Παραβιάσεις του εθνικού γλωσσικού χώρου της ελλάδας!

13510858_1149289318465574_987533724589111745_n

Eντωμεταξύ, οι αριστεροπατριώτες αντιρατσιστές και εθνικόφρoνες αντιφασίστες έχουν απηυδήσει άγρια με τον “γερμαναρά” =D που τους μίλησε ρατσιστικά μέσα στο ίδιο τους το σπίτι, το “μεγαρο μαξιμου”. Διότι, “βρομιάρηδες” τους έχουν ξανα-αποκαλέσει μεν, αλλά στο εξωτερικό τις πρώτες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα, όχι στη χώρα τους και μάλιστα τα τελευταία 25 χρόνια με την απόλυτη εδραίωση του ρατσισμού στην ελληνική κοινωνία. Εδώ, μαθήματα ρατσισμού δίνουν μόνο, δεν δέχονται. Το τι κατάρες και αγανάκτηση ακούω, δεν λέγεται.

Απόδειξη της ελληνοψυχίας που διέπει όλο το φάσμα των απομιμητών του υγιούς λαϊκού συναισθήματος ως κυρίαρχους στυλοβάτες της ελληνικής κοινωνίας, είναι η εθνική συσπείρωση που σάρωσε όποιο άλλο ζήτημα παίζει αυτή τη στιγμή στην επικαιρότητα. (καλά, για το γεγονός ότι στην Ελλάδα ένα άτομο από το Μπαγκλαντές δεν τολμάει να ξεμυτίσει μέχρι το φούρνο για ψωμί, δεν χρειάζεται να πω κάτι· φτάνει μια κλανιά on air του Πρετεντέρη για να το σκεπάσει.)

Ένας άλλος πήρε τη σκυτάλη απ’ αυτούς που έχουν συνδυάσει κατ’ αποκλειστικότητα τις λέξεις “Αλβανός, Πακιστανός, Ινδός, Νιγηριανός κλπ” με τη μιαρότητα. Κάποιος τόλμησε να πάρει τη σκυτάλη από τους φασίστες αγκιτάτορες από τα χείλη των οποίων κρέμεται το ποίμνιο, όπως τον Μυλωνάκη στη Μεσσηνία. ‘Άσε κάτω την ρατσιστική σκυτάλη, τοκογλύφε!’

Προφανώς βέβαια, ο πρώην υπουργός, δεν έβρισε τον άνθρωπο, αλλά την ελληνική τού καταγωγή. Ο άνθρωπος-φωτορεπόρτερ (θα μπορούσα να είμαι κι εγώ στη θέση του) έγινε απλώς ο αγωγός να διοχετευθεί η δυσάρεστη αίσθηση σε όσους, όλα αυτά τα χρόνια που είμαστε εδώ, αυτοπροσδιόριζονται ως έλληνες και μάς συστήνονται ως περήφανοι για αυτό. Ακόμα και στους κύκλους των αντιρατσιστικών επιχειρήσεων που έχουν κάνει παντιέρα το κλισέ “η καταγωγή είναι ένα τυχαίο γεγονός” – από ό,τι φαίνεται, αναφερόμενοι ΠΑΝΤΑ στους Αλλιώτικους – βλέπω μια διάχυτη σύγχυση. Καμία ντροπή. Μόνο αυτοπεποίθηση. Δεν βλέπω καμία διάθεση να συνειδητοποιήσουν το μέγεθος της σαπίλας και της φασιστικοποίησης τούτης εδώ της χώρας, που ξεκινάει ήδη από τα σχολεία που λειτουργούν ως φυτώρια ελλήνων (δεν χρειάζεται να προσθέσω “ρατσιστών”· για τους ξένους, “ελληνας” δεν σημαίνει κάτι άλλο).

Ας μάθουν λοιπόν και οι έλληνες πως κάλλιστα η λέξη “βρομιάρης” (με όλη την αρνητική χροιά, ξέρουν αυτοί!) μπορεί να μπει δίπλα και στην δική τους εθνική ταυτότητα όπως ακριβώς την κόλλησαν κι αυτοί στη δική μας τόσα χρόνια που πλέον ακούγεται φυσικό. Να την ακούσουν από υπολογίσιμα χείλη, μπας και τη συνηθίσουν. Αυτοί που μας ανάγκασαν να μιλάμε “τέλεια” τα ελληνικά για να μη φαινόμαστε (γιατί άραγε να μη φαινόμαστε;). Αυτοί που μας έχουν κάνει να μιλάμε χαμηλόφωνα την δική μας γλώσσα. Αυτοί που έχουν κάνει τους πιο υποψιασμένους από εμάς να τρέχουν να κρυφτούν σαν τα ποντίκια μόλις δούνε οχλοσυνάξεις με ελληνικές σημαίες και κάθε λογής εθνόσημο. Που μας έχουν κάνει να αναρωτιόμαστε όχι γιατί κάποιος είναι ρατσιστής, αλλά γιατί δεν είναι.

“Για να το πούμε απλά, αργά και καθαρά για να το κατανοήσουν ακόμη και οι ελαρ/ελαν:

Για ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού στην Ελλάδα ισχύουν φασιστοειδείς συνθήκες επιβίωσης, δουλεμπορικές σχέσεις εργασίας, φυλετικοί διαχωρισμοί, εξευτελιστικοί όροι διαβίωσης, στιγματισμός. Αυτές οι σχέσεις βίας δεν θα μπορούσαν να αντέξουν ούτε μια μέρα, αν δεν υποστηρίζονταν με πολυποίκιλους τρόπους από την απόλυτη πλειοψηφία του ελληνικού λαού συμπεριλαμβανόμενων και των πρωτοποριών του, είτε αυτοί λέγονται καθεστωτική αριστερά, είτε αντιεξουσιαστές, είτε αναρχικοί.”

Ε, γι’ αυτά και χιλιάδες άλλα πράγματα, η ηθική ικανοποίηση είναι τεράστια κι ας έρχεται από το στόμα ενός τύπου που μας είναι αδιάφορος εώς εχθρικός. “Δεν ήταν σίγουρα μόνο δική μας η χαιρεκακία. Ίσως κάποιο χαμόγελο να έσκασαν και όσες πέρασαν από αυτά τα μπουντρούμια και χαράμισαν τη ζωή τους εκεί εξαναγκασμένες στην πορνεία και σε βασανισμούς, εξαναγκασμένοι άλλοι σε μεροκάματα σκλαβιάς και ρατσιστικές επιθέσεις.”

Το να ειπωθεί δημόσια μια προσβολή για την εθνική ταυτότητα της αριθμητικής και ιδεολογικής υπεροχής που ο δυσώδης ρατσισμός αποτελεί συστατικό κομμάτι της, δεν είναι παρά μια πράξη ανθρωπισμού. Κάθε δράση ενάντια στην κοινωνική-πολιτισμική-πολιτική συνοχή αυτής της χώρας και κάθε έκφραση που επηρεάζει ή ζημιώνει την αρμονία των ελλήνων, δεν είναι τίποτε άλλο από μια έκφραση τρυφερότητας.

Μα ο Γερμανός εξυπηρετεί πολιτικές λιτότητας.” Ασφαλώς και εξυπηρετεί κάτι για να βρίσκεται στο Μέγαρο Μαξίμου, όπως κι εγώ εξυπητετώ έναν ανθελληνικό αντιφασισμό (μιας και πιστεύω πως είναι ο μόνος συνεπής αντιρατσισμός που παρέχει στοιχειώδη ασφάλεια στους ξένους) κι εσείς παριστάνετε τον στυλοβάτη της εθνικής ομοψυχίας. Δεν ξέρω τι αποτέλεσμα θα έχει η φράση του πρ. υπουργού σε διπλωματικό επίπεδο, οι (ΕΛΛΗΝΕΣ πανω απ´ολα) αντιρατσιστές πάντως φαίνονται οι πιο αποτελεσματικοί. Τα εθνικά τούς αντανακλαστικά ευθυγραμμίστηκαν τέλεια με όλο το φάσμα των ελλήνων που επλήγησαν μέσα στο ίδιο τους το σπίτι. “Να τού ‘κανε μήνυση.” Εννοείται. Να βλέπαμε επιτέλους και στα δικαστήρια της ελληνικής δικαιοσύνης την εθνική ομοψυχία αντιρατσιστών και χρυσαυγιτών που έχουν ήδη επιδείξει και στους διαδικτυακούς τους βόθρους. Τέρμα η υποκρισία. Ένα μέτωπο. Πρώτα οι έλληνες προλετ-άριοι.

Ο πιο θεμιτός, για εμάς, αντιρατσισμός είναι αυτός που αποδυναμώνει και διαταράσσει την πορεία της ντόπιας πλειοψηφίας ενισχύοντας ταυτόχρονα την ταυτότητα των Αλλιώτικων. Ο ανθελληνικός λόγος που εκσφενδονίζεται με ορμή ενάντια στα όσα οι καθημερινοί ρατσιστές μας τρίβουν στα μούτρα με το καλημέρα σας μπορεί να ‘ναι το πιο αγνό πράγμα στο κόσμο, και μάλιστα όταν μέσα στο καθιστικό της ελληνικής οικογένειας στρέφει το ίδιο της το κανονιστικό όπλο ενάντια στο πρόσωπό της, δεν είναι παρά μια στιγμή δικαίωσης.

Θα δυσφημούμε αυτή τη χώρα παντού και πάντα, όσο τα ρατσιστικά εγκλήματα και προπάντων η προετοιμασία τους θα είναι υπαρξιακό κομμάτι της ελληνικής καθημερινότητας.

Ας εγκαταλείψουμε όμως την σφαίρα των λογοκλοπών και ας στραφούμε ξανά στο γνήσιο: Λαϊκή αγορά Καλαμάτας, 29/6. Σταματάω σ ´έναν πάγκο με βερίκοκα. Συγκριτικά, καλή τιμή. Τρία-τέσσερα μεσήλικα άτομα ξεδιαλέγουν με εμφανή οικειότητα (σωματική/φραστική) ανάμεσά τους. Ψιλοφωνάζουν με τόνο περηφάνιας στη φωνή τους και ταυτόχρονα ρίχνουν κλεφτές ματιές γύρω τους προς αναζήτηση επιβεβαίωσης από τους (σε πολύ κοντινή απόσταση) περαστικούς. Μου μπαίνουν υποψίες. Είκοσι χρόνια ασφυκτικής ελληνικής εμπειρίας είναι αυτά. Πλησιάζω και  “…είναι έλλην, αλλά έχει… μπακλαντέζους σαπέρα!” (η κουβέντα αφορά κάποιον παραγωγό βερίκοκων και την -σε εξέλιξη- συνομωσία, το σαμποτάζ εναντίον του) Η στάνταρ οσμή του ελληνορατσισμού μπουκώνει τα ρουθούνια μου. Οι κρατικές κατασταλτικές υπηρεσίες κάθε λογής μπάτσων και παροχής αδείας παραμονής/εργασίας και διασυρμού, φαντάζουν γελοία μπροστά σ ´αυτή τη λαίλαπα ελληνοαίματων κυρ Αντώνηδων και κυρά Ελένηδων που απαρτίζουν και συγκροτούν τα θεμέλια των φυλετικών διαχωρισμών και εξευτελιστικών ορολογιών. Η αποθέωση της τελεολογίας και του ετεροκαθορισμού έρχεται με το παράπονο για τους προδότες πολιτικούς να διέπει την κουβεντούλα τους. “… πρώτα οι έλληνες, ρε ξεφτίλες” φτύνει συμπληρωματικά στο αυτί μου ο διπλανός μου και ο έμπορας κουνάει το κεφάλι του καταφατικά. Με κοιτάει. Βλέπει ότι δεν συμμετέχω με κανέναν τρόπο και (σωστά) σκέφτεται ότι “μπορεί” να είμαι εχθρός τους.

Ένας (τουλάχιστον) έλληνας σκιτσογράφος έτρεξε να παρομοιάσει τον Γερμανό πρώην υπουργό με τους Ναζί (τι πρωτότυπη σχετικοποίηση του ναζισμού για τους έλληνες γελοιογράφους!) και, μιας και ο ναζισμός είναι ταυτόσημος με την εξολόθρευση των Εβραίων, ίσως κάποιοι νιώσουν σαν τους εβραίους, ε; Βολικό ακούγεται… “είμαστε θύματα, όχι θύτες”!

Τόσα χρόνια, όμως, παρατηρούμε πως «συζητήσιμο θέμα» για την απόλυτη πλειοψηφία του “αντιρατσιστικού” κινήματος γίνεται μόνο όταν ο έλληνας αυτοπροσδιορίζεται ως “εθνικιστής, Χ.Α.,” κ.λ.π. δημόσια, και αμέσως χαρακτηρίζεται ως “τρελός, χαζός, τραμπούκος, ανιστόρητος, παραστρατημένος, αίλλινας” κλπ.. Καμία σύγκριση με κάποια μοναδική ιστορική κτηνωδία. Ευτυχώς δηλαδή. Διότι απλώς “έλληνα” να τον πεις, αρκεί για να κάνεις την πλέον αντικειμενική περιγραφή της αθλιότητας και βαρβαρότητας που τον διέπει.

Το ότι τα οικογενειακά τραπέζια των ελλήνων, οι χώροι εργασίας, τα μμμ, το σχολείο κλπ έχουν ως στάνταρ οσμή την μπόχα του ρατσισμού από τους συγγενείς, φίλους κ γνωστούς των αντιρατσιστών που βρίσκουν στοργή και μέριμνα από το περιβάλλον τους, μάλλον είναι μόνο σε εμάς γνωστό. Σ αυτόν τον βρωμότοπο, όσων το πνεύμα τους δεν προδίδει υποτυπώδη ντροπή ώστε το μυαλό, η σκέψη, η φαντασία, το συνειδητό αλλά και το ασυνείδητό τους να μην σκεπάζεται πλήρως από τη γαλανόλευκη, είναι τουλάχιστον συνένοχοι.

Η Χ.Α. είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Από κάτω της βρίσκεται ένας τεράστιος ιστός ελληνικής βιοεξουσίας που στηρίζεται από την απόλυτη πλειοψηφία του ελληνικού λαού. Όπως έγραφαν πριν λίγα χρόνια οι Cafe Morgenland: είναι “ενα πλέγμα έμμεσων και άμεσων μηχανισμών που δουλεύει ρολόι ενάντια σε άτομα που έχουν προ πολλού στιγματιστεί σαν οι «κακοί» του καιρού μας.”

Ο ρατσισμός όμως εδώ πέρα σαν κοσμοθεωρία είναι κομμένος και ραμμένος για τις επιδιώξεις της εθνικιστικής και ξενοφοβικής συγκρότησης του έλληνα πολίτη. Το ίδιο συμβαίνει και στα μέρη μας (aka Μεσσηνία), η άνοδος της Χ.Α., πότε με το πρόσωπο του νεοναζισμού – πότε με αυτό κάποιας “πρωτοβουλίας πολιτών”, γίνεται εις βάρος των μεταναστών και Ρομά, όχι “των φτωχών ντόπιων κομμουνιστών” ή άλλων ελλήνων…

Οπότε, το ξαναγράφουμε για χιλιοστή φορά, μέσα σε κάθε έλληνα κρύβεται ένας ρατσιστής! Αδιαμφισβήτητα ο μόνος θεμιτός και συνεπής, για εμάς, αντιφασισμός που αντιτίθεται στο ρατσισμό και μας κάνει να νιώθουμε στοιχειώδη ασφάλεια, είναι ο ανθελληνικός αντιφασισμός και σαφώς η καθολική απόρριψη της κυρίαρχης εθνικής ιδεολογίας για την καταρράκωση του περήφανου έλληνα πολίτη.

… η συνέχεια όμως, του τι έγινε στον πάγκο με τα βερίκοκα, είναι μια άλλη ιστορία!

 

Πυρήνας Εγκάθετων Μεταναστών
για την Αποδιοργάνωση της Ελληνικής Πραγματικότητας
και τον Εκφυλισμό του Πολιτισμού της

Στα ίχνη της ελληνικής ευθύνης. Η ελληνική επανάσταση και ο αντισημιτισμός 1760-1832.

afisa-BAB2016

 

Από τα τέλη του 2015 η συνέλευση του 0151 αποφάσισε να δουλέψει πάνω σε ένα πλάνο για τη διερεύνηση του ιστορικού βάθους και των πολιτικών χαρακτηριστικών του αντισημιτισμού σε ελληνικό πλαίσιο. Είπαμε ότι θέλουμε να καταγράψουμε μικρότερης και μεγαλύτερης κλίμακας αντισημιτικά γεγονότα και εγκλήματα σε αυτήν εδώ τη χώρα, να καταγράψουμε τη διάδοση που είχε και έχει το μίσος εναντίον των εβραίων ανά τις περιόδους ζωής του ελληνικού κράτους και των υπηκόων του, να συζητήσουμε τα παραπάνω σε σχέση με τη συγκρότηση και τη διαιώνιση της ελληνικής εθνικής ταυτότητας, να εμβαθύνουμε με αυτό τον τρόπο στις ήδη υπάρχουσες θέσεις μας και να δώσουμε και πιο συγκεκριμένο περιεχόμενο στις αντιεθνικιστικές αιχμές που θέτουμε στα πλαίσια ενός ανθελληνικού αντιφασισμού.

 

 

Φιλελεύθεροι ενάντια στον αντισημιτισμό;

Η παραδοσιακή ιστοριογραφία στην ελλάδα, λοιπόν, δεν ασχολείται με τους εβραίους, ακόμη και όταν η αριστερά μπαίνει στα πανεπιστήμια, κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης. Eίναι μόνον κατά τη δεκαετία του 2000 που εμφανίζεται ένα συγγραφικό/ εκδοτικό ενδιαφέρον. Από το 2005 και μετά, δε, αρχίζει να εξαπλώνεται και ένας λόγος ενάντια στον αντισημιτισμό σε έντυπα και βιβλία ο οποίος σαν πηγή δεν έχει μόνον την κινηματική δραστηριότητα στον ευρύτερο αυτόνομο αντιφασιστικό και αντιεξουσιαστικό χώρο, αλλά και ένα αναπτυσσόμενο φιλελεύθερο μπλοκ.

Φυσικά, ο φιλελεύθερος λόγος ενάντια στον αντισημιτισμό χαρακτηρίζεται από κάποιες προφανείς ιδεολογικές συνέπειες που φέρει μαζί του εν γένει ο φιλελευθερισμός: α) αρνείται την ύπαρξη του εθνικού κράτους στο σήμερα ως ενός βασικού φορέα του αντισημιτισμού και διαχωρίζει αυθαίρετα τον ‘κακό εθνικισμό’ από το ‘καλό κράτος’ που (θα έπρεπε να) διασφαλίζει την κοινωνική αρμονία μεταξύ των πολιτών κάθε θρησκεύματος, χρώματος μπλα-μπλα και β) βγάζει λόγο για τον αντισημιτισμό σαν να είναι μια άποψη δίπλα σε άλλες, σαν να είναι μία θέση, μια κατάσταση, ένα χόμπι εν τέλει δίπλα σε χίλια δυο άλλα. Πρόβλημα που είχε επισημάνει και ο Σαρτρ στο γνωστό του βιβλίο για τον αντισημιτισμό. Αλλά επίσης ο φιλελευθερισμός αντιλαμβάνεται τον αντισημιτισμό σαν μια οπισθοδρομική ρητορική, δείγμα συνείδησης ανθρώπων που δεν έχουν περάσει όλα τα στάδια του πολιτισμού.

Στην περίπτωση της ελλάδας, ο φιλελεύθερος λόγος εντοπίζει τις πηγές και τους φορείς του αντισημιτισμού σε τμήματα της ελληνικής οπισθοδρομικής κουλτούρας, της λαϊκής νοοτροπίας, της σκοταδιστικής πολιτικής της εκκλησίας και πάει λέγοντας, αφήνοντας πάντα στο απυρόβλητο βέβαια τον ευρέως διαδεδομένο κοινωνικό αντισημιτισμό αλλά ακόμη περισσότερο το ίδιο το κράτος. Και μόνο ότι επιχειρείται ανάλυση του αντισημιτισμού, βγάζοντας απ’ έξω το ρόλο του ελληνικού κράτους κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος είναι βέβαια ένα κακόγουστο αστείο. Οι ευθύνες της Εθνικής Τράπεζας και των ελληνικών δικαστηρίων γύρω από την καταλήστευση των εβραϊκών περιουσιών, η στελέχωση του κράτους αυτού πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τη γερμανική κατοχή με κάθε λογής φασιστοειδή και αντισημίτες που έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην εξόντωση των εβραίων, η αφαίρεση των ιθαγενειών εκατοντάδων ελλήνων εβραίων, όλα αυτά, λίγα μόνο από τα αποτυπώματα της θεσμικής αντισημιτικής δράσης δύσκολα θίγονται από τη φιλελεύθερη ρητορική, εκτός αν αναφερθούν κάπου για να ειπωθεί αμέσως μετά ότι τότε είχαμε να κάνουμε βέβαια με ένα ελληνικό κράτος που ακόμη ‘δεν είχε εκσυγχρονιστεί αρκετά’ και άλλες παρόμοιες βλακείες. Με λίγα λόγια, το να μη βλέπουν οι φιλελεύθεροι τη συνέχεια του κρατικού αντισημιτισμού από την αθώωση των εμπρηστών του Κάμπελ το 1931, την απαλλαγή Μέρτεν το 1959, την απαλλαγή του αντισημίτη δολοφόνου της Ρώμης το 1982, μέχρι την αθώωση του νεοναζί Κ. Πλεύρη το 2009 δεν είναι πρόβλημα όρασης, αλλά πρόβλημα της δικής τους πολιτικής ταυτότητας και των επιδίκων της.

Ο κανόνας είναι λοιπόν, μέχρι στιγμής, πως οι σύγχρονοι φιλελεύθεροι θέτουν ως κύριες πηγές του σύγχρονου ελληνικού αντισημιτισμού αφενός τη συνωμοσιολογική σκέψη και αφετέρου εντάσσουν τις αντισημιτικές εκδηλώσεις στο πλαίσιο της καθυστέρησης της ελλάδας σε σχέση με τα σύγχρονα δυτικά ευρωπαϊκά κράτη που ξέρουν πώς να αντιμετωπίζουν τη συλλογική τους μνήμη, τις πολιτικές τους κ.τ.λ. Ως φιλελεύθεροι που είναι, διαχωρίζουν τον εθνικισμό, τις σκοταδιστικές παραδόσεις, τον ανορθολογισμό και την κληρονομιά της εκκλησίας από το παρόν του ‘δυτικού κράτους-ελλάδα’ μην μπορώντας βέβαια να δούνε στο ρόλο της εκκλησίας τίποτε άλλο παρά μια ξεχασμένη ιστορική σύνδεση που πια δεν έχει λόγο ύπαρξης και μέλλον. Πρόκειται για μια θέαση της ιστορίας δίχως βάρος και υλικότητα και η οποία μάλιστα είναι αρκετά της μόδας τελευταία.

Ήδη από τα παραπάνω θα έγινε αντιληπτό πως η ιδιαιτερότητα της δικής μας αντίληψης είναι ότι εστιάζουμε εξίσου στο ρόλο της ελληνικής κοινωνίας και του ελληνικού κράτους στις αντισημιτικές πολιτικές και εγκλήματα του 19ου και του 20ου αιώνα. Στο κείμενο που ακολουθεί παρακάτω ασχολούμαστε πιο συγκεκριμένα με τις ίδιες τις διαδικασίες και τις ιδεολογικές επιδράσεις γύρω από τη συγκρότηση του κράτους για να δούμε τι ρόλο παίζει ο αντισημιτισμός σε αυτές. Πρόκειται για διαδικασίες και ιδεολογικές αναφορές που εκτείνονται σε ένα μεγάλο χρονικό φάσμα που εκκινεί από το τέλος του λεγόμενου αιώνα του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού (1688-1789) και εκτείνεται μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, μέσα σε μια εποχή όπου οι παλιές αυτοκρατορίες καταρρέουν για αναδυθούν τα νέα εθνικά κράτη και οι ανά τόπους αστικές τάξεις που τα στηρίζουν. Η περίοδος αυτή, όπως την ξεχωρίσαμε, ουσιαστικά ξεκινά και τελειώνει με δύο ρωσοτουρκικούς πολέμους που έπαιξαν κρίσιμο ρόλο και για τα συμφέροντα των οπαδών της ιδέας του ελληνικού κράτους.[1]

 

 

Το ‘Ξανθό Γένος’ που δεν κατέβηκε ποτέ και μια στραπατσαρισμένη επανάσταση.

Δεν ξέρουμε αν φαίνεται παράδοξο σε κάποιους αλλά η ιστορία του ελληνικού αντισημιτισμού – πριν τη δημιουργία του ελληνικού κράτους – τρέχει παράλληλα με την ιστορία του ντόπιου Διαφωτισμού. Δεν είναι παράδοξο, όμως, αν σκεφτούμε ότι ο διαφωτισμός γενικά υπήρξε ένα σώμα ιδεών, που έχουμε μάθει να το σκεφτόμαστε σαν ένα σώμα ιδεών τελείως ξέχωρων από τις άλλες κοινωνικο-πολιτικές διεργασίες της εποχής. Πράγματι, στον περίφημο αιώνα του διαφωτισμού είναι που εμφανίζονται όλες αυτές οι μεγάλες ιδέες για την διάκριση των εξουσιών, την ελευθερία, την ισότητα, τη δικαιοσύνη, την κατάργηση των βασανιστηρίων και της θανατικής ποινής κ.τ.λ. Αλλά είναι επίσης σε αυτόν τον ίδιο αιώνα και συχνά από τα ίδια στόματα που εξέφρασαν όλες αυτές τις ιδέες που εκφράζονται οι πολεμικές υπέρ της ανάδυσης των εθνικών κρατών, απέναντι π.χ. στο μοντέλο διακυβέρνησης του Σουλτάνου στην Οθωμανική αυτοκρατορία, οι αστικές τάξεις της Ευρώπης αποκτάνε τα πολιτικά και κοινωνικά προνόμια τους όλο και περισσότερο έναντι των βασιλέων και με μοχλό τη διάδοση του εμπορίου και την τεχνική εξέλιξη ανακαλύπτουνε και διαχειρίζονται σε όλο και βαθύτερο επίπεδο τα ταξίδια τους, ή τις κατακτήσεις τους, εκτός Ευρώπης.

Σε επίπεδο ιδεολογικό το έθνος-ελλάδα είναι μπλεγμένο σε αυτούς τους λόγους. Οι ευρωπαίοι διαφωτιστές σιχαίνονται τον σουλτάνο και ταυτίζονται από καιρό με την αρχαιοελληνική παράδοση. Προβάλλουν έτσι στην περίπτωση της ελλάδας τη σκλαβιά ενός δυτικού λαού και εδάφους από τη βάρβαρη αλλοτρίωση της οθωμανικής ανατολίτικης παράδοσης που μας κληρονόμησε αυτή η μισητή (οθωμανική) αυτοκρατορία. Το πράγμα καθόλου παράδοξα όμως κουμπώνει και με τα συμφέροντα της εξωτερικής πολιτικής των δυτικών κρατών. Επιθυμούν τη διάλυση της οθωμανικής αυτοκρατορίας ή τουλάχιστον τη σταδιακή αποδυνάμωσή της σε καίρια στρατηγικά σημεία (βλέπε Στενά Βοσπόρου, Μεσόγειος κ.τ.λ.), στα οποία Άγγλοι και Γάλλοι παλεύουν την ηγεμονία τους. Το μέγα αντίπαλο δέος εξ Ανατολών για τον Σουλτάνο είναι η Ρωσική Αυτοκρατορία των Τσάρων, η οποία ως ένα βαθμό είναι σύμμαχος (ως εχθρός τους εχθρού του Σουλτάνου). Ωστόσο, ο νοτιοβαλκανικός ανταγωνισμός μεταξύ Ρώσων από τη μια και Άγγλων-Γάλλων από την άλλη, για δύο τουλάχιστον αιώνες, εκτυλίσσεται γύρω από το κατά πόσο θα επιτραπεί η διάλυση της οθωμανικής αυτοκρατορίας αλλά και η αποτροπή της καθόδου της Ρωσίας στη θάλασσα.

Τις δεκαετίες του 1770 ο ελληνικός διαφωτισμός καθόλου παράδοξα λοιπόν εξελίσσεται παράλληλα με τα συμφέροντα ορισμένων ελληνόφωνων και ορθόδοξων κοινωνικών ομάδων που αναγνωρίζουν εαυτούς ως έλληνες, να φτιάξουν το εθνικό τους κράτος. Ένας συγκεντρωμένος πυρήνας αυτών των ανθρώπων βρίσκεται στην Πελοπόννησο αλλά όχι αποκλειστικά εκεί. Πρόκειται για τοπικούς άρχοντες στην ουσία σε μικρές πόλεις της εποχής, όπως π.χ. η Μάνη. Ανθρώπους που συγκεντρώνουν πλούτο, τρέχουν εμπορικές διαδρομές, έχουν άλλους ανθρώπους στη δούλεψή τους, μπορούν να υπερασπιστούν (και ένοπλα) τις περιουσίες τους και σε κάποια φάση καταλαβαίνουν ότι καλύτερο θα ήταν να μην πληρώνανε οι ίδιοι φόρους στην Υψηλή Πύλη αλλά να πληρώνουν άλλοι φόροι σε αυτούς. Αυτοί εκπροσωπούν ένα είδος ελληνικής αστικής τάξης σε εμβρυακή κατάσταση. Από την άλλη, ένας πυρήνας ανθρώπων συσπειρώνεται στα στέκια της ελληνορθόδοξης εκκλησίας που τότε ελέγχεται από το Πατριαρχείο στο Φανάρι. Το Άγιο Όρος που οι Οθωμανοί το αφήνουν να λειτουργεί ανενόχλητο, είναι ένα κλασικό τέτοιο στέκι και λειτουργεί σαν ορμητήριο τόσο των ανθρώπων που σχεδιάζουν ένα μελλοντικό ελληνικό κράτος όσο και σαν πόλος συσπείρωσης των μορφωμένων της εποχής. Οι ιδέες του ελληνικού διαφωτισμού συναντιούνται κεντρικά με το Άγιο Όρος. Βλέποντας τα στέκια και τις ιστορίες ζωής του καθενός από αυτούς τους εκπροσώπους του ελληνικού διαφωτισμού αλλά και τους ‘πατέρες του γένους’ καταλαβαίνουμε έτσι λίγο καλύτερα το κοινωνικό μόρφωμα που έφερε στο προσκήνιο την ιδέα της συγκρότησης ενός ελληνικού κράτους. Όταν για παράδειγμα ο Ρήγας ο Βελεστινλής σκοτώνει έναν τούρκο αξιωματούχο στο Βελεστίνο, το κρησφύγετό του θα είναι το Άγιο Όρος. Ο διαφωτιστής Ευγένιος Βούλγαρης επίσης, που μετέφρασε και διέδωσε κλασικά βιβλία των διαφωτιστών στα ελληνικά (Νιούτον, Χομπς, Λάϊμπνιτς και Λοκ μεταξύ άλλων), ήταν ένας άνθρωπος που δίδαξε από το 1753 στην Αθωνιάδα Ακαδημία του Αγίου Όρους, σε μια σχολή που παρεμπιπτόντως είχε ιδρύσει η Μονή Βατοπεδίου.

Την ίδια εποχή στο ελληνορθόδοξο στρατόπεδο, ο Πατριάρχης Σεραφείμ ο Β’, με καταγωγή από την Ήπειρο, που διηύθυνε το πατριαρχείο του Φαναρίου στην Ιστανμπούλ, καθαιρείται το 1761 από τον σουλτάνο Μουσταφά τον Γ’ και εξορίζεται στο Άγιο Όρος. Από εκεί λέγεται ότι δρα υπέρ της εξέγερσης των ελλήνων, ενώ το 1769, μεσούντος του ρωσοτουρκικού πολέμου, καλεί τους έλληνες να συμμετάσχουν στην επανάσταση που ξεσπά στην Πελοπόννησο και καταστέλλεται το 1770. Ο Κοσμάς ο Αιτωλός ήταν ελληνορθόδοξος μοναχός που το 1759 με εντολή του Σεραφείμ Β’ εγκατέλειψε το Άθως για να ξεκινήσει την εκστρατεία του. Ο Πατροκοσμάς, όπως ήταν επίσης γνωστός, τόνιζε τη σημασία της διάδοσης της ελληνικής γλώσσας και στα 16 χρόνια της περιοδείας του στη Μακεδονία και κυρίως την Ήπειρο κατάφερε να ιδρύσει 200 ελληνόγλωσσα, ορθόδοξα σχολεία ασκώντας ισχυρή κριτική στην ομιλούμενη αλβανική και διαδίδοντας την αντίληψη πως τα ελληνικά είναι η γλώσσα της χριστιανικής εκκλησίας. «Όποιος χριστιανός άνδρας ή γυναίκα υπόσχεται μέσα εις το σπίτι του να μην κουβεντιάζει αρβανίτικα, ας σηκωθεί απάνω να μου το ειπή και εγώ να πάρω όλα του τα αμαρτήματα εις τον λαιμό μου από τον καιρό οπού εγεννήθη έως τώρα…», φέρεται να κηρύττει ο Κοσμάς μεταξύ άλλων. Ταυτόχρονα, Ρήγας Φεραίος και Νεόφυτος Δούκας προπαγανδίζουν την επικράτηση της ελληνικής γλώσσας έναντι της βλάχικης σε άλλες περιοχές της Μακεδονίας με δημόσιες παρεμβάσεις τους. Έτσι χτίζεται σιγά-σιγά η συνείδηση πως η ελληνικότητα συνίσταται στην κοινή βάση της ελληνικής γλώσσας και της ορθόδοξης πίστης με έδαφος βέβαια αρκετά ακαθόριστο προς το παρόν, πλην της Πελοποννήσου, της Στερεάς, της Ηπείρου και της Μακεδονίας, όπου αποτελούν τα κυρίως πεδία δράσης.

Η μεγαλύτερη ίσως επιτυχία του Κοσμά του Αιτωλού στην Ήπειρο, σε οικονομικό επίπεδο, ήταν ότι κατάφερε να χτυπήσει το εβραϊκό εμπόριο της πόλης των Ιωαννίνων επιτυγχάνοντας τη μεταφορά του παζαριού της πόλης από μέρα Κυριακή σε Σάββατο, μέρα αργίας κατά την εβραϊκή θρησκεία. Σε αντάλλαγμα οι Ηπειρώτες έμποροι χρηματοδοτούσαν τα ιεροδιδασκαλεία του. Ο Κοσμάς ο Αιτωλός πατάει βέβαια πάνω σε μια ήδη υπάρχουσα παράδοση αντι-εβραϊκών αισθημάτων στην χριστιανορθόδοξη εκκλησία. Ο μοναχός Ευθύμιος στο ‘Χρονικού του Γαλαξιδιού’ το 1703 μιλάει για το «παράνομο γένος των Εβραίων», ενώ ο Μάξιμος ο Πελοποννήσιος γράφει για το «μισόχριστον των Ιουδαίων πονηρόν γένος», που «εσούβλισε [χριστιανούς] και ζωντανούς έψησεν, άλλους δε εις πυρκαϊάν κατέκαυσεν, άλλους από κρεάργας εκρέμασε…» το 1611. Το 1760, ο Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης, ο εξ Εβραίων, έγραψε την ‘Ανατροπήν της θρησκείας των Εβραίων και των εθίμων αυτών’. Η δολοφονία του Χριστού, μολονότι εβραίος και αυτός, βαραίνει επίσης τους εβραίους… εν είδει προπατορικού αμαρτήματος.

Ο Κοσμάς ο Αιτώλος και το σινάφι του, όπως και γενικότερα οι (παρα)εκκλησιαστικοί κύκλοι της Πελοποννήσου πριν τα ‘Ορλωφικά’, συνδυάζουν τα παραπάνω αντι-εβραϊκά αισθήματα με την αναβίωση χιλιαστικών προφητειών και συγκεκριμένα αυτής που ‘έβλεπε’ πως η ‘κάθοδος του ξανθού γένους’ (σ.σ. στη μεσόγειο, στα βαλκάνια κ.τ.λ.) θα φέρει τα πάνω-κάτω, θα απελευθερώσει το ελληνικό γένος και θα διαλύσει τους Οθωμανούς. Είναι προφανές ότι οι προφητείες δρούνε στρατηγικά ως αυτοεκπληρούμενες προφητείες που ενθαρρύνουν τους ελληνόφωνους ορθόδοξους χριστιανούς να εξεγερθούν με ρωσική βοήθεια ενάντια στον σουλτάνο. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι αν και μια χαρά ορθολογικούς στόχους είχε ο Κοσμάς, εργαλειοποιούσε τον ανορθολογικό αντισημιτισμό για να αυξήσει το ποίμνιο και να το κάνει μάλιστα πολλές φορές να δρα και βίαια εναντίον των εβραίων της Ηπείρου, ενισχύοντας βέβαια κατά βάση τους εθνικούς στόχους των ελληνόφωνων και των ομόδοξών τους Ρώσων.

Ο μαθητής του και πρώτος βιογράφος του Σάπφειρος (Ζαφείρης) Χριστοδουλίδης ή Ραμμενιάτης, αναφέρει: «… Ο ιερός Κοσμάς επήγεν πάλιν εις τα Ιωάννινα, και πρώτον μεν εκατάπεισε τους χριστιανούς να μεταβάλουν το κοινόν παζάρι από την Κυριακήν εις το Σάββατον, το οποίον τους επροξένησε (στους Εβραίους) μεγίστην φθοράν. Δεύτερον τους εκήρυξε δια φανερούς εχθρούς, και ότι είναι έτοιμοι κάθε καιρόν να κάνουν κάθε κακόν εις τους χριστιανούς. Τρίτον, θέλοντας να βγάλει από τας κεφαλάς των χριστιανών τας μακράς φούντας και τα τοιαύτα, τα οποία όλα ηγόραζον από τους Εβραίους, τους εδίδασκε πως είναι ακάθαρτα, ότι επί τούτου δια τους χριστιανούς οι θεοκτόνοι τα μολύνουσι, και να μη τα αγοράζωσι ολότελα.» Στην Διδαχή Δ’ προπαγανδίζεται η αντισημιτική συκοφαντία αίματος πως οι εβραίοι έπιναν το αίμα μικρών παιδιών… Όλα αυτά συμβαίνουν λοιπόν 40-50 χρόνια πριν δημιουργηθεί το ελληνικό κράτος, με αφορμή τη λεγόμενη ‘επανάσταση του 1821’ και ενσωματώνονται σε ένα πλαίσιο διάδοσης του ελληνικού εθνικισμού και της προσπάθειας δημιουργίας ελληνικού κράτος το 1770. Μια προσπάθεια που ξεκίνησε με την έγκριση της Αικατερίνης Β’ της Ρωσίας και υπό την στρατιωτική επίβλεψη των αδερφών Ορλώφ. Ωστόσο, το ‘ξανθό γένος’ δεν βοηθά τους έλληνες όσο θα ήθελαν. Η εξέγερσή τους καταστέλλεται αμέσως. Ο Κοσμάς επιτέλους συλλαμβάνεται στο Μπεράτι και εκτελείται από τους Οθωμανούς ως πράκτορας της Ρωσίας. Μόλις το 1961 ο Κοσμάς κηρύσσεται άγιος.

 

 

  1. Η απο-εβραιοποίηση των εξεγερμένων περιοχών.

Η κατάσταση στην Μακεδονία, στις αρχές του ταραγμένου αυτού 19ου αιώνα, δεν είναι καλύτερη σε επίπεδο αντιεβραϊσμού. Το 1817 εκδηλώνεται στην περιοχή ένας βίαιος χριστιανικός προσηλυτισμός κατά την διάρκεια του οποίου πολλοί εβραίοι συλλαμβάνονται με σκοπό τα λύτρα και όταν αυτά πολλές φορές δεν καταβάλλονται τότε τους λιθοβολούν ή τους ξυλοκοπούν μέχρι θανάτου. Ο αντιεβραϊσμός όσο πλησιάζουμε όμως στο 1821 θα συνδέεται όλο και πιο κεντρικά με την εθνική υπόθεση των ελλήνων.

Η δεύτερη προσπάθεια των ελληνόφωνων ορθόδοξων να στήσουν κράτος λαμβάνει χώρα πενήντα χρόνια αργότερα, βέβαια, το 1821. Αυτή τη φορά η Ρωσία δεν παίζει τον πρωταγωνιστικό ρόλο που έπαιξε το 1770, καθώς βρίσκεται σε ένα είδος ευκαιριακής συμμαχίας με τον σουλτάνο, και το Πατριαρχείο άρα, επίσης, είναι αρκετά διστακτικό προς τέτοιες κινήσεις. Από τον συνδυασμό διάφορων δυνάμεων, ωστόσο, που έχουν να κάνουν με τη συσπείρωση Ρώσων φιλελλήνων από τη Μόσχα ή ελλήνων ομογενών της Οδησσού, τις συμμαχίες στην Πελοπόννησο με ορεσίβιες ομάδες Αρβανιτών, την ωρίμανση  της ιδέας της εξέγερσης, κ.τ.λ., η λεγόμενη επανάσταση επιτυγχάνει και ο σουλτάνος αδυνατεί να την καταστείλει άμεσα.

Σε αυτή τη φάση της ελληνικής επανάστασης είναι προφανής η επικοινωνία του ελληνικού αντιεβραϊσμού με τον αντιεβραϊσμό που αναπτύσσεται στην ομόδοξη Ρωσία, τόσο από ομογενείς όσο και από Ρώσους. Τόσο στην ελλάδα όσο και στην ελληνική κοινότητα στην Οδησσό το παλιό μίσος εναντίον των εβραίων για ‘τη δολοφονία του χριστού’ αναζωπυρώνεται με την καταγγελλόμενη εμπλοκή των εβραίων στην Ιστανμπούλ στη δολοφονία του Πατριάρχη από τους Τούρκους. Ο Γρηγόριος ο Ε’ δολοφονείται την επομένη του Πάσχα του 1821 για την εμπλοκή του στην ελληνική επανάσταση. Τρεις εβραίοι κατηγορήθηκαν από τους έλληνες ότι αγόρασαν το πτώμα του πατριάρχη και το περιφέρανε στους δρόμους της πόλης εξευτελιστικά. Η ρωσική εκκλησία οργανώνει έκτοτε αιματηρά αντιεβραϊκά πογκρόμ κάθε πάσχα και χριστούγεννα υπό την επίβλεψη της Οχράνα. Οι έλληνες της Οδησσού τον Ιούλιο του 1821 ξεκινούνε εξέγερση ενάντια στην εβραϊκή συνοικία της πόλης. Στην ελλάδα βέβαια το έθιμο του ‘καψίματος του Ιούδα’ που συντηρεί με ζέση ο Κοσμάς ο Αιτωλός στην εποχή του, επί των ημερών της επανάστασης και με αφορμή τις φήμες για τον εξευτελισμό του πτώματος του πατριάρχη, λαμβάνει μορφή πανελλαδικής αντιεβραϊκής εξόντωσης. Το έθιμο επιζεί και σήμερα στην ελλάδα.

Στην περίπτωση της γνωστής ‘απελευθέρωσης της Τριπολιτσάς’, μέσα μαρτυρίες διαφόρων ευρωπαίων που προσέτρεξαν τότε στην ελλάδα λόγω του ρομαντικού φιλελληνισμού, ο Bernard Pierron, αποτυπώνει την φρίκη της κατάληψης της πόλης και του σκοτωμού 5.000 Εβραίων. «Ο αναγνώστης είναι ελεύθερος να διαλέξει την πιο φρικιαστική περιγραφή που έχουν κάνει οι ιστορικοί για την λεηλασία των πόλεων στους βιβλικούς χρόνους, όπου σφάζανε ως και τα ζώα, και θα έχει την πιο πιστή εικόνα της κατάληψης της Τριπολιτσάς», καταθέτει ο εκ των θεμελιωτών του φιλελληνικού κλίματος στην Δυτική Ευρώπη, περιηγητής και ιστορικός Francois Pouqueville, ενώ τα λόγια του Μaxime Reybaud, τα οποία παραθέτει λίγες προτάσεις μετά είναι ενδεικτικά για το συνολικότερο κλίμα: «Συχνά ένας έλληνας που πάει να μαχαιρώσει έναν μουσουλμάνο, τον παρατάει για να σκοτώσει έναν Εβραίο, ικανοποιώντας έτσι την δίψα του για όσο το δυνατόν περισσότερη εκδίκηση.» Ο Pierron συμπεραίνει έτσι πως οι Εβραίοι «αποτελούσαν την αξιοκαταφρόνητη λεία πάνω στην οποία μπορούσαν να ξεσπάσουν οι έλληνες στρατιώτες χωρίς καμία τύψη.»[2] Ο Άγγλος φιλέλληνας Gordon σημειώνει: «Ο άτυχος Εβραϊκός πληθυσμός… εξοντώθηκε με μαρτύρια που είναι αδύνατον να περιγραφούν…» Ο φιλέλληνας Leake που περιοδεύει στην ελλάδα την ίδια περίοδο διαπιστώνει «χαρά για αγριότητες και δίψα για πλιάτσικο» στις διαθέσεις του όχλου. Ανάλογες σφαγές σημειώνονται στο Βραχώρι (Αγρίνιο). Οι πλούσιοι Τούρκοι και οι αξιωματούχοι στην κοινότητα του Βραχωρίου, σώθηκαν φυγαδευόμενοι ανταλλάσσοντας τη ζωή τους, είτε με χρήματα είτε με την «αξία» του τίτλου τους. «Πιθανότατα, μαζί τους να σώθηκαν και ελάχιστοι πλούσιοι Εβραίοι (κάποιοι αναφέρουν έναν). Οι υπόλοιποι, όλη η Εβραϊκή κοινότητα και οι λίγοι φτωχοί τούρκοι αιχμάλωτοι σφαγιάστηκαν ολωσδιόλου, από τις αιμοδιψείς εξαγριωμένες ομάδες των «νικητών». Ο Δ. Κόκκινος αναφέρει: «Οι Έλληνες στρατιώται κατά την αγρίαν αυτών καταδίωξιν των θυμάτων των εφώναζαν δια τους βανδαλισμούς που υπέστη ο νεκρός του Πατριάρχου από τον εβραϊκόν όχλον και δια τα καταμηνύσεις των κρυπτομένων εκεί Ελλήνων υπό εβραίων…». Τα δολοφονικά πογκρόμ που ακολούθησαν το 1821 στην Τριπολιτσά, το Νιόκαστρο της Πύλου και την Πάτρα, μάλιστα, συνέβαλαν στο να μη μείνει ούτε ένας εβραίος στις πόλεις αυτές αλλά και στην Πελοπόννησο γενικά.[3]

Οι έλληνες, μάλιστα, ένιωσαν τέτοιο ενθουσιασμό κιόλας για τη μαζικότερη από τις παραπάνω σφαγές που προκάλεσαν, αυτή στην Τριπολιτσά, που το έβαλαν και στον εθνικό τους ύμνο: Ολιγότευαν οι σκύλοι/ Και Αλλά εφώναζαν, Αλλά/ Και των Χριστιανών τα χείλη/ Φωτιά εφώναζαν, φωτιά. (στροφή 68η).[4]

Γράφει ο Τριαρίδης: «Τα γεγονότα είναι γνωστά. Στις 22 Σεπτεμβρίου του 1821 οι δυνάμεις των επαναστατημένων Ελλήνων υπό την αρχηγία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη καταλαμβάνουν την Τριπολιτσά, όπου έχουν συγκεντρωθεί περίπου 40.000 Τούρκοι και Εβραίοι της Ηπειρωτικής Πελοποννήσου και μαζί τους 1500 ένοπλοι Αρβανίτες (ετούτοι οι τελευταίοι αποτελούν και την ουσιαστική άμυνα της πόλης). Η σφαγή που ακολουθεί είναι μία από τις μεγαλύτερες (πιθανώς η μεγαλύτερη) που γνώρισε ποτέ η Πελοπόννησος: επί τρεις ημέρες οι Έλληνες σφαγιάζουν τους αμάχους Τούρκους και Εβραίους, τις γυναίκες, τα παιδιά και τα βρέφη (αφού προηγουμένως βιάσανε, βασάνισαν, εκπαραθύρωσαν, κάψανε, λιώσανε κεφάλια μωρών σε τοίχους – δηλαδή: κάνανε τα «ιερό χρέος τους» σύμφωνα με τα ελληνικά σχολικά βιβλία). […] Ο Έλληνας ιστορικός Ιωάννης Φιλήμων είναι ακόμη γλαφυρότερος μιλώντας για την σφαγή: «Ιδίως δε η εκ της πύλης των Καλαβρύτων μέχρι του σατραπείου λεωφόρος από λιθοστρώτου μετεσχηματίσθη, ιν’ είπωμεν, εις πτωματόστρωτον, και ουθ’ ο πεζός, ουθ’ ο ίππος επάτει επί της γης, αλλά επί πτωμάτων». Αλλά και ο ίδιος ηθικός αυτουργός της σφαγής Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, αφού φρόντισε να διαφύγουν σώοι οι 1500 οπλισμένοι Αρβανίτες, με τους οποίους είχε κάνει συμφωνία… μιλάει στα Απομνημονεύματά του (τα οποία υπαγόρευσε το 1839 στον Γεώργιο Τερτσέτη) με πρωτοφανή ειλικρίνεια (και εντυπωσιακή λακωνικότητα): “το ασκέρι όπου ήτον μέσα το ελληνικό έκοβε και εσκότωνε από Παρασκευή έως Κυριάκη, γυναίκες, παιδιά και άντρες, 32.000, μια ώρα ολόγυρα της Τριπολιτσάς”… Μετά από τρεις ημέρες σφαγής, δεν υπήρχαν άλλοι ζωντανοί άμαχοι για να δολοφονηθούν…[5] Δεδομένης και της εξάλειψης των εβραϊκών κοινοτήτων στην Ναύπακτο και την Θήβα, κατά τον 18ο αιώνα, όταν ξεσπάσανε τα πρώτα εθνικιστικά κινήματα, Στερεά και Πελοπόννησος μείνανε χωρίς εβραίους, με την εξαίρεση της κοινότητας της Χαλκίδας. Ο αντιεβραϊσμός, έτσι, είναι ένα ξεκάθαρο στοιχείο που χαρακτηρίζει την ελληνική στάση έναντι των εβραϊκών κοινοτήτων σε κάθε επίπεδο.[6]

Από το 1821 έως το 1825, για τέσσερα περίπου συνεχή έτη, οι έλληνες καταφέρανε λοιπόν να ομογενοποιήσουν εθνικά την Πελοπόννησο και τη Στερεά στα μέρη που ελέγχανε, σκοτώνοντας μαζικά τούρκους και εβραίους, ενώ παράλληλα καταφέρνανε και ορισμένες στρατιωτικές επιτυχίες κατά περιφερειακών ή μη στρατευμάτων των Οθωμανών. Το αποφασιστικό σταμάτημα αυτών των γενοκτονικών επιθέσεων δίνεται εκ μέρους της Υψηλής Πύλης με την εκστρατεία του Ιμπραήμ Πασά στην Πελοπόννησο, αρχηγού και μεγάλου μεταρρυθμιστή του αιγυπτιακού στρατού στο Κάϊρο. Ο Ιμπραήμ το 1825 έκανε επιτυχή επέλαση στην Πελοπόννησο με 30.000 στρατό και πήρε πίσω την Τρίπολη και την επόμενη χρονιά το Μεσολόγγι. Μέχρι τα μέσα του 1827, οπότε και τελικά Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία συμφώνησαν στην ύπαρξη αυτόνομου ελληνικού κρατιδίου, ο Ιμπραήμ είχε λύσει το πρόβλημα της ελληνικής εξέγερσης. Τον Οκτώβριο του 1827 οι στόλοι των τριών παραπάνω κρατών επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά στο στόλο του Ιμπραήμ στο Ναυαρίνο (Πύλος) και τον κατέστρεψαν ολοκληρωτικά.[7] Φυσικά, η επίσημη ιστορία απεικονίζει την εισβολή Ιμπραήμ σαν απαρχή σφαγών, λεηλασιών και λιμών που λήγει με τη ναυμαχία του Ναυαρίνου, δηλαδή την ‘επιτέλους παρέμβαση των ανάλγητων έως τότε ευρωπαίων μπροστά στο ελληνικό δράμα’. Αλλά όπως ξέρουμε, η ιστορία γράφεται από τους νικητές… Στην Ευρώπη η νίκη των ευρωπαϊκών στόλων έναντι του Ιμπραήμ εορτάζεται ως ‘νίκη των λαών’, ‘νίκη των επαναστατών’ ή και ‘νίκη των βασιλείων της Ευρώπης’…

Από το 1827 έως το 1832 ο Ιμπραήμ αποσύρεται και οι έλληνες ξεκινούνε το δικό τους βασίλειο με την Πελοπόννησο, τη Στερεά, την Εύβοια και τις Κυκλάδες με βόρεια σύνορα τους ποταμούς Αχελώο και Σπερχειό. Οι Εβραίοι θα είναι σε μεγάλο βαθμό απόντες από το ελληνικό κράτος. Από τη στιγμή που οι έλληνες θα φτιάξουν κράτος φυσικά ο εθνικισμός θα διαχέεται πια άφοβα από τα επίσημα κανάλια του στρατού και των σχολείων, των δύο πρώτων σημαντικών θεσμών για κάθε εθνικό κράτος. Η ελλάδα χτίζει ήδη από νωρίς έναν από τους πιο διαδεδομένους εθνικισμούς στην ευρώπη, με έναν από τους υψηλότερους πολεμικούς προϋπολογισμούς μεταξύ όλων των κρατών παράλληλα (αυτό βέβαια ισχύει και για τα 180 χρόνια της ιστορίας της). Ενδεικτικά μεταξύ 1833 και 1838, το 60% των συνολικών δημόσιων δαπανών πάει στον στρατό, μια συνθήκη βέβαια που βαίνει παράλληλα με το όλο και διογκούμενο δημόσιό χρέος.

Περιοδικό 0151, ενάντια στην ελληνική πραγματικότητα! Ιούνιος 2016.

 

[η πλήρης εκδοχή του παραπάνω κειμένου βρίσκεται στο 8ο τεύχος του περιοδικού 0151, Ιούνιος 2016]

 

[1] Από το 1568 μέχρι το 1918 Ρωσική και Οθωμανική Αυτοκρατορία έχουν συγκρουστεί ούτε λίγο ούτε πολύ με 15 (!) αμοιβαίες κηρύξεις πολέμων που διήρκησαν συνολικά 53 χρόνια μέσα σε αυτά τα 360 χρόνια. Στην περίοδο που μας ενδιαφέρει… τα ‘Ορλωφικά’ ξεσπάνε μέσα στον πόλεμο 1768-1774.

[2] Pierron B. (2004), Εβραίοι και Χριστιανοί στη νεότερη Ελλάδα, Πόλις: Αθήνα, σ. 29-31.

[3] Η Σφαγή των Εβραίων στο Βραχώρι το 1821, περιοδικό Contact, no2, Ιούλιος 2001, Αγρίνιο.

[4] Ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν γράφτηκε δύο χρόνια αργότερα από τη σφαγή. Από το 1865 έγινε επίσημα ο ελληνικός εθνικός ύμνος και από το 1966 ο εθνικός ύμνος της Κύπρου.

[5] Τριαρίδης Θ., (2006) Σημειώσεις για το τρεμάμενο σώμα, Τυπωθήτω.

[6] Pierron B. (2004), ό. π., σ. 324.

[7] Οι «Χέϋδεν, Δεριγνύ, Κόδριγκτον», όπως αποδόθηκαν τα ονόματά τους στα ελληνικά, οι αρχηγοί των τριών στόλων, τιμήθηκαν αργότερα με ονοματοθεσίες δρόμων στο κέντρο της Αθήνας.

10ο Βαλκανικό Αναρχικό Φεστιβάλ Βιβλίου (23-25 Ιουνίου 2016, Ιωάννινα)

afisa-BAB2016

 

 

Πέμπτη, Thursday 23/06/2016

17:00_Έναρξη | Launch

17:15-18:30_ Στα ίχνη της ελληνικής ευθύνης. Η ελληνική επανάσταση και ο αντισημιτισμός 1760-1864 | Digging up the greek responsibility. The national revolution and antisemitism, 1760-1864

Μια ιστορία του ελληνικού κράτους, μια ιστορία των εβραίων στο ελληνικό κράτος, μια ιστορία του αντισημιτισμού. Η πρώτη είναι γραμμένη από πατριώτες ιστορικούς. Απαιτείται σκάψιμο, ανάγνωση πίσω από τις γραμμές, καχυποψία απέναντι στις κυρίαρχες ερμηνείες. Η δεύτερη, η ιστορία των εβραίων, δεν υπάρχει καν. Ελάχιστες/οι μη-εβραίοι ακαδημαϊκοί έχουν ασχοληθεί με το παράξενο αυτό φρούτο. Η τρίτη, η ιστορία του αντισημιτισμού, μην το ψάχνετε. Δεν υπάρχει γιατί βέβαια στην ελλάδα δεν υπάρχουν μειονότητες και άρα ούτε ρατσισμός. Θα μιλήσουμε για όλα αυτά από αντικρατική, αντιφασιστική σκοπιά.

A history of the greek state, a history of the jews in the greek state, a history of antisemitism. The first one is written by nationalist historians. We need to dig, to read between the lines, to be suspicious against mainstream interpretations. The second one, the history of jews, does not even exist. Just a handful of non-jewish academics have ever dealt with that ‘strange fruit’. The third one, the history of antisemitism, do not even bother to ask. It does not exist because apparently in greece ‘there are no minorities’ and likewise ‘there is no racism’! All these will be discussed from an anti-state and antifascist point of view.

Παρουσιάζεται από | presented by: 0151, https://0151.espivblogs.net/

Το 0151 είναι ένα αντιφασιστικό περιοδικό ενάντια στην ελληνική εμπειρία που γράφεται και διανέμεται από άτομα και συλλογικότητες τρεις φορές το χρόνο από το 2013.

0151 is an antifascist zine against greek reality, written and distributed by individuals and groups thrice a year since 2013.

0151 # 8

0151 # 08 final cover - Copy

 

0151#8 sta ixni tis ellinikis efthinis
0151#8 otan to kratos -den- douleuei
0151#8 fight back- part A’
Οι φεμινισμοί στην ελλάδα 1919-1940. (μέρος α’) / Fight Back!
0151#8 gia mia kouventa pou egine-parousiasi terminal koultouras viasmous
0151#8 pashka ne fshat
0151#8 antifa cinema the black panthers
•  0151#8 andrikes amynes vol 2 meros a
0151#8 antifa streets antifa news0151#8 dhmarxos aspropyrgou / 0151#8 imeorologio ratsismou

0151#8 martyria Dine Doneff

0151#8 back page

 

 

Από τις 11 Ιουνίου το 8ο τεύχος θα βρίσκεται στο περίπτερο της πλατείας Εξαρχείων (Στουρνάρη & Σπ. Τρικούπη) στην Αθήνα και από τις 20 Ιουνίου στο Κεντρί (Δ. Γούναρη) στη Θεσσαλονίκη και σε έναν αριθμό βιβλιοπωλείων, στεκιών και καταλήψεων σε Αλεξανδρούπολη, Βόλο, Γιάννενα, Καβάλα, Κέρκυρα, Λάρισα, Χαλκίδα και Χανιά. Για περισσότερα στείλτε μας στο 0151@espiv.net

Γιατί οι Αλβανοί δεν μαθαίνουν το (ελληνικό) μάθημα τους;

Οι Αλβανοί και η Αλβανία; Η παλιά και πλούσια δική μας εμπειρία από τον βίαιο εξελληνισμό μας τροφοδοτήθηκε και πάλι πρόσφατα πυροδοτώντας έναν οχετό απροκάλυπτα αντιαλβανικών ρατσιστικών σχολίων εξαιτίας της (ομολογουμένως αρνητικής) απόφασης του Αλβανού πρωθυπουργού Ράμα να δεχθεί η Αλβανία πρόσφυγες.[1] Άθλια κλισέ ελλήνων που δεν έχουν ιδέα για την χωματερή από την οποία κατάγονται, πόσο μάλλον για τους αλβανούς, ξεσκονίστηκαν και διεκδικούν μια εκτόνωση στην απονομή μιας ‘αρνητικής φύσης’ στους τελευταίους. Έτσι βιώσαμε και πάλι τη γνωστή αηδία της έκφρασης ρατσιστικών στερεοτύπων, ενίοτε κραυγαλέων, από τους ίδιους έλληνες που παράλληλα πιστεύουν ότι δεν είναι ρατσιστές και ότι δεν κάνουν διακρίσεις.

Τι γίνεται όταν η συζήτηση γυρνάει στους ίδιους τους έλληνες και τις ευθύνες του δικού τους κράτους; Εκκωφαντική σιωπή. Τώρα είναι η ώρα που οι προνομιούχοι δικάζουν την ‘Αλβανία’. Το είπε ο Ράμα. Αλλά γιατί το χρεώνουν σε όλους τους Αλβανούς, δηλαδή τα κατεξοχήν θύματα του ελληνικού ρατσισμού εδώ και 25 χρόνια; Τι άλλο να σημαίνει το ‘η Αλβανία!’ εάν δεν είναι άλλη μια μετάθεση της ευθύνης από τον θύτη στο θύμα; Βάσει αυτού του σκεπτικού, για όσα έχουν πει και κάνει οι πρωθυπουργοί της Ελλάδας, ο ανθελληνισμός δεν θα έπρεπε να αποτελεί το επικρατέστερο αντιρατσιστικό πρόταγμα; Γιατί όλα θα έπρεπε βέβαια να χρεωθούν στην καθολική πλειοψηφία των ελλήνων. Με τη διαφορά, όμως, ότι κρίνοντάς το βιωματικά, σε βαθμό και ένταση ρατσισμού, και ποιος ήταν ο κυρίως θύτης, σε επίπεδο κρατικό και κοινωνικό, δικαίως θα χρεώνονταν εκεί.

 

Οι Αλβανοί που ‘δεν έμαθαν’; Υπήκοοι μιας χώρας που εντός της έχει συσπειρωθεί κράτος και κοινωνία και συμμετέχουν από κοινού σε ένα ντελίριο εκμετάλλευσης των προσφύγων, έπεσαν από τα σύννεφα με το κλείσιμο των συνόρων της Αλβανίας. Ο ίδιος όχλος που σήμερα θυμήθηκε τι έχουν τραβήξει οι Αλβανοί ως ‘πρόσφυγες τότε και πάλι δεν έμαθαν’, όλως τυχαίως δεν μπορεί να θυμηθεί τι έχουμε τραβήξει στα δικά του χέρια όλα αυτά τα χρόνια όπου η βία – κοινωνική, πολιτική, πολιτισμική – αποτέλεσε το σκηνικό μέσα στο οποίο ζούμε. Αν όχι στα χέρια του, τότε σίγουρα στα χέρια των γονιών του, των αδερφών του, των θείων του. Από τα βασανιστήρια στα σύνορα το ‘92 επειδή «είμαστε εχθροί τον αδελφών Σέρβων» – όπου η τότε αντιαλβανική βία και ατιμωρησία της πολυδιάστατης ελληνορατσιστικής καταστολής, εγγράφηκε στα μυαλά πολλών ελλήνων ως κάτι αυτονόητο και δεδομένο – και το πέταμα αλβανών μεταναστών στο λιμάνι της Κρήτης μετά το ματς Ελλάδα-Αλβανία το 2004 μέχρι και σήμερα με τα κατά καιρούς «μεμονωμένα περιστατικά». Μας κουνάνε το δάχτυλο ώστε να πάρουμε θέση απέναντι στις δηλώσεις Ράμα άνθρωποι που γαλουχήθηκαν μέσα σε μία βίαια ρατσιστική κοινωνία όπου οργιάζει το παρακράτος και όπου η μπόχα του ρατσισμού είναι πλέον η στάνταρ οσμή της κοινωνίας. Χεστήκαμε! Η όψη του ρατσιστή και του εθνικιστή, δεν θα μας είναι ποτέ οικεία. Και ο ρόλος σας, θα λέγαμε, ακόμα και των πιο καλοπροαίρετων, είναι νομοτελειακή δημιουργία… κοινωνικών συμβούλων και αυτόκλητων πατρόνων που αναγνωρίζουν ανθρώπινα δικαιώματα και κρατική καταπίεση μόνο στα πρόσωπα των άλλων…

Την ίδια έκπληξη στα βλέμματα των ελλήνων την είδαμε και στην τελευταία πολεμική σύγκρουση Ισραήλ-Παλαιστίνης. «Οι Εβραίοι!» αναφώνησε και τότε σύσσωμη η ελληνική αριστερά, «που δεν έμαθαν το μάθημά τους από το Άουσβιτς». Υπονοώντας τι; Ότι οι Εβραίοι έχουν έναν τετελεσμένο παθητικό ρόλο; Αντίστοιχα σήμερα «οι Αλβανοί» είναι αιώνια υπόχρεοι απέναντι στις χώρες που τους ‘δέχτηκαν’ και δεν πρέπει να σηκώσουν κεφάλι ως ανεξάρτητο κράτος, αν οι αποφάσεις τους είναι σε αντίθετη κατεύθυνση με την επιλεκτική εγχώρια ευαισθησία, ενίοτε «φιλο-παλαιστινιακή», ενίοτε «φιλο-προσφυγική», μα κυρίως αντι-αλβανικής κατεύθυνσης και πάγια αντι-εβραϊκών καταβολών. Δηλαδή ότι οι κακουχίες που έχουν συμβεί σε έναν λαό προεξοφλούν κάποια πειθαρχία η οποία στην περίπτωση των ελλήνων δεν ισχύει βέβαια… Βάσει τέτοιων σκεπτικών και η αλβανία σήμερα δεν είναι ένα κανονικό κράτος, όπως όλα τα άλλα, αλλά οι αλβανοί καταδικασμένοι στον ιστορικό χρόνο και εγκλωβισμένοι στο στάτους του ‘τότε πρόσφυγα’, εάν βγουν από αυτή την κατάσταση, μετατρέπονται σε απόλυτα τέρατα. «Η Αλβανία έκλεισε τα σύνορά της! Ποιά; Η Αλβανία!» αναφώνησαν απηυδισμένοι όλοι. Ναι ρε, η Αλβανία, ένα κράτος κανονικό με σύνορα και απ’ όλα.

 

Η Ελλάδα φιλόξενη; Είναι προφανές πως ο Ράμα – που παρεμπιπτόντως χεσμένο τον έχουμε – έχει καταλάβει ότι άμα κρατήσει τα σύνορα ανοιχτά, η Ελλάδα που θησαυρίζει απ’ όλη αυτή την κατάσταση, που όχι μόνο δεν έχει ανοίξει τα σύνορά της αλλά φτιάχνει και πιο ψηλούς φράχτες, όχι μόνο εκμεταλλεύεται σωρηδόν τους πρόσφυγες συστηματικά, αλλά τους πνίγει παράλληλα και συστηματικά χωρίς έλεος, όπως κάνει δηλαδή εδώ και 25 χρόνια και στα χερσαία σύνορά της… θα τους ξεφορτωθεί προς την Αλβανία μόνο και μόνο για να μην τους έχει μέσα στα πόδια της, άφραγκους, μην τυχόν και διαταράξει το εθνικιστικό φρόνημα των υπηκόων της που βλέπουν με τρόμο να εκφυλίζεται η καθαρότητά τους. Την κρατική μηχανή θανατοπολιτικής που έχει στηθεί στα θαλάσσια και χερσαία σύνορα – για να διαφυλάξει τον εγχώριο ελληνορατσισμό από τα σώματα που το εξουσιαστικό πλέγμα της συσσώρευσης και της οικονομίας, κατηγοριοποιεί ως ‘μη-παραγωγικά/ανθρώπινη φύρα’ και ο εθνικός κορμός φαντασιώνεται ως διασάλευση της ευρωστίας του, την οπλίζει, επί της ουσίας, αυτό ακριβώς το υγειονομικό άγχος διαφύλαξης της εθνικής ομοιογένειας από το πολιτισμικό μπαστάρδεμα που κομίζει η μετανάστευση και η προσφυγιά. ‘Περιττά’ ανθρώπινα σώματα θεωρούνται όσα αποβάλλονται ως εργατική δύναμη από το κύκλωμα συσσώρευσης και εντάσσονται στην κατηγορία του μη καταναλωτικού/πλεονάζοντος πληθυσμού ή εγκλείονται σε κέντρα κράτησης/ φυλακές, τροφοδοτώντας τους τοπικούς επιχειρηματικές έως ότου φτάσουν στον πάτο της ελληνικής κοινωνίας ως homo sacer με μηδενική αξία ζωής.

 

Αλβανοί Ρατσιστές; Για την πλειοψηφική ομάδα των ελλήνων ρατσιστών που στοχοποιούν και επιτίθενται στους πρόσφυγες στην ελλάδα, τις ευθύνες για τον ρατσισμό στη χώρα τους δεν τις παίρνουν μόνο οι ‘λίγοι και κακοί’ χρυσαυγίτες και οι φίλοι τους, μα και ένα ποσοστό μεταναστών πλέον. Έτσι, δεν προβληματοποιείται καν πως ο τρόπος που αφομοιώνει η ελλάδα τους μετανάστες της, μιας και οι ρατσιστικές αξίες της χώρας είναι τόσο ευρέως διαδεδομένες, είναι αυτός του ‘καλέσματος’ στην κυρίαρχη βίαιη ρατσιστική ομάδα. Ό,τι δεν προσαρμόζεται στον ελληνικό εθνορατσισμό εδώ και αιώνες, αποβάλλεται με βίαιη περιθωριοποίηση (με αποκορύφωμα το θεσμό της φυλακής ως εργαλείο διαχείρισης των πλεονάζοντων πληθυσμών ως άχρηστου εργατικού δυναμικού που βρίσκονται στον πάτο), ή και με τη βιολογική εξόντωση (εδώ και αιώνες συμβαίνει αυτό με κάθε μη ‘προσαρμοσμένους’ μετανάστες και πρόσφυγες, γκέι, Ρομά, Εβραίους). Από την άλλη, μια αριστερή επεξήγηση για «αλλοτριωμένους μετανάστες από τον αστικό τρόπο ζωής που εγκαταλείπουν την κοινωνική τους θέση, τη μεταναστευτική τους ταυτότητα, την ταξική τους θέση» κτλ, ξέπνοα λόγια που μας προκαλούν χασμουρητά, δεν είναι μόνο μερική… Είναι προβληματική γιατί παραβλέπει την βιο-εξουσία μεταξύ των κυρίαρχων υποκειμένων και των Άλλων. Αορατοποιεί δηλαδή τις βιοπολιτικές τεχνικές του κράτους και αποσιωπά τις εξοντωτικές επιθυμίες του εγχώριου εθνορατσισμού που κορυφώνονται όταν έρχονται αντιμέτωπες με τη ρευστή κατάσταση ενός ανθρώπινου πληθυσμού, ζητώντας από τα οργανωμένα μέλη του με τα αρχαιοελληνικά μαχαίρια να τον απαλλάξει: με άλλα λόγια, τη λογική ότι όσο το ‘κατώτερο’ είδος θα τείνει να εξαφανίζεται, όσο τα ‘μη φυσιολογικά’ άτομα θα εξοντώνονται, όσο οι ‘εκφυλισμένοι’ σε σχέση με το είδος θα λιγοστεύουν, τόσο περισσότερο ‘εγώ’ – όχι ως άτομο αλλά ως είδος – θα ζήσω, θα είμαι δυνατός, ρωμαλέος και θα αυξάνω τη δύναμή μου… Αλλά, επίσης, είναι προβληματική και γιατί αποκρύπτει και το γεγονός ότι για τους μειοψηφικούς αυτό είναι μια μορφή άμυνας και επιβίωσης στον ελληνικό βούρκο. Με απλά λόγια, δηλαδή, για να αποδείξει ένας αλβανός ότι νιώθει έλληνας ή ότι αξίζει να ζει με έλληνες, ότι είναι επιθυμητός απ’ αυτούς, πρέπει να δείξει το μίσος του προς άλλους μετανάστες, Ρομά, κτλ, να αποβάλλει και να απομονώσει κι αυτός το διαφορετικό, από την κυριαρχική νόρμα και να αρνηθεί την ταυτότητά του (αλλαγή ονόματος, βάφτιση κτλ). Πόσες φορές έχουμε ακούσει το «δεν είμαι Αλβανός αλλά βόρειο-ηπειρώτης» όλο περηφάνια! Λες κι αυτό δεν είναι θέμα ελληνικότητας, δηλαδή ελληνικής αφομοίωσης-μη ελλήνων, εμπεδωμένης ρατσιστικής βίας δηλαδή στην τελική.

 

Βία όπως… Όταν το παρακράτος που εσείς ψηφίζετε – για να μιλήσουμε στην δική σας γλώσσα – και οι τραμπούκοι του που κάθονται στα έδρανα της βουλής, μασκαρεμένοι με κοστούμια πολιτικών… οι ένστολοι εκπρόσωποι και προστάτες σας, ως αποκλειστικοί κάτοχοι του μονοπωλίου της βίας, που ενεργούν ως δικαστές και εκτελεστές όπως στην περίπτωση του Αλβανού μάρτυρα Ilir Kareli, ο οποίος κόβοντας το λαιμό του ένστολου αρχιβασανιστή του… «έπραξε αυτό που θα μπορούσαν να έχουν πράξει πάρα πολλοί άλλοι. Που θα ήθελαν να πράξουν. Αν ήταν πιο τολμηροί ή πιο παρορμητικοί. Ή αν το έφερνε η ώρα. Έκανε εκείνο που έβλεπαν στα όνειρα ή στους εφιάλτες τους, στις φαντασιώσεις εκδίκησης και δικαίωσης, που έσφιγγαν τα δόντια, έβριζαν, καταριόνταν, και δεν το έκαναν… και έγινε σύμβολο της κοινωνικής αδικίας, της πολιτικής καταπίεσης αλλά και της αυθόρμητης, ατομικής εξέγερσης ενάντια στην κοινωνική αδικία που έτρεφαν κράτος και παρακράτος.»[2]

 

Κριτική στο κράτος, αλλά σε ποιο κράτος και από ποιους; Η αντιαλβανική κριτική μπορεί να γίνει αποδεκτή, ακόμα και σφοδρή, χωρίς έλεος, όταν διακινείται στο εσωτερικό της αλβανικής κοινότητας. Όμως, όταν εξαπολύεται από στόματα ελλήνων, η ίδια κριτική παίρνει αμέσως ρατσιστική χροιά, δεδομένου ότι είναι δημιούργημα εθνορατσιστικών αφηγημάτων που αναπαράγονται και προωθούνται ευρέως στην ελλάδα. Η ‘σάτιρα’ αυτή, λοιπόν, έχει διαμορφωθεί σε μια κοινωνία που ο ελληνισμός είναι ένα αφετηριακό πρόταγμα πάνω στο οποίο συγκροτείται ο εθνορατσισμός και ο φασισμός αυτής της χώρας. Οπότε καλά κάνουν, οι ριζοσπαστικοποιημένοι Αλβανοί μετανάστες και είναι ανθέλληνες μέχρι τέλους. Είναι η μόνη θεμιτή στάση άμυνας σε μια χώρα γενικευμένου στιγματισμού. Με απλά λόγια: ο λόγος για τον οποίο η κριτική προς τον εθνικισμό του ‘δικού σας’ κράτους ΔΕΝ είναι ‘ακριβώς το ίδιο’ με οποιονδήποτε άλλο εθνικισμό, γιατί εξακολουθεί να έχει προτεραιότητα ως καθήκον στη χώρα που ζούμε, δεν είναι γεωγραφικός. Είναι ότι ΑΥΤΟΣ ο εθνικισμός, και όχι κάποιος άλλος, σας εγκαλεί ως υποκείμενα, θεωρεί ότι αυτονόητα υπαγόσαστε σε αυτόν, και βέβαια σας έχει διαποτίσει.

 

Ο φασισμός των άλλων… άλλοθι για τον ντόπιο ρατσισμό. Δεν μας προκαλεί καμία έκπληξη ο σκανδαλισμός σας για την ανακοίνωση του Έντι Ράμα, διότι ξέρουμε από πρώτο χέρι πως όταν οι έλληνες είναι να υιοθετήσουν μια επικριτική (προς τους αλβανούς ή όποια άλλη μειονότητα) και την κάνουν παντιέρα, ε τότε αυτό δε θα γίνει τίποτα άλλο από το άλλοθι του ρατσισμού τους για τον εν ελλάδι διωκόμενο αλβανικό πληθυσμό. Ο αντιαλβανικός αυτός λόγος στην ορθόδοξη ελλάδα, όταν δεν τον εκφέρουν οι ίδιες/οι οι αλβανιδες/οι, είναι απλώς μια ακόμα θεωρητική και πρακτική προετοιμασία του εθνικού κορμού για νέα πογκρόμ, αποκλεισμούς, απελάσεις, εγκλεισμούς, δολοφονίες και σκούπες με στόχο τους αλβανούς πολίτες, όπως γίνεται δεκαετίες τώρα εξάλλου.[3] Είναι ένα ακόμα πρόσχημα για να δικαιολογηθούν οι επόμενες συντονισμένες στοχοποιητικές και ρατσιστικές εκστρατείες. Αποτελεί κλήση του αλβανικού πληθυσμού στην ελλάδα σε απολογία. Και σε κάθε εκδοχή του εργαλειοποιεί την κατάσταση των προσφύγων με πολιτικές στοχεύσεις. Καταγγέλλεται ο φασισμός των άλλων για να καλύψουν και να οπλίσουν καλύτερα των φασισμό των δικών τους κοινωνιών. Απευθυνόμενοι σε όσες/όσους νιώθουν αλληλέγγυοι προς εμάς να ξεκαθαρίσουμε και κάτι ακόμα: για μας ο μόνος θεμιτός αντιφασιστικός λόγος στην ελλάδα είναι το ‘τζαμιά, μιναρέδες και συναγωγές σε όλες τις γειτονιές’ και η πολεμική σε όσους συσχετίζουν τον αλβανικό εθνικισμό με τον ελληνικό (απ’ οποιαδήποτε πολιτική αφετηρία στην ελλάδα). Διότι έχει σημασία αυτός ο λόγος να έχει μορφή που να μην ενισχύει άλλες ρατσιστικές αφηγήσεις των προνομιακών.

 

Κριτική σε κάθε εθνικισμό; Η στρεψοδικία εξ αριστερών (‘καλοπροαίρετων συντρόφων’) που ισχυρίζεται πως δεν κάνει παρόλα αυτά κριτική στο σύνολο των αλβανών και πως ‘υπάρχουν και καλοί αλβανοί’, συνοψίζεται δε στην εύηχη πλην ύπουλη φράση ‘οι αντιεθνικιστές οφείλουν να επιτεθούν σε κάθε εθνικισμό, απ’ όπου κι αν προέρχεται’ είναι ένα ακόμα απόφθεγμα περιστασιακής χρησιμότητας, τίποτε άλλο από μια αληθοφάνεια που παρεμποδίζει την απόδοση δικαιοσύνης και την άρθρωση στοχευμένης κριτικής επί του συγκεκριμένου. Όλα τα έθνη-κράτη φτιάχνουν την δική τους εθνική αφήγηση και κυρίαρχη αντίληψη, στην οποία οι ίδιοι οι υπήκοοι είναι το κέντρο του κόσμου και έχουν υπάρξει ήρωες, ενώ όλοι οι γείτονες είναι οι κακοί που τους επιβουλεύονται. Όταν το ελληνικό κράτος στοχεύει την αλβανία ως εχθρό, όπως κάνει εδώ και χρόνια, το να συμμετέχεις σε αυτό τον λόγο, υποδυόμενος τον δίκαιο κριτή, όπως και αν θες εσύ να το ονομάσεις, σε κάνει συμμέτοχο του εθνικισμού σου και πιστό υπήκοο των κρατικών σου συμφερόντων.

Οι εθνικισμοί των γειτονικών χωρών αλληλοτροφοδοτούνται και ενισχύονται αντίστοιχα. Δηλαδή, οι εθνικιστές μιας γειτονικής χώρας δεν εξετάζουν αν αυτός που τους επιτίθεται είναι εθνικιστής ή αντιεθνικιστής. Αλλά υπολογίζουν μόνο την κατεύθυνση από την οποία εξαπολύεται η επίθεση. Δηλαδή την εθνική καταβολή του επιτιθέμενου. Το αποτέλεσμα δεν είναι μόνο η περαιτέρω συγκρότησή τους, ούτε και η συσπείρωση των λούμπεν εθνικιστών, αλλά κυρίως η μετατόπιση του ‘αδιάφορου’ κόσμου προς τον εθνικισμό, λόγω της συνεχούς έκθεσης στην διάχυτη εθνική αφήγηση, θεωρώντας πως από την στιγμή που ανακατεύεσαι στα εσωτερικά τους, τους επιβουλεύεσαι. Γι’ αυτό μια τέτοια κριτική-δράση είναι απαράδεκτη έως επικίνδυνη, διότι, από την στιγμή που προέρχεται από τους ‘εχθρούς’ της Αλβανίας, θα συσπειρώσει κράτος και φασίστες με ολέθριες συνέπειες για όσες/όσους πολεμούν τον εκεί εθνικισμό ως ‘εθνοπροδότες, πράκτορες κλπ’, δηλαδή ως αντιεθνικιστές και αντιφασίστες. Όλη αυτή η διαδικασία καθρεφτίζεται στη γειτονική χώρα (εν προκειμένω, την ελλάδα). Όσο δυναμώνει ο από εκεί εθνικισμός, άλλο τόσο επιβεβαιώνεται ο από εδώ εθνικισμός αισθανόμενος τον κίνδυνο επίθεσης και ξανά ο ίδιος κύκλος που περιγράψαμε παραπάνω. Τα βιώματά μας, μας έχουν δείξει πως ο πρώτος στόχος μιας τέτοιας εξέλιξης είμαστε εμείς οι Αλβανοί.

Κάθε σοβαρή αντι-εθνικιστική πολιτική εξάλλου γνωρίζει καλά ότι η υπονόμευση και η καταστροφή του κυρίαρχου εθνικισμού (του ελληνικού στην ελλάδα, του αλβανικού στην αλβανία) θα είναι έργο των ίδιων ανθρώπων που ο εκάστοτε εθνικισμός έχει εισβάλει στη ζωή τους. Όσοι δηλαδή πλήττονται άμεσα από τον ντόπιο εθνικισμό, έχουν τον πρώτο και κύριο λόγο επίθεσης. Οι από εκεί αντιεθνικιστές, ως άμεσα πληττόμενοι, είναι λοιπόν ο φυσικός και κυρίως αντίπαλος του αλβανικού εθνικισμού και οι υπόλοιποι καλά θα κάνετε να το βουλώσετε. Το κούνημα του δαχτύλου και τα από εδώ επαναστατόμετρα ζέχνουν πατερναλισμό και ρατσισμό. Ενισχύστε, λοιπόν, τους από εκεί αντιεθνικιστές ή σκάστε!

Οι εκτός των κρατικών συνόρων του εκάστοτε κυρίαρχου εθνικισμού, στην προκειμένη του αλβανικού, έχουμε δευτερεύοντα λόγο στην πολεμική εναντίον του. Και μόνον στα πλαίσια μιας συζήτησης με όσους πλήττονται πραγματικά από τον κάθε εθνορατσισμό και βιώνουν την εμπειρία της εθνικής αφήγησης στο σβέρκο τους, μπορεί να επιτευχθεί ένας εμπλουτισμός γνώσεων αλλά και μια επιθετική κριτική από τους ίδιους τους ριζοσπαστικά πολιτικοποιημένους αλβανούς. Ο αφηρημένος αντι-εθνικισμός – σε γενική και αόριστη μορφή – όπως π.χ. ‘κάτω τα έθνη’, επιμένει να μην κατανοεί ότι μέσα στο έθνος από το οποίο κατάγεται υπάρχουν μειονοτικές εθνικές ομάδες οι οποίες στην κυρίαρχη (εδώ: ελληνική) εθνική αφήγηση παίζουν ακριβώς το ρόλο του ‘ξένου’, του ‘εισβολέα στην εθνική καθαρότητα’ και άρα θεμελιώνουν τον αποκλεισμό με βάση τον οποίο συγκροτείται η ίδια η ντόπια εθνική ταυτότητα. Μια τέτοια ρητορική, λοιπόν, επ’ ουδενί δεν δηλώνει συνεπή αντιεθνικισμό αλλά βλακεία, ειδικά εφόσον δεν εστιάζει στους τρόπους συγκρότησης της ταυτότητας των θυτών ακόμα και μετά την γενική καταστροφική εμπειρία των παγκοσμίων πολέμων και των κατά τόπους σφαγών που υποκίνησαν οι εθνικές ιδέες.

 

Ιστορία και Καθημερινότητα. Η ‘άγνοια’ για την ιστορία σας, ως θύματα και θύτες κατά τα πρώτα χρόνια του προηγούμενου αιώνα των ελληνικών μεταναστευτικών ροών, αλλά και καθαρά ως θύτες την τελευταία 25ετία, ως κλέφτες των Εβραϊκών περιουσιών στα Ιωάννινα και την Θεσσαλονίκη που έγινε λίγες μόλις ώρες αφού αναχώρησε η φάλαγγα των φορτηγών για το Άουσβιτς –την ίδια περίοδο που η Αλβανία δεκαπλασίαζε την Εβραϊκή της μειονότητα,[4] και η επιρροή της στην προσωπικότητα σας είναι σχεδόν καθολική. Πόσα άτομα γνωρίζουν για τα εγκλήματα του ελληνικού κράτους, πόσο μάλλον για τα προνόμια που αυτά τα εγκλήματα παρήγαγαν και αφορούν κάθε Έλληνα και Ελληνίδα προσωπικά; Ελάχιστα άτομα κάνουν το βήμα να προσαρμόσουν το αντιεθνικιστικό μήνυμα στην ελληνική πραγματικότητα που είναι ολόκληρη ένα αδιάσπαστο συμπαγές τείχος που όμοιο της δεν έχουμε ξαναδεί. Σαν να μην έγινε ποτέ εθνοκάθαρση εδώ. Σαν να μην έγιναν ποτέ πογκρόμ εδώ. Σαν μην έγινε ποτέ βίαιη αφομοίωση δεκάδων χιλιάδων εδώ. Να τους δώσουν χαρτιά και να τους αφήσουν να πάνε στην Ευρώπη», «γιατί δεν παίρνει και η Αλβανία;» Πραγματικά αυτά τα λόγια φαίνονται καλοπροαίρετα σε πρώτο επίπεδο. Αν όμως σκεφτεί κανείς καλύτερα μπορεί να δει ότι αυτά τα λόγια μάλλον απηχούν το άγχος για την διατήρηση μιας καθαρής Ελλάδας. Το εθνικιστικό όραμα του 19ου αιώνα έχει γίνει τόσο δεδομένο που δεν μπορεί καν να γίνει αντιληπτό από τα άτομα που σκέφτονται διαφορετικά, πόσο μάλλον να αμφισβητηθεί. Επιπλέον, κι ο λόγος που αντιμετωπίζει τους ανθρώπινους πληθυσμούς (πρόσφυγες) ποσοτικά, υπολογισμένους από κρατικούς μηχανισμούς στήνοντας πλασματικές πραγματικότητες και δημοσιεύοντας κυρίως τον λόγο στρατευμένων καθεστωτικών και κάθε λογής ένστολων (που δεν μιλάνε ποτέ για την συχνότητα και την ένταση των επαναπροωθήσεων), στοχεύει αντίστοιχα στο να αναδείξει ότι κάθε έθνος/κράτος ‘αντέχει’ μόνο μία ορισμένη ‘δόση’ προσφύγων. Και μετά; Μετά τι άραγε; Η ελλάς μολύνεται; Αλλοιώνεται; Προκαλείται ανεξέλεγκτη δυσαρμονία στην κοινωνική ομοιομορφία; Καταστρέφονται τα κρατικά ταμεία; Μακάρι δηλαδή, αλλά μακριά από το να συμβούν ‘τέτοιες συμφορές’ για το έθνος… εδώ έχουμε ένα κάνουμε με έναν επιθετικό εθνικισμό που σφυρίζει πάνω από τα κεφάλια μας. Αντί να αναγνωριστεί αυτό, ο ντόπιος εθνικισμός δηλαδή, κράτος, κοινωνία, τα ΜΜΕ τους[5] και η αριστερά αναγνωρίζουν εθνικισμό ως συνήθως στην απέναντι πλευρά…

 

Φίδια στον Κόρφο

 

 

 

[1] ‘Η Αλβανία δεν θα ανοίξει τα σύνορα για τους πρόσφυγες’, Καθημερινή, 26-02-2016.

[2] ‘Ο Μάρτυρας Ίλι Καρέλι’, Εύα Αυγερινού, tvxs, 09-04-2014.

[3] Για μια μίνι ιστορία αντι-αλβανικού λόγου και πράξης στον ελληνικό βούρκο, βλέπε και τα κείμενα: ‘Περίοδος Κυνηγιού (σκόρπιες σκέψεις για μια ήδη ξεχασμένη ιστορία)’ από το Café Morgenland (Οκτώβριος 2004), ‘Ναι ρε, Αλβανοί!’ από το Café Morgenland (Φεβρουάριος 2007),  ‘Η σιωπή μας κρύβει μέσα της την οργή’ από τις Ανθελληνικές Ορδές Ξένων (Δεκέμβριος 2010), ‘Η ελλάδα ξεπλένεται με τον βρώμικο τρόπο (την κρίση)’ από το Antifa Casa del Campo (Απρίλιος 2012), ‘Τελικά, κάτι έκανε: ο Σύριζα και οι μετανάστες’ από το Antifa Negative (Οκτώβριος 2016).

[4] ‘Πώς οι Αλβανοί προστάτευσαν τους Εβραίους’, Τάκης Μίχας, Ελευθεροτυπία, 18-05-2009.

[5] ‘Ο επικίνδυνος εθνικιστής Έντι Ράμα’, Μητροπούλου Ειρήνη, Το ΒΗΜΑ, 24-05-2015. Σε όλα αυτά τα άρθρα αποκρύβεται ακριβώς η επιθετική εξωτερική πολιτική του ελληνικού κράτους απέναντι στην Αλβανία με τα ζητήματα του εκβιασμού της εισόδου της στην Ε.Ε., με το ζήτημα των θαλάσσιων συνόρων και της ΑΟΖ του Ιονίου, κ.ο.κ.

0151 # 7

0151

 

 

Το 7ο τεύχος θα το βρείτε στο περίπτερο της πλατείας Εξαρχείων (Στουρνάρη & Σπ. Τρικούπη) στην Αθήνα, στο Κεντρί (Δ. Γούναρη) στη Θεσσαλονίκη και σε έναν αριθμό βιβλιοπωλείων, στεκιών και καταλήψεων σε Αλεξανδρούπολη, Βόλο, Γιάννενα, Καβάλα, Κέρκυρα και Λάρισα. Για περισσότερα στείλτε μας στο 0151@espiv.net

Ενάντια στο έθνος και το φύλο στη ‘μακρινή’ δεκαετία του ‘90. Συνέντευξη με τον Χ.

Με τον Χ. γνωριστήκαμε κάποιοι από εμάς το 2006 σε ένα στέκι στα Εξάρχεια. Διατηρήσαμε επαφή έκτοτε και οι δρόμοι μας συναντήθηκαν ξανά μέσα στον χρόνο. Το γεγονός ότι ήταν πολιτικοποιημένος σε ένα μεγάλο μέρος της άγνωστης για τους περισσότερους από εμάς δεκαετίας του ’90 μας φάνηκε ένα καλό έναυσμα για μια κουβέντα μέσα από το 0151. Παράλληλα, διαβάσαμε κάποια πράγματα από αυτά που έβγαζε με την παρέα και ομάδα του. Πολλά κενά που είχαμε σε σχέση με την περίοδο αυτή φωτίστηκαν και προσεγγίστηκαν και με πολλά από αυτά που ακούσαμε και διαβάσαμε, ταυτιστήκαμε και ενθουσιαστήκαμε, πολλά δε νομίζουμε ότι είναι χρήσιμα και για το μέλλον.

 

1916723_10153548115704773_8915395857033504294_n

 

0151: Πότε ασχολήθηκες πρώτη φορά με κάτι πολιτικό;
Χ: Πρώτη φορά ήταν το 1992–1993, σαν μαθητής στις καταλήψεις, τότε ήδη ήμασταν και λίγο σαν ομάδα. Και στις προηγούμενες καταλήψεις το ‘90-‘91, αλλά τότε ήμουν μαθητής 1ης λυκείου, όποτε ήμουν μικρός και το πέρασα λίγο ξώφαλτσα. Απλά ήμασταν μια παρέα από το σχολείο. Όγδοο λύκειο: είναι στην Κολιάτσου. Ήμασταν παρέα, ας πούμε η κάπως δημοφιλής παρέα του σχολείου, ήμασταν και στο 15μελες κάποιοι. Όποτε είχαμε παίξει και κάποιο ρολό στο να γίνει η κατάληψη και είχαμε επαφές με Γκράβα και με αλλά σχολεία. Η δική μας πολιτικοποίηση εκεί ήταν το «ενάντια στην εκπαίδευση» με έναν ψιλοθολό τρόπο, εννοείται λόγω ηλικίας, λίγο σαν αυτοσκοπός. Όσες φορές είχαμε μιλήσει σε συνελεύσεις ή θέλαμε να βγει κάτι, η κατεύθυνση ήταν αυτό που συζητάγαμε και μεταξύ μας, όχι τόσο προς αιτήματα συγκεκριμένα βελτίωσης όσο ότι υπάρχει ένα γενικό πρόβλημα γύρω από την εκπαίδευση. Ότι σε εκπαιδεύει να ξοδεύεις τον χρόνο σου άσκοπα, αυτό ήταν κάπως το κεντρικό.

0151: Τότε εκείνη την χρόνια ήταν και τα μακεδονικά συλλαλητήρια, το ΄92;
Χ: Θυμάμαι ότι ήταν μετά τις καταλήψεις, δηλαδή ουσιαστικά χρησιμοποιήθηκε και εναντίον τους σε μεγάλο βαθμό. Αυτό υπήρχε τότε κάπως σαν συνείδηση, ότι έχει προωθηθεί το ‘παιδομάζωμα’ από τα σχολεία ώστε να κατεβούμε στις πορείες, σαν απάντηση και στις καταλήψεις από μια σκοπιά, για να συντηρητικοποιήσουν αυτό το ρεύμα μαζικά. Και σε μεγάλο βαθμό λειτούργησε. Ουσιαστικά ο μεγάλος όγκος δεν ήταν οι ίδιοι άνθρωποι (τουλάχιστον στο δικό μας σχολείο) που ήταν πιο ενεργοί στην κατάληψη, αλλά λειτούργησε να πάνε το ρεύμα κάπου άλλου. Εκεί μείναμε κάπως μονοί μας, η δικιά μου παρέα που δεν συμμετείχε και κάποιοι που ήταν οργανωμένοι σε αριστερά σχήματα, κυρίως ΣΕΚ και λίγο ΚΚΕ, αλλά το τότε ΣΕΚ ήταν το μόνο που θυμάμαι που είχε ξεκάθαρη γραμμή ενάντια στο εθνικιστικό.

0151: Φασίστες παίζανε στο σχολείο όλα αυτά τα χρόνια;
Χ: Μέσα στο σχολείο τουλάχιστον εγώ τώρα δε μπορώ να θυμηθώ, αλλά θυμάμαι να έρχονται στην κατάληψη επιθετικά, εξωσχολικοί ας πούμε, και στη Φωκίωνος έπαιζε αρκετά. Εγώ θυμάμαι ότι η πρώτη εικόνα που είχα για φασίστες όταν ήμουν μικρός ήταν κάτι ξυρισμένοι που σου κλέβουν τις αρβύλες στην Φωκίωνος. Η χ.α. είχε τα γραφεία στην Κεφαλλήνιας, κάτω από την Πατησιών, αλλά πρέπει να είχαν και κάποιο στέκι ή κάτι Άνω Κυψέλη. Σίγουρα το είχαν τα επόμενα χρόνια, νομίζω από τότε μάλλον, αλλά σε επίπεδο συμμορίας ήταν γνωστοί. Δηλαδή όλα τα πιτσιρίκια φοβόντουσαν να περάσουν με αρβύλες από την Φωκίωνος. Ήταν η μόδα τότε, όλοι είχαν Μάρτινς ή Βέρμαχτ, ήταν must.

0151: Και μετά το λύκειο τι έγινε; Με την παρέα αυτή.
Χ: Εμείς είχαμε λίγο ένα πράγμα από το σχολείο σαν λέσχη ανάγνωσης παρά σαν ομάδα, καθόμασταν και διαβάζαμε κάποια πράγματα, τα όποια μπορεί και να ήταν και ψιλοχαζά μερικά, δεν ήταν απαραίτητο ότι υπήρχε ένα πολιτικό στίγμα συγκεκριμένο. Δηλαδή ο καθένας έφερνε κάτι που του άρεσε, μέχρι και Μπουσκάλια είχαμε διαβάσει. Ήταν μια απόπειρα αυτομόρφωσης και αυτό είχε περάσει και στο σχολείο. Δηλαδή κάποιες φορές είχαμε πείσει καθηγητές και είχαμε σταματήσει το μάθημα για να κάνουμε μια ανάγνωση στην τάξη ας πούμε. Γενικά οι καθηγητές μας βλέπανε λίγο σαν ούφο αλλά οι αριστεροί ήταν πιο θετικοί. Εκεί σε αυτό το πλαίσιο, που στην αρχή ήταν αρκετά ανοιχτό, μπορεί να ερχόταν ο οποιοσδήποτε από το σχολείο και στα δικά μας μαζέματα, χωρίς κάποιο κριτήριο αυστηρό και εκεί σιγά-σιγά έπεσε η ιδέα για ένα κοινόβιο, ότι ίσως θα ήταν ένας στόχος να μείνουμε κάποια στιγμή όλοι μαζί. Αυτό σιγά-σιγά αρχίσαμε να το σκεφτόμαστε σοβαρά, πως θα γίνει. Αυτό έμενα για παράδειγμα με έκανε να ψάξω για δουλειά αμέσως μετά το σχολείο, και κάποιους άλλους, ώστε να μείνουμε μαζί.

0151: Και σπουδές;
Χ: Αυτό ήταν λίγο τζιζ σαν θέμα, δηλαδή όλων μας η άποψη που άρχισε σιγά-σιγά να συνδιαμορφώνεται ήταν πολύ αρνητική. Το βλέπαμε κάπως με όρους αφομοίωσης και επειδή υπήρχε ήδη η ιδέα περί αυτομόρφωσης – δε θυμάμαι αν το λέγαμε ποτέ έτσι αλλά τελοσπάντων αυτό το πλαίσιο – η προοπτική για τις σπουδές μας φαινόταν λίγο βλακεία. Δηλαδή το να μπεις σε μια σχολή και να κάνεις συγκεκριμένα πράγματα που θα σου καθορίζει ένας καθηγητής, ένα πολύ στενό πλαίσιο που θα έχει ένα στόχο, ένα πτυχίο ή τελοσπάντων κάτι εργασιακό. Όποτε υπήρχε ένας γενικός σνομπισμός πάνω σε αυτό. Μετά για λογούς που ήταν και αρνητικοί, ότι δηλαδή σιγά-σιγά οι απόψεις γίνονταν όλο και πιο «μπετόν» στην ομάδα, αυτό λειτούργησε έτσι ώστε κάνεις δεν σπούδασε κάτι, τουλάχιστον εκείνα τα χρόνια.

Είχαμε ένα αντι-φοιτητικό αίσθημα αργότερα. Και απολυτότητα. Δηλαδή σε διάφορα θέματα ήμασταν πολύ γκάου, χωρίς αυτό να αναλογεί στις περιστάσεις πάντα. Ας πούμε είχαμε μια τάση προς την γενίκευση στα θέματα που βάζαμε τον εαυτό μας στην απέναντι πλευρά πολιτικά και φτιάχναμε έναν δικό μας ξύλινο λόγο για ορισμένα πράγματα, που με τους σημερινούς όρους φαίνονται αστεία, αλλά να, για παράδειγμα, τους φοιτητές μπορεί να τους θεωρούσαμε έναν βούρκο που λέτε και εσείς… Τέλος πάντων, προφανώς δεν ισχύει αυτό για όλους τους φοιτητές, δεν είναι έγκλημα να είσαι φοιτητής! Αλλά, ότι θα μπορούσε αυτή η γενίκευση να φθάνει σχεδόν σε αυτό, ότι αν απευθυνόμασταν στους φοιτητές θα ήταν για να τους βρίσουμε με κάποια προκήρυξη. Είχαμε κατέβει, θυμάμαι, σε κάτι φοιτητικά και μαθητικά να μοιράσουμε προκήρυξη και ήταν πολύ αφοριστική. Τύπου “πίσω κωλόπαιδα”! Πλέον εγώ δεν το θεωρώ κακό να σπουδάσει κανείς. Αλλά από την άλλη επειδή την είχα τόσο πολύ συνηθίσει αυτήν την άποψη σε αυτή την παρέα, όταν βρίσκομαι σε κάποιους χώρους που σε ψιλοσνομπάρουν, ή υπονοείται ότι είναι μειονέκτημα να μην έχεις πάει πανεπιστήμιο, μου φαίνεται what? Μου φαίνεται πάρα πολύ αστείο. Σχεδόν δεν μπορώ να απαντήσω ή να ανταποκριθώ στην εικόνα που έχουν για μένα, γιατί έχω συνηθίσει στην περηφάνια των μη σπουδών. Χωρίς να το υπερασπίζομαι ακόμα τόσο σαν άποψη…

0151: Αυτό τότε ήρθε και σαν απόηχος ίσως των καταλήψεων και όλης αυτής της κουλτούρας που είχατε στο σχολείο;
Χ: Μάλλον ήμασταν λίγο εκτός εμείς, δηλαδή δεν ήταν τόσο γενικό.

0151: Όποτε μετά ήρθε το κοινόβιο;
Χ: Όχι ακριβώς. Προηγήθηκε η παρέα του σχολείου και εκεί που πρωτοέπεσε η ιδέα του κοινοβίου, είχαμε ήδη αρχίσει να σχηματιζόμαστε λίγο και σαν ομάδα. Και μέσα από τις καταλήψεις και μετά από αντίστοιχες καταλήψεις σε σχόλες – όχι ότι είχαμε πάει σε παρά πολλές ή είχαμε πολλές επαφές – κάποιοι πήγαμε στην ΑΣΟΕΕ που είχε τότε μια αναρχική κατάληψη, κάπως το θεωρήσαμε σαν λογική συνεχεία να πάμε και εκεί να δούμε τί είναι, όποτε χωρίς να το πολυσυνειδητοποιήσουμε βρεθήκαμε σε αυτό τον χώρο κοντά πολιτικά.

0151: Ψηφίζατε με την παρέα αυτή σε εκλογές;
Όχι, όχι. Εγώ πρώτη φορά στην ζωή μου ψήφισα επί χρυσής αυγής το 2012. Αυτό είναι το μόνο κίνητρο που με κάνει να βρίσκω μια σημασία στην ψήφο.

0151: Επαφή με πάνκ; Που αράζατε σαν παρέα;
Χ: Πηγαίναμε πολύ περισσότερο σε πλατείες. Ακόμα και στην Φωκίωνος καθόμασταν, δηλαδή και σε χώρους που δεν πήγαινε κανένας άλλος από τέτοιο κόσμο. Εδώ στην γειτονιά σε παγκάκια, οπουδήποτε. Δηλαδή από το σχολείο αυτό ήταν το κυρίως, πλατείες στην περιοχή. Μετά, με τον καιρό πηγαίναμε και σε στέκια, στο Περιστέρι, που είχαμε επαφή, και στη Βίλα και στο Άνω Κάτω για λίγο, όταν είχε πρωτοξεκινήσει. Εντάξει η Βίλα ήταν πολύ κεντρικός χώρος τότε, ήταν ο χώρος που μάζευε τον περισσότερο κόσμο δηλαδή θα βρισκόσουν εκεί εκ των πραγμάτων.

0151: Και μουσικά;
Χ: Μουσικά εμείς δεν ήμασταν ποτέ του πανκ, δηλαδή μπορεί κάποιος να άκουγε από εμάς πανκ, αλλά αυτό που έπαιζε η Βίλα, δεν ήταν ποτέ το στυλ μας. Ούτε πηγαίναμε σε συναυλίες. Όχι ήμασταν λίγο κούκου από αυτήν την άποψη, λίγο πιο γκόθικ, κάποιοι ήταν παλιοί μεταλάδες από την παρέα, εγώ δεν ήμουν ποτέ. Αλλά γενικά τα ακούσματα όσο ήμασταν παρέα ήταν από γκόθικ προς ηλεκτρονική μουσική, κλασσική μουσική, λίγο Jazz και επίσης παίζαμε μουσική, αυτοσχεδιαστική πειραματική. Παίζαμε και με όργανα που ο καθένας δεν ήξερε, επίτηδες. Είχαμε ένα πιάνο, μετά ένα τσέλο, σαξόφωνο, παίζανε διάφορα.

0151: Της κουλτούρας γενικά!
Χ: Χεχε… Και το όνομα της ομάδας (urban growth disease) εμπνευσμένο από τραγούδι ήταν. Από Annie Clark, το urban χρησιμοποιεί πιο πολύ σαν λέξη.

0151: Υπήρχε επαφή με κάποιο έντυπο ή με κάποια ομάδα;
Χ: Μέσα από κάνα δυο τέτοιες καταλήψεις σχολών έτυχε να γνωρίσουμε κάποιο κόσμο. Όταν και εμείς πλέον πρωτοδιαμορφωθήκαμε σαν ομάδα – σιγά-σιγα οι σταθερές κουβέντες που είχαμε άρχισαν να στρέφονται προς πολιτικά θέματα και να συνειδητοποιούμε και εμείς τον εαυτό μας σαν πολιτική ομάδα. Και ήρθαμε σε επαφή με κάποιους που έβγαζαν ήδη ένα περιοδικό, τους Πειρατές της Ημισελήνου, νομίζω από το 1994. Είχαμε γράψει και κάποια κείμενα εκεί αλλά σαν συλλογικότητα ξεχωριστή. Και ατομικά που ήταν, ήταν με υπογραφή συλλογική.

0151: Τι υπογραφή;
Χ: Η υπογραφή είναι λίγο αστεία, ήταν «Συγκρότηση για την αυτό-ζωή». Κατά το αυτοδιαχείριση, αλλά αυτό ήταν τελείως δική μας τρολιά, και γενικά είχαμε φάει πολύ δούλεμα για την υπογραφή. Επίσης έγινε και σαν κοροϊδία. «Αυτό-ζωα». διάφοροι μας θυμόντουσαν για χρόνια μετά έτσι.

0151: Μπορείς να εξηγήσεις λίγο τον όρο αυτό-ζωή;
Χ: Είναι η έννοια της αυτοδιαχείρισης, της αυτονομίας αλλά σε πλαίσιο πιο καθολικό, γενικευμένο.

0151: Όποτε ουσιαστικά εσείς το πρώτο κείμενο που βγάλατε προς τα έξω ήταν αυτό μέσα από τους «Πειρατές»;
Χ: Όχι, είχαμε ήδη βγάλει κάποιες προκηρύξεις και αφίσες. Οι πρώτες ήταν λίγο κούκου θεματικά ως προς το πλαίσιο αυτού του χώρου. Μια αφίσα ήταν ενάντια στην τεχνοεπιστήμη και άλλη μία ενάντια στο πλαίσιο του αθλητισμού. Μετά από χρόνια που τις έχω ξαναδεί ήταν λίγο οτινάναι, αλλά σαν επιλογή θεματική το βρίσκω ενδιαφέρον, ήταν κάτι που δεν υπήρχε στον κοντινό μας περίγυρο. Ήταν σχετικές με τα διαβάσματα μας.

0151: Αυτό με την τεχνοεπιστήμη είχε να κάνει και με την αποστροφή προς τις σπουδές;
Χ: Ναι σίγουρα είχε και αυτό μέσα. Και γενικά προς οτιδήποτε θετικής κατεύθυνσης. Με έναν τρόπο που τώρα είναι λίγο απλοϊκός, έχει μια ιδέα περί αγνής φύσης, και φύσης του ανθρώπου ίσως, πιο ουσιοκρατική, όχι ότι έγινε πολύ σκόπιμα αυτό… Αυτό που μπορώ να θεωρήσω θετικό ήταν ότι δεν ξεκινήσαμε σε ένα πλαίσιο έτοιμο, ας πούμε. Αυτό ήταν τελικά που μας έκανε να έρθουμε σε επαφή και με αυτά τα παιδιά γιατί ήταν οι πρώτοι, σε αυτά τα χρόνια τουλάχιστον, στα ‘80ς σίγουρα προϋπήρξαν σίγουρα τέτοιες στάσεις, που ήταν πιο πολύ στραμμένοι προς την καθημερινότητα. Κάποιοι από αυτούς ήταν σε μια άλλη ομάδα που υπήρχε εκείνη την εποχή, οι ‘Απόγονοι των Βανδάλων’.

0151: Εντωμεταξύ, αυτή η περίοδος, στην φεμινιστική κινηματική ιστορία, θεωρείται η περίοδος του backlash. Τελειώνουν όλα τα γυναικεία κινήματα, το βιβλιοπωλείο, έχουν τελειώσει αυτά το ‘90, διάφορα περιοδικά, βγαίνει μόνο η «Δίνη» που γίνεται επιστημονική μετά, είναι η αρχή της ιδιωτικής τηλεόρασης, που θεωρείται επίσης ότι συμβάλλει στο backlash και όλα αυτά και γίνεται και μια στροφή προς τον εθνικισμό. Θυμάσαι κάποια παρουσία γυναίκειας ομάδας ή άλλης ομάδας που να έχει να κάνει με τον πολιτικό προβληματισμό για το φύλο ή αυτοσυνείδησης;
Χ: Όχι, ομάδα να ήταν τότε ήδη διαμορφωμένη για το φύλο, όχι. Αλλά σαν άτομα, και στους «Πειρατές» υπήρχαν ας πούμε κάποιες κοπέλες που ήταν φεμινίστριες. Γενικά όσες φεμινίστριες είχα συναναστραφεί εγώ παραήταν μάλλον δευτεροκυματικές… Δηλαδή όσες υπήρχαν και μέσα στα πλαίσια του χώρου. Γενικά σε αυτά τα πλαίσια, η εικόνα της φεμινίστριας ήταν λίγο στιγματιστική από την μια και από την άλλη είχε και μια αλήθεια αυτό. Η ιδέα του φεμινισμού ήταν πολύ πουριτανική μέσα στον χώρο. Και αυτό όμως δεν είχε να κάνει προφανώς μόνο με τις κοπέλες, είχε να κάνει και με το ότι οι αντιεξουσιαστές, ο μόνος τρόπος που μπορούσαν να το εκλάβουν αυτό και να το εφαρμόσουν σε ένα βαθμό, ήταν σε ένα πλαίσιο ότι κάποιοι που ήταν πιο πολίτικαλ κορέκτ να αυτολογοκριθούν σε κάποια πράγματα ή να θεωρήσουν ότι κάποια πράγματα δεν τα λέμε. Να ενοχοποιήσουν ορισμένα στοιχειά αλλά χωρίς κάποιο δούλεμα σε αυτά, δηλαδή πιο πολύ ήρθε και έδεσε με μια πουριτανική πλευρά μιας πλευράς του χώρου. Ήταν λίγο σαν να έγινε ένας χωρισμός, η πλειοψηφία που ήταν έτσι και αλλιώς κάφροι και δεν υπήρχε ελπίδα και μια μειοψηφία που κάπως πήγε να το δουλέψει σαν θέμα αλλά με όρους μάλλον πουριτανισμού παρά φεμινισμού. Εμείς ήμασταν μάλλον προς την δεύτερη τάση. Υπήρχε σαφώς πουριτανισμός την ίδια στιγμή που ήμασταν ανοιχτοί σε κάποια θέματα θεωρητικά, και σε ζητήματα σεξουαλικότητας η συζήτηση ήταν πολύ ανοιχτή από την αρχή, αλλά στην πράξη νομίζω ότι ο πουριτανισμός ήταν πολύ κεντρικό στοιχειό στον τρόπο που λειτουργούσαμε και σκεφτόμασταν.

0151: Γιατί; Δηλαδή πουριτανισμός τι εννοείς;
Χ: Γενικά νομίζω ήταν πολύ ρομαντικές ιδέες, είτε σε σχέση με αυτό με την φύση που έλεγα πριν, αλλά και με την ίδια την ιδέα του εαυτού κτλ, αλλά και με το θέμα της σεξουαλικότητας και των σχέσεων. Ενώ από την μια υπήρχαν κάποιες ιδέες, ότι το ιδανικό θα ήταν η πολυγαμία, η αμφισεξουαλικότητα που ήταν σχεδόν το mainstream της παρέας, παρόλο που η πλειοψηφία ήταν στρέϊτ στην πράξη. Και εγώ δυσκολεύτηκα ας πούμε στα πλαίσια του coming out μέσα στην παρέα, αλλά και ένα άλλο παιδί που ήταν πιο συνειδητός ως προς την σεξουαλικότητα από μένα, ήταν ρητά gay ενώ εγώ ήμουν πιο πολύ bi στην αρχή, εκείνος ας πούμε έφυγε από τους πρώτους από την ομάδα. Θεωρώ ότι δεν ήταν τυχαίο. Ταυτόχρονα υπήρχε μια ρητορική (αμφισεξουαλικότητας και πολυγαμίας) θεωρητική, αλλά αυτό ήταν λίγο στο επίπεδο που είναι για τους κομμουνιστές η κομμουνιστική κοινωνία, κάτι δηλαδή που θα γίνει κάποτε. Στο ενδιάμεσο υπήρχαν αυστηρά μονογαμικές σχέσεις με πολύ συγκεκριμένο τρόπο και μια εξιδανίκευση του ρομαντικού, οτιδήποτε κάνει κανείς να πρέπει σχεδόν να το αιτιολογήσει στους υπόλοιπους ώστε να αποδεικνύεται πως η σχέση βασίζεται στην πνευματική εγγύτητα, ένα τέτοιο πράγμα. Χωρίς να είναι ρητά όλα αυτά αλλά αυτό ήταν το κλίμα.

0151: Η επαφή με τις απόψεις αυτές ποια ήταν ακριβώς; Ουσιαστικά αυτές που λες οι δευτεροκυματικές φεμινίστριες ήταν του χώρου, αναρχοφεμινίστριες;
Χ: Ναι, οι οποίες ήταν πολύ λίγες και εμφανιζόντουσαν σαν στερεότυπα με ποδιά. Δηλαδή ο τρόπος που μίλαγαν όλοι για αυτές, ας πούμε. Θυμάμαι μια κοπέλα από την Θεσσαλονίκη που ο τρόπος που αναφερόντουσαν σε αυτήν ήταν πάντα ότι ήταν «λίγο μπαμπούλας», «λίγο αστεία», «λίγο υπερβολική». Σίγουρα η αντίστιξη ανάμεσα σε αυτήν και στην Βίλα Αμαλίας που πήγαινε εκείνη την περίοδο ήταν κούκου τελείως, δεν μπορούσαν να συνυπάρξουν αυτά τα δυο. Ο τρόπος που την αντιλαμβανόντουσαν ήταν σαν έναν κήρυκα ηθικής κάπως, και δεν πήγαινε πουθενά παραπέρα το πράγμα. Όσοι δεν θέλανε να ασχοληθούν με οτιδήποτε φεμινιστικό το κάνανε με όρους ότι δεν θα δεχτούμε μια ηθική τέτοιου τύπου και όσοι θέλαμε μπαίναμε σε αυτό το πλαίσιο, δεν υπήρχε βαθύτερη αναζήτηση πουθενά σε σχέση με το τι σημαίνουν οι ρόλοι των φυλών και πουθενά δεν το έβλεπα να βγαίνει αυτό σαν πηγαία συζήτηση.

0151: Σε επίπεδο gay πολιτικοποίησης; Αυτός που έφυγε από την ομάδα τι έκανε μετά;
Χ: Κατά κάποιο τρόπο συνεχίσαμε και κάναμε παρέα. Βρέθηκε στην Ελληνική Ομοφυλοφιλική Κοινότητα (Ε.Ο.Κ.) αρχικά, ο πιο γνωστός εκεί ήταν ο Γιαννέλος, η οποία για την εποχή ήταν αρκετά δυναμική πρωτοβουλία, δηλαδή και στην τηλεόραση έβγαιναν και γενικά ακουγόντουσαν. Το λέω σε σχέση με το κοινωνικό πλαίσιο που δεν χώραγε κάτι τέτοιο εκείνη την εποχή καθόλου. Δηλαδή είχε οπισθοχωρήσει ό,τι υπήρχε στα ‘80ς όπως είπες και εσύ και δεν ήταν καθόλου κουλ να μιλάς για αυτά τα θέματα. Σε αυτήν την ομάδα θυμάμαι ήταν αυτός ο Γιαννέλος ο όποιος ήταν λίγο η αυταρχική προσωπικότητα της ομάδας που ήθελε να επιβληθεί σε όλους. Οι απόψεις του ήταν αρκετά συντηρητικές, δηλαδή ένα από τα βασικά συνθήματα ήταν «είμαστε έλληνες φορολογούμενοι». Αλλά την ίδια στιγμή το θέμα ήταν πολύ ριζοσπαστικό σε αντίθεση με το τι γινόταν γύρω-γύρω και μέσα σε αυτήν την πρωτοβουλία κάποιοι που δεν πολυσυμπαθούσαν τον Γιαννέλο κάνανε τελικά μια άλλη ομάδα. Την ονόμασαν κάτι σαν ανασύσταση του Απελευθερωτικού Κινήματος Ομοφυλοφίλων Ελλάδας (Α.Κ.Ο.Ε.) που υπήρχε πριν και ξανάβγαλαν και το περιοδικό «Αμφί». Ήταν η τρίτη του περίοδος, η πρώτη ήταν με τον Θεοδωρακόπουλο και την παλιά ομάδα, μετά ήταν ο Βαλλιανάτος, μετά δεν υπήρχε καθόλου και μετά ανασυστάθηκε υπό όρους που δεν είχαν πολύ σχέση στην πραγματικότητα με το παλιό «Αμφί». Είχε πολύ ενδιαφέρον σαν περιοδικό αλλά ήταν πολύ πιο mainstream από οποιαδήποτε προηγούμενη περίοδο, αλλά ήταν και πάλι κάπως ριζοσπαστικό για τα δεδομένα της κατάστασης. Το θέμα ήταν εντελώς εκτός εκείνη την περίοδο, δε χώραγε σε καμιά συζήτηση. Αν και υπήρχε επίσης θυμάμαι στους «Πειρατές» τότε ένα παιδί, τον είχα γνωρίσει πολύ ξώφαλτσα, ο όποιος ήταν ανοιχτός ως gay και οροθετικός. Αυτό ήταν το παράδειγμα ας πούμε αυτή της παρέας που σε ένα βαθμό τους έκανε και αυτούς να ασχοληθούν λίγο.

0151: Και εσύ έκανες coming out στην παρέα αργότερα;
Χ: Εγώ έκανα coming out σε διαφορές φάσεις μάλλον, όπως και με τους γονείς μου χρειαζόταν επαναληπτικές δόσεις σαν εμβόλιο κάπως. Στην παρέα δεν ήταν με τους ίδιους όρους έτσι αλλά στην αρχή υπήρχε αυτό το διφορούμενο, δηλαδή ότι στο θεωρητικό ήμασταν πολύ μπροστά συγκριτικά ενώ στο πρακτικό δεν κουνιόταν φύλλο. Αυτό το έβλεπα, δηλαδή και εκ των υστερών μπορώ να πω τουλάχιστον για δυο-τρεις ότι υπήρχε σαφώς επιθυμία από την πλευρά τους για το ίδιο φύλο αλλά ήταν σαν να υπάρχει μια κοινή συμφωνία ότι εντάξει τα λέμε θεωρητικά αλλά μη το παραχέσουμε. Εγώ από την αρχή, με το που έκανα σεξ με ένα αγόρι, κατευθείαν ενημέρωσα το συμπάν ας πούμε. Και ενώ θεωρητικά ήμασταν τόσο ανοιχτοί, σε κάποιες διακοπές που λέγαμε να πάμε όλοι μαζί είχαν βρει διάφορα χαζά προσχήματα να μην έρθει εκείνος μαζί μου, πάντα υπήρχαν διάφοροι πλάγιοι τρόποι που έμπαινε μια αντίρρηση. Δηλαδή δεν υπήρχε μια ρητή συμφωνία, υπήρχαν άλλοι τρόποι να το περάσει κάνεις αυτό. Νομίζω κάπως τους φρίκαρε η ιδέα, αλλά δεν ήθελαν να αποδεχτούν ότι έχουν και κάτι συντηρητικό οι ίδιοι όποτε αυτό το πράγμα έκανε κύκλους χωρίς να βγαίνει πουθενά. Μετά οι επόμενες σχέσεις μου ήταν με κοπέλες, όποτε δε δουλεύτηκε το θέμα πάνω στο αρχικό αυτό στάδιο, για να ξέρω πως θα έβγαινε.

0151: Τότε είχατε ήδη το κοινόβιο; Το είχατε φτιάξει;
Α: Όχι. Στην αρχή, σε αυτή την περίοδο που λέω όχι. Μετά από λίγα χρόνια έγινε το κοινόβιο. Και εκεί, στην φάση του κοινοβίου, τα πράγματα γίνανε ακόμα πιο κλειστά και μονολιθικά ας πούμε μέσα στην παρέα. Σιγά-σιγά άρχισε να γίνεται όλο και πιο μασίφ η ταυτότητα, το ποιοι είμαστε, όλο και λιγότεροι άνθρωποι που θα μπορούσαν να πουν κάτι διαφορετικό. Και γενικά να διαμορφώνεται μια πιο κοινά αποδεκτή άποψη για τα πάντα. Όλα αυτά τα χρόνια είχαμε μια συνέλευση κάθε εβδομάδα, εκεί πέρα συζητάγαμε για τα θέματα του σπιτιού, είτε τα πολιτικά είτε πιο φιλοσοφικά ας πούμε πράγματα.

0151: Άρα σαν συλλογικότητα κάπως.
Χ: Ναι. Το οποίο αφορούσε όλη την παρέα και αυτούς που δεν μένανε στο σπίτι, απλά σιγά-σιγά αυτό λειτούργησε πιο πολύ ώστε να διαμορφωθούν κάποιες πολύ κυρίαρχες απόψεις και να μην μπορούν να συζητηθούν κάποια πράγματα που ξεφεύγουν από αυτές και όλο και περισσότερο έκλεινε προς τους έξω το σχήμα, μικραίνοντας τις πιθανότητες να μπουν άλλοι άνθρωποι. Σαν παρέα εκεί πέρα κάπως στανταρίστηκε ποιοι είμαστε, θα ήμασταν γύρω στα 15 άτομα. Στο πρώτο από τα κοινόβια μείναμε εννέα, στον Αγ. Παντελεήμονα.

0151: Έγινε και δεύτερο κοινόβιο;
Χ: Μετά από τις πρώτες αποχωρήσεις μείναμε στην Καλλιθέα και στην Κυψέλη αρκετά λιγότεροι, πέντε άτομα, σχεδόν όλοι αυτοί που δεν μένανε στο σπίτι είχαν αποχωρήσει.

0151: Αυτά ήταν καταλήψεις;
Χ: Όχι, με ενοίκιο.

0151: Και η δεύτερη φάση συνοδεύτηκε πάλι με κάποια ομάδα πολιτικοποίησης;
Χ: Εμείς ήμασταν έτσι κι αλλιώς διαμορφωμένοι σαν πολιτική ομάδα, πλέον δεν άλλαζε αυτό… α, πρώτα έπαιξε και μια περίοδος μετά τους «Πειρατές» που από κει είχαμε γνωρίσει και κάποιο κόσμο από την Βίλλα Αμαλίας. Είχαμε βγάλει ένα κοινό τεύχος ενός περιοδικού που λεγόταν ‘Διασπορά Ψευδών Ειδήσεων’ κάπου το 1996, αλλά βγήκε μόνο ένα τεύχος και διαλύθηκε μετά, και μάλιστα διαλύθηκε λόγω καταγγελίας για σεξισμό. Κάπως εκεί πέρα, χωρίς να σφαχτούμε, διαχωρίσαμε την θέση μας, ότι δε θέλαμε να είμαστε στο ίδιο περιοδικό. Και θυμάμαι και την συζήτηση εκεί, μου είχε φανεί πολύ ούφο η απόσταση, δεν υπήρχε καθόλου κοινή βάση να μιλήσουμε για αυτά. Γιατί κάπως το καταλάβαιναν ότι έγινε κάτι “ανήθικο”, κάπως σε αυτό το πλαίσιο, όχι κάτι πέρα από αυτό. Μετά από αυτό ξεκινήσαμε ένα καθαρά δικό μας έντυπο, το ‘Urban Growth Disease’ το 1997. Αυτό ήταν ήδη στο πρώτο κοινόβιο, εκεί ξεκίνησε.

0151: Την φάση ίμια και τους φασίστες που βγήκαν έτσι με αυτές τις εκδηλώσεις την θυμάσαι καθόλου;
Χ: Τα ίμια σαν ίμια ναι εννοείται. Αλλά πολύ άμεση σχέση με το αντιφασιστικό σε επίπεδο αυτό που λένε δρόμου, να βγαίνουμε να κυνηγάμε φασίστες, εμείς δεν είχαμε ποτέ αυτήν την τάση. Γενικά ως προς αυτό, σε γενικές γραμμές ήμασταν συνειδητοποιημένοι ότι αντιφασίστας δεν σημαίνει να είσαι στον δρόμο να ψάχνεις φασίστες να τους δείρεις. Δηλαδή αυτό δε μας χώραγε και να θέλαμε στην πράξη, δεν ήταν κάνεις από μας τόσο στην φάση να πάει να παίζει ξύλο. Αλλά γενικά είχαμε βρεθεί σε τέτοιου τύπου πράγματα, κυρίως σε πιο μαζικά. Δηλαδή σε δράσεις εναντία σε φασίστες οι όποιες ήταν με πολύ κόσμο. Επίσης θυμάμαι και μια φάση πολύ πιο αντιηρωική, όπου την ώρα που γράφαμε συνθήματα είχαμε καταλάβει ότι έρχονται φασίστες. Κρυφτήκαμε όμως δεν μπορούσαμε να κάνουμε κάτι άλλο. Πιάσανε μια από εμάς… Ουσιαστικά εντάξει, το ότι την αφήσαμε είχε να κάνει και με το ότι καταλαβαίναμε ότι δεν θα της κάνανε τίποτα, αλλά και πάλι ήτανε αρκετά creepy η κατάσταση και ψυχολογικά. Στην Κυψέλη στην γέφυρα στην Μουστοξύδη. Η αλήθεια είναι ότι αν μας βρίσκανε όλους μαζί θα τρώγαμε ξύλο, ή και να μην τρώγαμε μόνο θα έπεφτε σίγουρα, μπορεί να τρώγανε κι αυτοί, αλλά θα ήταν δύσκολη φάση. Ενώ εκείνης δεν της κάνανε κάτι όντως, αλλά ήταν πολύ χαρντκορ ας πούμε. Γενικά στις πιο αντιηρωικές φάσεις, δεν έπαιζε τόσο συζήτηση μετά.

0151: Σε αντιδιαδηλώσεις.
Χ: Ναι. Καλά και μονοί μας είχαμε βρεθεί πιο πριν να παίξουμε ξύλο με φασίστες αλλά όχι επειδή το επιδιώξαμε αλλά επειδή συναντηθήκαμε. Σε επίπεδο πιο μαζικό, αυτό που λέω, ήταν σε μια φάση που είχαμε βρεθεί και στα πλαίσια μιας συνέλευσης η όποια είχε κάνει και κάποιες τέτοιες δράσεις. Αυτή ήταν η συνέλευση στην όποια συμμετείχαμε εμείς σαν περιοδικό, σαν Urban, συμμετείχε η Άρνηση Εκτέλεσης Καθήκοντος, συμμετείχαν ακόμα και αντιρρησίες συνείδησης, ένα πολύ γενικό εναντία στον μιλιταρισμό και τον στρατό. Στην αρχή ήταν αρκετά ευρεία όσον αφορά τι κόσμος μπορεί να σκάσει εκεί, μετά και αυτό έκλεισε σιγά-σιγά. Η Α.Ε.Κ. μαζί με το Στέκι Περιστεριού και το Urban, τότε ήταν ο αρχικός πυρήνας της συνέλευσης, και ερχόντουσαν κατά περιόδους άτομα και κάποιοι από το Άνω Κάτω ή από την Βίλα.

0151: Με αυτό βγάζατε και αφίσες; Είχατε δημόσιο λόγο;
Χ: Ναι, και κάποια καλέσματα, είχαν γίνει και αφίσες. Και εμείς επίσης σαν urban είχαμε μια τέτοια παράγωγη, σε αυτοκόλλητα, σε αφίσες, βγαίναμε για σπρέι. Αλλά πλέον η θεματική μας ήταν πολύ περισσότερο στην καθημερινότητα γενικά. Υπήρχε μάλλον ένα κομμάτι που είχε να κάνει με θέματα πολιτικοποίησης της καθημερινότητας με επιρροές από καταστασιακούς, σε αυτό το πλαίσιο, και ένα άλλο κομμάτι, λίγο μεταμοντέρνο έβγαινε από εκεί και επίσης υπήρχε σταθερά και το θέμα εθνικισμός/ρατσισμός, ήταν μια βασική αναφορά.

0151: Οι Αλβανοί μετανάστες στα ‘90ς υπήρχαν σαν θέμα ενασχόλησης;
Χ: Ναι, αλλά ουσιαστικά στα τέλη των ΄90s δηλαδή, είχε αρχίσει να βγαίνει ένας λόγος προς τα έξω πιο πολύ. Και ως προς αυτά τα θέματα νομίζω και οι “Πειρατές” και οι “Βάνδαλοι” ήταν από τους πρώτους που πιάσανε αυτά τα ζητήματα. Όσον και αν φαίνεται περίεργο με τά σημερινά δεδομένα – όχι πως τώρα είναι πολύ καλά τα πράγματα, αλλά ειδικά τότε – το θέμα ‘μετανάστες’ για τους αναρχικούς ήταν σαν να τους πεις να μιλήσουν για άλλους πλανήτες. Δηλαδή ουσιαστικά ο λόγος της αναρχίας εκείνη την περίοδο ήταν ‘μας πιάσανε, βγάλτε μας’, αυτό. Φάση να λειτουργεί κάποιος κόσμος για να κάνει πράγματα, να τους πιάνουν και μετά να βγάζει αφίσες για να τους βγάζουνε και μετά να τους ξαναπιάνουνε. Και ήταν και πολύ περήφανοι για αυτό, δηλαδή όταν κάποιος μίλαγε για άλλα θέματα… θυμάμαι να μου λένε ότι εσείς δεν είστε πολιτική ομάδα και ότι αυτά είναι αστεία τώρα και δεν έχουν καμία σχέση αυτά που λέτε με οτιδήποτε πολιτικό. Όχι τίποτα ξέρω ‘γω, να πεις ότι μιλάγαμε και για την… σεξουαλικότητα τόσο ή κάτι τέτοιο, απλά για θέματα καθημερινής ζωής. Αυτό τους φαινόταν σαν να διαβάζουν περιοδικό ποικίλης ύλης.

0151: Πολυτεχνείο του ‘95;
Χ: Εγώ δεν ήμουν στην κατάληψη, τότε είχαμε ήδη αρχίσει να στραβώνουμε λίγο με την ιδέα των καταλήψεων των σχολών, δηλαδή κάπως δε βλέπαμε που οδηγεί αυτό, ήταν μια φάση που γινόντουσαν συνέχεια καταλήψεις σχολών και ήταν απλά ένα κρυφτούλι με τους μπάτσους. Ήταν ένας τρόπος να κάνεις μπάχαλα πιο πολύ μέσα σε ένα λίγο πιο ασφαλές πλαίσιο και κάπως δεν πολυκαταλαβαίναμε γιατί χρειάζεται να υπάρχει αυτό το πράγμα και σε τι βοηθούσε. Δηλαδή υπήρχε θεωρητικά η ιδέα ότι οι σχόλες ήταν υπό κατάληψη σαν ένα κέντρο που παράγει λόγο προς τα έξω κ.λ.π., το όποιο δεν νομίζω ότι λειτουργούσε και τόσο έτσι στην πραγματικότητα. Χωρίς να το έχουμε συζητήσει έτσι ακριβώς όπως στο λέω τώρα… Αλλά θυμάμαι όταν δούλευα, ήταν η πρώτη μου full time δουλειά, σε μια αντιπροσωπεία, δουλειά γραφείου και θυμάμαι πως το σχολίαζαν σε τελείως μικροαστικό πλαίσιο οι συνάδελφοι, με το κάψιμο της σημαίας και όλα αυτά, τους φαινόταν τελείως σαν εισβολή από τον Άρη. Όλοι βρίζανε τα κωλόπαιδα κλπ. Θυμάμαι ότι ήταν ανάμεικτα τα συναισθήματα. Από την μια δε θέλαμε να είμαστε στην κατάληψη και ξέραμε γιατί, από την άλλη νιώσαμε λίγο απ’ έξω ότι τελικά βγήκε και κάτι καλό, άσχετο αν έγινε από σπόντα, αυτό με την σημαία, και μετά εντάξει χαίρεσαι που δεν είσαι στους συλληφθέντες. Αυτό τουλάχιστον ήταν ένα πλαίσιο που δεν είχαμε οικειοποιηθεί ποτέ από τον χώρο, η ιδέα του ήρωα συλληφθέντα.

0151: Αυτή η ρητορική που υπήρχε στα κείμενα του περιοδικού, ότι η ελληνική κοινωνία είναι ένας ρατσιστικός συρφετός και όλα αυτά, από πού έσκασε;
Χ: Αυτό στην αναρχία υπήρχε σαν έδαφος, αλλά σε αυτά τα θέματα νομίζω, αυτή η παρέα των Βανδάλων και των Πειρατών ήταν λίγο πριν από μας και ήταν και μια επιρροή επίσης. Αλλά ταυτόχρονα τα πολιτικοποιήσαμε κι εμείς έντονα με το να μιλάμε για αυτά σαν κεντρικό θέμα. Ταυτόχρονα υπήρχε η πολιτικοποίηση του σχολείου και το ‘μακεδονικό’ που μας είχε βάλει ξεκάθαρα στην μια πλευρά και μετά νομίζω υπήρχε και από την αριστερά μια τάση επίσης, το ΣΕΚ και λίγο το Δίκτυο, που επίσης ασχολούνταν με αυτά τα θέματα, ειδικά με τον πόλεμο στην Βόσνια. Δηλαδή κάπως αυτές ήταν οι αναφορές από τις όποιες ξεκινήσαμε να μιλάμε για αυτά πιο πολύ. Σε κάποια πράγματα ίσως να το πήγαμε λίγο παραπέρα με την έννοια ότι καθιερώθηκε παραπάνω η ελληνική ταυτότητα σαν μια εχθρική ταυτότητα, σαν μια ταυτότητα που θα ήθελε κάνεις να αποποιηθεί ας πούμε. Υπήρχε ένα σύνθημα στους Πειρατές από το μακεδονικό, τουλάχιστον το θυμάμαι στο περιοδικό, που ήταν «μακεδόνες είστε και φαίνεστε» και το κάναμε «έλληνες είστε και φαίνεστε». Είχαμε βγάλει μια αφίσα σε σχέση με κάποιες επιθέσεις στην Κέρκυρα εναντία σε αλβανούς μετανάστες και θυμάμαι ότι η αφίσα αυτή ήταν από τις αφίσες που σκίστηκε με περισσότερο πάθος, ας πούμε. Μετά, αυτό το θέμα μέσα στα χρόνια μας είχε απασχολήσει, ότι δηλαδή δε θέλουμε αυτή την ταυτότητα, δε θέλουμε να είμαστε έλληνες με ό,τι σημαίνει αυτό, απλά σιγά-σιγά και λίγο σε αντιπαράθεση με το σύνθημα «είμαστε όλοι μετανάστες» το όποιο ήταν αυτής της παρέας διαφοροποιηθήκαμε λίγο, είχαμε ένα άλλο σύνθημα, το «πλάι στους μετανάστες να γίνουμε συνειδητά ξένοι». Η διαφοροποίηση είχε να κάνει με το ότι πέρα από το ρητορικό σχήμα, είμαστε εναντία στους έλληνες και είμαστε με τους μετανάστες, δε θέλαμε να φαίνεται ότι είμαστε το ίδιο με τους μετανάστες, ότι είμαστε εξίσου ‘ξένοι’ με τους μετανάστες, διότι κάπως αρχίσαμε να συνειδητοποιούμε αυτόν τον διαχωρισμό, ότι δεν είμαστε σε καμιά περίπτωση στην ιδία δύσκολη θέση με τους μετανάστες και επίσης ότι το να λέμε δεν είμαστε έλληνες είναι σημαντικό σαν ρητορικό σχήμα σε κάποια πλαίσια, ότι έχει την άξια του να το πεις, ότι δείχνει την απαξία σε αυτή την ταυτότητα αλλά από την άλλη το να το παραλές μπορεί να έχει και το πρόβλημα να θες να ξεχάσεις τα σημεία στα όποια είσαι έλληνας, που σε βολεύει ότι είσαι έλληνας. Τότε δεν υπήρχε ακόμα το ‘προνόμιο’ στο λεξιλόγιο αλλά τελοσπάντων είναι κάτι που σε διευκολύνει σε πολλά πράγματα και επίσης έχεις μια κουλτούρα που την κουβαλάς και σε σχέση με την οικογένεια και ένα σωρό πράγματα. Μια πολύ δυνατή στιγμή συνειδητοποίησης αυτού του πράγματος ήταν μια φορά που μας είχαν πάει σε κρατητήρια για αναγνώριση. Την περίοδο από τις αρχές των ‘90ς ήταν αρκετό συχνό φαινόμενο, την περίοδο του σχολείου θυμάμαι αν κυκλοφορούσες στα Εξάρχεια και είχες μακριά μαλλιά ήταν ψιλό-στάνταρ ότι θα βρεθείς για αναγνώριση. Κάποιες φορές μας είχε τύχει εξακρίβωση ενώ είχαμε πάνω μας αυτοκόλλητα, αφίσες ή κάτι και είχαμε μείνει το βράδυ στο τμήμα. Εκεί που καταλάβαμε την διαφορά ήταν όταν ήμασταν μια φορά στο τμήμα και ενώ είχαμε την αίσθηση λίγο του τελευταίου τροχού, δηλαδή αυτού που κυκλοφορεί στο δρόμο και μπορεί να βρεθεί ανά πασά στιγμή στο κρατητήριο χωρίς λόγο, στο δίπλα κελί ήταν κάποιες κοπέλες, νομίζω ρωσίδες, οι όποιες κάνανε πεζοδρόμιο, και εκεί πέρα που δε μπορούσαμε να πάρουμε τηλέφωνο, ουσιαστικά είχαν τα στοιχεία μας και μας κρατάγανε χωρίς λόγο, και είχαμε αυτήν την ψυχολογία, ότι ‘είμαστε οι κρατούμενοι’, έρχεται ένας μπάτσος και μας λέει «είναι οι κοπέλες στο δίπλα κελί, μήπως θέλετε να γαμήσετε;». Το όποιο ήταν πολιτισμικό σοκ, παίζει να μην απαντήσαμε καν δηλαδή μέσα στην παγωμάρα, δεν ξέραμε από πού μας ήρθε. Εκεί καταλάβαμε πιο έντονα αυτή την διάφορα, προφανώς δεν είμαστε όλοι ξένοι και δεν είμαστε και όλοι γυναίκες.

0151: Αυτό που ρώτησε ο μπάτσος, πέρα από το σοκ που σου προκάλεσε, πως το φέρνεις στο μυαλό σου, τι νομίζεις ότι έκανε ο μπάτσος υποθέτοντας ότι άμα έλεγες ναι δε θα σου άνοιγε το κελί;
Χ: Όχι! Η αίσθηση ήταν ότι άμα έλεγες ναι θα σου άνοιγε το κελί! Η αίσθηση που μας έδωσε ήταν ότι το έλεγε κυριολεκτικά, δε το λέγε για πλάκα! Ήταν το ότι είμαστε φιλαράκια, είμαστε αγοράκια, είμαστε όλοι έλληνες. Επίσης θυμάμαι και κείμενο που εγώ είχα διαφωνήσει και οριακά μπήκε στο τεύχος, που έκανε κριτική στους μετανάστες με τον τρόπο ότι κρινόμαστε όλοι με τους ίδιους όρους, το όποιο ήταν λίγο προβληματικό για μένα. Δεν λάμβανε υπόψη τις έντονες διαφορές τόσο, όσο το κάθε κριτική για καλό. Για τα θέματα τα φεμινιστικά και εγώ θυμάμαι να έχω πολύ έντονες άμυνες τα πρώτα χρόνια. Εκ των υστερών από την μια πλευρά καταλαβαίνω τους αρνητικούς όρους του πράγματος αυτοκριτικά, αλλά η μόνη πλευρά που με δικαιολογώ ήταν ότι ερχόταν λίγο σε αντίθεση με την πλευρά της σεξουαλικότητας. Ο τρόπος που έμπαινε, ο μόνος τρόπος που είχε γίνει κατανοητός και στην δική μας ομάδα, ήταν αυτή η πουριτανική πλευρά του φεμινισμού, η όποια ερχόταν σε αντίθεση με την σεξουαλική απελευθέρωση που ήταν η δικιά μου προσωπική ανάγκη. Μπορούσε να γίνει αντιληπτή η ερωτική σχέση μεταξύ δυο ανθρώπων μόνο στα πλαίσια της “απολυτής ισότητας”, του “απόλυτου σεβασμού”, του “ρομαντικού πλησιάσματος”, το όποιο για μένα σήμαινε μια τελείως κλειστή πόρτα για το να πειραματιστώ παραέξω, π.χ. το να πάω σε πάρκο ας πούμε και να κάνω σεξ θα ήταν κουφό τελείως. Ήταν σαφές ότι θα υπήρχε πολύ έντονη κριτική αν δήλωνα κάτι τέτοιο… Επίσης αυτό ήταν και ένα έντονο στοιχειό σε ένα από τα κείμενα που είχα γράψει, το όποιο είχε δημοσιευτεί και στους Πειρατές της Ημισελήνου και στο Αμφί, το όποιο με τα τωρινά μου δεδομένα μου φαίνεται ακραία ομοφοβικό, ενάντια στην “fast food σεξουαλικότητα”. Νομίζω ότι αυτή η άρνηση ήταν ένας τρόπος να βγει μια ομοφοβία που (είχα και εγώ εσωτερικευμένα) και κατά τα αλλά δε θέλαμε να δηλωθεί…

0151: Όταν παίζουν αυτά τα γεγονότα στα τέλη των ‘90ς, παράλληλα παίζει κάτι άλλο σε επίπεδο πολιτικοποίησης της έμφυλης ταυτότητας πέρα από το Α.Κ.Ο.Ε.;
Χ: Το Α.Κ.Ο.Ε. δεν κράτησε πολύ (αυτή η φάση του δηλαδή) μετά αν δεν κάνω λάθος πρέπει να έπεσε πάλι στο κενό για ένα διάστημα αυτό το κομμάτι, μετά και την διάλυση του Α.Κ.Ο.Ε. Εγώ τουλάχιστον δεν θυμάμαι κάποια ομάδα που να ήταν δραστήρια.

0151: Τότε η επίσκεψη Κλίντον και η όλη φάση με την ελληνοσερβική φιλία που σε βρίσκει; Ήσασταν στο δεύτερο κοινόβιο.
Χ: Ναι νομίζω. Αρχικά ήμασταν σίγουρα στην Άρνηση Εκτέλεσης Καθήκοντος (Α.Ε.Κ.). Σε αυτό το πλαίσιο έμπαινε και πιο έντονα το θέμα για τον πόλεμο στην Γιουγκοσλαβία. Στην Βόσνια ήταν κάπως περισσότεροι – πολύ λίγοι εννοείται συγκριτικά για τα κοινωνικά δεδομένα – αυτοί που αντέδρασαν στην ελληνοσερβική φιλιά, αλλά στο Κόσσοβο γίνανε ακόμα λιγότεροι. Ουσιαστικά το μεγαλύτερο μέρος της αριστεράς, το φιλικά προσκείμενο στο Δίκτυο και ένα μεγάλο κομμάτι της αναρχίας, το ΣΕΚ όχι τόσο νομίζω, αν και είχαν λίγο πιο μεσοβέζικη στάση νομίζω σε σχέση με Βόσνια… Όλοι τελοσπάντων στο Κόσσοβο λόγω της μεγαλύτερης αμεσότητας των νατοϊκών βομβαρδισμών μπλόκαραν με όλο αυτό το αντι-ιμπεριαλιστικό, το αντι-αμερικανικό, και ενώ σαν κατάσταση, και πληθυσμιακά και από διαφορές απόψεις το Κόσσοβο είχε πολλά κοινά με την Βόσνια και ο ρόλος του σέρβικου στρατού ήταν ο ίδιος και η φιλία της ελλάδας ήταν ακριβώς η ιδία και υπήρχε άμεση συμμέτοχη με την ευρωπαϊκή ένωση και τα ορυχεία του Μυτιληναίου που γίνονταν “κρεματόρια”, ουσιαστικά έκαιγαν τα πτώματα για να εξαφανίσουν τα ίχνη. Σε αυτή την περίοδο ήταν παρά πολλοί λίγοι αυτοί που μίλαγαν για το Κόσσοβο με τους ίδιους όρους που μίλαγαν για την Βόσνια… Πράγμα που αντίστοιχα νομίζω στην Σερβία, στον πολύ μικρό πάλι σχετικό χώρο, δεν έπαιξε, παρόλο που ήταν οι ίδιοι που βρεθήκαν σαν στόχοι των βομβαρδισμών. Ας πούμε οι Γυναίκες στα Μαύρα, εκ των οποίων είχα γνωρίσει μια κοπέλα, δεν είχαν τέτοιο θέμα, δηλαδή σχεδόν επιβράβευαν τους βομβαρδισμούς στο Βελιγράδι, με την έννοια να πάρουν και μια γεύση οι Σέρβοι από το πώς είναι να σου βομβαρδίζουν την πόλη, μετά από τόσα χρόνια που βομβαρδίζουν το Σεράγεβο και ότι κάνανε στο Κόσσοβο. Θέλω να πω ότι αυτή η ιδέα λειτούργησε πολύ περισσότερο εδώ γιατί υπήρχε αυτό το αντί-αμερικανικό μαζικά στην αριστερά και στην αναρχία.

Αυτήν την κοπέλα την είχανε καλέσει σε ένα αντιρατσιστικό φεστιβάλ σαν ομιλήτρια και μίλαγε ο Ελεφάντης και κάποιοι άλλοι και ήταν την περίοδο των βομβαρδισμών των αμερικάνικων στο Βελιγράδι και των διαδηλώσεων των σέρβικων. Ουσιαστικά ο τρόπος που την παρουσιάζανε ήτανε σαν να είναι οι Γυναίκες στα Μαύρα στο ίδιο πλαίσιο με τις διαδηλώσεις τις αντιπολεμικές των σέρβων και τις παρουσιάζανε σαν μαυροφορεμένες χήρες που κλαίνε για τον πόλεμο. Αφενός δεν ήταν ποτέ κάτι τέτοιο αυτές και επίσης ήταν τόσο αντιεθνικιστική η θέση τους για τον πόλεμο, τα κείμενα τους τα γράφανε ενάντια και στο Μιλόσεβιτς και στο ΝΑΤΟ, και η κοπέλα δεν είχε καν ιδέα για αυτά που λέγανε, δεν ήταν στα αγγλικά, δεν μεταφράζανε τι λέγανε για αυτήν και από πίσω της έδειχναν τις διαδηλώσεις. Και αυτή στην ομιλία της μετά έβριζε αυτές τις διαδηλώσεις και τις ειρωνευόταν, χωρίς να έχει καταλάβει όμως ότι την είχανε ουσιαστικά παρουσιάσει σαν μέρος αυτού του κινήματος.

0151: Τι άλλο γινόταν με την Α.Ε.Κ.;
Εκεί ήμασταν λίγο περισσότεροι από δέκα, μετά λίγο λιγότεροι. Στην Α.Ε.Κ. το κεντρικό για το οποίο μιλούσαμε ήταν τα ελληνοτουρκικά, κύπρος, ίμια, όλη αυτή η περίοδος. Και στους Urban υπήρχε η ίδια θεματική, απλά εκεί ήταν πιο σταθερή ενασχόληση μόνο με αυτό και με το θέμα της βοσνίας, πάρα πολύ αποδελτίωση και συνεχές γράψιμο πάνω σε αυτό. Κι αυτό έπαιξε ρόλο στο ότι έγινε για μένα κεντρικό να ασχολούμαι με το αντιεθνικιστικό, το αντιρατσιστικό. Και στον ίδιο χώρο δεν υπήρχε άλλη ομάδα με αυτή τη θεματική. Τώρα σε πιο αριστερούς… νομίζω η αντιεθνικιστική πρέπει να ξεκίνησε πάνω κάτω από τότε, ή όχι; Που ήταν και ο Κυρίτσης. Δεν ξέρω. Αλλά δεν είχαμε εμείς επαφές με αυτούς. Στο πλαίσιο της αναρχίας- αντιεξουσίας ή αυτού που έγινε μετά ‘αυτονομία’, νομίζω δεν υπήρχε κάποια άλλη ομάδα που να ασχολούταν μόνο με αυτό. Αργότερα κάποιοι από Λιόσια. Το στέκι στο Περιστέρι επίσης. Αυτό με την Βοσνία ήταν πολύ κεντρικό, και το κομμάτι με τα ελληνοτουρκικά, και πως ο κόσμος θεωρούσε δεδομένους κάποιους μύθους π.χ. στην βοσνία ότι το σεράγεβο βομβαρδίζεται… μόνο του, ότι στα ελληνοτουρκικά η ελλάδα είναι ένα κράτος που αμύνεται απέναντι στην τουρκία που θέλει παντού γκρίζες ζώνες (ακόμα και τώρα πόσος κόσμος δεν ξέρει την επιθετική πλευρά της ελλάδας για τα ναυτικά μίλια) και για την Κύπρο για την εθνοκάθαρση και τον περιορισμό των τουρκοκύπριων κτλ. Αυτό ήταν μια ιστορία που δεν βγήκε πάρα πολύ στην συνέχεια, είχε λίγο ξεχαστεί… τα ελληνοτουρκικά δηλαδή.

Μετά θυμάμαι με την Α.Ε.Κ. κάναμε και ανοιχτές συζητήσεις, θυμάμαι μία στην Φιλοσοφική για την άρνηση στράτευσης. Η κεντρική ιδέα που θέλαμε να βγάλουμε ήταν όχι τόσο η αντίθεση αλλά η σύνθεση ανάμεσα στην άρνηση στράτευσης, στην αντίρρηση συνείδησης και στο τρελόχαρτο. Ότι δεν είναι αντιθετικά, αλλά είναι από την ίδια πλευρά και ότι ο καθένας πρέπει να κάνει αυτό που του ταιριάζει, αρκεί να μην πάει στρατό. Δεν είναι πρόβλημα η ευκολία του τρελόχαρτου ή η αντι-ηρωικότητα του, αλλά ίσα-ίσα η θετική του πλευρά είναι ότι μπορεί να εξαπλωθεί και έχει εξαπλωθεί. Προφανώς μπράβο στους αρνητές, αλλά δεν είναι μόνο αυτό…

0151: Το urban πως κλείνει σαν ομάδα;
Χ: Βασικά είχαμε βγάλει ένα τελευταίο τεύχος εκεί πάνω στην διάλυση, διάλυση όχι του κοινοβίου, απλά πλέον είχε φανεί ότι ακόμα και στους λίγους, στα πέντε άτομα που είχανε μείνει υπήρχε μια ένταση. Δεν ήταν ότι είχε υπάρξει μια πολιτική διαφωνία κεντρική για κάτι. Για μένα το γεγονός ότι έφυγα είχε να κάνει με το ότι αυτό το πράγμα ήταν όλο και πιο κλειστό, η κριτική από τον έναν στον άλλο ήταν πάρα πολύ ανθρωποφαγική, τα πάντα μπορούσαν να γίνουν θέμα πολύ μεγάλης έντασης, από τις δουλειές του σπιτιού μέχρι οτιδήποτε, γι’ αυτό κάπως κατέληξε σε τελείως αυτοκαταστροφική φάση το να παραμένουμε εκεί. Αυτό το προσωπικό είναι πολιτικό ήτανε σχεδόν ειρωνικό και κατάρα σε αυτό το σπίτι.

0151: Από το κοινόβιο πότε έφυγες;
Χ: Όταν έφυγα το 2001 συνεχίστηκε για κάνα δυο χρόνια μετά. Έφυγα σε φάση μαύρη πέτρα, αλλά όχι τόσο από δική μου επιλογή, γενικά όποιος έφευγε, υπήρχε ένας άρρητος νόμος ότι οι εναπομείναντες και αυτοί που φεύγουν δεν μιλάνε μεταξύ τους.

0151: Εσύ μετά τι έκανες, έκοψες όταν έφυγες από αυτά;
Χ: Εγώ μετά, ουσιαστικά ήμουν λίγο σόλο γενικώς. Όχι μόνο πολιτικά. Υπήρχε αυτό το πράγμα ότι κοπήκανε οι γέφυρες εντελώς, ακόμα και με κάποιους ανθρώπους που δεν θεωρούσα ότι θα έπρεπε να κόψω εντελώς, και από την πλευρά τους δεν μου μιλάγανε, οπότε δεν υπήρχε περιθώριο επαφής. Επίσης, αυτό έγινε και με τον ευρύτερο κόσμο που κάναμε παρέα που δεν ήταν και πάρα πολλοί. Αλλά ουσιαστικά και οι κοινές μας συναναστροφές ήταν κοινές όλων, άρα ουσιαστικά ένα προβληματικό αυτού του πράγματος ήταν ότι από ένα σημείο και μετά δεν ήταν προσωπικές σχέσεις με την πραγματική έννοια του προσωπικές. Οπότε μετά βρέθηκα μόνος μου από πολλές απόψεις, είχα και σχέση με τον Τ. εκείνη την περίοδο, που ήταν επίσης πολύ επιθετική η στάση του σπιτιού απέναντι σε αυτή την σχέση, χωρίς να δηλώνεται πουθενά ρητά η ομοφοβία, αλλά από τη στιγμή που ήμασταν μαζί, ενώ πριν κάναν όλοι παρέα μαζί του, για έναν απροσδιόριστο λόγο τον αντιμετωπίζανε σαν κατσαρίδα μετά. Το οποίο ήταν και ένας από τους λόγους για τους οποίους ένιωσα ότι δεν χωράω πια εκεί μέσα, μαζί με όλα τα άλλα. Οπότε ουσιαστικά ήμουν για ένα μεγάλο διάστημα πολύ απομονωμένος, μέχρι να ξαναφτιάξω σχέσεις. Και επίσης πολύ αποφασισμένος ότι δεν θέλω να έχω σχέση με πολιτικές ομάδες για ένα διάστημα. Έμεινα κάποια χρόνια εκτός.

0151: Και μετά τι έγινε;
Χ: Πήγα στο Queericulum Vitae το 2005. Αυτούς τους βρήκα τυχαία, δεν ήξερα κανέναν από εκεί. Απλά μου φάνηκε έτσι πολύ οικείο όπως διάβασα κάποια κείμενα. Από ένα άρθρο στο 10% τους βρήκα. Απλά είδα φως και μπήκα. Εμένα μου ήταν έστω πιο οικείο το qv με την έννοια και της πιο κοντινής πολιτικοποίησης και σε άλλα θέματα.

0151: Θέματα όπως αντιφασιστικά;
Χ: Δεν ήταν αυτό κάτι κεντρικό στην συζήτηση, και όσες φορές το είχαμε συζητήσει διαφωνούσαμε κιόλας, αλλά ναι ένα κοινό πλαίσιο συμφωνίας υπήρχε και σε αυτά τα θέματα. Και για ρατσισμό. Επίσης, υπήρχε αρκετά έντονο το θέμα του φύλου, δηλαδή αυτό θεωρώ ότι ήταν ίσως και ένα βασικό που πήρα από εκεί, το οποίο δεν το είχα αρκετά επεξεργασμένο μόνος μου. Όχι με τους σημερινούς όρους. Επίσης, υπήρχε λίγο και η queer ταυτότητα σαν λίγο πιο θολή ταυτότητα, το οποίο ήταν θετικό και αρνητικό. Δηλαδή ότι σε σχέση με τις ομάδες τις πιο συγκεκριμένες που βάζανε τα lgbt καθαρά, το qv ήταν από την μία πιο ανοιχτό στην έννοια της ταυτότητας, το οποίο έδενε και με αυτό που είχε να κάνει και με εμένα και με οποιονδήποτε προερχόταν κάπως από τον αναρχοαριστερό χώρο. Το ενάντια στις ταμπέλες, ας πούμε, όλο αυτό. Επεξεργαζόταν και αυτό το κομμάτι της προβληματικής πλευράς που έχουν οι lgbt ταυτότητες, αλλά ταυτόχρονα και με θετικούς όρους, ότι καταρχήν πρέπει να την έχεις την ταυτότητα για να την κριτικάρεις. Γιατί ουσιαστικά έχει σημασία να δηλώνεις γκέϊ, λεσβία, μπάϊ ή τρανς και να μην κρύβεσαι από αυτό. Απλά εκεί μπορούσε και κάποιος να κρυφτεί και λίγο στην queer ταυτότητα για να αποφύγει τα άλλα, είχε δηλαδή λίγο το αμφίσημο. Αλλά μου ήταν πιο οικείο να ψαχτώ προς αυτήν την κατεύθυνση κα γενικά είχε ενδιαφέρον σαν ομάδα, το επίπεδο δηλαδή των συζητήσεων ήταν αρκετά καλό.

Ένα πολύ σημαντικό ατού για το qv ήταν η ποικιλομορφία των εμπειριών. Για μένα από αυτήν την άποψη ίσως ήταν η καλύτερη συλλογικότητα που έχω βρεθεί. Ουσιαστικά ο καθένας έχει από πολύ διαφορετική πλευρά να καταθέσει κάτι για όλα τα θέματα που αφορούσανε την θεματική φύλο και σεξουαλικότητα. Άρα δηλαδή υπήρχε από αυστηρά μονογαμική μέχρι άτομο που έκανε σεξ μόνο στο πάρκο, από τρανς άντρες, γυναίκες, μπάϊ μέχρι γκέϊ και λεσβίες και για όλα τα ζητήματα άκουγες πάντα διαφορετικά πράγματα από τον καθένα, άρα σχεδόν αν μίλαγε ο καθένας θα έλεγε κάτι άλλο. Αυτό ήταν το πιο θετικό που θα έλεγα για αυτό, δεν υπήρχε θέμα συμφωνίας διαφωνίας, αλλά κατάθεσης διαφορετικών εμπειριών. Το οποίο ήταν και μια απώλεια που είχε, στο διάστημα που έμεινα, όσο πέρναγε ο καιρός υπήρχε αυτό το κλασικό που γίνεται στις ομάδες που προκύπτει η ανάγκη να σχηματίσουν μια πιο κεντρική άποψη.

0151: Υπήρχε καμία δράση τότε του qv που ήσουν μέσα;
Χ: Είχα πάει αφότου βγει το πρώτο τεύχος, στο δεύτερο συμμετείχα μόνο από τεύχη. Δράση… Ένα πάρτι το οποίο δεν ήτανε μόνο πάρτι, ένα αφιέρωμα στην κάβλα. Είχαμε φτιάξει διάφορα αφισάκια πιασμένα από προσωπικές εμπειρίες, αλλά λίγο πιο ποιητικά, με φωτογραφίες , είχε κάνει ένα σκετσάκι ο Ν. ‘Οι μπάτσοι είναι κάβλα’. Γενικά έπαιζε ένα διαδραστικό, να γράψει ο καθένας τι είναι κάβλα και να τα μοιράσουμε. Ωραία εμπειρία. Και στο pride είχαμε παρέμβει στο διάστημα αυτό. Ας πούμε το pride είχε ενδιαφέρον το πώς το βλέπαμε μέσα από το qv. Υπήρχε από την μια ένα αυτονόητο ότι είμαστε σε αυτήν την πλευρά και από την άλλη υπήρχε και μια καχυποψία δηλαδή ότι απέναντι σε οτιδήποτε μπαίνει με όρους μεινστριμ πολιτικής, ή και “όχι τόσο πολιτικής” και “γιατί όχι τόσο πολιτικής;”… Γενικά όλοι ήμασταν αυτή η πλευρά των καχύποπτων, το οποίο εκ των υστέρων μου φαίνεται ότι σίγουρα χρειάζεται κι αυτό και έχει γόνιμα στοιχεία, αλλά από την άλλη καμία φορά είναι και κρυφτούλι αυτό το πράγμα. Ειδικά για το pride υπήρχε πάρα πολύ έντονα τα πρώτα χρόνια η κριτική από το μαύρο μπλοκ, που ήταν η ουρά της αριστεράς, ότι δεν είναι τόσο πολιτικό, γιατί υπάρχουν χορηγοί, γιατί έτσι, γιατί αλλιώς και όλα τους βρωμάγανε κάπως: ότι κάπως αυτό δεν είναι πολιτικό, κατεβαίνεις στο δρόμο με άρματα, δεν είναι πορεία, άρα γιορτάζεις, αν γιορτάζεις δεν μπορείς να διαμαρτύρεσαι, άρα δεν έχει αξία… Δηλαδή ένα πράγμα που μου φαίνεται πάρα πολύ χαζομάρα και είναι ο ορισμός του να βλέπεις τα πράγματα μόνο με τους όρους που έχεις εσύ συνηθίσει και να μην θες να δεις κάτι που θα μπορούσε να είναι διαφορετικό. Σε αυτό νομίζω και η queer πλευρά έχει ένα μερίδιο και στην κακή κριτική αυτού του πράγματος. Δεν λέω ότι δεν πρέπει να γίνεται κριτική, καλό θα ήταν να υπάρξει και εναλλακτικό pride, ή anti-pride, αλλά εγώ θεωρώ ότι μπορούν να συνυπάρξουν και τα δύο, και ότι σίγουρα χρειάζονται και τα δύο. Γενικά από αυτήν την πλευρά πάντα υπήρχε, και για μένα το λέω δηλαδή, μια μεμψιμοιρία για τα μέινστριμ πράγματα, όπως την καθιέρωση βασικών δικαιωμάτων, ο γάμος για παράδειγμα. Προφανώς μπορεί να μην θέλεις να παντρευτείς αλλά άμα δεν μπορείς να αναγνωρίσεις το στοιχειώδες, ότι δηλαδή υπάρχει νομική ανισότητα, είναι λίγο αστείο μετά. ‘Η να στηρίζεις την νομική ανισότητα στο όνομα του εναλλακτισμού. Δεν λέω ότι αυτό έκανε το qv. Όλες αυτές οι απόψεις είναι σε αυτόν τον κόσμο που προέρχεται από αυτό το χώρο χαραγμένες.

0151: Υπήρχε και η αντιστοιχία urban growth και qv;
Χ: Ως προς την αποχώρηση, λες;

0151: Ως προς το κλίμα που βρήκες, γιατί είπες ότι δεν θα ξανασχολιόσουν με ομάδες, αλλά παρόλαυτα μπήκες…
Χ: Εντάξει και εκεί πέρα η δομή της ομάδας είχε διάφορα προβληματικά που έχουν όλες οι ομάδες και οι συνελεύσεις. Ότι γενικά, στο παιχνίδι ρόλων τελοσπάντων, στην ομαδική ψυχολογία που φτιάχνεται σε κάθε ομάδα, υπάρχουν πολλά άρρωστα πράγματα συνήθως και οποιοσδήποτε επενδύει πολύ πιο έντονα σε μια ομάδα και είναι πολύ μεγάλο κομμάτι της ζωής του και του χρόνου του, αυτό αυτόματα του δημιουργεί περισσότερες απαιτήσεις από τους άλλους και από τον εαυτό του. Τον κάνει λίγο βαμπίρ της ομάδας και αυτού του είδους οι σχέσεις φτιάχνονται συνέχεια σε αυτού του τύπου τα μικροκλίματα και αυτό υπήρχε και στο qv πάρα πολύ έντονα. Γενικά υπήρχαν κάποια θέματα και δογματικά και δυσκολίες στο να συζητηθούν ορισμένα πράγματα, και εγώ είχα ήδη βεβαρημένο ιστορικό οπότε έφυγα μια ώρα αρχύτερα. Δηλαδή δεν έμεινα πολύ, περίπου έναν χρόνο…

0151: Και εκεί κάπου γνωριστήκαμε και εμείς στο στέκι Αλβανών μεταναστών…
Χ: Πρέπει να τους γνώρισα κάνα χρόνο-δύο μετά το κοινόβιο. Εκεί είχα πάει τελείως μόνος μου. Το στέκι ήταν για μένα και ένας χώρος που μου επέτρεπε να κρατάω επαφή με τα πράγματα που με ενδιαφέρουν και πολιτικά, και ταυτόχρονα και σε ένα επίπεδο παρέας, αλλά χωρίς να είμαι μέλος της ομάδας. Όχι λόγο εθνικότητας, δηλαδή μου το είχανε πει ότι μπορούσα να είμαι, αλλά ήταν πιο εύκολο για μένα…

0151: Πογκρόμ 2004 τι θυμάσαι από Αθήνα, ήσουν εδώ;
Ναι εδώ ήμουν. Την αδυναμία οποιουδήποτε να κάνει κάτι, το ότι υπήρχε η αίσθηση ότι δεν υπάρχει κόσμος να απευθυνθείς ώστε να κατέβει στο δρόμο να γίνει οτιδήποτε. Όσοι ξέρω όπως και εγώ απλά κυκλοφορήσαμε στο δρόμο και βλέπαμε σαν παρατηρητές τα πλήθη να κινούνται. Μετά μάθαμε πόσα πράγματα γίνανε. Υπήρχε μια αίσθηση αδυναμίας ότι δεν υπήρχε κόσμος που να ασχολείται τόσο έντονα με αυτό και δεν υπήρχε κόσμος να κατέβει στο δρόμο που θα έχει και την ικανότητα να σταθεί στο δρόμο με φασίστες να κινούνται από εδώ και από εκεί. Να κάνει κάποια περιφρούρηση, να βοηθήσει. Προφανώς αριθμητικά ο κόσμος υπήρχε, αλλά δεν υπήρχε κόσμος που να ενδιαφέρεται πραγματικά. Όπως επίσης ήταν και πολύ κυρίαρχη ιδέα ότι η αλβανική ταυτότητα και η αλβανική σημαία που είχανε όσοι πανηγυρίζανε αρχικά, δεν ήτανε κάτι που θα μπορούσε να το δει φιλικά ο κόσμος του χώρου, οπότε δεν θα είχε ποτέ και τα αντανακλαστικά να κατέβει δίπλα τους, να σταθεί μαζί τους σε αυτό. Δηλαδή ότι με κάποιο τρόπο, ήτανε μια ταυτότητα με την οποία θα σου λέγανε πολλοί ότι θα είναι αλληλέγγυοι, αλλά ταυτόχρονα θα είχανε έτοιμη την κριτική ότι και αυτοί είναι πιθανά “εθνικιστές” και “αυτοί πανηγυρίζουν γιατί κέρδισε η ομάδα Τους”, και “τι κάνουν στο δρόμο και γιατί έχουν την σημαία;” κτλ. Τόσες πολλές ενστάσεις που καταλαβαίνεις ότι ο άλλος απλά είναι ρατσιστής, δεν υπάρχει καν κανένα έδαφος να μιλήσεις και ο κόσμος που δεν ήταν έτσι, ήταν αρκετά σκόρπιος και λίγος, ώστε να μπορεί να υπάρξει έστω η σκέψη ότι κάπως θα μπορούσαμε να βρεθούμε όλοι αυτοί και να κατέβουμε έστω στο δρόμο ανακλαστικά. Ήτανε στα όρια του αδύνατου μάλλον.

0151: Να είσαι μέσα και έξω… Άσχετη ερώτηση. Ο μαρξιστικός και ο ταξικός λόγος έμπαιναν στα ‘90ς στις ομάδες αυτές ή αργότερα;
Χ: Όχι ακριβώς. Δηλαδή στον χώρο, αυτόν τον αναρχοαυτόνομο ας πούμε, δεν υπήρχε η κυριαρχία αυτού του λόγου όταν εγώ ήρθα πρώτη φορά σε επαφή. Μετά μάλλον η τάση αυτή που μετεξελίχθηκε σε μητροπολιτικά συμβούλια το πέρασε αυτό, παρά προϋπήρχε. Σε έναν βαθμό και εμείς ήμασταν που φταίμε για αυτό (γέλια). Για μια περίοδο όταν φύγαμε όμως από την συνέλευση στραφήκαμε λίγο σε αυτά, σε επίπεδο όμως πιο πρακτικό, δηλαδή να πηγαίνουμε σε απεργίες, σε μοιράσματα, ακόμα και με κόσμο που δεν ταυτιζόμασταν πολιτικά, και με φίλους αριστεριστές. Δηλαδή αν κάτι θεωρούσαμε ότι είναι σημαντικό, μια απεργία, μια κινητοποίηση, πηγαίναμε. Λίγο στραμμένο στο πρακτικό όμως, όχι τόσο στο να θεωρητικοποιήσουμε την ταξική ανάλυση κλπ. Αυτό νομίζω ότι σε γενικές γραμμές αναπτύχθηκε πιο έντονα την περίοδο που εμείς φεύγαμε από αυτήν την συνέλευση. Δηλαδή το να φθάσουνε να μιλάνε λίγο σαν μαρξιστές. Θα μπορούσε να αναφερθεί κανείς σε κάτι μαρξιστικό, όσο θα μπορούσε και σε κάτι αναρχικό, καταστασιακό, δηλαδή κάπως υπήρχε μια μη ταυτότητα. Το οποίο ταίριαζε περισσότερο σε μας, γιατί εμείς από το σχολείο σαν παρέα είχαμε και αυτό, την άρνηση της πολιτικής ταυτότητας ως ένα πολύ κεντρικό σημείο, δηλαδή ότι δεν θέλαμε να ταυτιστούμε με κάτι. Γενικά μας φαινόταν κάπως να ταυτιστεί κάποιος με μια ιδεολογία του 19ου αιώνα ή και πιο σύγχρονη. Τόσο έντονα που να χρησιμοποιεί και την ονομασία προέλευσης. Κάπως το είχε οικειοποιηθεί πολύ έντονα η αριστερά το ταξικό, οπότε και η αναρχία είχε την αίσθηση ότι είναι ο άλλος πόλος, ο οποίος αρνείται όλο αυτό το πακέτο. Επί της ουσίας βέβαια χωρίς να έχει τότε κάποιο ιδιαίτερο πακέτο. Αλλά η ιδέα, να υπερφαλαγγίζει το ταξικό τα άλλα θέματα, τον ρατσισμό, την καθημερινότητα – εντάξει φύλο-σεξουαλικότητα τότε ακόμα δεν υπήρχαν σαν κεντρικά στην κουβέντα – όχι, τότε δεν υπήρχε αυτό.

0151: Εσύ δεν σκέφτηκες μετά να χωθείς κάπου στα antifa σχήματα που γίνανε από το 2005;
Χ: Όχι. Γιατί εγώ τότε ήμουν σε φάση, μετά το qv ουσιαστικά, που η άρνηση ήταν πλήρης στην ιδέα της συνέλευσης, στο να βρεθώ ξανά σε ένα τέτοιο σχήμα. Δηλαδή και το Against Greek Reality το είχα ακούσει, επειδή ουσιαστικά και η επαφή αυτών των δύο πλευρών κοινωνικά ήταν και λίγο μέσα από μένα. Δηλαδή ότι τα παιδιά από το Φόρουμ με τα παιδιά από το qv έτσι κάπως γνωριστήκανε. Οπότε αυτό θα ήταν ίσως και το πιο οικείο που θα μπορούσα να έχω βρεθεί και εγώ άμα ήθελα να έχω επαφή με τέτοια πράγματα, αλλά…

0151: Κρίνοντας την σημερινή εθνική ενότητα, σε σχέση με τα 90ς μπορεί να κάνεις μια αντιστοίχηση; Είναι και λίγο χαζή η ερώτηση τώρα… Φαντάζομαι τότε είχε διάφορους κόμβους η εθνική ενότητα πχ μακεδονικό, ίμια, κλίντον.
Χ: Εντάξει είναι και καλύτερα και χειρότερα. Γιατί από την μια είναι χειρότερα γιατί έχουμε κυβέρνηση της αριστεράς, έχουμε μπλέξει τα μπούτια μας λίγο παραπάνω στο ποιοι είναι από την μια, ποιοι από την άλλη σε τέτοια θέματα, δηλαδή ότι υπάρχει αριστερή κυβέρνηση μαζί με ακροδεξιούς και υπάρχουν αναρχικοί που το θεωρούν νορμάλ. Σε ένα γενικό πλαίσιο είναι χειρότερο σε ότι αφορά το επίπεδο της σύγχυσης γύρω από το τι συμβαίνει. Από την άλλη, τότε σίγουρα δεν υπήρχαν και τόσες ομάδες που να ασχολούνται με διαφορετικά θέματα και με λίγο καλύτερο τρόπο και να είναι λίγο πιο μεγάλος ο κύκλος των ανθρώπων που να θεωρεί δεδομένα κάποια πράγματα διαθεματικά. Ταυτόχρονα δηλαδή και σε θέματα φύλου, σεξουαλικότητας, εθνικισμού, ρατσισμού. Δηλαδή το να μπορείς με τους ίδιους ανθρώπους να συζητήσεις από τον αντισημιτισμό μέχρι τα τρανς θέματα, πριν δέκα χρόνια ήταν επιστημονική φαντασία.

0151: Τότε δηλαδή δεν ακούγατε καμιά κριτική από την αριστερά με αυτά που λέγατε;
Χ: Ήμασταν άλλο πράγμα (σιγά-σιγά) τόσο από την αριστερά όσο και την αναρχία, δεν είχαμε και πολλές προσωπικές επαφές, οπότε ακούγαμε την κριτική απέξω κάπως… Αυτά τα άκουσα πιο έντονα την περίοδο που έκανα παρέα με τα παιδιά στο στέκι το αλβανικό, παρά πιο πριν, όταν δεν είχαμε επαφή με μετανάστες. Οπότε, όταν δεν έχεις και επαφή πραγματική έτσι κι αλλιώς η συζήτηση είναι περισσότερο θεωρητική σε μεγάλο βαθμό. Άρα και εμείς δεν θα βάζαμε μπροστά τα θέματα που εκ των πραγμάτων βάζανε στο αλβανικό φόρουμ… Και άσχετα αν οι ίδιοι θα θέλανε να σηκώσουν αλβανική σημαία δημόσια, προφανώς αυτό θα ήταν πρόκληση πολύ πιο σημαντική στην ελλάδα, ενώ το να σηκώσεις το αλφάδι ή το αστέρι δεν αποτελεί πρόκληση. Οπότε και οι αλλεργικές αντιδράσεις του χώρου απέναντι σε αυτά, τύπου ‘Α, είστε εθνικιστές, είστε έτσι, είστε αλλιώς’, προκύψαν όταν βγήκαν οι ίδιοι οι άνθρωποι που ένιωθαν αυτήν την ανάγκη και στιγματίστηκαν ως εθνικιστές, για παράδειγμα οι αλβανοί. Εκεί πέρα φάνηκε πιο έντονα η υποκρισία του χώρου απέναντι σε αυτό το θέμα. Μια αντίστοιχη απέχθεια όπως βγάζει η δική σας ενασχόληση με τον αντισημιτισμό, σε αυτά δεν υπήρξε τόσο. Αντίστοιχα αλλεργικά σοκ από την πλευρά του χώρου υπήρξαν εκεί, όταν μιλήσανε οι ίδιοι οι αλβανοί για τους αλβανούς. Επίσης, απέναντι στα queer και στα lgbt είδα πάλι αλλεργικές αντιδράσεις από αυτήν την πλευρά. Σαν αυτά που έλεγα για το πράιντ.

0151: Αυτές τις κριτικές και τις άμυνες…
Χ: Ναι, ότι συνεργάζεστε με τον εχθρό και αυτό δεν είναι θεμιτό. Ο εχθρός είναι πχ. το εμπόριο, ο καπιταλισμός, επειδή έχει χορηγίες το πράιντ. Όλα με όρους καθαρότητας. Γενικά αυτή η νοοτροπία είναι πιο πρόσφατη ότι θα έρθω σε επαφή, αν έρθω σε επαφή με μετανάστες, με γκέϊ, με τρανς, με ρομά πολύ αργότερα… μόνο και μόνο για να σας ρωτήσω επικριτικά “εσείς γιατί δεν είστε αναρχικοί, γιατί δεν είστε αριστεροί, γιατί δεν είστε αρκετά σαν εμένα;” Καλά αυτό ειδικά με τους ρομά είναι πάρα πολύ αστείο, όπως σε αυτήν την συνέλευση που είχαμε πάει μαζί, που ήτανε για το Χαλάνδρι. Εκεί ήτανε κάποιοι ρομά που ήτανε μεσολαβητές και ήταν ένας αναρχικός που τους έλεγε να κάνουμε αυτή την συνέλευση, που φυσικά δεν έγινε ποτέ, ήτανε μόνο μια συνάντηση, και αυτός ήταν και ψημένος για συνέλευση που να ασχολείται με τα ρομά θέματα από την πλευρά του χώρου. Στο τέλος κατέληξε όλη η συζήτηση στο ναι εντάξει αλλά και εσείς θα πρέπει να ασχοληθείτε στα πλαίσια της ίδιας συνέλευσης με τους φυλακισμένους αγωνιστές κλπ. Ότι του κατέβει δηλαδή αυτουνού. Σε φάση, βρήκε δυο ρομά πρώτη φορά στην ζωή του και έπρεπε να τους κάνει κατήχηση γιατί δεν ασχολούνται με τους φυλακισμένους αναρχικούς! Λες ότι όλος αυτός ο χώρος δεν έχει καμιά τύψη, το απόλυτο θράσος, τόσα χρόνια κανείς δεν θα πάταγε το πόδι του σε καταυλισμό, και εγώ μαζί δηλαδή, ως πολιτικοποιημένος αντιρατσιστής… Βρήκανε μια φορά στην ζωή τους δύο ρομά που να τους μιλάνε πολιτικά και τους είπαν “και εσείς όμως γιατί δεν είστε αλληλέγγυοι στους αναρχικούς και στους μετανάστες;”. Είναι να τραβάς τα μαλλιά σου!

 

0151: Νομίζεις ότι η έκθεση του βιώματος θα βοηθούσε;

Χ: Νομίζω ότι άμα το έκαναν όλοι λίγο παραπάνω, να μιλάνε μέσα από το βίωμα τους, πολιτικά, αλλά και όχι μόνο πολιτικά (είτε γράφοντας και κάνοντας δράσεις είτε χωρίς να τα κάνουν αυτά) θα διευκόλυνε την συνάντηση με τον άλλο. Να είναι πιο συνειδητό το πόσο διαφορετικές εμπειρίες υπάρχουνε… Δηλαδή, ακόμα και για τις πλειονοτικές ταυτότητες το να μπαίνει το κομμάτι του βιώματος, π.χ. στις ομάδες αυτοσυνείδησης στρέϊτ ανδρών που έχουν υπάρξει, ένα βίωμα το οποίο θεωρείται τόσο αυτονόητο και αυτό είναι το πρόβλημα του, το πόσο αυτονόητα θεωρούνται όλα σε αυτό το βίωμα… Ότι είναι όλα η φύση (του άντρα) και απλά συμβαίνουν. Αυτό είναι ένα παράδειγμα του πως μπορεί αυτή η τάση του να συζητιούνται αυτά τα πράγματα να εξαπλώνεται και να βοηθάει και την αυτοδιάγνωση.

Για τον αντισημιτισμό αντίστοιχα… που σαν θέμα επίσης ήταν αόρατο όλα αυτά τα χρόνια και στο επίπεδο του χώρου του αντιρατσιστικού. Και που ακόμα δεν έχει γίνει κατανοητό και είναι απίθανο να γίνει μαζικά. Σχεδόν δεν μπορεί να γίνει κατανοητό επίσης το υποκείμενο και εδώ κολλάει το βίωμα επίσης. Νομίζω ότι δεν χωράει στο μυαλό αυτού του κόσμου που ασχολείται με τον αντιρατσισμό καν η ύπαρξη του εβραίου στην ελλάδα. Οι περισσότεροι αν τους ρωτήσεις… θα σου πουν ότι σχεδόν δεν υπάρχουν εβραίοι στην ελλάδα. Ότι δεν υπάρχει το υποκείμενο το ίδιο για να μιλήσεις. Αγνοούνε και την ύπαρξη ή πιστεύουν ότι υπάρχει μεν αλλά ότι είναι μια κοινότητα που είναι εντελώς αλλού, θα τους τοποθετούσαν τελείως δεξιά. Επίσης το στερεότυπο περί πλούτου ότι υπάρχουν λεφτά άρα είναι στην άλλη πλευρά ως προς το ταξικό… Και η ιδέα μιας κοινότητας η οποία ενδεχομένως να είναι και φοβισμένη επειδή ζει σε μια χώρα που υπάρχουν όλα αυτά τα στερεότυπα και αν τόλμαγε κανείς να κυκλοφορήσει με την κιπά θα έτρωγε ξύλο για πλάκα. Δεν υπάρχει δηλαδή αυτή η εικόνα για έναν πραγματικό άνθρωπο που φοβάται να βγει στον δρόμο με κιπά και ζει στην χώρα του για αιώνες παρόλα αυτά. Αν υπήρχε μια φανταστική συνέλευση αντίστοιχη με αυτή που λέμε για τους ρομά, θα νιώθανε την ανάγκη να του μιλήσουν για το ‘παλαιστινιάκο’ παρά για οτιδήποτε άλλο… Νομίζω ότι η κυρίως δυσκολία είναι αντίστοιχη με τους ρομά. Ότι ο εβραίος είναι σχεδόν αδιανόητος σαν κάποιος που θα τον βρεις και θα τον προσεγγίσεις σαν πολιτικό υποκείμενο ή σαν κάποιος που δέχεται ρατσισμό και αντισημιτισμό, ενώ στην πραγματικότητα ήταν ορατός, ακόμα και στην Αθήνα, πιο ορατός από ότι οι ρομά π.χ. εγώ στο σχολείο θυμάμαι εβραίο συμμαθητή, να «ταιριάζει» στο στερεότυπο και να τον συζητάνε οι συμμαθητές γιατί οι γονείς του είχαν κοσμηματοπωλείο.

Το κυρίως πράγμα που λείπει και λείπει σε όλα τα επίπεδα είναι η ιδέα ότι… ‘οκ, θέλω να μιλήσω για τους μετανάστες’, για παράδειγμα. Θα ήθελα να γνωρίσω και μετανάστες για να μιλήσω, για να καταλάβω καταρχήν ότι δεν πρέπει να μιλάω εγώ μόνο; Στο στοιχειώδες του να μπω στην θέση του άλλου, να τον έχω ακούσει έστω. Το ίδιο πράγμα αναπαράγεται σε κάθε επαφή του πολιτικοποιημένου χώρου με οποιαδήποτε μειονότητα. Στο τέλος θα μιλάνε για όλες αλλά όχι με την έννοια ότι τους ενδιαφέρει να καταλάβουν, να ακούσουν πρώτα. Όπως ισχύει και με τον αντισιωνισμό. Ότι δεν μπορεί να γίνει κατανοητό σαν θέμα, γιατί ποτέ δεν έχουν μιλήσει με έναν εβραίο να καταλάβουν ότι αυτό είναι το πρώτο που συναντάει στην καθημερινότητα του… ότι όντας εβραίος στην ελλάδα, πρέπει να συζητάει για τους παλαιστίνιους… Άμα ο άλλος δεν έχει ιδέα για αυτό το βίωμα, δεν πρόκειται να καταλάβει ποτέ γιατί αυτό είναι μέρος του αντισημιτισμού…Απολογηθείτε εσείς για την ταυτότητα σας και μετά θα σας κάνουμε την χάρη να σας υπερασπιζόμαστε.’ Που μπορεί να είναι και ακριβώς το ίδιο το στερεότυπο που έχει ο άλλος πάνω του σαν μειονοτική ομάδα και όχι απλά δεν θέλουν να καταλάβουν ότι είναι οι ίδιοι φορείς του ρατσισμού αλλά το θέτουν σαν προαπαιτούμενο για να συνδιαλλαγούν με την κάθε ομάδα.

0151: Πες και τι κάνεις και σήμερα. Πως αξιοποιείς τους προβληματισμούς σε σχέση με ρατσισμό και φύλο… Ή τι έκανες μετά την άρνηση…
Χ: Άρνηση συνέλευσης! Η ανάγκη αυτή μου ξαναβγήκε μετά από κάποια χρόνια πάλι μη-πολιτικοποίησης ή μη-επαφής, πέραν του να κατέβω σε καμιά πορεία ή να έχω μια μίνιμουμ επαφή… μου ξαναβγήκε σαν ανάγκη όπως και σε πολύ κόσμο λόγω χρυσής αυγής. Δεν είναι ακριβώς θέμα επιλογής το να μην ασχολούμαι καθόλου με τα πολιτικά. Προέκυψε και μέσα από το μαχαίρωμα του Κ. Το ότι ένας πρώην μου δηλαδή μαχαιρώθηκε από ναζί επειδή ήταν μετανάστης, οπότε…

0151: Πότε; Τον Μάϊο του 2011 στο πογκρόμ;
Την περίοδο μετά την βιντεοκάμερα. Σε αυτό το πογκρόμ. Οπότε εκεί έπαθα ένα υπαρξιακό ότι ‘τι μπορώ να κάνω εγώ για αυτά’ από την στιγμή που δεν μπορώ να βρεθώ -δεν το σηκώνει το στομάχι μου- σε άλλη μία συνέλευση για κανένα λόγο. Και με όλο το πλαίσιο των διαφωνιών και να πρέπει να ξαναβρεθώ με ανθρώπους μου φαίνεται ψυχοφθόρο. Οπότε βρέθηκα στο Παρατηρητήριο των Συμφωνιών του Ελσίνκι στα πλαίσια του να μπορώ να κάνω κάτι που μου φαίνεται χρήσιμο πρακτικά χωρίς να χρειάζεται πάρα πολλή συζήτηση και να νιώθω όσο το δυνατόν έναν αντίκτυπο πρακτικό σε αυτό που κάνω αλλά χωρίς και να είναι απαραίτητη η εμπλοκή μου τόσο έντονα προσωπικά και βιωματικά όσο απαιτεί μία συνέλευση.

0151: Το οποίο είναι ποιο πρακτικά; Τι κάνεις εκεί;
Το ΕΠΣΕ αυτό που κάνει είναι νομική συνδρομή για θύματα ρατσιστικής βίας και ενάντια σε φασίστες– που εγώ δεν είμαι δικηγόρος για να βοηθήσω σε αυτό αλλά προκύπτουν πράγματα περιφερειακά. Επίσης ασκεί ένα είδος πίεσης στο θεσμικό πλαίσιο, σε βουλευτές… Και καταγραφή περιστατικών σε σχέση με θέματα ρατσισμού ή σε σχέση με την βελτίωση του πλαισίου στο νομικό επίπεδο. Καταγραφή περιστατικών αντισημιτισμού, αντιτσιγγανισμού και γενικότερα περιστατικών απέναντι σε εθνικές μειονότητες δηλαδή σε Μακεδόνες και Τούρκους της Θράκης και των Δωδεκανήσων, που είναι οι ακατανόμαστες μειονότητες. Η οπτική του Ελσίνκι είναι η κάλυψη, στο πλαίσιο της υπεράσπισης ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των κενών που μένουν εκεί όπου δεν ασχολούνται οι άλλες ομάδες ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή η αριστερά. Στα τζιζ ζητήματα. Επίσης, λειτουργεί σαν παρατηρητήριο και για τον ρατσιστικό λόγο που και αυτό είναι ένα θέμα με το οποίο δεν ασχολείται κανείς στην ελλάδα γιατί είναι πάρα πολύ φυσικοποιημένος. Και ενώ υπάρχουν νόμοι και θα μπορούσε να καταδικάζεται κάθε δύο μέρες η Ελεύθερη Ώρα, το Μακελειό και πολλές φορές ακόμα και mainstream εφημερίδες, στην ελλάδα μόνο σε αυτό το κομμάτι διάφοροι -και αναρχικοί και φιλελεύθεροι και αριστεροί- θυμούνται ότι υπάρχει η ελευθερία του λόγου και άρα μπαίνει δήθεν θέμα να περιορίσουν τον λόγο. Ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι θέμα ελευθερίας του λόγου γιατί υπάρχουν νόμοι και για την προσωπική προσβολή και σε αυτό το πλαίσιο στην περίπτωση της ρητορικής μίσους δεν είναι μια απλή προσβολή. Την ίδια στιγμή που προσβάλλεται το συγκεκριμένο άτομο προσβάλλεται ολόκληρη η ομάδα . Η προσβολή στρέφεται προς όλη την κοινωνική ομάδα, όπως και η ρατσιστική βία μπορεί να είναι μια μπουνιά ή ένα μαχαίρωμα αλλά απειλεί εκείνη την στιγμή μια ολόκληρη κοινότητα. Οπότε σε αυτές τις περιπτώσεις επειδή αυτοί που υπερασπίζονται την ελευθερία των ρατσιστών δεν νιώθουν οι ίδιοι την απειλή θεωρείται ένα θέμα περιορισμού το να πεις ότι θα πάω στο δικαστήριο τον Πλεύρη ή την Ελεύθερη Ώρα ή ακόμα και την Αυγή αν έχει ρατσιστικά σκίτσα και άρθρα.

Και τέλος, αυτό το κομμάτι της καταγραφής της ρατσιστικής βίας και λόγου και άλλα θέματα όπως των Α.μ. Αναπηρίες, θυμάτων τράφικινγκ κ.α. μεταφέρονται και στους διεθνείς οργανισμούς δηλαδή στον ΟΑΣΕ, στο Συμβούλιο της Ευρώπης, στον ΟΗΕ. Και επίσης πάρα πολλές υποθέσεις από το ΕΠΣΕ έχουν πάει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και αν δεν κάνω λάθος οι περισσότερες καταδίκες που έχει η ελλάδα για θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι με πρωτοβουλία του ΕΠΣΕ. Το ΕΠΣΕ είναι ΜΚΟ και έχει και έναν διεθνή χαρακτήρα αλλά δεν είναι κάτι ενιαίο όπως η Διεθνής Αμνηστία. Υπάρχουν ‘Ελσίνκι’ σε πολλές χώρες αλλά δεν είναι μια συμπαγής οργάνωση που λειτουργεί ενιαία. Εντάξει τώρα από τον αναρχοαυτόνομο χώρο υπάρχει μεγάλη απόσταση στην ιδέα ότι είναι καλό να διεκδικεί κανείς και θεσμικά κάποια νομικά δικαιώματα. Π.χ. η δουλειά του ΕΠΣΕ μπορεί να θεωρείται πολύ απόμακρη, αν όχι εχθρική, γιατί είναι μια ΜΚΟ που συναλλάσσεται και με βουλευτές ή οτιδήποτε. Αυτό μπορεί να τους φαίνεται εντελώς ξένο ή και εχθρικό και την ίδια στιγμή η νομική δράση ενός σωματείου για τα εργατικά δικαιώματα να τους φαίνεται εντελώς αυτονόητη. Επειδή αφορά τους ίδιους επί της ουσίας το θέμα. Είναι τα εργατικά ΤΟΥΣ δικαιώματα οπότε καταλαβαίνουν ότι χρειάζεται ως ένα σημείο και η θεσμική δράση και τα δικαιώματα. Αν θες να πιέσεις σε ένα πλαίσιο άλλο και να δεχτείς ας πούμε ότι θα πάω και στα δικαστήρια κτλ, όταν είναι τα δικαιώματα των άλλων δηλαδή των Ρομά, των εθνικών μειονοτήτων, των γκέϊ, των τρανς τότε κάποιοι είναι πάρα πολύ αντιθεσμικοί και ράντικαλ. Δεν δέχονται να το συζητήσουν καν το θέμα. Θεωρούν ότι είναι ξεκάθαρα «ξεπούλημα».

0151: Ευχαριστούμε πολύ για όλα όσα μας είπες!

Εγώ ευχαριστώ!

Καρφί στο Μάτι

 

Στις 16 Οκτώβρη διοργανώσαμε συναυλία για τη λεγόμενη ‘2η γενιά μεταναστών’ στο χώρο της ΑΣΟΕΕ. Το γνωρίζουμε ότι το χάσμα μεταξύ των όσων έχουν και όσων δεν έχουν ελληνικά χαρτιά σε αυτή την κοινωνία, δεν ξεπερνιέται έτσι εύκολα και γνωρίζουμε επίσης ότι αυτή η συναυλία ενοχλεί. Απέναντι σε μια ρατσιστική κοινωνία και ένα κράτος που θεωρούν τους μετανάστες και τα παιδιά τους ‘πρόβλημα’, η συναυλία αυτή διοργανώνεται για να δώσει φωνή σε μπάντες της δεύτερης γενιάς και αντιφασίστ(ρι)ες και να μιλήσει από antifa σκοπιά για το ‘πρόβλημα’ που συνιστούν για την επιβίωση των μεταναστών και τη δικιά μας το ίδιο το ελληνικό κράτος και οι κάθε λογής φασίστες του. Αυτά εδώ τα λόγια, όμως, είναι για μια επίθεση που δέχτηκε η συναυλία όχι από όλους τους παραπάνω που αναμενόμενα μας έχουν βάλει στο μάτι, αλλά από δέκα αναρχικούς που ήρθαν για να γράψουν συνθήματα, να πετάξουν τρικάκια, να απειλήσουν και να χτυπήσουν.

Ο λόγος της ‘παρέμβασης’ στα συνθήματα παρίστανε πως μιλούσε ‘για την παλαιστίνη’ και υποτίθεται ότι ήρθε ως απάντηση στη στάση μας απέναντι στον αντισιωνισμό/αντισημιτισμό. Εδώ και χρόνια έχουμε καταλάβει ότι κι αυτή είναι ενοχλητική. Ποιά είναι αυτή με δυο λόγια; Ότι ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε εμείς την πολιτική τοποθέτηση μας στην ελλάδα, μεγαλώνοντας και ζώντας στην ελλάδα, τρώγοντας σκατά στην ελλάδα, δεν μας επιτρέπει να κάνουμε καμία κριτική σε κανένα κράτος πλην του ελληνικού.[1] Εχθρός μας, λέμε, είναι η ίδια μας η χώρα. Ο ελληνικός ρατσισμός, ο ελληνικός εθνικισμός, ο ελληνικός αντισημιτισμός, η ελληνική πατριαρχία, η ελληνική ομοφοβία και πάει λέγοντας. Tα παραπάνω απορρέουν, επιπλέον, και από το ότι είμαστε καχύποπτοι/-ες απέναντι σε κριτικές που βρίσκουν φασίστες στη γερμανία, το ισραήλ, το ισλάμ και γενικά οπουδήποτε αλλού εκτός από την ελλάδα. Πόσο μάλλον όταν αυτές οι κριτικές έλεγαν το 2008 πως «οι φασίστες στην ελλάδα είναι πέντε-δέκα γραφικοί μαλάκες». Είμαστε καχύποπτες/-οι γιατί πίσω από ‘αριστερούς αντι-ιμπεριαλιστικούς λόγους’ – μας το δείχνει κι ο Σύριζα κάθε μέρα μα τον ξένιο δία! – καμουφλάρονται βολικά ακροδεξιές ατζέντες. Κι εμείς λέμε μονότονα: το ελληνικό κράτος δεν είναι ούτε φιλο-παλαιστινιακό, ούτε φιλο-ισραηλινό, αλλά πρώτα και πάντα φιλελληνικό! Αυτή είναι η πυξίδα μας.

Δεν είναι αυτό όλο. Οι ιδέες κουβαλιούνται στους πολιτικούς χώρους από συγκεκριμένα υποκείμενα. Ναι, η επίθεση που φάγαμε ήταν ένα πανηγύρι ματσίλας κι όλων των βαθιά εξουσιαστικών χαρακτηριστικών (π.χ. αναγωγή της πολιτικής αντιπαράθεσης σε προσωπική, χουλιγκάνικες ατάκες τύπου «με σένα θα τα πούμε αργότερα», πιάσιμο από το λαιμό, σφαλιάρες κ.τ.λ.). Ναι, μας χωρίζει αναμφισβήτητα τερατώδες πολιτικό χάσμα από τα υποκείμενα που την πραγματοποίησαν, πράγμα που δείχνει η ίδια η κλιμάκωση που επιλέγουν με προσωπικές απειλές και σωματική βία. Αυτή η αναβάθμιση επιβεβαιώνει για εμάς (πλην της ανικανότητας της πολιτικής τους αντιπαράθεσης) όσα λέγαμε χρόνια τώρα με προκηρύξεις, έντυπα και εκδηλώσεις, για το ποιοι γυρεύουν ηγεμονία στους πολιτικούς μας ‘χώρους’, κριτική που συνήθως αντιμετωπιζόταν ως ‘υπερβολική’… και ενοχλητική αν μη τι άλλο.

 

Antifa Negative

Αντιφασιστικό περιοδικό ενάντια στην ελληνική πραγματικότητα 0151

29/10/2015

 

 

 

[1] Και βέβαια οι απαρχές αυτής της στάσης δεν ανήκουν καν σε εμάς αλλά συζητιούνται εδώ και δεκαετίες αλλού: «Η πολιτική μας στάση απέναντι στην τακτική που εφαρμόζει το κράτος του Ισραήλ, την κατάληψη των παλαιστινιακών εδαφών, τις εκτοπίσεις των πληθυσμών και το ρόλο που παίζει το Ισραήλ στο ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο, πρέπει να λαμβάνει υπόψη της το Ολοκαύτωμα και τις επιπτώσεις του. Και λέγοντας επιπτώσεις, εννοούμε αφενός τις συνθήκες ζωής των επιζώντων και των απογόνων τους (δεν υπάρχει εβραϊκή οικογένεια που να μην θρηνεί θύματα του ναζισμού ή όπως το σχηματοποιεί ο Τ. Άμερι «στο Ισραήλ κάθε άντρας/ γυναίκα είναι γιός/ κόρη ενός δολοφονημένου στα στρατόπεδα συγκέντρωσης»), αφετέρου το σημερινό γερμανικό κράτος ως συνεχιστή του ναζιστικού καθεστώτος με όλες τις ιστορικές συνέχειες και τις συλλογικές αποσιωπήσεις που αυτό εμπεριέχει.», ‘Mili’s Tanz auf dem Eis’ (1993), απολογιστική μπροσούρα των Rote Zora, μεταφρασμένη στο Κάθε καρδιά και ένας επαναστατικός πυρήνας: η ιστορία των Επαναστατικών Πυρήνων και της Rote Zora (1973-1995). Κείμενα/ χρονικό/ συνεντεύξεις/ απολογισμός, 2014, εκδ. Guillotine.

0151 # 6

0151 # 06 final - Copy

Η Μυρωδιά του Freital / Cafe Morgenland
– Τελικά ‘κάτι έκανε’ (ο Σύριζα και οι μετανάστες) / Antifa Negative
– Ημερολόγιο Ρατσισμού (μικρό)
– Ημερολόγιο Κρίσης (συμπεράσματα διαύγειας 5 χρόνια μετά)
– Ανταποκρίσεις από τους Δρόμους και τις Δουλειές του ελληνικού Βούρκου
– Η Λέσβος μετά τον παρα-θερισμό ή “το σημαντικότερο είναι πως αυτός ο χώρος βρίσκεται στη μέση του πουθενά
– Η Εφημερίς των Κυριών του Έθνους, 1887-1913 / Fight Back
– Ανοιχτή Επιστολή στις Απαντήσεις των Μελώντ του Συλλόγου ‘Ρίζες’ (Χαλάνδρι)
– Τι Pride δικαιούμαστε; Τι Κοινότητα θέλουμε; / Color Youth
– Εξωγήινοι, υποβρύχιοι Εισβολείς & Techno-Dub (ή ο Χέγκελ στο Ντιτρόϊτ)

 

Το ‘0151’ θα το βρείτε στην Αθήνα στο περίπτερο της πλατείας Εξαρχείων (Στουρνάρη & Σπ. Τρικούπη) και στο βιβλιοπωλείο ‘Ναυτίλο’ (Χ. Τρικούπη & Σόλωνος), στη Θεσσαλονίκη στο βιβλιοπωλείο ‘Κεντρί’ (στον πεζόδρομο της Δ. Γούναρη). Για τις υπόλοιπες πόλεις, στείλτε εδώ 0151@espiv.net

antifa hip hop live

poster - Copy