ΤΕΥΧΟΣ #19 // ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2020

 

 

Καταλήψεις, Εξάρχεια, Μετανάστες //  Το πρόβλημα με τις Σπουδές της Καταπίεσής μας (Φεμινισμοί & Μεταπολίτευση) // Όταν ζεις στην ελλάδα και σου φταίνε οι τουρίστες //  οι “αυτόνομοι” νεοναζί και το στραπατσάρισμά τους (φασιστόραμα β’) //  η Τεχεράνη θρηνεί χιλιάδες νεκρούς και η Αθήνα θρηνεί τον μακελάρη τους //  ημερολόγιο ρατσισμού  //   antifa newz

Το νέο παλιό μοντέλο αστυνόμευσης

Λοιπόν, στις 8 Φλεβάρη η ΕΛ.ΑΣ. έσπευσε να δημοσιεύσει ένα βίντεο με αποσπάσματα
επιχειρήσεών τους στην Αθήνα που δείχνουν κάτι λιντάκια της κακιάς ώρας και μπάτσους
να ψάχνουν μετανάστες. Για κάποιο λόγο αυτό το είπαν στην Καθημερινή «Νέο Μοντέλο
Αστυνόμευσης» (ψάχτε το στο google για να δείτε και το σιωπηλό βίντεο, όπου δεν
ακούγονται τα μα-μου των προσαχθέντων). Μέχρι να καταλάβουμε ποια είναι η διαφορά
του από τα παλιότερα μοντέλα αστυνόμευσης, που είχαν μηχανές μεγαλύτερων κυβικών
και μπάτσους να ψάχνουν μετανάστες, θα θέλαμε να σχολιάσουμε λίγο το τι κάνει αυτό το
«μοντέλο». Λέει, λοιπόν, το άρθρο της Καθημερινής ότι μέσα σε 15 μέρες αυτοί οι 250
αστυνομικοί που ρίχτηκαν στον αγώνα κατά του εγκλήματος καταφέρανε τα εξής: κάθε
μέρα ελέγχανε 500 περίπου άτομα, κάθε μέρα κουβαλούσανε στα τμήματα για
εξακρίβωση 110 περίπου άτομα, κάθε μέρα από τις παραπάνω προσαγωγές οι 11 περίπου
μετατρέπονταν σε συλλήψεις, κάθε μέρα καταφέρνανε να κατασχέσουν κάτι λιγότερο από
10 γραμμάρια ναρκωτικά, να ξεσπιτώνουν κόσμο από καταλήψεις σπιτιών μεταναστών,
κάθε μέρα να κατάσχουν 10 λαθραίους καπνούς και 110 περίπου λαθραία πακέτα τσιγάρα,
100 παράνομα πωληθέντα ρούχα και 300 λοιπά ήδη «παραεμπορίου» (sic). Για να διεξαχθεί
η επιχείρηση ξοδέψανε βενζίνες για ένα σκασμό μηχανάκια και βανάκια, κοντά στα 25.000
ευρώ μισθούς για τους μπάτσους, παραγγείλανε νέους φορητούς υπολογιστές και
απασχόλησαν 250 άτομα από τα τμήματα Τροχαίας, Ασφάλειας και Αλλοδαπών, δημοτική
αστυνομία και υπηρεσίες καθαριότητας του Δήμου. Το θέμα μας δεν είναι ότι σπαταλήθηκε
πολύ manpower και δημόσιο χρήμα για χάρη των μη-λαθραίων ροών της
καπνοβιομηχανίας. Το θέμα μας είναι ότι αυτό λένε ότι κάποια σχέση έχει με τη δική μας
ασφάλεια.

Κάνουμε την ακραία υπόθεση εδώ ότι η ασφάλεια των αναγνωστών του
περιοδικού δεν κινδυνεύει από τη λαθραία διακίνηση τσιγάρων. Και πάμε ένα βήμα
παρακάτω. Καταλαβαίνουμε με όχι πολλή προσπάθεια ότι οι 167 συλλήψεις για 87
γραμμάρια ηρωίνης σε δεκάδες πρεζάκια και κάτι χιλιάδες ρούχα-τσιγάρα σε μετανάστες
μικροπωλητές είναι πρώτον ενδεικτικές για το ποιους στοχοποιούν οι μπάτσοι για να
δείξουν πως «κάνουν δουλειά» και δεύτερον στάχτη στα μάτια για το υπόλοιπο αθέατο
κέρδος που θέλουν να έχουν: να μπορούν να βάζουν τα βρωμόχερά τους πάνω και στους
υπόλοιπους 6.600 που σταμάτησαν και ελέγξανε στο δρόμο, και τους υπόλοιπους 1.670
τους οποίους κουβάλησαν και στο τμήμα. Αυτό που λέμε είναι το εξής σκανδαλώδες: αυτό
που λένε αστυνόμευση δεν είναι παρά νομιμοποίηση ελέγχου του πληθυσμού. Να μας
συγχωράει λοιπόν η Καθημερινή αλλά το ότι η αστυνομία αρέσκεται να φτιάχνει βάσεις
δεδομένων με ελεγχθέντες και προσαχθέντες –το οποίο δεν λέγεται «φάκελος»– και το ότι
το κράτος αρέσκεται να πειθαρχεί τον γενικό πληθυσμό με την παρουσία πάνοπλων σαν
αστακών μπάτσων που κυνηγάνε αφορολόγητες μπλούζες και τσιγάρα, δεν μας φαίνεται
και για πολύ «νέο μοντέλο». Ίσα-ίσα, μας φαίνεται σαν το παλιό μοντέλο: συλλαμβάνονται
δέκα φτωχοδιάβολοι και οι υπόλοιποι ενενήντα παίρνουν το μήνυμα να έχουν το νου τους

«Εθνική είναι η ενότητα των δολοφόνων»: Για μια μικρή αντιφασιστική ιστορία του Χαλανδρίου

Το κείμενο αυτό γράφεται σε μια περίοδο που όποιο άτομο περάσει από το Χαλάνδρι μπορεί να διαπιστώσει με τα ίδια του τα μάτια τις αντιφασιστικές ιδέες που διακινούνται στα πλαίσια του ανταγωνιστικού κινήματος. Οι τοίχοι, οι στάσεις, τα καρτοτηλέφωνα, τα σχολεία, το ΚΕΠ, οι πλατείες, τα γηπεδάκια είναι οι καμβάδες· τα πεδία εκείνα πάνω στα οποία ασκούνται τα μυαλά, οι καρδιές, τα χέρια των αντιφασιστ(ρι)ών.

Από την άλλη μεριά, το να θεωρηθεί ότι ‘τα πράγματα’ ήταν πάντα έτσι θα είναι ένα πολιτικό σφάλμα, που δεν θα λαμβάνει υπόψη του την ιστορικότητα των τοπικών ανταγωνισμών. Το ίδιο, από διαφορετική μπάντα, θα γίνει αν υποτεθεί ότι ‘τα πράγματα’ θα παραμείνουν για πάντα έτσι· το λάθος αυτή τη φορά θα εκκινεί από αδυναμία αντίληψης των νοημάτων που αποτυπώνονται στην αντιφασιστική πρακτική. Νοημάτων που όταν υλικοποιούνται διαμορφώνουν τους (τοπικούς) συσχετισμούς.

Εμείς θα ασχοληθούμε με το πρώτο ζήτημα. Θα επιχειρήσουμε να αναδείξουμε την ιστορία του κλειστού αντιφασιστικού πυρήνα Χαλανδρίου και τη βραχύβια διάρκειά του, τις επιτυχίες και τα όριά του, για να αναδείξουμε την κινηματική μνήμη και να βγάλουμε μερικά χρήσιμα συμπεράσματα για μελλοντική άσκηση ανταγωνιστικής πολιτικής δράσης (είτε με αντιφασιστικό είτε με αντισεξιστικό πρόσημο) –πάντα όμως με διάθεση όξυνσης των αντιπαραθέσεων. Επιπλέον, το κείμενο αυτό μπορεί να το δει η αναγνώστρια ως μια εκ των υστέρων συνεισφορά σε ένα κινηματικό διάλογο που αφορά τους antifa πυρήνες, όπως έχει εκτεθεί αφενός στα τεύχη του περιοδικού antifa! πόλεμος ενάντια στο φόβο αφετέρου στο διήμερο που οργάνωσε η συνέλευση autonome antifa στα τέλη του Ιουνίου 2017. [1] Κι αυτό για να φωτιστούν οι διαφορές και οι συγκλίσεις όσων έχουν επιλέξει να δράσουν με επίκεντρο τον αντιφασισμό στο μικροεπίπεδο των γειτονιών της αθηναϊκής μητρόπολης. Πώς ξεκίνησε όμως ο (κλειστός) αντιφασιστικός πυρήνας Χαλανδρίου;

Το αρχικό κάλεσμα προέκυψε μέσα από συνελεύσεις που έγιναν (όχι δημόσια ανακοινωμένες αλλά γνωστές στους χαλανδραίους του α/α/α ‘χώρου’) για παρέμβαση στην γειτονιά του Συνοικισμού Χαλανδρίου, με αφορμή ρατσιστική επίθεση ενός μέλους του συμβουλίου νέων του συλλόγου Ρίζες σε μετανάστη μικροπωλητή κατά τη διάρκεια της παρέλασης της 28ης Οκτωβρίου. [2] Οι συνελεύσεις αυτές οδήγησαν σε μια παρέμβαση με τρικάκια στα σχολεία της γειτονιάς αυτής, σε κάποιους κεντρικούς δρόμους και στο μικρό γηπεδάκι που άραζε η ρατσιστοπαρέα.

Εδώ είναι τα τρικάκια που πετάχτηκαν στο Συνοικισμό Χαλανδρίου μετά τη ρατσιστική επίθεση. Είναι εμφανής η ανάγκη να μιλήσουμε συγκεκριμένα για τις ρατσιστικές σχέσεις και το που αναπτύσσονται αλλά και η απαίτηση να θεμελιωθεί η κίνησή μας στην ιστορία. Από την άλλη μεριά, εξίσου προφανής είναι και η αμηχανία/αδυναμία διαχείρισης του τι σημαίνει (και τι συνεπάγεται) ελληνικός εθνικός λόγος. Εξού και το αποτέλεσμα που βλέπετε…

 

 

Άτομα που συμμετείχαν σε αυτές τις διαδικασίες δημιούργησαν στη συνέχεια τον αντιφασιστικό πυρήνα Χαλανδρίου. Επιπλέον, στην απόφαση για δημιουργία ξεχωριστής διαδικασίας που θα ασχολείται με τον αντιφασισμό στο Χαλάνδρι βάρυνε αφενός ένας τραμπουκισμός μιας παρέας φασιστών σε έναν νεολαίο (sic) γνωστό στην περιοχή για τις ‘αντι-’ ιδέες του αφετέρου το γεγονός πως οι ήδη υπάρχουσες συλλογικότητες δεν ασχολούνταν με τον αντιφασισμό σε τοπικό επίπεδο ενώ ήταν ένα ζήτημα που επηρέαζε τη ζωή πολλών ατόμων που κινούνταν στην πλατεία και τις γειτονιές του Χαλανδρίου.

Η κοινωνική και πολιτική σύνθεση του αντιφασιστικού πυρήνα Χαλανδρίου ήταν εξαιρετικά πρωτοφανής: για πρώτη φορά, και ίσως μόνη μέχρι και σήμερα, τον τόνο δεν τον έδιναν υποκείμενα που είχαν άμεση εμπλοκή με το πανεπιστήμιο, αλλά ένα κοινωνικό υποκείμενο διάχυτο που:

 

  • είχε, μικρότερη ή μεγαλύτερη, σχέση με την ‘οπαδική κουλτούρα’ –με την έννοια πως ήταν εξοικειωμένο με τον αντίστοιχο τρόπο αντίληψης και συλλογικής συσπείρωσης και παρέμβασης στην καθημερινότητα μιας πόλης·

 

  • είχε αμφίσημη/αμφίθυμη σχέση με την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Από τη μια, δηλαδή, υπήρχε κόσμος που δεν είχε καμία σχέση με τα πανεπιστήμια και την κλασική φοιτητική κοινωνικοποίηση/ πολιτικοποίηση. Από την άλλη, ενώ ένα μεγάλο κομμάτι του πυρήνα είχε περάσει σε σχολές της τριτοβάθμιας αφενός η «συνέπειά» του ως προς τις σπουδές ήταν μικρή/ανύπαρκτη αφετέρου οι κοινωνικές του σχέσεις περιστρέφονταν κυρίως γύρω από τις γειτονιές του Χαλανδρίου·

 

  • δεν είχε σταθερή δουλειά και οι δουλειές που έκανε ήταν κακοπληρωμένες. Αυτό σήμαινε, παράλληλα, πως (με παράδοξο ή μη τρόπο) δεν υπήρχε καμία ανάγκη ‘ταύτισης’ με εργατικές διεκδικήσεις·
  • είχε, με πλειονοτικούς όρους, κακές σχέσεις με την οικογένειά του, γεγονός που πολλές φορές δημιουργούσε σχέσεις αλληλοστήριξης στο εσωτερικό του πυρήνα μεταξύ διάφορων μελών του·

 

  • βρισκόταν αντιμέτωπο με μια συνθήκη όπου το μέλλον του φάνταζε χειρότερο από το παρόν του. Έτσι, ήταν ξεκάθαρο πως όσες και όσοι συμμετείχαν στον πυρήνα δεν έτρεφαν ούτε αριστερά όνειρα (π.χ. για μαζικούς αγώνες, επανάσταση κ.λπ.) ούτε δεξιά (π.χ. καριέρα, «μεγάλη ζωή»)·

 

  • είχε μια αμφίσημη σχέση με την κυρίαρχη ‘αντιεξουσία’. Δηλαδή, ενώ υπήρχε εξοικείωση των περισσότερων με πορείες και συγκρούσεις στο κέντρο της Αθήνας, δεν υπήρχε καλή άποψη για τις οργανωμένες συλλογικότητες και επειδή οι τελευταίες απαιτούσαν αρκετά περισσότερα πράγματα από μια απλή φυσική παρουσία και επειδή οι διαδικασίες συνέλευσης πετούσαν έξω υποκείμενα άλλης ταξικής θέσης·

 

  • κοινωνικοποιούνταν ως ‘εναλλακτική αρρενωπότητα’. Πράγμα που σημαίνει ότι τα μέλη του πυρήνα (στην πλειονότητά τους cis στρέητ άντρες) εκφράζονταν ως άντρες-προς-άντρες δείχνοντας την αντιπαράθεση τους με ό,τι αντιλαμβάνονταν ως ‘κατεστημένη κοινωνική τάξη’ με όρους αντρικής διαμάχης·

 

  • είχε (κατά βάση) επαφή με τον α/α/α ‘χώρο’ από πριν, ενώ κάποια άτομα συμμετείχαν και σε άλλες συλλογικότητες. Συνεπώς, υπήρχε η αντίληψη της mainstream κινηματικής λογικής. Την ίδια στιγμή, όμως, τα υποκείμενα που απάρτισαν τον πυρήνα είτε δεν είχαν ‘φωνή’ εντός των συλλογικοτήτων και εντός του α/α/α ‘χώρου’ είτε έβλεπαν πως η ανάγκη τους για απάντηση στους φασίστες δεν καλυπτόταν από τις υπάρχουσες συλλογικές διαδικασίες.

Όλα τα παραπάνω δεν σημειώνονται με σειρά σημασίας ούτε σημαίνει πως όλα τα άτομα που συμμετείχαν στον αντιφασιστικό πυρήνα Χαλανδρίου ήταν έτσι. Σημαίνει όμως ότι όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά κοινωνικοπολιτικής σύνθεσης έδιναν το στίγμα του συλλογικού σώματος και καθόρισαν τη δράση και τα όριά του. Την ίδια στιγμή, η σύνθεση αυτή επηρέαζε και τις σχέσεις με άλλες συλλογικότητες και άλλους αντίστοιχους αντιφασιστικούς πυρήνες καθώς και την έλευση νέων μελών σ’ αυτόν.

Η κλειστότητα του πυρήνα και η είσοδος νέων μελών

Ο αρχικός πυρήνας που δημιουργήθηκε είχε λίγα μέλη και η διαδικασία συνέλευσης ήταν κλειστή (δηλαδή, μη ανακοινωμένη δημόσια). Τα καινούργια μέλη ερχόντουσαν μέσω γνωριμίας με κάποιον/α που συμμετείχε ήδη. Αυτό σήμαινε πως η άποψη του πυρήνα για την ‘περιφέρειά’ του ήταν η εξής: «έχουμε εμπιστοσύνη στα μέλη μας, οπότε κάθε άτομο μπορεί να μιλήσει σε 1-2 άλλα άτομα». Μετά την αύξηση του αριθμού των μελών συζητήθηκε ο τρόπος ένταξης ενός νέου μέλους. Η μόνη ουσιαστική αλλαγή ήταν η ανακοίνωση από πριν του/της υποψήφιου/ υποψήφιας προς ένταξη στη συνέλευση ώστε να εκφραστούν τυχόν αντιρρήσεις. Αν δεν υπήρχαν αντιρρήσεις από το συλλογικό σώμα, τα άτομα που δήλωναν ενδιαφέρον να μπουν έπρεπε να παρευρεθούν σε μια επεξηγηματική διαδικασία του πυρήνα. Κάπως έτσι ο αντιφασιστικός πυρήνας Χαλανδρίου έφτασε να αριθμεί 30 μέλη, ενώ σε δύο περιπτώσεις ατόμων που δεν εντάχθηκαν τελικά, βάρυνε τόσο η έλλειψη προσωπικών σχέσεων με τα εν λόγω άτομα όσο και το γεγονός πως θεωρήθηκαν «ανάξια εμπιστοσύνης». Όπως μπορούν να διαπιστώσουν οι αναγνώστ(ρι)ες οι ‘σχέσεις’ ήταν ταυτόχρονα η δύναμη και η αδυναμία του συγκεκριμένου αντιφασιστικού πυρήνα.

«ΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ΔΕΝ ΤΟΝ ΣΚΟΤΩΣΕ ΜΟΝΟ Ο ΡΟΥΠΑΚΙΑΣ ΣΥΝΕΝΟΧΟΣ ΣΤΟΝ ΦΟΝΟ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΑΘΕ ΕΛΛΗΝΑΡΑΣ»: (aka Τι έκανε, τι πέτυχε και ποια όρια συνάντησε ο αντιφασιστικός πυρήνας Χαλανδρίου)

Η συγκρότηση του πυρήνα με βάση τους παραπάνω όρους ήταν λογικό να οδηγήσει σε μια επικέντρωση στο επίπεδο των γειτονιών του Χαλανδρίου. Μια διαδικασία που περιλάμβανε εξοικείωση με τη χωροταξία των γειτονιών και την ανθρωπογεωγραφία των κατοίκων τους. Επίσης, περιλάμβανε και μια εβδομαδιαία διαδικασία συνέλευσης που προσπάθησε να συγκεράσει τις αρκετά διαφορετικές τάσεις που συνυπήρχαν στο εσωτερικό του πυρήνα. Οι δύο παραπάνω προτάσεις είχαν την υλική τους κατάληξη σε παρεμβάσεις στο δρόμο (κυρίως με τη μορφή συνθημάτων στους τοίχους του Χαλανδρίου), σε αράγματα σε ‘επικίνδυνες’ πλατείες, σε αντιφασιστικά καρτέρια. Όσον αφορά τη δράση του πυρήνα σε συνεργασία με άλλες συλλογικοποιήσεις δεν κατάφερε να ξεφύγει από τις κλασικές συνταγές: είτε αυτές λέγονται ‘περιφρούρηση σε πορείες’ (σε μη ανακοινωμένη πορεία στην Αγία Παρασκευή μετά από πρόσκληση του αντιφασιστικού πυρήνα Αγίας Παρασκευής [3] και σε πορεία στο Ν. Ηράκλειο καλεσμένη από διάφορες τοπικές συλλογικότητες μετά από πρόταση της Αναζωπύρωσης) είτε αυτές λέγονται ‘περιφρούρηση σε συναυλίες’ (σε αντιφασιστικό live στην Αγία Παρασκευή).

Μέσα από τη σταθερότητα των παρεμβάσεων, τη ζύμωση των αντιλήψεων και παρ’ όλες τις αδυναμίες του, ο πυρήνας κατάφερε να πετύχει κάποια πράγματα μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα. Καταρχάς, μπόρεσε να συσπειρώσει το ‘διάχυτο κοινωνικό υποκείμενο’ που λέγαμε πριν γύρω από το επίδικο της στοχοποίησης ενός κομματιού της ελληνικής κοινωνίας (των φασιστών, δηλαδή) που επιδιώκει σταθερά το βάθεμα των κοινωνικών ανισοτήτων. Αυτή η στοχοποίηση δεν προέκυπτε μέσα από θεωρητική κινηματική δουλειά, αλλά μέσα από τις βιωμένες εμπειρίες των μελών του πυρήνα. Ήταν η καθημερινότητα το πεδίο εκείνο όπου εμφανίζονταν οι οξυμένες αντιθέσεις. Επιπλέον, ήταν πολύ ξεκάθαρο σε όσους/ όσες συμμετείχαμε ότι αυτό το κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας δεν εκφράζεται πάντα ανοιχτά ενάντια σε όποιον θεωρεί εχθρό. Αντίθετα, χρησιμοποιεί (και, ταυτόχρονα, χρειάζεται) τις διαμεσολαβήσεις του κράτους –από το δεξιό δήμαρχο μέχρι την αριστερά και από τους μπάτσους μέχρι τους δικηγόρους. Έτσι, η εξουσία (και άρα ο εχθρός μας) έπαυε να ορίζεται μόνο με βάση ένα (εξωτερικό προς την κοινωνία) ‘πάνω’ κι ένα ‘κάτω’ (που είμαστε ‘εμείς’). Κι αυτό γιατί στις ίδιες τις πολυκατοικίες που μέναμε ζούσαν και φασίστες, στις δουλειές που κάναμε είχαμε ‘συνάδελφους’ ρατσισταριά, στα σχολεία μας είχαμε συμμαθητές ομοφοβικούς εθνικιστές και στις πορείες που πηγαίναμε βλέπαμε σεξιστές πατριώτες. Κι αν το να κάνει ένα συλλογικό σώμα κριτική σε άλλες συλλογικότητες (πέραν της αριστεράς) και πολλές φορές και στον ίδιο του τον εαυτό είναι δύσκολο και σπάνιο, το να αρχίσει να ψηλαφίζει πως θα αναδείξει ότι το πρόβλημα σε μια γειτονιά είναι ‘ο ρατσιστής της διπλανής πόρτας’ αυτό είναι ένα από τα βήματα που έγιναν από τον πυρήνα. Και πάλι, βέβαια, σ’ αυτό βοήθησε η κοινωνική πραγματικότητα της περιοχής: αναφερόμαστε στη δημιουργία της επιτροπής κατοίκων Χαλανδρίου που στόχευε στην εκδίωξη των Ρομά από τον καταυλισμό του Νομισματοκοπείου.[4] Ο πυρήνας, λοιπόν, συμμετείχε σε κάλεσμα τοπικής συλλογικότητας (της σε τροχιά σύγκρουσης) προκειμένου να εκφραστεί δημόσια η αντίθεση στον αντιτσιγγάνικο ρατσισμό μέσα από το μόρφωμα της ‘επιτροπής κατοίκων Χαλανδρίου’.

Στη συνέχεια, κι αφού η ρατσιστοεπιτροπή είδε από την πρώτη στιγμή ότι υπάρχουν αντιδράσεις στα σχέδιά της, αποφάσισε να συνεχίσει τη δουλειά αναζήτησης περισσότερων ρατσιστών και την άσκηση πίεσης στο δήμο (προκειμένου να την οργανώσει από-τα-πάνω).[5]Στα παραπάνω πλαίσια –πατώντας πάνω στην καθημερινότητα αναγραφής συνθημάτων με σπρέι– ο πυρήνας αποφάσισε να δείξει με ακόμη πιο επιθετικούς όρους την εχθρότητά του σε μορφώματα από-τα-κάτω ρατσισμού. Ακολούθησε μια δράση που στοχοποίησε την ‘επιτροπή κατοίκων Χαλανδρίου’ και το ρατσισμό που αυτή επεδίωκε να οργανώσει στο μέρος που έκαναν τις συναθροίσεις τους, το γήπεδο ποδοσφαίρου του Απόλλωνα Χαλανδρίου. Η αναγραφή αντιφασιστικών συνθημάτων, το σκίσιμο των ελληνικών σημαιών έδωσαν το στίγμα της κίνησης αυτής –πόσο μάλλον όταν αυτή έλαβε χώρα ‘μέσα στο σπίτι του εχθρού’. Ακολούθησε ανακοίνωση της ομάδας του Απόλλωνα Χαλανδρίου με την κλασική συνταγή: «δεν είμαστε ρατσιστές γιατί συμμετέχουν Ρομά στις ομάδες μας/ είμαστε αθλητικό σωματείο χωρίς πολιτικές θέσεις/ δεν θέλουμε να χαθεί ο χώρος πρασίνου της περιοχής, γι’ αυτό απορρίπτουμε τη μετεγκατάσταση του καταυλισμού στο χώρο του γηπέδου/ πάνω απ’ όλα είμαστε άνθρωποι». [6] Παρ’ όλα αυτά, βέβαια, η επιτροπή κατοίκων πήρε το μήνυμα και σταμάτησε να χρησιμοποιεί το κυλικείο του γηπέδου ως χώρο συνάντησης.

Όπως γίνεται κατανοητό και από αυτή την ‘άμεση δράση’, ένα πολύ σημαντικό στοιχείο της δράσης του πυρήνα ήταν η εβδομαδιαία σχεδόν ενασχόληση των μελών του με την αναγραφή συνθημάτων σε όλες τις γειτονιές. [7] Με τον τρόπο αυτό μπορούσαμε αφενός να αποτυπώσουμε υλικά την ύπαρξη και τη δράση μας, αφετέρου να αντιληφθούμε ακόμη καλύτερα την πόλωση που υπήρχε στις γειτονιές αυτές. Αυτή η αντίληψη μας βοηθούσε να υιοθετούμε μια ξεκάθαρη στάση απέναντι στους ρατσιστές ενώ παράλληλα αναδείκνυε το βίωμα ‘του δρόμου’ και της πολιτικής δουλειάς που εστιάζει σ’ αυτόν –ένα βίωμα που ήταν βασικό στοιχείο συγκρότησης της φιγούρας του ‘διάχυτου κοινωνικού υποκειμένου’ που απάρτιζε τον πυρήνα. Την ίδια στιγμή, η πόλωση μας ανάγκαζε να λειτουργήσουμε με όρους που αμφισβητούσαν την ‘παρεΐστικη μορφή οργάνωσης’: από το πώς θα περπατάμε στο δρόμο μέχρι τους ρόλους που πρέπει να έχουν όσες/όσοι θα βγουν για σπρέι και από το δρομολόγιο που θα ακολουθήσουμε μέχρι το πώς συμπεριφερόμαστε σε περίπτωση συμπλοκής με ‘αγανακτισμένους κατοίκους’. Επιπλέον, αυτή η πόλωση –που περιλάμβανε και αρκετές αντιπαραθέσεις με φασίστες, ειδικά στην κεντρική πλατεία Χαλανδρίου– μας οδήγησε στο να κρατάμε ένα ‘αρχείο φασιστών’ που ήταν αρκετά πλήρες, αν και το κοσμούσαν κυρίως μικροί σε ηλικία φασίστες· μιας που λόγω της δικής μας σύνθεσης ήταν πιο εύκολο να βρεθούν.

Από την άλλη μεριά, ο πυρήνας καθ’ όλη τη διάρκεια της ύπαρξής του αντιμετώπισε διάφορα όρια και προβλήματα. Καθοριστικό ρόλο για την πορεία του έπαιξε η πολυτασικότητά του, καθώς αφενός ήταν ένα χαρακτηριστικό που ‘τράβηξε’ αρκετό κόσμο προς τη συμμετοχή σ’ αυτόν, αφετέρου έκανε πολύ δύσκολη την παραγωγή λόγου και την απόκτηση συνοχής. Η αμφιθυμία μας απέναντι στην πολυτασικότητα του πυρήνα έγκειται στο γεγονός πως βιώθηκε ως αντίθετο σε ό,τι κυριαρχεί στον α/α/α ‘χώρο’ που χαρακτηρίζεται από συνελεύσεις συγκεκριμένης «πολιτικής γραμμής», η οποία δεν χτίζεται μέσα στις συνελεύσεις αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις βλέπαμε να έρχεται απ’ έξω. Επίσης η πολυτασικότητα επέτρεψε την συμμετοχή ατόμων που δεν είχαν (καλή) σχέση με τις συνελεύσεις του α/α ‘χώρου’ χωρίς να απαιτεί απ’ αυτά την τήρηση συγκεκριμένου λεξιλογίου/ συμπεριφορών. Αυτό, βέβαια, σήμαινε πως αρκούσε η «διάθεση για αντιφασισμό» –η ανυπαρξία ρητού περιεχομένου και εργαλείων μας οδήγησε στο να μην καταφέραμε να δημιουργήσουμε τις απαραίτητες διαδικασίες για την σύνθεση των διαφορετικών τάσεων/ταχυτήτων/ συμπεριφορών.

Το βασικότερο ίσως πρόβλημα ήταν ακριβώς αυτό: πως ενώ δεν είχαμε έτοιμα πολιτικά εργαλεία, δεν μπορέσαμε ούτε να οικοδομήσουμε τα δικά μας. Οι στοχεύσεις των μελών του πυρήνα σιγά σιγά άρχισαν να αποκρυσταλλώνονται σε ένα δίπολο: από τη μία μεριά ήταν εκείνοι που ήθελαν να ασκήσουν άμεση σωματική βία, θεωρώντας πως με αυτό τον τρόπο το ζήτημα του ‘φασισμού στο Χαλάνδρι’ θα λήξει. Η άλλη μπάντα ενδιαφερόταν περισσότερο να χτίσει μια πολιτική άποψη για το τι είναι ο σύγχρονος φασισμός και πως εκφράζεται στο Χαλάνδρι· χαρακτηριζόταν, δε, σε μεγάλο βαθμό από ένα φόβο να εκτεθεί στο δρόμο. Η ζύμωση των δύο αυτών τάσεων δεν κατάφερε να οδηγήσει στο επιθυμητό αποτέλεσμα –αντίθετα, διαμορφώθηκε μια κατάσταση όπου το συλλογικό σώμα κέντραρε στις διαφορές στο εσωτερικό του, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν διαφορετικές ταχύτητες τόσο στην ενασχόληση με ‘τα-του-δρόμου’ όσο και στις απόπειρες εμβάθυνσης των περιεχομένων του λόγου μας. Έτσι, οι διαφορετικές ταχύτητες που δεν συγκεράστηκαν, ανέδειξαν την αδυναμία συγκρότησης ενός συλλογικού σώματος που θα ζυμωνόταν πάνω στις διαφορές –οι οποίες εμφανίστηκαν ως ηλικιακές, χωρίς να είναι.

Φωτογραφία που κλέψαμε από διάφορα ειδησεογραφικά σάητ για να θαυμάσουμε τους εαυτούς και τις εαυτές μας. Έχει ξαναδημοσιευτεί στο 0151#4, αλλά δεν χορταίνουμε να τη βλέπουμε.

 

Παρουσιάζεται εδώ η ανακοίνωση του Απόλλωνα Χαλανδρίου στην οποία παρατηρούμε κάποια σημαντικά πραγματάκια –που και για όσους τη συνέταξαν είναι σημαντικά, γι’ αυτό άλλωστε και τα γράφουν με κεφαλαία γράμματα. Πρώτον, πως δέχονται να τους απευθύνονται μόνο άντρες (αδυνατούν, βλέπετε να κρύψουν την ομοφοβία τους). Δεύτερον, πως κάποιοι μπορούν να είναι πάνω απ’ όλα άνθρωποι και να μην θεωρούν τους Ρομά ανθρώπους –όπως γράφει κι ένα σύνθημα σε κάποιο κοντινό τοίχο «η επιλεκτική σας ευαισθησία βρωμάει αντι-τσιγγανισμό».

 

Φύλο και αντιφασιστικός πυρήνας Χαλανδρίου

Ο αντισεξισμός δεν αποτέλεσε ποτέ ρητό κομμάτι της πολιτικής μας δουλειάς. Παρ’ όλα αυτά, η δυναμική παρουσία των συντροφισσών που συμμετείχαν στον πυρήνα ήταν εκείνη που ‘εξασφάλιζε’ (έστω και άτυπα) αφενός ότι θα νιώθουν εκείνες την ασφάλεια και την εμπιστοσύνη ώστε να συμμετέχουν αφετέρου ότι το χτίσιμο της εμπιστοσύνης θα είναι μια αμφίδρομη διαδικασία που θα αλλάζει και τους άντρες συντρόφους. Αυτό που είναι εξίσου γεγονός πως δεν αποφεύχθηκε είναι η εμφυλοποίηση του αντιφασισμού. Με τα λόγια των συντρόφων της άρσης των προνομίων: «Σύμφωνα με την οπτική αυτή, κληρονομημένη από τη ντόπια αριστερά, το ελληνικό έθνος-κράτος πρέπει να το κυβερνά ο λαός, με όλα τα χαρακτηριστικά του πραγματικού άντρα. Έτσι, τα υποκείμενα που αγωνίζονται ενάντια στο κράτος, το κεφάλαιο, τους φασίστες κ.τ.λ. μαθαίνουν να επιδιώκουν έναν άτυπο ανταγωνισμό μεταξύ αρρενωποτήτων. Κεντρική, δηλαδή, κινηματική αναπαράσταση είναι αυτή της μάχης μεταξύ δύο αντρών, εντός του ίδιου έθνους· μια μάχη η οποία θα κριθεί από το πόσο άντρες είναι, από το ποιος θα επιτελέσει αποτελεσματικότερα τον ανδρισμό του καθώς και από το ποιος θα συνδεθεί με το εθνικό υποκείμενο, τον ελληνικό λαό. Άντι να ασκήσουν την απαραίτητη κριτική στην εθνική αρρενωπότητα, προσπαθούν –ως υποκείμενα αντιστεκόμενα– να την επιβεβαιώσουν.» [8] Αυτό που φάνηκε ήταν πως ο αντισεξισμός και η εναντίωση στην ομοφοβία ήταν κουβέντες που έπρεπε να γίνουν ακριβώς για να επαναδιαπραγματευτούμε τους όρους άσκησης αντιφασιστικής δράσης. Ακριβώς επειδή το περιεχόμενο των ανταγωνιστικών μας πολιτικών επηρεάζει άμεσα τον τρόπο με τον οποίο επιλέγουμε να τις οργανώνουμε και να δρούμε.

Ένα άλλο προβληματικό σημείο ήταν πως ο πυρήνας δεν κατάφερε να κερδίσει στο εσωτερικό του την πολιτική αυτονομία από την αριστερά. Δηλαδή, παρά την βιωμένη εμπειρία του φασισμού από-τα-κάτω, το μεγαλύτερο κομμάτι των μελών του είχε την αντίληψη πως ο φασισμός δεν συνδέεται με το κράτος. Γι’ αυτό το λόγο, εξάλλου, αρκούσε να ‘δείρουμε’ τους local φασίστες. Η άποψη αυτή συνδυάστηκε με την (ούτως ή άλλως) ανυπαρξία κουλτούρας αυτομόρφωσης, δηλαδή αυτοαξιοποίησης με όρους γνωσιακούς. Αυτό σήμαινε τόσο πως οι συζητήσεις για το φασισμό είτε σε ιστορικό επίπεδο είτε σε αναλυτικό γίνονταν από λίγα άτομα συνήθως καθώς και πως τα περιεχόμενα του τι είναι ο (σύγχρονος) κέντραραν στους μπάτσους και τους ναζί. Απουσίαζε εμφανώς η ανάγκη αντιπαράθεσης με την αριστερά αλλά και η συνάρθρωση των διαφόρων καταπιέσεων που βιώναμε (π.χ. οι  σεξιστικές συμπεριφορές δεν συνδέθηκαν ποτέ με τον εθνικισμό, η ταξική καταπίεση με την εξωτερική πολιτική του ελληνικού κράτους, η διάχυτη ομοφοβία με την ανάγκη για εθνική συνοχή).

Επιπλέον, άμεσα συναρτώμενο με τα παραπάνω είναι το γεγονός πως δεν θελήσαμε να χτίσουμε σχέσεις με υποκείμενα που πλήττονται άμεσα από το ρατσισμό (μετανάστες γείτονες, συμμαθήτριες ‘δεύτερης γενιάς’). Ακόμη και στην περίπτωση της εναντίωσής μας στην ‘επιτροπή κατοίκων Χαλανδρίου’ βασιστήκαμε σε προϋπάρχουσες σχέσεις κάποιων μελών μας με Ρομά του καταυλισμού.

Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα όλων των ορίων του αντιφασιστικού πυρήνα Χαλανδρίου ήταν το πρώτο και μοναδικό κείμενο που κατάφερε να γράψει. Ένα κείμενο που δεν μοιράστηκε ποτέ καθώς οι αφορμές για τη συγγραφή του, μια πορεία στόμα-με-στόμα στην Τούφα Χαλανδρίου και η σταθερή διοργάνωση ενός καφενείου στην κατάληψη Πραποπούλου ως σταθερού σημείου συνάντησης με άλλες/ άλλους σαν κι εμάς, δεν ευοδώθηκαν ως προσπάθειες.

Το πρώτο και μόνο κείμενο του αντιφασιστικού πυρήνα Χαλανδρίου

Στο κείμενο αυτό, που προέκυψε μετά από αρκετή πίεση και κόπο, εμφανίζεται διαυγής η πρόθεση των συγγραφέων του για αυτόνομη αντιφασιστική οργάνωση. Αυτή η πρόθεση χρησιμοποιεί διάφορα εργαλεία για να δικαιολογήσει την εμφάνισή της: την επικέντρωση στο βίωμα, μια πρωτόλεια αντίληψη της σύνδεσης των σχέσεων εξουσίας, την ανάγκη να αναδειχθεί η ιστορικότητα του ελληνικού φασισμού, την ανάγκη αντιπαράθεσης με τον πατριωτισμό και τον ‘πατριωτικό αντιχρυσαυγιτισμό’, μια εξίσου πρωτόλεια αντίληψη για τη συνάρθρωση κράτους και από-τα-κάτω φασισμού καθώς και για τη σύνδεση του εθνικισμού με την ενίσχυση του ελληνικού κεφαλαίου.Ο βερμπαλισμός του κειμένου είναι ενδεικτικός των αντιλήψεων που συνυπήρχαν, της αδυναμίας και συνάμα της δυναμικής όσων συνέθεσαν αυτή την προσπάθεια οργανωμένης εχθρότητας απέναντι στους ‘ρατσιστές της διπλανής πόρτας’. Δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητη και η αμηχανία των συγγραφέων μπροστά στο (άρρητο και ρητορικό) ερώτημα «σε ποιους απευθύνεστε;». Στο ερώτημα, δηλαδή, που μας έθεταν όσοι και όσες έβλεπαν τον αντιφασισμό ως ένα πρόβλημα άσκησης πειθούς –κοινώς, σε αυτούς που μας έλεγαν ότι το καλό (αντιφασιστικό) επιχείρημα θα πείσει τους αδαείς γείτονές μας (που δεν ξέρουν) να μην είναι ρατσιστές.

Ωστόσο, το κείμενο αυτό δεν έμελλε να μοιραστεί ούτε σε εχθρούς ούτε σε φίλες. Ο αντιφασιστικός πυρήνας Χαλανδρίου έκλεισε τον κύκλο εργασιών του στα τέλη του Οκτώβρη του 2013 απότομα και αθόρυβα –σε αντίθεση με τον τρόπο που ξεκίνησε. Φτάνοντας στο «γιατί ο πυρήνας αυτοδιαλύθηκε;» τρία είναι τα στοιχεία που κρίνουμε ως σπουδαιότερα. Το πρώτο αφορά την εσωτερική διαδικασία της συνέλευσης του πυρήνα, η οποία είχε πάψει πια να ελκύει τα μέλη του. Τα προβλήματα εσωτερικής συνοχής, οι απόψεις που –με αφορμή τη συγγραφή του κειμένου– έδειχναν να αποκλίνουν ολοένα και περισσότερο, οι συχνές αντιπαραθέσεις στα ζητήματα που αφορούσαν τον τρόπο που στεκόμαστε στο δρόμο (με διαφορετικές αφορμές), αδυναμία εύρεσης νέων τρόπων παρέμβασης και η κούραση που επέφερε η σταθερότητα των σπρέι είναι οι «εκ των έσω» αιτίες της αυτοδιάλυσης.

Το δεύτερο σημείο είναι η δολοφονία του Φύσσα και οι διώξεις των χρυσαυγιτών από την τότε κυβέρνηση της ν.δ. Αυτή η αλληλουχία γεγονότων αντικατοπτρίστηκε σε μια αλληλουχία συναισθημάτων: αρχικά οργή που γρήγορα αντικαταστάθηκε από μια αίσθηση ματαιότητας. Η ανυπαρξία συλλογικά κατακτημένων πολιτικών εργαλείων, άρα και η αδυναμία μας να δούμε το ελληνικό κράτος ως κομμάτι του παζλ (παρότι δεν πιστέψαμε ότι το κράτος έγινε ‘αντιφά’), μας οδήγησε σε μια αδράνεια που με τη σειρά της έφερε την απογοήτευση. Η κύρια αποτυχία μας ήταν πως βλέπαμε πολύ διαχωρισμένα το ‘κοινωνικό’ από το κράτος και πως δεν εστιάσαμε στο ίδιο το ελληνικό έθνος: έτσι, δεν μπορέσαμε να κατανοήσουμε ότι μια κίνηση διώξεων της χ.α. μπορεί να συνδυαστεί με το βάθεμα του θεσμικού ρατσισμού, λ.χ. Υπάρχει μια παρομοίωση που βρήκαμε σε ένα έντυπο της ομάδας fight back! η οποία κρίναμε πως ταιριάζει και στην περίπτωση του αντιφασιστικού πυρήνα Χαλανδρίου αναφορικά με την έλλειψη που σχολιάζουμε στο σημείο αυτό· είναι η παρομοίωση του τρίκυκλου ποδηλάτου, που ακολουθεί:

«Ένα τρίκυκλο ποδήλατο ας πούμε (έτσι, πιο οικολογικό) που οδηγούμε στη μεγάλη λεωφόρο της ιστορίας ή και σε κάνα στενό σκοτεινό σοκάκι, γεμάτο λάσπες και λακούβες, σαν και αυτά έξω από τα σπίτια μας. Οι δύο πίσω ρόδες του τρίκυκλου, ας πούμε, η κοινωνική ταυτότητά μας (η έμφυλη εδώ αλλά γιατί όχι και η ταξική, η εθνοτική κ.ο.κ.) και η πολιτική μας οργάνωση (σε ομάδες φεμινιστικής, αυτόνομης ή ανθελληνικής κατεύθυνσης, ή ακόμα οι ομοσπονδίες ομάδων και πάει λέγοντας) είναι απαραίτητες για να τεθούν οι βάσεις πάνω στις οποίες θα κάτσουμε. Χωρίς την μπροστινή ρόδα, ωστόσο, δηλαδή την τοποθέτησή μας στην τρέχουσα πολιτική συγκυρία (ας της δώσουμε εδώ μερικά ευκαιριακά ονόματα στην τύχη: νεοναζί, δυναμικές επεκτατισμού ή ακόμη και χρεωκοπίας του ελληνικού κράτους), το ποδήλατο αποκλείεται να δουλέψει, μάλλον θα τουμπάρει και σχεδόν σίγουρα θα φάμε τα μούτρα μας.» [9]

Το τρίτο στοιχείο είναι η αποτυχία διοργάνωσης της κλειστής πορείας στόμα-με-στόμα στη γειτονιά της Τούφας. Εκεί αναδείχθηκαν οι διαφορές που υπήρχαν με τις υπόλοιπες συλλογικότητες –είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο ο αντιφασιστικός πυρήνας Αγίας Παρασκευής συμφώνησε με τα χαρακτηριστικά που θέσαμε ενώ όλες οι υπόλοιπες συλλογικότητες που καλέστηκαν έθεσαν προβληματισμούς που εν τέλει ακύρωσαν την πορεία. Το γεγονός πως δεν έγινε ποτέ αυτή η πορεία πέραν του ότι είχε ως συνέπεια να μην μοιραστεί το κείμενο που είχε γραφτεί, μας γέμισε με επιπλέον απογοήτευση καθώς είχαμε ρίξει σ’ αυτήν όλες μας τις ελπίδες για ανασύσταση του πυρήνα. Η σταθερή μας επιδίωξη να μπορούμε να πατάμε στα δικά μας πόδια, ως συλλογικό σώμα –μια λογική που κάποιοι και κάποιες από εμάς ακολούθησαν και στις μετέπειτα ομάδες που συμμετείχαν– δεν βρήκε ανταπόκριση από τη συντριπτική πλειονότητα των καλεσμένων ομάδων. Στην περίπτωση, δηλαδή, της πορείας στόμα-με-στόμα φάνηκε πως γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο η προσπάθεια ‘διάσωσης’ του πυρήνα με τη βοήθεια άλλων ομάδων χρειαζόταν κάτι πολύ μεγαλύτερο και αρκετά διαφορετικό από αυτά που υπάρχουν στην κλασική ατζέντα των α/α ομάδων. Εκ των υστέρων, φαίνεται πως σίγουρα ήταν δικό μας λάθος που δεν αποτολμήσαμε κάτι πιο μικρό (π.χ. το να κάνουμε την πορεία με όσους και όσες συμφωνούσαν). Η αναζήτηση ενός ‘πυροτεχνήματος’ και όχι μιας σταθερής πολιτικής ‘δουλειάς’ ήταν το δεύτερο πολιτικό μας σφάλμα. Ένα σφάλμα που θεμελιωνόταν αφενός στο γεγονός πως ούτε οι άλλες ομάδες είχαν τέτοια λογική και πρακτική, αφετέρου στο ότι η λογική του ‘σε-βάθος’, δυστυχώς, δεν υπήρχε ούτε σ’ εμάς.

ΜΙΚΡΟ (ΓΛΥΚΟΠΙΚΡΟ) ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Η λογική της εξαγωγής συμπερασμάτων διατρέχει όλο το κείμενο. Αν τίθενται κάποια ζητήματα ακόμη και σήμερα σε όσες και όσους έχουν κρατήσει από τότε μια αντιφασιστική θέση μάχης αυτά είναι το ξεπέρασμα της άμεσης εμπειρίας, η αναγκαιότητα άσκησης πίεσης η δυσκολία διαχείρισης των καθημερινών μικρών συγκρούσεων οι οποίες ενώ είναι απαραίτητες έχουν πολύ συχνά μεγάλο κόστος. Την ίδια στιγμή η ανάγκη εμπλουτισμού των πολιτικών μας εργαλείων αφορά στη χρησιμότητα του βλέμματος που κοιτάζει τόσο το ελληνικό κράτος όσο και τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό αλλά και στην ευρύτητα των οπτικών που χρησιμοποιούν το φύλο, την τάξη, το έθνος και το κράτος ως αναλυτικές κατηγορίες για να κατανοήσουμε την πραγματικότητα. Ενώ, από την άλλη μεριά, ως διαρκές επίδικο στέκεται μια συλλογική διαδικασία που να μπορεί να συνταιριάζει το ‘no-future’[sic] στοιχείο της άμεσης αντιπαράθεσης και της θέλησης για εμπλοκή με το στοιχείο της σπουδαιότητας της γνωσιακής αυτοαξιοποίησης ως πολιτικού εργαλείου. Αντίστοιχα, τέτοιες διαδικασίες –ειδικά όσες χτίζονται πάνω σε προϋπάρχουσες κοινωνικοπολιτικές σχέσεις– χρειάζεται να αντιπαρατεθούν με το παρεΐστικο κλίμα και την αρρενωπή στάση που υιοθετούν εύκολα, προκειμένου να ενσωματώσουν περισσότερα υποκείμενα και να εντάξουν πολλές καταπιέσεις στην εργαλειοθήκη τους. Το κείμενο αυτό επιδιώκει να θέσει προβληματισμούς οι οποίοι δεν αφορούσαν μόνο τον αντιφασιστικό πυρήνα Χαλανδρίου, ούτε μόνο αντιφασιστικές συλλογικοποιήσεις. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο, νομίζουμε ότι οι όποιες επιτυχίες και αποτυχίες του χρειάζεται να συζητηθούν και να κριτικαριστούν για να βαθύνουμε τα αντιφασιστικά μας περιεχόμενα και να βελτιώσουμε τα πολιτικά μας εργαλεία.

Στη Θ. για τα αστείρευτα ‘μαθήματα’ κοινωνικής γεωγραφίας

Ανθέλληνες από το Χαλάνδρι

ΥΓ Χωρίς τη συμβολή του Γιάννη το κείμενο αυτό θα ήταν λειψό. Τον ευχαριστούμε για το feedback στις πρώτες μορφές του κειμένου, αλλά και για τη συντροφικότητα που αποπνέουν οι μεταξύ μας συζητήσεις.

 

[1]Αναφερόμαστε σε μια σειρά κειμένων που αφορούν στην ιστορία των antifa πυρήνων στα Πετράλωνα και το Γαλάτσι. Βλ. τα κείμενα της ενότητας «Αυτόνομη οργάνωση στις γειτονιές της Αθήνας» με τίτλο “Το παράδειγμα του αντιφασιστικού πυρήνα επίθεση κατά μέτωπο” “Αντιφασιστική δράση στο Γαλάτσι 2007-2010 (μέρος Α΄)” “ Αντιφασιστική δράση στο Γαλάτσι 2007-2010 (μέρος Β΄)” και “ Αντιφασιστική δράση στο Γαλάτσι 2007-2010 (μέρος Γ΄)” στο antifa! πόλεμος ενάντια στο φόβο στα τεύχη #48, #52, #53 και #54 αντίστοιχα.

[2]Περισσότερα για το σύλλογο Ρίζες και τον εθνικιστικό/ ομοφοβικό/ αντιτουρκικό λόγο που εκφράζει μπορούν να βρεθούν στο “Για την εμφάνιση των φασιστών της χρυσής αυγής στο Χαλάνδρι (ή αλλιώς εθνικισμός ante portas)” στην ιστοσελίδα του 0151 (0151.espivblogs.net) στην κατηγορία On-Line Κείμενα (07 Μαρτίου 2014) και στο “Ανοιχτή επιστολή στις απαντήσεις των μελών του Συλλόγου ‘Ρίζες’ (Χαλάνδρι)” στο 0151#6. Εκεί αναφέρεται και η άμεση αντιφασιστική απάντηση στη ρατσιστική επίθεση του Γιώργου-Αθανάσιου Μαυρίδη σε μετανάστη μικροπωλητή.

[3]Γνωστή επαρχία του δήμου Χαλανδρίου.

[4]Αναλυτική περιγραφή της προσπάθειας εδραίωσης ενός ρατσιστικού συλλογικού σώματος με αφορμή την εκδίωξη του καταυλισμού των Ρομά στο Νομισματοκοπείο βρίσκεται στο κείμενο “Για την πολιτική οργάνωση του σύγχρονου ρατσισμού: το παράδειγμα του Χαλανδρίου (μέρος α΄)” στο 0151#2.

[5]Περισσότερα για την συγκεκριμένη αντιφασιστική παρέμβαση, τις δυναμικές και τα όριά της, στο “Για την πολιτική οργάνωση του σύγχρονου ρατσισμού: το παράδειγμα του Χαλανδρίου (μέρος β΄)” στο 0151#4.

[6]Ο ατσίδας πρόεδρος του Απόλλωνα Χαλανδρίου τίμησε την δράση μας αυτή με δηλώσεις του στην τοπικής εμβέλειας εφημερίδα Αμαρυσία όπου φρόντισε να μας ενημερώσει πως «οι Ρομά είναι η αφορμή, το πιο πιθανόν πρόκειται για διένεξη ανάμεσα σε κάποιον πατέρα που πηγαίνει το παιδί του στον Απόλλωνα και στα μέλη της αντιφασιστικής ομάδας που υπογράφει τα συνθήματα.» Βλ. το άρθρο με τίτλο “Βανδαλισμοί στο γήπεδο”, Αμαρυσία, 18/06/2013.

[7]Όσον αφορά το συγκεκριμένο τρόπο παρέμβασης οι αντιδράσεις άλλων συλλογικοτήτων ποίκιλαν: όσες έμοιαζαν μ’ εμάς (βλ. αντιφασιστικοί πυρήνες σε άλλες γειτονιές) έκαναν τα ίδα μ’ εμάς. Οι “πιο πολιτικές” ομάδες είχαν την άποψη πως «αυτοί [απλά] βάφουν σπρέι» ενώ οι “γειωμένες τοπικά” ομάδες έλεγαν «αυτοί που βάφουν και εκνευρίζουν τη γειτονιά που εμείς θέλουμε να προσεγγίσουμε». Αντίθετα, ο πυρήνας δεν ήθελε να απευθυνθεί σε άλλο υποκείμενο πέραν του ‘no-future’ –με όποιες άλλες ταυτότητες κουβαλούσε αυτό μαζί του.

[8] Στην “Εισαγωγή” από το fantifa [στιγμές ριζοσπαστικού φεμινιστικού
αντιφασισμού από τη γερμανία των ‘80s και ‘90s]
, Αθήνα/Ντάρμσταντ: για την
άρση των προνομίων, σελ. 12

[9] Στο κεφάλαιο “A method in our madness: Η ιστορία, οι ταυτότητες και το
κράτος για το γυναικείο κίνημα” στο
Έθνος, φύλο και γυναικεία κινήματα στην
ελλάδα (1880-1949)
, Αθήνα: fight back!, σελ. 17

 

Τι μένει στη Βρετανία;

 

 

Το κείμενο που ακολουθεί το βρήκαμε στο/ και το μεταφράσαμε απ’ το/  εγγλέζικο site Φίλοι του Café Morgenland. Δημοσιεύτηκε στις 13 Γενάρη και κρίναμε πως η κεντρική του ιδέα συνίσταται στην πρωτοτυπία μιας μη-πρωτότυπης –αλλά παρόλ’ αυτά ξεχασμένης– κριτικής: εκκινώντας από τις εκλογές και το Brexit εκθέτει την αγγλική άκρα αριστερά ως μια κοινότητα ανδρών πατριωτών. Αναλύοντας τους αποκλεισμούς στους οποίους προβαίνει αυτή η αριστερά το κείμενο αναδεικνύει το γιατί αυτή δεν μπορεί να είναι ριζοσπαστική. Αντίθετα, τα χαρακτηριστικά που τη συνέχουν (εθνικό συμφέρον, αντισημιτισμός, αναζήτηση των ξένων που ευθύνονται για τα ‘δεινά’ της κοινωνίας, σεξισμός, τρανσφοβία) είναι εκείνα που συγκροτούν και το υπόλοιπο πολιτικό φάσμα. Ο συνδυασμός αυτών των χαρακτηριστικών με τον αποκλεισμό των μειονοτικών ομάδων και την εργαλειακή χρήση της εργατικής ταυτότητας επικυρώνει το ότι λειτουργεί ως ένας εναλλακτικός μεν, εθνικός δε τρόπος πολιτικής οργάνωσης και παρέμβασης. Με λίγα λόγια, το κείμενο μας υπενθυμίζει γιατί να επιδιώκουμε να οργανωνόμαστε αυτόνομα από το κράτος, την αριστερά, τον κυρίαρχο λαό (για όλους τους λόγους του κόσμου!).

Τι μένει στη Βρετανία;                                                                                                            

 

Η Βρετανία ήταν η πρώτη χώρα που εισήγαγε τον σύγχρονο καπιταλισμό. Αυτό διαμόρφωσε ολόκληρη την κοινωνία. Οι βρετανικές επιχειρήσεις είναι υψηλά ανταγωνιστικές, συχνά ανήθικες και κάποιες φορές δρουν εκτός νόμου. Η βρετανική πολιτική ορίζεται από τον διπολικό της ανταγωνισμό μεταξύ αριστεράς και δεξιάς. Η αίθουσα της Βουλής έχει χτιστεί με έναν τέτοιο τρόπο ώστε οι δύο πλευρές να παρουσιάζονται αντιτιθέμενες η μία στην άλλη. Αυτή η αντίθεση κάποιες φορές περιλαμβάνει αληθινές διαφορές, αλλά συχνά δεν υπάρχει καμιά αντίθεση άλλη πέρα από το ότι συνιστούν διαφορετικές φράξιες που παλεύουν για την εξουσία και τον έλεγχο.

Κοιτώντας τις πολιτικά περισσότερο φορτισμένες εκλογές από οποιεσδήποτε άλλες τον Δεκέμβριο του 2019, γίνεται αμέσως ξεκάθαρο το πώς τα κόμματα των Εργατικών και των Τόρις έχουν καταδικάσει το ένα το άλλο, το πώς ολόκληρη η κοινωνία κατάλαβε ότι έπρεπε να αποφασίσει θεμελιακά μεταξύ δύο αντίθετων επιλογών, το πώς τα ΜΜΕ έχουν πάρει πλευρές και πέταξαν στην άκρη κάθε άλλη σκέψη για την αλήθεια ή για το νόμο. Ωστόσο, όταν δούμε τις πολιτικές υποσχέσεις των Εργατικών και των Τόρις, είναι εκπληκτικό το πώς και οι δύο πλευρές δεν έχουν και μεγάλες διαφορές. Ο Corbyn και ο Johnson δεν έχουν και πολλές πολιτικές διαφορές. Στα περισσότερα πολιτικά θέματα και οι δύο τους θα συμφωνούσαν. Και οι δύο θέλουν να υπάρχει καπιταλισμός, να προστατεύσουν τα βρετανικά σύνορα και το βρετανικό λαό από τους μετανάστες, θέλουν να υπάρχουν η πυρηνική απειλή και οι στρατοί και δεν εμπιστεύονται την Ε.Ε. Και οι δύο τηρούν μια εθνική στάση σε όλα τα πολιτικά ζητήματα. Ο υπόλοιπος κόσμος τους μοιάζει έτσι ακριβώς όπως τον βλέπουν τα βρετανικά ΜΜΕ και ο βρετανικός λαός. Σχεδόν δεν υπάρχει, παρά μόνο ως ζήτημα αντιπαράθεσης για το αν και πότε πρέπει να στείλουν στρατεύματα. Κανείς τους δεν τρέφει κάποιο ενδιαφέρον για την ιστορία της Βρετανικής Αυτοκρατορίας η οποία εξουσίαζε, καταπίεζε και δολοφονούσε το ένα τέταρτο του κόσμου για αιώνες ολόκληρους. Δεν τους νοιάζει, πέρα από κάποιες εξαιρέσεις, πόση ζημιά έχει κάνει η Βρετανία σε όλο τον κόσμο. Την αριστερά των Εργατικών την ενδιαφέρει βασικά μόνο αν αυτές οι πολιτικές συνδέονταν με τις Η.Π.Α. ή το Ισραήλ. Η αριστερά των Εργατικών συνήθως καταδικάζει τους πολέμους που ξεκινούν από ή γίνονται για τα αμερικανικά και τα ισραηλινά συμφέροντα. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι καταδικάζουν εξίσου και τους πολέμους που ξεκινάνε ή γίνονται για τα βρετανικά συμφέροντα. Αν ανατρέξουμε στους πολέμους που πραγματοποίησε η Βρετανία από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά, τότε θα δούμε ότι μόνον ελάχιστοι καταδικάστηκαν από την αριστερά. Ο πόλεμος ενάντια στο Ιράκ ήταν ένας από αυτούς, καθώς σε αυτόν ηγούνταν οι Η.Π.Α. Ο πόλεμος ενάντια στη Λιβύη από την άλλη, δεν καταδικάστηκε σχεδόν από κανέναν στη βρετανική αριστερά, καθώς σε αυτό τον πόλεμο ηγούνταν η Βρετανία και η Γαλλία. Οπότε η δεξιά και η αριστερά, οι Εργατικοί και οι Τόρις, ο Κόρμπιν και ο Τζόνσον κατά βάση συμφωνούν στους περισσότερους πολέμους που κάνει η Βρετανία.

Η ριζοσπαστική αριστερά είναι κομμάτι του διπόλου της αριστεράς και της δεξιάς. Πιστεύουν πως οι Εργατικοί είναι χαζοί, ωστόσο έχουν μεγάλη σημασία σαν φίλοι τους. Πιστεύουν, αντιθέτως, πως οι Τόρις και οι Φιλελεύθεροι είναι εχθροί τους. Αλλά ακόμα και μέσα στη ριζοσπαστική αριστερά αναπαράγουν τους ίδιους μηχανισμούς που υπάρχουν στην ευρύτερη κοινωνία. Ο ίδιος φατριασμός υπάρχει και εκεί, όπως οπουδήποτε αλλού στη Βρετανία. Οι διαφορετικές φράξιες στη ριζοσπαστική αριστερά, συχνά μέσα στις ίδιες ομάδες, παλεύουν μεταξύ τους για την εξουσία, την επιρροή, την κυριαρχία στις δράσεις, την ηγεμονία στα ιδεολογικά ζητήματα. Χρησιμοποιούν τις ίδιες εκστρατείες λάσπης που χρησιμοποιεί και ο κίτρινος Τύπος, αναμειγνύοντας ψέματα με αλήθειες, αντιστρέφοντας και αλλοιώνοντας το μήνυμα με σκοπό να ηττηθεί η αντίπαλη φράξια. Χρησιμοποιούν οποιοδήποτε μέσο εύκαιρο στο οπλοστάσιό τους για να καταστρέψουν τις εχθρικές φράξιες. Ακόμα και αν οι διαφορές μεταξύ τους είναι συχνά αμελητέες, το ζήτημα είναι ποιος θα έχει την εξουσία και τον έλεγχο πάνω σε κάθε ζήτημα ή στην ομάδα. Καταλαβαίνουν τα πάντα μονάχα μέσα από αυτή την προοπτική του πολέμου της φράξιας ενάντια στη φράξια. Αυτό συμβαίνει εξίσου στο κόμμα των Εργατικών και τη ριζοσπαστική αριστερά.

Για τους περισσότερους ριζοσπάστες αριστερούς, είναι τελείως εκτός συζήτησης το ότι ο αντισημιτισμός θα μπορούσε να είναι κάτι περισσότερο από λάσπη εναντίον τους που προέρχεται από τον δεξιό Τύπο. Καταλαβαίνουν τον αντισημιτισμό, το ρατσισμό, το σεξισμό και την τρανσφοβία μονάχα ως θέματα με βάση τα οποία μπορούν να επιτεθούν στις εχθρικές φράξιες. Η κακοποίηση και η σεξουαλική βία γίνονται κατανοητές από πολλούς με τον ίδιο τρόπο. Αν κάποιο άτομο μιλήσει για κακοποίηση ή σεξουαλική βία μέσα στη ριζοσπαστική αριστερά τότε βλέπουν αυτό το άτομο ως εχθρό που προσπαθεί να τους βλάψει. Η ριζοσπαστική αριστερά έχει σε πολλές περιπτώσεις δημιουργήσει ένα αδιαπέραστο τείχος γύρω της που την αποτρέπει να εμπλακεί με ζητήματα όπως ο αντισημιτισμός, ο ρατσισμός, ο σεξισμός και η τρανσφοβία. Αυτό το γεγονός προκαλεί σε πολλές περιπτώσεις ανθρώπους που νοιάζονται για αυτά τα θέματα είτε να μην ενταχθούν καν στις οργανώσεις της ριζοσπαστικής αριστεράς είτε, αν ενταχθούν, να δέχονται εκφοβισμούς μέχρι να αποχωρήσουν αργότερα.

Ακόμα και η ριζοσπαστική αριστερά κατανοεί ότι κάτι πάει στραβά. Αλλά δεν μπορούν να δουν ότι είναι ο φραξιονισμός τους και η ανικανότητά τους να αντιμετωπίσουν οποιοδήποτε ζήτημα εκτός αυτού που είναι στραβά και προκαλούν μεγάλη δυσκολία στην ικανότητά τους να εμπλακούν με ανθρώπους που ενδιαφέρονται για τις ριζοσπαστικές αριστερές ιδέες. Καθώς δεν μπορούν να δουν το σφάλμα τους, προσπαθούν να αποζημιωθούν δημιουργώντας εμμονές γύρω από την «εργατική τάξη». Ό,τι κάνει η ριζοσπαστική αριστερά, πρέπει να δικαιολογείται μέσω της «εργατικής τάξης», αλλιώς θεωρείται φιλελεύθερη ιδέα και καθώς οι φιλελεύθεροι είναι εχθροί τους, πολεμούν αυτή την ιδέα. Συχνά άνθρωποι από το περιβάλλον της μεσαίας τάξης χρησιμοποιούν το επιχείρημα της «εργατικής τάξης» ενάντια σε ανθρώπους του περιβάλλοντος της εργατικής τάξης. Η «εργατική τάξη» ως επιχείρημα είναι ένα εργαλείο που χρησιμοποιείται για να εγκαθιδρύσει μια ηγεμονία ανάμεσα στα διάφορα τμήματα της ριζοσπαστικής αριστεράς. Αλλά ακόμα και αν αυτή η κακοποίηση της εργατικής τάξης για τα παιχνίδια εξουσίας τους, επέτρεπε κάποια λογική επιχειρηματολογία, πολλές φράξιες της ριζοσπαστικής αριστεράς το έχουν τραβήξει ακόμα περισσότερο. Έχουν αφομοιώσει αυτό που θεωρούν εκείνοι ως κουλτούρα της εργατικής τάξης και το χρησιμοποιούν ως όπλο ενάντια στις άλλες φράξιες. Η κουλτούρα της εργατικής τάξης που ενσωματώνουν δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια καρικατούρα μιας κοινότητας ανδρικής κουλτούρας, κενής από οποιοδήποτε πολιτικό περιεχόμενο εκτός από θετικές στάσεις απέναντι σε κάποια επίπεδα αντισημιτισμού, ρατσισμού, σεξισμού και τρανσφοβίας.

Ενώ η βρετανική εργατική τάξη έχει μεταστραφεί κατά τις τελευταίες δεκαετίες από την υποστήριξη ενός κοινωνικά συντηρητικού κόμματος Εργατικών στην υποστήριξη του συντηρητικού κόμματος των Τόρις, ως πραγματικό ζήτημα έχει αναδειχθεί η στάση απέναντι στις μειονότητες, συμπεριλαμβανόμενων των ξένων, των εθνοτικών μειονοτήτων, των θρησκευτικών μειονοτήτων, των έμφυλων και βασισμένων στη σεξουαλικότητα μειονοτήτων, καθώς και τις γυναίκες. Αντί να απευθύνει αυτά τα ζητήματα και να συγκρουστεί, για παράδειγμα, με τον αντισημιτισμό, το ρατσισμό, το σεξισμό και την τρανσφοβία, η ριζοσπαστική αριστερά σε πολλές περιπτώσεις τα παρακάμπτει, ενσωματώνοντας την κουλτούρα μιας ανδρικής κοινότητας. Αν εμφανίζονται ως κοινότητα ανδρών, τότε μπορούν ακόμα να νιώθουν συνδεδεμένοι με τη λευκή βρετανική εργατική τάξη. Κομμάτι αυτής της διαδικασίας είναι και η κλίση της ριζοσπαστικής αριστεράς προς τον εθνικισμό. Ισχυρίζονται ότι πρόκειται για αριστερό εθνικισμό, υπερασπίζοντάς τον ως θεμιτό, με τον ίδιο τρόπο που είναι ο ιρλανδικός εθνικισμός. Αλλά παραβλέπουν ότι ο ιρλανδικός εθνικισμός ήταν βασισμένος στην πάλη για την απελευθέρωση από την ιμπεριαλιστική καταπίεση, ενώ ο βρετανικός είναι ο εθνικισμός του καταπιεστή. Αυτή η εσφαλμένη αντίληψη ενός αριστερού βρετανικού εθνικισμού προδίδει στην πραγματικότητα το ότι η ριζοσπαστική αριστερά έχει παρατήσει τις κεντρικές της αντιλήψεις, με σκοπό να κερδίσει την υποστήριξη αυτών που αντιλαμβάνεται ως αληθινή εργατική τάξη, δηλαδή τους λευκούς Βρετανούς. Η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική φυσικά, γιατί η εργατική τάξη δεν είναι λευκή και ούτε είναι βρετανική. Οι κομμουνιστές ενός μακρινού παρελθόντος γνώριζαν ότι «οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα». Σήμερα η ριζοσπαστική αριστερά στη Βρετανία πιθανόν να ήθελε να το ξαναγράψει αυτό ως εξής: «οι Βρετανοί εργάτες έχουνε τη Βρετανία», βάζοντας λίγο από τον αριστερό τους εθνικισμό, ή ίσως τον προοδευτικό τους πατριωτισμό, επικεντρώνοντας παράλληλα αποκλειστικά στους άνδρες.

Προσπαθώντας να εστιάσουν στη μάχη κατά της λιτότητας, το πράγμα δεν πάει και πολύ διαφορετικά. Τα επιχειρήματα ότι οι ξένοι είναι ο λόγος για τη λιτότητα ή ότι υπάρχει κάποια συνωμοσία (Εβραίων;) τραπεζιτών από πίσω, είναι πολύ κοντινά. Και ακόμα και αν αποφύγει κανείς να πει κάτι ρατσιστικό ή αντισημιτικό με τα παραπάνω, τότε θα είναι δύσκολο να εξηγήσει γιατί οι μειονότητες θα έπρεπε να υποστηρίξουν αυτό που συμφέρει περισσότερο τη λευκή βρετανική εργατική τάξη, ενώ η λευκή βρετανική εργατική τάξη νιώθει εντάξει με όλο και περισσότερη λιτότητα, στο βαθμό που η τελευταία χτυπάει κυρίως τις μειονότητες.

Αυτά τα άτομα που αποκλείονται από όλα αυτά είναι τα άτομα που η ριζοσπαστική αριστερά θα έπρεπε να λάβει σοβαρά υπόψη, αν ήθελε να αντιπαρατεθεί με το σύστημα. Αλλά δεν θέλει. Αυτό είναι κάτι περισσότερο από ένα απλό σφάλμα κρίσης. Αυτή η αποτυχία της ριζοσπαστικής αριστεράς εξασφαλίζει ότι μεγάλοι αριθμοί ανθρώπων δεν έχουν φωνή, περιθωριοποιούνται και ενθαρρύνονται να μην απαντάνε σε όσα γίνονται εναντίον τους. Και αποτελεί απόδειξη ότι η ριζοσπαστική αριστερά στη Βρετανία συνιστά μέρος του συστήματος. Ισχυρίζονται ότι μάχονται το σύστημα αλλά στην πραγματικότητα δεν δείχνουν καμία τάση να του αντιπαρατεθούν ριζικά. Είναι καιρός οι άνθρωποι να απαντήσουν μόνοι τους σε όσα γίνονται εναντίον τους. Το να το κάνουν αυτό έξω από τη ριζοσπαστική αριστερά ίσως είναι η μόνη τους επιλογή.

 

Φίλοι στη Βρετανία, 13/01/2020.

Δολοφονία του Leo Max Frank: λίγα λόγια ακόμη για τη σύνδεση ρατσισμού-αντισημιτισμού, βγαλμένα από το φεμινιστικό κίνημα στις Η.Π.Α.

Το απόσπασμα που ακολουθεί το μεταφράσαμε από το κείμενο της Elly Bulkin με τίτλο «Hard Ground: Jewish identity, racism and anti-semitism». Το κείμενο αντλήθηκε από το βιβλίο Yours in Struggle: three feminist perspectives of antisemitism and racism σε επιμέλεια των Elly Bulkin, Minnie Bruce Pratt & Barbara Smith και συνιστά απότοκο του εκτενούς διαλόγου για τη συναρμογή αντισημιτισμού, ρατσισμού και σεξισμού στα πλαίσια των φεμινισμών στις δεκαετίες ’70-’80. Η μετάφρασή του αποσκοπεί στο να αποτελέσει μια ψηφίδα της συνέχειας αυτής της συζήτησης.Όχι για να διαλύσει τον αντισημιτισμό μέσα στο ρατσισμό (βλ. «οι μουσουλμάνοι είναι οι νέοι εβραίοι») ούτε για να εγγράψει τον αντισημιτισμό στους μουσουλμάνους: δύο φαινομενικά αντίθετες αλλά εθνικά βολικές αφηγήσεις που βλέπουμε να μοιράζονται οι έλληνες –από μέλη της κυβέρνησης μέχρι κινηματικούς. Αλλά για να καταδείξει πως τόσο ο αντισημιτισμός ως διακριτή μορφή μίσους (πολλές φορές με επαναστατικό, μάλιστα, περιεχόμενο) όσο και ο ρατσισμός ως μια επικέντρωση στην αναλλοίωτη φύση της λευκής/δυτικής ανωτερότητας οικοδομήθηκαν και αναπαράγονται από τους λευκούς εθνικιστές που προτάσσουν το εθνικό-κρατικό (τους) συμφέρον.

Εκκινώντας από την κριτική στο καθολικό συμφέρον, οι φεμινίστριες που αντιτάχθηκαν στον αντισημιτισμό κατέδειξαν τον τρόπο με τον οποίο ο αντισημιτισμός χτυπάει εκ των έσω το κριτήριο της λευκότητας –μιας που στην κριτική περί λευκού προνομίου χάνεται το μίσος εναντίον των Εβραίων (όσων είναι λευκοί Εβραίοι). Την ίδια στιγμή, οι αντιρατσίστριες φεμινίστριες τόνισαν πως ο ρατσισμός χτυπάει εκ των έσω την υποτιθέμενη ενότητα των ταξικών (ή, στην περίπτωση του κειμένου που μεταφράσαμε, των έμφυλων) συμφερόντων.[1] Βλέπουμε, δηλαδή, πως τόσο ο αντισημιτισμός όσο και ο ρατσισμός είναι ιστορίες δεμένες με την εσωτερική πολιτική των κρατών· άρα και με τα κινήματα που αναπτύχθηκαν και αναπτύσσονται εντός τους. Γι’ αυτό, εξάλλου, μας φάνηκε ενδιαφέρον (και) το παρακάτω απόσπασμα…

 

Η υπόθεση του Λέο Φρανκ [Leo Frank] εγείρει παρόμοια περίπλοκα ζητήματα. Λιντσαρισμένος το 1915, ο Φρανκ, πρόεδρος της Atlanta Lodge of B’nai B’rith, ήταν ο αναθρεμμένος στη Νέα Υόρκη μάνατζερ της βιομηχανίας του θείου του και, ως εκ τούτου, [ήταν] εύκολο να του αποδοθεί το στερεότυπο του «Εβραίου ξένου», του «Εβραίου καπιταλιστή». Κατηγορούμενος το 1913 για το βιασμό και τη δολοφονία της Μαίρη Φάγκαν [Mary Phagan], μιας δεκατετράχρονης λευκής χριστιανής εργαζόμενης, και καταδικασμένος ενώ ο όχλος απειλούσε «Κρεμάστε τον Εβραίο ή θα κρεμάσουμε εσάς», ο Φρανκ λιντσαρίστηκε ως το αποκορύφωμα μιας αντιεβραϊκής καμπάνιας εναντίον του από τον Τομ Γουότσον [Tom Watson], λαϊκιστή ηγέτη, ρατσιστή, θρησκόληπτο αντι-καθολικό και αργότερα γερουσιαστή των Η.Π.Α. –ο οποίος παρατήρησε μετά το φόνο πως «οι ελευθέρων ηθών Εβραίοι προσέχουν».[2] Η δολοφονία του οδήγησε σε απειλές εναντίον των Εβραίων κατοίκων της Μαριέττα, του μέρους όπου έλαβε χώρα το λιντσάρισμα· «ως συνέπεια του τρόμου, περίπου οι μισοί από τους 3.000 Εβραίους στην Τζόρτζια έφυγαν από την πολιτεία».[3]

Αρκετά πράγματα είναι αξιοσήμειωτα στην Υπόθεση Φρανκ. Συνέβαλε στο σχηματισμό το 1913 της Λίγκας Ενάντια στη Δυσφήμιση [Anti-Defamation League] από το B’nai B’rith. Οι Ιππότες της Μαίρη Φάγκαν [Knights of Mary Phagan] ανασυστάθηκαν το 1915 ως οι Ιππότες της Κου Κλουξ Κλαν, δίνοντας νέα πνοή σ’ αυτή την ετοιμοθάνατη οργάνωση. Ενώ η Κ.Κ.Κ. και άλλες τέτοιες ομάδες έχουν εκδηλώσει επίμονα επιθετικό αντισημιτισμό, το λιντσάρισμα του Φρανκ ήταν ‘μόνο’ το δεύτερο γνωστό λιντσάρισμα Εβραίου στις Η.Π.Α. και το μοναδικό στο οποίο το μίσος για τους Εβραίους ήταν το κεντρικό κίνητρο.[4] Αν και –όπως τουλάχιστον προκύπτει από τα στοιχεία– εμπλεκόταν και ο Μαύρος[5] επιστάτης Τζιμ Κόνλεϋ [Jim Conley], ο οποίος καταδικάστηκε σε ένα χρόνο ως συνεργός και παραδέχτηκε την ενοχή του για το φόνο στο δικηγόρο του, κατά τη διάρκεια και μετά τη δίκη του Φρανκ ο αντισημιτισμός σε πολλούς ντόπιους λευκούς χριστιανούς αναζωπυρώθηκε σε ένα επίπεδο δίψας για αίμα το οποίο προσωρινά –και πλέον ασυνήθιστα– ξεπέρασε την ικανότητά τους να ασκήσουν ρατσιστική βία.

Σχολιάζοντας τη φύση του αντισημιτισμού στις Η.Π.Α., ένας Εβραίος φίλος του Φρανκ παρατήρησε πως όταν ο Φρανκ μετακόμισε στην Ατλάντα, «η βία […] δεν πέρασε ποτέ απ’ το μυαλό του […] στο Νότο η βία επιφυλλασσόταν για τους Νέγρους».[6] Καμία σύλληψη δεν είχε γίνει στην Ατλάντα για τους βίαιους θανάτους δεκαοχτώ Μαύρων γυναικών κατά τη διάρκεια του ενάμισυ χρόνου που προηγήθηκε της δολοφονίας της Φάγκαν.[7] Κατά τη διάρκεια του μήνα μετά το λιντσάρισμα του Φρανκ, «τέσσερις Μαύροι λιντσαρίστηκαν στην Τζόρτζια· δύο μέρες μετά το λιντσάρισμα του Φρανκ, τρεις Μαύροι λιντσαρίστηκαν στην Αλαμπάμα».[8] Η βία την οποία φοβήθηκαν οι Εβραίοι στην Τζόρτζια ήταν μια ‘κανονική’ και συνεχής απειλή για τους Μαύρους πολίτες της περιοχής, από τους οποίους 1.100 λιντσαρίστηκαν ανάμεσα στο 1900 και το 1917.[9] Περίπου κατά την ίδια περίοδο, οι Φύλακες του Τέξας [Texas Rangers] «εκτέλεσαν, χωρίς τις νόμιμες διαδικασίες, έναν αριθμό ανάμεσα σε εκατό και τριακόσιους Μεξικάνους κατοίκους των συνοριακών κομητειών» μονάχα.[10]

Ο φόρος αίματος ανάμεσα στους έγχρωμους σ’ αυτή τη χώρα δεν περιορίζεται ούτε στο χρόνο ούτε στον τόπο. Η λεσβία Μπάρμπαρα Κάμερον [Barbara Cameron] με καταγωγή από τους Λακότα[11] [Lakota] εξηγεί το συνεχή πολιτικό ακτιβισμό της με τους [παρακάτω] όρους «ο θάνατος της Άννα Μάε Άκουας [Anna Mae Aquash] –μιας ιθαγενούς Αμερικανίδας αγωνίστριας για την ελευθερία– ‘μυστηριωδώς’ δολοφονημένης από μια σφαίρα στο κεφάλι· ο Ρέημοντ Κίτρινος Κεραυνός [Raymond Yellow Thunder] δολοφονήθηκε –αναγκασμένος να χορέψει γυμνός μπροστά σε μια λέσχη λευκών Βετεράνων των Πολέμων στο Εξωτερικό [Veterans of Foreign Wars] στη Νεμπράσκα· η Ρίτα Σιλκ-Νάουνι [Rita Silk-Nauni] –ισόβια φυλακισμένη επειδή προστάτεψε το παιδί της· ο αγαπημένος μου φίλος Μάνι Λούκας-Παπάγκο [Mani Lucas-Papago] –που πυροβολήθηκε στο πίσω μέρος του κεφαλιού του έξω από ένα γκέι μπαρ στο Φοίνιξ».[12] Η λίστα είναι ατελείωτη, διαφέροντας από κοινότητα σε κοινότητα. Δώδεκα Μαύρες γυναίκες δολοφονούνται σε μια περίοδο πέντε μηνών το 1979 στη Βοστώνη.[13] Μαύροι, Λατίνοι, Ιθαγενείς Αμερικάνοι φυλακισμένοι ή ύποπτοι πυροβολούνται από πίσω στη Νέα Υόρκη, τους πνίγουν ενώ τους έχουν φορέσει χειροπέδες στο Τέξας, ‘ανεξήγητα’ στραγγαλίζονται μέχρι θανάτου καθώς η αστυνομία του Λος Άντζελες ‘περιορίζει’ τον κάθε ύποπτο με κεφαλοκλείδωμα (οδηγώντας τον αρχηγό της αστυνομίας του Λος Άντζελες να προτείνει πως «οι μαύροι μπορεί να είναι πιθανότερο να πεθάνουν από κεφαλοκλείδωμα επειδή οι αρτηρίες τους δεν ανοίγουν τόσο γρήγορα όσο των ‘κανονικών ανθρώπων’.»).[14]

Αρκετά μίλια μακριά από το σπίτι μου στο Μπρούκλυν, τον Ιούνιο του 1982 μια ομάδα δεκαπέντε με είκοσι λευκών νεαρών επιτέθηκε σε τρεις Μαύρους εργάτες μέσων μαζικής μεταφοράς της πόλης της Νέας Υόρκης που είχαν σταματήσει για να φάνε κάτι σε μια λευκή γειτονιά στο δρόμο από τη δουλειά προς το σπίτι τους. Βρίζοντάς τους ρατσιστικά με το αληθινό πνεύμα ενός δολοφονικού όχλου, οι νεαροί κλώτσησαν μέχρι θανάτου τον Γουίλι Τουρκς [Willie Turks], εκείνον τον Μαύρο που δεν μπόρεσε να ξεφύγει.[15] Σε αντίθεση με σχεδόν όλες τις δολοφόνιες έγχρωμων, αυτή έλαβε μεγάλη προσοχή από τα λευκά μίντια της πόλης. Σοκαρίστηκα απ’ αυτό, ταυτόχρονα εξοργισμένη και αηδιασμένη. Ανοίγοντας το ραδιόφωνο, διάλεξα ένα πρόγραμμα στη μέση και άκουσα τη Μαύρη λεσβία ακτιβίστρια Τζοάν Γκιμπς [Joan Gibbs] από το σταθμό DARE να εκφράζει την οργή της που τόσοι πολλοί λευκοί είχαν ανταποκριθεί σ’ αυτό το συγκεκριμένο φόνο όταν, όπως είπε, αυτό συμβαίνει όλη την ώρα. Η αντίδρασή μου στη δολοφονία δεν άλλαξε. Αλλά πρόσθεσα σ’ αυτήν, όπως είχα κάνει πολλές φορές πρωτύτερα, μια περαιτέρω αίσθηση του προνομίου μου, ως ενός λευκού ατόμου, να μην βλέπω ότι «αυτό συμβαίνει όλη την ώρα». Μερικές μέρες αργότερα, σε μια πορεία διαμαρτυρίας στη Μαύρη γειτονιά κοντά στο σημείο που ο Τουρκς δολοφονήθηκε, ο αιδεσιμότατος Χέρμπερτ Ντότρυ [Herbert Daughtry], επικεφαλής του Ενωμένου Μαύρου Μετώπου [Black United Front][16], παρατήρησε: «Εάν είναι οι Μαύροι σήμερα, την επόμενη μέρα θα είναι οι Εβραίοι…»

Το κεντρικό ζήτημα εδώ είναι η φυσική επιβίωση το κεντρικό θέμα εν όψει τόσο της απροκάλυπτης βίας όσο και του καλυμμένου είδους, του είδους που εμποδίζει τους ανθρώπους να έχουν αρκετό φαγητό, αρκετή θέρμανση, αρκετή ιατρική περίθαλψη κι έτσι ακρωτηριάζει και σκοτώνει επίσης. Μια τέτοια βία δεν είναι το σύνολο οποιασδήποτε καταπίεσης. Ούτε η σχετική της απουσία καταργεί τον πόνο, τον κίνδυνο, την ιστορία, το φόβο άλλων πτυχών του ρατσισμού και της καταπίεσης των Εβραίων. Αλλά [μας] βοηθά να ορίσουμε πόσο κοντά είναι κάθε άτομο ή κάθε ομάδα στην αιχμή της καταπίεσης. Καθώς κοιτάζω τον αντισημιτισμό και το ρατσισμό όπως έχουν εκδηλωθεί στο παρελθόν, και όπως λειτουργούν σήμερα, η προσοχή μου επικεντρώνεται ξανά και ξανά στις φορές και στα μέρη που αυτή η αιχμή πιέζει μέσ’ στη σάρκα και κόβει μέχρι το κόκκαλο.

 

 

0151 – αντιφασιστικό περιοδικό ενάντια στην ελληνική πραγματικότητα

 

Διαβάστε τα κείμενα του περιοδικου για τον Μαξ Λέο Φρανκ:

DOES ANYONE REMEMBER LEO MAX FRANK?

“Ο αντισημιτισμός είναι η διεθνής γλώσσα του φασισμού (ναι, ακόμα και στην πιο ασφαλή χώρα της Διασποράς)” στο τεύχος 15.

 

Συνέχεια ανάγνωσης

0151 # 18

Οι ζωντανοί εβραίοι, οι μουσουλμάνοι και το ΥΠ.ΕΞ. (τρεις λόγοι που αναιρούν την ντεμέκ απολογία ενός πρώην φασίστα)

Ο Μάκης Βορίδης, νέος υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης, είναι σταμπαρισμένος ως φασίστας από τη φωτογραφία με το τσεκούρι στα φοιτητικά του χρόνια, όταν κυνηγούσε αριστερούς, αλλά και από τις ψηλές θέσεις που κατείχε σε εθνικιστικά κόμματα.[1] Εξάλλου, σε συνέντευξή του το 2002 είχε δηλώσει πως δε γνωρίζει αν τα Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών και το Ημερολόγιο της Άννας Φρανκ είναι ψεύτικα γιατί ο ίδιος δεν είναι… ιστορικός.[2] Μετά τον πρόσφατο διορισμό του σε υπουργική θέση, αρκετά δημοσιεύματα μετέφεραν τη δυσαρέσκεια δημοσιογράφων, κυβερνητικών παραγόντων του Ισραήλ αλλά και ελλήνων εβραίων για την υπουργοποίηση Βορίδη. Ο Βορίδης αντέδρασε με μια δημόσια ανακοίνωση, δηλώνοντας φιλο-Ισραηλινός και όχι αντισημίτης,[3] μια ατάκα για την οποία το Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο τον προέτρεψε να ακολουθήσει με πράξεις. Σε μια δεύτερη ανακοίνωσή του λίγο αργότερα, ο Βορίδης ανακοίνωσε επίσκεψή του στο εβραϊκό μουσείο, μίλησε για τη μνήμη του Ολοκαυτώματος και ζήτησε συγγνώμη για το ότι στο παρελθόν «καλλιέργησε σχέσεις με αρνητές του Ολοκαυτώματος», ότι έκανε δηλαδή τριάντα χρόνια κακές παρέες.[4] Το να πούμε ότι οι δηλώσεις Βορίδη είναι υποκριτικές θα μπορούσε να είναι αποτέλεσμα εμπάθειας, την οποία δεν έχουμε καμία πρόθεση να κρύψουμε, ωστόσο υπάρχουν και τρεις απλοί λόγοι που δείχνουν ότι ο Μάκης Βορίδης μας πουλάει τρέλα.

Ένα πράγμα είναι η εξωτερική πολιτική και ένα τελείως διαφορετικό ο αντισημιτισμός!
Ο καθένας μπορεί να καταλάβει βέβαια ότι το πρώτο σκέλος της πρώτης δήλωσης Βορίδη στις 15 Ιουλίου – περί της θετικής του προκατάληψης για το Ισραήλ – σε καμία περίπτωση δεν εξασφαλίζει την αλήθεια  του δεύτερου σκέλους της πρότασης –του ότι δεν είναι αντισημίτης – το οποίο είναι εξάλλου το υπό συζήτηση θέμα. Εξάλλου, από πλευράς Ισραήλ ή και από πλευράς των Ελλήνων Εβραίων, δεν τέθηκε ζήτημα εναντίον του Μάκη Βορίδη για το ότι «υποστηρίζει τους Παλαιστίνιους» ή «ότι δεν βλέπει το Ισραήλ με καλό μάτι», αλλά υποστηρίχθηκαν εναντίον του κατηγορίες περί αντισημιτισμού. Ο υπουργός Μάκης Βορίδης, λοιπόν, προέβη στην κλασική ακροδεξιά ντρίπλα για να πείσει πως στην ουσία η φιλο-εβραϊκότητα είναι αυταπόδεικτη λόγω της όψιμης συμπάθειας του προς το ισραηλινό κράτος, ένας ισχυρισμός που δεν είναι καν σωστός με βάση την κοινή λογική μιας και όπως γνωρίζει ο καθένας οι εβραίοι της Ελλάδας (και οι περισσότεροι εβραίοι στον κόσμο γενικά) ζούνε εκτός του κράτους του Ισραήλ. Ο δε αντισημιτισμός συνιστά ένα ιδιαίτερο ρατσιστικό μίσος που κατευθύνεται προς τους εβραίους ενώ η συμπάθεια ή εχθρότητα προς το Ισραήλ –που μοιράζονται διάφοροι δεξιοί και πλέον και αριστεροί πολιτικοί στην Ελλάδα – έχει να κάνει με απόψεις γύρω από την εξωτερική πολιτική του ελληνικού κράτους και άρα με τα υπολογιζόμενα, από αυτούς, οφέλη γύρω από την ελληνο-ισραηλινή φιλία, συμμαχία, η οποία μάλιστα είναι πολύ πρόσφατη.[5] Τα κράτη, εξάλλου, δεν έχουν φιλίες ή έχθρες αλλά έχουν συμφέροντα και με βάση αυτά αλλάζουν και οι «φιλίες» ή οι «έχθρες» τους. Οι εβραίοι της Ελλάδας αλλά και του κόσμου, από την άλλη, έχουν μετρημένους φίλους και ανυπολόγιστους εχθρούς.

Για να σας αποδείξω ότι δεν είμαι αντισημίτης,
σας δηλώνω πως είμαι αντι-μουσουλμάνος

Πλην των ζητημάτων εξωτερικής πολιτικής, τόσο μέσα από αυτό το περιοδικό όσο και εκτός, έχει τεθεί ξανά και  ξανά τόσο το ζήτημα της ακροδεξιάς φιλο-ισραηλινής στροφής μετά το 2001.[6] Ποιο είναι αυτό; Είναι η περίπτωση των εθνικιστών των δυτικών χωρών που υποδύονται τους φίλους του Ισραήλ για να αντιμετωπίσουν τους «κακούς μουσουλμάνους» (είτε των ισλαμικών χωρών είτε κυρίως των μουσουλμάνων μεταναστών στη Δύση). Δηλώνουν δηλαδή τη φιλία τους με το Ισραήλ (ή γενικόλογα με τους εβραίους) για να ξεσπάσουν στους Άραβες ή τους μουσουλμάνους. Κάνουν δηλαδή το αντίστροφο από αυτό που μας έχουν συνηθίσει οι αριστεροί αντισημίτες αντι-ιμπεριαλιστές. Ενώ οι αριστεροί μας λένε ότι είτε θα είσαι φιλο-εβραίος είτε φιλο-μουσουλμάνος για να υποστηρίξουμε κάθε θεοκρατικό και αντιδραστικό κράτος ενάντια στο Ισραήλ, οι δεξιοί λοιπόν υποστηρίζουν ευκαιριακά το Ισραήλ για να τους κάνει τη «λάτζα» στη Μέση Ανατολή, αντιμετωπίζοντας τους μουσουλμάνους. Αυτή η εξίσου αντισημιτική και αντι-μουσουλμανική στάση των Ευρωπαίων δεξιών και αριστερών, βέβαια, ευτυχώς δεν ανατρέπεται μόνο από δικά μας κείμενα. Ανατρέπονται πολύ καλύτερα από τις πάμπολλες πρωτοβουλίες εβραϊκών και μουσουλμανικών οργανώσεων που βρίσκονται σε απόλυτη σύμπνοια και αλληλεγγύη μεταξύ τους[7] και μας δείχνουν πως οι μειονότητες στη χριστιανική Δύση έχουν πολύ καλά υπόψη το πως σκέφτονται για αυτές οι πλειοψηφίες και ότι, τέλος πάντων, τα συμφέροντά επιβίωσής τους ως μειονοτικών κοινοτήτων δεν θα πραγματωθούν αν ταυτιστούν με τα συμφέροντα της ατζέντας της εξωτερικής ή της μεταναστευτικής πολιτικής των δυτικών κρατών. Αυτό, εξάλλου, είναι ένα μάθημα που μας διδάσκει και το ίδιο το Ολοκαύτωμα. Πως κανένα φιλελεύθερο δυτικό κράτος δεν πρόσφερε άσυλο στους εβραίους την ύστατη στιγμή, την εποχή που οι εβραίοι χρειάζονταν αυτό το άσυλο πιο πολύ από τον οποιονδήποτε.[8] Οι αντι-μεταναστευτικές πολιτικές που ακόμα στηρίζει ο Βορίδης, ο «εθνικο-φιλελευθερισμός» (sic) που ακόμα υποστηρίζει, οι εκατοντάδες δηλώσεις του εναντίον μη-ελλήνων στο παρελθόν και στο παρόν ανήκουν στην ίδια μαγιά που ώθησε «παλιούς» ομο-ιδεάτες του να συνεργήσουν στο έγκλημα των εγκλημάτων, πολύ συχνά στοχοποιώντας ή και εξοντώνοντας και υποκείμενα που θεωρούνταν με κάθε έννοια «φυλετικά κατώτεροι» ή και απλώς «ξένοι».

Οι φασίστες, γενικά, είναι υπέρ των νεκρών εβραίων.
Μολονότι στην Ελλάδα έχουν παρελάσει μεγάλα φασιστοειδή τα τελευταία χρόνια από τα μνημεία και τις τελετές μνήμης του Ολοκαυτώματος, αυτό φυσικά και μόνο το τυπικό γεγονός δεν μείωσε καθόλου τον βαθιά ενσταλαγμένο αντισημιτισμό τους. Ο Βορίδης, για παράδειγμα, κατηγορήθηκε για αντισημιτισμό πολύ πρόσφατα, μόλις το 2010-2012, όταν ήταν ξανά υπουργός και με αφορμή την υπόθεση της Λίστας Λαγκάρντ. Σε εκείνη την περίπτωση κατηγορήθηκε από τους συνεργάτες του Σαμπή Μιωνή πως έβγαλε το χαρτί της απόδοσης φταιξίματος στους «πλούσιους εβραίους» για την ελληνική κρίση –μια κατηγορία στην οποία –εδώ που τα λέμε- δεν θυμόμαστε να απάντησε και ποτέ.[9] Η απόδοση ευθυνών στους εβραίους για την κρίση είναι, φυσικά, ένα παμπάλαιο «πολιτικό» χαρτί που είχαν παίξει όλοι οι αντισημίτες της Ευρώπης με πρώτους διδάξαντες τους ναζί και το οποίο παίχτηκε αρκετά και μέσα στα πλαίσια της ελληνικής κρίσης από το 2010. Δεν ήταν φυσικά η πρώτη εμφάνιση αντισημιτισμού σε αυτή τη χώρα που η Anti-Defamation League με βάση έρευνες την κατατάσσει στις πλέον αντισημιτικές της Ευρώπης. Αλλά και χωρίς την ADL γνωρίζουμε το πλούσιο παρελθόν αντισημιτισμού στη χώρα που ζούμε.[10] Ε και με βάση όλα αυτά λέμε ότι το ντροπαλό «δεν είμαι αντισημίτης» (που ψέλλισαν ντροπαλά πολλοί έλληνες πολιτικοί όταν ήρθαν αντιμέτωποι με αυτή την κατηγορία από τη δεκαετία του 1920) όχι μόνο δεν αποτελούν κάποιου είδους ξεκαθάρισμα με αυτή την ντροπιαστική ελληνική παράδοση αλλά τη συνεπή αποσιώπηση και συνέχισή της.

Θα ήμασταν πολύ αφελείς, λοιπόν, για να πιστέψουμε ότι οι όψιμες λεκτικές απολογίες ενός αντισημίτη έχουν κάποιο αληθινό αντίκρισμα όταν τα μόνα πειστήρια με τα οποία συνοδεύονται είναι η όψιμη αγάπη του για το Ισραήλ τη στιγμή που (ω! του θαύματος) το ίδιο το ελληνικό κράτος πια συμμαχεί με το ισραηλινό, η δηλωμένη του αντι-μουσουλμανική, αντι-αραβική στάση και η γενικόλογη αναφορά του στη μνήμη των νεκρών εβραίων, την ίδια ώρα που οι ζωντανοί συνεχίζουν να τον κατηγορούν για αντισημιτισμό! Τα δύο πρώτα πειστήρια δείχνουν την ευκαιριακή σύμπλευση ή την ιδεολογική χρήση από πλευράς Βορίδη σε σχέση με την ελληνο-ισραηλινή συμμαχία, το τρίτο όμως δείχνει και το πώς ο ίδιος εργαλειοποιεί τη μνήμη του Ολοκαυτώματος ενώ συνέχιζε να ποντάρει άγρια και ως υπουργός το 2012 στις σύγχρονες πολιτικές χρήσεις του αντισημιτισμού.

Stepanyan TSP, 22.07.2019.
0151 – αντιφασιστικό περιοδικό ενάντια στην ελληνική πραγματικότητα

 

[1] Υπήρξε αρχηγός της Νεολαίας ΕΠΕΝ, του κόμματος που ίδρυσε ο πρώην δικτάτορας Γιώργος Παπαδόπουλος, θέση στην οποία διαδέχτηκε τον Νίκο Μιχαλολιάκο. Υπήρξε επίσης ιδρυτής και αρχηγός του Ελληνικού Μετώπου. Έπειτα, υπήρξε στέλεχος του κόμματος Λαϊκός Ορθόδοξος Συναγερμός του Γιώργου Καρατζαφέρη. Ο Βορίδης υπήρξε επίσης δικηγόρος των μελών της ένοπλης εθνικιστικής οργάνωσης Μέτωπο Απελευθέρωσης της Βορείου Ηπείρου.

[2] ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΣΥΝΕΡΓΑΣΤΟΥΜΕ ΟΛΟΙ ΟΣΟΙ ΑΓΑΠΑΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΜΑΚΗ ΒΟΡΙΔΗ ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ «ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΩΡΑ», Η συνέντευξη δόθηκε στον δημοσιογράφο Θεόδωρο Χατζηγώγο και δημοσιεύθηκε στα φύλλα της 17ης και 18ης Ιουνίου 2002 της εφημερίδας «Ελεύθερη Ώρα». http://archive.fo/NIyhW

[3] «Είμαι φιλοϊσραηλινός και όχι αντισημίτης», ΕΦΣΥΝ, Δημήτρης Ψαρράς, 15.07.2019.

[4] Ο Βορίδης στο Εβραϊκό Μουσείο για να αποδείξει ότι δεν είναι αντισημίτης, Documento, 21.07.2019.

[5] Το ελληνικό κράτος είναι από τα τελευταία δυτικά κράτη που αναγνωρίσανε το κράτος του Ισραήλ, μόλις το 1990. Μέχρι τότε αλλά και στη συνέχεια, μέχρι το 2010 και την κρίση στις τουρκο-ισραηλινές σχέσεις με αφορμή την υπόθεση του Mavi Marmara, οι εχθρικές κινήσεις και δηλώσεις εκπροσώπων του ελληνικού κράτους απέναντι στο Ισραήλ ήταν πολύ συχνές και πολλές από αυτές μπορούν να βρεθούνε εύκολα με ένα απλό ψάξιμο.

[6] Βλ. ‘Περί Ισλαμοφασισμού’ Μια επιστολή του Cafe Morgenland sto Terminal119 (2006), αντιφασιστικό περιοδικό 0151 ενάντια στην ελληνική πραγματικότητα, τεύχος 4, Φεβρουάριος 2015, σελ. 6-11. Οι νέοι «φίλοι» του Ισραήλ. Ξαφνικός Φιλοσημιτικός Έρωτας της Ευρωπαϊκής Ακροδεξιάς. Ιός της Ελευθεροτυπίας, 20.02.2005. How to Deal With Racist Leaders Who ‘Love’ Jews, Anshel Pfeffer, Haaretz, 19.09.2019.

[7] Τα παραδείγματα εβραϊκής και μουσουλμανικής αλληλεγγύης είναι πάρα πολλά. Από ανακοινώσεις και δωρεές που έχουν κάνει μουσουλμανικές ενώσεις στην Αγγλία και τη Γερμανία την τελευταία δεκαετία μέχρι και την πρόσφατη πανηγυρική ανακοίνωση του Κ.Ι.Σ.Ε. για την ανέγερση ισλαμικού τεμένους στην Αθήνα. Εξάλλου, δεν ξεχνάμε πως μουσουλμάνοι ήταν αυτοί που βοήθησαν στην κατάσβεση της φωτιάς από τον εμπρησμό της Συναγωγής Χανίων και τη σύλληψη των δραστών το 2010. Από την άλλη, πολλά μέτρα ακόμα και στα σύγχρονα δυτικά κράτη, ας πούμε μέτρα που παίρνουν οι κυβερνήσεις κατά του Κόσερ και του Χαλάλ φαγητού βρίσκουν τις διακριτές μουσουλμανικές και εβραϊκές κοινότητες σε συμμαχία. Και όλα αυτά, βέβαια, δείχνουν πως παρά τη διαφορά των θρησκευτικών αυτών κοινοτήτων, υπάρχουν μεταξύ τους και πολλά κοινά συμφέροντα.

[8] Είναι ενδεικτικό ότι στο συνέδριο του Εβιάν πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1938, εκπρόσωποι 32 χωρών βρέθηκαν για να συζητήσουν το ζήτημα της μετανάστευσης των εβραίων της Ευρώπης. Κανένα κράτος πλην του Άγιου Δομίνικου δεν δέχτηκε εβραίους μετανάστες. Για περισσότερα βλέπε https://www.jewishvirtuallibrary.org/evian-conference

[9] ‘Αντισημιτισμός: Δεξιά, Αριστερά και Επαναστατικά’, Antifa Negative, τεύχος 1, Μάρτιος 2013, σελ. 50-61. Ειδικά για την υπόθεση Μιωνή βλ. σελ. 54.

[10] Δηλαδή την εκκαθάριση των εβραίων της Πελοποννήσου, μια σειρά πογκρόμ μέσα στον 19ο αιώνα, από την Αθήνα μέχρι την Κέρκυρα, μια σειρά σκληρών αντι-εβραϊκών μέτρων και πογκρόμ κατά των εβραίων της Θεσσαλονίκης (μην ξεχάσουμε και την «κατά λάθος» αλλά πολύ βολική πυρκαγιά του 1917!), μια συντριπτική απουσία συμπαράστασης στη διάρκεια του Ολοκαυτώματος που αποτυπώνεται στο τεράστιο (86%) ποσοστό εξόντωσης του ελληνικού εβραϊσμού, την τεράστια λεηλασία και μη απόδοση των εβραϊκών περιουσιών εκ μέρους δοσίλογων, σιωπηλών κοινωνικών πλειοψηφιών και του ελληνικού κράτους, την απαλλαγή του Μέρτεν, τη συστηματική καλλιέργεια αντι-εβραϊκών αντιλήψεων αλλά και δράσεων εκ μέρους της (ακρο)δεξιάς, της (ακρο)αριστεράς, της Εκκλησίας και του Κράτους, την αθώωση Πλεύρη και το κανάκεμα κάθε αηδιαστικού αντισημίτη στην επικράτεια και χίλια δυο άλλα…

«Η γη σειόταν από την ανάσα των μισοπεθαμένων»

«Η γη σειόταν από την ανάσα των μισοπεθαμένων»
(κάποιες σημειώσεις για το πογκρόμ του Yedwabne της Πολωνίας τον Ιούλιο του 1941).

Το Γεντβάμπνε (Yedwabne) είναι μια πόλη της Πολωνίας που το 1941 είχε λίγο παραπάνω από 1.500 Εβραίους σε συνολικό πληθυσμό 4.000 ατόμων περίπου. Κατά τη συμφωνία ΕΣΣΔ-Γερμανίας, το Γεντβάμπνε ανήκε στη σοβιετική σφαίρα κατοχής. Οι σοβιετικοί με το ξέσπασμα του πολέμου μεταξύ των δύο δυνάμεων που είχαν μοιράσει την Πολωνία εγκατέλειψαν το Γεντβάμπνε στις 2 Ιουλίου του 1941. Οι Γερμανοί μπήκανε δύο μέρες αργότερα, στις 4 Ιουλίου. Έξι μέρες αργότερα, η συντριπτική πλειοψηφία των Εβραίων του Γεντβάμπνε είχε εξοντωθεί. Μαζί τους  και ακόμα 250 πρόσφυγες Εβραίοι που είχαν βρει προσωρινό καταφύγιο στην πόλη, κυνηγημένοι από διπλανές πόλεις και χωριά. Οι Γερμανοί φέρνανε μαζί τους το σχέδιο της Τελικής Λύσης του Εβραϊκού Ζητήματος, δηλαδή την εξόντωση όλων των Εβραίων της Ευρώπης. Ο αριθμός των έξι εκατομμυρίων νεκρών Εβραίων προέκυψε έτσι. Σιγά-σιγά. Παλιές γνωστές ιστορίες βέβαια τις οποίες κανένας, ειδικά στην Πολωνία, δεν είχε διάθεση να συζητήσει μέχρι που ένας Πολωνός καθηγητής του Πανεπιστημίου του Πρίνστον, ο Jan T.Gross έβγαλε το 2001, 60 ακριβώς χρόνια μετά, το βιβλίο του Γείτονες: η Καταστροφή της Εβραϊκής Κοινότητας του Jedwabne της Πολωνίας. Το βιβλίο του Gross μιλούσε για 1.600 δολοφονημένους Εβραίους στο Γεντβάμπνε, ωστόσο αυτό που ταρακούνησε την Πολωνία ήταν ο ισχυρισμός του καθηγητή ότι η εξόντωση των Εβραίων δεν είχε γίνει από τους Γερμανούς, όπως όλοι πιστεύανε μέχρι τότε, αλλά από τους ίδιους τους Πολωνούς του Γεντβάμπνε, μολονότι οι τελευταίοι είχανε κάθε ενθάρρυνση από μια μονάδα των Γερμανών και κάποιους ανθρώπους της Γκεστάπο.

Η Πολωνία αντέδρασε ψύχραιμα απέναντι σε αυτό τον ισχυρισμό. Σύστησε μια δική της ομάδα ιστορικών που δουλέψανε για το Πολωνικό Ινστιτούτο Εθνικής Μνήμης (IPN) και συμπέραναν μετά από δύο χρόνια έρευνας (2001-2003) πως οι Εβραίοι που θανατώθηκαν στη συγκεκριμένη πόλη ήταν περίπου 340 άτομα, ο δε αριθμός των 1.500 δολοφονημένων που είχε προκύψει κατά τη διάρκεια μιας δίκης το 1949 για τη συγκεκριμένη σφαγή χαρακτηρίστηκε ψευδής, αφού ειπώθηκε ότι οι υπηρεσίες της κομμουνιστικής Πολωνίας, όταν έκαναν έρευνα για τη σφαγή, πραγματοποίησαν βασανιστήρια και απέσπασαν ομολογίες για εγκλήματα που δεν είχαν διαπραχθεί. Ο Gross λοιπόν έγραφε έναν τελείως διαφορετικό αριθμό δολοφονημένων και απέδιδε πρωτεύοντα ρόλο στους Πολωνούς γείτονες θύτες ενώ η κρατική έρευνα μείωνε τους δολοφονημένους Εβραίους στο ένα-πέμπτο και απέδιδε στους Γερμανούς την έμπνευση του εγκλήματος, μειώνοντας τον αριθμό των Πολωνών θυτών στα 40 άτομα. Ένα δεδομένο στο οποίο συμφωνούσαν και οι δύο έρευνες ήταν πως ο δήμαρχος της πόλης Marian Karolak και η γερμανική χωροφυλακή έδωσαν την εντολή να περικυκλωθεί ο αχυρώνας της πόλης όταν οι Εβραίοι βρίσκονταν μέσα σε αυτόν. Τι έγινε εκείνη τη μέρα; Η πρώτη ομάδα των Εβραίων εκτελέστηκε επί τόπου και θάφτηκε σε λάκκους που είχαν θαφτεί δίπλα στον αχυρώνα. Η δεύτερη και τελευταία ομάδα Εβραίων απανθρακώθηκε μέσα στον αχυρώνα στον οποίο βάλανε φωτιά. Μια λεπτομέρεια που διαβάσαμε σε ένα άρθρο εφημερίδας: Οι κατοχικές αρχές είχαν ζητήσει, λέει, από τους προεστούς του χωριού να αφήσουν τουλάχιστον μία οικογένεια Εβραίων από κάθε επάγγελμα. Οι Πολωνοί αρνήθηκαν: είχαν αρκετούς δικούς τους τεχνίτες να κάνουν τη δουλειά τους.

Κατά την 60η επέτειο του μακελειού, το 2001, ο Πολωνός πρόεδρος Aleksander Kwasnieski μίλησε σε ειδική τελετή στο Jedwabne –μια τελετή ωστόσο που μποϊκοτάρανε οι κάτοικοι της πόλης– όπου απολογήθηκε για το έγκλημα «στο όνομα αυτών που πιστεύουν πως δεν μπορεί κανείς να είναι περήφανος για τη δόξα της Πολωνικής ιστορίας χωρίς να νιώθει πόνο, ταυτόχρονα, και ντροπή για τα κακά που προξένησαν Πολωνοί σε άλλους». Ένα μνημείο αποκαλύφθηκε επίσης για χάρη της μνήμης των Εβραίων που δολοφονήθηκαν και κάηκαν ζωντανοί στο σημείο, αν και στο μνημείο δεν διευκρινιζόταν ποιοι ακριβώς ήταν οι δολοφόνοι.

Το 2005 η Πολωνή δημοσιογράφος Anna Bikont στο βιβλίο της Το Έγκλημα και η Σιωπή έγραψε μια αφήγηση των γεγονότων σε πρώτο πρόσωπο αφού πρώτα πήρε συνεντεύξεις από επιζώντες, θύτες, απαθείς παρατηρητές και τους απογόνους τους. Εκεί δεν αφήνεται κανένα περιθώριο παρερμηνείας. Οι σύγχρονοι Πολωνοί κρύβουν τις ειδεχθείς πράξεις τους πίσω από την αφήγηση πως το Ολοκαύτωμα ήταν γερμανική δουλειά. Πως η Πολωνία κατακτήθηκε και θυματοποιήθηκε τόσο από τους Γερμανούς όσο και τους Σοβιετικούς.  Ωστόσο, η Bikont δείχνει πως ο αντισημιτισμός δεν ήταν καθόλου ξένος στους κατοίκους της πόλης, στην τοπική τους λογοτεχνία, στις εκδόσεις της Εκκλησίας πριν τον πόλεμο, στα μποϊκοτάζ στους Εβραίους εμπόρους της πόλης πριν τον πόλεμο και στις λαϊκές ρήσεις που διαδίδονταν παντού. Οι γονείς έλεγαν στα παιδιά τους: «αν δεν πέσεις για ύπνο, οι Εβραίοι θα σε λιώσουν και θα σε κάνουν ψωμί για το Πάσχα τους». Αυτά βέβαια δεν συνέβαιναν μόνο στο Yedwabne αλλά και στο Wasosz και το Radzilow όπου επίσης οι Πολωνικοί όχλοι βίασαν, λήστεψαν, βασάνισαν και δολοφόνησαν Εβραίους, καθώς και σε άλλες 25 πόλεις και χωριά της Πολωνίας. Στο Γεντβάμπνε μόνον 7 Εβραίοι επέζησαν από τους 1.600. Ο Radoslaw J. Ignatiew, ένας εισαγγελέας που ήταν επικεφαλής της έρευνας για το πογκρόμ εκ μέρους της Πολωνικής κυβέρνησης είπε στη Bikont ότι κατά την έρευνά του βρήκε μπροστά του τόσο αντισημιτισμό που απορούσε αν οι Πολωνοί βύζαιναν τον αντισημιτισμό μαζί με το γάλα της μαμάς τους.[1]

Σύμφωνα με την έρευνα της Bikont, οι Εβραίοι του Γεντβάμπνε πριν μπούνε στον αχυρώνα, αναγκάστηκαν να πέσουν στα τέσσερα και να τρώνε το τριφύλλι που είχε ανθίσει ανάμεσα στο πλακόστρωτο. Έπειτα με πιρούνια να βγάζουν τις πέτρες του πλακόστρωτου. Έπειτα, κάποιοι από αυτούς δέθηκαν σε κάρα και άλογα και σέρνονταν μέσα από τους δρόμους της πόλης. Τα μωρά παίρνονταν από τις αγκαλιές των μανάδων τους και σφάζονταν μπροστά στα μάτια τους. Στη Συναγωγή οι Εβραίοι υποχρεώθηκαν να καταστρέφουν τα ιερά τους βιβλία και παράλληλα να τραγουδάνε. Στο Radzilow κάποια πτώματα πετάχτηκαν σε έναν λάκκο που χρησιμοποιούταν για το πήξιμο γαλακτοκομικών προϊόντων. Ένας μάρτυρας των γεγονότων δήλωσε «πως η γη σειόταν» από την ανάσα των μισοπεθαμένων. Όσοι δεν εμπλέκονταν άμεσα στη βία, απλώς λεηλατούσαν. Μια αγρότισσα στο Radzilow ξέσκιζε τα ρούχα των Εβραίων γυναικών, καθώς τουφεκίζονταν γυμνές δίπλα στο λάκκο. Μια Πολωνή παραδέχτηκε ότι έκλεψε και έσκισε τους κυλίνδρους της Τορά γιατί ήταν διαδεδομένη αντίληψη «ότι εκεί ήταν κρυμμένα δολάρια». Αφού οι Εβραίοι σπρώχτηκαν μέσα στον αχυρώνα, οι κάτοικοι τον περικύκλωσαν με δρεπάνια, ρόπαλα, μαχαίρια και πέτρες. Όποιος έτρεχε έξω από τον φλεγόμενο αχυρώνα, δολοφονούταν με αυτά τα όπλα.

 

Φωτογραφία από τον αχυρώνα

 

Ακόμα και σήμερα ωστόσο, οι κάτοικοι αρνούνται κατά πλειοψηφία τη συμμετοχή τους στα μακελειά αυτά. Οι νέοι κάτοικοι των πόλεων αυτών βλέπουν πως όλος αυτός ο λόγος για τα πογκρόμ, χαλάει το όνομα των περιοχών τους. Οι παλιοί επιμένουν πως οι Γερμανοί τα κάνανε όλα αυτά, αν και υπάρχουν τόνοι αποδεικτικών για το αντίθετο. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι υπεύθυνος των πογκρόμ ήταν ένας Εβραίος Ναζί αξιωματικός που προσπαθούσε να κρύψει την ταυτότητά του. Άλλοι κατηγορούνε τους Εβραίους γείτονες ότι συνεργάστηκαν με τους Σοβιετικούς και φέρθηκαν άσχημα στους Χριστιανούς. Όσο για τον Πολωνό πρόεδρο που το 2001 αναγνώρισε το πογκρόμ, κάποιοι κάτοικοι λένε ότι πρόκειται για μια μαριονέτα του διεθνούς εβραϊσμού. Ένας ντόπιος δάσκαλος που παρακολούθησε ένα πρόγραμμα δύο εβδομάδων στο Μουσείο του Ολοκαυτώματος των Η.Π.Α. επέμενε ότι οι Πολωνικοί όχλοι το 1941 εκτελούσαν απλώς εντολές των Γερμανών και ότι οι σύγχρονοι επικριτές τους απλά «βγάζουν λεφτά» από την αντιπαράθεση γύρω από το Γεντβάμπνε.

Το 2009 ο Πολωνός θεατρικός συγγραφέας Ταντέους Σλομπότζιανεκ έγραψε το έργο «Η Τάξη μας» το οποίο είναι εμπνευσμένο από το πογκρόμ του Γεντβάμπνε. Το 2016 η Υπουργός Παιδείας της Πολωνίας δήλωσε στα ΜΜΕ πως η υπόθεση του Γεντβάμπνε είναι περίπλοκη και δύσκολο να εξακριβωθεί τι ακριβώς έγινε, ενώ λίγο αργότερα σε νέες της δηλώσεις απαξίωσε την ιστορική έρευνα του Jan Gross ως μεροληπτική. Το 2018 η Πολωνία πέρασε έναν νόμο που προβλέπει ποινική δίωξη για όποιον δηλώσει δημόσια ότι η Πολωνία ήταν συνυπεύθυνη σε ναζιστικά εγκλήματα. Τον Μάρτιο του 2019 η Γενική Εισαγγελία της Πολωνίας δήλωσε πως η εκταφή των οστών των Εβραίων του Γεντβάμπνε δεν θα συνεισφέρει σε τίποτα σε σχέση με την έρευνα για το τι έγινε στη μικρή πολωνική πόλη και άρα ότι δεν έχει νόημα να γίνει. Τα σπίτια των Εβραίων του Γεντβάμπνε ανήκουν πλέον στους γείτονές τους. Δώδεκα κάτοικοι της πόλης καταδικάστηκαν από τα Πολωνικά δικαστήρια το 1949, ένας από αυτούς σε θανατική ποινή.

 

* * *

 

Το Ολοκαύτωμα δεν είναι μόνο το Άουσβιτς αλλά αυτό μαζί με τα μικρά και μεγάλα εγκλήματα σαν το Γεντβάμπνε. Το Ολοκαύτωμα δεν το κάνανε μόνο οι Γερμανοί αλλά και οι κατά τόπους αντισημίτες που βρήκαν χρόνο και χώρο να πραγματώσουν τα πατροπαράδοτα χριστιανικά κηρύγματα μίσους με γερμανική υποστήριξη και ενθάρρυνση ή και χωρίς. Εκείνοι που είδαν τον πόλεμο και τη γενοκτονία των εβραίων σαν ευκαιρία για να βρουν σπίτι, ρούχα, χρήματα, ζώα ή απλά για χάρη της ψυχικής τους απόλαυσης. Το Ολοκαύτωμα δεν θα πραγματωνόταν αν ο ανθρώπινος πολιτισμός δεν είχε «προχωρήσει» τόσο ώστε να βρει την κατάλληλη μορφή πολιτικής οργάνωσης του κράτους, δηλαδή της δύναμης που έχει την ικανότητα να οργανώνει γενοκτονίες, και την κατάλληλη μορφή οικονομικού συστήματος, του καπιταλισμού, δηλαδή του συστήματος που επέτρεψε την ανάπτυξη των καλύτερων μέσων παραγωγής πτωμάτων, όλα αυτά χτισμένα μέσα σε μια ήπειρο που είχε ποτιστεί για αιώνες με χριστιανικό δηλητήριο. Ο αντισημιτισμός, όμως, υπήρξε η κινητήρια δύναμη αυτών των εγκλημάτων, το λίπασμα για το χτίσιμο της μετέπειτα εθνικής ομόνοιας, η βενζίνη για να συνεχίσουν οι μηχανές να δουλεύουν και μετά, σαν να μην υπήρξε ποτέ το Άουσβιτς. Με τον αντισημιτισμό δεν παίζουμε. Τον ξεριζώνουμε είτε πρόκειται για δεξιούς είτε για αριστερούς αντισημίτες. Είμαστε εδώ για να τηρούμε το καθήκον της αντιφασιστικής μνήμης. Είμαστε εδώ για να μην ξαναγίνει.

Ο Πολωνός καλλιτέχνης Rafal Betlejemski καίει έναν αχυρώνα στη μνήμη του πογκρόμ του Jedwabne.

 

0151, αντιφασιστικό περιοδικό ενάντια στην ελληνική πραγματικότητα

10 Ιουλίου 2019

 

υγ. Για τη συγγραφή του άρθρου χρησιμοποιήσαμε κυρίως δύο άρθρα της ισραηλινής εφημερίδας Haaretz: «Πολωνοί γείτονες σφαγιάσανε τους Εβραίους του Jedwabne», David B.Green, 07.2013) και «Η Πόλη της Πολωνίας που αρνείται να αντιμετωπίσει το αντισημιτικό της Παρελθόν», του Rafael Medoff (09.2015) τα οποία μπορούν να βρεθούν στο ίντερνετ.

[1] Ο πρώην πρωθυπουργός του Ισραήλ Yitzhak Shamir [το 1989] επανέλαβε αυτά τα λόγια του Πολωνού εισαγγελέα, και προκάλεσε μέσα στο 2019 διπλωματικό επεισόδιο μεταξύ Πολωνίας και Ισραήλ.

0151 # 17

Που θα βρείτε το 0151 και τις εκδόσεις του

        Σημεία διανομής του περιοδικού και των εκδόσεων
  • Αθήνα
    Βιβλιοπωλείο Αλφειός, Χαριλάου Τρικούπη 22
    Βιβλιοπωλείο Ναυτίλος, Χαριλάου Τρικούπη 28
    Κατάληψη Πραποπούλου, Χαλάνδρι.
    Περίπτερο στην πλατεία Εξαρχείων, Στουρνάρη και Σπύρου Τρικούπη γωνία
    Ψιλικατζίδικο στη Βαλτετσίου 50-52
  • Θεσσαλονίκη
    Βιβλιοπωλείο Κεντρί, Δημητρίου Γούναρη 22, Ναυαρίνου
    Ποέτα Συνεταιριστικό Βιβλιοπωλείο Καφέ, Αριστοτέλους 34
  • Πάτρα
    Στέκι Ανατόπια
  • Ιωάννινα
    Βιβλιοπωλείο Αναγνώστης, Πυρσινέλα 11
  • Χανιά
    Κατάληψη Rosa Nera Λοφός Καστέλι, παλιό λιμάνι
  • Αλεξανδρούπολη, Βόλο, Δράμα, Λάρισα, Ρέθυμνο, Χαλκίδα και άλλα σημεία διανομής στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη στείλτε μας στο 0151@espiv.net