συνόδευαν τους αστυνομικούς ελέγχους των καταυλισμών αλλά και την πρόσκαιρη εκτόνωση του ελληνικού πληθυσμού ενόψει σώρευσης κάποιων πογκρομιακής ποιότητας συναισθημάτων του. Περιττό να πούμε, τέλος, ότι οι χίλιες δυο μαλακίες που ειπώθηκαν για τους ρομά δε νοιάστηκαν να περιλάβουν σε κανένα βαθμό τον λόγο των ίδιων των Ρομά, οι οποίοι – όπως και στην περίπτωση του αντιρατσιστικού νομοσχεδίου για το οποίο δεν ζητήθηκε ποτέ η γνώμη των μόνων που αφορά, των μεταναστών – αντιμετωπίστηκαν ως «πρόβλημα» (για τους έλληνες) και παρέμειναν καταδικασμένοι στην αφάνεια. Και η μόνη διέξοδος απ’ την αφάνεια που απολάμβαναν ήταν βέβαια οι φωτογραφίες της ΓΑΔΑ…

Δεν το λέμε αυτό γιατί θα προτιμούσαμε οι τσιγγανο-λόγοι/ες και όλων των ειδών οι αριστεροί ειδικοί να ξεχυθούν στα προάστια και να γεμίσουν με την χαρτούρα των ερωτηματολογίων τους, των ποιοτικών και των ποσοτικών τους αναλύσεων και έπειτα των περίπλοκων επεξηγήσεων τους τα ήδη απασχολημένα μυαλά των κατοίκων των καταυλισμών. Θα αρκούσε «οι ειδικοί» να κοιτάξουν μέσα τους, πρώτα σε οικογενειακό κύκλο, μετά σε φιλικό, έπειτα εργασιακό και πάει λέγοντας, μέχρι – λέμε τώρα – που να βρουν και τις βρώμικες ιστορίες αυτού του κράτους, για να καταλάβουν που διάολο ανθίζουν τα αντι-ρομά ανέκδοτα, αστεία και ατάκες, από που διάολο βάζει βενζίνη η ρατσιστική μηχανή. Γιατί εκεί κυκλοφοράνε συνήθως οι βρωμιές: στα απλά και καθημερινά μυαλά. Είναι όλα ήδη εκεί έξω. Και φυσικά είμαστε σίγουροι/ες ότι δεν θα το κάνουν κάτι τέτοιο ούτε οι αριστεροί ειδικοί ούτε οι ‘δεν-θέλω-να-χάσω-την-θεσούλα- μου’ ακαδημαϊκοί. Γιατί αυτή είναι μια δουλειά για ανθέλληνες αντιφασίστες κι ανθελληνίδες αντιφασίστριες.

 

ANTIFA NEGATIVE

 

κατεβάσε το κείμενο σε pdf εδώ.

Μπάτσοι, Δημοσιογράφοι, νομοταγείς πολίτες κατω τα ξερα σας απο τους/τις Ρομά

Λίγες μόνο μέρες μετά τη δολοφονία Φύσσα και την ξαφνική μετατροπή των ντόπιων MME σε κέντρα… «αντιφασιστικού αγώνα», η ιστορία με τη μικρή Μαρία επανέφερε στο προσκήνιο τον βαθιά και ουσιαστικά ρατσιστικό τους ρόλο και λόγο. Ένας ποταμός παραπληροφόρησης, συνεχής παραφιλολογία για κυκλώματα σκουρόχρωμων και υποχθόνιων εγκληματιών και απατεώνων, ανάσυρση παλαιών υποθέσεων. Ο σύγχρονος αστικός μύθος του «γύφτου που κλέβει παιδιά» ήρθε να αντικαταστήσει αυτόν του «αράπη που κλέβει παιδιά» ή του «εβραίου που κλέβει χριστιανόπουλα για να τους πιει το αίμα» (όπως έλεγαν στις αρχές του 20ού αιώνα).

Η ελληνική κοινωνία δεν είναι άμοιρη ευθυνών. Ένας τέτοιος μύθος, όσο και να τον προωθεί το κράτος και τα MME, δεν μπορεί να εδραιωθεί αν δεν υπάρχει συναίνεση από πλευράς κοινωνικού συνόλου. Αν οι όποιες προκαταλήψεις δεν έβρισκαν πρόσφορο έδαφος και δε στηρίζονταν από την πλειοψηφία των κατά τα άλλα μή ρατσιστών ή ξενόφοβων ελλήνων, καμία κρατική πολιτική δε θα μπορούσε να ισχύσει. Ιδιαίτερα όταν αυτός/η που δέχεται επίθεση είναι σε σαφώς μειονεκτική θέση, η λάσπη διαχέεται πολύ πιο εύκολα, και στο βούρκο που δημιουργείται οι πιο αδύναμοι χρησιμεύουν για να μπορούν να τη γλυτώσουν κάποιοι άλλοι -σε λίγο καλύτερη θέση- πατώντας πάνω τους.

Οι Ρομά είναι αόρατοι/ες, πολίτες β’ κατηγορίας. Και ως αόρατοι/ ες, είναι εύκολο να μπαίνουν κάτω απ το χαλάκι αυτοί/ες και τα προβλήματά τους, να μπαίνουν στο περιθώριο οι ζωές και οι ανάγκες/ επιθυμίες τους. Ο ίδιος ο τρόπος ζωής που έχει επιλέξει η πλειοψηφία τους, ξενίζει τους ευυπόληπτους υπηκόους του ελληνικού κράτους σε βαθμό που «φοβίζει»-αφού λερώνει τη βιτρίνα της βολικής γι’ αυτούς καθαρότητας. Χαλάει τη ροή της παραγωγής, αφού και σε αυτό ακολουθούν ρυθμούς εκτός των κυρίαρχων προσταγών, και προκαλεί στην καλύτερη περίπτωση φιλανθρωπική απορία για τις συνθήκες ζωής τους. Αποτελούν δηλαδή για τους περισσότερους περήφανα υποταγμένους έλληνες, ένα καρκίνωμα που πρέπει να παραμείνει αποκλεισμένο από το υπόλοιπο «υγιές» κοινωνικό σώμα.

Όπως οι οροθετικές εκδιδόμενες, μπαίνουν στο στόχαστρο της εξουσίας και στιγματίζονται ως υγειονομική απειλή, βιώνοντας έτσι ακόμα πιο έντονα τον ήδη διάχυτο και ριζωμένο κοινωνικό αποκλεισμό, δείχνοντας ποιο είναι το πλαίσιο μες το οποίο θα αντιμετωπίζονται οι διαφορετικοί. Όσοι/ες δεν εξυπηρετούν τις λυσσασμένες παραγωγικές ορέξεις του καπιταλισμού δηλαδή, και όσοι/ ες δεν ανταποκρίνονται στους κυρίαρχους ρόλους του λευκού, αρτιμελή ετεροφυλόφιλου οικογενειάρχη, ακόμα κι αν δεν εναντιώνονται σε όλα αυτά άμεσα.

Κι ένα δείγμα αυτής της αντιμετώπισης, είναι οι έφοδοι των μπάτσων στους καταυλισμούς με πρόσχημα την υπόθεση της μικρής Μαρίας και όχι μόνο. Έφοδοι, που εδραιώνουν ακόμα πιο πολύ την εικόνα του κράτους τιμωρού, αυστηρού αλλά δίκαιου εγγυητή της νομιμότητας και της κοινωνικής ειρήνης.

Εμείς δεν είμαστε ντετέκτιβ ούτε αστυνομικοί συντάκτες κάποιας κωλοφυλλάδας ή κάποιου ρουφιανοκάναλου. Δεν θα εξαπολύσουμε τόνους ρατσιστικού δηλητήριου ούτε θα πουλήσουμε πόνο και δάκρυ για να δημιουργήσουμε εντυπώσεις και να κερδίσουμε οπαδούς. Επίσης, είναι πολύ βασικό ότι δεν είμαστε ούτε θα γίνουμε ποτέ από εκείνους που κρίνουν και κατακρίνουν συλλογικά, με βάση επιλογές και βιολογικές ταυτότητες. Κανείς δεν είναι «άγιος» και υπεράνω κριτικής, αλλά η ναζιστική λογική της συλλογικής ευθύνης πάντα θα μας βρίσκει απέναντι ως εχθρούς της.

Να διαταράξουμε τη ροή της ομαλότητας και της κανονικότητας

Να τσακίσουμε τον φασισμό/ρατσισμό «από όπου κι αν προέρχεται»

 

[Κείμενο από τους Θιασώτες της Δυσνομίας που μοιράστηκε στις αρχές του Νοέμβρη του 2013 σε γειτονιές όπου κατοικούν Ρομά του Βόλου.]

κατεβάσε το κείμενο σε pdf εδώ.

Αφετηρία Άουσβιτς

(πέρα από την ιστορία και τη μνήμη)

 

1. Παλιές ιδέες ξανά επίκαιρες στην υπηρεσία όχλων και κρατών

Τον περασμένο Αύγουστο στο Σάρλοτσβιλ των Η.Π.Α. χιλιάδες ακροδεξιοί διαδήλωσαν με κεντρικό τους σύνθημα το «οι εβραίοι δεν θα μας αντικαταστήσουν». Να σημειωθεί ότι οι εβραίοι στις Η.Π.Α. πληθυσμιακά μετά βίας ξεπερνούν το 1% του συνολικού πληθυσμού. Στις αρχές του περασμένου Νοέμβρη εξήντα χιλιάδες πολωνοί νεοναζί βγήκαν με την υποστήριξη του πολωνικού κράτους στους δρόμους φωνάζοντας «κάτω οι εβραίοι από την εξουσία». Αυτό συνέβη σε μια χώρα όπου το 90% των εβραίων έχει εξοντωθεί στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο από τους γερμανούς ναζί και τους ντόπιους συνεργάτες τους. Στην Ουγγαρία, αντίστοιχα, το κυβερνόν κόμμα οργάνωσε την προεκλογική του καμπάνια με κεντρικό σύνθημα ενάντια στη μετανάστευση, στοχοποιώντας τον εβραίο εκατομμυριούχο ουγγρικής καταγωγής Τζορτζ Σόρος ως τον κυρίως υπεύθυνο για τη μεγάλη μετανάστευση προσφύγων στην Ευρώπη. Στην Ουγγαρία κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος εξοντώθηκαν από τους γερμανούς και τους ούγγρους ναζί πάνω από μισό εκατομμύριο εβραίοι, φτωχοί και πλούσιοι, νέοι και γέροι, με ποσοστό εξόντωσης ανώτερο του 70%. Με λίγα λόγια, ενώ οι ναζί έχουν ξεπαστρέψει τους εβραίους από παντού εδώ και 73 χρόνια, το μίσος κατά των εβραίων παραμένει επίκαιρο. Τα κράτη χρησιμοποιούν την κρίση ξανά, μετά από 73 χρόνια, για να παρουσιάσουν τον εαυτό τους «υπό απειλή» από έναν αόρατο εχθρό. Κι αν τότε έμοιαζε αρκετά γελοίο η εβραϊκή μειονότητα να ευθύνεται για την κρίση των ευρωπαϊκών κρατών, σήμερα το να κατηγορούνται οι ελάχιστοι εβραίοι που απέμειναν, μοιάζει απλά σαν κακόγουστη φάρσα. Από την πλευρά των κρατών των ίδιων βέβαια, το κόλπο είναι παλιό και δοκιμασμένο. Έξι εκατομμύρια εβραίοι εξοντώθηκαν στον Β΄ Παγκόσμιο επειδή υποτίθεται «έφταιγαν οι εβραίοι». Το μόνο που χρειάζεται το κόλπο και σήμερα είναι μερικές δεκάδες σκατόψυχοι ακροδεξιοί ηγετίσκοι και μερικές εκατοντάδες χιλιάδες, αν όχι εκατομμύρια, ηλίθιων μαζών με δολοφονικά ένστικτα. Και στην ελλάδα δεν νομίζουμε ότι μας λείπει κάτι από όλα αυτά. Δεν πάνε πολλά χρόνια, εξάλλου, που ηγετίσκοι όπως οι Βορίδης, Βενιζέλος –αλλά και λιγότερο λαμπερά αστέρια όπως εκείνος ο περιφερειάρχης του ΣΥΡΙΖΑ, ο Καρυπίδης, αλλά και άλλοι αγύρτες από την πλατεία Συντάγματος όπως ο Καζάκης ή και επιχειρηματίες του στυλ Γιαννακόπουλος– έριξαν την αντισημιτική τους πραμάτεια ‘στην αγορά’, μέσα σε διάφορες στιγμές της κρίσης με αφορμή την υπόθεση της ‘λίστας Λαγκάρντ’, την αντιπαράθεση γύρω από τη φορολόγηση των ελληνικών φαρμάκων ή, ακόμη-ακόμη, το υποτιθέμενο ζήτημα της μη φορολόγησης των εβραίων στην ελλάδα.

Το θέμα, μας αφορά και εδώ λοιπόν. Αντίστοιχα, στον όχλο είναι κάτι παραπάνω από εμφανές. Δεν είναι δύσκολο να προσέξει κανείς ψευτοπολιτικές κουβέντες των ελλήνων στους δρόμους και στη δουλειά, όπου πάντα κάποιοι άλλοι, ‘ξένοι’, φταίνε για την κρίση και για τις συμφορές τους. «Οι εβραίοι» ή «οι μασόνοι» που υποτίθεται συνωμοτούν εναντίον μας, για να ελέγξουν τον κόσμο. Έτσι, οι εβραίοι δεν είναι απλά κάποιοι ξένοι που δέχονται το μίσος της ελληνοχριστιανικής πλειοψηφίας – όπως συμβαίνει και με τους μετανάστες. Τους αποδίδεται και μια θέση εξουσίας, μια φαντασίωση πως δήθεν ελέγχουν τον κόσμο, μολονότι οι ίδιοι αποτελούν μια ελάχιστη μειοψηφία σε έναν κόσμο πλειοψηφικά χριστιανικό. Αλλά αυτό το ξέραμε. Το παράλογο είναι κεντρικό στοιχείο του ρατσισμού και του αντισημιτισμού. Και αυτή είναι η μεγάλη διαφορά μεταξύ αντισημιτισμού και ρατσισμού παράλληλα. Ο πρώτος συνιστά και κοσμοαντίληψη. Τα θύματά του γίνονται αντικείμενο φαντασίωσης ως παντοδύναμα, ικανά να κυβερνήσουν τον κόσμο ολόκληρο. Σε εποχές μάλιστα σαν αυτήν όπου η ελεύθερη πολιτική σκέψη παραδίδεται στα ΜΜΕ, το facebook και την κρατική προπαγάνδα, η λογική καταρρέει. Είναι πολύ εύκολο ο εχθρός να εντοπίζεται κάπου μακριά από την άμεση πραγματικότητα μας, τη δική μας ζωή, το δικό μας κράτος, τα δικά μας αφεντικά. Αυτή είναι η ευθύνη που έχουμε όταν ακούμε στη δουλειά, στο τρένο, στην οικογένεια αντίστοιχες μαλακίες. Αυτό που ακούμε να ξεστομίζεται δεν είναι μονάχα οι παραλογι- σμοί κάποιων ‘ψεκασμένων’, είναι και, βάσει μιας ήδη πραγματωμένης γενοκτονίας, η προετοιμασία της επόμενης.

Σε παλιότερο κείμενο στο 0151 («Ολοκαύτωμα και Αντιφασισμός μετά το ‘45», antifa negative, τ.4, Φεβρουάριος 2015) δείξαμε γιατί το να υποτιμάται σήμερα ο αντισημιτισμός δεν φέρει απλά ως αποτέλεσμα την επανάληψη ενός ολέθριου προπολεμικού σφάλματος της αριστεράς, σφάλματος υποτίμησης των εθνικών ιδεών και των κάθε είδους ρατσισμών, αλλά ακόμη περισσότερο συνιστά πια σήμερα την ενίσχυση του αντισημιτισμού σε παγκόσμιο επίπεδο. Τις ημέρες που γράφεται αυτό το κείμενο άλλος ένας αντισημίτης παίρνει ένα όπλο σε ένα σχολείο στη Φλόριντα των Η.Π.Α. και καθαρίζει 17 μαθητές, οι πέντε εκ των οποίων εβραίοι. Εκ των υστέρων ανακαλύπτεται πως ο ίδιος έγραφε συχνά δηλητηριώδη σχόλια στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης ενάντια σε εβραίους, μεξικανούς μετανάστες, gay. Πίστευε ότι οι εβραίοι ελέγχουν τον κόσμο. Ωστόσο, σχεδόν πουθενά σε δημοσιογραφικές αναφορές ή άλλες, πολιτικές, δεν υπάρχει εστίαση ούτε στο αντισημιτικό κίνητρο του δράστη ούτε στην εβραϊκότητα των πέντε από τα θύματά του. Τίποτα δεν κερδίζει η αριστερά από τέτοιες αποσιωπήσεις παρά μόνο τύφλωση. Και αντισημίτες οπαδούς φυσικά.

Και αφού η κληρονομιά του Ολοκαυτώματος δεν λαμβάνεται σοβαρά υπόψη, 73 χρόνια μετά το έγκλημα των εγκλημάτων, πόσο πιθανό είναι να πάρει μια τέτοια αριστερά σοβαρά σήμερα τον αντιδραστικό –εθνικών συμφερόντων– αντικαπιταλισμό, τη συνωμοσιολογία και τον αντισιωνισμό, κάποια από τα σύγχρονα δηλαδή δεκανίκια κάθε δεξιού και αριστερού μέλους του αγαπημένου τους ελληνικού όχλου. Και τρία απαραίτητα συστατικά, ουσιαστικά, του πως διαδίδεται σήμερα ο αντισημιτισμός. Τι θέλει εξάλλου η αριστερά; Μάζες να ‘ναι κι ότι να ‘ναι, τον λαό μαζί της! Τέτοια είναι και η ίδια, εξάλλου, στα μυαλά της. Το ελληνικό παράδειγμα είναι και πάλι το πιο πρόσφορο, τόσο γιατί το γνωρίζουμε από τα μέσα όσο και γιατί δεν γνωρίζουμε άλλο που να μπορεί να επιδείξει τέτοια επίπεδα (αυτο)εξευτελισμού. Κάποιες antifa ομάδες στην ελλάδα ζούνε από κοντά όλο αυτό τον ζόφο γιατί ακριβώς ενοχλούν τον εθνικό κορμό και τα κρατικά συμφέροντα. Η ελληνική αριστερά φυσικά παίζει τον ρόλο του μπόγια σε τέτοιες περιπτώσεις: πάει να μαζέψει τα αδέσποτα σκυλιά, αυτά που χάσανε τον δρόμο τους, αυτά που δεν εξυπηρετούν τον εθνικό λόγο.

Δεν πάει ένας χρόνος, για παράδειγμα, που οι συνελεύσεις autonome antifa και antifa negative έβγαλαν στους δρόμους της Αθήνας αφίσες με τις οποίες σχολιάζανε την ελληνοτουρκική αντιπαράθεση. Πιστές σε διεθνιστικά ‘πιστεύω’, πιστές στο «ο εχθρός είναι εδώ», ή καλύτερα «ο εχθρός είναι η ίδια μας η χώρα», οι antifa ομάδες εξέθεσαν με τον λόγο τους το επιθετικό εθνικιστικό σκεπτικό του ελληνικού ΥΠ.ΕΞ. απέναντι στο τουρκικό κράτος, ‘αδειάζοντας’ ως ανθέλληνες και ανθελληνίδες αντιφασίστριες, τα επικίνδυνα ελληνικά κρατικά σχέδια και δηλώνοντας ευθαρσώς πως δεν πολεμάνε για το ελληνικό κράτος. Παρακρατικοί και (νυν ή πρώην) πράκτορες τότε, όπως π.χ. ο κύριος Καλεντερίδης, βγήκαν στα τηλεοπτικά κανάλια (Ant1 και Star Channel ήταν δύο που πήραμε χαμπάρι εμείς, κατά την δεύτερη εβδομάδα του Απριλίου του 2017) και μίλησαν για τις αφίσες των antifa ομάδων, είπανε ότι είναι «φιλοτουρκικές», ότι «απηχούν τις απόψεις της Τουρκίας», ότι τις εκδίδουν τα «ενεργούμενα» των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών, πράκτορες της ΜΙΤ, ισλαμοφασίστες, αξιωματικοί του γενικού επιτελείου της Τουρκίας κ.τ.λ., ότι πρέπει να κινητοποιηθούν οι εισαγγελικές αρχές και η Ε.Υ.Π. μιας και θίγονται ζητήματα εθνικής ασφάλειας. Αυτά είπανε οι «ειδικοί» του ελληνικού κράτους. Συνωμοσιολογία; Όχι μόνον! Εδώ φυσικά είναι εμφανή τα κίνητρα.

Η ελληνική αριστερά, όμως, οι του λόγου μας το ξέρουμε για τα καλά, δεν πάει πίσω, με τη δική της συναφή πρακτορολογία. Μολονότι η θεωρητική ομάδα Blaumachen διαλύθηκε ατάκτως το καλοκαίρι του 2014, είναι ενδεικτικό το πώς αυτή η ομάδα διέδωσε έναν λόγο συναφή με το Star Channel και τους «ειδικούς» του ελληνικού κράτους, ήδη από τα χρόνια που κάποια μέλη της δεν απολάμβαναν κρατικούς μισθούς. Στο τ.2 των Blaumachen (Καλοκαίρι 2007) το περιοδικό δημοσιεύει το κείμενο «Η Κρυφή Γοητεία του Εισαγόμενου Αντιγερμανισμού» και σε 22 ολόκληρες σελίδες αγκομαχεί να υποστηρίξει πως η αυτόνομη ομάδα Terminal119 μακράν του να υιοθετεί έναν ριζοσπαστικό λόγο, μάλλον καταλήγει να παράγει εθνικιστικό λόγο. Τι εθνικιστικό λόγο; Μα βέβαια, με βάση τα λεγόμενά τους «ισραηλιτικό» και «αλβανικό»! Μα ποιος έχει κίνητρο στην ελληνική αριστερά να ξεφωνίζει «πράκτορες ξένων κρατών» και «εθνικιστές άλλων εθνικισμών» θα μπορούσε να ρωτήσει κανείς/καμιά εύλογα; Μα, ο μπόγιας! Το είπαμε. Και προς απόδειξη αυτού, οκτώ καλοκαίρια μετά τη δημοσίευση του κειμένου αυτού, ο μπόγιας έλαβε την πλούσια αμοιβή του. Ο ένας από τους συγγραφείς του παραπάνω κειμένου που ξεφώνιζε στην ελληνική αριστερά τους «εθνικιστές ξένων εθνικισμών» έγινε διευθύνων σύμβουλος στον ΟΤΕ και γενικός γραμματέας Ανάπτυξης στο αντίστοιχο υπουργείο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Ένα άλλο πιο πρόσφατο δείγμα της ίδιας ποιότητας είναι το blog Sarajevo που στη στήλη του ‘Ασταμάτητη Μηχανή’ (29/01/2018) έγραψε για μια αφίσα που έβγαλε πρωτοβουλία συντρόφων/συντροφισσών με αφορμή την Ημέρα Μνήμης του Ολοκαυτώματος ότι εκδόθηκε από τις… ισραηλινές μυστικές υπηρεσίες. Πολλοί φυσικά υιοθετούν τις απόψεις περί πρακτορολογίας και συνωμοσιολογίας μιας και, όπως είπαμε, ζούμε στην ελλάδα, την αντισημιτική ελλάδα, την ελλάδα των καφενείων του όχλου, την ελλάδα της πρακτορολογικής κληρονομιάς του αριστεροπατριωτικού ΚΚΕ, την ελλάδα της ΕΥΠ που ασχολείται φυσικά με τους πράκτορες άλλων κρατών. Και βασισμένοι διάφοροι σε τέτοιου είδους αντιλήψεις και πρακτικές, έχουν επιδείξει και απέναντι σ’ εμάς κατά καιρούς την εχθρότητά τους είτε μέσα από λεκτικές, ή ακόμα και σωματικές, επιθέσεις είτε γράφοντας πάνω στις αφίσες μας στο δρόμο το όνομα «Soros», είτε γράφοντας κάτω από τα συνθήματά μας τη λέξη «Πράκτορες» και άλλα τέτοια ωραία. Περιττό να ξαναπούμε ότι αυτού του είδους «τα επιχειρήματα» αποτελούν το μεδούλι του αντισημιτισμού. Φυσικά, οι Blaumachen και το blog .Sarajevo δεν έχουν διαπράξει σωματικές/λεκτικές επιθέσεις.

 

2. Εδώ Υπάρχουν “Γιατί”

Σαν σε μια υπέροχη διαλεκτική, την ώρα που τα παραπάνω γίνονται στην ελληνική αριστερά, ο ελληνικός φιλελεύθερος λόγος όλου του πολιτικού φάσματος, έχει αρχίσει να ανακαλύπτει το Ολοκαύτωμα, ειδικά μετά το 2010, ειδικά μετά την προσέγγιση του ελληνικού και του ισραηλινού κράτους. Για την ποιότητα του φιλελεύθερου αντι-αντισημιτισμού τα έχουμε ήδη πει σε αυτό εδώ το περιοδικό (βλ. τα παλιότερα κείμενα «Περί Ισλαμοφασισμού: μια επιστολή του Café Morgenland στο Terminal 119», τ.4, Φεβρουάριος 2015 και «Στα Ίχνη της ελληνικής Ευθύνης», τ.8, Ιούνιος 2016). Ο φιλελεύθερος αντι-αντισημιτισμός, για να συνοψίσουμε όσα έχουμε ήδη πει, με μεγαλύτερη ένταση μετά το 2010 δείχνει οποία ευαισθησία για τον αντισημιτισμό, ή μάλλον αρχίζει να θυμάται κάτι για το Ολοκαύτωμα, μιας και α) μυρίστηκε απολαβές (χρηματικές ή άλλες), β) ή ποντάρει στη συνεργασία Ισραήλ και Ελλάδας και φυσικά στα όποια οφέλη μπορεί να δοκιμάσει η δεύτερη, γ) ή δεν γουστάρει τους μουσουλμάνους (βλ. «ισλαμοφασίστες») και ποντάρει στη σύγκρουση Ισραήλ και αραβικών κρατών, ή και όλα τα παραπάνω μαζί. Και, αντίστοιχα, ο φιλελεύθερος αντι-αντισημιτισμός δεν πρόκειται ποτέ να θίξει συγκεκριμένα συμφέροντα, πόσο μάλλον τα ίδια τα ελληνικά κρατικά συμφέροντα. Έτσι, αρέσκεται να παραμένει συνήθως σε ζητήματα… μνήμης και λήθης παρά σε… τετριμμένα υλικά ζητήματα, π.χ. εβραϊκών ιδιοκτησιών (που να ξεσπιτώνεις την Εθνική Τράπεζα στην οδό Αριστοτέλους, για παράδειγμα). Αν είναι για έναν λόγο εκνευριστικός ο φιλελέ αντι-αντισημιτισμός (καταχρηστικά, ‘αντι-αντισημιτισμός’ έτσι;) είναι για τον λόγο που είναι εκνευριστικός και κάθε φιλελέ λόγος ενάντια και καλά στις «σεξιστικές διακρίσεις», το «φαινόμενο του ρατσισμού» και άλλα τέτοια. Γιατί υποδύεται μια αντίσταση στην εξουσία, γιατί ορατοποιεί μια σχέση εξουσίας για να κατακτήσει τον χώρο αντίδρασης σε αυτήν με το ένδυμα της ‘νηφάλιας ευαισθησίας’. Ο φιλελεύθερος λόγος δεν έχει αιχμές και δεν γουστάρει τις αυτόνομες συλλογικές διαδικασίες. Γιατί όλα αυτά προϋποθέτουν ότι μιλάς για τον αντισημιτισμό χωρίς να παίρνεις μισθό ή άλλες απολαβές ή να ‘ξεπλένεις’ κάποιο κράτος, γιατί οι αιχμές σημαίνουν ότι ο αντισημιτισμός, ο ρατσισμός και όλα τα καλά δεν είναι απλά ουρανοκατέβατα φαινόμενα (σαν το χαλάζι) αλλά σχέσεις ριζωμένες κοινωνικά που αλλάζουν μόνο μέσω συγκρούσεων. Και κάπως έτσι, για κάτι τέτοιους λόγους, δεν γουστάρει τον αντικρατισμό σίγουρα ο φιλελεύθερος λόγος. Και άρα, στην περίπτωση του αντισημιτισμού και του Ολοκαυτώματος, τα όρια του λόγου του είναι συγκεκριμένα. Επειδή, το να μιλήσεις για το Ολοκαύτωμα των ελλήνων εβραίων, βγάζοντας από την εξίσωση τη συμβολή του ελληνικού κράτους σε αυτό, σημαίνει τουλάχιστον ότι είσαι επιδέξιος μπαγάσας.

 

Με τον πρόσφατο λόγο του Μπουτάρη στη Θεσσαλονίκη (31.01.2018),1 με αφορμή τα εγκαίνια του Μουσείου του Ολοκαυτώματος στην πόλη, και τις αντιδράσεις που προκάλεσε αυτός ο λόγος βλέπουμε μια εμπειρική επανάληψη των όσων είχαμε ξαναγράψει λοιπόν στο παρελθόν. Ξεχωρίσαμε τουλάχιστον δύο επιδέξιους μπαγάσες σε αυτό το πλαίσιο. Ο ένας είναι βέβαια ο κειμενογράφος του λόγου του Μπουτάρη. Long story short, ο λόγος του δημάρχου ανακαλεί την περίπτωση μιας εβραίας σαλονικιάς που στάλθηκε για εξόντωση στην Πολωνία και της τύχης που είχε το σπίτι της και τα υπάρχοντά της, θίγοντας βέβαια το πώς η ιστορία της Μπουένα Σαρφατή δεν ήταν μοναδική, ίσα-ίσα, εκτυλίχθηκε σε χιλιάδες ακόμα περιπτώσεις και ο δήμαρχος στιγμάτισε τι σημαίνει όλο αυτό για το παρελθόν και το παρόν της πόλης της Θεσσαλονίκης. Όλα πολύ σωστά φυσικά. Δεν το συζητάμε ότι υπάρχει διαφορά όχι μόνον μεταξύ των λόγων του Μπουτάρη και των λόγων κάθε προηγούμενου δημάρχου της Θεσσαλονίκης αλλά και ολόκληρης σχεδόν της ξεφτιλισμένης ελληνικής αριστεράς (που δεν έχει γράψει και πει ποτέ καν τέτοια πράγματα). Ωστόσο, θα μας έμοιαζε κραυγαλέο να μην σχολιάσουμε το τέλος της ομιλίας του Μπουτάρη που εκεί πια φανερώνει και την καταγωγή του λόγου του. Λέει, λοιπόν, στο τέλος ο Μπουτάρης: «Πολλοί μας ρωτούν γιατί.

 

Γιατί αυτή η όψιμη έμφαση στην ιστορία και τη μνήμη των θεσσαλονικιών Εβραίων; …προσωπικά, προτιμώ να απαντήσω παραφράζοντας τον Πρίμο Λέβι. «Εδώ, δεν υπάρχουν γιατί», του απάντησε ο Γερμανός φρουρός, μόλις ο Λέβι έφθασε στο Άουσβιτς. «Εδώ, δεν υπάρχουν γιατί», θα μπορούσα να απαντήσω και εγώ σε όσους παραξενεύονται με την επιμονή μου.» Εδώ βέβαια αρκεί να γνωρίζει κανείς τη διαφορά μεταξύ ‘παράφρασης’ και ‘κατάχρησης’ του λόγου του Πρίμο Λέβι. Ο Πρίμο Λέβι αναφέρει τη γνωστή πλέον φράση «Hier ist kein warum» για να δηλώσει πράγματι ότι με τη βιομηχανική εξόντωση των εβραίων στο Άουσβιτς, η λογική συναντούσε τα όρια της. Δεν υπάρχει τελικό ‘γιατί’ στην εξόντωση των έξι εκατομμυρίων εβραίων. Ωστόσο, στην περίπτωση του δήμου Θεσσαλονίκης δε νομίζουμε ότι η ίδια φράση μπορεί να ειπωθεί παρά μόνο ως κατάχρηση. Το «γιατί» υπάρχει. Είναι καθαρό, δεν είναι εγκληματικό εδώ που τα λέμε για έναν ανώτερο κρατικό υπάλληλο (λιγάκι ανήθικο ίσως;) και μεταξύ άλλων ο δήμαρχος το έχει ομολογήσει αλλού πολλάκις: η οικονομική τόνωση της Θεσσαλονίκης μέσω του ισραηλινού τουριστικού διαύλου. Η Θεσσαλονίκη επιστρέφει στον χάρτη των μαρτυρικών πόλεων. Η Θεσσαλονίκη ανακαλύπτει απότομα και ‘πουλάει’ το Ολοκαύτωμά της. Είναι γλυκό το σπάσιμο νεύρων που προσφέρει ο Μπουτάρης σε ένα κομμάτι του εθνικού κορμού της πόλης. Είναι πολύ γλυκό στον λόγο του να διαβάζει κανείς για τον Άγιο Δημήτριο ως το πραγματικό «εβραϊκό μαυσωλείο» της πόλης. Και είναι πικρό, πολύ πικρό, ότι η Θεσσαλονίκη, οι χριστιανοί της πια, ρεφάρει, όπως και όσο ρεφάρει στην κρίση, μέσω των νεκρών της, των εξοντωμένων της εβραίων. Αυτή είναι η πικρή αλήθεια. Αυτό είναι το πρώτο ενσταντανέ του φιλελεύθερου λόγου ενάντια στον αντισημιτισμό που επιλέξαμε να σχολιάσουμε.

Υπάρχει και δεύτερο. Είναι η απάντηση στον λόγο του Μπουτάρη εκ μέρους του αξιότιμου κ. Κασιμάτη της Καθημερινής (16.09.2018). Ο κύριος Κασιμάτης, αν τον ρωτήσετε, αποκλείεται φυσικά να δηλώσει αντισημίτης. Ίσα-ίσα, κι αυτός ο κύριος Κασιμάτης, ο κύριος «ευχαριστώ τη Χρυσή Αυγή»2 θα τρέξει να δηλώσει μεγάλος πολέμιος του… φαινομένου. Ο κυρίος Κασιμάτης, γνώστης της ρητορικής, πιάνεται από το «αδύναμο σημείο» του λόγου του Μπουτάρη: την αναφορά στη μνήμη της σαλονικιάς εβραίας Μπουένας Σαρφατή. Και αντιπαραθέτει εκεί, στο μεταμοντέρνο ύφος της ομιλίας του Μπουτάρη, με τα βιωματικά του εργαλεία και τα όλα του, την στιβαρή άποψη (δηλαδή ιστορική-πολιτική ερμηνεία) ενός έγκυρου καθηγητή ιστορίας, του κ. Μαυρογορδάτου. Ο Μαυρογορδάτος, γράφοντας στο τελευταίο του βιβλίο για το 1922 και τις συνέπειες του στον μεσοπόλεμο, έχει τη δική του άποψη για το ζήτημα «εβραίοι Θεσσαλονίκης και ελληνικό κράτος». Και αυτή η άποψη μεταφέρεται πιστά από τον κ. Κασιμάτη στην Καθημερινή. Για να μη σας κουράζουμε και να μην ξεράσετε με το κασιμάτειο ύφος, ας κρατήσουμε την ουσία των λεγομένων του:

«οι εβραίοι της Θεσσαλονίκης ήταν αλλόγλωσσοι και αλλόπιστοι, συνεπώς μη αφομοιωμένοι, οι οποίοι δεν έλεγαν να πάρουν απόφαση πως θα γίνουν έλληνες πολίτες, πιστοί του ελληνικού εθνικισμού. Αυτή τους η ξεροκεφαλιά, σε συνδυασμό με το ότι διαλέξανε οι ίδιοι να συγκρουστούνε με τους φιλοβενιζελικούς πρόσφυγες και τον ίδιο τον βενιζελικό κρατικό μηχανισμό, τους οδήγησε σε μειονεκτική θέση μέσα στη Θεσσαλονίκη». Ακριβώς για αυτούς τους λόγους μεταπολεμικά, σε κανέναν δεν έλειψαν και κανείς δεν τους θυμήθηκε και ούτε ήθελε να τους θυμηθεί. Με λίγα λόγια, ο κ. Κασιμάτης μας γράφει ότι οι εβραίοι της Θεσσαλονίκης καλά έπαθαν, τα ‘θελαν και τα ‘παθαν, ή τέλος πάντων, αν δεν το λέει ο ίδιος ακριβώς με αυτές τις λέξεις, αφήνει τον έξυπνο αναγνώστη να το καταλάβει. Με λίγα λόγια, ο Κασιμάτης αναλαμβάνει δημοσίως την πρώτη που γνωρίζουμε μετά τη μεταπολίτευση ανάληψη ευθύνης για τα όσα εγκληματικά διέπραξε στο μεσοπόλεμο το βενιζελικό κράτος και οι φασίστες της ΕΕΕ. Λογικό φυσικά από τον κύριο «ευχαριστώ τη Χρυσή Αυγή» και δεν περιμέναμε λιγότερα από τέτοιο σκουπίδι.

Από την άποψη του Μπουτάρη μέχρι αυτή του Κασιμάτη κινείται ένα εκκρεμές, το εκκρεμές του φιλελεύθερου λόγου στην ελλάδα. Στη μια του πλευρά μπορεί να έχει τις καλές του ‘δικαιωματικές’ στιγμές, μια κάποιου είδους συγκυριακή ‘ιστορική δικαίωση’ αλλά όλα αυτά θα υπάρξουν συνήθως γιατί υπάρχει ένα κάποιο περιθώριο απολαβών, ένα περιθώριο παραγωγικής ανταπόδοσης, ίσως και μια κρατική δουλειά που κάποιος έπρεπε να την κάνει γιατί έτσι ‘μας λέει η Ε.Ε.’, γιατί έτσι επέλεξε να ‘ξεπλυθεί’ ο γερμανός πρόεδρος που εξασφάλισε τα δέκα εκατομμύρια ευρώ για το μουσείο του Ολοκαυτώματος στη Θεσσαλονίκη, γιατί… γιατί… γιατί… Από την άλλη πλευρά του εκκρεμούς είναι οι κύριοι Κασιμάτηδες, οι κρυφοφασίστες με τη γλυκιά γλώσσα, οι ρατσιστές με πτυχία, οι γραβατωμένοι αντισημίτες που κλείνουν το μάτι στην ελληνική εθνικιστική δράση εδώ και 90 χρόνια περίπου. Αυτός είναι ο λόγος που δεν πρέπει να ψάξουμε σε αυτό το εκκρεμές ένα σημείο της ταλάντωσής του που να μας ταιριάζει.

Αλλά πέρα από αυτό το συμπέρασμα περιεχομένου, ας κρατήσουμε και κάτι ακόμα. Κάτι μεθοδολογικό που ήδη υπονοήσαμε πριν. Οι εμπειρίες, τα βιώματα των εβραίων που επέζησαν αλλά όχι μόνον, τα εμπειρικά θραύσματα της μνήμης των θυμάτων των ναζί ή και του ελληνικού κράτους και όχλου, πέρα από θραύσματα που αναδεικνύουν τον θάνατο, είναι χρήσιμοι οδηγοί για εμάς. Για το τι κοινωνία είναι αυτή στην οποία ζούμε, για το τι εγκλήματα έχουν διαπραχθεί στον τόπο που μεγαλώσαμε. Αλλά τα θραύσματα από μόνα τους μπορούν να λειανθούν. Ο καθένας μπορεί να πάρει ένα βίωμα κάποιου και να το παραθέσει αυτούσιο, περιμένοντας την ερμηνεία να έρθει από μόνη της, σαν επιφοίτηση, αλλά αυτή δεν θα ‘ρθει. Απέναντι στα αποσπασματικά βιώματα, όσα παρατίθενται απλώς ως τέτοια, λες και συνιστούν την ίδια την αλήθεια και το κλείσιμο μιας συζήτησης, ενώ αποτελούν οδηγούς για την αλήθεια και την μετέπειτα συζήτηση, φυσικά θα έρθει να αντιπαρατεθεί η στημένη ιστορική ερμηνεία –η οποία βέβαια συνιστά πολιτική, πολιτικότατη άποψη.3 Τίθεται, λοιπόν, ξανά το ζήτημα των ορίων της χρήσης του βιωματικού λόγου. Δίχως την επεξεργασία, δίχως τη συζήτηση και την απόφαση στις οποίες μας οδηγούν τα βιώματα, ακόμα και αυτά του Λέβι όπως φάνηκε στον λόγο του Μπουτάρη, όλες αυτές οι φράσεις που βάζουν λίγο καθαρό αέρα στον σάπιο κόσμο που ζούμε, μοιάζουν σαν απασφαλισμένες χειροβομβίδες.

Κλείνοντας έτσι όσα είπαμε πριν, πως έχει δηλαδή σημασία πολλές φορές όχι το τι λέγεται (ειδικά στην ελλάδα), αλλά το από ποια πλευρά και με ποιο φακό χρησιμοποιούνται αυτά που λέγονται, γυρνάμε ξανά στον συνήθη ύποπτο διαστρέβλωσης, την ελληνική αριστερά. Από τα πιο παλιά κείμενα μας μέχρι και σήμερα, έχουμε τονίσει ξανά και ξανά πως αν έχει κάποια σημασία η στάση της ελληνικής αριστεράς για τα διεθνή –και αυτά περί της Μέσης Ανατολής συμπεριλαμβανομένων– αυτό δεν έχει να κάνει προφανώς με το τι θα γίνει στη Μέση Ανατολή αλλά κυρίως με το τι θέλουν αυτοί οι αριστεροί για την ίδια τους τη χώρα. Αντίστοιχα, σε ό,τι αφορά το δικό μας συνάφι, όποια κριτική αναπτύξαμε ποτέ ενάντια στον αντισημιτισμό, ήταν πάντοτε μια κριτική ενάντια στον ελληνικό αντισημιτισμό, μια κριτική που εστίαζε τελείως μονόπλευρα (ναι!) στην ελληνική οπτική για τη σύγκρουση στη Μέση Ανατολή. Με λίγα λόγια δεν μας ενδιέφερε ποτέ να πάρουμε θέση για το με ποιον είμαστε στη σύγκρουση Ισραήλ-Αράβων της Παλαιστίνης, μας ενδιέφερε πάντοτε να πάρουμε θέση ενάντια στην ελληνική οπτική όμως πάνω στην προαναφερθείσα σύγκρουση. Τα τεκμήρια πολλά και διάσπαρτα. Μόνο με βάση αυτό το σκεπτικό γράψαμε και υποστηρίζουμε ακόμα ότι ο αντισιωνισμός είναι αντισημιτισμός. Μόνο με βάση αυτό το σκεπτικό γράψαμε και υποστηρίζουμε ότι το ισραηλινό κράτος είναι τόσο κακό όσο όλα τα υπόλοιπα κράτη – και ότι εμείς βρισκόμενοι στην ελλάδα οφείλουμε πρώτα και κύρια να επιτεθούμε στη χώρα μας, εμπιστευόμαστε δε και επικροτούμε τους συντρόφους μας στη Μέση Ανατολή να κάνουν το ίδιο ενάντια στις χώρες τους. Μόνον με βάση αυτό το σκεπτικό γράψαμε και υποστηρίζουμε ότι η ξεφτιλισμένη ελληνική αριστερά δεν πιάνει το επίπεδο της ισραηλινής αριστεράς ούτε κατ’ ελάχιστον. Και μόνον με βάση αυτό το σκεπτικό γράψαμε και υποστηρίζουμε ότι όσα παλαιστινιακά κι αν φορέσουν η ελληνική αριστερά –και όλοι οι μπλόγκερς της μαζί– αυτά δεν έχουν να κάνουν με τον αραβικό εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των εκεί Αράβων αλλά με τις ορέξεις και τις ονειρώξεις των εδώ ελλήνων. Και μόνον με βάση αυτό το σκεπτικό, τέλος, έχουμε ασκήσει στο παρελθόν κριτική στην πατριωτική αντι-ιμπεριαλιστική άποψη που δήθεν στιγματίζει το ελληνικό κράτος για τις συμμαχίες του με τον ‘διάβολο-Ισραήλ’ ή τον ‘διάβολο-Η.Π.Α.’, κάνοντας τουμπεκί για άλλες ‘αγγελικές’ διακρατικές συμμαχίες του. Γιατί, βέβαια, όταν το μόνο που έχεις να καταλογίσεις στο ελληνικό κράτος είναι η συμμαχία του με το ‘διαβολικό Ισραήλ’, υπονοείς ότι αν αυτό το κράτος δεν συμμαχούσε με το Ισραήλ, θα ήταν ‘καλό’. Γιατί, βέβαια, όταν εν έτει 2018 το μόνο που έχεις να καταλογίσεις στο ελληνικό κράτος είναι η συμμαχία του με το ‘διαβολικό Ισραήλ’, απλά πετάς την μπάλα στην κερκίδα και κάνεις τουμπεκί για τις δολοφονικές ορέξεις (και τις κρατικές και αυτές του όχλου) της ίδιας σου της χώρας: την αφύπνιση του εθνικού κορμού και τα επεκτατικά πλάνα του υπερδραστήριου ελληνικού ΥΠ.ΕΞ. για να πούμε μόνο δύο από τα πολλά που συμβαίνουν σήμερα.

Για όλους τους παραπάνω λόγους ξαναγράφουμε σήμερα ότι, το τι έχει να πει η ελληνική αριστερά για τη Μέση Ανατολή περισσότερα έχει να μας πει για αυτή την ελληνική αριστερά (που μια χαρά την ξέρουμε κιόλας) παρά για τη μέση ανατολή (για την οποία γνωρίζουμε πολύ λιγότερα). Όταν βλέπεις π.χ. ένα ριζοσπαστικό κατά τα άλλα έντυπο να υποστηρίζει ρητά και ξάστερα την ιρανο-λιβανέζικη Χεζμπολάχ του Σεϊχη Νασράλα, δεν μπορείς να μην πεις ότι κάτι πάει στραβά. Όταν βλέπεις π.χ. μια αφίσα με το σύνθημα «η αντίσταση είναι γυναίκα» να απεικονίζει μια κουκουλωμένη όμορφη, με μέινστριμ όρους, γυναίκα, τότε το τι λες για τη Μέση Ανατολή δεν έχει απολύτως καμία σημασία, αλλά κυρίαρχη σημασία έχει το πώς νοηματοδοτεί την «αντίσταση» όποιος βγάζει την αφίσα αυτή και το τι άποψη έχει για τη γυναικεία φιγούρα στις αφίσες του. Δεν είναι αυτή η γυναικεία φιγούρα που μιλάει μέσα από μια τέτοια εικόνα, όπως θα ‘θελε ίσως η διαφήμιση να πιστέψουμε, αλλά κάποιος άλλος βλέπει μέσα από την αφίσα. Αυτό είναι και το μόνο άξιο προβληματισμού εδώ.

Με αυτό το κείμενο δεν θέλαμε μόνο να γράψουμε για την κατάντια της ελληνικής αριστεράς με αφορμή την ημέρα μνήμης του Ολοκαυτώματος και να θυμίσουμε τους έλληνες εβραίους που χάθηκαν, αυτούς που κάποτε, πριν 100 χρόνια ακριβώς δημιουργήσανε την ίδια την ελληνική αριστερά. Δεν θέλαμε μόνο να εκθέσουμε τον ελληνικό φιλελεύθερο λόγο και την κενότητά του με αφορμή την ημέρα μνήμης του Ολοκαυτώματος και το πώς οι μεν και οι δε οργανώνουν τα πολιτικά τους παιχνίδια πάνω στο έγκλημα των εγκλημάτων, για το καλό της χώρας, για το καλό της πατρίδας των ελλήνων. Καμία λύτρωση δεν μπορούμε να βρούμε από την υποκρισία των μεν φιλελεύθερων και την ξεφτίλα των δε αριστερών. Θέλαμε να υπενθυμίσουμε την επικαιρότητα του αντισημιτισμού. Είναι ακόμα μπροστά μας, έστω κι αν ξεκληρίστηκε το ένα τρίτο του παγκόσμιου εβραϊκού πληθυσμού 73 χρόνια πριν. Το Άουσβιτς είναι ξανά μια αφετηρία για την αντιφασιστική σκέψη. Για το ρόλο των κρατών στα οποία ζούμε και τα οποία επιβίωσαν όλα αυτά τα χρόνια χάρη και στα έξι εκατομμύρια εβραϊκά πτώματα. Για το ρόλο όλων μας στην αντιμετώπιση των κυρίαρχων ιδεολογικών αντισημιτικών αντιλήψεων που ξανά σήμερα θριαμβεύουν στα κεφάλια εκατομμυρίων. Κανένα ριζοσπαστικό κίνημα δεν πρόκειται να στηθεί δίχως να κηρύξει ολομέτωπη επίθεση στην αντιδραστική αντίσταση, τον εθνικισμό, τη συνωμοσιολογία, τις φενάκες κάθε εθνικού κράτους και κορμού. Κανένας κόσμος που να μας χωράει δεν μπορεί να υπάρξει με τέτοια θεμέλια.

Σχεδιάγραμμα για τη συζήτηση για το μακεδονικό

η ελληνική ιστορία από πόλεμο σε πόλεμο

Τις τελευταίες μέρες γίναμε μάρτυρες της παρέλασης των καρνάβαλων του εθνικού ζόφου στις πόλεις της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, με αφορμή πάλι το όνομα του κράτους της Μακεδονίας. Δεν ήταν μόνο η γελοιότητα του όχλου αυτού που μας έκανε να συζητήσουμε τα περί ‘μακεδονικού’. Υπάρχει και κάτι σοβαρό γύρω από όλη αυτή την εκκωφαντική γελοιότητα. Οι εμφανίσεις αυτού του όχλου, πιστεύουμε, τέμνονται ιστορικά με κρίσιμους κόμβους της ελληνικής εθνικής ιστορίας, από το έργο της καταστολής της μακεδονικής μειονότητας μέχρι την ίδια την αναγέννηση του εθνικού κορμού στην ελλάδα. Αποφασίσαμε ήδη από πέρυσι στο antifa negative να συζηταμε αυτό το ζήτημα για να δουλέψουμε ένα νέο τεύχος. Από τις αρχικές μας κουβέντες κρίναμε πως πρέπει να υπάρχει μια ιστορική εισαγωγή που να μιλάει από αντιφασιστική σκοπιά για την εθνοκάθαρση της μακεδονικής μειονότητας, δείχνοντας με ξεκάθαρο τρόπο πως το ελληνικό κράτος που δήθεν ποτέ δεν έκανε επεκτατικούς πολέμους, έκανε έναν τέτοιο -και μάλιστα πολύ πετυχημένο- τον οποίο συνόδευσε μετά την κατάκτηση της Μακεδονίας με μια εθνοκάθαρση σε βάθος δεκαετιών. Το τι γίνεται από το 1992 και έπειτα -με τη συγκρότηση του μακεδονικού κράτους και την ανασυγκρότηση του εθνικού κορμού- είναι φαινομενικά ένα τελείως διαφορετικό πράγμα. Και όχι, παράλληλα. Με την έννοια ότι ο αναγεννημένος ελληνικός εθνικός κορμός κλείνει από το 1992 μέχρι και σήμερα φανερά το μάτι σε έναν μελλοντικό πόλεμο. Και έτσι από τότε μέχρι σήμερα βλέπουμε ένα νήμα να υπάρχει μπροστά μας. Από πόλεμο σε πόλεμο. Το ελληνικό κράτος το “φιλειρηνικό”. Και ο λαός του. Ο “καλός” και ο “άγιος”. Αυτό το κείμενο εδώ λειτουργεί σαν σχεδιάγραμμα και για το τι καταθέσουμε στο μέλλον, μολονότι η έμφαση στο ιστορικό κομμάτι του “μακεδονικού” θεωρούμε εδώ ότι πρέπει να πάρει περισσότερο χώρο.

Η κατάκτηση της Μακεδονίας

Η προσάρτησης της Μακεδονίας αποτελεί τη σημαντικότερη στρατιωτική επιχείρηση που έχει εμπλακεί το ελληνικό κράτος στη σύγχρονη ιστορία του. Για καμιά άλλη περιοχή που αποτέλεσε στόχο του ελληνικού αλυτρωτισμού δεν χρειάστηκε να δαπανηθούν τόσα χρήματα και να γίνουν τρεις διαφορετικοί πόλεμοι: ένας ανεπίσημος, ο Μακεδονικός Αγώνας, και δυο επίσημοι, οι Βαλκανικοί του ’12- ’13. Ας πιάσουμε τα πράγματα όμως με τη χρονολογική τους σειρά. Στις αρχές του 20ου αιώνα, η ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας χαρακτηρίζεται από την γλωσσική και την εθνοτική της πολυμορφία: Εβραίοι, Τούρκοι, Βούλγαροι, Σλαβόφωνοι Μακεδόνες, Βλάχοι και Ρομά, όλοι και όλες αυτοί και αυτές συνυπάρχουν στην περιοχή με τους έλληνες, συνθέτοντας ένα ιδιαίτερο κοινωνικό και πολιτισμικό μωσαϊκό. Αν μια λέξη χαρακτηρίζει το εθνικό φρόνημα των πληθυσμών της περιοχής τότε, αυτή είναι η ρευστότητα, ενώ φυσικά το ίδιο ισχύει και για το θρησκευτικό αίσθημα των ντόπιων· οι ιστορικές πηγές της περιόδου είναι παραπάνω από κατατοπιστικές. Για του λόγου το αληθές λοιπόν, ο μακεδονομάχος Ιωάννης Καραβίτης σημειώνει ότι «συνέβη να βαδίζουμε δέκα ημέρας εντός ελληνόφωνου ζώνης και να μη κατορθώσουμε να ιδούμε ένα χριστιανό φίλο». [1] ενώ ο Πάτροκλος Κοντογιάννης, επιφορτισμένος με την κατάρτιση του εθνογραφικού χάρτη για το Υπουργείο Εξωτερικών είναι ακόμα πιο ξεκάθαρος: «Εν τοις χωρίοις της μέσης Μακεδονίας», γράφει, «δεν είναι δυνατόν να γίνη εθνογραφική διαφορά, αφού δεν είναι δυνατόν εκ δυο αδελφών να είναι ο μεν Έλλην ο δε Βούλγαρος, δεν είναι δυνατόν δυο αδελφοί ν’ ανήκωσι εις φυλάς διαφόρους». [2] Το στοίχημα εδώ για το ελληνικό κράτος διαγράφεται με σαφήνεια. Η αποκρυστάλλωση του αισθήματος των Μακεδόνων θα προσδιορίσει τελικά το περιεχόμενο της εθνικότητάς τους, η οποία σε πρώτη φάση βρίσκεται στο στάδιο της ζύμωσης. Η ελλάδα καλείται ούτε λίγο ούτε πολύ να ανταγωνιστεί τους βαλκάνιους γείτονές της, και ειδικά το κράτος της βουλγαρίας, αρχικά στο στίβο της προπαγάνδας, βάζοντας στο επίκεντρο όχι μόνο τους βουλγαρόφωνους πληθυσμούς αλλά και τους ελληνόφωνους, που κάθε άλλο παρά έλληνες νιώθανε.

Οι βασικοί πυλώνες της προπαγάνδας και της ενέργειας του ελληνικού κράτους στη Μακεδονία εκείνη την εποχή υπήρξαν τρεις. Είναι οι παπάδες του, οι εκπαιδευτικοί και οι έλληνες πρόξενοι που πρωταγωνιστούν στη διαμόρφωση της ελληνικής συνείδησης στην περιοχή. Το ελληνικό κράτος, εκμεταλλευόμενο την κινητικότητα των εκεί πληθυσμών ως προς την εκκλησιαστική και τη σχολική τους ένταξη, εξαπολύει τους πράκτορές του να αναλάβουν τα υπόλοιπα. Μην κοιτάτε που οι πράκτορες τότε τύχαινε να φοράνε ράσα ή κρατάγανε την βέργα του δασκάλου. Πράκτορες ήταν. Και τους δόθηκε και το σωστό μέσο για να επιτελέσουν το έργο τους. Χρήματα. Μπόλικο χρήμα, χρήμα για να δωροδοκήσουν τους γηγενείς, να εξαγοράσουν την υποστήριξή τους και να χτίσουν την ιδεολογική τους προπαγάνδα. Τι περιλάμβανε όμως αυτή η προπαγάνδα; Η βασική δομή της συνίστατο στην καλλιέργεια της αντίληψης στον διεκδικούμενο πληθυσμό πως κατάγεται από αρχαίους μακεδόνες, στην πεποίθηση πως η γλώσσα που μιλούσε οφείλεται σε «ιστορικό ατύχημα» το οποίο μπορεί και πρέπει να διορθωθεί, ενώ τέλος επιστρατεύτηκε και η υποτιθέμενη φυσιογνωμική διαφορά μεταξύ των βουλγάρων και της «αρχαιοελληνικής κατατομής» των υπολοίπων. Η δημιουργία ρήγματος στον αντίπαλο, δια του προσεταιρισμού με όλα τα μέσα ολόκληρων χωριών ή μεμονωμένων κομιτατζήδων αποτέλεσε το άλφα και το ωμέγα για τους έλληνες επιχειρούντες εκείνη την εποχή. Τι και αν πολλές φόρες ήρθαν σε κόντρα μεταξύ τους, τι και αν οι πρόξενοι του ελληνικού κράτους αποκαλούσαν στις επιστολές τους, τους κληρικούς συναδέλφους τους αγροίκους, όλους τους ένωνε ένας κοινός στόχος: ο εξελληνισμός της Μακεδονίας. Και μια ιδεολογία. Η εθνική.

Πολλές φορές όμως αυτά τα μέσα δεν φέρνουν και το επιθυμητό αποτέλεσμα. Λίγο το πολυδάπανο της προπαγανδιστικής αυτής επιχείρησης, λίγο η ανικανότητα των εκπαιδευτικών και των ρασοφόρων, οδηγούν το ελληνικό κράτος να υποστηρίξει τις επιχειρήσεις του στη Μακεδονία και με τα γνωστά σώματα των Μακεδονομάχων. Όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος λένε· και αυτό ακριβώς εφαρμόζουν οι έλληνες εξαπολύοντας τον πρώτο και ανομολόγητο Μακεδονικό Αγώνα. Σε όλη τη διάρκεια του αγώνα αυτού (1904-8), τα ένοπλα σώματα εκτοπίζουν το σχολείο απ’ τη μέχρι τότε θέση του ως υπ’ αριθμόν ένα μηχανισμού χάραξης εθνικής ιδεολογίας. Ο μαυροπίνακας δίνει τη θέση του στις βαρβαρότητες και τις βιαιότητες των ελλήνων πολεμιστών, που συχνά, για να υλοποιήσουν τα αιματηρά σχέδιά τους δεν διστάζουν να συνεργαστούν με τις τουρκικές αρχές και στρατεύματα. Χαρακτηριστικά παραδείγματα για την πολεμική σύμπλευση αυτή των ελλήνων με τον κατά τα άλλα «προαιώνιο εχθρό» (sic) τους είναι οι κοινές τους προσπάθειες στον Βάλτο, την περιοχή που τα εγκλήματα των ελλήνων εκεί αναλαμβάνει να ξεπλύνει η Πηνελόπη Δέλτα μετέπειτα, καθώς και στην καταστολή της εξέγερσης του Ίλιντεν. Αν το καλοσκεφτούμε έτσι, τελικά ο Μακεδονικός Αγώνας δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια πολεμική επέμβαση της ελλάδας στο εσωτερικό ενός άλλου κράτους, ένας πόλεμος μυστικός, που δεν προκύπτει από καμιά διπλωματική συνθήκη και από καμιά εναντίωση στην οθωμανική κυριαρχία, αλλά εξαπολύεται στους βούλγαρους και στους σλαβομακεδόνες. Και, πάνω από όλα, είναι ένας πόλεμος με πολλούς, πάρα πολλούς, νεκρούς.

Όλα τούτα όμως δεν είναι παρά το πρελούδιο για το τι περιμένει τους πληθυσμούς αυτούς της Μακεδονίας από το ελληνικό στρατό στους Βαλκανικούς Πολέμους και τη δεκαετία μετά από αυτούς. Η δεκαετία για την οποία μιλάμε εδώ, αυτή μεταξύ του 1912 και του 1922, παραμένει σχεδόν άγνωστη ιστορικά ακόμα και σήμερα. Η ελληνική ιστοριογραφία ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε να τη φωτίσει, παρά αναπαράγει τα επιχειρήματα του ελληνικού κράτους περί απελευθέρωσης της Μακεδονίας, στοχεύοντας περισσότερο στην ηρωποιητική δικαίωση των πρωταγωνιστών της παρά στο να ομολογήσει την ωμή πραγματικότητα. Έτσι, αυτό που έμεινε και δε μας είπε ποτέ κανένας και καμιά πλην ελαχίστων, είναι πως στα εδάφη της Μακεδονίας αυτά που συντελέστηκαν τότε κάθε άλλο παρά απελευθέρωση μπορούν να ονομαστούν. Ή, για την ακρίβεια, θα μπορούσαν να ονομαστούν έτσι, αλλά μόνο υπό έναν όρο: Αν ορισμένοι από τους «απελευθερωθέντες» βρίσκανε τραγικό θάνατο ή εγκαταλείπανε τη γη τους για να τους αντικαταστήσουν ομόγλωσσοι και ομοεθνείς πληθυσμοί με εκείνους που απαρτίζανε τον ελληνικό στρατό. Τότε μόνο τα συγκεκριμένα εδάφη θα γίνονταν και εθνολογικά ελληνικά. Ε, αυτό και έγινε. Για τον αρχηγό του ελληνικού στρατού, τον βασιλιά Κωνσταντίνο δεν υπάρχει κανένας ενδοιασμός: «οι βούλγαροι πρέπει να εξολοθρευτούν», «η Βουλγαρία πρέπει να καταστραφεί». [3] Μετά το πέρας του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, λοιπόν, και την ήττα των τούρκων, ο ελληνικός στρατός παραμένει στη Μακεδονία εν αναμονή της τελικής διανομής της λείας, ως στρατός κατοχής, και κάνει πράξη τα λόγια του βασιλιά του από όπου και αν περνά. Οι καταστροφές ολόκληρων χωριών, οι μαζικές εκτελέσεις αλλόγλωσσων και αλλόθρησκων καθώς και οι πυρπολήσεις μπαίνουν στο ημερήσιο πρόγραμμα για τους έλληνες, που μετατρέπουν την περιοχή σε μια έρημο πτωμάτων και ερειπίων. Όσοι δε βούλγαροι παραμένουν ζωντανοί ξεριζώνονται από τα μέρη τους και ανταλλάσσονται με ελληνικούς πληθυσμούς. Η Μακεδονία πια είναι έτοιμη για εξελληνισμό.

Από τους Βαλκανικούς στα συλλαλητήρια του ‘92

 

Το πρόβλημα που είχε να αντιμετωπίσει το ελληνικό κράτος όσον αφορά στην αφομοίωση των εθνοτικών/θρησκευτικών και γλωσσικών μειονοτήτων στην ελληνική μακεδονία, ήταν το γεγονός ότι βρισκόταν δεσμευμένο από τις αποφάσεις της Συνθήκης των Σεβρών για την προστασία των μειονοτήτων αυτών, αποφάσεις που αφορούσαν ακόμα και τη δημιουργία μειονοτικών σχολείων. Παρόλο που η ελληνική κυβέρνηση θα μπει σε μία ελάχιστη διαδικασία σύνταξης σλαβόφωνου λεξικού (Abecedar) και έναρξης σλαβόφωνων μαθημάτων, οι προσπάθειες αυτές έληξαν σύντομα σε ένα πλαίσιο επιθετικότητας από την ελληνική κοινωνία στο σύνολό της και προσπάθειας τροποποίησης των διατάξεων απ’ την πλευρά της κυβέρνησης. Συγκεκριμένα, μόνο και μόνο η εξαγγελία σύνταξης του Abecedar και δημιουργίας μειονοτικών σχολείων αντιμετωπίστηκε σαν «εθνική προδοσία», οι επιθέσεις εναντίον δασκάλων και το δημόσιο κάψιμο του λεξικού έδινε και έπαιρνε, ενώ παρακρατικές εθνικιστικές οργανώσεις έκαναν την εμφάνισή τους, όπως η Ελληνική Μακεδονική Πυγμή, η οποία γέμισε τους δρόμους της Φλώρινας με αφίσες που απαγόρευαν την ομιλία της «βουλγαρικής», ενώ απειλούσαν με τιμωρία τους «παραβάτες». Σε αυτό το πλαίσιο, το ελληνικό κράτος βολικά κλείνει το ζήτημα, αναγνωρίζοντας την ύπαρξη γλωσσικής, αλλά όχι εθνοτικής μειονότητας, η οποία μάλιστα, για λόγους «εθνικής συνείδησης», επιθυμεί την αφομοίωσή της και αρνείται να αξιοποιήσει τα δικαιώματα που της εξασφάλισαν οι διεθνείς συνθήκες.

Το ελληνικό κράτος συνεχίζει συνεπώς ακάθεκτο το δύσκολο έργο της αφομοίωσης του σλαβόφωνου πληθυσμού. Ειδικά όσον αφορά στην εκπαιδευτική διαδικασία, στόχος ήταν η όσο το δυνατόν μικρότερη έκθεση στο οικογενειακό σλαβόφωνο περιβάλλον. Σημαντικό ρόλο σ’ αυτήν τη στρατηγική έπαιξαν τα νηπιαγωγεία και η επιμήκυνση των ωρών διδασκαλίας και του χρόνου παραμονής στο σχολείο, ώστε οι μαθητές να συνηθίζουν στη χρήση της ελληνικής γλώσσας. Κρίσιμος βέβαια ήταν ο εξελληνισμός των γυναικών, δηλαδή των μελλοντικών μητέρων, ώστε να έχουν γαλουχηθεί τόσο στο ελληνικό περιβάλλον, ώστε να το μεταδώσουν και στις οικογένειές τους.

 

 

Ο εξελληνισμός των σλαβομακεδόνων στα σχολεία γινόταν φυσικά με τις πιο βίαιες μεθόδους. Οι ξυλοδαρμοί, η ευρύτερη ταπείνωση και η τιμωρία με κάθε μέσο των μαθητών που τόλμησαν να χρησιμοποιήσουν τη μητρική τους γλώσσα είχαν γίνει πλέον καθημερινότητα. Σημαντικό ρόλο στον βίαιο εξελληνισμό έπαιξαν φυσικά και οι νεανικές, παραστρατιωτικές οργανώσεις και οι πρόσκοποι. Χαρακτηριστικά σε άρθρο διαβάζουμε ότι «ο προσκοπισμός του ’18-’20 μέσα σε ελάχιστο διάστημα κυριολεκτικά θαυματούργησε» [4], ενώ απ’ την άλλη μεριά, ο Ριζοσπάστης κατήγγειλε ότι «τις αντιμακεδονικές τρομοκρατικές πράξεις (της φασιστικής οργάνωσης ΕΕΕ) [5] τις βοηθούν οι «άλκιμοι» και οι «πρόσκοποι», μέλη των οποίων συνεργάζονται με τους δασκάλους και την αστυνομία χαφιέδικα».[6]

Παράλληλα με τις πολιτικές καταστολής της ‘σλαβοφωνίας’, το ελληνικό κράτος ξεκινάει μία ζωτικής σημασίας για το ίδιο διαδικασία: μέσα στη δεκαετία του ’20 προχωρά σε μία μαζική αντικατάσταση των «ξενικών» τοπωνυμιών με ελληνικά. Όσοι Σλαβομακεδόνες συνέχιζαν να χρησιμοποιούν τις παλιές ονομασίες, ακόμα και σε συζητήσεις τους, καταγράφονταν σαν άτομα με «ανθελληνικές διαθέσεις».

 

Μετά απ’ αυτές τις πολιτικές εναντίον των Σλαβομακεδόνων, η πολιτική κρίση κατά το 1934-1936 τους έδωσε την ευκαιρία να εκφράσουν την αγανάκτησή τους, με τη δημιουργία σλαβομακεδονικών οργανώσεων. Συγκεκριμένα, το 1925 στη Βιέννη δημιουργείται οργάνωση από τα υπολείμματα της παλιάς αριστερής πτέρυγας της ΕΜΕΟ [7], τμήματα της οποίας εμφανίζονται στην ελλάδα μεταξύ του 1934-36, έπειτα από απόφαση της μειονοτικής συνδιάσκεψης του ΚΚΕ στη Θεσσαλονίκη το 1932, για δημιουργία ειδικών «μακεδονικών οργανώσεων» του κόμματος. Η κατάσταση αυτή δεν κράτησε για πολύ. Ήδη απ’ την κυβέρνηση Κονδύλη αρχίζει και εντείνεται η καταστολή εναντίον των Σλαβομακεδόνων, για να κορυφωθεί με τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου.

Τα χρόνια της δικτατορίας του Μεταξά αποτελούν τομή στην πολιτική διαχείρισης των Σλαβομακεδόνων. Δεν πρόκειται φυσικά για επεμβάσεις που το ελληνικό κράτος δεν είχε σκεφτεί ή δεν είχε μερικώς εφαρμόσει, αλλά ήταν η πρώτη φορά που αυτές εκφράστηκαν τόσο άμεσα. Παρόλο δηλαδή που η ‘σλαβοφωνία’ ήταν ήδη, εμμέσως πλην σαφώς, απαγορευμένη και η αντιμετώπισή της και τα όρια «ανοχής» αφορούσαν τους ανά τόπους διοικητικούς μηχανισμούς, επί Μεταξά ήταν η πρώτη φορά που απαγορεύτηκε επίσημα. Τα μέσα καταστολής ήταν φυσικά κι αυτά εντονότερα. Οι τιμωρίες για όποιον/α τολμούσε να μιλήσει στη μητρική του/της γλώσσα κυμαίνονταν από την επίπληξη και το πρόστιμο μέχρι τη φυλάκιση, τα βασανιστήρια (πιο γνωστό το βασανιστήριο με ρετσινόλαδο) και την εξορία. Την ίδια στιγμή δημιουργήθηκε η «Επιτηρούμενη Ζώνη», δηλαδή όλες σχεδόν οι σλαβόφωνες περιοχές είχαν κηρυχτεί «αμυντικές περιοχές», μέσα στις οποίες κάθε κίνηση των κατοίκων βρισκόταν σε διαρκή έλεγχο. Τα υπόλοιπα μέτρα που ήθελε να θέσει σε εφαρμογή θα διακοπούν απότομα με την απαρχή της ιταλογερμανικής κατοχής.

Κατά την περίοδο της κατοχής οι Σλαβομακεδόνες αντάρτες διεκδικήθηκαν τόσο από το ΚΚΕ, όσο και από τους γιουγκοσλάβους παρτιζάνους. Πέρα απ’ τον κοινό αντιφασιστικό αγώνα, η βασική διαφορά αυτών των δύο ήταν ότι το ΚΚΕ είχε πάψει πλέον να μιλάει για την αυτονόμηση της Μακεδονίας κι είχε υιοθετήσει έναν πιο «ήπιο λόγο» περί δικαιωμάτων, ο οποίος εξασφάλιζε την εδαφική ακεραιότητα του ελληνικού κράτους. Γι’ αυτό και οι ομάδες Σλαβομακεδόνων που δημιουργήθηκαν απ’ το ΚΚΕ (ΣΝΟΦ και δύο «μακεδονικά τάγματα»), θα διαλυθούν στη συνέχεια απ’ το ίδιο υπό το φόβο της ένταξής τους στο τιτοϊκό ΚΚ Μακεδονίας. Ωστόσο, το ΚΚΕ κι οι μηχανισμοί του, επί Λαοκρατίας, εφάρμοσαν πολιτικές που διευκόλυναν τη μειονότητα, ειδικά όσον αφορά στην ίδρυση και λειτουργία σλαβομακεδονικών σχολείων, γεγονός το οποίο θα αποτελούσε στη συνέχεια ένα απ’ τα βασικά επιχειρήματα της αντικομμουνιστικής προπαγάνδας περί «εθνικής προδοσίας» του ΕΑΜ.

Με την κατάρρευση της Λαοκρατίας την άνοιξη του ’45 εξαπολύεται πογκρόμ εναντίον του σλαβόφωνου πληθυσμού στο σύνολό του. Ο επίσημος ιστορικός του Μακεδονικού στην ελλάδα, Κωφός, υπολογίζει ότι, πριν το ξέσπασμα του εμφυλίου, περίπου 25.000 Μακεδόνες υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα. Οι αγριότητες της εκκαθάρισης του «μιάσματος» αντικατοπτρίζονται και σε ένα άρθρο που είχε γράψει τότε ο Σόλωνας Γρηγοριάδης στον Ριζοσπάστη, στο οποίο χαρακτηριστικά έλεγε: «Το μεγαλύτερο και ανατριχιαστικότερο ανθρωποκυνήγι που γνώρισε η νεοελληνική ιστορία γίνεται στα 200 μακεδονικά σλαβοχώρια. Τους βασανίζουν, τους κυνηγούν σαν θεριά, τους ατιμάζουν. Όλοι οι Σλαβομακεδόνες χαρακτηρίζονται Βούλγαροι και Οχρανίτες και η δίωξή τους μ’ αυτήν την κατηγορία ξεπερνά κάθε φαντασία». [8]

Μετά απ’ αυτές τις διώξεις, με το ξέσπασμα του εμφυλίου θα βρεθούν, αρχικά από 5.350 καταγεγραμμένοι σλαβόφωνοι αντάρτες το 1947, μέχρι 14.000 το καλοκαίρι του 1949. Μάλιστα, υπάρχουν και με δική τους οργάνωση, το ΝΟΦ (Λαϊκό Απελευθερωτικό Μέτωπο), στο οποίο υπάγονταν το Αντιφασιστικό Μέτωπο Γυναικών και η Λαϊκή Απελευθερωτική Ένωση Νεολαίας. Στις απελευθερωμένες από τον ΔΣΕ ζώνες, πραγματοποιείται η ίδρυση και λειτουργία μειονοτικών σχολείων, ενώ εκδίδονται και κυκλοφορούν τακτικά σλαβομακεδονικά έντυπα. Παρόλα αυτά, υπάρχουν προβλήματα ακόμα και στο εσωτερικό του ΔΣΕ όσον αφορά στην αντιμετώπιση τόσο των Μακεδόνων ανταρτών, όσο και της γλωσσικής διαφορετικότητας του τοπικού πληθυσμού στις ζώνες αυτές. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της μετατόπισης από το ΚΚΕ 46 ιστορικά μάχιμων τμημάτων του ΝΟΦ, τα οποία δεν εμπιστευόταν πολιτικά, σε ελληνόφωνες περιοχές της κεντρικής ελλάδας.

Παρόλο που η επίσημη ιστοριογραφία (αριστερή και δεξιά) χαρακτηρίζει τον εμφύλιο σαν «αλληλοσπαραγμό μεταξύ αδερφών» και «αιματοχυσία μεταξύ ελλήνων που υποδαυλίσθηκε από τους άγγλους», η αλήθεια είναι ότι το ελληνικό κράτος βγήκε πολλαπλά ωφελούμενο, αφού κατάφερε να εξοντώσει σε μεγάλο βαθμό τους εσωτερικούς εχθρούς του και να πετύχει την εσωτερική του ομοιογένεια. Ειδικά όσον αφορά στους Σλαβομακεδόνες είναι χαρακτηριστικό ότι οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του εθνικού στρατού οδήγησαν σε φυγή περίπου 35.000 Σλαβομακεδόνες από την Καστοριά, τη Φλώρινα και την Πέλλα, ενώ τουλάχιστον 14 σλαβόφωνα χωριά καταστράφηκαν ολοσχερώς ή ερήμωσαν.

Η ολοκλήρωση αυτής της διαδικασίας πραγματοποιήθηκε και με τα νομοθετικά «έκτακτα» μέτρα του εμφυλίου, τα οποία παρατάθηκαν μέχρι και το πρώτο μισό της δεκαετίας του ’60. Σύμφωνα με αυτά, αφαιρέθηκε η ιθαγένεια από τουλάχιστον 22.266 Σλαβομακεδόνες πολιτικούς πρόσφυγες και κατασχέθηκαν οι περιουσίες τους. Ταυτόχρονα οργανώθηκε απ’ το 1950 και μετά εποικισμός των ερημωμένων χωριών, ο οποίος έγινε με βάση την «υγιή εθνικήν συνείδησιν».

Η περίοδος μετά τον εμφύλιο χαρακτηρίζεται από δύο πράγματα: αφενός, την πολιτική σιωπή και την άρνηση ύπαρξης μακεδονικής μειονότητας και, αφετέρου, την συνέχιση της τρομοκρατίας και των πολιτικών της αφομοίωσης των μακεδονικών πληθυσμών που είχαν μείνει στην ελλάδα.

Ενώ λοιπόν το ελληνικό κράτος, παρά τις πιέσεις της ΛΔ Μακεδονίας, αρνείται την ύπαρξη μειονότητας, ταυτόχρονα λαμβάνει μέτρα για την επίτευξη της εθνικής ομοιομορφίας στις σλαβόφωνες περιοχές. Σ’ αυτό το πλαίσιο πραγματοποιήθηκε ένα μπαράζ «Εθνικής Ηθικής Διαπαιδαγώγησης» για την τόνωση του «εθνικού φρονήματος», πραγματοποιήθηκαν μαζικές ορκωμοσίες σλαβόφωνων χωριών και επαναλειτούργησε απ’ το 1949 και μετά η Επιτηρούμενη Ζώνη που είχε συσταθεί επί Μεταξά, τοποθετώντας τα σλαβόφωνα χωριά σε κατάσταση ασφυκτικού ελέγχου.

Οι προσπάθειες για «ελληνοποίηση των Μακεδόνων» εντείνονται κατά τη διάρκεια της δικτατορίας της 21ης Απριλίου. Με κρατική απόφαση σταματάνε οι όποιοι χαρακτηρισμοί περί «σλαβοφώνων» και «σλαβομακεδόνων» και χρησιμοποιούνται οι όροι «Μακεδόνες» και «Μακεδονία» ταυτόχρονα με έναν λόγο περί διεκδίκησης της περιοχής απ’ τους βόρειους γείτονες και την χρήση της ορολογίας περί «επιβουλής της Μακεδονίας».

Ταυτόχρονα η δικτατορία της 21ης Απριλίου χαρακτηρίστηκε από τη χρήση των μεγαλύτερων κονδυλίων για τη χρηματοδότηση πρακτόρων (δασκάλων, παπάδων, δημόσιων υπαλλήλων κ.α.), τοπικών συλλόγων, αθλητικών και προσκοπικών σωματείων, με στόχο την αντιμετώπιση του εσωτερικού εχθρού. Συμπληρωματικά μ’ αυτό, έγιναν προσπάθειες να εξαφανιστεί κάθε υπόλειμμα του σλαβομακεδονικού παρελθόντος και να τονιστεί η χρόνια ελληνικότητα της περιοχής. Έτσι, απ’ τη μία στα σλαβόφωνα χωριά έγιναν αθρόες ανεγέρσεις προτομών μακεδονομάχων και μετεγκαταστάσεις πληθυσμών, απ’ την άλλη γκρεμίστηκαν παλιές εκκλησίες και καταστράφηκαν αγιογραφίες που έφεραν σλάβικους χαρακτήρες, ενώ το μίσος έφτασε μέχρι και το ξερίζωμα μνημάτων που έφεραν σλαβικές επιγραφές.

Με το τέλος της δικτατορίας και την έναρξη της μεταπολίτευσης, η πολιτική του ελληνικού κράτους παραμένει στα βασικά της στοιχεία η ίδια, αλλά με πιο φιλελεύθερες μεθόδους. Παραμένει, δηλαδή, η άρνηση οποιασδήποτε συζήτησης περί μειονότητας, ενώ η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ εξαπολύει μάλιστα διεθνή καμπάνια ενάντια στους «πλαστογράφους της ελληνικής ιστορίας» σαν απάντηση στην διαρκή επίκληση του ζητήματος περί μειονότητας από τη Γιουγκοσλαβία. Ταυτόχρονα, αρνείται να αναγνωρίσει τη φιλολογική μακεδονική γλώσσα της ΛΔ Μακεδονίας και θέτει διεθνείς πιέσεις ενάντια στην αναγνώρισή της. Από την άλλη, τα υπολείμματα της μεταξικής και μετεμφυλιακής περιόδου της επιτηρούμενης ζώνης καταργούνται σταδιακά μέχρι το 1979.

Αξίζει να αναφέρουμε εδώ ότι τα χρόνια της μεταπολίτευσης χαρακτηρίζονται απ’ την πλήρη εναρμόνιση σχετικά με τα «εθνικά θέματα» όλων των πολιτικών χώρων. Είναι η περίοδος που η αριστερά και η δεξιά, συμφιλιωμένες πλέον, γράφουν την ιστορία της κατοχής και του εμφυλίου με όρους εθνικής αντίστασης, απαλείφοντας απ’ αυτήν την παρουσία οποιασδήποτε εθνοτικής/ θρησκευτικής μειονότητας. Όλες οι πολιτικές δυνάμεις του εθνικού κορμού, λοιπόν, συναινούν στην αποσιώπηση του ζητήματος περί μειονότητας, με χαρακτηριστική την δήλωση Φλωράκη το 1988 στη Θεσσαλονίκη ότι «για το ΚΚΕ δεν υπάρχει μακεδονική μειονότητα». [9] Απόρροια αυτών των πολιτικών είναι και ο διαχωρισμός των πολιτικών προσφύγων του εμφυλίου με βάση το «γένος» και η άρνηση του ελληνικού κράτους να επιστρέψουν όσοι δεν ήταν «έλληνες το γένος».

Φτάνοντας στο σήμερα

Ο επόμενος μεγάλος σταθμός στην εξέλιξη του «μακεδονικού ζητήματος» τοποθετείται στις αρχές της δεκαετίας του ’90, οπότε και διαλύεται το κράτος της Γιουγκοσλαβίας, δίνοντας τη θέση του σε έξι νέα κράτη, ένα εκ των οποίων και αυτό της Μακεδονίας. Μέσα σε αυτή τη νέα περίπλοκη κατάσταση και την έλλειψη σταθερότητας στα βαλκάνια, το ελληνικό κράτος μυρίζοντας πρόσφορο έδαφος ξεκινά να ονειρεύεται και να σχεδιάζει την αύξηση της δύναμής του στις γειτονικές με αυτό περιοχές. Και που ποντάρει για να αυξήσει την επιρροή του, πέρα από το ελληνικό κεφάλαιο; [10] Μα φυσικά στο σίγουρο άλογο, στο ποίμνιό του και στην ψυχωτική σχέση που το τελευταίο αναπτύσσει με τη μυθώδη ιστορία του· η μεγαλοϊδεατική ανάγνωση του παρελθόντος μοιάζει να ταιριάζει γάντι στην ελληνική κοινωνία της μεταπολίτευσης, η οποία ταυτίζεται και ακολουθεί πιστά το κράτος της. Οι έλληνες συμμετέχουν στα πομπώδη συλλαλητήρια του ’92. Τα συλλαλητήρια αυτά είναι που αποτελούν τη στιγμή-ορόσημο της ανάδυσης και της συσπείρωσης του εθνικού κορμού όπως αυτός διαμορφώνεται από τα ’80s και μετά, στο πλαίσιο της εθνικής συμφιλίωσης. Ένας κορμός που φαντασιώνεται μια κάλπικη και βολική εθνική αφήγηση και ιστορία, ένας κορμός που πάνω από όλα εμπνέεται από το αιματοβαμμένο παρελθόν των παππούδων του, εκείνων που κάνανε την περιοχή της Μακεδονίας ελληνική με τη φωτιά και το τσεκούρι.

 

Τα αποτελέσματα αυτής της συσπείρωσης είναι εμφανή και στο σήμερα: Δεν έχει περάσει ούτε μήνας από τότε που ξεχύθηκαν στους δρόμους και στις πλατείες εξαγριωμένοι καρνάβαλοι που φωνάζανε για την ονομασία της Μακεδονίας. Οι έλληνες δεν θέλησαν ποτέ να μάθουν την ιστορία τους ούτε φυσικά να νιώσουν εθνικά μειωμένοι. Αντίθετα, παραμένουν ετοιμοπόλεμοι και πιστοί σε κάθε παραμύθι για εσωτερική κατανάλωση που τους πασάρεται για να τονώνει το εθνικό τους εγώ. Τελικά, αυτό στο οποίο αντιτίθενται είναι το εξής αυτονόητο, πως το κάθε έθνος μπορεί να αυτόπροσδιορίζεται όπως θέλει, να ορίζει αυτό τον εαυτό του κατ’ επιθυμία του. Έχουν άραγε σκεφτεί πως σε αυτή την κατάκτηση οφείλει και το κράτος τους την ύπαρξή του; Και η αριστερά; Τι λέει η αριστερά; Η αριστερά από το ’92 μέχρι και σήμερα, όταν δεν εφευρίσκει σχήματα όπως το ΝΑΤΟ, τον αλυτρωτισμό των γειτόνων της ελλάδας [11] και άλλα ωραία για να κρύψει τον πατριωτισμό της κάτω από το χαλάκι, κάνει λόγο για τον περιβόητο ‘γεωγραφικό προσδιορισμό της ονομασίας της Μακεδονίας’. Στις μέρες μας μάλιστα, που τυγχάνει να είναι και κυβέρνηση, ασχολείται και προσεγγίζει το ζήτημα με την κρατική μεθοδικότητα που του αναλογεί. Ο ΣΥΡΙΖΑ πλέον μιλάει με όρους εξωτερικής πολιτικής και δείχνει να καιροφυλακτεί και να οργανώνει τις κινήσεις του με βάση τις εσωτερικές αναταράξεις στις οποίες υπόκειται το γειτονικό κράτος. Και μετά οργανώνει εκδηλώσεις να μας πει πως τα τελευταία συλλαλητήρια ήταν εθνικιστικά. Ε, κάπου εδώ θα μας επιτρέψετε να μη χαλάσουμε περαιτέρω το μελάνι μας να περιγράφουμε τα κλισέ του.

Αντ’ αυτού, για κλείσιμο, ενδιαφέρον θα είχε μια σχετικά άγνωστη ιστορία: ο μόνιμος φόβος των ελλήνων κρατούντων ήταν και είναι να μη δημιουργηθεί ζήτημα μακεδονικής μειονότητας στο εσωτερικό της χώρας. Αυτό είναι και ο λόγος που τους ανάγκαζε και τους αναγκάζει ακόμα και στο σήμερα να αναπροσαρμόζουν διαρκώς τα επιχειρήματα τους με αποτέλεσμα να πέφτουν μοιραία σε αντιφάσεις. Η ελληνική κοινωνία όμως δείχνει να μη μασάει από αυτές τις αντιφάσεις, αλλά να συμπλέει αλόγιστα με τα κρατικά σχέδια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα των παραπάνω είναι το συνέδριο του Βουκουρεστίου το 1913. Εκεί, για να μη τα πολυλογούμε, η ελλάδα αναγνωρίζει το διαμελισμό της περιοχής της Μακεδονίας στα τρία και αναγνωρίζει τους γείτονές της ως Μακεδόνες. Να το πούμε και με άλλα λόγια, ξανά, να το ακούσουν και οι πέτρες: η ελλάδα το 1913 αναγνωρίζει ΜΕ ΚΑΘΕ ΕΠΙΣΗΜΟΤΗΤΑ ότι η Μακεδονία δεν είναι μια, ότι Μακεδονία δεν είναι μόνο η ελληνική. Τότε βέβαια τα κρατικά παιχνίδια ήταν άλλα, τότε το ελληνικό κράτος το συνέφερε η περιοχή να αποσυνδεθεί από τον βουλγαρικό χαρακτήρα της και να προσδιορίζεται με αυτό το σχετικά ουδέτερο όνομα. Τότε το ελληνικό κράτος το συνέφερε να αφαιρέσει έστω και ονοματολογικά την επιρροή του αντίπαλου δέους του, της Βουλγαρίας. Και κατάφερε και βρήκε συμμάχους σε αυτόν τον λαό. Σήμερα, τα παιχνίδια για το ελληνικό κράτος έχουν αλλάξει, παίζονται πλέον στο ταμπλό της μιας και αδιαίρετης Μακεδονίας, της ελληνικής. Η ελληνική εξωτερική πολιτική μέσα στα χρόνια θα λέγαμε πως έχει πραγματοποιήσει χωρίς καμιά υπερβολή στροφή 360 μοιρών. Πάλι όμως, τον ίδιο σύμμαχο κατάφερε και βρήκε, πουλώντας του απλά αυτή τη φορά μια διαφορετική εκδοχή του παρελθόντος. Ακριβώς τους ίδιους πρόθυμους βρήκε, αυτούς που δεν καταλαβαίνουν από ιστορία. «Το όνομα μας είναι η ψυχή μας» λέει ο λαός σήμερα. «Το όνομα σας είναι η μαλακία σας» του απαντάμε εμείς.

 

antifa negative (acdc@espiv.net)

 

 

Διαβάσαμε:
Τάσος Κωστόπουλος, 2008, Η απαγορευμένη γλώσσα, Βιβλιόραμα.
Σπύρος Καράβας, 2014, Μυστικά και παραμύθια απ’ την ιστορία της
Μακεδονίας, Βιβλιόραμα.

 

 

[1] Καράβας, Σ. (2014), Μυστικά και παραμύθια από την ιστορία της Μακεδονίας, σελ. 207, Αθήνα: Βιβλιόραμα.

[2] Καράβας, Σ., ό.π., σελ. 206

[3] Καράβας, Σ., ό.π., σελ. 363.

[4] Γ.Θ. Μόδης, «Ο προσκοπισμός», Έλεγχος 28/5/1925, σ.1.

[5] Εθνική Ένωσις Ελλάς: φασιστική οργάνωση που δημιουργήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1920. [6] Ν. Κοντός, «Η Μακεδονία κάτω από τον ζυγό της ελληνικής κεφαλαιοκρατίας [1]. Στη Φλώρινα όπου βασιλεύει ωμή τρομοκρατία», Ριζοσπάστης 22/10/1933.

[7] Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση: αυτονομιστική, μυστική οργάνωση που ιδρύθηκε το 1893.

[8] Σόλων Γρηγοριάδης, «Ο άγριος διωγμός των Σλαβομακεδόνων», Ριζοσπάστης 13/1/1946.

[9] Ν. Μάρτης, «Ο κ. Φλωράκης και τα Σκόπια», Το Βήμα 9/10/1988.

[10] Στη Μακεδονία, τη στιγμή που μιλάμε, λειτουργούν περίπου 400 επιχειρήσεις ελληνικών συμφερόντων.

11] Άραγε όλοι αυτοί οι αριστεροί που μιλάνε για τον αλυτρωτισμό των Μακεδόνων και τα κιτς αγάλματα του Μ. Αλέξανδρου στα Σκόπια, γιατί δεν κάνουν τον κόπο να μας πούνε και για την καμπάνια που έτρεχε το ελληνικό κράτος το 1900 με σκοπό να πείσει τους έλληνες της Μακεδονίας πως κατάγονται κατευθείαν από τον Φίλιππο Β’;

4 χρόνια, 12 τεύχη

 special issue 0151!

Το περιοδικό 0151 φτάνει με αυτό εδώ τα 13 τεύχη και κλείνει τα τέταρτά του γενέθλια. Δημιουργηθήκαμε με κάλεσμα του antifa negative τον Σεπτέμβρη του 2013 στην Αθήνα. Η κατάσταση μας πια είναι αρκετά διαφορετική από την πρώτη εκείνη συνάντηση, όχι μόνο σε επίπεδο σύνθεσης ομάδων και ατόμων που συμμετέχουν στη συνέλευση του περιοδικού αλλά, με πολλούς τρόπους, και σε επίπεδο περιεχομένου. Η συνέλευση τον τελευταίο χρόνο ουσιαστικά συζητά μόνη της τόσο τα τρία κριτήρια συγκρότησής της που είχαν τεθεί το 2013 όσο και οργανωτικά ζητήματα. Αυτή τη συζήτηση την κοινοποιήσαμε και σε συντροφικές μας ομάδες και κάποια άτομα που παρακολουθούν το περιοδικό. Αυτή η συζήτηση πιστεύουμε ήδη διαφαίνεται σε κάποια κείμενα που παρουσιάζονται στα τελευταία τεύχη μας και θα φαίνεται όλο και πιο πολύ στη συνέχεια. Με τη ζύμωση που έχει προηγηθεί μεταξύ μας αυτά τα τέσσερα αυτά χρόνια, αλλά και τις κοινές εμπειρίες μέσα από τις οποίες περάσαμε, είμαστε σε θέση καταρχήν όχι μόνο να συνυπάρχουμε στις σελίδες ενός περιοδικού αλλά και να βγάζουμε εξωστρεφή πολιτικό λόγο μέσω αφισών ή συναυλιών ή και να συνυπογράφουμε κείμενα στο 0151. Είμαστε περισσότερο πλέον μια ομάδα με μια μέθοδο, παρά μια συντακτική ομάδα με διάφορα ενδιαφέροντα.

Οι «κόκκινες γραμμές» μας, επιπλέον, το ότι βρισκόμαστε μεταξύ μας και συνεργαζόμαστε μόνο με συλλογικότητες και άτομα που δεν συζητάνε με βάση κάποιου είδους ‘μεταναστευτικό πρόβλημα’ ή δεν συζητάνε με εθνικούς όρους την κρίση, παραμένουν εκεί. Για το 0151 οι μετανάστες είναι ο πλούτος κάθε κοινωνίας και οι ρατσιστές ο βόθρος της. Για το 0151 κάθε πολιτικός λόγος που βγαίνει έχοντας στο βάθος του μυαλού του κάποιον λαό –και ειδικά τον ελληνικό– είναι ένας εθνικιστικός λόγος με τον οποίο δεν έχουμε τίποτα να πούμε. Αυτά είναι τα αδιαπραγμάτευτα όρια για το περιοδικό. Τώρα, το τι άλλο θέλουμε να είναι αυτός ο ιδιαίτερος αντιφασισμός που εκφράζουμε εμείς –το τρίτο κριτήριο συγκρότησής μας– θα τό ‘χετε δει όσες και όσοι παρακολουθείτε αυτό το έντυπο. Συγχωρήστε μας την περιαυτολογία αυτή μόνο για έναν λόγο, ότι τα παρακάτω αποτελούν στους πολιτικούς μας χώρους εξαιρετικά μειοψηφικές απόψεις και μάλιστα για πολλούς ‘απαράδεκτες’, ότι ‘μας πάνε πίσω’, ‘μας διχάζουν’ κ.τ.λ. Εκπροσωπούμε έναν αντιφασισμό που δεν διαχωρίζει τα πράγματα μεταξύ πρωτευουσών και δευτερευουσών αντιθέσεων, έναν αντιφασισμό ο οποίος έχει χώρο και λόγο ενάντια σε κάθε είδους εξουσία (ρατσισμό, πατριαρχία, ομοφοβία) και κάθε είδους πρόβλημα που εφευρίσκουν οι έλληνες ενάντια στις μειονότητες (είτε είναι οι μετανάστες είτε οι ρομά), έναν αντιφασισμό προδοτικό για τις εθνικές ιδέες και αντικρατικό που προτάσσει μια κριτική ιστορική προσέγγιση στο παρελθόν του ελληνικού κράτους και κοινωνίας, έναν αντιφασισμό φυσικά που αναγνωρίζει τις ιστορικές του ρίζες στο Ολοκαύτωμα και παίρνει ξεκάθαρη στάση απέναντι σε κάθε είδους αντισημιτισμό. Κοιτάμε στο μέλλον, ωστόσο. Στο πως αυτά που λέμε όχι μόνο θα διαδοθούν πιο πλατιά αλλά και θα γίνουν πιο συνεκτικά και πιο κατανοητά. Γνωρίζουμε πως απέναντί μας δεν έχουμε μόνον το κράτος και τους φασίστες, τον ρατσιστή και τον πατριώτη, αλλά και ένα τεράστιο μέρος της αριστεράς που διατηρεί σχέσεις οικογενειακές με όλους τους παραπάνω σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό. Γι’ αυτό το 0151 στην τελική θα παραμείνει και ένα στοίχημα σπασίματος της απομόνωσής μας στην ελληνική πραγματικότητα, ένα στοίχημα δημόσιας δήλωσης παρουσίας που θα σπάει την ελληνική ομοφωνία, ένα στοίχημα κοινότητας ενάντια στην ελληνική εμπειρία. Με αυτή την έννοια η συνέλευσή του προχωρά, όχι μόνον κουβαλώντας ένα συλλογικό ηθικό χρέος αλλά και μια συλλογική – αλλά και ατομική, για το κάθε μέλος της συνέλευσης δηλαδή– ανάγκη έκφρασης και διαφοροποίησης μέσα στον όχλο, μια ανάγκη απόλαυσης να χαλάμε την εθνική σούπα.

Στο παρόν ειδικό τεύχος θέματα και αντιλήψεις γνωστές στους και στις αναγνώστριες του 0151 δουλεύονται ξανά με έναν πιο στενό τρόπο, θεωρούμε, πατώντας ως συνήθως και πάνω σε αφορμές που μας προσφέρει η ντόπια και η διεθνής ζοφερή πραγματικότητα. Τα δύο κείμενα που φιλοξενούνται σε αυτό το τεύχος, για το «μακεδονικό» και τον αντισημιτισμό, δεν εκθέτουν απλά ζητήματα με τα οποία είναι γνώριμη η συνέλευση του 0151 και οι αναγνώστ(ρι)ες του, αλλά υπενθυμίζουν και μια μεθοδολογία γύρω από το πώς καταπιανόμαστε με αυτά. Δεν είναι μόνο δηλαδή ότι η περίπτωση της μακεδονικής μειονότητας και της εβραϊκής αποτελούν σήμερα καλές αφορμές για να δει κανείς/καμιά το πώς αντιμετωπίστηκαν παλιά «προβλήματα» από το ελληνικό κράτος και αλλού. Δεν είναι μόνο ότι μια κριτική του εθνικισμού και του κράτους ενόψει «κρίσης» είναι λειψή, αν δεν συμπεριλαμβάνει τον αντισημιτισμό. Δεν είναι μόνο ότι το «μακεδονικό» είναι μια έξοχη αφορμή για να συζητήσουμε τις απαρχές συγκρότησης του μεταπολιτευτικού ελληνικού όχλου ή αλλιώς του συμφιλιωμένου εθνικού κορμού από το ’90 έως και σήμερα. Υπάρχουν και μεθοδολογικές κρίσιμες παρατηρήσεις και ερωτήματα. Πως στεκόμαστε απέναντι στον φιλελεύθερο όχλο που πάει να στήσει τις δικές του αφηγήσεις για τις μειονότητες, πως διαβάζουμε την ιστορία του ελληνικού κράτους μέσα από αντιφασιστικό αντικρατικό πρίσμα, γιατί έχει μεγάλη σημασία για εμάς εδώ το πώς περιγράφει η ντόπια αριστερά τις διεθνείς εξελίξεις με φόντο τη Μέση Ανατολή ή αλλού, κ.ο.κ. Άποψη για όλα τα παραπάνω υπάρχει μέσα σε αυτά τα κείμενα.

Από την άλλη, το ότι καταπιανόμαστε με το ‘μακεδονικό’ και τον ‘αντισημιτισμό’ δεν είναι τελείως τυχαίο, αλλά πατάει πάνω σε ήδη υπάρχουσες πολιτικές μας δουλειές. Η συνέλευση του 0151, όπως έχουμε ήδη πει σε παλιότερο τεύχος, δουλεύει ένα ιστορικό πλάνο για τον αντισημιτισμό, εξετάζοντας το πώς ο τελευταίος καλλιεργήθηκε, αξιοποιήθηκε και εν γένει βάδισε παράλληλα με την εξέλιξη του ελληνικού κράτους. Αυτό το πλάνο, εξάλλου, ευελπιστούμε στο μέλλον να συνοδεύεται και από εκδόσεις ή ακόμη και δράσεις, με τη δική μας υπογραφή και την πολιτική ευθύνη αντίστοιχα, όπως συνηθίζουμε άλλωστε, και στο μέλλον να πλαισιωθεί και από άλλους συντρόφους και συντρόφισσες. Η συνέλευση του antifa negative, παράλληλα, έχει ήδη από πέρυσι ξεκινήσει μια μεγάλη συζήτηση για το ‘μακεδονικό’ με σκοπό να εκδώσει το νέο της τεύχος, θέλοντας να προσφέρει τόσο μια κριτική ιστορική προσέγγιση της αντιμετώπισης της μειονότητας ως ‘προβλήματος’, όσο και κυρίως με βλέμμα στο σήμερα να μιλήσει για τον εθνικό κορμό, τις αφηγήσεις του, το ετοιμοπόλεμό του, την ξεφτίλα του. Κάνοντας αυτή την αναφορά σε κάποια από τα μελλοντικά μας πλάνα, αφήσαμε να εννοηθεί και η τελευταία αυτή κρίσιμη λειτουργία του περιοδικού 0151, ως πεδίου όχι μόνο ζύμωσης αλλά και έκθεσης και δοκιμασίας των όσων (θέλουμε να) λέμε και (να) κάνουμε. Αυτό σημαίνει ότι το 0151 δεν υπάρχει δίχως την ανταπόκριση και συμβολή που έχουμε από όσους και όσες το διαβάζουν, ανταπόκριση και συμβολή την οποία συνεχίζουμε να χρειαζόμαστε

 

συντροφικούς χαιρετισμούς

ΚΥΡΙΕΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΟΙ ΑΠΟ ΔΩ ΓΙΑ ΤΑ ΑΕΡΙΑ – ΤΑΝΤΕΟΥΣ ΜΠΟΡΟΦΣΚΙ

«…σ’ αυτόν τον πόλεμο, η ηθική, η εθνική αλληλεγγύη, ο πατριωτισμός και τα ιδανικά της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας είχαν όλα τους ξεγλιστρήσει από τα χέρια των ανθρώπων σαν ένα φαγωμένο κουρέλι. Είπαμε ότι δεν υπάρχει κανένα έγκλημα που ο άνθρωπος δεν θα διέπραττε προκειμένου να σώσει τον εαυτό του. Και, έχοντας σώσει τον εαυτό του, θα διαπράττει εγκλήματα για ολοένα και πιο ασήμαντους λόγους· θα τα διαπράξει πρώτα από καθήκον, μετά από συνήθεια και τελικά για ευχαρίστηση. Τους είπαμε με περίσσιο ενθουσιασμό τα πάντα για τη δύσκολη, υπομονετική ύπαρξή μας στο στρατόπεδο συγκέντρωσης, που μας είχε διδάξει ότι όλος ο κόσμος είναι πραγματικά σαν ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης· οι αδύναμοι δουλεύουν για τους δυνατούς και αν δεν έχουν δύναμη ή διάθεση να δουλέψουν –τότε ας κλέψουν, ή ας πεθάνουν». [απόσπασμα από το βιβλίο]

Δίπλα στα κλασικά βιβλία των Πρίμο Λέβι, Ζαν Αμερύ και Ίμρε Κέρτες, η συλλογή διηγημάτων του Ταντέους Μπορόφσκι με τίτλο “Κυρίες και Κύριοι από δω για τα Αέρια…” προσθέτει άλλο ένα κομμάτι του παζλ στην κατανόησή μας γύρω από τα στρατόπεδα εξόντωσης.

Το βιβλίο διατίθεται στα βιβλιοπωλεία Ναυτίλος και Πολιτεία στα Εξάρχεια και στο βιβλιοπωλείο Κεντρί στη Δ. Γούναρη, στη Θεσσαλονίκη. Επίσης μπορείτε να το βρείτε μέσω του δικού μας δικτύου διανομής στα κτίρια του Αρχείου71 (Καλλιδρομίου και Ζωσιμάδων, κάθε Σάββατο 1-4μμ και Ιπποκράτους 150, κάθε Πέμπτη 6-9μμ) ή, εναλλακτικά, μπορείτε να το παραγγείλετε μέσω email στο 0151@espiv.net

ΤΕΥΧΟΣ #20 // ΙΟΥΝΙΟΣ 2020

(revisited) Η ΣΥΜΜΕΤΡΙΑ ΔΥΟ ΑΣΥΜΜΕΤΡΩΝ ΠΟΛΕΜΩΝ (ή η πρόβα τζενεράλε ενός «κανονικού» πολέμου) // Αυτό το έθνος είναι μία οικογένεια, remember? (για τις έμφυλες προεκτάσεις της “πανδημίας” //  Κωδικός Δημόσια Υγεία (ο ΕΟΔΥ σαν αριστερό βιοπολιτικό εργαλείο) // Συγκρίνοντας τα μη συγκρίσιμα (Από την κρίση του AIDS στον COVID-19 //  antifa news