Ιούλ 08
0151 # 14
Σκέψεις για την παμβαλκανική πορεία στη Θεσσαλονίκη // ανθελληνική πρωτοβουλία από το inter.app. //
12 χρόνια αργότερα… Ακόμα Βιαστές, Ακόμα Ρατσιστές, Ακόμα και με πλάτες καλλιτεχνικές! // Καταγγελίες σεξιστικών περιστατικών: από το ‘τι’ στο ‘πως’ // Ιστορίες, λάβαρα και φωτογραφίες: ο φεμινισμός στο μουσείο (ή, αν δεν μιλήσουμε εμείς για εμάς ποιος θα το κάνει; το Κράτος!) // Εννιά συναντήσεις για τον αντισημιτισμό (από αυτόνομη αντιφασιστική σκοπιά) // ημερολόγια ρατσισμού // antifa newz
Απρ 22
Ο εθνικισμός ως η βάση κάθε κράτους (μτφ)
Ο εθνικισμός ως η βάση κάθε κράτους
Συνεισφορά στην αναρχική ανάλυση του εθνικισμού στην μετά-τη-Γιουγκοσλαβία γεωγραφική περιοχή
Το παρακάτω κείμενο είναι η συνεισφορά των αναρχικών από το Ζάγκρεμπ στην εκδήλωση που διοργανώθηκε το Σάββατο 10 Μαρτίου από το δίκτυο Balkansolidarity στη Σχολή Θετικών Επιστημών του ΑΠΘ, με θέμα «Από τα Βαλκάνια της εκμετάλλευσης και του εθνικισμού στα Βαλκάνια της αλληλεγγύης και των αγώνων». Μεταφράσαμε και παρουσιάζουμε το παρακάτω κείμενο στα πλαίσια της έκθεσης της άποψης συντρόφων και συντροφισσών από άλλες βαλκανικές χώρες πάνω στο ζήτημα του εθνικισμού. Οι τρεις άξονες που διαπερνούν το σώμα του κειμένου και βρίσκονται σε ‘άτυπο’ διάλογο και με όσα γράφονται στο 0151 είναι
- η προσπάθεια να ξεφύγει η ανάλυση του εθνικισμού από τα σχήματα της αριστεράς που (ανα)παράγουν τον εθνικισμό
- η προσπάθεια να υπερβούν το δίπολο ‘εθνικισμός από-τα-κάτω / εθνικισμός από-τα-πάνω’
και, ως λογική συνέπεια των δύο παραπάνω,
- η ανεπάρκεια της αντιφασιστικής δράσης χωρίς το εργαλείου του αντιεθνικισμού.
Η εναντίωση στο ελληνικό έθνος, στην ηγεμονική ελληνική αρρενωπότητα, στην βασισμένη στο ρατσισμό ταξική εκμετάλλευση, στη συγκολλητική (για το έθνος) ουσία του αντισημιτισμού, στους σχεδιασμούς του ελληνικού κράτους μέσα από οργανωτικές δομές ανεξάρτητες από το κράτος και την αριστερά: να μερικά περιεχόμενα που μας συγκροτούν. Στην αντιπαράθεση αυτή με την εθνική ιδεολογία (κινηματική και κοινωνική) και με τα σχέδια του ελληνικού κράτους κεντράρουμε στο ελληνικό έθνος ως τον πυρήνα αυτού που αξίζει υπεράσπιση, ως τη βάση πάνω στην οποία μιλάνε όλοι –είτε ντύνουν την ελληνικότητα με αντι-ιμπεριαλιστική προβιά (ξέρετε εσείς ποιος είναι ο λαός που αντιστέκεται αιώνια στους κατακτητές) είτε παρουσιάζουν την ανάπτυξη και τη σταθερότητα του ελληνικού κράτους ως όπλο εθνικής στρατηγικής. Στην προσπάθειά μας να χρησιμοποιήσουμε όλα τα παραπάνω πεδία των σχέσεων εξουσίας επιδιώκουμε να τα συναρθρώνουμε κάτω από το βλέμμα του πως έχουν συγκροτηθεί ιστορικά οι κυρίαρχες ταυτότητες/σχέσεις, ο ελληνικός λαός και το ελληνικό κράτος. Εδώ εντάσσεται και η συζήτηση με κινηματικά υποκείμενα και συλλογικότητες που βρίσκονται σε άλλες χώρες και συμμετέχουν στους εκεί κοινωνικούς ανταγωνισμούς. Η συζήτηση αυτή μας βοηθάει με δύο τρόπους: ο ένας είναι να συζητήσουμε για τον ελληνικό ρατσισμό και μέσα από τη δική τους ματιά να διαπιστώσουμε αν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε εργαλεία που έχουν δουλέψει εκείνοι/εκείνες. Ο δεύτερος είναι να τεστάρουμε τα δικά μας εργαλεία· μέσα από τη δική μας ματιά να δούμε αν μπορούμε να εξηγήσουμε την ιστορικότητα των σχέσεων κυριαρχίας σε ένα άλλο κοινωνικό πεδίο.
Αναγνωρίζουμε μέσα σε όλα αυτά, βέβαια, τα όρια της συζήτησης· ένα από τα πιο σημαντικά είναι το ότι η δική μας επιδίωξη ανθελληνικής κριτικής πατάει πάνω στην αντίληψή μας για τον τρόπο που συγκροτήθηκε (και συγκροτείται ακόμη) το ελληνικό έθνος. Πρώτο μας μέλημα είναι να δυσκολεύουμε τη δική του ύπαρξη. Ένας από τους τρόπους που έχουμε σκεφτεί είναι να αμφισβητήσουμε την πρωτοκαθεδρία που αυτο-απολαμβάνουν οι έλληνες κινηματικοί, οι οποίοι την ίδια στιγμή που αυτοπροσδιορίζονται ως ‘αντιεθνικιστές’ γράφουν σε κείμενα/αφίσες τη δημοκρατία της Μακεδονίας ως «ΠΓΔΜ» ή «γειτονικό κράτος»· αναδεικνύοντας με τον τρόπο αυτό την έμμεση υιοθέτηση της στάσης του ελληνικού λαού (και του κράτους του). Ακριβώς στο σημείο αυτό αναδεικνύεται και η σημασία του ανθελληνικού αντιφασισμού –είτε συζητάμε ως Βαλκάνιες συντρόφισσες είτε εδώ που ζούμε: το να καταστραφεί η ελλάδα είναι μια από τις βασικές προϋποθέσεις κάθε κινηματικής συζήτησης.
***
Ο εθνικισμός συνεχώς μας ‘ξαφνιάζει’· η έλξη που ασκεί είναι αδιάκοπη, όπως και η ικανότητά του να κινητοποιεί μάζες πρόθυμες να συρρεύσουν σε νέες συγκρούσεις –αν όχι σε πολέμους , τότε σε φαντασιακές, μυθολογικές μάχες. Εν τέλει, ο εθνικισμός είναι ακριβώς αυτό, μια μυθολογία για το έδαφος και το αίμα, για λαούς και θύματα, για την αρετή ‘μας’ και την επιθετικότητά ‘τους’. Επιδεικνύει τον εαυτό του σαν ένα πανίσχυρο όπλο στα χέρια του κράτους και του κεφαλαίου, του οποίου τα συμφέροντα προστατεύονται από πολλούς στο όνομα των εθνικών σκοπών και της τιμής, που γίνονται αντιληπτοί σαν και δικοί τους. Ακόμη κι όταν τα εθνικά κινήματα εμφανίζονται να έρχονται ‘από τα κάτω’, τα αποτελέσματά τους είναι πάντα ξεκάθαρα: ακόμη ισχυρότερο κράτος και στιβαρή θέση του κεφαλαίου.
Ο σύγχρονος εθνικισμός δεν μπορεί να ειδωθεί έξω από το πλαίσιο της ιστορικής του ανάπτυξης ή συνέχειας, επειδή –από τότε που έγινε μια κινητήρια δύναμη– αναδύθηκε σαν μια ιδεολογία που μπορεί εύκολα να προσαρμοστεί στο συγκείμενο, ενώ στην ουσία παραμένει ο ίδιος. Από την καταστροφή των παλιών αυτοκρατοριών, τη δημιουργία των εθνικών κρατών, μέχρι και σήμερα, ο εθνικισμός είναι συνεχώς παρών. Μιλώντας από την προοπτική της μετά-τη-Γιουγκοσλαβία γεωγραφικής περιοχής, η ασταμάτητη παρουσία του εθνικισμού σ’ αυτή την επικράτεια από τον 19ο αιώνα έχει γνωρίσει κορυφώσεις αρκετές φορές μέσα στα τελευταία εκατό χρόνια. Οι εθνικισμοί είχαν διαφορετικά ονόματα, κροατικός, γιουγκοσλαβικός, γερμανικός, σέρβικος, ιταλικός, ουγγρικός και άλλα, έχοντας ωστόσο στον πυρήνα τους τον ίδιο σκοπό: να εγκαθιδρύσουν μια νέα κυβέρνηση, να εγκαταστήσουν την ηγεμονία κάποιου, όλα μέσα από την κινητοποίηση των μαζών ώστε η νίκη να είναι ολοκληρωτική και πάντα «στο όνομα του λαού». Ποιος θα ήταν τόσο τρελός ώστε να πεθάνει για τα συμφέροντα του κράτους και του κεφαλαίου; Αλλά στο όνομα του λαού και των εθνών, πολλοί είναι έτοιμοι να δώσουν τη ζωή τους και ακόμη περισσότεροι προτίθενται να πάρουν τη ζωή κάποιου άλλου. Αυτή η μυθολογική ιδέα της αγνότητας, του άσπιλου και της δικαιοσύνης που απεικονίζεται μέσα στην εικονολογία της φανταστικής ιστορίας, κάτω από τα πολύχρωμα κουρέλια που ονομάζουμε σημαίες, βοηθά να δημιουργηθεί η αίσθηση της κοινωνίας[1] και του ανήκειν. Ένας ασύλληπτος στόχος που, όπως η υπόσχεση του Παράδεισου, προσφέρει μια διαφυγή από μια κακή κατάσταση για την οποία η ευθύνη επιρρίπτεται πάντα ‘στους άλλους’. Και συνεχώς μας υπόσχεται ένα καλύτερο μέλλον που βέβαια δεν έρχεται ποτέ.
Όταν κοιτάμε την δική μας πρόσφατη ιστορία, μπορεί κανείς να αναρωτηθεί που έχει φτάσει ο εθνικισμός που ευθύνεται για τη μεγαλύτερη σφαγή στην Ευρώπη μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Δεν ήταν η Γιουγκοσλαβία ένα μέρος χωρίς εθνικισμό, ή τουλάχιστον ένα μέρος για ένα νέο, γιουγκοσλαβικό έθνος και περισσότερες εθνοτικές ομάδες; Πώς αντιμετωπίστηκε το εθνικό ζήτημα στην Γιουγκοσλαβία;
Όλα αυτά τα ερωτήματα δεν έχουν απλές απαντήσεις και μερικές από αυτές τις απαντήσεις μπορεί να δείχνουν ότι ο εθνικισμός δεν προέρχεται μόνο από τη δεξιά αλλά και από την αριστερά καθώς και ότι ακριβώς λόγω αυτού, η «σοσιαλιστική ουτοπία» μετατράπηκε εύκολα σε εθνικιστική δυστοπία. Αν κοιτάξουμε μόνο τον αντιφασιστικό αγώνα στη Γιουγκοσλαβία, το μεγαλύτερο οργανωμένο αντιφασιστικό κίνημα στα εδάφη της κατεχόμενης Ευρώπης, και αν αναλύσουμε συνοπτικά τις βάσεις των αιτημάτων της αντίστασης στον ξένο κατακτητή και τους εγχώριους υπηρέτες του, καθώς και το ποιος ήταν ο απώτερος στόχος του, θα φτάσουμε πολύ εύκολα σε κάποια συμπεράσματα. Το κάλεσμα για την εξέγερση [uprising] αναφερόταν σε «πατριώτες», αποτελούσε εθνική προτεραιότητα και διέδιδε την απελευθέρωση της χώρας από έναν ξένο κατακτητή. Φυσικά, καλούσε επίσης για τον αγώνα εναντίον του φασισμού, αλλά έβλεπε τον εαυτό του σαν έναν αγώνα για εθνική απελευθέρωση. Αυτό ήταν εξαιρετικά σημαντικό για μια νεοεγκαθιδρυθείσα κυβέρνηση στην τελευταία φάση του πολέμου, επειδή οι Παρτιζάνοι –ήδη παγιωμένοι στον Γιουγκοσλαβικό Στρατό– πήραν τον έλεγχο περιοχών της Ιταλίας και της Αυστρίας (που είναι ακόμη υπό κατοχή από αυτά τα κράτη) προκειμένου να επεκτείνουν την επικράτειά τους και να φέρουν την εθνική απελευθέρωση σε περιοχές που κατοικούνταν από σλάβικους πληθυσμούς. Ο αντιφασισμός δεν ήταν αεθνικός στη Γιουγκοσλαβία, είχε κροατικά, σέρβικα, βοσνιακά, αλβανικά, μακεδονικά και μαυροβουνιακά σημάδια, καθώς επίσης και γιουγκοσλαβικά, ως η ιδέα δημιουργίας ενός καινούριου έθνους. Βασισμένη στην αδελφοσύνη και την ενότητα, σαν ένα από τα βασικά της συνθήματα, η δημιουργία ενός εθνικού κράτους απελευθερωμένου από έναν ξένο κατακτητή ειδωνόταν ακόμη ως ο απώτερος στόχος. Υποθετικά μιλώντας, δεν μπορούμε παρά να αναρωτιόμαστε πόση αντίσταση θα κατευθυνόταν εναντίον ενός μη-ξένου κατακτητή. Φυσικά, αυτό δεν μειώνει το γεγονός πως ο αγώνας ενάντια στο φασισμό ήταν σημαντικός και ευρύς καθώς και πως περιλάμβανε όλα τα κοινωνικά στρώματα. Ωστόσο, ο αγώνας ενάντια στο φασισμό δεν ήταν το μοναδικό πράγμα που έλαβε χώρα, οδηγώντας μας στο συμπέρασμα πως ο αντιφασισμός μόνος του δεν αρκεί, ειδικά εάν είναι σε οποιοδήποτε βαθμό πατριωτικά προσανατολισμένος.
Αυτό μπορεί να ειδωθεί πρωταρχικά μέσω της ισχυρής ταύτισης με το κράτος, που γεννήθηκε στον αιματηρό πόλεμο που αποτέλεσε την ίδια στιγμή έναν αγώνα για εθνική απελευθέρωση. Ο ‘εθνικός’ στρατός, όπως σε κάθε έθνος-κράτος, φτιάχτηκε από όλους, ώστε όλοι οι άντρες άνω των 18 να είναι στρατιώτες· και ο στρατός ήταν ένα από τα ισχυρά θεμέλια ενός νέου κράτους. Με αυτή την έννοια, η κοινωνία ήταν αρκετά στρατιωτικοποιημένη/μιλιταριστική και ο στρατός ήταν παρών σε πολλά τμήματα της κοινωνικής, πολιτικής και πολιτιστικής ζωής. Σε ανεκδοτολογικό επίπεδο, μπορούμε μόνο να αναφέρουμε το στρατιωτικό σόου “Άδεια να μιλήσεις”, το οποίο προβαλλόταν στην κρατική τηλεόραση κάθε Κυριακή πρωί. Η ισχυρή ταύτιση με το κράτος σαν [να είναι] «δικό μου» και ο στρατός σαν εγγύηση της ασφάλειας έχουν αναδειχθεί πολλές φορές σαν ένα μονοπάτι προς τη σφαγή ήδη από τις πρώτες μέρες του εθνικισμού και της Γαλλικής Επανάστασης.
Επιπρόσθετα, αυτή η ταύτιση με την «πατρίδα» και την αποθέωσή της αποτυπώθηκε από τις πρώτες μέρες· πολλά παιδικά βιβλία γέμισαν με σημαίες του κράτους, το μέγεθος και η σημασία της πατρίδας γιορτάζονταν όπως και η ομορφιά και η δύναμή της, η κοινωνία[2] και η προστασία της. Η πατρίδα και η θύμηση του πως επιτεύχθηκε η ελευθερία της μέσω αιματοχυσίας ήταν τα ζητήματα που δεν μπορούσαν να αμφισβητηθούν.
Η γιουγκοσλαβική κυβέρνηση είδε την εσωτερική δομή της σαν μια λύση στο «εθνικό ζήτημα» διαμέσου της δημιουργίας των εθνών κρατών (δημοκρατιών) που μορφοποίησαν την Ομοσπονδία (με τις αυτόνομες επαρχίες) και γι’ αυτό η ιδέα ενός έθνους βασισμένου στην εθνικότητα [ethnicity] δεν έπαψε ποτέ να είναι παρούσα. Η ιδέα του «αίμα και έδαφος» ή του «ένας λαός, ένα έθνος, μια χώρα», επέζησε παρά την εμφατική «αδελφοσύνη και ενότητα», που ήταν σίγουρα εύλογη για ένα μεγάλο αριθμό ανθρώπων, αλλά όχι απαραίτητα για τη δημοκρατική κυβέρνηση. Ένα ενδιαφέρον παράδειγμα γι’ αυτό είναι η πολιτική αναφορικά με τις γλώσσες που αποτέλεσε την αιτία συγκρούσεων σχεδόν για ολόκληρη την περίοδο ύπαρξης της Σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας. Παρότι η ομοσπονδία δεν είχε μια επίσημη γλώσσα, προτιμούνταν τα κροατο-σέρβικα (ακόμη κι αν τα μακεδόνικα, τα σλοβένικα, τα αλβανικά, τα ουγγρικά και μερικές ‘μικρότερες’ γλώσσες μιλιούνταν επίσης). Η θέση, το όνομα και το πρότυπο [standard] των κροατικών και των σέρβικων, παρότι διαφορετικές παραλλαγές της ίδιας γλώσσας, ήταν το αντικείμενο συνεχούς συζήτησης και συγκρούσεων που σε αρκετές περιπτώσεις κλιμακώθηκαν και προκάλεσαν εθνικιστικές εντάσεις στη χώρα. Παρά το γεγονός πως αυτές οι συζητήσεις γίνονταν συχνά σε ένα ακαδημαϊκό επίπεδο, η επιρροή τους δεν θα έπρεπε να παραμελείται, καθώς ένα μέρος της ακαδημίας έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διατήρηση και την οικοδόμηση μιας εθνικιστικής ιδεολογίας. Επιπλέον, δεν θα έπρεπε κανείς να ξεχνάει ότι η προτυποποίηση μιας γλώσσας είναι ένα από τα εργαλεία-κλειδιά στην οικοδόμηση «εθνικής ταυτότητας». Εξαιτίας αυτού, οι αποφάσεις για τη γλώσσα στην οποία θα δημοσιεύονταν τα επίσημα έγγραφα παίρνονταν από τη δημοκρατική κυβέρνηση. Οι Δημοκρατικές αρχές αποτέλεσαν τη θεμελίωση των εθνικών κρατών που θα ανακήρυτταν την ανεξαρτησία τους στα ’90s. Επιτελεία του κόμματος της Συμμαχίας Κομμουνιστών της Γιουγκοσλαβίας [Alliance of Communists of Yugoslavia] ή οργανώσεις του Δημοκρατικού Κόμματος [Republican Party] μετακινήθηκαν σε νέα εθνικιστικά κόμματα το 1990 και αντιπροσώπευσαν όχι μόνο τη θεσμική αλλά και την σε επίπεδο προσωπικού συνέχεια του κράτους. Π.χ. στην Κροατία, 97000 μέλη (για την ακρίβεια, στην αρχή 27000 και στη συνέχεια 70000 μετά τη νίκη στις εκλογές) μετακινήθηκαν από την Κροατική Κομμουνιστική Λίγκα [Croatian League of Communists] στη νεοϊδρυθείσα Κροατική Δημοκρατική Ένωση [Croatian Democratic Union]. Στην πραγματικότητα, το νέο εθνικιστικό κόμμα έγινε συμβολικά ο κληρονόμος του παλιού κόμματος. Η μετάβαση από την αριστερά στη δεξιά περιλάμβανε ένα μόνο βήμα –μια ταυτότητα νέου κόμματος. Παρότι το εθνικό ζήτημα υπήρχε και πρωτύτερα, γινόταν με διαφορετικό τρόπο αντιληπτό από αυτό το σημείο και πέρα, [καθώς] το ζήτημα της κυριαρχίας και των νέων διαιρέσεων της περιοχής απαιτούσε μια ευρεία κινητοποίηση, και γι’ αυτό μια νέα «εθνική αφύπνιση». Αυτή η διαδικασία ξεκίνησε λίγο νωρίτερα από αρκετά διαφορετικούς φορείς. Σήμερα γνωρίζουμε (αν και τότε δεν ήταν γνωστό) ότι οι τότε δημοκρατικές μυστικές υπηρεσίες διεξήγαγαν έναν σιωπηρό «πόλεμο» η μια εναντίον της άλλης δεκαετίες πριν την κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας. Η Καθολική Εκκλησία […] εισήγαγε στην Κροατία την αποκατάσταση του Alojzije Stepinac (ενός καρδινάλιου της Καθολικής Εκκλησίας καταδικασμένου για συνεργασία με το ναζιστικό Ανεξάρτητο Κράτος της Κροατίας[3]) και μια σειρά άλλων ενεργειών που αποσκοπούσαν στην εξάπλωση ενός νέου «εθνικού πνεύματος». Τα ποδοσφαιρικά σωματεία, ένα είδος δείκτη για τις κυρίαρχες πολιτικές τάσεις, έχουν επικεντρώσει όλο και περισσότερο τις συγκρούσεις τους σε εθνικούς διαχωρισμούς και λιγότερο σε διατοπικό και τοπικό επίπεδο, πράγμα που συνέβαινε μέχρι τότε. Στη Σερβία, γιορταζόταν η επέτειος της μάχης του Κοσόβου (η μυθολογική σύγκρουση του σερβικού εθνικιστικού φολκλόρ) και ο Μιλόσεβιτς ήταν αυτός που ηγούταν και εκμεταλλευόταν αυτό το εθνικιστικό κύμα. Στο Κόσοβο και σε ένα κομμάτι της Μακεδονίας ξέσπασε ένας χαμηλής έντασης πόλεμος μια δεκαετία πριν την διάλυση της Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας και τα μέσα ενημέρωσης τηρούσαν συστηματική σιγή ή αναφέρονταν ελάχιστα σ’ αυτόν. Προς το τέλος της δεκαετίας του ’80 η συνθήκη για αιματηρές συρράξεις είχε προετοιμαστεί· μόνο η μοιρασιά των νέων θέσεων και η εισαγωγή των «νέων» (στην πραγματικότητα παλιών) δραστών που θα οδηγούσαν το «λαό» σε μια καινούρια «εθνική επιτυχία» δεν είχε ολοκληρωθεί. Την ίδια στιγμή ολόκληρη η προετοιμασία έμοιαζε σαν «ο λαός» να έψαχνε μια διέξοδο μέσω του εθνικισμού και σαν να ήταν ένα αυθεντικό κίνημα από-τα-κάτω. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, είχαμε μια σειρά παραγόντων που δημιούργησαν ή επέτρεψαν να αναπτυχθεί έτσι η κατάσταση εξαιτίας των δικών τους συμφερόντων και των συμφερόντων των μελλοντικών κρατών. Για τα κράτη, αυτός είναι ένας εντελώς κανονικός τρόπος να δράσουν. Φυσικά, η διαδικασία εκκίνησης της σύγκρουσης δεν ήταν αρκετά εύκολη, επειδή μεγάλο μέρος της κοινωνίας δεν ήθελε τον πόλεμο, ούτε σκεφτόταν τον εθνικισμό σαν κάτι καλό ούτε ότι ο πόλεμος ήταν μια λύση απέναντι στα προβλήματα που συσσωρεύονταν. Απειλές, μαζικές ‘εθνοσυνελεύσεις’, άνοδος των οδοφραγμάτων, εξοπλισμοί (ανεξάρτητοι ή οργανωμένοι από αυτή ή την άλλη δημοκρατική κυβέρνηση ή στρατό), δολοφονίες ανθρώπων που σε θεσμικό επίπεδο αντιτέθηκαν στον πόλεμο, καταστροφή των αντιφασιστικών μνημείων, εμπρησμοί σπιτιών γειτόνων που εντάσσονταν σε ‘λάθος’ εθνική ομάδα, διάχυση του φόβου, συστηματική εθνικιστική προπαγάνδα μέσω των μίντια και πολλών άλλων βδελυγμάτων ήταν ένα μέρος ενός μηχανισμού που ξεσήκωσε ένα νέο επίπεδο εθνικισμού και μίσους εναντίον των ‘άλλων’. Τη στιγμή που ξεκίνησε ο πόλεμος, όταν οι χειροβομβίδες εκτοξεύονταν παντού και οι πολεμικές επιχειρήσεις περιλάμβαναν την καταστροφή ολοένα και περισσότερων ζωών, ο εθνικισμός είχε κανονικοποιηθεί και ήταν πανταχού παρών μέχρι το σημείο κάθε κριτική να είναι σχεδόν αδύνατη επειδή δεν άγγιζε κανέναν.
Αυτή η επιφανειακή ανασκόπηση της κατασκευής και της κορύφωσης του εθνικισμού στη Γιουγκοσλαβία δίνει ήδη μια ξεκάθαρη ιδέα πως ο εθνικισμός, που φαινομενικά έρχεται ‘από-τα-κάτω’ ή ‘από-τα-πάνω’, είναι πάντοτε η ίδια λιγότερο ή περισσότερο ελεγχόμενη διαδικασία της οποίας ο στόχος είναι πάντα απλός: εξουσία και πλούτη για την παλιά/νέα κυβέρνηση. Αν κοιτάξουμε τα εθνικιστικά κινήματα του παρελθόντος, όπως το φασισμό στην Ιταλία ή το ναζισμό στη Γερμανία, δεν μπορούμε παρά να παρατηρήσουμε ότι και τα δύο αυτά ήταν ‘αντισυστημικά’, όπως πολλά λαϊκίστικα σημερινά κινήματα και ότι αυτά με τον ίδιο τρόπο προφανώς προκαλούν την παλιά τάξη, αναφερόμενα στην έλλειψη «εθνικών συμφερόντων», «ταυτοτήτων», «παραδόσεων», «εθνικών οικονομικών» κ.λπ. –ενώ την ίδια στιγμή δρουν ως εκπρόσωποι της εργατικής τάξης ή «του λαού» για ένα «ισχυρό αλλά κοινωνικό κράτος». Στο τέλος, με τη βοήθεια της παλιάς τάξης, εξασφαλίζουν τη συνέχεια του κράτους και του καπιταλισμού, που ήταν εξαρχής ο στόχος τους. Στο σύγχρονο κόσμο, μια τέτοια πιθανή, φαινομενικά ‘αντισυστημική’, εθνικιστική επιλογή εκπροσωπείται από τον πόλεμο στην Ουκρανία, το δημοψήφισμα στην Καταλονία και την Ισπανία, το βρετανικό Brexit, ή τη σύγκρουση για το όνομα της Μακεδονίας. Όλα αυτά τα παραδείγματα έχουν μια κοινή σύνδεση: η βάση τους είναι στην ίδια την εθνικιστική ιδεολογία, αν και με διαφορετική ονομασία απ’ ό,τι φαίνεται. Ο αριστερός ή ο δεξιός εθνικισμός έχουν τις ίδιες συνέπειες, όλοι οι πόλεμοι για εθνική απελευθέρωση που οι σοσιαλιστικές κυβερνήσεις σ’ όλο τον κόσμο έχουν επικροτήσει (όπως έκαναν και οι καπιταλιστικές) έδειξαν ακριβώς αυτό. Ο εθνικισμός έχει αποδειχτεί καλό εργαλείο για όλους.
Αναρχικοί από το Ζάγκρεμπ
Η αναρχική αλληλεγγύη δεν (ανα)γνωρίζει το έθνος,
δεν (ανα)γνωρίζει τους εθνικούς και άλλους διαχωρισμούς!
Ενάντια σε κάθε ιδέα έθνους, κράτους και κεφαλαίου!
[1] [σ.τ.μ.] Εδώ χρησιμοποιείται η λέξη communion, παραπέμποντας στη θεία κοινωνία της χριστιανικής εκκλησίας.
[2] [σ.τ.μ.] Εδώ ξαναχρησιμοποιείται η λέξη communion.
[3] [σ.τ.μ.] Στο κείμενο αναφέρεται ως Independent State of Croatia.
Νοέ 02
0151 # 12
αντε γεια! (ή γιατί πάµε ακόµα στο αντιρατσιστικό φεστιβάλ;) // ‘και τη νύχτα έχω ένα σφυρί στην τσέπη’: δίκες-νόµοι και γυναικεία κινήµατα // ‘εθνική είναι η ενότητα των δολοφόνων’: για µια µικρή αντιφασιστική ιστορία του Χαλανδρίου // Not where I come from (Ανδρικές Άµυνες, vol. 2) // Από το Charlottesville στην Αθήνα, ποιος έχει την εξουσία να ονοµάζει τα πράγµατα; // τα γυναικεία κινήµατα στην ελλάδα 1880-1949 από αυτόνοµη αντιφασιστική σκοπιά // η διαλεκτική του διαφωτισµού στην GBU-43 // ανταποκρίσεις από τον Βούρκο (Save the Male!) // γκουλέµα ραµπότα (ανταπόκριση από µακεδονία µεριά) // Τσακός, Χολαργός και Βούτα: µια συζήτηση για δουλειές µε ρόδες // ηµερολόγιο ρατσισµού // Antifa Cinema: Burrnesha // Ταξική μνήμη σε ρυθμό beat-nik
Οκτ 27
Antifa Cinema # 003 [Geheimsache Ghettofilm]
Geheimsache Ghettofilm (Yael Hersonski, 2010). Η σκηνοθέτρια, εγγονή ενός επιζήσαντα από το γκέτο της Βαρσοβίας, επισκέπτεται το θέμα της έκθεσης της ναζιστικής προπαγάνδας και επιχειρεί την ανασκευή της προπαγάνδας αυτής, 65 χρόνια μετά το οριστικό κλείσιμο των στρατοπέδων εξόντωσης των εβραίων. Το ντοκιμαντέρ αξιοποιεί ένα 60λεπτο υλικό που τράβηξαν οι ναζί στο γκέτο της Βαρσοβίας και το αντιπαραβάλλει με μαρτυρίες επιζώντων του γκέτο ή και ημερολόγια κατοίκων του γκέτο. Το πρωτότυπο ναζιστικό φιλμ, προκύπτει ότι δημιουργήθηκε για δύο βασικούς λόγους. Αφενός ήθελε να αντικρούσει τις φήμες που διαδίδονταν στον δυτικό Τύπο πως οι ναζί σκοτώνουν εβραίους στα γκέτο. Αφετέρου, ήθελε να επιβεβαιώσει αντισημιτικά στερεότυπα βάσει των οποίων οι ναζί στόχευαν στους εβραίους. Στην πραγματικότητα, αξιοποιεί αυτά τα στερεότυπα για να εξηγήσει γιατί οι εβραίοι ζούσανε όπως ζούσανε στα γκέτο – και με αποκλειστικά δική τους ευθύνη. Για να μείνουμε σε κάποια από τα σημαντικότερα σημεία του ημιτελούς φιλμ των ναζί, απεικονίζονται τα μέλη της εβραϊκής αστυνομίας να εξασκούν αστυνομικά καθήκοντα εις βάρος άλλων εβραίων του γκέτο, οι ‘εβραίοι αστοί’ να γευματίζουν πλουσιοπάροχα μέσα σε εστιατόριο του γκέτο, ενώ άλλοι εβραίοι πιο δίπλα πεθαίνουν της πείνας, και φυσικά κάποιες κόσερ (παραδοσιακές εβραϊκές) σφαγές ζώων που δείχνουν τη… βαρβαρότητα του εβραϊκού λαού. Η στρατηγική των ναζί ήταν, λοιπόν, όχι μόνο να αντικρούσουν τις φήμες περί εξόντωσης των εβραίων αλλά και να λοιδορήσουν τα θύματά τους. Να δείξουν πως τελικά τα μέτρα κατά των εβραίων δεν είναι τελικά και τόσο αδικαιολόγητα. Το φιλμ των ναζί παρουσιάζεται σιωπηλό, όπως κατασκευάστηκε, αλλά παρεμβάλλουν αποσπάσματα σύγχρονων συνεντεύξεων της σκηνοθέτριας με επιζώντες εβραίους οι οποίοι εκθέτουν το πώς κατασκευάστηκαν οι σκηνές μέσα στο γκέτο, πως σκηνοθετήθηκαν με ξύλο και πυροβολισμούς, πως στήθηκαν έτσι ώστε να πείθουν το κοινό. Φαίνεται μέσα από όλη αυτή τη διαδικασία πόσο καλά είχαν αντιληφθεί οι ναζί, τις ‘μαγικές ιδιότητες’ της κινηματογραφικής προπαγάνδας. Έτσι, το ντοκιμαντέρ στέκει ως καλή αφορμή για προβληματισμό σε πρώτο επίπεδο για την κατασκευή εικόνων προπαγάνδας. Αλλά επιπλέον, όπως είπαμε, αναζητά και μια εκδίκηση στον αγώνα των αντισημιτικών αφηγήσεων που πλημμύριζαν τον πλανήτη. Αλλά και συνεχίζουν να τον πλημμυρίζουν. Γιατί, αν το σκεφτούμε καλά, όσα οι ναζί διέδιδαν –και δεν ήταν οι πρώτοι – γύρω από τον πλούτο των εβραίων, τον τρόπο που εξασκούν την εξουσία τους ακόμα και ‘στους ομοίους τους’, ή ακόμη-ακόμη και η στοχοποίηση των κόσερ σφαγών και των υπόλοιπων εβραϊκών εθίμων, δεν είναι φήμες για τους εβραίους που απλώς έχουν σταματήσει να υπάρχουν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και το Ολοκαύτωμα.
Αρκεί να θυμηθούμε ότι ειδικά σε σχέση με το τελευταίο, ότι συγκεντρώσεις ενάντια στις κόσερ (εβραϊκές) και τις χαλάλ (μουσουλμανικές) σφαγές ζώων έχουν προωθηθεί από ένα σύγχρονο ρεύμα φιλό-ζωων ή οικολόγων ευρείας κλίμακας, που περιλαμβάνει από αριστερούς μέχρι φασίστες διαμαρτυρόμενους αλλά και θεσμικά όργανα ακόμη, χωρών της ευρωπαϊκής ένωσης. Το κόσερ και το χαλάλ φαγητό, είναι ένα σχετικά νέο πεδίο, όπου δοκιμάζονται οι λόγοι που δοκιμάστηκαν σε επίπεδο πολιτισμικού ρατσισμού εξάλλου και για τη μουσουλμανική μαντήλα, μολονότι φυσικά οι πρακτικές διαφορές με την (ελληνική-)χριστιανική σφαγή ζώων είναι ανύπαρκτες.
Για να γυρίσουμε στο ναζιστικό φιλμ, οι εικόνες αυτές βρίσκονται σε μια συνέχεια με άλλες ναζιστικές παραγωγές του Γκέμπελς, γερμανικές ταινίες και ντοκιμαντέρ, όπως π.χ. το γνωστό ‘ο Αιώνιος Εβραίος’ (Der Ewige Jude) το οποίο πέρυσι είχε προβληθεί στην κατάληψη Ανάληψη στον Βύρωνα από συντρόφους εκεί και είχε ακολουθήσει σχετική συζήτηση για τον αντισημιτισμό και την προπαγάνδα. Έτσι, το ντοκιμαντέρ της Hersonski αναδεικνύεται ως μια καλή αφορμή όχι μόνο για να συζητηθεί το ιστορικό ζήτημα του αντισημιτισμού αλλά και το βάρος του αγώνα εναντίον του σήμερα.
Κάτι που θίγεται, επιπλέον, στο ντοκιμαντέρ της Hersonski και έχει ακόμα και σήμερα σημασία βέβαια είναι το ζήτημα των εβραϊκών διοικήσεων (ή, αλλιώς το ζήτημα Judenrat) που είχαν διορίσει οι ναζί για τους εβραϊκούς πληθυσμούς υπό κράτηση και, τελικά, υπό εξόντωση. Όπως φαίνεται από το ντοκιμαντέρ οι ναζί στόχευαν ήδη από τα χρόνια της γενοκτονίας ότι πρέπει να ρίξουνε τις ευθύνες στις ίδιες τις εβραϊκές διοικήσεις για την εξόντωση του λαού τους, προκειμένου βέβαια να αποφύγει το Τρίτο Ράϊχ την ευθύνη για το Ολοκαύτωμα ή, τουλάχιστον, οι δολοφόνοι να σχετικοποιήσουν τις δικές τους ευθύνες, καταλογίζοντας τελικά ευθύνη και στα ίδια τα θύματα. Το ζήτημα αυτό που μεταχειριζόταν με μαεστρία η ναζιστική προπαγάνδα επανήλθε στη δημόσια σφαίρα στη δεκαετία του ’60 όταν η Χάνα Άρεντ το ανέδειξε μέσα από το βιβλίο της ‘Ο Άϊχμαν στην Ιερουσαλήμ’. Και είναι ένα θέμα το οποίο είχε τη δική του ελληνική εκδοχή, εφόσον η εθνική αφήγηση στην ελλάδα ρίχνει ακόμα και σήμερα μέρος της ευθύνης για την εξόντωση του σαλονικιώτικου εβραϊσμού στον τότε αρχιραβίνο της Θεσσαλονίκης Τσβι Κόρετς, μια αφήγηση φυσικά βολική μιας και απομακρύνει κάθε συζήτηση από τις ευθύνες των ελλήνων, σε επίπεδο κράτους και κοινωνίας. Και μια αφήγηση βέβαια την οποία έχουν αντικρούσει σθεναρά και τεκμηριωμένα οι ανεξάρτητοι –από το ελληνικό κράτος και τα ελληνικά κόμματα– ιστορικοί Ρένα Μόλχο και Ιακώβ Σιμπή. Ειδικά, δε, στο πρόσφατο βιβλίο του Ι. Σιμπή με τίτλο ‘Η Διάσωση’ υπάρχει ένα ολόκληρο κεφάλαιο το οποίο πραγματεύεται αναλυτικά το ζήτημα των Judenrat, δείχνοντας πως η συντριπτική πλειοψηφία των εβραϊκών διοικήσεων σε κάθε χώρα, αν δεν συμμετείχε η ίδια σε μορφές αντίστασης στην εκάστοτε ναζιστική κατοχή, είχε τουλάχιστον την ίδια ακριβώς κατάληξη με όλους τους υπόλοιπους εβραίους. Συνεπώς, η μεταπολεμική αγωνία να επιμεριστούν οι ευθύνες της γενοκτονίας μεταξύ ναζί και εβραίων δεν γυρεύουν παρά μία σκοπιμότητα, να ‘γκριζάρουν’ το ζήτημα της ευθύνης για τους πρωτεργάτες και κύριους εκτελεστές της εξόντωσης.
Αξίζει να ειπωθεί πληροφοριακά ότι το γκέτο της Βαρσοβίας υπήρξε το μεγαλύτερο γκέτο για εβραίους στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. ‘Φιλοξένησε’ γύρω στο μισό εκατομμύριο εβραίους, κυρίως Πολωνούς αλλά και Γερμανούς. Όλοι αυτοί οι ουσιαστικά κρατούμενοι της ναζιστικής πολεμικής μηχανής έπρεπε να επιζήσουν σε μόλις 7,5 τετραγωγικά χιλιόμετρα –μια έκταση μικρότερη δηλαδή από τον Δήμο Χαλανδρίου– και με το ελάχιστο δυνατό φαγητό, με αποτέλεσμα ο θάνατος λόγω πείνας και ασθενειών να θερίζει. Είναι ενδεικτικό πως 92.000 από τους κατοίκους του γκέτο εξοντώθηκαν μέσω του υποσιτισμού αλλά και των εκτελέσεων που συνόδευαν πιθανά… παραπτώματά τους, όπως η λαθρεμπορία καρότων, πατάτας κτλ. Η μεγάλη πλειοψηφία των εβραίων του γκέτο της Βαρσοβίας, 265.000 άτομα, εξοντώθηκε βέβαια στους θαλάμους αερίων της Τρεμπλίνκα και άλλοι 42.000 εβραίοι εξοντώθηκαν στο στρατόπεδο του Μάϊντανεκ.
Save
Save
Οκτ 27
Φωτιές που καίνε ακόμα (1917-2017)
Εννιά Αυγούστου. Στο Βήμα. Συναγερμός στο ελληνικό κράτος για φωτιά από πρόθεση στο άλσος Βεϊκου, εμπρησμό δηλαδή. Όταν μιλάμε για το σήμερα η καταστροφή είναι ένας άμεσα αναγνωρίσιμος κίνδυνος. Μάλιστα, η πρόθεση εμπρησμού από αγνώστους κι αυτή αναγνωρίζεται από χιλιόμετρα. Εννιά Αυγούστου. Επίσης, στο Βήμα. Σε διπλανή στήλη. Διαφημίζεται arty ντοκιμαντέρ και το άρθρο του κ. Ζουμπουλάκη κοσμείται από τον ελεγκάντ τίτλο ‘Στάχτες και Διαμάντια’. Αναφέρεται στη μεγάλη πυρκαγιά του 1917 στη Θεσσαλονίκη η οποία κατέκαψε όλο το κέντρο της πόλης. Για την οποία πυρκαγιά βέβαια τίποτα δεν λέγεται στο άρθρο, και ούτε καν υπονοείται για το αν υπήρξε πρόθεση ή έστω αν ωφελήθηκε κάποιος από τα αποτελέσματά της. Η πυρκαγιά που έκαψε το εβραϊκό κέντρο της Θεσσαλονίκης τον Αύγουστο του 1917 και από την οποία πρόσφατα συμπληρώσαμε 100 χρόνια χρονικής απόστασης, χρωματίζεται στον τίτλο του άρθρου σαν πηγή ζωής, πηγή δημιουργίας της πόλης. Λες και η πόλη περίμενε να φύγουν τα σπίτια των εβραίων από το κέντρο για να αρχίσει να ζει.
Αλλά όσο πονηρό είναι αυτό το κράτος και οι δημοσιογράφοι του σήμερα και αναγνωρίζει τους εμπρησμούς από μακριά και, μάλιστα, άλλοτε, όταν η σκοπιμότητα δεν μπορεί να αποδειχθεί, χρεώνεται σε συνωμοσιολογικά σενάρια του στυλ «Τούρκοι πράκτορες καίνε τα δάση μας για να προκαλέσουν χάος στη χώρα», άλλο τόσο καχύποπτοι πρέπει να είμαστε κι εμείς. Είναι κοινό μυστικό, εξάλλου, σε όποιον ακαδημαϊκό έχει ασχοληθεί με αυτή την πυρκαγιά του 1917 στη Θεσσαλονίκη πως αν αυτή η φωτιά δεν μπήκε από ελληνικό χέρι, εμφανίστηκε σαν μάννα εξ ουρανού. Αποδείξεις βέβαια 100 χρόνια αργότερα είναι δύσκολο κανείς να βρει. Οπότε θα αρκεστούμε στις φήμες που διαδίδει ο Ηλίας Πετρόπουλος στο σχετικό του βιβλίο για τη φωτιά. Αλλά ας μην ξεχάσουμε ότι αυτό που ο κ. Ζουμπουλάκης και το νέο ντοκιμαντέρ ονομάζει ως «η φωτιά που γέννησε μια πόλη», ήταν μια φωτιά που ξεσπίτωσε 50.000 εβραίους, 12.000 χριστιανούς και 10.000 μουσουλμάνους, όλο το κέντρο της πόλης δηλαδή, το οποίο –πέντε χρόνια μετά την κατάκτηση της Θεσσαλονίκης από τον ελληνικό στρατό- δεν θύμιζε ακόμη σε τίποτα ελληνική πόλη. Μετά την πυρκαγιά, όλη η έκταση που είχε καεί, απαλλοτριώθηκε από το ελληνικό κράτος με έναν νόμο που ψηφίστηκε λίγες μέρες μόνον μετά. Τα οικόπεδα δόθηκαν σε νέους ιδιοκτήτες – ελληνικής καταγωγής προφανώς – μετά από πλειστηριασμούς και στους οποίους δεν είχαν κανένα λόγο να παρευρίσκονται οι πάμφτωχοι παλιοί ιδιοκτήτες των σπιτιών, οι οποίοι και μετακινήθηκαν σε καταυλισμούς πυρόπληκτων που βρίσκονταν εκτός της ακτίνας του κέντρου της πόλης, στον συνοικισμό 151 και αλλού. Επρόκειτο για την πρώτη πράξη του μεγάλου ελληνικού εγχειρήματος από-εβραιοποίησης της Θεσσαλονίκης. Η δεύτερη πράξη παίχτηκε δεκαπέντε χρόνια αργότερα, με το πογκρόμ του Κάμπελ το 1931, όταν 10.000 εβραίοι περίπου αντιλήφθηκαν νωρίς πως το φασιστικό πογκρόμ είχε κρατική κάλυψη και, συνεπώς, αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν από την πατρίδα τους στην Παλαιστίνη. Η τελευταία πράξη, ως γνωστόν, έλαβε χώρα με τον εκτοπισμό του συνόλου του σαλονικιώτικου εβραϊσμού στα στρατόπεδα εξόντωσης στην Πολωνία.
stepanyant tsp 27.10.2017