«Τσακός, Χολαργός και Βούτα» μια συζήτηση για δουλειές με ρόδες

Τα παρακάτω σχεδιάστηκαν, όπως πολλές καλές ιδέες, σε βραδινές συναντήσεις μετά τη δουλειά. Ήμασταν ανάμεσα σε δύο ιδέες. Μια συνέντευξη με έναν σύντροφο μετανάστη ντελιβερά και μια συζήτηση μεταξύ ντελιβεράδων. Και προέκυψε κάτι μεταξύ των δύο. Ξεκινήσαμε από το τελευταίο, βλέποντας πρώτα ένα βίντεο που ετοίμασε μια φίλη για μια εργασία της στο πανεπιστήμιο για τους ντελίβερι και το πώς αντιλαμβάνονται την πόλη. Η ροή της κουβέντας μας οδήγησε φυσικά να εστιάσουμε πολύ στη ζωή του (x.) που γεννήθηκε στην Αλβανία, μεγάλωσε στην Αθήνα, δούλεψε κούριερ και ντελίβερι και η συζήτηση μαζί του μας έμαθε πολλά.

– (p.) Θέλετε να ξεκινήσουμε; Ίσως με αφορμή αυτό που είδαμε χτες, να πείτε τη γνώμη σας για το βίντεο; Αυτό το βίντεο χτες, το οποίο ήταν χωρισμένο σε ενότητες, και έλεγε π.χ. αίσθηση του χρόνου, έλεγε διάφορα πράγματα που τα σκέφτεσαι άμα δουλεύεις ντελίβερι, και ειδικά αν είσαι πολιτικοποιημένος νομίζω κάπως πιο εύκολα τα οργανώνεις στο μυαλό σου, τι συμβαίνει με αυτή τη δουλειά…

– (x.) Οι απαντήσεις εμένα των ατόμων δε μου φάνηκαν ιδιαίτερα κατατοπιστικές, όμως οι ερωτήσεις και η θεματολογία της είχαν πάρα πολύ ενδιαφέρον, δηλαδή οι απορίες οι δικές της κατά κάποιο τρόπο.

– (f.) Βασικά έβγαινε τέτοιο νόημα ρε παιδί μου, έτσι όπως το ‘χε χωρίσει, ποια είναι η βασική κοινωνική διάσταση της δουλειάς του ντελιβερά, ότι είναι επισφαλής, ότι είναι κακή δουλειά, κακοπληρώμενη πολλές φορές, βασικά ότι είναι επικίνδυνη… Το ξέρει και ο περισσότερος κόσμος αυτό βασικά…

– (x.) Προσωπικά εγώ αυτό που έχω αντιληφθεί από άτομα που είναι έξω από αυτό το χώρο της δουλειάς είναι ότι περιορίζεται το ενδιαφέρον τους και η ανησυχία τους κυρίως όχι στο αν είναι κακοπληρωμένη ή όχι, αλλά στο αν είναι επικίνδυνη ή όχι. Ο περισσότερος κόσμος, τουλάχιστον όσο έχω συναντήσει εγώ, με ρωτάει αν είναι επικίνδυνη και τίποτα άλλο, δηλαδή αγνοούν τον ανταγωνισμό που υπάρχει σε αυτό το πράγμα, μέσα στη δουλειά, την αγωνία σου να μαζέψεις τα τιπς, τα οποία είναι ένας από τους βασικότερους, αν όχι ο βασικότερος λόγος που την κάνεις αυτή τη δουλειά. Πολύ λίγοι εστιάζουν εκεί έως καθόλου, με το σκεπτικό ότι προφανώς το θεωρούν δεδομένο πως παίρνεις τιπς, π.χ. άμα κάποιος δίνει 20 ή 50 λεπτά, μπορεί να θεωρεί πως όλοι αφήνουν 20 ή 50 λεπτά και άρα μπορεί να αφήνουν και παραπάνω… Όμως αυτό δεν είναι καθόλου δεδομένο, και στην ουσία βρίσκεσαι στο να κυνηγάς τα τιπς, αλλά στην πλειοψηφία των ημερών μέσα στο μήνα είσαι με λίγα τιπς και στην ουσία μόνο με το μισθό σου που δεν αξίζει μία.

– (f): Πέρα από τα τιπς, πάντως το βίντεο που είδαμε έδειχνε κι άλλα ενδιαφέροντα και άγνωστα σχετικά. Δηλαδή, ο ένας από τους δύο που μιλούσαν περιέγραψε, ας πούμε, την απώλεια της αίσθησης του χρόνου και του χώρου σε κάποια φάση, το όποιο είναι πολύ κλασικό. Το παθαίνεις αν δουλεύεις πολλές ώρες και επαναλαμβάνονται οι παραγγελίες και αυτό γίνεται κάθε μέρα, ε σου βγαίνει αυτό, βγαίνεις με μια παραγγελία και έχεις χάσει το πού είσαι τώρα, σε ποιά συνοικία, σε ποιο δρόμο, ανησυχείς λίγο, λες τι παθαίνει το μυαλό μου τώρα. Ή μετά στο σπίτι μπορεί να έχεις ξεχάσει τα πάντα, να νομίζεις ότι αυτό σου δίνει δυνατότητες γνώσης που μπορείς να χρησιμοποιήσεις εκτός δουλειάς, αλλά μετά όταν βρεθείς στην ίδια συνοικία να το έχεις ξεχάσει. Καλά, άλλες φορές σου δίνει όντως, μαθαίνεις δρόμους, τα χρησιμοποιείς και αλλού, αλλά άλλες φορές παθαίνεις μπλακ άουτ ρε παιδί μου, από τις πολλές οδούς, τους πολλούς αριθμούς, τον πολύ κόσμο, στην ίδια πολυκατοικία άλλα κουδούνια, δηλαδή παίζει αυτό το κομμάτι της αλλοτρίωσης το οποίο το περιγράφανε πολύ καλά, μόνο που δε το ονομάζανε αλλοτρίωση…

– (x.) Σχετικά με το κεφάλαιο αυτό, με την αίσθηση του χώρου, «Τσακός, Χολαργός και Βούτα» μια συζήτηση για δουλειές με ρόδες μπορώ να το επιβεβαιώσω ως ένα βαθμό καθαρά λόγω προσωπικού βιώματος και εγώ. Δηλαδή θυμάμαι τον εαυτό μου ότι, όσο παράξενο και αν ακούγεται, στην ουσία η γειτονιά, η περιοχή, ο χώρος που κινείσαι και δουλεύεις ήταν εργαλείο της δουλειάς σου. Δηλαδή, όταν έπιανες δουλειά, αυτομάτως θυμόσουν τους πιο παράξενους δρόμους, τα πιο περίεργα στενά. Ολα αυτά αποτελούσαν έναν νοητικό χάρτη, επί της ουσίας, που ξεδιπλωνότανε μπροστά σου μόλις άρχιζε η βάρδιά σου. Όταν σταματούσες τη δουλειά, αυτό το πράγμα το άφηνες εκεί, δεν το έπαιρνες μαζί σου. Θυμάμαι ότι όταν σχόλαγα “κατέβαζα διακόπτες”, αν με ρώταγες θυμόμουν μόνο τους κεντρικούς δρόμους, δε θυμόμουνα σχεδόν τίποτα. Έχω κάνει τέσσερα χρόνια οδηγός σε βιβλιοπωλείο σε όλη την Αθήνα, από Θρακομακεδόνες μέχρι Βάρκιζα, από Χαϊδάρι μέχρι Ν. Ερυθραία, θυμάμαι ότι ήξερα την Αθήνα απ’ έξω. Όταν έβγαινα το βράδυ για καφέ ή για μπύρα, βόλτα τελοσπάντων, δε θυμόμουν τίποτα. Θυμόμουν μόνο κεντρικές λεωφόρους. Αναρωτιόμουν πως γίνεται αυτό το πράγμα, δηλαδή για να θυμηθώ πώς να κόψω δρόμο να βρεθώ σε κάποιες κεντρικές καφετέριες στο Χαϊδάρι π.χ., μου ήταν αδύνατο. Ενώ όταν δούλευα με το μηχανάκι δεν μπορούσα να κυκλοφορήσω από τους κεντρικούς δρόμους. Δεν μπορούσα να το εξηγήσω πως γίνεται αυτό το πράγμα, πως ξαφνικά μεταμορφωνόταν η πόλη σε εργαλείο της δουλειάς. Σαν παράδειγμα, είναι σα να πάρω έναν ηλεκτρολόγο που όταν πάει στη δουλειά του, παίρνει τη βαλίτσα με τα εργαλεία και όταν σχολάει την αφήνει• και αν τον ρωτήσεις που είναι η πένσα στο σπίτι του μπορεί να μη θυμηθεί, ενώ όταν είναι στη δουλειά του μπορεί να κάνει ένα ‘έτσι’ και να πιάσει την πένσα. Κάπως έτσι ένιωθα και εγώ όταν ανέβαινα το πρωί στο μηχανάκι. Όταν σχόλαγα άφηνα τα πάντα πίσω. Δεν ξέρω αν αυτό έχει να κάνει με τη μνήμη μου ή με την απροθυμία μου να θυμάμαι το αντικείμενο της δουλειάς ενώ είχα σχολιάσει. Ήταν αδύνατο να κόψω δρόμους, να πάω από στενά. Και στο βιβλιοπωλείο δεν υπήρχε ανταγωνισμός ώστε να πάω γρήγορα, θα μπορούσα κάλλιστα να πάω από κεντρικές λεωφόρους. Παρόλα αυτά όμως είχα βρει πώς να κόψω δρόμο ώστε να τελειώσω νωρίτερα και να πάω να φάω μετά, να κάτσω κάπου για καφέ και να μη γυρίσω χωρίς λόγο στο μαγαζί να κάθομαι, γιατί για το αφεντικό να σε έβλεπε να κάθεσαι ήταν μια δυσάρεστη εικόνα, δεν χρειάζεται να το αναλύσω αυτό, φαντάζομαι πάντα για το αφεντικό υπάρχει κάτι να κάνεις• ακόμα και όταν δεν είναι το αντικείμενό σου, κάτι θα βρισκόταν πάντα…

– (f.) Ε, η δουλειά σε χαζεύει και λίγο. Ή τέλος πάντων ρουτίνα και άγχος μαζί, κάτι σου παίρνουν από το μυαλό. Κυρίως το βλέπεις αυτό στις δουλειές που έχουν επανάληψη και ρουτίνα, βαρεμάρα και πολύ εντατικό χρόνο εργασίας οπότε το υπόλοιπο που σου μένει δεν είναι και πολύ για να διαβάσεις ξέρω ‘γω εφημερίδες, να διαβάσεις κάτι… Αυτό που έβλεπα εγώ τόσο στους ψήστες όσο και κυρίως στους ντελιβεράδες ήταν ότι τα ενδιαφέροντά τους ήταν πολύ συγκεκριμένα, ήταν αυτά του ταξικού πάτου. Ήταν όλα τα προϊόντα του ΟΠΑΠ, Προπό, Λόττο και τέτοιες μαλακίες, και όταν άνοιγαν κουβέντες αφορούσαν τη μπάλα, τη Μέρκελ, τις τράπεζες, οι εξωγήινοι, οι θεωρίες συνωμοσίας, αυτό μάλιστα σε καθημερινή βάση… Αυτά που άκουγαν στην τηλεόραση ή διάβαζαν στο ίντερνετ. Εντάξει, εγώ όταν βρισκόμουν σε τέτοια περιβάλλοντα, ήταν εμφανές τόσο σε μένα όσο και στους άλλους ότι ήμουν κάτι εκτός αυτού, τις είχα δουλέψει λίγους μήνες αυτές τις δουλειές και έβρισκα εκεί επίσης ένα δουλεμένο περιβάλλον για δεκαετίες πολλές φορές. Ήταν ένα εργασιακό περιβάλλον που ήταν τρία άτομα μαζί για μια δεκαετία, ήταν πια οικογένεια, συζητούσαν ανοιχτά για αυτά που είχαν στο μυαλό, τα οποία ήταν σκότωμα του μυαλού, πως το λένε, αλλά μου φάνηκε πως πήγαινε πακέτο με το σκότωμα που κάνει στο μυαλό η ίδια η δουλειά, η επανάληψη, όλο αυτό το κομμάτι.

“Όταν έβγαινα το βράδυ για καφέ ή για μπύρα, βόλτα
τελοσπάντων, δε θυμόμουν τίποτα. Θυμόμουν μόνο
κεντρικές λεωφόρους. Αναρωτιόμουν πως γίνεται
αυτό το πράγμα, δηλαδή για να θυμηθώ πώς να κόψω
δρόμο να βρεθώ σε κάποιες κεντρικές καφετέριες στο
Χαϊδάρι π.χ., μου ήταν αδύνατο. Ενώ όταν δούλευα με
το μηχανάκι δεν μπορούσα να κυκλοφορήσω από τους
κεντρικούς δρόμους. Δεν μπορούσα να το εξηγήσω πως
γίνεται αυτό το πράγμα, πως ξαφνικά μεταμορφωνόταν
η πόλη σε εργαλείο της δουλειάς. Σαν παράδειγμα,
είναι σα να πάρω έναν ηλεκτρολόγο που όταν πάει στη
δουλειά του, παίρνει τη βαλίτσα με τα εργαλεία και όταν
σχολάει την αφήνει• και αν τον ρωτήσεις που είναι η
πένσα στο σπίτι του μπορεί να μη θυμηθεί, ενώ όταν
είναι στη δουλειά του μπορεί να κάνει ένα ‘έτσι’ και να
πιάσει την πένσα.”

– (a.) Η αλλοτρίωση δηλαδή, αυτή του να κάνεις επαναλαμβανόμενα κάτι… Και από ρατσισμό πως πήγαινε το θέμα ντελίβερι μέσα στο μαγαζί; Έπαιζε μεταξύ των υπαλλήλων ή από τα αφεντικά;

– (f.) Είναι ανάλογα το μαγαζί, το αφεντικό, την περιοχή, παίζουν πολλοί παράγοντες ρόλο. Σε μένα, στο μαγαζί στη Συγγρού το αφεντικό ήταν από την Καλαμάτα. Ο ψήστης και ο άλλος ντελιβεράς ήταν από Αλβανία. Μπορεί να άκουγες κάτι για μουσουλμάνους αλλά κατά κανόνα δεν παίζανε ρατσιστικά. Εντάξει, άκουγες για γυναίκες βέβαια, που ήταν εκτός μαγαζιού. Στο μαγαζί στο Ψυχικό συμβαίνει το εξής. Στην κουζίνα δουλεύουν τρία-τέσσερα άτομα, όλοι έλληνες, άντρες και γυναίκες, ο ντελιβεράς είναι Ρουμάνος. Εκεί πέρα παίζει ένα θέμα, είναι εμφανής η υποτίμηση, δηλαδή κοροϊδεύουν την προφορά του μερικές φορές. Είναι οι άλλοι καβατζωμένοι μέσα στην κουζίνα δηλαδή που έχουν τους ρυθμούς τους ενώ ο ντελιβεράς που έχει και την πίεση να παραδώσει το φαϊ, προσαρμόζεται ανάλογα το πώς τον χορεύουν μέσα από την κουζίνα. Και επειδή αυτός είναι και ξένος, τον κοροϊδεύουν και μεταξύ τους. Δηλαδή εκεί είναι διττό το θέμα… Κυψέλη μετά, ήταν ο τύπος έτσι δεξιός, μαλάκας, σκατοαφεντικό, ο ντελιβεράς από Αλβανία, η σύζυγος του αφεντικού που ξεπατωνόταν στη δουλειά από Γεωργία, η φίλη του ντελιβερά που δούλευε μέσα στο μπαρ από Αλβανία, όποτε αυτός έτρεχε ένα μαγαζί που το δουλεύανε τρία άτομα από Γεωργία και Αλβανία, και οι οποίοι δουλεύανε με εξοντωτικούς ρυθμούς, φάση 10ωρα κάθε μέρα και αυτός έπαιρνε τον καφέ και καθότανε σε ένα τραπέζι ή έκανε βόλτες, αλλά γενικώς δεν έκανε τίποτα. Αυτός όταν μιλούσε για άλλους στη γειτονιά σε μένα ή στον άλλον ντελιβερά έλεγε «Πήγαινε στον Αλβανό απέναντι να μου πάρεις τσιγάρα… Πήγαινε στον Ρουμάνο να πάρεις το τάδε…» τους προσδιόριζε όλους με βάση την εθνικότητά τους, είχε πολλή πλάκα, ενώ αυτός ήταν στην ουσία ο μόνος ξένος! Δεν έβαζε και κάποιο χαρακτηριστικό δίπλα σε όλους αυτούς αλλά σίγουρα τόνιζε την εθνικότητα ενός περιπτερά απέναντι από το μαγαζί του, που το περίπτερο του το είχε εκεί αυτός για 10-15 χρόνια! Τώρα εντάξει την τύπισσα που την είχε μέσα να δουλεύει, την έβριζε φουλ. Είχαν άνεση βέβαια μεταξύ τους, αυτή του έκανε συχνά κριτική, αλλά το αφεντικό μπορούσε μεταξύ σοβαρού και αστείου να κόψει αυτή την κριτική με μια ατάκα του στυλ «σκάσε μωρή πουτάνα!»

– (x) Εγώ έχω δύο αντίθετα βιώματα στο θέμα αυτό. Στην πιτσαρία ήταν έλληνες τα αφεντικά. Ο ψήστης, η κεφαλή μετά τα αφεντικά, ήταν Αλβανός. Αργότερα είχε έρθει κι άλλος ένας Αλβανός ντελιβεράς. Οι υπόλοιποι όμως ήταν έλληνες. Ο ένας από αυτούς ήταν και πολιτικοποιημένος κι από αυτόν είχα ακούσει μάλιστα πρώτα φορά τα Εξάρχεια. Μικρός δεν ήξερα τίποτα από το κέντρο της Αθήνας…

– (f) μόνο την παραλιακή και τον Χολαργό… (γέλια)

– (x) αυτό είναι αλήθεια… μόνο τη Βούτα και τον Χολαργό… εκεί λοιπόν σε αυτή τη δουλειά ως νέος σε ηλικία και νέος υπάλληλος είχα δει μια αλληλεγγύη. Μόνο με τον αστυνομικό που δούλευε εκεί είχαμε μια τρομερή έχθρα. Ο πιο παλιός ντελιβεράς ήταν βέβαια ο πιο έμπειρος. Έπαιρνε τα καλύτερα δρομολόγια. Εκεί που ήξερε ότι θα αφήσουν… Ο ψήστης, πριν γίνει ψήστης, ήταν ντελιβεράς, οπότε με βοηθούσε δίνοντας μου και καλές παραγγελίες. Άφηνε τις παραγγελίες πάνω στο φούρνο όπου είχε μόνο εκείνος πρόσβαση και χωρίς χαρτάκι, ώστε ο άλλος ντελιβεράς δεν μπορούσε να ξέρει που πάει η κάθε παραγγελία. Και με έπιανε ο ψήστης και μου έλεγε πάρε κι αυτό, πήγαινε το εκεί, γιατί αυτός τα ήξερε απ’ έξω που πάνε οι παραγγελίες. Οπότε θεωρώ ότι ήμουν αρκετά προνομιούχος ως μετανάστης σε αυτό το περιβάλλον. Προνομιούχος υπό την έννοια ότι δεν βρίσκομαι υπό άμεσο διωγμό, αλλά και το περιβάλλον που επέλεξα (ή και όχι) να κινούμαι στη πορεία των χρόνων, δεν ήταν ιδιαίτερα εχθρικό απέναντί μου. Ήμουν τυχερός. Οι έλληνες, από το ´95 και ύστερα, μου ήταν ιδιαίτερα οικείοι. Στο σχολείο ήμουν συμπαθητικό παιδί «δεν έδινα δικαιώματα» και είχα εμπεδώσει πλήρως το ποιά είναι η θέση μου. Ήξερα ποια είναι η τιμωρία όσων δεν ενσωματώνονται. Για να παραφράσουμε ένα σύνθημα… «Το εκπαιδευτικό σύστημα της Ελλάδας είναι η εκπαίδευση του ελληνικού συστήματος!» Το γεγονός αυτό βοήθησε ώστε, στα πλαίσια της πολιτικοποίησης μου και αυτοσυντήρησης, να καλλιεργήσω επιμελώς μια στρατηγική για την λεπτομερή εξέταση του θύτη μου. Να μελετήσω δηλαδή την χαρακτηροδομή όσων συστήνονται ως έλληνες, για να μη νιώσω «κάπως». Ρατσιστικά σχόλια όμως δεν έπαιζαν συχνά στον Χολαργό γενικά, παρόλο που ήταν λίγοι οι Αλβανοί όταν πήγα εγώ το 1995. Κάτι μπορεί να άκουγες από ‘δω κι από ‘κει, π.χ. στο 5 x 5 όταν παίζαμε, του στυλ «ε Αλβανοί, ούνα φάτσα, ούνα ράτσα», αλλά δεν είχαμε κρούσματα. Σεξισμός προς τις γυναίκες που υπήρχανε στη λάντζα υπήρχε, ρατσισμός κραυγαλέος όχι όμως. Όταν όμως ήρθα στα βιβλία, ήταν ακριβώς το αντίθετο. Τότε πάλι ως οδηγός, πάλι με το μηχανάκι, απλά τεράστιες οι αποστάσεις, είχα φτάσει σε σημείο να μπορώ να οδηγήσω μόνο και όχι να περπατήσω. Ήμουν κυριολεκτικά τις 7,5 από τις 8 ώρες πάνω στο μηχανάκι. Είχα μάθει να στέλνω μηνύματα τυφλό σύστημα ενώ οδηγούσα.

“Πηγαίναμε Βούτα, Λιμανάκια, σε μια εποχή που ήταν το ζενίθ με τις κόντρες και αυτή την κουλτούρα, μιλάμε για 2001 με 2003. Οι κόντρες ήταν βασικό κομμάτι της παρέας. Και γενικά μιλούσαμε κάθε μέρα, όλη μέρα, για μηχανάκια. Ήμασταν ένας κι ένας. Εγκυκλοπαίδειες. Πλέον μιλούσαμε με ειδικούς όρους για τα μέλη στα μηχανάκια. Είχαμε γίνει όλοι μηχανικοί. Το λύναμε και το δέναμε με κλειστά τα μάτια. Και δύο ήταν οι καθιερωμένες εξορμήσεις με αυτούς την εβδομάδα. Κυριακή μεσημέρι ήταν πιο κυριλέ βόλτα, συνδυασμένη με κόντρα, κάτω στη Βάρκιζα. Και πολύ πιο επικίνδυνες καταστάσεις και περιπετειώδεις ήταν κάθε Πέμπτη βράδυ στη Βούτα, ή στη Μαύρη, όπως λεγόταν τότε, η περιοχή.”

(f) έτρωγες στο μηχανάκι…

– (x) ε καλά αυτό εννοείται. Ο καφές στο μηχανάκι, το φαί στο μηχανάκι. Το μηχανάκι είναι το γραφείο σου βασικά… Λοιπόν, εκεί στα βιβλία είχαμε έναν τύπο ο οποίος είχε πολύ παράξενο ψυχισμό, αν μπορώ να το θέσω, είναι αυτό που λέμε η επιτομή του αγχωτικού. Ήταν ένας τύπος που 8 η ώρα όταν πιάναμε δουλειά ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα, αυτός ο τύπος, οκ, ήταν και ρατσιστής. Το αφεντικό όμως δήλωνε κομμουνιστής. Οπότε αυτός ο υπάλληλος το εκδήλωνε μέσω της δουλειάς, ήταν πιο προσεκτικός. Μου έδινε τα πιο μακρινά δρομολόγια για να είναι ο πιο παλιός εδώ στο κέντρο να τελειώνει γρήγορα τις δουλειές μπαμ-μπαμ. Όμως ακόμα και όταν πέρασαν δύο χρόνια, εγώ εξακολουθούσα να έχω μακρινά δρομολόγια. Και μάλιστα τα έκανα και γρήγορα. Δηλαδή εγώ είχα πάει και είχα γυρίσει κι ο παλιός δεν είχε ακόμα ξεκινήσει τα δικά του, τα κοντινά. Οπότε του είπα σε κάποια φάση ότι δεν υπάρχει λόγος πια να κάνω τα μακρινά, θα έπρεπε να με βάζει και μένα σε κοντινά. Αλλά δεν το δεχόταν. Πάω και μιλάω με το αφεντικό λοιπόν και το αφεντικό και αλλάζω, αλλά και πάλι… Όταν ήρθε ένας νέος στη δουλειά, ο οποίος όμως ήταν από την Κεφαλονιά, απ’ όπου καταγόταν και ο ρατσιστής συνάδελφος, μου αλλάξανε πάλι το δρομολόγιο. Με τα πολλά, τον έπιασα και του είπα: «πέρα από το θέμα ότι εγώ είμαι Αλβανός και ο φίλος σου Κεφαλονίτης, υπάρχει κάποιο άλλο θέμα από τον ρατσισμό που γίνεται αυτό το πράγμα;» Δεν δέχεται φυσικά αυτός την κατηγορία μου.

ώρα μιλάμε ότι τα μακρινά δρομολόγια ήταν ότι ξεκινούσες από Αμπελόκηπους και τέλειωνες Θρακομακεδόνες. Σοβαρά σου μιλάω, όποια περιοχή μεσολαβούσε, είχες δύο πελάτες… Μαρούσι, Χαλάνδρι, Αγία, Χολαργό, Κηφισιά, Ερυθραία και μετά βέβαια Λιόσια, Αγίους Αναργύρους, έκανες όλο τον κύκλο. Είναι αδύνατον να σου περιγράψω πως το φόρτωνα το μηχανάκι. Πήγα μια φορά θυμάμαι να αφήσω βιβλία σε ένα βιβλιοπωλείο που είχε χαμηλό πεζοδρόμιο, πήγα να το ανεβάσω και το μηχανάκι έμεινε όρθιο! (γέλια) Δεν καταλαβαίνεις! Το άφησα όρθιο, πήγα την παραγγελία, μετά έλυσα όλη την παραγγελία και οι κούτες σκόρπιες στο δρόμο για να μπορέσω να το κατεβάσω… Αυτό όμως πέρα από το ότι ήταν επικίνδυνο, ήταν και εξουθενωτικό. Δεν μπορούσες να φτάσεις μέχρι την πόρτα του βιβλιοπωλείου συχνά λόγω του βάρους που είχες. Οπότε έθεσα πάλι το ζήτημα ότι είναι άδικο αυτό που γίνεται και ότι δεν γίνεται να πηγαίνω εγώ κάθε μέρα στα μακρινά. Το δέχτηκε τελικά. Αλλά τι κάνει τώρα; Αρχίζει να με κόβει εμένα πάντα δεύτερο ενώ τον φίλο του από την Κεφαλονιά τον κόβει πρώτο. Κάθε μέρα! Είχε μία παραγγελία; Είχε 50 παραγγελίες; Αυτός θα κοβόταν πάντα πρώτος! Τα τιμολόγια, τις παραγγελίες εννοώ… Το ζήτημα δεν ήταν μόνο ότι σε αργούσε και σε άγχωνε περισσότερο. Αλλά ήταν ότι δεν μπορούσες να αποφύγεις και τον τρελό καύσωνα ή την τρελή βροχή όταν αργούσες τόσο πολύ. Ε, η κατάσταση ήταν αφόρητη γιατί αυτοί αράζανε και στο γραφείο όταν τον έκοβε αυτόν και κοιτούσανε, χασκογελούσανε κ.τ.λ.

Να μη σας τα πολυλογώ, φτάσαμε στο σημείο που ισοπεδώσαμε όλο το μαγαζί μια μέρα, πλακωθήκαμε στο ξύλο, μπήκανε οι πελάτες στη μέση να μας χωρίσουν, με απείλησε, τον έβρισα, με έβρισε, είχε πιάσει και μια φαλτσέτα, το κοπίδι που λέμε, είχαμε πλακωθεί πολύ άσχημα, είχε ετοιμαστεί να τον διώξει το αφεντικό αλλά δεν μπορούσε να τον διώξει διότι αυτός ήταν τόσο οξύθυμος και τόσο γνωστός στον χώρο που τον λυπόταν… γιατί ποιος θα τον έπαιρνε αυτόν στη δουλειά. Τελικά τον έδιωξε, αλλά τώρα πρόσφατα, ενώ η δική μου ιστορία είναι 10 χρόνια πριν, το 2007. Και τον έδιωξε πέρυσι επειδή τσακώθηκε με το ίδιο το αφεντικό. Εκεί λοιπόν δεν ήταν λόγω ηλικίας αυτή η συμπεριφορά αλλά επειδή ήμουν Αλβανός. Με θεωρούσε άτομο που δεν μπορούσα να υπερασπιστώ τον εαυτό μου. Εκεί είχα νιώσει πολύ έντονο το ρατσιστικό στοιχείο με συστηματικό τρόπο. Και το διαπίστωσα με σιγουριά όταν πια είχα μάθει τη δουλειά καλύτερα απ’ αυτόν. Πλέον αυτός ρωτούσε εμένα για τα δρομολόγια.

– (a.) Αυτό με τα μακρινά… Τα μακρινά είναι καλύτερα για πολλούς. Γιατί απλά οδηγάνε και εκμεταλλεύονται τον χρόνο. Π.χ. κάποιοι βρίσκουν και χρόνο για να κάνουν δικές τους δουλειές.

– (x.) Αυτό που λες ισχύει για διαφορετικές δουλειές. Όταν είσαι σε φαγητά, αυτό που λες δεν υφίσταται, είσαι μόνιμα στην πίεση και κυνηγάς κυρίως τις μικρές παραγγελίες. Αν μπορώ να το συγκρίνω με τους τατουατζήδες που κυνηγάνε τις μικρές δουλειές, που τελειώνουν πολλές δουλειές και μαζεύουν περισσότερα λεφτά από το να ασχοληθούν με ένα μόνο τατουάζ. Στο φαγητό κυνηγάς τις μικρές παραγγελίες, πολλές και κοντινές, γιατί έχεις περισσότερες πιθανότητες για μπουρμπουάρ. Η πίεση ούτως ή άλλως υπήρχε γιατί σε περιμένει η επόμενη να φύγεις. Όταν όμως είσαι οδηγός και όχι ντελιβεράς, φυσικά ρυθμίζεις το δρομολόγιο και τον ρυθμό σου έτσι ώστε να κάνεις πολλά δικά σου πράγματα ταυτόχρονα. Από το να πάω να δω τη σχέση μου, να πληρώσω λογαριασμούς, να φάω κ.τ.λ. Γιατί το κούριερ δεν επείγει πάντα, πρέπει να πάει αλλά δεν επείγει πάντα να πάει γρήγορα. Τώρα πάλι στα βιβλία είμαι, όπως πριν 10 χρόνια. Κούριερ. Βέβαια δεν ξέρω πως είναι στην ACS και σε αυτά…

– (f.) Με πελάτες σου ‘χει τύχει κάτι ρατσιστικό;

– (x. ) Όχι, δεν μπορώ να πω. Η πιτσαρία που δούλευα ήταν πολύ γνωστή στην περιοχή. Η αφεντικίνα είχε γνωστούς δημάρχους, διάφορους… Οπότε ξέρανε. Αν ήταν ρατσιστές ή όχι, δεν είχαν εκδηλωθεί ποτέ σε μένα. Είναι και μικρός ο χρόνος της συναλλαγής. Δεν αρκούνε τα λίγα αυτά λεπτά… Θα θεωρούσα κατάλληλη αυτή την ερώτηση να τεθεί σε έναν ντελιβερά από την Αφρική… γιατί στον Χολαργό επικρατούσε εκείνη την εποχή αυτό το «έλα ρε, Αλβανός είσαι; Δεν σου φαίνεται!» Οπότε αυτό ίσως είχε δημιουργήσει μια επιφυλακτικότητα στους πελάτες. Μπορεί ο πελάτης να ήθελε να πει κάτι αλλά υπήρχε εγκράτεια. Επιπλέον, νομίζω ήμουν αρκετά προνομιούχος ως μετανάστης. Έτυχε να πάω σε μια περιοχή που οι Αλβανοί ήταν λίγοι και οι έλληνες εκεί δεν είχαν το ηγεμονικό άγχος…

– (p.) Ρατσισμός σε σχέση με το ταξικό στάτους του ντελιβερά;

– (x.) Ναι, σε αυτό μπορώ να πω περισσότερα. Γιατί δεν ξέρω αν ξέρανε ότι είμαι Αλβανός… αλλά η ταξική υποτίμηση ήταν βίωμα, όχι απλά αίσθηση. Είχα πάει σε αρκετά σπίτια στα οποία οι πελάτες ήταν απογοητευμένοι για πολλούς και διάφορους λόγους. Μπορεί να ήταν μεγάλη απόσταση, να αργούσε η παραγγελία, να έπεφτε το ρεύμα στο μαγαζί, να πήγαινες την παραγγελία του πρώτου τελευταία λόγω του δρομολογίου που έχεις μπροστά σου, μπορεί να ‘χανε και τα δικά τους προβλήματα… Όλο αυτό τους έβγαινε σε μια απωθητική έως οξύθυμη συμπεριφορά. Παράδειγμα. Πήγαινα μια Γίγας. Η πίτσα λόγω της απόστασης στη μετακίνηση με το μηχανάκι κουνιόταν, έβγαιναν τα υγρά της, ψιλο-διαλυόταν. Οι πιο καχύποπτοι την ανοίγανε μπροστά σου για να δουν σε τι κατάσταση είναι. Και όταν κοιτούσανε την πίτσα και δεν τους άρεσε κάτι ή για τους προαναφερθέντες λόγους, σου βγάζανε μια τοξική συμπεριφορά. Από το υποτιμητικό βλέμμα μέχρι να σου τη λένε για οτιδήποτε. Εσύ βέβαια δεν μπορούσες να αντιδράσεις μολονότι η συμπεριφορά τους απευθυνόταν σε σένα και κοιτούσε μήπως εσύ το οξύνεις για να ξεκινήσει εκεί τα δικά του. Το μόνο που μπορούσες να απαντήσεις ήταν ότι μπορείτε να επιστρέψετε την πίτσα ή πάρτε στο μαγαζί τηλέφωνο να κάνετε παράπονα. Δεν είναι δικό μου το φταίξιμο αν το μηχανάκι έχει κραδασμούς. Αυτοί όμως επέμεναν να επιτίθενται σε σένα. Ποτέ, ούτε μία φορά στα τέσσερα χρόνια, δεν πήρανε όλοι αυτοί τηλέφωνο στο μαγαζί. Επομένως, εμένα πήγαινε το μυαλό μου στο εξής. Αυτοί σκέφτονταν, «διανομέας είναι αυτός, ποιος την κάνει αυτή τη δουλειά; Σίγουρα όχι ένας σπουδαγμένος άνθρωπος, δηλαδή που δεν έβγαλε το σχολείο, ο αληταράς, αυτός που θέλει να βγάλει τα λεφτά του να τα χαλάσει»… Είχα ακούσει βέβαια και θεωρίες ότι οι ντελιβεράδες είναι συγκεκριμένη κάστα ανθρώπων, ότι είναι δεδομένο ότι τα λεφτά τους τα χαλάνε σε ναρκωτικά, είτε σε μηχανάκια είτε σε γκόμενες. Επομένως, εγώ θεωρώ ότι οι ντελιβεράδες τρώνε ταξική υποτίμηση. Κάτι δεν πάει καλά το σχολείο με αυτό ή ότι τους αρέσει αυτή η δουλειά, να βγάλεις γρήγορα λεφτά και να τα χαλάσεις το βράδυ… Η πλειοψηφία των πελατών εξάλλου είναι απογοητευμένοι…

– (f.) Κανά «τυχερό» είχες με αυτή τη δουλειά ρε συ τελικά ή μόνο απογοητευμένους πελάτες;

– (x.) Αυτό που λες εσύ είναι μια κατεξοχήν σκέψη σε πολλούς ντελιβεράδες. Από τον πιο πιτσιρικά μέχρι τον 55άρη. Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία το ‘χαν πάρει απόφαση ότι δεν θα είχαν τυχερό και σου λέγανε αν πας εκεί μπορεί να ‘χεις κανα τυχερό. Εγώ νόμιζα στην αρχή ότι λένε για τιπς, διότι οι μικρές ηλικίες έρχονταν κυρίως από μεικτές παρέες. Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία δεν έρχονταν από τέτοιο περιβάλλον και για αυτούς ήταν γεγονός κάθε παραγγελία σε σπίτι όπου θα άνοιγε γυναίκα. Τώρα εγώ, αν μιλάμε για τέτοια, είχα μία μόνο περίπτωση, ένα «τυχερό», που ήταν και άτυχο μαζί. Για να μην τα πολυλογώ, στη δική μου περίπτωση, εγώ που ήμουν και των σχέσεων, μπορεί να κόλλαγα με κάποια και να το έψαχνα. Τότε έκανα διανομή λοιπόν στον Τσακό και πήγαινα για δουλειά το μεσημέρι. Αυτό λέγεται «πρωινός». Και «βραδινός» είναι 6 με 12 ή 4 με 12. Εκείνες τις μέρες μου άνοιγε τότε, λοιπόν, μια κοπέλα η οποία ήταν έτσι, σωματικά ανεπτυγμένη κι εγώ θεωρούσα πως ήταν στην ηλικία μου. Ήμουνα τότε 22 ή 23 χρονών. Πριν την πιτσαρία, όπου πήγαινα 12 το μεσημέρι, δηλαδή 10 με 12 το πρωί, πήγαινα σπίτι της. Δεν κάναμε ποτέ σεξ αλλά βρισκόμασταν σχεδόν κάθε μέρα. Το πρόβλημα αρχίζει όταν το αδερφάκι της, πέντε χρονών, αντιλήφθηκε τι συνέβαινε και τα είπε στους γονείς του. Μια μέρα έχω πάει πάλι από εκεί και δέκα λεπτά αφού μπαίνω, αρχίζει να χτυπάει μανιασμένα η πόρτα. Πεταγόμαστε εμείς. Μου λέει εμένα η κοπέλα να κρυφτώ στο μπαλκόνι. Ήταν τρίτος όροφος. Την ώρα που πάω να κρυφτώ, κοιτάει στο ματάκι της πόρτας και λέει «αμάν, η μάνα μου!». Το ακούω αυτό, κοιτάω κάτω απ’ το μπαλκόνι, ήταν πολύ ψηλά. (γέλια) «Δεν αξίζει», λέω. Επομένως, κάθομαι απλώς στο μπαλκόνι. Επομένως, σε κάποια στιγμή ανοίγει η πόρτα του μπαλκονιού και είναι ο μικρός, ο αδερφός της και λέει «μαμά, μαμά, εδώ είναι ο κύριος». (γέλια) Εκεί απλώς ένιωθα να σηκώνομαι στον αέρα από το σοκ. Βγαίνει στην πόρτα η μάνα, μου λέει «έλα μέσα, μην κάθεσαι εκεί». Ένιωθα ντροπή. Όχι για κάτι συγκεκριμένο. Ήταν παιδιάστικο όλο αυτό. Δεν ήταν ότι κάναμε και κάτι σοβαρό. Η πρώτη ερώτηση που κάνει η μάνα είναι «συγγνώμη, έρχεσαι μας φέρνεις πίτσες στο σπίτι, μας πηδάς και την κόρη;» Της λέω εγώ εκεί ότι δεν κάναμε σεξ. Ήμουν και ειλικρινής. Μου λέει «ξες πόσο χρονών είναι;» Της λέω «18». Μου λέει «ούτε 16 δεν είναι…» Μου έλεγε ψέματα φυσικά.

– (a.) Χαρτιά είχες τότε;

– (x.) Είχα ναι. Πράσινη κάρτα. Αλλά με πολλές εξακριβώσεις κτλ. Είχες το άγχος της αστυνομίας. Οτιδήποτε για έναν μετανάστη που μπλέκεται η αστυνομία είναι θάνατος. Εκείνοι βέβαια, οι γονείς, δεν ξέρανε ότι είμαι Αλβανός. Και αυτό ήταν υπέρ μου. Αλλά μέσα μου έλεγα «τώρα είσαι τελειωμένος». (γέλια) Σηκώνει το τηλέφωνο η μάνα και παίρνει και λέει «Ναι, έλα, έλα, τον έχω στο σπίτι, πάρε τους κυρίους και ελάτε». Για μένα είχε σταματήσει ο χρόνος. Μου λέει «περίμενε, περίμενε, θα δεις». Της λέω λοιπόν ότι εγώ θα φύγω, δεν έχω κάνει κάτι παράνομο. Και μου λέει «έτσι νομίζεις θα ξεμπερδέψεις;» Και πάει προς την πόρτα, κάνει ένα έτσι και κλειδώνει, βγάζει τα κλειδιά και τα βάζει στην τσέπη της. Αν φυσικά ασκούσα εγώ βία στην πόρτα θα φαινόταν και σαν παραβίαση. Οπότε βρίσκομαι χειροπόδαρα δεμένος. Και μπαίνει ο πατέρας. Αρχίζει αυτά τα «ξέρεις ποιος είμαι εγώ;», με κόλλησε και ήταν έτοιμος για ξύλο. Του έλεγα ότι δεν ήξερα την ηλικία, μου ‘χε πει ότι είναι 18, εκείνος μου έλεγε ότι έμπλεξα για παιδεραστία και θα καλέσει αστυνομία να με πάρουν σηκωτό και ότι θα ενημερώσει την πιτσαρία. Εγώ όταν το άκουσα αυτό… προτιμούσα εμένα να με μπλέξουν παρά την πιτσαρία. Δεν θέλω να διανοηθώ αν ξέρανε την καταγωγή μου. Όχι μόνο πιτσαδόρος αλλά και Αλβανός, θα ήταν… θα τους έβγαζε εκτός εαυτού. Όσες φορές είχα εντάσεις με κόσμο που ήξερε ότι είμαι Αλβανός, το πρώτο που μου λέγανε ήταν «θα σου φέρω το Αλλοδαπών»… Μετά με την κόρη του συνεχίσαμε για ένα διάστημα, αλλά εγώ είχα τρομάξει, θα έπρεπε να είμαστε μόνιμα κρυμμένοι. Οπότε μετά από λίγο σταματήσαμε. Αυτή ήταν η μία και μοναδική εμπειρία που με έχει σημαδέψει οριστικά από την πιτσαρία. Ε και ο πατέρας της μου ‘χε πει ότι θα βάλει κόσμο να με γαμήσουν έξω κτλ αλλά έλεγα από μέσα μου «άσε με να φύγω τώρα από δω και έξω δεν έχω πρόβλημα». Γιατί ήμουν τρελαμένος εκείνη την περίοδο και με τις παρέες που είχα, τίποτα δεν μπορούσε να μου κάνει. Παρέες από το σχολείο και εκτός…

– (f.) Ποιο σχολείο;

– (x.) Γυμνάσιο Χολαργού και τεχνικό Λύκειο Τσακού.

– (f.) Το σχολείο πώς ήταν για έναν Αλβανό μετανάστη;

– (x.) Οι παρέες είχαν ρατσιστικές τάσεις. Π.χ. όταν έρχονταν κορίτσια στην παρέα ή βγαίναμε, οι άλλοι μου έλεγαν να μη λέω ότι είμαι Αλβανός, μιας και δεν φαίνομαι. Αυτά συσσωρεύονταν βέβαια μέσα μου, αλλά η ανάγκη να ανήκεις σε αυτή την ομάδα, να απολαύσεις τα προνόμια αυτής της ομάδας, σε έκαναν να εσωτερικεύσεις αυτή τη συμπεριφορά. Και σε δουλειές όταν πήγαινα συστημένος, π.χ., έλεγαν «να ο φίλος μου που είναι από την Αλβανία αλλά δεν έχει καμία σχέση με τους Αλβανούς…» Δεν υπήρχε έτσι θέμα. Όταν όμως τελείωσα το λύκειο, όλοι οι φίλοι μου με το χαρτί του ηλεκτρολόγου βρήκαν δουλειά στην περιοχή, αλλά εγώ δεν βρήκα. Πήγαινα εγώ το πτυχίο στον καθένα αλλά δεν με έπαιρναν ποτέ τηλέφωνο. Δεν ξέρω αν οφείλεται εκεί αλλά υπήρχαν αυτές οι απανωτές απογοητεύσεις, τα άκυρα, και έτσι ξεκίνησα την πιτσαρία… Πολλοί βέβαια ήταν στυγνοί. Πήγαινα με το αλβανικό όνομα και μετά σταματούσαν να με ρωτάνε για τη δουλειά και με ρωτούσανε για την Αλβανία και φυσικά δεν παίρνανε τηλέφωνα. Εγώ εν τω μεταξύ ήμουν ερωτευμένος και με μια κοπέλα. Ήθελα να έχω λεφτά. Και ήθελα άμεσα δουλειά. Οπότε πήγα στην πιτσαρία. Το πτυχίο το πρωτότυπο δεν πήγα να το πάρω ποτέ από το λύκειο έτσι. Είναι ακόμα στον Τσακό. Μετά βρήκα ένα βιβλιοπωλείο. Και έτσι βρήκα και τις διανομές των βιβλίων.

– (f.) Πως ήταν στον Τσακό; Από εκεί ήταν οι παρέες όλες οι δικές σου;

– (x.) Ναι με αυτούς έκανα παρέα. Και ξέρεις τα περισσότερα μηχανάκια ήταν στη δικιά μου την τάξη. Η πιο καγκούρικη τάξη ήταν η δικιά μου. Με αυτούς από την τάξη μου έκανα παρέα. Αλλά και με άλλους από άλλες τάξεις που κατεβαίναμε, μέχρι και 25-26 χρονών, στη Βούτα και στο Ρίμπας για τις κόντρες. Και άλλους φυσικά. Εκεί, 25-26 χρονών, έκοψα με όλα αυτά όταν ένας φίλος μου, μου έκλεψε τη μηχανή. Αυτός έμενε στο Νέο Ψυχικό. Δικτυώθηκε μαζί μας. Η συγκολλητική ουσία με αυτόν ήταν οι μηχανές. Πηγαίναμε Βούτα, Λιμανάκια, σε μια εποχή που ήταν το ζενίθ με τις κόντρες και αυτή την κουλτούρα, μιλάμε για 2001 με 2003. Οι κόντρες ήταν βασικό κομμάτι της παρέας. Και γενικά μιλούσαμε κάθε μέρα, όλη μέρα, για μηχανάκια. Ήμασταν ένας κι ένας. Εγκυκλοπαίδειες. Πλέον μιλούσαμε με ειδικούς όρους για τα μέλη στα μηχανάκια. Είχαμε γίνει όλοι μηχανικοί. Το λύναμε και το δέναμε με κλειστά τα μάτια. Και δύο ήταν οι καθιερωμένες εξορμήσεις με αυτούς την εβδομάδα. Κυριακή μεσημέρι ήταν πιο κυριλέ βόλτα, συνδυασμένη με κόντρα, κάτω στη Βάρκιζα. Και πολύ πιο επικίνδυνες καταστάσεις και περιπετειώδεις ήταν κάθε Πέμπτη βράδυ στη Βούτα, ή στη Μαύρη, όπως λεγόταν τότε, η περιοχή.

– (f.) Πού είναι αυτό;

– (x.) Αυτό πιάνει Ηλιούπολη. Κεντρικό φανάρι επί της Βουλιαγμένης. Και Βούτα λέγεται το σημείο όπου βουτάς κάτω από το φανάρι, κάτω από μια γέφυρα και αυτή η απόσταση ήταν 400 μέτρα, οπότε ήταν μια ευθεία. Ήταν μια στημένη πίστα, φανάρι με φανάρι. Πάρα πολύ έντονες εποχές, με πάρα πολύ κόσμο που συμμετείχε ή ήταν θεατές. Και εκεί υπήρχε μεγάλο δέσιμο μεταξύ μας. Ήμουν εγώ κι ένας άλλος οι Αλβανοί, όλοι οι άλλοι έλληνες. Εμείς με πολύ λιγότερα λεφτά φυσικά. Με 5 και 10 ευρώ πάνω μας. Και οι φίλοι μας με 200 ευρώ πάνω τους, από αστικές οικογένειες. Γιατί το αναφέρω αυτό; Εμείς, οι Αλβανοί, τους δημιουργούσαμε ένα δέος. Έτυχε να είμαστε οι πιο θαρραλέοι. Πολλές φορές κάναμε κόντρες στη μία ρόδα και τη μηχανή όρθια. Ενώ αυτοί βέβαια μας δημιουργούσανε δέος με το πώς χειρίζονταν το χρήμα. Έτσι είχε δέσει αυτό. Το θάρρος με την αφθονία του χρήματος. Οπότε αυτοί απολάμβαναν τη δημιουργία μιας πιο θαρραλέας παρέας στη Βούτα και εμείς, αντίστοιχα, είχαμε κάποια προνόμια γιατί κάποιες φορές δεν πληρώναμε τίποτα.

Ωστόσο, ήταν ένας από αυτούς, ο Χ., που μου έκλεψε τη μηχανή. Ήταν Ιανουάριος, βαρύς χειμώνας, με βροχές, κι εγώ άρρωστος με πυρετό κτλ και δεν ασχολούμουν με τη μηχανή. Ένα πρωί, λοιπόν, κατεβαίνω να πάω για δουλειά, κάνω ένα έτσι να δω τη μηχανή και μηχανή δεν υπήρχε. Και όταν ξαφνικά δεν την βλέπω εκεί, νιώθω ένα υπαρξιακό σοκ. Και βλέπω το άσπρο σημάδι στο πάτωμα από το στάντ και συντρίμμια από σπασμένο λουκέτο, σπασμένο με υγρό άζωτο. Υγρό άζωτο τότε είχανε πολύ λίγα άτομα που κλέβανε, δεν είχε όλη η Αθήνα. Δηλαδή αν ήταν δέκα ας πούμε οι κλέφτες, οι τρεις από αυτούς είχανε άζωτο. Ένας από αυτούς ήταν κι αυτός. Οι άλλοι δύο ήταν ο ένας Πόρτο Ράφτη κι ο άλλος Χαϊδάρι. Δεν ξέρω, πλέον μπορεί να έχουν όλοι. Κι ευχόμουν από μέσα μου ήταν να μην το χει κάνει ο Χ. Η παρέα με την οποία είχαμε κόντρα, αποκλείεται να κάνανε τέτοιο πράγμα ειδικά μέσα στη δική μας γειτονιά. Τελικά του ’πα ότι δεν ήθελα να φτάσουμε σε ακραίες καταστάσεις. Είχαμε περάσει τόσα και τόσα. Αλλά επίσης, η μάνα του Χ. δεν ήξερε τίποτα για όλα αυτά. Η μάνα του Χ. με υπεραγαπούσε. Ήταν αυτή που όταν είχα φάει ένα τρελό αυτόφωρο, εκείνη είχε κάνει τα πάντα για να περάσω εκεί μέσα πιο ήπια. Επομένως, το πιο δύσκολο για μένα ήταν αυτό. Ακόμα κι αν τον σάπιζα στο ξύλο, ή να του κλέψω τη μηχανή, το πιο δύσκολο κομμάτι ήταν η Μ. Και ήταν τόσο δύσκολο που δεν της το είπα ποτέ ότι ο γιος της μου ‘φαγε τη μηχανή. Χάθηκα. Και απλώς σπάσαμε. Μέτα ήρθε για μια διετία η κατάθλιψη, μια υπαρξιακή φάση. Μετά από αυτή τη φάση πολιτικοποιήθηκα και ξέφυγα τελείως από αυτά. Και είπα ουφ, ευτυχώς δεν έγινε καμιά βλακεία.

– (f.) Το αυτόφωρο για τι πράμα ήταν;

– (x.) Το αυτόφωρο ήταν όταν δούλευα στην πιτσαρία. Σχόλαγα 12 το βράδυ. Είχαν μεγαλώσει οι ώρες. Χρειαζόμουν λεφτά. Και δούλευα 12 με 8, έξω, ντελιβεράς. Και 8 με 12 ανέβαινα πάνω στο πατάρι και έκοβα τυρί, μανιτάρια, πιπεριές. 12 ώρες δούλευα για πάνω από ένα χρόνο. Περνούσα έξω από τις καφετέριες και έβλεπα τους φίλους να πίνουν καφέδες και άσε ήταν χάλια. Αλλά χρειαζόμουν λεφτά γιατί και στο σπίτι δεν πηγαίνανε καλά τα πράγματα. Μια μέρα, είμαι στη Μεσογείων λοιπόν, κοιτάω μια γιγαντοαφίσα, μπροστά μου έχει σταματήσει ένα αμάξι… και σκάω πάνω του. Από το παπί έχασα τα μπροστινά με την τράκα. Και ήθελα άμεσα να το φτιάξω γιατί δούλευα στην πιτσαρία. Ο φίλος που έρχεται να με πάρει από το νοσοκομείο, μου λέει, λοιπόν: «δεν χρειάζεται καν να το φτιάξεις, είδα ένα μηχανάκι παρατημένο στη Μεσογείων, είναι πάνω από ένα χρόνο εκεί. Θα πάμε να του πάρουμε τα μπροστινά». Την άλλη μέρα το παίρνουμε το μηχανάκι στη σχάρα γιατί ήταν κλειδωμένο τελικά και φεύγουμε. 12.30 το βράδυ. Όπως πάμε να φύγουμε, κάποιος μας ανάβει τα φώτα, βλέπω πιο καλά… φάρος. Τέλος πάντων, μην τα πολυλογώ, μας σταματάνε μετά από λίγο. Χαρτιά, όλα εντάξει. Τι είναι αυτό εκεί πάνω; Ξεκινάει, λοιπόν, τρελό μπλέξιμο. «Παρατημένο», λέγαμε εμείς. «Έχει πινακίδα», μας έλεγε αυτός… οπότε αυτόφωρο, ανάκριση μες στη νύχτα, δικαστήριο, και τρεις μήνες με αναστολή ο καθένας. Εμένα μετά μου ακυρώσανε τα χαρτιά και για δέκα ολόκληρα χρόνια πλήρωνα κάθε έξι μήνες μια κάρτα ανανέωσης των χαρτιών. Το κερασάκι στην τούρτα, όταν αποφάσισα μετά από χρόνια να βάλω δικό μου δικηγόρο να ψάξει την υπόθεση, ήταν ότι ο τότε δικηγόρος μας, δικηγόρος που είχε βάλει ο πατέρας του φίλου μου, τα ‘χε ρίξει όλα σε μένα. ‘Ο Αλβανός πήγε πήρε τον άλλον, τον έπεισε και τον πίεσε να πάνε να πάρουν το μηχανάκι’ κτλ. Οπότε εμένα, μετά τους 3 μήνες με αναστολή, μου κάνανε και διοικητική απέλαση…

– (a.) Μία ώρα τώρα μας λες για φίλους που δεν ήταν φίλοι…

– (x.) Όχι! Αυτοί δεν ήταν εξαιρέσεις! Ήταν ο κανόνας. Αν έμπλεκες με αυτή την παρέα, προσαρμοζόσουν. Και δεν είχαν κανένα ρατσιστικό στοιχείο πάνω τους, κανένα! Όμως, δεν έπαυες τέλος-τέλος να είσαι ο Αλβανός!

– (a.) Και μετά πως πολιτικοποιήθηκες;

– (x.) Κυρίως από τις εσωτερικές συγκρούσεις. Στην αρχή μου φαινόταν σωστό να κρύβω την ταυτότητά μου, να προσαρμοστώ, να επιβιώσω. Ύστερα, μετά από πολλά, τέτοιες καταστάσεις που ζούσα, το ρατσιστικό περιβάλλον, το σεξιστικό, το αντισημιτικό περιβάλλον με προβλημάτιζαν πιο έντονα πια. Π.χ. για το τελευταίο ενώ όλοι υιοθετούσαν έναν σκασμό σκατά συμπεριφορές, πάντα εντόπιζαν το φταίξιμο σε κάποιον που δεν φαίνεται. Διάφορες συγκρούσεις έτσι που έλεγα ότι κάτι δεν πάει καλά. Κάπου εκεί το 2008 ήρθε ένα μπαμ. Το 2008 ήταν ένα σοκ, ζούσα μια αναζήτηση ταυτότητας με διαβάσματα, με διάφορα. Και το 2009 άρχισα να κατεβαίνω σε πράγματα. Το 2008 είχα κι εγώ μια σύγκρουση μέσα μου. Δεν είχα πάψει να είμαι ένας μετανάστης με ένα αυτόφωρο στο παρελθόν. Η πλειοψηφία όμως εκεί, ήταν έλληνες και δεν ξέρω τι θα τους κάνανε αλλά εμένα θα μου καταστρεφόταν η ζωή. Από το 2009 είχα άλλες παρέες ελλήνων, που κατεβαίνανε σε πορείες. Αυτοί βέβαια το 2014 μου βγήκανε αντισημίτες. Υπήρχε ένα αποκορύφωμα αντισημιτικών σχολίων. Και μάλιστα ένας καλός μου φίλος τότε, από εξόριστη κομμουνιστική οικογένεια, δεν είχε βαφτιστεί, οι γονείς του αυτοεξόριστοι στην Ιταλία, με αφορμή έναν πόλεμο στο Ισραήλ, είπε κάτι του στυλ «καριόληδες εύχομαι να σας κάνουν ό,τι σας έκανε ο Χίτλερ και εγώ θα πίνω μπύρες ενώ παρακολουθώ να σας εξοντώνουν έναν-έναν». Του είπα ότι είναι το χειρότερο σκουπίδι και σπάσαμε. Και δεν ήταν κανένας πιτσιρικάς. Ήταν μεγάλος.

– (f.) Ευχαριστούμε για την κουβέντα!

– (x.) Κι εγώ ευχαριστώ.

 

 

Από το Charlottesville στην Αθήνα, ποιος έχει την εξουσία να ονομάζει τα πράγματα;

Αυτό εδώ ας διαβαστεί ως το τελευταίο μέρος της σειράς κειμένων της ομάδας για το κράτος. Συζητάμε τις εθνικές πολιτικές ασφάλειας σε ελλάδα και Η.Π.Α. με αφορμή την επικαιρότητα. Συζητάμε για τα δύο άκρα, για τη βία, τα κρατικά επιχειρήματα και το πώς στέκεται κανείς/καμιά απέναντί τους από αυτόνομη αντιφασιστική σκοπιά. Το παραδεχόμαστε ότι ξεκινήσαμε κάπως αμήχανα αυτό το κείμενο πρώτα-πρώτα γιατί μας ανησύχησε πολύ η διασημότητα που πήρε το όνομα ‘antifa’ στις Η.Π.Α. και η προσπάθεια που έκαναν τα διεθνή ΜΜΕ και το αμερικανικό κράτος για να το ορίσουν και να το στιγματίσουν ως ‘επιτομή της βίας’ ή, στην καλύτερη, ως ‘άτακτη ουρά του Δημοκρατικού κόμματος’. Στο κομμάτι που αφορά στην ελλάδα, αμηχανία μας προκαλούσε το ανύπαρκτο περιθώριο να τοποθετηθούμε για την περίπτωση δύο φυλακισμένων για την υπόθεση της Σ.Π.Φ. σε ένα περιβάλλον λόγου τόσο αποπροσανατολιστικό και αποπροσανατολισμένο, που άγεται και φέρεται μεταξύ κρατικής προπαγάνδας και ανθρωπισμού. Είδαμε πως κοινό στοιχείο βέβαια μεταξύ των δύο παραδειγμάτων που επιλέξαμε να σχολιάσουμε εί- ναι η παρουσία του κρατικού λόγου που επιχειρεί να κατονομάσει τα πράγματα κατά τη χάραξη των εθνικών πολιτικών ασφάλειας. Θεωρούμε ότι μια ξεχωριστή μάχη δίνεται και πρέπει να δίνεται σε αυτό το επίπεδο, η οποία προϋποθέτει καταρχήν να έχουμε μια άποψη για το κράτος, δηλαδή για αυτόν τον δολοφονικό μηχανισμό που εξηγήσαμε και στα προηγούμενα κείμενά μας, τον μηχανισμό αυτόν που από τις καταβολές του και καθαρά –δεν το αρνούμαστε– για λόγους επιβίωσης, πρέπει να δημιουργήσει έδαφος μακρόπνοης συνύπαρξης και συνεργασίας μεταξύ των χειρότερων ομάδων εξουσίας. Θεωρούμε πως μια αυτόνομη αντιφασιστική ομάδα πρέπει να ‘χει άποψη γι’ αυτά, να έχει μια ιδέα για όλα αυτά, έστω και αμυντικά, γιατί στην τελική τόσο ως άτομα όσο και ως συλλογικότητες αυτή η βία στοχεύει σε εμάς.

“The antifa are in town!”

Με την ευκαιρία των γεγονότων στη Σάρλοτσβιλ, ο Ντόναλντ Τραμπ έθεσε το προσφιλές σε όλες μας σχήμα των δύο άκρων. Δεν τονίζει τη συμπάθεια του, ούτε τη συμμετοχή του στο ένα από τα δύο. Πρόκειται για ‘δυο άκρα’, εφόσον απευθύνεται στην “κοινωνία” και οι αντιφά σε αυτό το σχήμα είναι το αντεστραμμένο είδωλο των ακροδεξιών νεοναζί. Πρόκειται για παλιό κόλπο. Με αυτό το σχήμα έχουμε την αναπαράσταση ενός ανταγωνισμού –οι μεν και οι δε– ο οποίος συμπιέζει την “κοινωνία”, δεν την αφήνει “να κάνει τη δουλειά” της. Πρόκειται για μυστικοποιητικό σχήμα ξεκάθαρα εφόσον το υποκείμενο στο οποίο απευθύνεται ο Τραμπ, αφενός στελεχώνει τις τάξεις και των δυο [κάποιοι βλέπουν τους εαυτούς τους σαν παραγκωνισμένους λευκούς (ακόμη και αν έχουν όλα τα προνόμια και τις εξουσίες), ενώ κάποιοι άλλοι, (συμπεριλαμβανομένων ορισμέ- νων εξίσου οικογενειαρχών με δουλειές κτλ)., γίνονται αντιφά, δηλαδή δρουν στη βάση της ιδέας πως οι φασίστες συνιστούν απειλή]. Άρα, ναι, πρόκειται για έναν αναδυόμενο ανταγωνισμό, αλλά αυτός δεν προκύπτει επειδή οι αντιφά πήγαν στο Σάρλοτσβιλ, ούτε επειδή πέταξαν ένα στραγάλι και δήθεν κάτι έγινε. Προκύπτει ήδη από τη στιγμή που οι γεμάτοι μνησικακία λευκοί, άνδρες, νεοναζί και μη, κραδαίνουν τα όπλα φαντασιωνόμενοι πως ο Ομπάμα επιδιώκει να τους τα πάρει, να τους πετάξει στα στρατόπεδα FEMA, προκειμένου να έλθει μια νέα τάξη πραγμάτων.

Εν τέλει το θέμα είναι πως το υποκείμενο που στελεχώνει τους altright είναι φυλετικά καθορισμένο, δηλαδή μέσα από την αντίθεση και, πράγματι, αποστροφή προς τις άλλες, “μη-αμερικάνικες” φυλές, ενώ το αντίστοιχο αντιφά υποκείμενο είναι ιδιαίτερα ανομοιογενές: οικο- γενειάρχες με αντιφασιστική συνείδηση, μετανάστες και postcolonial υποκείμενα, σεξουαλικές και μειονότητες φύλου. Να ξαναπούμε το σύνηθες που εξηγεί τα παραπάνω: Εντός των alt-right βλέπουμε την εικόνα της κοινωνίας που επιδιώκουν. Όπλα, κυριαρχία και λευκή ανωτερότητα. Εντός των antifa, βλέπουμε (πίσω από τις κουκούλες), όλες τις διαφορές οι οποίες δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν αν οι νεοναζί δεν συναντούσαν αντίσταση. Ας σκεφτούμε μονάχα τις δεκάδες δολοφονίες τρανς ατόμων τη περσινή χρονιά. Τις βόμβες στα gay club. Την (ελάχιστη) δημοσιότητα που παίρνουν, σε αντίθεση με τον όποιο τυχαίο μουσουλμάνο κάνει πιθανόν το ίδιο, πάρει ένα όπλο να διαλύσει την μικρο-κοινωνία στην οποία αποδίδει το ψυχοκοινωνικό του τέλμα. Η διαφορά είναι δηλαδή της τάξης της διαφοράς μεταξύ επιθετικότητας και αυτοάμυνας. Αν θέλαμε να το τραβήξουμε στα λογικά του άκρα, θα μπορούσαμε να πούμε πως οι αντιφά έχουν το δύσκολο έργο να διαχειριστούν δυο άκρα, αυτά της τυφλής, παρανοϊκής βίας, του alt-right (ήδη) καθεστώτος και των εχθρών του, οι οποίοι καθόλου δε σημαίνει πως είναι φίλοι των πρώτων.

Εν τω μεταξύ οι αντιφά πρέπει να συζητήσουν το πρόβλημα-βία που τους θέτει το κράτος και ήδη πολλοί το συζητάνε σε μια σωστή βάση. Η υποτιθέμενη επικινδυνότητα των αντιφά έγκειται στη διάθεση τους να ασκήσουν βία. Να απαντήσουν σε οποιαδήποτε κλιμάκωση της βίας. Κρίμα που δεν εμπιστεύονται τους θεσμούς, κρίμα που οι μπάτσοι στις ΗΠΑ, όχι μόνο δεν θα έσπευδαν να βοηθήσουν ένα τέτοιο υποκείμενο, αλλά θα ενημέρωναν και τους τρομοκρατημένους λευκούς πως η αστυνομία σκοτώνει μόνο μαύρους και πως συνεπώς δε χρειάζεται να ανησυχούν. Ωστόσο, από το 2006 μέχρι το 2016, το 73-92% των δολοφονιών με πολιτικό κίνητρο στις ΗΠΑ είχαν ακροδεξιούς δράστες. Οι αντιφά δεν έχουν σκοτώσει κανέναν, δηλαδή, μηδενική πραγματι- κή αντεκδίκηση. Υπάρχει η δράση και η αντίδραση. Με τους αντιφασίστες να θέτουν σαν πολιτικό τους στόχο την ανάσχεση των φασιστών κυρίως με τα μέσα της διαδήλωσης της διαμαρτυρίας και της άμεσης δράσης, των οποίων η βίαιη έκφανση είναι (κυρίως) συμβολική. Με λίγα λόγια, έχουμε μια χαλαρή δικτύωση ομάδων, αποφασισμένη να παρεμβαίνει όπου ξεμυτάνε οι φασίστες (βλ. Yiannopoulos στο Berkeley, ορκωμοσία Τραμπ, Charlotsville κ.τ.λ.) και από την πλευρά της εξουσίας έχουμε τις εξής κινήσεις: Εμφανίζεται ως ουδέτερη σε σχέση με τα δυο άκρα, και ενώ η ίδια έχει αναδυθεί στην ουσία μαζί με ένα από αυτά τα άκρα, τα παρουσιάζει στην ουσία ως εξίσου επικίν- δυνα. Προσφάτως, διακινήθηκε και ο όρος “alt-left” για να χαρακτηρίσει τους antifa ως ένα συνοθύλευμα αντικαπιταλιστών, αντιφασιστών, αντισεξιστών, αντιρατσιστών κτλ –όρος που συμβάλει στην εδραίωση της αντίληψης πως πρόκειται για δυο συμμετρικά άκρα. Επιπλέον, στη δημόσια σφαίρα η οργάνωση antifa συζητήθηκε ως ‘τρομοκρατική οργάνωση’ και οι απαραίτητοι ειδικοί άρχισαν να σκέφτονται πως θα εκσυγχρόνιζαν το αμερικανικό νομικό οπλοστάσιο εναντίον τους, τραβώντας φυσικά –όπως πάντα γίνεται σε τέτοιες καταστάσεις– τα  όρια του νόμου λίγο προς το ‘παράνομο’, σε σχέση με το περιθώριο δικαιοδοσιών του κράτους και των ένστολων κυρίως εκπροσώπων του. Άρα, ούτε και το αστικο-φιλελεύθερο πλαίσιο γίνεται σεβαστό εν τέλει. Έτσι, συνοψίζοντας, το ένα από τα δύο άκρα φαίνεται να είναι το κράτος, δηλαδή άνθρωποι οι οποίοι υπερασπίζονται καταρχήν την ύπαρξη ενός αμερικάνικου κράτους και μάλιστα το ίδιο το κράτος τους διατηρεί σε ένα καθεστώς τέτοιο ώστε κάθε τόσο να τους χρησιμο- ποιεί και άλλοτε βέβαια, όταν οι δράσεις και τα μυαλά κάποιων από αυτούς ξεφεύγουν από τις κρατικές επιδιώξεις, να τους ‘μαζεύουν’. Το ένα άκρο, λοιπόν, εξυπηρετεί μια κρατική άποψη. Το μαγικό στοι- χείο όμως με τη δημοκρατία, όπως και κάθε καθεστώς εξουσίας, είναι ότι μπορεί να ονομάζει τα πράγματα. Να ονομάζει τι είναι «άκρο» και, βέβαια, τι είναι «τρομοκρατία». Έτσι, από τη μια το νομικό οπλοστάσιο με τους κατασταλτικούς θεσμούς και από την άλλη η κρατική προπα- γάνδα μέσω των media ή του κυρίαρχου πολιτικού λόγου επιχειρούν να κλείνουν τα όρια ενός συζητώμενου ‘προβλήματος’ που κάθε τόσο αναδύεται –κι αυτή η ανάδυση φυσικά αλλά και το τι συζητιέται ως ‘πρόβλημα’ είναι και πάλι μια δική τους εφεύρεση.

Τα παραπάνω όμως δεν είναι όλα όσα έχουμε να πούμε. Από πλευράς των υποκειμένων που έδωσαν το ‘παρόν’ στις διαδηλώσεις στο Σάρλοτσβιλ δεν υπάρχει κάποια ιδεολογική κοινότητα (μαρξιστές, φι- λελεύθεροι, αναρχικοί κτλ) αλλά η συμμαχία όλων στο δρόμο εδραιώνεται στην έμφαση στο να ανακοπούν οι φασίστες, υπάρχει δηλαδή συμφωνία στη δράση. Εδώ τους πιάνουν και αυτοί που απεικονίζουν τους νεοναζί ως ρεπουμπλικάνους (vs. φιλελεύθεροι), οι οποίοι συγκεντρώνονται ειρηνικά για την πατρίδα τους. Σε αυτά τα πλαίσια εμφανίζονται και μια σειρά επιχειρημάτων ενάντια στους antifa σχετικά με την ελευθερία του λόγου. Αυτά έρχονται εργαλειακά από τους ίδιους τους ακροδεξιούς, τα οποία απαντώνται σχετικά άμεσα από τους αντιφασίστες. Το βασικό επιχείρημα είναι προφανώς ότι οι “από- ψεις” των ναζί έχουν άμεσο αντίκτυπο στις ζωές των μειονοτήτων και ως τέτοιες είναι απαράδεκτο να αρθρώνονται δημόσια. Αντίστοιχα, ότι όταν οι αντιφά λένε οτι δεν εμπιστεύονται το κράτος και τους θεσμούς του, δεν τίθεται κανένας άμεσος κίνδυνος για το κράτος. Ακόμη και όταν στρέφονται ρητά ενάντια στους φασίστες και πάλι δεν τίθεται κανένας κίνδυνος επιβίωσης για τους τελευταίους, εφόσον το calling out γίνεται με μη φονικά μέσα, κυρίως με βρωμόξυλο. Παρ’ όλα αυτά, τα μέσα του κέντρου, φρόντισαν να δώσουν λόγο στον έναν antifa ο οποίος πέταξε την ιδέα να κατεβαίνουν δημόσια και αυτοί με επιθετικά τουφέκια (στις πολιτείες που επιτρέπεται). Όπως και να ‘χει, το θέμα είναι πως εδώ έχουμε την επανεγγραφή ενός παλιού σχήματος, αυτό του ανταγωνισμού μεταξύ ρεπουμπλικανών και φιλελεύθερων.

Σύμφωνα με τα αμερικάνικα ΜΜΕ εδώ βλέπουμε λίγο πολύ μια τρομοκρατική οργάνωση κι αν όχι τρομοκρατική, τουλάχιστον σίγουρα μια βίαιη οργάνωση. Σύμφωνα με τον πρόεδρο Τραμπ το αντιφά είναι εξίσου υπεύθυνο για τη βία με τους νεοναζί. Σύμφωνα με τον Τσόμσκι αυτοί είναι οι άνθρωποι που βοηθάνε την ακροδεξιά να ανέβει… Όλοι βιάζονται εν ολίγοις να ορίσουν το antifa ως προς τη βία του. Γιατί άραγε;

 

Τα ‘περί βίας’ θα χρησιμοποιηθούν για να βγάλουν εκτός παιχνιδιού τους αυτόνομους αντιφασίστες, ειδικά αυτούς που επαναπαύονται στην αντίληψη του φασισμού ως μιας κλίκας νεοναζί ή αρκούνται στην άμεση δράση, δίχως περαιτέρω επεξεργασία για τη δομική σχέση φασισμού και κράτους, ή ακόμα χειρότερα (για αυτούς) επιχειρήσουν να παίξουνε ‘ανταγωνιστικά’ με την κρατική βία. Αλλά, όπως και στα ‘60s, έτσι και τώρα, έχουμε την εξουσία να κατονομάζει και να δίνει μορφή στους ανταγωνισμούς. Τότε ήταν από τη μια “ο μέσος αμερικανός” και από την άλλη οι διαφόρων κοπής “έγχρωμοι και οι φίλοι τους στα πανεπιστήμια”, δηλαδή, ο “λαός” και η “ελίτ”.

Αυτό συμβαίνει και σήμερα. Το θέμα είναι από ποια πλευρά θα το δεις και αυτό είναι ξεκάθαρα θέμα ηθικής και πολιτικής απόφασης. Ποιος αυτο-αμύνεται; Οι λευκοί που χάνουν την καθαρή κοινωνία που φαντασιώνονται και δεν είχαν ποτέ, ομοιογενή και δίχως διαφορές, ή όλοι οι υπόλοιποι που προσπαθούν να υπάρξουν απλώς ελεύθεροι από τη βία που ασκούν συστηματικά οι πρώτοι. Το πολιτικό εργαλείο πάνω στο οποίο παίζει η αντιπαράθεση είναι για άλλη μια φορά η συ- ζήτηση για τη βία και οι χρήσεις της, όχι οι κρατικές φυσικά, αλλά των αντιφά, οι οποίοι απεικονίζονται ως φυσική συνέχεια του κινήματος αντι-παγκοσμιοποίησης, που τα έσπασε στο Σιάτλ το 1999 κτλ κτλ.

Τα mainstream media μέσα στις ΗΠΑ κάνουν σαν να ανακάλυψαν την Αμερική: «What is Antifa? What does antifa stand for?» Θετικό αξιολογείται το γεγονός πως σε αντίθεση με τα καθ’ ημάς, υπάρχει όντως ένας χώρος στο δημόσιο λόγο και σε μέσα μεγάλης εμβέλειας να ειπωθούν δυο πράγματα νομιμοποιητικά για τους antifa. Διαβάσαμε στα πλαίσια αυτής της διαμάχης, και φρεσκάραμε την ιστορία της δημιουργίας antifa ομάδων στο μεσοπόλεμο, της μάχης στην Cable street όπου χιλιάδες σιωνιστές, κομμουνιστές, εργάτες νεολαίες, διώξανε τον Sir (!) Mosley και τους φασίστες του από το ανατολικό Λονδίνο. Φυσικά τα μέσα ανακάλεσαν αυτές τις ιστορίες λέγοντας: «ευγενή τα κίνητρα, προβληματικά τα μέσα, σκατά αποτελέσματα», ανακαλώντας πως τους μήνες που ακολούθησαν, από τη θέση του θύματος ο Mosley κατάφερε πολλαπλά χτυπήματα στους αντιφασίστες και οχύρωσε πε- ραιτέρω τη θέση του. Ωστόσο, αν δεν είχε γίνει η μάχη της Cable street ποιος εγγυάται πως πράγματι τα πράγματα δε θα ήταν πολύ χειρότερα; Μήπως και η Αγγλία δεν έπρεπε να συγκροτηθεί ενάντια στη ναζιστική Γερμανία γιατί μετά την ήττα της τελευταίας στο Β΄ Π.Π., αυτό θα είχε ως συνέπεια την μνησικακία των γερμανών και την επανα-ναζιστικοποίηση τους; Τέλος είναι γεγονός πως σε πλείστες μάχες αντιφασίστων, στην αγγλία π.χ, το τρέξιμο των νεοναζί δεν οδήγησε στην ενδυνάμωση τους, αλλά ακριβώς στο αντίθετο, σε διασπάσεις.

Να σταθούμε ένα λεπτό στην κριτική των New York Times περί ματσίλας των antifa. Είναι λέει κυρίως άντρες. Με στολές. Με κράνη. Με παλούκια. Τα κινήματα αυτά έχουν ή δεν έχουν τους τρόπους τους, εσωτερικά, να θέτουν αυτά τα ζητήματα. Εξάλλου, τις περισσότερες φορές στην ιστορία, αυτές οι δράσεις κατάφεραν να γελοιοποιήσουν τους ναζί, να τους ξεπεράσουν αριθμητικά και να τους κάνουν να κρύβονται. Οι τελευταίοι δεν ηττήθηκαν από την ματσίλα, αλλά από την οργάνωση, την αποφασιστικότητα και τη μαζικότητα. Η παρέμβαση των NYT είναι εκ του πονηρού και αν θέλουν να βρουν ματσίλα μπορούν να αναζητήσουν τον δράστη του Ορλάντο, τους λευκούς ανερχόμενους βιαστές στα κολέγια και τα πανεπιστήμια, ακόμη και στους νυν ενοί- κους του λευκού οίκου.

 

Όχι άλλο Τσόμσκι!

«Δώρο στην ακροδεξιά, οι αντιφά», λέει ο Τσόμσκι. «Βοηθάνε
την ακροδεξιά
», λέει ο Τραμπ!! Τουλάχιστον ενδιαφέρουσα η
σύμπνοια Τσόμσκι και Τραμπ. Η διαφορά τους είναι πως ο ένας
το πιστεύει ενώ ο άλλος όχι. Ποιος είναι χειρότερος; Ο Τσόμσκι
μάλλον πιστεύει όντως πως τα ορθολογικά επιχειρήματα θα
αναχαιτίσουν τους ναζί. Ο Τράμπ, αφενός αντιφάσκει, γιατί τι
σόι ανταγωνισμός είναι αυτός αν τελικά οι μεν βοηθάνε τους
δε; Από την άλλη, όπως είπαμε, θα έπρεπε να τους ευχαριστεί,
αν όντως βοηθάνε την ακροδεξιά, δηλαδή τον σχηματισμό ο
οποίος έφερε τον ίδιο στην εξουσία.

 

Ξεκινήσαμε και τελειώνουμε αυτήν την μίνι-ανασκόπηση της μακρινής αλλά και τόσο κοντινής στιγμής του κοινωνικού πολέμου στις ηπα με διατυπώσεις της θεωρίας των “δύο άκρων”. Τι σημαίνει δηλαδή δύο άκρα; Σημαίνει πως υπάρχει ένα κέντρο από το οποίο τα δυο άκρα ισαπέχουν. Αυτό το κέντρο είναι το ουδέτερο δήθεν κράτος. Από το κέντρο αυτό μας υποδεικνύονται τα «άκρα» του, δηλαδή τα όρια του. Και μας παρουσιάζονται ως εξωτερική απειλή προς την κοινωνική τάξη και ασφάλεια. Μμμ… τάξη και ασφάλεια. Μήπως τελικά οι αναπαραστάσεις και οι αφηγήσεις και οι ρητορείες δεν έχουν και τόση σημασία παρά μόνο εάν πράγματι υπάρχει ένα κράτος που λειτουργεί με κάποια συγκεκριμένη λογική, ουδέτερο όντως σε σχέση με τις περισσότερες ιδεολογίες κτλ.; Με έναν τρόπο είναι το αστικό κράτος που έχει πάντο- τε τη δική του ατζέντα, αυτήν ακριβώς στο επίκεντρο της οποίας βρίσκεται η τάξη και η ασφάλεια. Το κράτος θα φέρει οποιαδήποτε «τάξη» και «ασφάλεια», προκειμένου να αναπαραχθεί, δηλαδή προκειμένου να αποφευχθεί η συνθήκη της κατάλυσής του, δηλαδή η «ανομία», ή αν θέλετε, η αναρχία και η αυτονομία που κυκλοφορούν και οργανώνονται στο πεδίο των κοινωνικο-πολιτικών σχέσεων.

SYRIZA: “I do my best”

Αυτές οι σκέψεις μας φέρνουν αντιμέτωπους με την εδώ ζοφερή πραγματικότητα, δική μας και των φίλων μας. Η επικαιρότητα μας βο- ηθάει, ως συνήθως αλλά για να τη σχολιάσει κανείς/καμιά, πρέπει να πάει πέρα από το καθημερινό. Ο ΣΥΡΙΖΑ από το καλοκαίρι του 2017, με αφορμή τη φυλάκιση της Ηριάννας Λ.Β. στις γυναικείες φυλακές Θήβας, προσπαθεί να μας πείσει (και έχει καταφέρει μάλιστα να πεί- σει τους περισσότερους) ότι δεν υπάρχει ένα ελληνικό κράτος αλλά πολλά. Μας λένε ότι διεξάγεται μια άγρια διαμάχη μεταξύ «κυβέρνη- σης» και «βαθέος κράτους». Οι «καλοί» (υπουργοί Τόσκας, Κοντονής, ο πρωθυπουργός κλπ) παλεύουν με μανία ενάντια στους «κακούς», τους συντηρητικούς δικαστικούς και τα «νοσηρά μυαλά» της αντιτρο- μοκρατικής. Ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να επανεφεύρει την κομματική αντι- παράθεση δεξιάς και αριστεράς για να δείξει ότι έχει δικό του πολιτικό χώρο που εκφράζει. Προσπαθεί να αναγεννήσει τις «κινηματικές», δηλαδή τις διαμεσολαβητικές του δομές, ανανεώνοντας την εμπιστο- σύνη υπέρ του κράτους. Και να διαψεύσει πως οι πολιτικές ασφάλει- ας του ελληνικού κράτους που ξεκίνησαν και πάνε μέχρι τέλους την ποινική δίωξη της Ηριάννας Λ.Β. έχουν χαραχτεί από το ίδιο ελληνικό κράτος, ανεξαρτήτως κυβερνήσεων και υπουργών. Μήπως και στις Η.Π.Α. είναι άγνωστη αυτή η τακτική; Απέναντι στις δηλώσεις Τραμπ περί δύο άκρων, δεν είδατε πως διάφοροι φιλεύσπλαχνοι οικονομικοί του σύμβουλοι και δημοκράτες στρατηγοί αντέδρασαν; Αν πιστέψουμε πως ο Τραμπ είναι ένας τρέλος που μπήκε κατά λάθος στο τιμόνι της υπερ-δύναμης, γιατί να μην πιστέψουμε εξάλλου τις καλές προθέσεις των Συριζαίων;

Αφού το δικαστήριο αναστολών χώνει τους δύο κρατούμενους πιο βαθιά στη φυλακή, ο Υπουργός Δικαιοσύνης βγαίνει στα ΜΜΕ και δηλώνει ότι η απόφαση τον … ξένισε. Μα ποιος κυβερνάει αυτό τον τόπο, αναρωτιόμαστε, μήπως τον κυβερνάμε εμείς τελικά με τα λεφτά του Τζωρετζ Σόρος; Η οργή το βραδάκι αποκλιμακώνεται με λίγο σπασμένη Ερμού. Το θέμα παίρνει το δρόμο του. Μεγάλος νικητής ο ΣΥΡΙΖΑ. Δύο εκλογές και ένα δημοψήφισμα μετά and still rocking!

 

Ας γυρίσουμε στο παράδειγμά μας. Τι έχουμε στην υπόθεση της Ηριάννας Λ.Β.; Άλλη μια στημένη υπόθεση, ψεύτικη, κατασκευασμέ- νη από το μηδέν, σαν κι αυτές που στήνονται από όλες διαδοχικά τις κυβερνήσεις του ελληνικού κράτους από τις καταβολές του. Κάποιος –ο οποίος δεν έχει εμφανιστεί πουθενά πλην των μπάτσων, δεν έχει δική του κατάθεση, διεύθυνση και μαρτυρία στο δικαστήριο– βρήκε κάπου όπλα, τα οποία «χρεώνουν» στην Ηριάννα και τον Περικλή Μπ. Διώξεις σαν κι αυτήν έχουν γίνει πολλές. Σου λένε δέχτηκαν ‘ένα ανώ- νυμο τηλεφώνημα’, από ‘κάποιον άγνωστο’, ‘αγνώστου διευθύνσεως’ Αφού το δικαστήριο αναστολών χώνει τους δύο κρατούμενους πιο βαθιά στη φυλακή, ο Υπουργός Δικαιοσύνης βγαίνει στα ΜΜΕ και δηλώνει ότι η απόφαση τον … ξένισε. Μα ποιος κυβερνάει αυτό τον τόπο, αναρωτιόμαστε, μήπως τον κυβερνάμε εμείς τελικά με τα λεφτά του Τζωρετζ Σόρος; Η οργή το βραδάκι αποκλιμακώνεται με λίγο σπασμένη Ερμού. Το θέμα παίρνει το δρόμο του. Μεγάλος νικητής ο ΣΥΡΙΖΑ. Δύο εκλογές και ένα δημοψήφισμα μετά and still rocking!κι αυτή η γελοιότητα αρκεί για να πάει κάποιος φυλακή για μήνες ή και χρόνια. Συνεπώς έχουμε να κάνουμε, όχι με μια κακοδικία, αλλά με τη συνεπή εξέλιξη μιας πολιτικής δίκης. Το μόνο «στοιχείο» εναντίον των κατηγορουμένων στη δίκη αυτή είναι η κοινωνική σχέση που είχαν με κάποιον ύποπτο –και τελικά, αθώο– για συμμετοχή στη Συνωμο- σία των Πυρήνων της Φωτιάς. Οι μπάτσοι της αντιτρομοκρατικής δεν εμφανίζονται καν στα δικαστήρια ως μάρτυρες κατηγορίας μήπως και πέσουν σε αντιφάσεις, χαντακώνοντας το δημιούργημά τους. Και –να πούμε κι αυτό– στην περίπτωση της Ηριάννας τουλάχιστον, δεν είναι καθόλου άσχετο με τη δίωξή της ότι μια γυναίκα-«σύντροφος κατη- γορούμενου» κινητοποιεί ακόμη περισσότερο την πατριαρχική πυγμή του ελληνικού κράτους να την τιμωρήσει επειδή στήριξε τον σύντρο- φό της στην περίοδο της δικής του δίωξης. Ας δώσουμε και έμφαση στο αστείο πως όλοι αυτοί οι αξιοσέβαστοι υπερασπιστές αυτής της καταδίκης είναι οι ίδιοι που μίσησαν όσο τίποτε τον σταλινισμό, τον κόκκινο ολοκληρωτισμό και όλες αυτές τις ‘δικτατορίες’ που έβαζαν μέσα κόσμο χωρίς στοιχεία, μόνο και μόνο για… πολιτικούς λόγους. Αλλά, είπαμε, η εξουσία μπορεί να ονομάσει τα πράγματα! Δηλαδή, κι εμείς μπορούμε, αρκεί να τα έχουμε κατανοήσει σε πρώτο επίπεδο.

Πως μπορεί να συμβαίνουν όλα αυτά; Μπορεί να συμβαίνουν μια χαρά όταν ακριβώς η εθνική πολιτική ασφάλειας –του ενός και μοναδικού ελληνικού κράτους– επιτάσσει τον προσδιορισμό και το πακέτωμα εσωτερικών και εξωτερικών εχθρών. Θα έχετε προσέξει ίσως τη φο- βερή είδηση του τραβήγματος ενός «ιμάμη με ακραίες απόψεις». Πιο ακραίες και από του Σεραφείμ Πειραιώς, αναρωτιόμαστε; Πιο ακραίες και από αυτές του αρνητή του Ολοκαυτώματος Κώστα Πλεύρη ανα- ρωτιόμαστε; Όχι βέβαια. Εξάλλου, που πήγε η περίφημη ελευθερία του λόγου, το ευαίσθητο αυτό θέμα για την δημορκατική ελλάς; Όλα αυτά είναι ρητορικά ερωτήματα βεβαίως, όταν κατασκευάζεται ο εσωτερικός εχθρός στο πρόσωπο των μουσουλμάνων μεταναστών στην ελλάδα με το φόβητρο της ισλαμιστικής τρομοκρατίας. Το μήνυ- μα εκφοβισμού δίνεται μεν στον Ιμάμη, αλλά αυτό είναι το λιγότερο της υπόθεσης. Στην ουσία, η ελληνική κοινή γνώμη προετοιμάζεται. Το κράτος δείχνει τα δόντια του. Οι μουσουλμάνοι μετανάστες εντός χώρας νομιμοποιείται να τρώνε κι άλλη πίεση. Αυτά είναι τα σημα- ντικά. Και σε σχέση με την υπόθεση που σχολιάζουμε σε αυτό εδώ το κείμενο; Η δίωξη κατά της Ηριάννας και του Περικλή περιέχει ένα μήνυμα στον ευρύτερο «χώρο». Δεν θα κάνετε παρέα με «κακά παι- διά». Το όνομα «ισλαμιστική τρομοκρατία» είναι αυτό που θα φέρνει τα τραβήγματα με την αστυνομία για τους μετανάστες και το όνομα «Πυρήνες της Φωτιάς» θα φέρνει τα τραβήγματα για τους ανήσυχους νεαρούς με οξυμένο το αίσθημα αδικίας… Σαν ύποπτοι για συμμε- τοχή στη Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς έχουν εξεταστεί από την αστυνομία τα προφίλ εκατοντάδων νεολαίων και από τα δικαστήρια έχουν περάσει ως κατηγορούμενοι πολλές δεκάδες. Ο στόχος τους, θεωρούμε, ήταν να επουλώσουν τις πληγές που τους προκάλεσε η εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008: να πειθαρχήσουν τους πιτσιρικάδες που όχι μόνο είχαν σταματήσει να φοβούνται αλλά και χλεύαζαν την αστυνομία, καθώς και να αποτρέψουν τη δημιουργία σταθερών πολι- τικών σχέσεων μεταξύ των λεγόμενων ατόμων ‘δεύτερης γενιάς’ και ριζοσπαστικών πολιτικών δομών. Επέλεξαν να χτυπήσουν όλο αυτό τον κόσμο στη βάση της κοινωνικοποίησής του στα πέριξ των Εξαρ- χείων. Να σπείρουν το φόβο και να ασκήσουν πίεση στα «καλά παιδιά» να μην κάνουνε παρέα με τα «κακά», θέτοντας μια κόκκινη γραμμή παραβατικότητας την οποία καθόριζαν με βάση το ποιος σχετιζόταν σε προσωπικό επίπεδο, κοινωνικό ή πολιτικό, με μέλη της Συνωμοσίας Πυρήνων της Φωτιάς. Η εξουσία κατονομάζει και πάλι. Το θέμα εδώ είναι ποιος θα κατονομαστεί ως ‘Σ.Π.Φ’. Στα δικαστήρια που οδήγησαν τους δύο παραπάνω κατηγορουμένους οι δικαστές δεν πάσχισαν κα- θόλου να εκθέσουν το απλούστατο σκεπτικό τους που ήταν ότι όποιος είναι ‘Εξάρχεια’, είναι ‘Σ.Π.Φ.’

Ω τι είπε το άτομο! Ο Arie Kruglanski, ένας βραβευμένος ειδικός της ριζοσπαστικοποίησης και της τρομοκρατίας δήλωσε πως είτε πρόκειται για τους νεοναζί είτε για τους εξτρεμιστές ισλαμιστές, τρία είναι τα οικουμενικά στοιχεία που οδηγούν στη ριζοσπαστικοποίηση τους: η αναζήτηση ενός νοήματος μέσα στον μάταιο τούτο κόσμο, μια αφήγηση που να εξυπηρετεί αυτή την αναζήτηση και ένα δίκτυο υποστήριξης. Στην παραπάνω φωτό ο Arie αττενίζει όμως το μέλλον με αισιοδοξία γιατί η δημοκρατία κατά πάσα πιθανότητα θα νικήσει.

Όλα αυτά δεν είναι ούτε τόσο περίεργα και ούτε τόσο αντι-ΣΥΡΙΖΑ. Το ξαναλέμε. Είναι απλώς η εθνική πολιτική ασφάλεια του κράτους μας, το οποίο ζει και τα σκεπτικά του βασιλεύουν ανεξαρτήτως Σύριζα και Ν.Δ. Χρειάζεται απλώς η όρασή μας να εκτείνεται λίγο πέρα από τους πηχυαίους τίτλους των εφημερίδων. Το Κέντρο Μελετών Ασφάλειας, το συμβουλευτικό όργανο χάραξης πολιτικών ασφάλειας του ελληνι- κού κράτους, έχει αποτυπώσει το παραπάνω σχέδιο με μια πυραμίδα. Στη βάση της πυραμίδας τους βρίσκονται οι μάζες που έχουν ανεπτυγ- μένο «ένα αίσθημα αδικίας» και στην κορυφή της πυραμίδας «η ένο- πλη τρομοκρατία». Τόσο απλά δημιουργούνται στα κρατικά μυαλά τα συγκοινωνούντα δοχεία. Κι αν από το αίσθημα αδικίας μέχρι την ορ- γάνωση στο ένοπλο είναι ένα τσιγάρο δρόμος, γιατί δεν συλλαμβάνουν καλύτερα, προληπτικά, όσους έχουν το αίσθημα αδικίας πριν αρχίσουν και βάζουν και καμιά μπόμπα; Αλλά το κάνουν ήδη, έτσι δεν είναι; Οι συλλήψεις της Ηριάννας Λ.Β. και του Περικλή Μπ. είναι η εφαρμογή ακριβώς αυτού του σκεπτικού. Η πυραμίδα εξυπηρετεί το μόνιμό τους άγχος. Να δείξουνε πως η βία δεν ασκείται από το ίδιο το κράτος αλλά από τους απέναντι.

Και ακριβώς επειδή στο στόχαστρο μπαίνουν οι πάντες, επειδή όπως είπε και η ίδια η Ηριάννα σε μια συνέντευξή της, το ζήτημα δεν είναι μόνο η ίδια, αλλά μια ολόκληρη γενιά, το ζήτημα προφανώς αφορά σχεδόν τους πάντες (με διδακτορικό ή άνευ!). Όλα τα παραπάνω μας λένε ότι η υπόθεση Ηριάννα Λ.Β. είναι μια πολιτική και όχι μια στε- νά νομική υπόθεση και πράγματι ότι οποιοσδήποτε και οποιαδήποτε θα μπορούσαν να είναι στη θέση της Ηριάννας. Υπό αυτό το πρίσμα, η μοναδική κριτική της υπόθεσης θα έπρεπε να είναι μια πολιτική κριτι- κή, να περνάει μέσα από την άρνηση μας να συναινέσουμε στο βάφτι- σμα των κοινωνικών μας σχέσεων ως παράνομων, την άρνηση μας να χωνέψουμε την αριστερή κρατική προπαγάνδα, την ανάδειξη των κρατικών δομών βίας, των ντόπιων πολιτικών ασφάλειας και του φα- σιστικού τους χαρακτήρα. Με λίγα λόγια, να θέσουμε τις βάσεις για να αρχίχουμε να ονομάζουμε εμείς αυτά που είμαστε, αυτά που κάνουμε.

 

 

Αυτοί που φτιάχνουν τις (χάρτινες) πυραμίδες! Το ΚΕ.ΜΕ.Α. είναι επιστημονικός, ερευνητικός και συμβουλευτικός φορέας που σκοπός του είναι η διεξαγωγή θεωρητικής και εφαρμοσμένης έρευνας και η εκπόνηση μελετών, ιδίως σε στρατηγικό επίπεδο, για θέματα που αφορούν την Πολιτική Ασφάλειας, καθώς και η παροχή υπηρεσιών, γνωμοδοτικού και συμβουλευτικού χαρακτήρα, σε θέματα ασφάλειας γενικότερα. Συστάθηκε στο πλαίσιο της αξιοποίησης των γνώσεων και των εμπειριών που απέκτησαν οι Ελληνικές Αρχές Ασφαλείας, κατά το σχεδιασμό και την υλοποίηση των μέτρων ασφάλειας στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, με σκοπό να αποτελέσει δεξαμενή σκέψης για τους Φορείς Ασφάλειας. Είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με έδρα την Αθήνα, έχει διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια, λειτουργεί προς όφελος του δημόσιου συμφέροντος και εποπτεύεται από τον Υπουργό Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη. Το στελεχιακό δυναμικό του ΚΕΜΕΑ αποτελείται από 49 Ερευνητές με υψηλά προσόντα και μεγάλη εμπειρία καθώς και Ειδικούς Ασφάλειας (33 εξωτερικοί συνεργάτες- ερευνητές επί συμβάσει και 16 εν ενεργεία αξιωματικοί της Ελληνικής Αστυνομίας και του Πυροσβεστικού Σώματος).

 

 

 

Antifa Negative, Οκτ. 2017

 

για χάρη αρρενωποτήτων

Ι. (συμβουλές από τον μπαμπά και τη μαμά)

Πριν λίγους μήνες είχα βρει δουλειά σε ένα σπίτι στους Αμπελόκηπους ως babysitter και πρόσεχα ένα τετράχρονο αγοράκι. Οι γονείς ήταν χωρισμένοι, το παιδί (ο Ν.) έμενε με τη μητέρα του κι ο πατέρας ήταν εκτός Αθηνών. Στην αρχή όλα κυλούσαν μια χαρά. Παίζαμε πάρα πολύ με τον Ν. κι έδειχνε μέρα με την μέρα να με εμπιστεύεται όλο και περισσότερο. Ένα απ’ τα αγαπημένα του παιχνίδια μάλιστα ήταν το θεατρικό παιχνίδι, στο οποίο προτιμούσε να υποδύεται γυναικείους χαρακτήρες. Ακόμα και στο παιχνίδι με κούκλες δηλαδή, προτιμούσε να παίρνει τις γυναικείες φιγούρες.

Όλα πήγαιναν καλά λοιπόν, μέχρι που μια μέρα ήρθε επίσκεψη ο πατέρας του Ν. και με κάλεσαν με τη μητέρα του να μιλήσουμε για κάποια “προβλήματα” που παρουσιάζει το παιδί τους… Το “πρόβλημα” γι’αυτούς ήταν ότι το παιδί δεν είχε αρκετά…αντρικά πρότυπα και γι’ αυτό προτιμούσε να παίζει με γυναικείους χαρακτήρες. Μου τόνισαν μάλιστα ότι, απ’ την στιγμή που είναι αγοράκι, πρέπει να του μάθω ότι αυτό δεν είναι σωστό (!) κι ότι όχι μόνο δεν θα παίζει γυναικείους ρόλους στο θεατρικό παιχνίδι, αλλά θα πρέπει κι από πάνω να του κάνω ασκήσεις για να γίνει η φωνή του πιο…αντρική! Δεν έπαιρναν φυσικά από λόγια, ούτε τους ενδιέφερε πόσο δυσάρεστο θα ήταν για τον γιο τους να του αποκλείσουν να κάνει και να είναι όπως θέλει. Αλλά μιας και με είχαν ανάγκη -είχαν αλλάξει ήδη πολλές babysitters, τους λόγους μπορείτε να τους φανταστείτε- κατάφερα στην αρχή να αρνηθώ χωρίς να φάω πόδι. Τελικά δεν έφτανε μόνο αυτό… αποφάσισε η μάνα να πάρει την κατάσταση στα χέρια της για να σώσει την αρρενωπότητα του γιου της. Μια μέρα με φώναξε για να μου πουν κάτι με τον Ν.• μου είπε ότι αποφάσισαν πως δεν είναι σωστό να παίζει ο Ν. με γυναικείες φιγούρες κι ότι από εδώ και πέρα θα παίζει μόνο με αντρικές.

Κόντρα στην κόντρα, δεν την άφησα να της περάσει και συμφωνήσαμε με τον Ν. να παίζουμε όπως πριν χωρίς να το λέμε στους γονείς του. Αυτό βέβαια δεν κράτησε πολύ, το έμαθε η μάνα κι έπαιξε νέα σειρά επεμβάσεων. Εκεί ακριβώς ήταν που φάνηκε η πρωτοπορία της ελληνίδας μάνας: “ας παίζει το παιδί όποιον χαρακτήρα θέλει, αλλά θα τους ονομάζετe όλους αντρικούς”! Έτσι πχ όταν παίζαμε τον βασιλιά των λιονταριών, ο Ν. θα μπορούσε να παίζει κανονικά τον χαρακτήρα της Νάλα όπως πριν, μόνο που πλέον θα ήταν… ο Νάλας.

Ακόμα κι αυτό δεν κράτησε πολύ και ξαναγυρίσαμε στους αυστηρά αντρικούς ρόλους. Η πίεση στο παιδί αυξήθηκε τόσο πολύ, που όποτε παίζαμε ήταν φοβισμένο μη τυχόν και μπερδευτεί και πιάσει καμία γυναικεία φιγούρα…Μάλιστα, όποτε τυχόν γινόταν αυτό, άρχισε να κατηγορεί τον εαυτό του ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτα σωστά. Το τελειωτικό χτύπημα το έδωσε ο πατέρας λίγο καιρό μετά, όταν πρότεινε να ξεκινήσει ο Ν. πολεμικές τέχνες για να νιώσει ακόμα πιο… άντρας. Ε, κάπου εκεί κι οι δικές μου αντοχές εξαντλήθηκαν, τους ζήτησα συγγνώμη, τους είπα ότι δεν ξέρω πως να κάνω “σωστούς άντρες” και παραιτήθηκα.

ΙΙ. (συμβουλές από την κρατική ασφάλεια Πατρών)

Θυμάμαι χαρακτηριστικά ένα περιστατικό που μου συνέβη το καλοκαίρι του 2013, ενώ ήμουν μαθητής. Ήταν η περίοδος που η χα είχε μπει στη βουλή κι έκανε αρκετά συχνά εκδηλώσεις, συγκεντρώσεις σε πλατείες κι ομιλίες σε ξενοδοχεία και πολιτιστικούς χώρους για να συσπειρώσει καινούργιο κόσμο (ε, στην πάτρα δεν ήταν και δύσκολο…έπαιζαν έτσι κι αλλιώς αρκετοί πατριώτες και ρατσιστές που είχαν θέμα με τους μετανάστες που έμεναν απ’ τις αρχές του 2000 σε camps κοντά στην πόλη• ανά περιόδους φτιάχνονταν μάλιστα και διάφορες επιτροπές κατοίκων). Οι συγκεντρώσεις αυτές βέβαια δεν έμεναν αναπάντητες• κάθε φορά έπαιζε αντισυγκέντρωση και φυσικά κάθε φορά έπαιζαν αρκετά δεσίματα. Εκείνες τις μέρες λοιπόν, κανονίζουν μία εκδήλωση στο ξενοδοχείο palace με ομιλητή έναν βουλευτή τους, τον Αρβανίτη. Είχαν καλεστεί και 2 αντισυγκεντρώσεις, μία στην πλατεία γεωργίου και μία στην πλατεία όλγας.

Στο δρόμο για τις αντισυγκεντρώσεις μας μαζέψανε οι μπάτσοι. Μας πηγαίνει στο τμήμα, όπου μας υποδέχονται και οι υπόλοιποι με το γνωστό “βρε καλώς τα παιδιά”. Επικοινωνούμε με κάποιον δικό μας και περιμένουμε στο γραφείο κι όχι στο κρατητήριο, μιας κι ήμασταν κι οι δύο ανήλικοι. Τότε λοιπόν μπαίνει στο γραφείο ο Billy -γνωστή περσονα μπάτσου της πάτρας- και μας πιάνει την κουβέντα• αρχίζει να μας ρωτάει με τι ασχολούμαστε, αν έχουμε καμία…κοπελίτσα και στο τέλος μάς λέει: “Αφήστε τα πολιτικά παιδιά, το μόνο νόημα στη ζωή είναι μουσική και μουνί. Να πηγαίνεις στα κλαμπάκια, να πίνεις τις ποτάρες σου, να ασχολείσαι με ό,τι γουστάρεις και να ’χεις κι ένα μουνί να γαμάς… γιατί κι εμείς άντρες είμαστε ε. Εντάξει, κι εμείς κάποτε ασχολούμασταν με πολιτικά (στη χα θα εννοούσε μάλλον), αλλά δεν βρήκαμε άκρη…”

ΙΙΙ. (συμβουλές από την κρατική ασφάλεια Αθηνών)

Εγώ πάλι θυμάμαι να πηγαίνω Εξάρχεια πριν κάποια χρόνια και να μπαίνω σε ένα περίπτερο κοντά στο α.τ. Στο μεταξύ γίνεται ένα μικρό πέσιμο κι όταν βγαίνω σκάνε μπάτσοι μπροστά μου και με πάνε στο τμήμα. Εκεί οι μπάτσοι άρχισαν να μου λένε ότι ντροπιάζω το όνομά μου -μιας και με λένε Λεωνίδα- και με ρώταγαν τι θα έλεγαν οι 300 για μένα…

 

 

Π: Το δικό μας περιστατικό είναι πιο πρόσφατο, μόλις έναν-δυο μήνες πριν. Εγώ κι ο Κ. αράζαμε εξάρχεια με κάτι φίλους για μπύρες. Όταν αποφασίσαμε να φύγουμε, κάναμε τη βλακεία να ψάξουμε στο gps στο κινητό ποια είναι η πιο κοντινή στάση για να πάρουμε λεωφορείο και να ακολουθήσουμε την πιο σύντομη διαδρομή που μας έβγαζε προς αυτήν. Δεν συνειδητοποιήσαμε όμως -ή μάλλον το συνειδητοποιήσαμε όταν ήταν πια αργά- ότι η πιο σύντομη διαδρομή μας έβγαλε στην Χ. Τρικούπη, κοντά στην κλούβα… Είχε προηγηθεί και πέσιμο λίγο πιο πριν κι άραζαν απέξω γύρω στους τριάντα μπάτσους. Ο ένας απ’ αυτούς μας έκανε νόημα να πάμε προς τα κει κι άρχισε τα γνωστά: δώστε ταυτότητες κι αδειάστε τσάντες. Για κακή μας τύχη, ο φίλος μου είχε πάνω του μικροποσότητα από μπάφο, οπότε ο μας κράτησαν εκεί μέχρι που ήρθε περιπολικό και μας πήγε στο α.τ. κυψέλης.

 

Κ: Εκεί μας πήγαν στον 3ο όροφο κι εμένα μου πήραν αποτυπώματα. Εντωμεταξύ όση ώρα περιμέναμε εκεί δεν έπαιζε νερό ούτε για δείγμα.

 

Π: Οι μπάτσοι εκεί μας κράτησαν περίπου 4 ώρες και μας έπιασαν την κουβέντα. Αυτά που θυμάμαι πιο χαρακτηριστικά είναι, σε πρώτη φάση, να με ρωτάει ένας απ’ αυτούς αν έχω προτεραιότητα στη ζωή μου το… “μουνί”: “πες μου ρε φίλε, βγαίνεις έξω, μουνιά δεν βλέπεις, τι κάνεις; δεν σ’ αρέσουν τα μουνιά;”. Έκανα λίγο ότι δεν καταλάβαινα, του έλεγα ότι δεν βλέπω έτσι τις γυναίκες, αλλά αυτός επέμενε: “ε καλά τώρα, μουνιά δεν έχουν; εσύ τι βλέπεις να’ χουν;”. Ε, μετά μου το γύρισαν στο πιο φιλικό (αφού βεβαιώθηκε ότι δεν είμαι και “κανας πούστης”) κι άρχισαν να μου λένε “γιατί να κάνεις αλβανό ρε φίλε; είναι ο,τι χειρότερο! Γιατί να δώσεις 10 ευρώ για δύο γραμμάρια και να ενισχύεις και την (αλβανική) μαφία;”

 

K: Μετά τον Π τον άφησαν κι εμένα με πήγαν ΓΑΔΑ, όπου με ψάξανε και με πήγαν στα κρατητήρια. Εκεί καθόμουν με έναν μετανάστη, ο οποίος προσπαθούσε συνεχώς να τους πει ότι είναι πολύ σφιχτά οι χειροπέδες του. Η απάντηση που πήρε ήταν η εξής: “μην ανησυχείς, θα βγεις μετά, θα χεις σημάδια και θα κάνεις φιγούρα στην γκόμενα”.

 

γκουλέμα ραμπότα – Φέτος ήταν η δεύτερη φορά που πήγα να δουλέψω στα κεράσια.

Φέτος ήταν η δεύτερη φορά που πήγα να δουλέψω στα κεράσια. Τα χωράφια βρίσκονται σε ένα ημι-ορεινό χωριό της Βόρειας Ελλάδας. Το χωριό, πλήρως εξαρχικό μέχρι το 1912, κατοικείται κυρίως από ντόπιους και μερικούς ματζίρι (πρόσφυγες από την Μικρά Ασία), οι οποίοι δεν ήταν καλοδεχούμενοι. Μετά τον εμφύλιο, το κράτος κατάφερε να καθαρίσει το χωριό από τα αντεθνικά στοιχεία. Ως αποτέλεσμα, το χωριό αποτελείται από έναν πληθυσμό αγροτών με ισχυρό τοπικισμό και έναν (θρασύ)δειλό και μπερδεμένο μακεδονισμό που σπάνια εκφράζεται ανοικτά ως τέτοιος. Φυσικά, τα παλιά στεγανά με τον καιρό απομακρύνθηκαν και οι μικτοί γάμοι είναι πλέον πολύ συνηθισμένοι. Παρόλα αυτά, η αντιπάθεια προς τους Πόντιους παραμένει.

Την δεκαετία του ‘90 οι χωριάτες άρχισαν να προσλαμβάνουν Αλβανούς εργάτες για να δουλεύουν στα χωράφια. Με τον καιρό και κάπως αβίαστα δημιουργήθηκε μια κατάσταση στην οποία η πλειοψηφία των εργατών προέρχεται από την επαρχία της Dibër. Ένας παράγοντας είναι σίγουρα το ότι οι παλιοί, που δουλεύουν στο χωριό 15-20 χρόνια, φέρνουν για δουλειά τα παιδιά τους, τις γυναίκες τους, τους γαμπρούς τους και πάει λέγοντας. Ένας άλλος ανομολόγητος παράγοντας είναι ότι ένα μεγάλο κομμάτι των εργατών είναι επίσης σλαβόφωνοι. Αυτό φαίνεται να έχει λειτουργήσει θετικά στην επικοινωνία. Αν και οι περισσότεροι εργάτες είναι μουσουλμάνοι δεν έχω ακούσει ποτέ κάποιο αρνητικό σχόλιο από τους χωριάτες σχετικά με την θρησκεία τους. Σε κάθε περίπτωση, κάθε Ιούνιο μερικές εκατοντάδες Αλβανοί περνάνε τα σύνορα με τουριστικές βίζες και έρχονται να δουλέψουν στο χωριό για 25 ευρώ τη μέρα συν τη διαμονή και το φαγητό (το επίπεδο των συνθηκών διαβίωσης ποικίλλει ανάλογα με το αφεντικό). Δουλεύοντας απέκτησα μια σφαιρική εικόνα του τι λέγεται και τι γίνεται στο χωράφι. Μολονότι το περιβάλλον που δούλευα δεν ήταν το πλέον ρατσιστικό, δεν έλειπαν σχόλια όπως αυτό του αφεντικού ότι οι Ρομά πρέπει να “πάνε από κει που ήρθαν”, ενώ άλλος παραπονιόταν συστηματικά για τους “αχάριστους εργάτες που δεν συνεργάζονται αρκετά”. Η πιο επιδεικτική επιτέλεση του ρατσισμού γινόταν στις συζητήσεις μεταξύ αφεντικών. Φαινόταν να είναι κάποιου είδους μαγκιά να δείξεις ότι υποτιμάς τους εργάτες επειδή ήταν Αλβανοί: “πεινάνε; δώσ’ τους από την σκυλοτροφή”, “εσύ τα μάζεψες τα κεράσια ή ο Αλβανός; ο Αλβανός; Ε, δεν τα θέλω τότε”. Τέτοιες μαλακίες ακούγονταν συχνά ως έκφραση του στάτους του Έλληνα εργοδότη. Από την άλλη υπήρχε μια εμφανής διάσταση ανάμεσα σε ιδιωτική συμπεριφορά και δημόσια λεγόμενα που συνήθως εκδηλωνόταν ως κράμα κακόμοιρης καλοσύνης και γενναιοδωρίας του αφέντη.

Η δουλειά ξεκινούσε στις οκτώ το πρωί και τελείωνε γύρω στις πεντέμισι, με διαλείμματα για καφέ και φαγητό. Οι εργάτες ηλικίας από 16 μέχρι 53 μάζευαν τα κεράσια και τα αφεντικά τα συσκεύαζαν σε κλούβες. Σε μια καλή μέρα μπορούσαν να κατεβάσουν μέχρι και ενάμισι τόνο κεράσια. Η απαίτηση ήταν κάθε άτομο να κατεβάζει 140 κιλά καθημερινά (πριν δέκα χρόνια, τα 80 κιλά ήταν υπεραρκετά). Οι εργάτες μιλούσαν πολύ μεταξύ τους (σε άλλα χωράφια τους το απαγορεύουν) στα αλβανικά, ενώ με τα αφεντικά μιλούσαν είτε στα ελληνικά είτε στα “ντόπικα” (τα οποία μεταξύ τους τα λένε maqedonisht). Στον χρόνο που πέρασα μαζί τους έμαθα κάποιες αλβανικές λέξεις και φράσεις, πράγμα που τους έκανε να με εμπιστευτούν. Η δυσαρέσκεια για τα αφεντικά εκφραζόταν συχνά. Ένα ενδιαφέρον παράδειγμα ήταν ότι κάποιοι εργάτες, επαρχιώτες οι ίδιοι, έβλεπαν τα αφεντικά τους ως απολίτιστους “τσοπάνους”. Εκτός από αυτά η διπλωματία κυριαρχούσε στην επικοινωνία, αλλά δεν έλειπε και μια κάποια οικειότητα, όπως γινόταν πχ. σε μια συζήτηση για το κυνήγι. Λίγα λόγια για το εμπόριο: Την τελευταία διετία η μαύρη αγορά έκανε την εμφάνιση της στο χωριό. Μετά την επιβολή κυρώσεων από την ΕΕ στην Ρωσία με αφορμή το Ουκρανικό, η τελευταία έχει κηρύξει εμπάργκο στην αγορά αγροτικών προϊόντων από την ΕΕ. Συνεπώς και εφόσον το κεράσι ακόμα πουλάει στην Ρωσία έχει στηθεί ένα δίκτυο λαθραία εισαγόμενων προϊόντων που ξεκινάει από τα χωριά για να καταλήξει στα τραπέζια πλούσιων Ρώσων. Το γενικό πλάνο είναι το εξής: διάφοροι τύποι εμφανίζονται στο χωριό με ένα τεράστιο ποσό μετρητών και αφού κάνουν κονέ με τον τοπικό παράγοντα, αυτός καλεί τους αγρότες να πάνε το εμπόρευμα στον ίδιο και όχι στον επίσημο συνεταιρισμό. Ύστερα, αυτός πληρώνει τους παραγωγούς σε μετρητά και σε αρκετά ανταγωνιστικές τιμές σε σχέση με την μέση τιμή κιλού του εμπορίου. Τα κεράσια συσκευάζονται και τοποθετούνται σε φορτηγά ψυγεία, τα οποία μετά από ταξίδι δύο εβδομάδων φθάνουν στα ρώσο-ουκρανικά σύνορα, απ’ όπου περνούν μες τη Ρωσία για να πουληθούν σε εξωφρενικές τιμές. Από μαρτυρίες τουριστών έχω μάθει ότι εκεί το κιλό πουλιέται 30 ευρώ, ενώ ο ντόπιος λαθρέμπορος το αγοράζει έως και 1,80 από τον αγρότη, τιμή που θεωρείται καλή. Στην καθημερινότητα του χωριού όλο αυτό μεταφράζεται ως ‘οι Μολδαβοί έδωσαν 1.000.000 μετρητά στον Κ. για να αγοράσει τα κεράσια’. Πράγματι, ο Κ. έχει στήσει ολόκληρη αποθήκη κάτω από το μαγαζί του με κλαρκ, τέλαρα, ζυγαριές κτλ. Κάθε βράδυ, ένας συγγενής του καθόταν σε ένα λιτό γραφείο και μοίραζε φάκελους με εκατοντάευρα και πεντακοσάευρα στους παραγωγούς. Διάφοροι βουλγαρόφωνοι και ρωσόφωνοι πηγαινοέρχονταν με τάμπλετ στα χέρια και κρατούσαν σημειώσεις. Η ατμόσφαιρα ήταν χαλαρή, μια καλή ευκαιρία για κοινωνικοποίηση και φιγούρα μεταξύ των αγροτών. Ο Κ. με ένα τεράστιο σταυρό στο στήθος και το hands-free στο αυτί τριγύριζε αργά με ύφος νονού και αυτάρεσκο χαμόγελο. Πριν τρία χρόνια είχε εξαφανιστεί επειδή είχε βαρέσει πιστόλι στους συγχωριανούς του. Τώρα ξαναγύρισε και συμπεριφέρεται σαν να μην έχει συμβεί τίποτα γιατί ξέρει ότι το χωριό τον έχει ανάγκη. Οι εργάτες πρέπει να πληρώνονται στο τέλος της σεζόν και τα μετρητά είναι δύσκολο να βρεθούν εξαιτίας των capital controls.

Μία μέρα κι ενώ συσκεύαζα στο χωράφι εμφανίστηκε ένα λευκό αυτοκίνητο που μετέφερε τον Κ., τον κ. Δ. και έναν ρωσόφωνο. Ο Κ. είχε φέρει τον κατά τα φαινόμενα προϊστάμενο του για να επιθεωρήσει την ποιότητα του προϊόντος. Ο κ. Δ. μας συστήθηκε ως “υπεύθυνος πωλήσεων για όλη την ανατολική Ευρώπη”. Επρόκειτο για έναν μεσόκοπο, μάλλον Αθηναίο συνταξιούχο, που κατά τα φαινόμενα ήρθε να παίξει τον κακό μπάτσο. Όταν ο Κ. παίνευε τα κεράσια, ο Δ. τόνιζε ότι δεν είναι αρκετά καλά. Κάθε τόσο απευθυνόταν στα ρώσικα στον “Ρώσο” που πιο πολύ ενδιαφερόταν για το κινητό του, παρά για τα όσα γίνονταν γύρω του. Ενδιάμεσα ο Δ. δεν απέφευγε να γκρινιάζει για την κρίση “για την οποία φταίμε όλοι μας επειδή το είχαμε παραξηλώσει” ενώ υποστήριζε έναν λιτό τρόπο διαβίωσης, έχοντας πει πιο πριν ότι θα πάρει ένα μόνο ‘κομματάκι’ ως αμοιβή για την δουλειά του. Από την άλλη, ο Κ. προειδοποιούσε με απόλυτη βεβαιότητα ότι “η πτώχευση όλων των τραπεζών είναι θέμα ωρών”, αλλά ταυτόχρονα μας καθησύχαζε λέγοντας πως το δίκτυο τους θα συνεχίσει να λειτουργεί κανονικά. Αφού ένα από τα αφεντικά μου τους έγλειψε δουλικά σηκωθήκαν και φύγανε. Η πτώχευση δεν ήρθε αλλά το δίκτυο τους λειτούργησε όντως άψογα.

בֿוט־םו

Η διαλεκτική του διαφωτισμού στην GBU-43

Στις 13 Απριλίου, στις 7 το πρωί, το αμερικάνικο κράτος πέταξε στο Αφγανιστάν (Nangarhar) τη μεγαλύτερη βόμβα που έχει πεταχτεί στην ιστορία των πολέμων, την GBU-43, μία βόμβα που ζυγίζει 11 τόνους, είναι δηλαδή βαρύτερη από την πυρηνική βόμβα που χρησιμοποιήθηκε στη Χιροσίμα και ονομάστηκε από τους καραβανάδες των Η.Π.Α. ως: η Μητέρα όλων των Βομβών (Mother Of All Bombs). Ο καπνός που άφησε πίσω της μπορούσε να γίνει ορατός από 32 χιλιόμετρα μακριά και είχε δοκιμαστεί πρώτη φορά το 2003. Αυτό σημαίνει ότι η προετοιμασία ενός μη-δοκιμαστικού χτυπήματος ετοιμαζόταν από όλες τις κυβερνήσεις των Η.Π.Α., δημοκρατικές ή ρεπουμπλικάνικες τα τελευταία 14 χρόνια. Το CNN, ο Guardian και το BBC ασχολήθηκαν με ειδικά ρεπορτάζ με αυτό τον βομβαρδισμό. Εξήγησαν αναλυτικά τις τεχνικές λεπτομέρειες (έχει μήκος 9 μέτρα και πάχος 1 μέτρο, περιέχει 8 τόνους εκρηκτικά, κοστίζει 314 εκατομμύρια δολάρια), πως ‘δουλεύει’ η MOAB, πόσο μεγάλη είναι και αναπαράγοντας βίντεο του αμερικάνικου στρατού σε δοκιμαστικά πεδία, έδειξαν τι ζημιά μπορεί να κάνει. Ειδικά σε σχέση με τα ‘αποτελέσματα’ της MOAB, δόθηκαν περαιτέρω εξηγήσεις ως εξής.

Στο Αφγανιστάν όπου χρησιμοποιήθηκε, δημιούργησε κρατήρα ακτίνας 300 μέτρων, ενώ εξαφάνισε ό,τι βρισκόταν σε αυτή την ακτίνα. Δίπλα σε όλα αυτά εξηγήθηκε η δυσκολία της ρίψης. Η MOAB είναι τόσο βαριά που δεν είναι δυνατόν να κουβαληθεί εύκολα ακόμα και από το βαρύτερο β ο μ β α ρ δ ι σ τ ι κ ό αεροπλάνο. Γι’ αυτό ακριβώς τη μεταφέρουν μέχρι σήμερα με μεταγωγικά αεροπλάνα, τη βάζουνε πάνω σε μια παλέτα και αρχικά η βόμβα πέφτει με αλεξίπτωτο από το αεροσκάφος, έπειτα αποκτά την τροχιά της ξεχωρίζοντας από το αλεξίπτωτο και την παλέτα. Ένας συνταξιούχος καραβανάς των Η.Π.Α. δήλωσε στον Independent ότι η αίσθηση που η βόμβα δημιουργεί σε ανθρώπους που βρίσκονται κοντά στην περιοχή ρίψης είναι αυτή της έκρηξης πυρηνικής βόμβας.

Σε κάποια άρθρα τονίστηκε πως οι Ρώσοι έχουν καταφέρει να κατασκευάσουν μια ακόμα μεγαλύτερη βόμβα, 14,5 τόνων, τον λεγόμενο Πατέρα όλων των Βομβών. Στις τελευταίες παραγράφους κάποιων από τα παραπάνω άρθρα, κάποιοι στρατιωτικοί αρνήθηκαν την ύπαρξη δολοφονίας πολιτών μέσω της χρήσης της MOAB. Είπανε πως 800 με 900 μαχητές του ISIS δρούνε στην περιοχή που χτυπήθηκε και σύμφωνα με ύστερους απολογισμούς, η MOAB κατάφερε να σκοτώσει τους 36 ή τους 94 από αυτούς. Απέναντι στους υπόλοιπους, συνεχίζουν να αναπτύσσονται 9.500 Αμερικανοί στρατιώτες (από το 2014) και πολλοί περισσότεροι Αφγανοί. Είναι προφανές από τους παραπάνω αριθμούς πως η MOAB δεν επέφερε κάποιο αποφασιστικό χτύπημα στον ISIS και μάλλον ούτε χρησιμοποιήθηκε για να επιφέρει κάτι τέτοιο. Είναι πιθανότερο να θέλανε να δοκιμάσουν αυτή τη βόμβα σε μια μη-αμερικάνικη γη. Εντυπωσιακότερο όμως και από την ίδια τη χρήση της βόμβας για να σκοτώσουν 36 έως 94 άτομα στο Αφγανιστάν φαίνεται να είναι η δημόσια υποδοχή της ρίψης αυτής της βόμβας.

Το ‘ανθρώπινο κόστος’, το ποιους ακριβώς σκότωσε αυτή η βόμβα παραμένει άγνωστο και μόνη σημασία φαίνεται να έχει το ‘πόσους’ σκότωσε, δεδομένου βέβαια ότι οι ζωές των συγκεκριμένων υποψήφιων θυμάτων είναι για πέταμα μιας και έχουν χαρακτηριστεί συλλήβδην ως ‘τρομοκράτες’ και σίγουρα όχι ‘πολίτες’ και άρα ενδιαφέρει μόνο η ποσότητα των θυμάτων. Το 90% του κάθε ρεπορτάζ από τα παραπάνω, εξάλλου, δεν εστιάζει καν σε αυτό. Αντιθέτως, το μεγαλύτερο μέρος των άρθρων αφιερώνεται σε ακραίες τεχνικές λεπτομέρειες, μεγέθη και αριθμούς τα οποία υποδέχεται η περιγραφική γλώσσα σαν θαύματα που κατάφερε η στρατιωτική βιομηχανία, στο πλαίσιο της εργασίας της οποίας η απώλεια ζωών υπονοείται μονάχα ανάμεσα σε λέξεις όπως «αποτελέσματα» ή «αντίκτυπος». Έχουν γραφτεί πολλά στο παρελθόν από σημαντικότερους από εμάς για την πολύπλευρη σχέση που κατάφεραν να φτιάξουν φασισμός και τεχνική ανάπτυξη στο παρελθόν. Βέβαια, πάνε εκατοντάδες χρόνια που ο θάνατος στον ‘απλό’ πόλεμο παρελαύνει συνήθης και αναμενόμενος, με μόνη γλώσσα μετάφρασής του, τους πίνακες στατιστικής. Αλλά η κληρονομιά-Άουσβιτς εδώ αξιοποιείται επίσης.

Η τεχνική γλώσσα και τα ακρωνύμια της στρατιωτικής ιδιογλώσσας αντικαθιστούν ή υπονοούν κάθε άλλο νόημα. Η πρόοδος της τεχνολογίας παριστάνει τη γενική πρόοδο και την προς-τα-εμπρός κίνηση της εξέλιξης του ανθρώπινου πολιτισμού. Η βόμβα γίνεται αντικείμενο λάγνων σχεδόν βλεμμάτων, αντικείμενο θαυμασμού γιατί είναι η μεγαλύτερη, η καλύτερη, η πιο αποτελεσματική, μέχρι την επόμενη δηλαδή. Εξυμνείται στην ουσία η ορθολογικότητα της κατασκευής της βόμβας, με αποδεκτό το ανορθολογικό αποτέλεσμα της χρήσης της. Ο τηλε-χειρισμός της και το ότι δεν γνωρίζουμε κατά που πέφτει το Αφγανιστάν την κάνουν πιο ανώδυνη. Από στρατιωτικούς τηλεοπτικούς δέκτες μεταφέρεται το θεαματικό ‘μανιτάρι’ καπνού που δημιουργεί το οποίο σε ακτίνα 300 μέτρων σκεπάζει τα απομεινάρια αυτού που υπήρχε εκεί πιο πριν. Σε επίπεδο νοητικής έγκρισης των τεκταινομένων από τους υπηκόους των δυτικών κρατών, ο παγκόσμιος πόλεμος είναι αποδεκτός σαν ιδέα. Με το επιχείρημα ότι κάποιος ‘τρελός’ θα πατήσει ένα κουμπί για να επιτεθεί, αυτοί που είναι σώφρονες γιορτάζουν την τεχνική εξέλιξη για πιο γρήγορο, πιο σαρωτικό, πιο ολοκληρωτικό θάνατο. Αυτή η σύλληψη της υπεράσπισης της δυτικής ελευθερίας έχει μέσα της καλές πιθανότητες για φασισμό.

stepanyan tsp, 01.09.2017

Ημερολόγιο Ρατσισμού (ιούνιος-οκτώβριος 2017)

29/06 Η οργάνωση Γιατροί του Κόσμου καταγγέλλει αστυνομική βία κατά ανηλίκων ασυνόδευτων προσφύγων στη Μόρια της Λέσβου. Όπως καταγράφεται, το απόγευμα τις 24ης Ιουνίου 2016 προσήλθαν, στο ιατρείο του ΚΥΤ, δώδεκα ασυνόδευτα ανήλικα πακιστανικής καταγωγής συνοδευόμενα από τον Διοικητή του Κέντρου. «Κατόπιν ενός διαπληκτισμού μεταξύ των ασυνόδευτων ανηλίκων, μία πέτρα χτύπησε έναν από τους αστυνομικούς βάρδιας κι εκείνος εισήλθε μαινόμενος στο εσωτερικό της πτέρυγας και γρονθοκόπησε έναν από τους ανηλίκους ενώ εκτόξευσε παράλληλα γενικά απειλές κατά των ανηλίκων που κρατούνται στο συγκεκριμένο χώρο. Εκείνοι αντέδρασαν, με αποτέλεσμα δώδεκα από αυτούς να μεταφερθούν με χειροπέδες στα κρατητήρια του αστυνομικού τμήματος Μυτιλήνης», αναφέρεται στο κείμενο της οργάνωσης. Έπειτα: «εξαναγκάστηκαν να κάθονται την περισσότερη ώρα σε στάση ‘καρέκλας’ χαμηλά προς το έδαφος με τα γόνατα τους να μην ακουμπούν σε αυτό. Αναφέρουν επίσης ότι κάθε φορά που κάποιος από αυτούς παρέκκλινε της στάσης αυτής είτε λόγω κόπωσης είτε λόγω ανάγκης για ύπνο, τότε τους χτυπούσαν στα πλευρά ώστε να επανέλθουν στην προηγούμενη στάση, κατά κύριο λόγο με γεμάτα μπουκάλια νερού».

07/07 Στη Ζάκυνθο δολοφονείται ο αφροαμερικάνος Bakari Henderson κατά τη διάρκεια καβγά με μια παρέα αγνών εκπροσώπων της ελληνοσερβικής ορθόδοξης παράδοσης και φιλίας. Άγνωστα παραμένουν τα κίνητρα των δραστών σύμφωνα με τον ελληνικό Τύπο (και φυσικά καμία σχέση δεν έχει με το χρώμα του δέρματος του θύματος).

07/07 Βανδαλισμός του μνημείου Ολοκαυτώματος στην Αθήνα.

09/07 Ο αντιδήμαρχος Λέσβου, εκλεγμένος ως ‘φωνή του ελληνικού λαού’, προχωρά σε ρατσιστικό τραμπουκισμό πρόσφυγα σε πλατεία του νησιού, αποκαλώντας τον ‘σκουπίδι’.

10/07 Στα κρυφά και λίγες μέρες μετά τη λήξη της τρίμηνης παράτασης, το (αριστερό) ελληνικό κράτος ζητάει την επανεξέταση της καταδικαστικής απόφασης για την ελλάδα που αφορούσε τα εγκλήματα κατά των μεταναστών εργατών γης στη Μανωλάδα.

16/07 Επίθεση κατά 19χρονου έξω από το καμπ του Σχιστού από ομάδα οκτώ φασιστών. Όταν το θύμα αμυνόμενο έβαλε τα χέρια του πάνω από το κεφάλι να προστατευθεί, του τα χαράξανε με μαχαίρι.

23/07 Μετανάστης εργάτης από το Πακιστάν πέφτει θύμα άγριου ξυλοδαρμού την ώρα που επιστρέφει στο σπίτι του στη περιοχή του Μενιδίου και καταλήγει στο νοσοκομείο.

24/07 Ρατσιστική βία και κακομεταχείριση δύο νεαρών αιτούντων άσυλο από τη Γουινέα, από μπάτσους στην Ομόνοια. Ο ένας από αυτούς θα πει: “Δεν κοιμάμαι τη νύχτα. Σκέφτομαι ότι αυτό που μου συνέβη μπορεί να συμβεί ανά πάσα στιγμή στους φίλους μου. Είναι και οι σωματικοί πόνοι. Πονάω στην παραμικρή κίνηση που πάω να κάνω στο κρεβάτι. Στο νοσοκομείο δεν βρήκαν τραύματα από τα χτυπήματα, αλλά προφανώς οι αστυνομικοί ξέρουν πώς να χτυπήσουν, έτσι που να πονάς αλλά να μην υπάρχουν ίχνη. Στη χώρα μου έχω συγκρουστεί με την αστυνομία κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων και απεργιών. ‘Όμως τέτοια βία από αστυνομικούς δεν την έχω ξαναζήσει”. Για άλλη μια φορά πρωτοπόρο σε θέματα βίας το κατά τα (αριστερό) ελληνικό κράτος.

29/07 Ασκήσεις ελληνικής ενηλικίωσης για τέσσερις εφήβους που ξυλοκόπησαν δύο μετανάστες μικροπωλητές στη Ρόδο.

29/07 Ομάδα αγνώστων στις Οινούσσες διαλύει τους προκάτ οικισμούς που είχαν τοποθετηθεί για τη φιλοξενία προσφύγων.

30/07 Για τη θρησκεία της… αγάπης τα χουμε ξαναπεί. Τούτη τη φορά κόσμος που βρισκόταν μέσα σε κεντρική εκκλησία της Κοζάνης μπουγέλωσε μικρή Ρομνί που είχε την ατυχία να βρίσκεται εκεί κοντά.

31/07 Άγρια ρατσιστική επίθεση από αφεντικό προς μετανάστες εργάτες γης που ζητούσαν τα δεδουλευμένα τους, με αποτέλεσμα μάλιστα, ένα εκ των θυμάτων να οδηγηθεί στο νοσοκομείο με σπασμένο το σαγόνι. Όλα αυτά που αλλού; Στην Ηλεία.

12/08 Πρωτοσέλιδο της Ελεύθερης Ώρας με τον διακεκριμένο επιστήμονα Κ. Πλεύρη ν αρθρογραφεί για το “μύθο” του Ολοκαυτώματος.

15/08 Ο μητροπολίτης Κορίνθου Διόνυσος διδάσκει μέσα από το κήρυγμά του τη γνωστή χριστιανική συμπόνοια μιλώντας για το κίνδυνο τον προσφύγων και ρωτώντας το τρυφερό ποίμνιο του “ποιοι φέρνουν τους μουσουλμάνους στην ελλαδίτσα”;!!!11!!1 Ο Σόρος φυσικά. Δηλαδή το ίδιο άτομο που πληρώνει και την έκδοση του 0151.

17, 18 και 20/08 Μετά την τρομοκρατική επίθεση στη Βαρκελώνη, πλήθος γνωστών ανθρώπων του κράτους, όπως ο Ανδριανόπουλος και ο Λοβέρδος, σπεύδουν να μας διαφωτίσουν αναπαράγοντας την γνωστή ισλαμοφοβική σούπα που συνδέει τη τρομοκρατία με τους μουσουλμάνους και τις προσφυγικές ροές.

26/08 Βίαιη επίθεση κατά ΑμεΑ ατόμου από μια οδηγό όταν διεκδίκησε την αναπηρική θέση στάθμευσης που δικαιούταν στο Ηράκλειο.

29/08 “Έτοιμοι για όλα” δηλώνουν οι κάτοικοι σε περιοχές της Ρόδου, αντιδρώντας στο ενδεχόμενο μετεγκατάστασης Ρομά πληθυσμών κοντά τους.

31/08 Σε αυτό το ημερολόγιο είπαμε να ασχοληθούμε πολύ με την Ελεύθερη Ώρα, να διασκεδάσουμε και τους αναγνώστες μας λίγο. Τη τελευταία μέρα του Αυγούστου λοιπόν, η χιουμοριστική παρακρατική εφημερίδα, που τη διαφήμιζε η ΕΡΤ, κυκλοφόρησε με εξώφυλλο “Δίνουν τα σπίτια μας σε Εβραίους και Λαθρομετανάστες”. Ο αγώνας για την ΕΡΤ τώρα δικαιώνεται!

31/08 Βασανισμός ψυχικά ασθενή κρατούμενου μετανάστη στο Δρομοκαϊτειο από μπάτσους. Για την ιστορία, ο μετανάστης στην αρχή δέθηκε στο κρεβάτι του από τους γιατρούς εκεί, αλλά όταν παρουσίασε βελτίωση και αποφασίστηκε να λυθεί, οι μπάτσοι παρεμπόδισαν τους γιατρούς,..

04/09 Επίθεση από ομάδα φασιστών σε μετανάστες αφού τους ρώτησαν από που κατάγονται, με σιδερογροθιά και σπασμένο μπουκάλι στο Ν. Ηράκλειο Αττικής.

05/09 Καταγγελία για ιατροφαρμακευτικές διακρίσεις σε βάρος ασφαλισμένων υπηκόων τρίτων χωρών.

12/09 Οι 74 εναπομείναντες πρόσφυγες στο λιμάνι του Ηρακλείου στη Κρήτη, μετατρέπονται εν μια νυκτί από ‘φιλοξενούμενοι’ σε κρατούμενοι προς απέλαση. Μάλιστα τα χαρτιά απέλασης που τους επιδόθηκαν ήταν αμετάφραστα, αποκρύπτοντας έτσι το περιεχόμενό τους στους ενδιαφερόμενους. Νωρίτερα, είχαν προηγηθεί μετεγκαταστάσεις των λίγων προσφύγων των Χανίων και του Ρεθύμνου.

18/09 Επίθεση από φασίστες στη Ν. Ιωνία εναντίον μέλους της πακιστανικής κοινότητας.

19/09 Επίθεση κατά μετανάστη στον Ασπρόπυργο με την αστυνομία να σφυρίζει αδιάφορα. Την ίδια μέρα μπάτσοι χτύπησαν μετανάστη μουσικό στο Μοναστηράκι και μετά στο Α.Τ. Ομονοίας. Τουλάχιστον, μόνον αυτά τα τρία περιστατικά βγήκαν δημόσια.

25/09 Καταγγελία αποκλεισμού μικρών προσφύγων από την εκπαίδευση στα σχολεία του Λαυρίου, όπου δε λειτουργεί καμία τάξη υποδοχής.

27/09 Τα κέντρα φιλοξενίας προσφύγων τελικά -μην πέσετε από τα σύννεφα- δεν είναι και τόσο φιλόξενα. Τα ντους της Μόριας αποκλείουν λόγω της κατασκευής τους την πρόσβαση σε ΑμεΑ πρόσφυγες.

02/10 Η ακροδεξιά ομάδα με το ευφάνταστο όνομα “Ομάδα Υψηλής Αστυνόμευσης” παραπέμπει σε μια άλλη φασιστική ομάδα με ευφάνταστο όνομα, τους “Φρουρούς της Θράκης” να ενεργοποιηθούν άμεσα, στοχοποιώντας τα μέλη του Δ.Σ. της Τουρκικής Ένωσης Ξάνθης. Η ομάδα μάλιστα ισχυρίζεται πως συνεργάζεται με αστυνομικούς από σχεδόν όλες τις αστυνομικές διευθύνσεις και πως δουλεύει παράλληλα με το κράτος. Δηλαδή, τι; Έχουν σχέση το κράτος, οι φασιστές και οι οργανωμένες επιθέσεις κατά μειονοτήτων στην ελλάδα;

07/10 Τα ξημερώματα του Σαββάτου, ο Ουσμάν Μοχάμεντ καθώς έφευγε από το εστιατόριο που δούλευε, δέχτηκε επίθεση-λιντσάρισμα από 10-12 άτομα που άρχισαν να τον χτυπάνε ομαδικά, πάλι στο Ν. Ηράκλειο. Στη συνέχεια κατέληξε στο νοσοκομείομε τραύματα στο πρόσωπο, σπασμένη μύτη και γδαρμένα χέρια.

07/10 Δολοφονική επίθεση εναντίον δύο μεταναστών εργατών γης στον Ασπρόπυργο από πενταμελή ομάδα φασιστών, οι οποίοι τους χτύπησαν στο πρόσωπο με σιδερογροθιές. Ολόκληρη η ελλάδα, μια εστία φασιστικών συμμοριών και δολοφόνων. Μόνο στο πρώτο εξάμηνο του έτους από την ελ.ας έχουν καταγραφεί 75 ρατσιστικά πεσίματα. Και φυσικά δεν είναι μόνο αυτά. Και φυσικά οι συλληφθέντες είναι λιγότεροι από πέντε.

10/10 Καταγγελίες αιτούντων ασύλου στους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα που αφορούν περιστατικά ρατσιστικής αστυνομικής βίας, κακομεταχείρισης και βασανισμού, καθώς και διακρίσεις στην παροχή υπηρεσιών υγείας

11/10 Μετά την ψήφιση του νομοσχεδίου για την αλλαγή φύλλου και τις δηλώσεις ότι η αλλαγή φύλου είναι ψυχασθένεια από τον διεθνούς φήμης ψυχίατρο Βασίλη Λεβέντη, έρχεται -ποια άλλη;- η Ελεύθερη Ώρα να βάλει τα πράγματα στη θέση τους προτρέποντας σε “ξυλοδαρμό κάθε αδερφής”. Ο αγώνας της ΕΡΤ που διαφήμιζε την Ελεύθερη Ώρα μας φαίνεται πια ως ο πιο σωστός αγώνας έβερ στην ελλάδα.

12/10 Αντιδράσεις σε σχολείο στην Αχαΐα από γονείς επειδή για μια από τις δύο παρελάσεις κληρώθηκε ως σημαιοφόρος, μαθήτρια της ΣΤ τάξης με αλβανική καταγωγή και ελληνική ιθαγένεια. Το γαλανόλευκο κουρελόπανο δε μπορεί ως γνωστόν να κουβαλιέται από ξένους.

27/10 Ο Νιγηριανός είπε στους αστυνομικούς ότι επέβαινε στο ποδήλατό με κατεύθυνση προς την πόλη της Ρόδου, όταν ξαφνικά έπεσε πάνω του ένα αυτοκίνητο. Μετά τη σύγκρουση έπεσε στο οδόστρωμα και ο οδηγός του ΙΧ προθυμοποιήθηκε να τον μεταφέρει στο νοσοκομείο, όμως όταν ο ποδηλάτης μπήκε στο όχημα των Ελλήνων, κατάλαβε ότι δεν τον πηγαίνανε στο νοσοκομείο. Ο μετανάστης αντέδρασε και προσπάθησε να φύγει από το όχημα, όμως ο οδηγός του αυτοκινήτου που τον τράκαρε, τον κορόιδευε και έπειτα επιτέθηκε στον τραυματισμένο ποδηλάτη, χρησιμοποιώντας πιθανότατα κατσαβίδι, καταφέρνοντάς του τρία χτυπήματα στην κνήμη και δύο στο γόνατο!

27/10 Σοβαρό αιματηρό επεισόδιο, συνέβη στην οδό Ακτή Δυμαίων της Πάτρας, στο ύψος της ΑΒΕΞ. Ομάδα ατόμων που επέβαινε σε αυτοκίνητο σταμάτησε έξω από τις εγκαταστάσεις του πρώην εργοστασίου και επιτέθηκε σε πρόσφυγες και μετανάστες που βρίσκονταν εκεί. Οι δράστες φορούσαν κουκούλες full face, οδηγούσαν μαύρη μερσεντές και μαχαίρωσαν τρείς μετανάστες. αλλοδαπούς. Είναι το τρίτο παρόμοιο περιστατικό.

28/10 Οι νεοναζί διακόπτουν την παρέλαση στη Σαντορίνη για να αποτρέψουν μαθήτρια από την Αλβανία να σηκώσει το ελληνικό κουρελόπανο.

 

 

Τα γυναικεία κινήματα στην ελλάδα 1880-1949 από μια αυτόνομη φεμινιστική και antifa σκοπιά

το εξώφυλλο του τεύχους του fight back!
στην ανατύπωση του Νοεμβρίου του 2017

Τον Ιούνιο του 2017 κυκλοφόρησε σε 500 κομμάτια –και εξαντλήθηκε!- η μπροσούρα ‘έθνος-φύλο και γυναικεία κινήματα στην ελλάδα 1880-1949’ από το fight back!, μία υποομάδα του antifa negative που προετοίμαζε τη δουλειά της αυτή τα τελευταία τρία χρόνια. Ένα ιστορικό του πως προέκυψε αυτή η υπο-ομάδα εκτίθεται σε προηγούμενο τεύχος του 0151, όπου ενσωματώνονται και κάποιες ανταποκρίσεις από τις πρώτες δύο δημόσιες εκδηλώσεις παρουσίασης του υλικού του (“Though this be madness, yet there is method in it”: το fight back στο Κοντροσόλ και τη Ρέπλικα!, στο 0151#10, Φεβρουάριος 2017). Το έντυπο ασχολείται με τις γυναίκες και τους φεμινισμούς του πρώτου κύματος στην ελλάδα επιστρατεύοντας μία ιστορική προσέγγιση και ξεκινώντας με δύο παραδοχές με τις οποίες επιχειρείται να ξανασκεφτούμε πως διαβάζουμε την ιστορία (μας). Η πρώτη παραδοχή, πως η Ιστορία (με ‘ι’ κεφαλαίο) συγκροτήθηκε για να έχει δημόσιες, δηλαδή κρατικές, χρήσεις. Στην ελλάδα ιδιαίτερα, στόχευε στην κατασκευή του μύθου ενός ενιαίου και συμπαγούς ελληνικού κράτους. Από την άλλη, η ιστορία γράφεται και ξαναγράφεται (από το κράτος), ανάλογα με τα συμφέροντα της εποχής. Το fight back! λοιπόν διαβάζει την ιστορία των ελληνικών φεμινισμών ως μια κρατική αφήγηση την οποία προσπαθεί και να ανασκευάσει, υπερασπιζόμενο μια ριζοσπαστική φεμινιστική τάση και μια αυτόνομη αντιφασιστική. Το έντυπο, μετά το μεθοδολογικό κομμάτι –του οποίου η αξία είναι ότι προσπαθεί να συνοψίσει τις διεθνείς φεμινιστικές συζητήσεις γύρω από το κράτος, τις ταυτότητες και τη γυναικεία ιστορία– συνεχίζει με μία εξιστόρηση των δραστηριοτήτων του κύκλου της Καλλιρόης Παρρέν και του εντύπου Εφημερίς των Κυριών, της πρώτης ουσιαστικά εξόδου των γυναικών στον δημόσιο λόγο. Αυτό που αναδεικνύεται στο κεφάλαιο αυτό είναι ότι οι γυναίκες αυτές πράγματι διέδωσαν τα πρώτα ψήγματα φεμινιστικού λόγου στην ελλάδα, ωστόσο, προερχόμενες οι ίδιες από την ελληνική αστική τάξη, υπερασπίζονταν παράλληλα και τα συμφέροντα της τάξης αυτής αλλά και του κράτους της. Το τελευταίο είναι προφανές όταν η Εφημερίς των Κυριών αναπτύσσει εχθρικό λόγο απέναντι στις εργάτριες-υπηρέτριες, ιδιαίτερα όταν αυτές άρχισαν να οργανώνονται και να διεκδικούν αυξήσεις μισθού και ωραρίου, αλλά και με την ίδρυση σωματείων, στα οποία μεσολαβούσαν για τις ζωές των ταξικά κατώτερων γυναικών, αλλά και με άλλες δραστηριότητες στις οποίες υποτίθεται προσέφεραν λύσεις για τις ταξικά ή/και εθνοτικά Άλλες.


Στην ουσία, στην πρώτη περίοδο του εντύπου των Κυριών μπορούμε να δούμε μια πιο ωμή υπεράσπιση των συμφερόντων των Κυριών της αστικής τάξης. Όσο οι δεκαετίες προχωρούν και συγκροτείται η εργατική τάξη –και των γυναικών- η Εφημερίς προσαρμόζεται σε αυτό το είδος λόγου που ενώ υποτίθεται ότι μάχεται για τις εργάτριες, στην ουσία τις νουθετεί, τις περιορίζει και τις ελέγχει. Αυτό το είδος λόγου και δραστηριοτήτων είναι ακριβώς που θα ανθίσει και στον μεσοπόλεμο, όταν πια οι φεμινιστικές οργανώσεις θα πολλαπλασιαστούν, ακολουθώντας σε πολιτικό επίπεδο τον ενδο- αστικό διχασμό στην ελλάδα, μεταξύ βενιζελικών (Σύνδεσμος υπέρ των Δικαιώματων της Γυναίκας) και βασιλικών (Εθνικό Συμβούλιο των Ελληνίδων, Ελληνίς, Λύκειον των Ελληνίδων κ.τ.λ.).


Οι πρωταγωνίστριες των φεμινισμών του μεσοπολέμου εμπλέκονται τόσο στη δημιουργία των πρώτων γυναικείων φυλακών, τη διαχείριση των παρθεναγωγείων και των ασύλων κοριτσιών όσο και στην ίδρυση σχολών εξειδίκευσης των εργατριών, την ίδρυση των δικαστηρίων ανηλίκων κ.ο.κ. Κυρίαρχη ενασχόλησή τους και προβληματική που θίγουν είναι το ζήτημα της κατάργησης της πορνείας, την οποία έβλεπαν ως ένα σημαντικό πρόβλημα κυρίως ηθικής και δημόσιας υγιεινής, το οποίο έπρεπε να περιοριστεί ή δυνατόν να εξαφανιστεί. Ενασχόληση για την οποία βέβαια συνεργάστηκαν και με την αστυνομία, παραλείποντας ταυτόχρονα να λάβουν υπόψη τη γνώμη των γυναικών εργατριών και των εθνοτικά Άλλων γυναικών οι οποίες κατέληγαν στην πορνεία. Αν, λοιπόν, μέχρι την εποχή της Παρρέν, ο κύκλος της Εφημερίδος αποκτά για λογαριασμό των γυναικών της αστικής τάξης πρώτη φορά πρόσβαση στη δημόσια σφαίρα, στην περίοδο του μεσοπολέμου οι γυναίκες των αντίστοιχων οργανώσεων συμμετέχουν ενεργά στην ίδρυση του κοινωνικού κράτους, των δομών διαμεσολάβησης κράτους και εργατικής τάξης και μειονοτήτων, αναλαμβάνοντας σημαντικά πόστα στη διαχείριση όλου αυτού του έμψυχου δυναμικού.


Προχωρώντας η μπροσούρα στη δεκαετία του ‘40, κρίνεται αναγκαία η επιστροφή στο ζήτημα της μεθοδολογίας και της κριτικής της κυρίαρχης ιστοριογραφίας μιας και, όπως γράφει το fight back!, η δεκαετία του ‘40 έχει κατασκευαστεί στα χρόνια της μεταπολίτευσης, σε ένα πλαίσιο εθνικής συμφιλίωσης. Αυτή η δεκαετία αποτελεί, έτσι, τη ραχοκοκαλιά της σύγχρονης ιστορίας της ελλάδας. Απ’ αυτήν την ιστορική αφήγηση του ενιαίου ελληνικού λαού που πολεμάει για να προστατέψει την πατρίδα του απ’ τους γερμανούς ναζί, οι γυναίκες και πάλι βέβαια απουσίαζαν. Και όταν τελικά εμφανίστηκαν σε αυτές τις αφηγήσεις, παρουσιάστηκαν είτε ως θύματα, είτε ως χαροκαμένες μάνες, είτε ως ηρωίδες που σήκωσαν τα όπλα. Το fight back!, σε αντιδιαστολή με τα παραπάνω, τονίζει τους υλικούς δρόμους που έβγαζαν στο βουνό, δηλαδή τα προβλήματα επιβίωσης που είχαν να αντιμετωπίσουν χιλιάδες γυναίκες είτε γιατί ανήκαν σε μειονότητες (μακεδόνισσες, εβραίες), είτε γιατί αντιμετώπιζαν προβλήματα πείνας αυτές κι οι οικογένειές τους, είτε ακόμη γιατί ήθελαν με αφορμή την καταστροφική πραγματικότητα του πολέμου να ξεφύγουν από τον πατριαρχικό οικογενειακό πυρήνα, αφού οι άντρες ήταν πλέον δύσκολο να επιτελέσουν τον κυρίαρχο ρόλο τους μέσα στην οικογένεια, την εξασφάλιση φαγητού, την υλική αποκατάσταση μέσω των γάμων, την υπεράσπιση γυναικών από τους βιασμούς κ.τ.λ. Έτσι, η ιστορία των δραστήριων γυναικών του ’40, στις δομές του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ, ανασκευάζεται με μια διαφορετική εστίαση πια, στα ζητήματα της έμφυλης, της μειονοτικής και της ταξικής καταπίεσης. Σε αντίθεση, εξάλλου, με τις προηγούμενες δεκαετίες, εδώ το ενδιαφέρον είναι ακριβώς ότι οι γυναίκες βγαίνουν μαζικά από το σπίτι και εμπλέκονται σε μια σειρά πολυσχιδών δραστηριοτήτων, για πρώτη φορά και τέτοιου είδους και έντασης που θα τρομάξουν τον ίδιο τον κρατικό μηχανισμό, ο οποίος θα σπεύσει να τις τιμωρήσει για αυτή την ακραία υπέρβαση των μέχρι τότε στενά ορισμένων γυναικείων καθηκόντων τους.


Πρόκειται για μια ιστορικού χαρακτήρα δουλειά, αλλά τα συμπεράσματα όπως λέει η υπο-ομάδα που τη δούλεψε, είναι για το σήμερα. Όπως η μπροσούρα αμφισβητεί ευθέως την κυρίαρχη ανδρική (αλλά και φεμινιστική) αφήγηση για την ιστορία των γυναικών του πρώτου κύματος, έτσι και σήμερα, λέει, δεν μπορεί κάποιος να αναλύσει την πραγματικότητα της εποχής μόνο μέσω μίας κοινωνικής ταυτότητας, αφού μέσα σε αυτήν συνήθως συναρθρώνονται κι άλλοι κοινωνικοί ανταγωνισμοί, πολιτικές στάσεις, τοποθετήσεις στη συγκυρία. Στη δεκαετία του ’40 το επιχείρημα αυτό είναι προφανές. Η ιστοριογραφική απεικόνιση της ‘θηλυκής εποποιίας’ που έφτιαξαν το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και ο ΔΣΕ μένει κενή περιεχόμένου, σκέτο θέαμα με γυναίκες να κουβαλάνε όπλα στα χέρια, αν αγνοηθεί η κοινωνική- πολιτική συγκυρία: η εθνοκάθαρση των μειονοτήτων, η κατάρρευση της πατριαρχικής πυρηνικής οικογένειας, η φτώχεια κ.α. Αυτό είναι το τρίκυκλο της οργάνωσης που προωθεί το fight back! στο μεθοδολογικό του κεφάλαιο εξάλλου, με τις τρεις εξίσου σημαντικές ρόδες του: την κοινωνική ταυτότητα, την πολιτική οργάνωση και την τοποθέτηση στην πολιτική συγκυρία.


Ανεξαρτήτως της τελικής συμφωνίας πάνω στα συμπεράσματα του fight back! αυτή η δουλειά μπορεί να χρεωθεί πάντως, θεωρούμε, κάποια προτερήματα. Η δουλειά αυτή μας βοηθά να γνωρίσουμε την ιστορία των αγώνων και των αποκλεισμών που υφίσταντο τα υποκείμενα που αναγνωρίζουμε ως πολιτικούς μας προγόνους. Είναι μια κατατεθειμένη ιστορικο-θεωρητική άποψη πάνω στον τρόπο συνάρθρωσης των διαφορετικών ταυτότητων στις οποίες ανήκουμε και με βάση τις οποίες πολιτικοποιούμαστε, πάνω απ’ όλα, μια αφήγηση από αυτόνομη αντιφασιστική και ριζοσπαστική φεμινιστική σκοπιά. Θέλει την κριτική και την εξέλιξη, εκθέτοντας συχνά τα πεδία στα οποία θα μπορούσε να υπάρξει στο μέλλον συνέχεια σε όσα θίγονται εντός του εντύπου. Βάσει, μάλιστα, των πρώτων κριτικών που δέχτηκε το έντυπο και έγιναν αντικείμενο επικοινωνίας με εμάς, η ανατύπωση της έκδοσης το Νοέμβριο του 2017 στοχεύουμε να τις συμπεριλάβει. Αναδεικνύει μια ορισμένη επεξεργασία της υπάρχουσας βιβλιογραφίας, τόσο ιστορικής όσο και θεωρητικής και συνεισφέρει στη συζήτηση των βασικών πολιτικών μας εργαλείων –από την ίδια την ιστορία μέχρι το βίωμα, την αντικρατική στάση και την πολιτική της ταυτότητας. Σε μια εποχή που το κράτος έχει μάθει να μιλάει τη γλώσσα της πολιτικής της ταυτότητας, ίσως όσο ποτέ άλλοτε μάλιστα, το έντυπο βάζει το ερώτημα με τρόπο αυθάδη «ποιος φεμινισμός;» Τέλος, αποτελεί μικρό λιθαράκι σε μια συζήτηση για το κράτος που γίνεται στον χώρο της αυτονομίας και των antifa ομάδων, ξεκινώντας βέβαια από το ίδιο το antifa negative, του οποίου οι συζητήσεις και τα κείμενα για το κράτος εξελίσσονταν παράλληλα. Όλα αυτά βέβαια μπορεί τέλος- τέλος να έχουν και πολύ μικρή σημασία. Όμως είναι του καιρού μας. Και αντιστοιχούν στο τι είμαστε εμείς. Η ανάδειξη, για παράδειγμα, της αντικρατικής στάσης ως του τόπου όπου ζυμώνονται οι ριζοσπαστικές κινήσεις ενάντια στο υπάρχον έχει πίσω της τις μονότονες κινήσεις που διαγράφει ένα γνώριμο σε πολλές και πολλούς ‘εκκρεμές’: από τη μια, την από νωρίς πολιτικοποίηση μας σε έναν αντι-κρατικό χώρο που υποτιμά όσο τίποτα άλλο αφενός το ίδιο το κράτος αφετέρου τις κοινωνικές ταυτότητες που ενσωματώνει, τα φύλα και τις μειονότητες. Και, από την άλλη, μια αριστερά που θέλει πάντα να γίνει κράτος, αν δεν είναι ήδη δηλαδή.


antifa negative / fight back!

ταξική μνήμη σε ρυθμό beat-νικ (συμβολή στον κοινωνικό διάλογο για τα ταξί)

Πάντοτε πίστευα ότι έχω τις περισσότερες κακές ιστορίες με ταξί από κάθε άλλον Αντι-ναζί και αντι-ταξί μέχρι το κόκκαλο χωρίς μάλιστα το ένα να είναι άσχετο από το άλλο παρόλο που συχνά-πυκνά διάφοροι μου έλεγαν πως παντού υπάρχουν κακοί ‘επαγγελματίες’ αν και αυτοί δεν ήταν απλώς κακοί, αλλά ούτε και απλώς κακοί επαγγελματίες. Ήταν κάτι σαν ένας ξεχωριστός λαός, ή κάτι τέτοιο. Ο πρώην έλλην μετανάστης στη γερμανία και πάνω απ’ όλα πατριώτης στην Αθήνα που έλεγε για τους εβραίους πολιτικούς που τουμπανιάζουνε στους τάφους τους εκείνος ο κοκαλιάρης σαλονικιός που ‘χε θυμιατίσει το αμάξι του, και έβαζε διαπασών εκκλησιαστικό σταθμό, δημιουργώντας θρίλερ ατμόσφαιρα Ο άλλος ο τεράστιος, που από τα νεύρα του δεν μπορούσε να κάτσει στη θέση του οδηγού και ομολογούσε πως ευτυχώς που υπάρχει και η γυναίκα του για να τη βαράει και να εκτονώνεται -γιατί έχει πολλά νεύρα σήμερα- αμέτρητοι άλλοι, ρατσιστές, αντισημίτες, σεξιστές και κυρίως κάργα σεξιστές – σε κίτρινα αυτοκίνητα και τα άλλα, της Σαλονίκης, που ‘ναι σαν μπατσικά – όλοι αυτοί είχαν αφήσει μνήμες ανεξίτηλες. Σε αντίθεση με τις ευρωπαϊκές μητροπόλεις, έλεγε ο Χ., που ‘ταν κι αυτός μετανάστης και ο γιος του δούλευε σαν ταρίφας στη Φρανκφούρτη στην ελλάδα τα ταξί δεν τα οδηγούν οι ξένοι αλλά οι ρατσιστές τι διάολο – ίσως φταίει, σκεφτόμουν, η μικροαστική τάξη που δεν μπορούσε να αφήσει αυτό τον κλάδο με την προνομιακή σχέση με τον καφέ και τον λεβιέ.

Καθώς μεγάλωνα, έβρισκα κι άλλους, πάρα πολλούς φίλους, με πάρα πολλές, κακές ιστορίες με ταρίφες Όλες αυτές οι ιστορίες τον Μάϊο του 2011 απλώς διπλασιάστηκαν. οι χιλιάδες ιστορίες βρήκαν άλλες τόσες εκείνο τον μήνα του πογκρόμ. Ο πουκαμισάτος 60άρης που ’χε το θάρρος να περάσει με ταχύτητα από τη βίλα αμαλίας χαιρετώντας μας ναζιστικά – και είχε την τύχη δυστυχώς, δέκα δεύτερα αργότερα να αποφύγει μια μετωπική σύγκρουση με νταλίκα ενώ έκανε ελιγμούς στην Αχαρνών για να αποφύγει τους βάρβαρους ήχους των μαδεριών πάνω στη μερσέντες του – ο 50άρης μουστακαλής που εκείνο το μεσημέρι στην πλατεία Αμερικής μπερδεύτηκε και μας φώναξε: «μπράβο, μπράβο ρε παιδιά! Αίμα! Να βγει αίμα απ’ τους μαύρους!» – τον δύστυχο τον είχε πιάσει το φανάρι και ήταν τρίτο αμάξι στη σειρά – ή ο Πειραιώτης, τι άνθρωπος -«έχω φίλους αλλοδαπούς ρε παιδιά», κλαιγόταν αργότερα- που απειλούσε στα Άγραφα τους ξένους ταρίφες ότι θα τους φέρει τα βοθρολύμματα στην πλατεία. Παρεξηγήσεις. Πολλοί απ’ αυτούς πιστεύανε στην τηλεόραση για το ποιος κάνει κουμάντο στους δρόμους πικρή και στερνή η γνώση της πραγματικότητας, με σπασμένα τζάμια, μύτες και καθρέφτες για αυτό χαμογελάω αν δεν γελάω όταν ακούω για αγώνες και διαμαρτυρίες ταξιτζήδων. αυτές οι λέξεις δίπλα-δίπλα. Contradictio in terminis. Θα το επιτρέψουμε φυσικά στη σκέψη μας, όταν οι ξένοι οδηγοί γίνουνε πλειοψηφία.

‘και τη νύχτα έχω ένα σφυρί στην τσέπη’ δίκες-νόμοι και γυναικεία κινήματα

Στις 29 Σεπτέμβρη πραγματοποιήθηκε η δίκη της 22χρονης Π., η οποία πριν ένα χρόνο είχε σκοτώσει, βρισκόμενη σε άμυνα, τον άντρα που είχε επιτεθεί σε εκείνη και στη φίλη της. Η απόφαση του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου είναι ενδεικτική του δικαστικού συστήματος στην ελλάδα σήμερα: η αυτοάμυνα δεν αναγνωρίστηκε και τελικά καταδικάστηκε σε 15 χρόνια και 4 μήνες. Η Π. μάλιστα κατηγορήθηκε από το δικαστήριο ότι, λόγω της χαμηλής της ταξικής θέσης, δεν μπορεί να αντιληφθεί την αξία της ανθρώπινης ζωής όπως οι “μορφωμένοι” άνθρωποι. Η συγκεκριμένη δίκη δεν αποτελεί ένα μεμονωμένο περιστατικό της ελληνικής δικαιοσύνης. Λίγους μήνες πριν, τον Απρίλιο, το Μικτό Ορκωτό Κακουργιοδικείο Καβάλας αθώωσε τους δύο βιαστές μιας 21χρονής φοιτήτριας, ενώ στην Κρήτη, ένα χρόνο πριν, όταν μία γυναίκα κατήγγειλε τον ομαδικό βιασμό της από τον γκόμενό της και τους φίλους του, ο εισαγγελέας αποφάσισε να τους αφήσει ελεύθερους για να διεξαχθεί έρευνα σχετικά με το περιστατικό…

Με το που έγιναν γνωστές οι αποφάσεις απ’ την δίκη της 22χρονης και των βιαστών της Ξάνθης βγήκαν και διάφορες ανακοινώσεις στα social media που έβγαζαν τα εξής φοβερά -not- συμπέρασμα: “Η ελληνική δικαιοσύνη δεν καταδικάζει τους βιαστές!” και “Το ελληνικό δικαστήριο δεν υπερασπίζεται την γυναικεία αυτοάμυνα”. Τέτοιες δίκες βέβαια γίνονται χρόνια τώρα (όποτε γίνονται) και δεν περιμέναμε ποτέ απ’ το κράτος και τα δικαστήριά του να δείξουν κάποια φεμινιστικά αντανακλαστικά. Ούτε φυσικά περιμέναμε ότι θα άλλαζε κάτι με την κυβέρνηση Σύριζα -ή μήπως κάποιοι/ες περίμεναν; Όπως και να το κάνουμε φαίνεται λίγο περίεργο η ίδια κυβέρνηση απ’ τη μία να νομιμοποιεί τους ομόφυλος γάμους κι απ’ την άλλη να αθωώνει βιαστές.

Κοιτάζοντας πίσω, στην ιστορία των νόμων περί βιασμών, διαπιστώνει κανείς/καμία ότι οι πρώτες αλλαγές αρχίζουν να γίνονται την δεκαετία του ‘80. Για παράδειγμα, μέχρι τότε υπήρχε διάκριση μεταξύ “φύσει” (κολπικού) και “παραφύσει” (πρωκτικού βιασμού)• ο δεύτερος θεωρούνταν πλημμέλημα, με αποτέλεσμα οι θύτες, γνωρίζοντας πως θα καταδικάζονταν για λίγους μήνες, να απειλούν τα θύματά τους για να μην τους καταγγείλουν. Επίσης, μέχρι το 1983 ο βιασμός διωκόταν “επί εγκλήσει”, δηλαδή μόνο μετά από καταγγελία του θύματος και με δυνατότητα να αποσυρθεί αυτή και να σταματήσει η δίωξη εκ των υστέρων. Οι αλλαγές που έγιναν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ‘80 στο νομικό κομμάτι δεν οφείλονται φυσικά στις “φεμινιστικές ευαισθησίες” του κράτους, αλλά στο γεγονός ότι πολλές γυναίκες, ήδη απ’ την δεκαετία του ‘70, άρχισαν να μιλάνε για τις εαυτές τους, να δημιουργούν και να οργανώνονται σε φεμινιστικές ομάδες και κινήσεις. Δεν μιλάμε φυσικά για κυβερνητικές και κομματικές οργανώσεις όπως η ΕΓΕ [1] και η ΟΓΕ [2], οι οποίες ασχολούνταν κυρίως με το νομικό πλαίσιο και αναπαρήγαγαν όχι μόνο τον κυρίαρχο λόγο σχετικά με την κοινωνική θέση της γυναίκας (γυναίκα-σύζυγος-μητέρα), αλλά τις περισσότερες φορές μάλιστα τα συμφέροντα, ο λόγος τους και οι δράσεις τους στρέφονταν ενάντια άλλων γυναικών. [3]

Αυτές που μας ενδιαφέρουν και που αναγνωρίζουμε ως πολιτικές μας προγόνους είναι οι γυναίκες που δραστηριοποιήθηκαν στις αυτόνομες γυναικείες ομάδες και κινήσεις, οι οποίες, αναγνωρίζοντας ότι δεν αρκεί η αλλαγή ενός νόμου για να αλλάξει η βία που δέχονταν καθημερινά, ασχολήθηκαν περισσότερο με την αλλαγή των συνειδήσεων. Έχοντας οι περισσότερες καταβολές απ’ τον αριστερό-ακροαριστερό χώρο, συνειδητοποίησαν ότι δεν είχαν τη δυνατότητα να μιλήσουν για τα δικά τους ζητήματα στους δικούς τους πολιτικούς χώρους κι αποφάσισαν να αυτονομηθούν και να δημιουργήσουν τις δικές τους ομάδες μακριά από κόμματα και ηγεσίες.

Ένα απ’ τα βασικότερα ζητήματα που έθεταν ήταν αυτό της βίας και
των βιασμών. Έθεσαν κοινωνικά τον βιασμό σαν ένα πολιτικό ζήτημα
και μίλησαν για τους βιαστές όχι σαν “ψυχοπαθείς”, “στερημένους” ή
“δράκους”, αλλά σαν άντρες καθημερινούς, οικογενειάρχες και μη (τότε
βγήκε και το σύνθημα “Οι βιαστές δεν είναι ράτσα ειδική, είναι οι άντρες
οι καθημερινοί”). Μέσα απ’ τις προκηρύξεις τους μιλούσαν για τον
ρόλο της οικογένειας, του σχολείου, αλλά και του Τύπου στην διάδοση
της κουλτούρας του βιασμού. Έθεσαν το ζήτημα της καταγγελίας και
του στιγματισμού του θύτη και την απενοχοποίηση του θύματος, ενώ
μίλησαν για πρώτη φορά για τους επιπλέον βιασμούς που καλούταννα υποστεί το θύμα μέσω των καταθέσεων στους μπάτσους, των ιατροδικαστικών εξετάσεων, των δικών και των δημοσιεύσεων του Τύπου. Προσπάθησαν κυρίως να διευρύνουν τον στενό ορισμό του “βιασμού” και της “βίας”, αφού γι’ αυτές “το κοινωνικό πρόβλημα της έμφυλης βίας δεν περιορίζόταν στην κακοποίηση και τους βιασμούς, αλλά επεκτεινόταν σ’ όλους τους τομείς της ζωής.

Οι αυτόνομες ομάδες και κινήσεις γυναικών είχαν έντονη δράση τόσο στην Αθήνα, όσο στη Θεσσαλονίκη και άλλες πόλεις. Στην Αθήνα το Σπίτι Γυναικών είχε βάλει σαν κεντρικό του ζήτημα αυτό της βίας και των βιασμών και διοργανώνε πορείες, βραδινές και μη, μαζί με άλλες ομάδες όπως η Αυτόνομη Κίνηση Γυναικών, η Ομάδα Γυναικών Φιλοσοφικής και η Ομάδα Γυναικών Κυψέλης. Οι πορείες αυτές απευθύνονταν κυρίως στις γυναίκες για τη συνειδητοποίησή τους με συνθήματα όπως “Γυναίκες καταγγείλτε τον βιαστή”, “Κάθε γυναίκα μπορεί να βιαστεί, όλες μαζί να σπάσει η σιωπή” και γίνονταν σε περιοχές όπου είχε καταγγελθεί πρόσφατα κάποιος βιασμός, όπως πχ συνέβη με την βραδινή πορεία στου Φιλοπάππου το 1981. Ταυτόχρονα ασχολούνταν και με την στοχοποίηση και διαπόμπευση του θύτη με αφίσες, αλλά και με τη συμπαράσταση σε γυναίκες που κατήγγειλαν τον βιασμό τους, με την έντονη παρουσία τους στις δικαστικές αίθουσες. Ένα ακόμη ζήτημα που είχαν θέσει ήταν αυτό της επιλογής της αυτοδικίας, όπως φάνηκε και με την περίπτωση του Βαρδαβά. [4]

Παρόλο που δεν ασχολούνταν με τα νομικά, είχαν πραγματοποιήσει μία πορεία το ‘83 με πρωτοβουλία της Ομάδας Γυναικών Φιλοσοφικής, σχετικά με το ζήτημα του “παραφύσει” βιασμού που θεωρούταν πλημμέλημα, με αποτέλεσμα πολλοί θύτες που το γνώριζαν να απειλούν τα θύματά τους για να μην τα καταγγείλουν. [5]

Η παρουσία του αυτόνομου γυναικείου κινήματος στις δεκαετίες του 1970-1980 είναι ανεξίτηλη• η αυτονομία τους τόσο σε οργανωτικό, όσο και σε θεωρητικό επίπεδο,η κριτική τους στο κράτος και τους νόμους του, η δυναμική παρουσία τους στο δρόμο και στο λόγο, η παρουσία τους στα δικαστήρια στο πλάι γυναικών που κατήγγειλαν τον βιαστή τους (που πολλές φορές ήταν αποτρεπτική για την αθώωση του βιαστή), έβαλαν τα θεμέλια για να αρχίσει να αναπτύσσεται η φεμινιστική σκέψη και θεωρία στον ελλαδικό χώρο (με τα όποια προβλήματά της). Δυστυχώς, η ενσωμάτωση και η μερική ικανοποίηση των αιτημάτων τους απ’ το κράτος οδήγησε στην αποδυνάμωση του γυναικείου κινήματος. Πολλές απ’ τις γυναίκες που συμμετείχαν σ’ αυτό ενσωματώθηκαν σε κόμματα ή στράφηκαν στην ακαδημαϊκή έρευνα και το κενό που άφησαν σε κινηματικό επίπεδο είναι ορατό μέχρι σήμερα.

Παρόλο που η ανάγκη για να καλυφθεί αυτό το κενό και να δημιουργηθεί ένα νέο αυτόνομο φεμινιστικό κίνημα είναι μεγάλη (όπως έδειξε άλλωστε και η έκβαση των δύο δικών που έγιναν μες στο 2017), η κατάσταση του φεμινιστικού χώρου πλέον παρουσιάζει πολλές διαφορές (δυστυχώς περισσότερο αρνητικές) απ’ αυτήν των αυτόνομων ομάδων του ‘80. Η ενσωμάτωση των φεμινιστικών λόγων από το κράτος και το πανεπιστήμιο προκάλεσε μεγάλη αμηχανία, με αποτέλεσμα η αδυναμία συλλογικής πολιτικής οργάνωσης και η στροφή στον ατομισμό και τον ακαδημαϊσμό να αποτελούν πλέον μία θλιβερή πραγματικότητα. Οι πιο συχνές μορφές οργάνωσης φαίνεται να είναι βραχύχρονες μονοθεματικές πρωτοβουλίες, με μίνιμουμ πολιτικών συμφωνιών και χαλαρές διαδικασίες, οι οποίες είτε διαλύονται μετά από κάποια δράση, είτε δεν προλαβαίνουν καν να διεκδικήσουν τη θέση τους στο δημόσιο χώρο και λόγο.

 

Ένα παρεπόμενο ακόμη ζήτημα είναι και τα πολιτικά εργαλεία που χρησιμοποιούνται πλέον. Η επικράτηση των εννοιών του βιώματος και της κοινωνικής ταυτότητας ως καθολικών εννοιών που πιστοποιούν τη διαφορά, χωρίς να ερευνάται το πως κατασκευάζεται αυτή η διαφορά αλλά και το πως περνά το βίωμα στο στάδιο του ρητού (ότι δηλαδή η βιωμένη εμπειρία έχει πολλαπλούς τρόπους να λογοθετείται με βάση
“ιδεολογικές αλήθειες”) έχουν ως συνέπεια να μην έχει σημασία τι λέει πολιτικά κάποιος/α, αλλά αποκλειστικά και μόνο από ποια θέση μιλάει.Έτσι λειαίνονται οι κριτικές αιχμές, η ενασχόληση με μεγαλύτερες σχέσεις εξουσίας δίνει τη θέση της στην εστίαση σε μικροζητήματα και οι πολιτικές θέσεις στην κρίση βάσει εντυπώσεων, με αποτέλεσμα το κίνημα να είναι αρκετές φορές εσωστρεφές (π.χ. γύρω από το ζήτημα της ασφαλούς ύπαρξης και συνύπαρξης), πολυδιασπασμένο και χωρίς συμμαχίες.

Τέλος, αντί να βλέπουμε να σχηματίζεται μία δριμύτερη φεμινιστική κριτική για το κράτος, βλέπουμε να προωθούνται φιλελεύθερες ατζέντες αιτημάτων και να πανηγυρίζεται μια “νίκη” όποτε κάποιο απ’ αυτά ικανοποιείται. Οι κρατικές πολιτικές πολλές φορές δεν θεωρείται ότι έχουν κάποια συνέχεια, αλλά ότι αλλάζουν με την εκάστοτε κυβέρνηση. Έτσι, δεν έλειψαν οι εορτασμοί για την εκλογή ΣΥΡΙΖΑ από διάφορα κομμάτια της πολιτικής σκηνής που μιλάνε για τις μειονοτικές ταυτότητες (έμφυλες/εθνοτικές). [6] Αυτό που χρειαζόμαστε λοιπόν, είναι μία φεμινιστική πολιτικοποίηση σε επίπεδο ομάδων, με σταθερή παρουσία στο δημόσιο λόγο και χώρο, αυτόνομων, μακριά από κομματικές γραμμές και κρατικές υποσχέσεις, που να κοιτάνε στο παρελθόν και να αναγνωρίζουν σαν πολιτικές προγόνους τις αυτόνομες ομάδες των 70’s και 80’s.

Φυσικά, οι καιροί είναι περίεργοι. Όσο πολύ και αν έλκουν καταστάσεις θολής πολιτικοποίησης, άλλο τόσο σύντομα οδηγούν τέτοιες προσπάθειες στην κατάρρευση, καθώς καμία λύση δεν προσφέρουν στην προσωπική ζωή βέβαια ούτε τα φιλελεύθερα σχήματα ούτε οι ατομικιστικοί δρόμοι. Αυτή είναι η συνθήκη που κάνει πια τις λίγες αυτόνομες γυναικείες ομάδες που υπάρχουν να κερδίζουν όλο και περισσότερο χώρο, να δημιουργούν σχέσεις και συμμαχίες, να αναπτύσσουν τις δικές τους διαδικασίες, να καταφέρνουν τις δικές τους πολιτικές ζυμώσεις. Με δύο ήδη φεμινιστικές πορείες μέσα στην τελευταία χρονιά, ίσως μπορούμε πλέον να ελπίζουμε ότι ένα δυναμικό φεμινιστικό κίνημα αρχίζει να αναπτύσσεται.

RDan

 

Απόσπασμα από την συνέντευξη με την Άννα Μιχοπούλου και τη Μαρίνα Δημητρά: Ο βιασμός, ο νόμος και η αυτοδικία (Για τις αυτόνομες φεμινίστριες του ‘80). terminal 119, 3ο τ, 2008.

Άννα: Δεύτερο (από αυτά που κάναμε) ήταν η συμπαράσταση σε γυναίκες που κατήγγειλαν τον βιασμό τους. Πηγαίναμε στα δικαστήρια για να τους συμπαρασταθούμε κτλ. Γιατί, πέρα απ’το ζήτημα του νόμου, ήταν και το ζήτημα της διαδικασίας, του πώς εφαρμόζεται αυτός ο νόμος. Εγώ θυμάμαι μια τέτοια αρκετά μαζική κινητοποίηση για μια κοπέλα-δεν θα πω λεπτομέρειες- που αυτός που είχε κάνει το βιασμό ήταν τεχνικός του κινηματογράφου και επειδή η κοπέλα είχε μια εντελώς ερασιτεχνική συμμετοχή σε μια ταινία, είχαν προσπαθήσει στο δικαστήριο να πουν ότι είχε πάρει μέρος σε ταινία πορνό, κάτι που δεν ευσταθούσε καθόλου. Και είχε έρθει σαν μάρτυρας υπεράσπισης κι ένας σκηνοθέτης.

Μαρίνα: Είχαμε κολλήσει επίσης αρκετές αφισούλες στην περιοχή που ήταν το στούντιο κι εργαζόταν αυτός…

Άννα: Είχαμε πάει, θυμάμαι, εν σωμάτι στη δίκη, στη Λιβαδειά ήταν νομίζω, είχα πάρει και την Ελένη την Παμπούκη μαζί μου, που είχε το βιβλιοπωλείο “Σελάνα” και έβγαζε την ατζέντα των Γυναικών, ήταν δηλαδή γυναίκες όλων των ηλικιών, όσες μπορούσαμε να πάμε πήγαμε, ήμασταν πολλές… Κι εκεί όντως φάνηκε ότι είχε σημασία η παρουσία μας στο δικαστήριο… και οι δικάζοντες, τελικά, δεν είχαν διάθεση να την ταλαιπωρήσουν την κοπέλα στην κατάθεση, κι αυτός καταδικάστηκε.

 

 

 

[1] Ένωση Γυναικών Ελλάδας, συνδεόμενη με το ΠΑΣΟΚ.

[2] Ομοσπονδία Γυναικών Ελλάδας, συνδεόμενη με το ΚΚΕ.

[3] Στις 25 Ιανουαρίου 1985 καλείται πορεία στα Προπύλαια από την Αυτόνομη Κίνηση Γυναικών με αφορμή το γεγονός ότι ένας εισαγγελέας κάλεσε σε ανάκριση 7 γυναίκες που είχαν δηλώσει ότι είχαν κάνει έκτρωση. Η ΕΓΕ, με πρόεδρο τη Μαργαρίτα Παπανδρέου, κατέβηκε στον δρόμο με σκοπό να εμποδίσει την διεξαγωγή της πορείας. Για περισσότερα, βλ. περιοδικό Δίνη, 1ο τεύχος, 12/1986.

[4] “Στις 14 Ιανουαρίου 1986 οι ‘Γυναίκες που αρνούνται να γίνουν θύματα βιασμού’ έδειραν και έδεσαν τον κατηγορούμενο για βιασμό Γιώργο Βαρδαβά. Στις 21/01/1986 με προκήρυξή τους στην Ελευθεροτυπία δηλώνουν ότι η ενέργειά τους είχε ‘χαρακτήρα συμβολικό’. Κύριος στόχος ήταν ο εξευτελισμός και η διαπόμπευση του βιαστή και όχι η προσωπική εκδίκηση. Με κείμενά τους στην Ελευθεροτυπία το Σπίτι Γυναικών, οι Ομάδες Γυναικών Κουκακίου, Γκύζη, Κυψέλης, Αγίας Παρασκευής, η Ομάδα Καθηγητριών, η Ομάδα Εγκυμοσύνης και Μητρότητας, η Αυτόνομη Ομάδα Ομοφυλόφιλων Γυναικών και το Τμήμα Κουκακίου της Κίνησης Δημοκρατικών Γυναικών, επιδοκιμάζουν την πράξη αυτοδικίας υποστηρίζοντας ότι αποτελεί και πρέπει να αποτελεί πολιτική πρακτική του γυναικείου κινήματος.” Περιοδικό Δίνη, 2ο τεύχος, 10/1987.

[5] Για περισσότερα σχετικά με τους βιασμούς και το γυναικείο κίνημα βλ. περιοδικό Δίνη, 2ο τεύχος, 10/1987

 

 

Καταλήψεις, Εξάρχεια, Μετανάστες (είπαμε τελικά να γράψουμε κάτι και εμείς)

εκκένωση κατάληψης στέγης μεταναστών με δεξιά, 2020

1. Όταν λέμε «καταστολή στα Εξάρχεια» εννοούμε «μεταναστευτική διαχείριση»; (πώς να γλιτώσουμε από τον ΣΥΡΙΖΑ εντός και εκτός της Κουμουνδούρου)

Από τις 7 Ιουλίου 2019 που βγήκε η κυβέρνηση της Ν.Δ. έγιναν κάποια πράγματα που ήταν αναμενόμενα. Η Ν.Δ. που στήριξε την προεκλογική της ατζέντα σε θέματα εσωτερικής ασφάλειας από τη δράση «ανεξέλεγκτων αναρχικών» και «μεταναστών που δεν χωράνε άλλους», υπερ-προβάλλοντας τα Εξάρχεια ως πηγή του προβλήματος «ανομίας» και καταφέρνοντας μέχρι και τους γονείς μας στην Καλαμπάκα να παπαγαλίζουν πόσο μεγάλο πρόβλημα είναι οι μετανάστες και οι μπαχαλάκηδες για τη χώρα, έπρεπε να δείξει κάποιο είδος δράσης (με έμφαση στο δείξει). Οι καταλήψεις άρχισαν να κινούνται αμυντικά, περιμένοντας κάποια καλοκαιρινή κρατική εκστρατεία εκκενώσεων, ο ΣΥΡΙΖΑ των κοινωνικών μέσων δικτύωσης θυμήθηκε πως είναι και αριστερός, οι δεξιοί να διαπρέπουν σε λεονταρισμούς αλλά στην ουσία να δείχνουν πως δεν θα κινηθούν και πολύ διαφορετικά από τους αριστερο-ακροδεξιούς προκατόχους τους. Όπως ίσως το ‘χετε καταλάβει, δεν είμαστε οπαδοί του πανικού και της μανούβρας 180 μοιρών με το που αλλάζει η κυβέρνηση, όσο και να το θέλουν αυτό οι Μπογδάνοι αλλά και πιο κοντινοί μας, στα Εξάρχεια ας πούμε, άνθρωποι. Έτσι, σκεφτήκαμε ότι μολονότι το θέμα μας έκαιγε και συλλογικά, δεν έπρεπε να μας παρασύρει ο ορυμαγδός συναισθημάτων που κατέκλυσε το διαμορφούμενο αντιδεξιό μέτωπο. Όπως και στα της συμφωνίας περί του ονόματος της Μακεδονίας, που θα ακύρωνε και καλά τη συμφωνία των Πρεσπών, έτσι και στο ζήτημα ‘Εξάρχεια-ανομία’ η Ν.Δ. πολλά είπε ότι θα κάνει, αλλά λιγότερα έκανε. [1]

εκκένωση πολιτικής κατάληψης με αριστερά, 2018

Καταρχάς η προηγούμενη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είχε αδειάσει όχι και λίγες καταλήψεις, πολιτικές και στέγης, γύρω από το Λόφο του Στρέφη στα Εξάρχεια, τουλάχιστον πέντε δηλαδή από αυτές που θυμόμαστε εμείς (συμπεριλαμβα- νόμενων των Gare, δύο φορές, και Cyclopi). Εξάλλου, «τα χαρτιά» της εκκένωσης της κατάληψης Βανκούβερ και της αξιοποίησής της από νέο ιδιοκτησιακό καθεστώς είχαν επίσης ετοιμαστεί από την περίοδο ΣΥΡΙΖΑ, όπως φάνηκε από τις μετέπειτα ανακοινώσεις της πρώην συνέλευσης της κατάληψης. Το 2016, επίσης, επί ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, είχαν εκκενωθεί και τρεις καταλήψεις στη Θεσσαλονίκη, το «Ορφανοτροφείο», η κατάληψη στέγης της Λεωφόρου Νίκης, καταλήψεις στις οποίες μέλη του περιοδικού 0151 είχαν βοηθήσει να ανοίξουν, καθώς και άλλη μία στην Καρόλου Ντιλ, στο κέντρο, μία κατάληψη στη Λάρισα, μία στη Σύρο, μία στα Γιάννινα, μία στη Νέα Φιλαδέλφεια, η της Αλκιβιάδου, η Ζαΐμη και η Ματρόζου στο κέντρο και στο Κουκάκι, η Βίλα Ζωγράφου και, βέβαια, η κατάληψη Τερμίτα στο Βόλο στην οποία επίσης συμμετείχαν μέλη του περιοδικού μας. Η Τερμίτα και ο Κένταυρος στη Νέα Φιλαδέλφεια γκρεμίστηκαν κιόλας μάλιστα, ενώ πολλά κτίρια σφραγίστηκαν με τούβλα. Ακόμη, εκκενώθηκαν και τρεις καταλήψεις στέγης μεταναστών, δύο στη Θεσσαλονίκη (η μία στην Άνω Πόλη) και μία στην Αραχώβης στα Εξάρχεια. Αν μετράμε σωστά με βάση τα παραπάνω, δεκαεννιά (19) εκκενώσεις έλαβαν χώρα την περίοδο του ΣΥΡΙΖΑ και τρεις φορές έγινε ανακατάληψη. Στις δύο από τις τρεις ανακαταλήψεις, η κυβέρνηση της Ν.Δ. (Ματρόζου και Gare) πήρε τελικά οριστικά τα κτίρια πίσω.

Πέραν των παραπάνω δύο αυτών εκκενώσεων, επί Ν.Δ. εκκενώθηκαν οκτώ καταλήψεις στέγης μεταναστών στα Εξάρχεια (συλλαμβάνοντας 143 μετανάστες στις 27.08 από τη Σπ. Τρικούπη, άλλοι 269 στις 19.09, άλλοι 143 στις 23.09, άλλοι 33 συνελήφθησαν στις 16.10, άλλοι 138 στις 12.11) και πέντε καταλήψεις αναρχικών, δύο στο Κουκάκι, δύο στα Εξάρχεια και η Κουβέλου στο Μαρούσι. Από αυτές τις 15 εκκενώσεις, οι επτά των αναρχικών έχουν συλλήψεις αλλά τον σημαντικό αριθμό συλλήψεων τον έχουν αυτές οι οκτώ των μεταναστών –συγκεκριμένα 726 προσαγωγές, πολλές εκ των οποίων μετατράπηκαν σε συλλήψεις, άλλες σε απελάσεις και ο κυρίως όγκος σε παραπομπές σε «δομές φιλοξενίας». Η περιβόητη κατάληψη του City Plaza επίσης που φιλοξενούσε 150 μετανάστες, εκκενώθηκε από τους ίδιους τους καταληψίες, υπό τον φόβο αστυνομικής επέμβασης. Για το City Plaza όπως και για τις άλλες καταλήψεις μεταναστών που εκκενώθηκαν, δεν έλαβε χώρα κάποια μάχη και ούτε κάποια πολυπληθής διαδήλωση διαμαρτυρίας. Σχεδόν με στωικότητα, οι μέχρι πρότινος υπερασπιστές και διαχειριστές των καταλήψεων, δέχθηκαν το τέλος των καταλήψεων ως την αναμενόμενη εξέλιξη της αλλαγής κυβέρνησης και, άρα, του κεντρικού διαχειριστή του μεταναστευτικού πληθυσμού. Η πολυαναμενόμενη αλλαγή διαχείρισης των μεταναστών, βέβαια, δεν είχε να κάνει με συλλήβδην απελάσεις και φυλακίσεις, αλλά με την αλλαγή χεριών και ευθυνών στο επίπεδο αυτών που «φρόντιζαν» τους μετανάστες, από το πεδίο της «αυτοδιαχείρισης των Εξαρχείων» σε αυτό «της αυτοδιοίκησης των κατά τόπους περιφερειών της χώρας». Οι «καταλήψεις στέγης», εξάλλου, ήταν μια λύση την οποία το αριστερό κράτος πριμοδότησε όταν την περίοδο 2015-2016 προώθησε την «πολιτική της κουβέρτας» ως πολιτική με την οποία ενσωμάτωσε στην κοινωνική-πολιτική του βάση ένα τεράστιο ποσοστό του αντιεξουσιαστικού-αριστερού χώρου με τα κατάλληλα πτυχία, βάζοντάς τους σε δουλειές στις Μ.Κ.Ο. ή παραινώντας «το κίνημα» να δώσει ένα χεράκι. Φυσικά, οι Μ.Κ.Ο. δεν έχασαν το ρόλο τους, λειτουργούν ακόμα ως πυλώνες ή και εφεδρείες στη διαχείριση των μεταναστών και από το δεξιό κράτος. Μάλιστα, πολλοί «σύντροφοι» αποκτούν εμπειρίες και αποδεικνύονται χρήσιμοι με τέτοιο τρόπο που ούτε η δεξιά θα επιθυμούσε να τους διώξει από τα πόστα τους στις Μ.Κ.Ο., στον Διεθνή Οργανισμό Μετανάστευσης, στην Ύπατη Αρμοστεία του Ο.Η.Ε., στο Δανέζικο Συμβούλιο, τη Διεθνή Αμνηστία και αλλού. Και, επίσης, η δεξιά αντί να διώξει, να επαναπροωθήσει και να τσαμπουκαλευτεί ενάντια στην Τουρκία για να έχει λιγότερους μετανάστες η χώρα, αυτό που φυσικά έκανε ήταν να αποδεχτεί ακόμα περισσότερους μετανάστες από ότι η αριστερά, διευρύνοντας τη γεωγραφία των δομών φιλοξενίας, κλειστών, ημίκλειστων, ελεγχόμενων κ.τ.λ., καθώς «το μεταναστευτικό» έχει εξελιχθεί τα τελευταία πέντε χρόνια σε μέγιστο παράγοντα πλουτισμού της ελληνικής κοινωνίας και του κράτους της [2] –τη μόνη «ανάσα», δίπλα στον τουρισμό.

Δεδομένων των παραπάνω, η περιβόητη «καταστολή της ανομίας των Εξαρχείων» αποκτά ένα χαρακτήρα όχι και τόσο κρυφό που έχει να κάνει με τη διαχείριση του μεταναστευτικού πληθυσμού: συλλήψεις και απελάσεις, μέσα από σύντομο πέρασμα από ένα κλειστό κέντρο κράτησης, τύπου-φυλακή, ή επανατοποθέτησή τους σε «δομές φιλοξενίας», δηλαδή κέντρα κράτησης από τα οποία θα μπορούν να βγαίνουν για να δουλέψουν ή να ψωνίσουν και θα ξαναμπαίνουν μέσα το βράδυ, εφόσον υπάρχει συγκεκριμένο ωράριο επιστροφής στις δομές, τύπου-κατ’ οίκον περιορισμό. Η περιβόητη «καταστολή της ανομίας των Εξαρχείων» έχει εξάλλου και έναν χαρακτήρα περισσότερο κρυφό για τους ντόπιους. Οι μετανάστες, σχεδόν από πάντα, αλλά ειδικά την τελευταία πενταετία, άλλες φορές με τη βοήθεια πολιτικοποιημένων ντόπιων αλλά τις περισσότερες φορές μόνοι τους, καταλαμβάνουν εγκαταλελειμμένα ακίνητα στην πόλη, συνήθως γιαπιά, για να στεγάζονται κάπου πρόχειρα. Μεγάλο μέρος της κατασταλτικής πολιτικής της αστυνομίας, έπειτα από καταγγελίες γειτόνων συνήθως αλλά και ιδιοκτητών, αφορά σε αυτές τις καταλήψεις τις οποίες εμείς συνήθως δεν μαθαίνουμε ποτέ και η πλειοψηφία τους δεν βρίσκεται στα «στενά» Εξάρχεια. Είτε λόγω άγνοιας λοιπόν είτε λόγω ανυπαρξίας ενδιαφέροντος, είναι προφανές ότι οι εκστρατείες αλληλεγγύης στις καταλήψεις δεν αφορούν σε αυτού του είδους τις καταλήψεις, οι οποίες είναι και οι μόνες συνήθως που αντιμετωπίζουν μια ανάγκη στέγασης, πολύ πρακτική, για το κομμάτι αυτό της εργατικής τάξης που ωθείται στην παρανομία ή του έχουν φυλάξει γενικά μια μόνιμη θέση στον κοινωνικό πάτο. Για αυτό το κομμάτι των καταληψιών εξάλλου, οι καταλήψεις είναι τα ντουβάρια, τέσσερις τοίχοι, ή κάποιες λαμαρίνες και μια υποτυπώδης στέγη! Μόλις στα μέσα Φεβρουαρίου που γράφεται αυτό το κείμενο, η ΕΛ.ΑΣ. ανακοίνωσε ότι προέβη μέσα στον Φεβρουάριο σε τρεις τέτοιου τύπου «αθόρυβες» εκκενώσεις, οι οποίες ούτε απασχόλησαν τα ΜΜΕ ούτε και τον αντιεξουσιαστικό χώρο. Με αυτή την έννοια, εκκενώσεις καταλήψεων μεταναστών παίζουν στην Ελλάδα από πάντα και δεν είναι «φαινόμενο» του τελευταίου εξαμήνου, ούτε καν των τελευταίων πέντε-δέκα χρόνων. [3] Ο λόγος αυτών των ανθρώπων του ταξικού πάτου που προβαίνουν στην πλειοψηφία των καταλήψεων στέγης στην ελλάδα, είναι προφανές ότι δεν εκφράζεται μέσα από τα πολιτικά προτάγματα που βγαίνουν από τις αφίσες «αλληλεγγύης στις καταλήψεις» και οι οποίες μάλιστα συχνά υποδηλώνουν και κάποιες «σχέσεις» με τους μετανάστες –εκπροσωπώντας, υποτίθεται, το υποκείμενο-μετανάστης.

Το πρώτο συμπέρασμά μας είναι λοιπόν εδώ ότι αυτό που φαίνεται ως καινούριο (καταστολή καταλήψεων Εξαρχείων κ.τ.λ.) είναι ένας καμουφλαρισμένος τρόπος να συνεχιστεί από τη δεξιά η διαχείριση του μεταναστευτικού πληθυσμού με τα ίδια μέσα (εκκένωση καταλήψεων μεταναστών εκτός Εξαρχείων) ή και με άλλα μέσα (εκκένωση καταλήψεων μεταναστών εντός Εξαρχείων και «γέμισμα» δομών φιλοξενίας σε συνεννόηση με Δήμους, ξενοδόχους και ΜΚΟ).

αφίσα αλληλεγγύης στην Τερμίτα στο Βόλο

2. Όταν λένε «έχει ξεφύγει η φάση», τι διάολο εννοούν; (πώς να γλιτώσουμε από το να βλέπουμε το κράτος σαν «Κούλη»)

Υπάρχει και μια ακόμα πλευρά του πράγματος στην οποία αισθανόμαστε ότι δεν έχει δοθεί έμφαση. Είναι πιθανόν για αυτό να φταίει και το ότι η αριστερίλα έχει εποικίσει τις περισσότερες εκδοχές της αντιεξουσίας και σε επίπεδο λόγου: το κράτος έχει γίνει «ο Κούλης», με τα συναφή ανέκδοτα περί γκαντεμιάς και βλακείας να δίνουν και να παίρνουν, ενώ παράλληλα η όλη πολιτική γραμμή περί «μνημειώδους και πρωτοφανούς καταστολής» που βγαίνει από την οδό Κουμουνδούρου, υιοθετείται έπειτα με ελάχιστες διαφοροποιήσεις από όλο το αριστερό φάσμα. Έτσι αυτό που «ξεχνιέται» είναι ότι ακόμα και η πολιτική γύρω από τα Εξάρχεια ανάμεσα στην αριστερά και τη δεξιά, δεν είναι και τόσο διαφορετική. Τα Εξάρχεια ήταν επί ΣΥΡΙΖΑ και παραμένουν επί Ν.Δ.: α) διασκεδαστήριο, β) crime/drug-free zone και γ) αναρχική πρωτεύουσα και βαλβίδα αποσυμπίεσης των ανήσυχων πιτσιρικάδων της εγγύς Αττικής. Τόσο επί αριστεράς όσο και επί δεξιάς του κράτους, δεν έλειψαν οι έλεγχοι σε σπίτια των Εξαρχείων για ναρκωτικά, ούτε και οι καταδρομικές στο Πεδίο του Άρεως και στο Στρέφη. Μάλιστα, συχνά, όπως το έλεγε και η ΕΛ.ΑΣ., κάποιες από τις κρατικές δράσεις ακολουθούσαν τις επιθυμίες των κατοίκων των Εξαρχείων. Μιλάμε και εδώ, όπως και για την περίπτωση των μεταναστών, για ένα είδος διαχείρισης που γίνεται προσπάθεια να επιτευχθεί σε σχέση με τα Εξάρχεια και τον χαρακτήρα τους, επιβάλλοντας μια ισορροπία ανάμεσα στη συνύπαρξη ναρκωτικών, εναλλακτικής διασκέδασης, τουριστών και ανήσυχων νεολαίων. Μπορεί αυτό να ακούγεται λίγο κριντζ άμα το λέει ο Μπακογιάννης σαν «η περιοχή θα ομορφύνει» ή κάποια ΣΥΡΙΖαία που θυμήθηκε τη «Μονμάρτρη», αλλά το νόημα είναι ακριβώς αυτό: η ομορφιά συνίσταται στην ισορροπία συνύπαρξης όλων των παραπάνω αναγκών, να πουλιέται κάπου σχετικά ελεύθερα το χόρτο και ίσως και κάτι άλλο, να κατεβαίνουν κάπου για μπύρες το βράδυ οι πιτσιρικάδες που σκέφτονται αλλιώς, να κάνουν το κομμάτι τους οι μαγαζάτορες και οι πολιτικές τους πλάτες, να σκάνε οι τουρίστες για βόλτα το πρωί την ώρα που «η αναρχία κοιμάται» και να νιώθουν σούπερ κουλ.

Με την έννοια ότι τίποτα από όλα αυτά δεν έχει διαταραχθεί, το δεύτερο συμπέρασμά μας είναι η «συνέχεια του κράτους» και όχι η «έλευση του Αρμαγεδδώνα». Πιστεύουμε, άρα, ότι το punchline «η φάση έχει ξεφύγει» που πάει από στόμα σε στόμα τους τελευταίους μήνες, τη στιγμή που τίποτα απολύτως δεν φαίνεται να έχει ξεφύγει, δεν εξυπηρετεί παρά μια ΣΥΡΙΖΑ ρητορική που κάνει πως κάνει αντιπολίτευση, λες και πριν τις εκλογές της 7ης Ιουλίου του 2019 ζούσαμε όλες και όλοι σε μια ατμόσφαιρα ελευθερίας και διαφωτισμού, μη-σεξιστών μπάτσων και καλοκάγαθου κράτους. Έχουμε μια γνώμη (όχι που δεν θα είχαμε) για το γιατί βέβαια συμβαίνει αυτό το κακό και πονάνε τα μυαλά μας. Τις καταλήψεις μπορεί ένας χώρος πολιτικός να τις αξιοποιήσει με τρόπους και τρόπους. Η αλήθεια είναι ότι η πλειοψηφία του κόσμου που καταλαμβάνει ένα κτίριο, συνήθως δεν το αξιοποιεί για να κάνει αποδελτιώσεις εφημερίδων, να στεγάσει αρχεία λειτουργικά τα οποία θα μπορεί να επεξεργαστεί, να φιλοξενήσει δομές αυτομόρφωσης που θα θέτουν βάσεις για την υποστήριξη των πολιτικών δομών, να φτιάξει πολιτικές δομές πιο πριν οι οποίες θα γυρεύουν τη συνέπεια και τη συνέχεια στο χρόνο, κ.ο.κ. Δυστυχώς, για ένα μεγάλο μέρος των πολιτικών χώρων οι ατομικές συνειδήσεις ταΐζονται από το feed του facebook και των αριστερών «ενημερωτικών» μπλογκς ή ΜΜΕ, κανείς δεν θυμάται τι έκανε και έλεγε μόλις πέρυσι, όχι πριν από πέντε-δέκα χρόνια, πολλοί φαίνεται ότι δεν κουράζονται από το βίωμα ενός αέναου παρόντος που τους οδηγεί συνεχώς στο να πέφτουν από τα σύννεφα και όσα συμβαίνουν και στο πολύ πρόσφατο παρελθόν χωνεύονται και ξεχνιούνται με την ταχύτητα που προχωράει το σκρολ στην οθόνη. Είναι πολύ ενδιαφέρον, βέβαια, ότι στους πολιτικούς χώρους σήμερα, σε σχέση με δέκα και είκοσι χρόνια πριν, έχουν σταθμεύσει επ’ αόριστον και μεγαλύτερες ηλικίες από τη συνήθη κατηγορία 18-25 χρονών, αλλά από την άλλη, φοβόμαστε ότι αν δεν υπάρξει αλλαγή πλεύσης σε σχέση με τα παραπάνω, δηλαδή κάποιο είδος πολιτικών δομών που αποκτούν ρίζες στο σήμερα με τα περιεχόμενά τους, όχι μονάχα θα ξεχνάμε τι σημαίνει στην πράξη η συνέχεια του κράτους αλλά και οι καταλήψεις θα ‘ναι όλο και λιγότερο υπερασπίσιμες.

3. Τι διάολο εννοούμε όταν λέμε «εμείς έχουμε σχέσεις, δεν θέλουμε τα ντουβάρια»;
(και είναι αυτό απλά ένα πρόβλημα έκφρασης;)

Συνέχεια του κράτους ή μη, καταστολή κατά κύριο λόγο των μεταναστευτικών καταλήψεων στέγης ή όχι, το γεγονός ότι κλείνουν κάποιες καταλήψεις (και όχι κάποιες άλλες) σημαίνει ιστορικά τη συγκεντροποίηση του χώρου σε λιγότερους πόλους πολιτικοποίησης από ό,τι πριν από είκοσι ή από δέκα χρόνια (βλ. και τις εκκενώσεις των Βίλα Αμαλίας, Σκαραμαγκά κτλ). Η χωροταξική συγκεντροποίηση συμβαδίζει με το μάζεμα του ‘χώρου’ στο κέντρο ολοένα και περισσότερο, την ενοποίηση της πολιτικής του γραμμής και, παράλληλα, με το να πηγαίνει όλο και πιο “δεξιόστροφα”, να μιλάει όλο και πιο εθνικά, να κινείται ολοένα και πιο κοντά στο ελληνικό κράτος. Το δίπολο «μνημόνιο/αντιμνημόνιο», η επαν-ανακάλυψη του υποκειμένου «λαός-που-αντιστέκεται», η εκ νέου εγκληματοποίηση των μεταναστών, η διόγκωση των αφηγήσεων γύρω από την εξάρτηση του ελληνικού κράτους, η ρητή δυσανεξία απέναντι σε όσους/όσες ασκούν κριτική σε όλα τα παραπάνω είναι μερικές μόνο από τις οπτικές που αναδεικνύουν αυτή την εθνικοποίηση/κρατικοποίηση στην οποία αναφερόμαστε. [5] Επιπλέον, δεν πρέπει να είναι κανείς μάντης για να καταλάβει ότι το κρατικά υποβοηθούμενο δυνάμωμα της χρυσής αυγής στον Άγιο Παντελεήμονα συνοδεύτηκε από το κλείσιμο της Βίλα Αμαλίας, της Σκαραμαγκά και την πίεση στο στέκι ΑΣΟΕΕ –που έπαιζαν ενίοτε ρόλο αναχώματος στις ακροδεξιές εκστρατείες στο κέντρο αναφορικά με την καταστολή των μικροπωλητών, τις «σκούπες» σε Αχαρνών, Βικτώρια, Κυψέλη καθώς και στο πογκρόμ εναντίον των μεταναστών το Μάιο του 2011. Η απώλεια αυτών των πόλων δημόσιου λόγου και πολιτικών πρακτικών αφήνει ένα κενό και εξυπηρετεί την κατάρρευση του αντιεξουσιαστικού λόγου στο κέντρο της Αθήνας μέσα στην ηγεμόνευση ενός «κοκκινωπού» φιλο-ακτιβίστικου λαϊκισμού που έχει πολύπλευρες σχέσεις με το λόγο και τις πρακτικές «της αριστεράς» του κράτους.

Έχουμε περάσει και συνεχίζουμε να περνάμε χρόνο σε καταλήψεις. Γνωρίζουμε πως σημεία εκκίνησης για τις περισσότερες εξ αυτών ήταν η απειθαρχία, η αντίθεση στις (ελληνικές) οικογενειακές εστίες, η αντικουλτούρα, η αίσθηση πως δεν θέλουμε να περιμένουμε την αγία νύχτα της επανάστασης αλλά να αλλάζουμε τις ζωές μας εδώ και τώρα, στην καθημερινή μας ζωή. Με τον καιρό (να περνάει), κατανοήσαμε ότι στις καταλήψεις στεγάζονται κάποια σημαντικά πράγματα-που-δεν-είναι-πράγματα: συλλογικές κινηματικές υποδομές (που μας βοηθούν να μην έχουμε μνήμη μηντιακών χρυσόψαρων), τρόποι συλλογικής οργάνωσης της κινηματικής μας δράσης, συλλογική εργασία ενάντια στις δομικές σχέσεις εξουσίας που μας καταπιέζουν, χώροι συλλογικής αυτομόρφωσης και οικοδόμησης άποψης για κρυμμένα ή και μυστικοποιημένα ζητήματα (τον αντισημιτισμό, τους φεμινισμούς, τον ανθελληνικό αντιφασισμό, την κρατική παρανομοποίηση της μετανάστευσης, τον κυρίαρχο κοινωνικό ρατσισμό). Συγκροτηθήκαμε σε πολιτικές συλλογικότητες και συνελεύσεις, σε συντακτικές ομάδες περιοδικών και θεματικών εντύπων, σε σταθερές στο χρόνο διαδικασίες. Η κίνησή μας αυτή παρήγαγε αποτελέσματα εκτός όλων των άλλων και αναφορικά με τον τρόπο που βλέπουμε/ βιώνουμε τις καταλήψεις.

Οι καταλήψεις παραμένουν σημαντικές ως χώροι ελεύθερης συνεύρεσης πέρα από τις εμπορευματικές σχέσεις και την επιτήρηση των κρατικών διαμεσολαβήσεων αλλά δεδομένου ότι πολλές φτιάχνονται με έναν θολό πολιτικό λόγο, στεγάζουν απλώς εναλλακτικές εμπορευματικές δραστηριότητες ή φετιχοποιούν τον εαυτό τους· αντλούν, δηλαδή, κύρος και “ιστορικότητα” από τα ντουβάρια, αποφεύγοντας το να γίνουν πράγματι “αγκάθια”. Σταδιακά ολοένα και λιγότερο τις βλέπουμε ως πεδία άνθισης ενός ρομαντικού νεανικού αυθορμητισμού (ο οποίος, μάλιστα, μια χαρά μπορεί να συνυπάρχει με οτιδήποτε άλλο τριγύρω)· κερδίζει έδαφος η πολιτική πρακτική και η ιστορία μας. Από αυτές απορρέει η αντίληψη πως προτεραιότητα έχουν οι ιδέες και οι συγκεκριμένες πρακτικές των καταλήψεων που καταστέλλονται (π.χ. οργάνωση πολιτικών δομών, κατάθεση συλλογικής εργασίας με κάποιο πολιτικό σκοπό).

Συζητώντας μεταξύ μας θυμηθήκαμε το λόγο υπεράσπισης της κατάληψης Τερμίτα (που εκφέραμε ως περιοδικό 0151): αυτός δεν βασιζόταν στο γενικό «αλληλεγγύη στις καταλήψεις» αλλά στο «αλληλεγγύη στα περιεχόμενα και τις σχέσεις που κατάφερε να πετύχει η Τερμίτα», αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα πως ενώ το «αλληλεγγύη στις καταλήψεις» είναι προϋπόθεση, δεν αρκεί για να υπάρχουν Τερμίτες. Την ίδια στιγμή η κωδική ονομασία «επίθεση στις καταλήψεις» –στο βαθμό που δεν αποκρύπτει την επικέντρωση στην κρατική διαχείριση των μεταναστ(ρι)ών– συνιστά μια επίθεση στις δυνατότητές μας. Τις δυνατότητες που έχουμε όντας προϊόντα αυτού του κόσμου να αντιπαρατεθούμε μ’ αυτόν.

Η λέξη ‘δυνατότητες’ δεν είναι τυχαία. Είναι αυτό που δένει τα περιεχόμενα με την υλικότητα· είναι μια αντίληψη που έρχεται σαν συνέπεια της άποψής μας αφενός πως η υλικότητα έχει περιεχόμενο και τα περιεχόμενα είναι υλικά αφετέρου πως ο μόνος τρόπος να οργανωνόμαστε είναι αυτόνομα από το κράτος και την αριστερά (του). Γι’ αυτό το λόγο, σ’ αυτό που λέγεται «κατάληψη» μας ενδιαφέρουν πρώτα και κύρια τα περιεχόμενα και οι συλλογικές δυνατότητες. Συλλογικές δυνατότητες που περνούν μέσα από τις πολιτικές συμφωνίες, τις σταθερές ομάδες, τις συλλογικές αποφάσεις, τη συλλογικά οργανωμένη παρουσία στο δημόσιο χώρο με δημόσιο λόγο. Από την άλλη μεριά, τοποθετώντας στο επίκεντρο τα περιεχόμενά μας χτίζουμε τις πολιτικές μας συμφωνίες γύρω από τον αντισημιτισμό, το φύλο, τον ελληνικό ρατσισμό, την εθνική αφήγηση για την καπιταλιστική κρίση. Γι’ αυτό, λέμε, χρειαζόμαστε τα ντουβάρια των καταλήψεων: ως μια υλική αποτύπωση των δυνατοτήτων όταν οι τελευταίες ήδη υπάρχουν στις δομές και τη συλλογική μας εργασία. Τότε είναι που αυτές οι δυνατότητες και αυτά τα περιεχόμενα ισχυροποιούνται και όχι όταν καταλαμβάνουμε πρώτα για να σκεφτούμε μετά τι να κάνουμε με/σε αυτές. Μέσα και ενάντια στην ελληνική κοινωνία.

                        Μισώντας και οργανώνοντας συλλογικά το μίσος μας

 


[1] Τα τέσσερα συλλογικά μας συμπεράσματα για τη Συμφωνία των Πρεσπών: i) το ελληνικό κράτος παριστάνει ότι έκανε σκληρούς συμβιβασμούς, αλλά το μακεδονικό κράτος άλλαξε το Σύνταγμά του και από δω και πέρα θα λέγεται «Βόρεια Μακεδονία» ενώ η μοναδική σκέτη «Μακεδονία» θα είναι η ελληνική· ii) κανείς από τους αντιπαρατιθέμενους πόλους στην Ελλάδα δεν θίγει τον οικονομικό και θεσμικό ελληνικό ιμπεριαλισμό στη Μακεδονία και τους ασύμμετρους συσχετισμούς δύναμης· iii) κανείς από τους αντιπαρατιθέμενους πόλους στην Ελλάδα δεν θίγει το ζήτημα της μακεδονικής μειονότητας, η οποία ακόμα και σήμερα υφίσταται έναν πόλεμο χαμηλής έντασης· iv) κανείς από τους αντιπαρατιθέμενους πόλους στην Ελλάδα δεν χαλιέται από το ότι η επίλυση του μακεδονικού προωθεί τη στρατηγική της απερίσπαστης εστίασης στην Τουρκία. Αναλυτικότερα, βλ. το “Οδηγός κατάδυσης στον ελληνικό ιμπεριαλισμό (για να μην πνιγούμε στον ‘λάιτ εθνικισμό’)”, 0151 #16 (Μάρτιος 2019), σελ. 13-17.

[2] ‘Τελικά «κάτι έκανε»: ο ΣΥΡΙΖΑ και οι μετανάστες’, 0151 #6 (Οκτώβρης 2015), σ. 6-17.

[3] Μετά την εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008 δημιουργήθηκαν πολλές καταλήψεις σε όλη την ελληνική επικράτεια, ως απόρροια της διάχυσης αυτής της κινηματικής πρακτικής. Το ελληνικό κράτος απάντησε με μια πολιτική που τότε χαρακτηρίστηκε “αντιεξέγερση”. Δεν ξεχνάμε πως οι πρώτες εκκενώσεις καταλήψεων –την περίοδο μετά την εξέγερση– ήταν η κατάληψη στέγης μεταναστών στο παλιό Εφετείο της Αθήνας και η εκκένωση (μετά από εμπρησμό) του αυτοσχέδιου καταυλισμού Αφγανών στην Πάτρα· αναδεικνύοντας αφενός πόσο στα σοβαρά πήρε το κράτος τη συμμετοχή μεταναστών στην εξέγερση αφετέρου την ώσμωση κοινωνικού και θεσμικού ρατσισμού.

[4] “Γιατί η ΕΛ.ΑΣ. αλλάζει «φιλοσοφία» στα Εξάρχεια – Αστυνομικοί σκύλοι στο δρόμο”, huffingtonpost.gr, 12/02/2020. [5] Μικρή συμβολή στην ανάδειξη μερικών από αυτές τις πτυχές στο “Ενάντια στο κράτος! το ελληνικό, όχι το άλλο… (εμείς, Αυτό και ο όψιμος αντι-ιμπεριαλισμός)”, 0151#05, σελ. 34-53