Εκδήλωση στο Κτήμα Πραποπούλου (12/2016)

151 # 09 (το ένθετο!)

εντυπο wittig

0151 # 14

 

Σκέψεις για την παμβαλκανική πορεία στη Θεσσαλονίκη // ανθελληνική πρωτοβουλία από το inter.app. //

12 χρόνια αργότερα… Ακόμα Βιαστές, Ακόμα Ρατσιστές, Ακόμα και με πλάτες καλλιτεχνικές! // Καταγγελίες σεξιστικών περιστατικών: από το ‘τι’ στο ‘πως’ // Ιστορίες, λάβαρα και φωτογραφίες: ο φεμινισμός στο μουσείο (ή, αν δεν μιλήσουμε εμείς για εμάς ποιος θα το κάνει; το Κράτος!) // Εννιά συναντήσεις για τον αντισημιτισμό (από αυτόνομη αντιφασιστική σκοπιά) // ημερολόγια ρατσισμού // antifa newz

 

Οι ρατσιστές, οι μη ρατσιστές και οι Άλλοι

I. Έλληνες είναι κρίμα, μην αρνείστε τα παιδιά σας, τους χρυσαυγίτες!
Στα Χανιά της Κρήτης, τον προηγούμενο μήνα, υπήρξαν κάποια ρατσιστικά κρούσματα σε ένα σχολείο. Ο στόχος των επιθέσεων ήταν ο αποκλεισμός των Αλβανών μαθητών από το σχολείο και η απαγόρευση της διδασκαλίας της μητρικής τους γλώσσας: μόνο της Αλβανικής γλώσσας, όχι άλλης, καθώς στο σχολείο διδάσκονται και άλλες γλώσσες σε παιδιά που ο ένας από τους δυο γονείς τους δεν είναι Έλληνας. Πιο πρόσφατα, 25η Μαρτίου, στη Σαντορίνη, η πύλη του σχολείου σφραγίστηκε με σιδεροκόλληση προκειμένου να μην παρελάσουν –χεσμένες τις έχουμε, βέβαια, τις παρελάσεις– οι μαθητές. Ο λόγος; Επειδή η σημαιοφόρος ήταν από την Αλβανία. Οι “αντιρατσιστικές” άμυνες των ντόπιων κατοίκων ενεργοποιήθηκαν αμέσως. Έγινε λόγος μέσω πύρινων δηλώσεων για μία περιθωριακή κάστα φανατικών ρατσιστών και οι συμπεριφορές τους κρίθηκαν καταδικαστέες. Οι χρυσαυγίτες κάπου χάθηκαν στο πλήθος, άλλοι παρέμειναν ως ισότιμα μέλη του συλλόγου γονέων και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς… χειρότερα!

Οι έλληνες νεοναζί δεν έπεσαν από τον ουρανό. Χαλαρώστε. Στα σπλάχνα τούτης εδώ της κοινωνίας γεννήθηκαν. Αυτή εδώ η κοινωνία τους τρέφει υλικά και ιδεολογικά, τους προσφέρει το προνόμιο της ανωνυμίας –όταν τη χρειάζονται– και τους παρέχει την απαραίτητη ασυλία. Ενδεικτικό παράδειγμα ότι οι συλληφθέντες των Α.Μ.Ε. μολονότι διέθεταν υλικά για βόμβες στα σπίτια τους και συνελήφθησαν με βάση τον αντιτρομοκρατικό, οι φωτογραφίες τους δεν διαδόθηκαν στα ΜΜΕ, όπως γίνεται με κάθε ακροαριστερή οργάνωση αντίστοιχα. Το οχυρό τους έχει όνομα: λέγεται ελληνική κοινωνία. Καθημερινοί, καθημερινότατοι άνθρωποι είναι, πρόθυμοι να τσακίσουν ό,τι θεωρούν ή (αυτο)προσδιορίζεται ως “Άλλο”, ως “μη έθνος”. Είναι συνάνθρωποι, όχι τέρατα –έλεος– διαποτισμένοι από την εθνική συνείδηση και τη ρατσιστική ιδεολογία. Αυτά δεν είναι πράγματα που σου τυχαίνουν, αλλά τα επιλέγεις συνειδητά. Πληρώνουν φόρους, ‘τρώνε’ πρόστιμα και στο τέλος του μήνα ξεμένουν από λεφτά. Α! Όταν αρρωσταίνουν πάνε και αυτοί για εξετάσεις αίματος. Όπως όλος ο κόσμος δηλαδή. Ίσως όλοι/ες έχουμε έναν φανατισμό ο οποίος απορρέει από κάποια βιώματα, γεγονότα κλπ… Ε, εκείνοι είναι φανατικοί έλληνες, έμπρακτα ρατσιστές και νοσταλγοί του ναζισμού. Η διαφορά τους με το φιλήσυχο ρατσιστή είναι ότι εκείνοι θα υπερασπιστούν ρητά το ρατσισμό τους. Αυτοπροσδιορίζονται ως υπέρμαχοι αξιών που συμπορεύονται με την ελληνική εθνική ιδεολογία, φορείς της οποίας είναι εκατομμύρια κόσμου. Κάθε εθνική αφήγηση έχει τους “χρυσαυγίτες” της ως σημείο αιχμής, όσο κι αν το κοινωνικό κέντρο «διαφωνεί με τις πρακτικές τους». Εκείνοι είναι η νομοτελειακή απόληξη της εθνικής ιδεολογίας. Η παρουσία τους αναδεικνύεται από τις κυρίαρχες κοινωνικές σχέσεις και την ελληνοκεντρική ρητορική και σκέψη που μιλάει για γονίδια, γένος, κληρονομικότητα και ιστορική συνέχεια. Ενώ η μισαλλοδοξία και η δολοφονική βία που τους διακατέχει νοηματοδοτείται από τις κοινές αξίες που διέπονται οι σχέσεις ελλήνων-ξένων. Αυτοί είναι οι παράγοντες που, όχι μόνο δεν τους επιτρέπουν να τιθασεύσουν τα δολοφονικά ένστικτα ή να εξαλείψουν το μίσος προς το Άλλο, αλλά δεν καταλαβαίνουν γιατί να το κάνουν κιόλας.

Η εκδήλωση ρατσιστικής επιθετικότητας προϋποθέτει άρση ηθικών / συναισθηματικών φραγμών, μηχανισμούς που αποτρέπουν την υιοθέτηση αυτών των ‘ριζοσπαστικών’ μέτρων. Σ’ ένα τεράστιο πεδίο δράσης (γεωγραφικό/νομικό/κοινωνικό), όπως είναι η ελλάδα, που κυμαίνεται από φιλικό έως αδιάφορο απέναντί τους, η εκδήλωση της επιθετικότητας δεν είναι δύσκολη, αν μπορούμε να κρίνουμε από το συνεχώς ανανεωμένο δυναμικό τους. Άρα, ουσιαστικά, πρόκειται για μια διάκριση μεταξύ χρυσαυγιτών και εκλογικού σώματος. Οι πρώτοι είναι άνθρωποι της υπεράσπισης της δράσης και της κυριολεξίας, ενώ οι δεύτεροι αναζητούν πολιτική έκφραση και απαιτούν. Τόσο οι μεν όσο και οι δε καταλαβαίνουν ότι αυτή η επιθετικότητα δεν είναι έξω από τα κοινωνικά πλαίσια και ως τέτοια προσλαμβάνεται τόσο από τους θύτες όσο και από τα θύματα. Είναι αυτά τα κοινωνικά πλαίσια ακριβώς που δεν εμπνέουν καμία εμπιστοσύνη στα ξένα σώματα. Είναι αυτά που προσφέρουν ένα ενθαρρυντικό περιβάλλον για παθιασμένους εχθρούς και απαθείς υπερασπιστές των θυμάτων. Αυτό μας λέει ότι δεν φτάνει από μόνο του το γεγονός να μην είναι κανείς ρατσιστής, αλλά να είναι και αντιρατσιστής. Με άλλα λόγια, η πληθυσμιακή υπεροχή της εθνικής ταυτότητας είναι αυτή που ασκεί γοητεία στον ρατσιστή και σε εμάς πυροδοτεί μίσος για ό,τι αυτός εκπροσωπεί.

Ο ρατσισμός δεν είναι απλά ένα αίσθημα μίσους που εξαντλείται στη σφαίρα της θεωρίας, αλλά σχέση εξουσιαστικής κυριαρχίας που παρέχει προνόμια στα μέλη μιας κυριαρχικής κοινωνικής ομάδας και περιθωριοποιεί/καταπιέζει ό,τι αυτά κατηγοριοποιούν ως Άλλο. Αυτό φαίνεται να μην αγγίζει ιδιαίτερα το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας, διότι πρακτικά αφορά τους Άλλους της, αλλά και πώς να την ενδιέφερε αφού έτσι έχει μάθει να αναπνέει… Το κράτος έχει μεριμνήσει για την κατασκευή μηχανισμών που στελεχώνονται με εξειδικευμένες τεχνολογίες διαχείρισης της “μη κοινωνίας” ούτως ώστε ο μέσος έλληνας να κοιμάται με ήσυχη την συνείδηση του. Αυτές είναι συνθήκες που οι έλληνες γνωρίζουν και οι ξένοι έχουν εμπεδώσει. Η διαφορά είναι πως για τους έλληνες δεν βάλλονται τα προνόμιά τους και γι’ αυτό δεν θα τους δούμε ποτέ να χτυπιούνται σε πλατείες όπως με το “μακεδονικό”. Ενώ για τους ξένους οι περιστάσεις δεν αφήνουν και πολλά περιθώρια για λάθος ερμηνεία των σημαδιών, δεδομένου δηλαδή ότι οπουδήποτε, οποιαδήποτε στιγμή μπορεί να σκοντάψουν σε κάποιον από τους επίσημα καταγεγραμμένους 500.000 κόσμου που βρήκαν την πολιτική τους έκφραση στην X.A. Ας μην προσπεραστεί έτσι αυτός ο αριθμός, διότι μας δείχνει ότι η Χ.Α. δεν είναι αυτόκλητοι εκπρόσωποι της ελληνικής κοινωνίας που ξεφύτρωσαν από το πουθενά, αλλά το ίδιο της το πρόσωπο, ο καθρέφτης της. Είναι έλληνες σε όλα τους, έμπρακτα και μάλιστα πολύ δραστήριοι. Ρητά και υπόρρητα τους ανατέθηκε η βρώμικη δουλειά από ένα ‘σεβαστό’ κοινωνικό τμήμα. Η νοητική διχοτόμηση, όπως ήδη σημειώθηκε, από τα κοινωνικά πλαίσια ξεπλένει τον ρατσιστή της διπλανής πόρτας, υπόδειγμα οικογενειάρχη και επαγγελματία που τον τρώμε στη μάπα επί καθημερινής βάσεως.

Εξάλλου, το πρόσφατο παράδειγμα με το παραλήρημα της βουλευτίνας Ραχήλ Μακρή όταν είδε την τραγουδίστρια Ελένη Φουρέϊρα «να κάνει τον αετό» με τα χέρια της, είναι ενδεικτικό ότι οι ‘χρυσαυγίτικες’ αντιδράσεις για την αλβανική παρουσία στην ελλάδα δεν είναι μόνο χρυσαυγίτικες. Η προσπάθεια πειθάρχησης των αλβανών μεταναστών είναι εθνικό καθήκον που έχουν αναλάβει, φαίνεται, όλα τα κοινωνικά στρώματα και οι πολιτικές τάσεις στην ελλάδα. Οι ‘φρουροί της ελλάδας’ εξερευνούν και δεν διστάζουν να επικοινωνούν δημόσια πόσο καλά έχουν αφομοιωθεί ή όχι οι Αλβανοί και τι θα έπρεπε να γίνει με αυτούς σε περίπτωση που δεν τα καταφέρνουν τόσο καλά με τα ελληνικά στάνταρ. Ο Υπουργός Καμμένος και τα ΜΜΕ στην αντίστοιχη περίπτωση με τους «αλβανικούς αετους» που σχημάτισαν οι φαντάροι στον ελληνικό στρατό, εφαρμόσανε μια σειρά πειθαρχικών μέσων μέχρι και προτείνανε μέχρι και απέλαση.[1] Στην περίπτωση της Φουρέϊρα, η Μακρή, πρώην βουλευτίνα τόσο των ακροδεξιών Ανεξάρτητων Ελλήνων όσο και του αριστερού ΣΥΡΙΖΑ και της Λαϊκής Ενότητας, είχε παρόμοιες σκέψεις. Η ελληνική δημόσια σφαίρα αποτελεί ένα πεδίο ανταγωνισμού μικρότερων ή μεγαλύτερων ποινών, περισσότερο ή λιγότερο πομπωδών διακηρύξεων τιμωρίας των μεταναστών, χώρος προβληματισμού για το τι θα γίνει με αυτούς τους ξένους που δεν πειθαρχούν και που σχεδόν ποτέ δεν είναι καλά παιδιά. Ας το κρατήσουμε αυτό: οι έλληνες αγχώνονται επειδή η κοινωνία τους δεν είναι ομοιογενής εθνικά. Φυσικά, για όποιον ζει στην ελληνική κοινωνία τα παραπάνω δεν αποτελούν έκπληξη.

ΙΙ. Η αντι-αλβανική παράδοση τρεις δεκαετίες τώρα

Η κοινωνία αυτή έγινε για τρεις δεκαετίες από τις ‘90ς και μετά –τομή για το ρατσιστικό της πρόσωπο– χωνευτήρι των πιο τοξικών θεωριών με άξονα το ότι οι έλληνες υπήρξανε θύματα των αλβανών μεταναστών.[2] Η απέχθεια για αυτούς απέκτησε χαρακτήρα λαϊκής κουλτούρας. Φυσικά, δεν θα μπορούσε να λείψει σ’ αυτό και η συμβολή του αριστερού πατριωτισμού με το αμίμητο «… ναι, αλλά οι Αλβανοί τι κάνουν;» Αυτή η μικρή και φαινομενικά καλών προθέσεων απορία, συμπυκνώνει μια σταθερή διαφορά “εφ’ όλης της ύλης” μεταξύ ντόπιου και ξένου υποκειμένου. Δεν είναι απλά μόνο μία απορία· έχει περιεχόμενο, απαιτεί την πειθάρχηση των Αλβανών σύμφωνα με τα προκάτ ντόπια απελευθερωτικά μοτίβα. Διαχρονικά διατυπώνεται σε πολλές παραλλαγές. Ο πυρήνας, όμως, αυτού του επιχειρήματος παραμένει ίδιος. Μεταθέτει το κέντρο βάρους, συνεπώς και την ευθύνη για όσα υφίστανται, στους ήδη βρισκόμενους υπό την ελληνορατσιστική πρέσα. Άρα; Για να εξασφαλίσουν μία προστατευτική ομπρέλα από τα ιεραρχικά κινηματικά ρεύματα, προϋποθέτει την οργάνωσή τους ως εργάτες πάνω απ’ όλα, ξεχνώντας καλύτερα πως είναι Αλβανοί (μια στο τόσο σε κάθε αντι-ρατσιστικό φεστιβάλ, μπορούν να φέρουν βέβαια κάποιο καλό φαγητό της κουζίνας τους). Μάλλον αυτό είναι το ζητούμενο. Να αναλάβουν τα νέα τους καθήκοντα στην χώρα που τους «φιλοξενεί».

Ακόμα κι αν αξίωνε κανείς μια τέτοια ‘επαναστατική’ ένταξη, αυτή θα ήταν αδύνατη διότι κάθε ελληνικός θρίαμβος μεταξύ ’90 και ’00 χτίστηκε πάνω στην καταπίεση και την δολοφονία Αλβανών (πχ Euro 2004, Ολυμπιάδα), σκάβοντας ένα τεράστιο χάσμα μεταξύ των λεγόμενων ντόπιων και των λεγόμενων ξένων. Εξάλλου, μέσα στο ευρύτερο κλίμα οι Αλβανοί μετανάστες των αρχών του ’90 ελίχθηκαν σε μεγάλο βαθμό όπως απαιτούσαν οι κοινωνικές προσταγές των καιρών και οι συγκυρίες που διαμορφώνονταν σύμφωνα με τις επιθυμίες και τις ανάγκες του ντόπιου πληθυσμού και του κράτους τους. Η γενιά τους σφραγίστηκε από την ιστορία του εγχώριου ρατσισμού «εκείνα τα χρόνια» [sic] μέσω των άπειρων εξευτελισμών που υπέστησαν. Οι ιστορίες τούς σου κόβουν τη ψυχή, αν και παίζει σημαντικό ρόλο από ποια θέση τις ακούς.[3] Οι ιστορίες τους είναι διαφωτιστικές για το πως δομήθηκε και παρουσιάστηκε η εικόνα των αλβανών μεταναστών από τους κυρίαρχους φορείς δημόσιου λόγου, είτε με σκοπό την όξυνση της ανασφάλειας και της καχυποψίας είτε γενικώς με σκοπό την πρόκληση μιας διάχυτης δυσαρέσκειας εναντίον τους, ενώ παράλληλα αυτός ήταν ο τρόπος που χτιζόταν η ενίσχυση της ελληνικής εθνικής ταυτότητας. Υπήρχε –σε άλλη, προφανώς, ένταση σε σχέση με σήμερα– ένα κοινωνικό χάσμα που χώριζε Αλβανούς και Έλληνες. Οι πρώτοι βρίσκονταν στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας και το ασανσέρ της κοινωνικής ανέλιξης δεν τους χωρούσε για μιάμιση δεκαετία τουλάχιστον. Ακόμα κι όταν υπήρχε διάψευση της φιγούρας του Αλβανού-εγκληματία, θα έπρεπε να συμβαδίζει πάντα με τις ντόπιες αξίες, υπό όρους δηλαδή· αλλιώς όλα θα εξοφλούνταν με τις γνωστές ρατσιστικές επιταγές από τον μαλάκα της διπλανής πόρτας.

Αυτή η εποχή, όμως, που συμπύκνωνε την αντιαλβανική αφήγηση των πρώτων αυτών δεκαετιών, με το που ήρθε η προσφυγική κρίση μας είπανε ότι πέρασε οριστικά στη λήθη. Σε τέτοιο σημείο μάλιστα που να ακούμε και για Αλβανούς χρυσαυγίτες και ‘βασιλικότερους του βασιλέως’, μιας και τη θέση τους ως ταξικού και εθνικού πάτου υποτίθεται την πήραν άλλοι. Προφανής στόχος όσων εκφέρουν λόγο περί “αντίστροφου ρατσισμού” είναι ο συμψηφισμός και η εξίσωση του θύτη με το θύμα. Πέραν του γελοίου του πράγματος, το χειρότερο είναι πως αυτή η διαστρέβλωση της σχέσης θύτη-θύματος βρίσκει ανταπόκριση σε φαινομενικά και πραγματικά αντίθετα μεταξύ τους ρεύματα. Και κάπως έτσι φτάνουμε στο σημείο να ακούμε για αντίστροφο ρατσισμό, αντίστροφο σεξισμό κ.λπ. μέχρι και (επειδή στην Ελλάδα βρισκόμαστε) αντίστροφο αντισημιτισμό! Ο πραγματικός θύτης, όμως, είναι προϊόν μακροχρόνιων ντόπιων κοινωνικών συνθηκών των οποίων ο ίδιος είναι ενίοτε συνεχιστής, αν όχι συνδιαμορφωτής. Ο θύτης δεν ξεκινάει σε καμία περίπτωση από την ίδια βάση (καταπίεσης, με πραγματικούς όρους), επομένως το πως υφίσταται ρατσισμό και με ποιους όρους είναι απορίας άξιο. Ο ρατσιστής είναι ένα υποκείμενο που δρα πάντα υπό την ασφάλεια της πληθυσμιακής υπεροχής (θεσμική/υλική), ενώ η αντίθεση σε αυτόν είναι ζήτημα επιβίωσης και όχι αντίστροφου ρατσισμού. Τα περί ‘αντίστροφου ρατσισμού’, εφόσον δεν αποτελούν κομμάτι κριτικής στην κυρίαρχη εθνική συνείδηση, συνιστούν πυρά –απλώς διαφορετικής ιδεολογικής προέλευσης- με πρακτικό αντίκτυπο στον ασφυκτικό κόσμο της ζωής των μεταναστών στην ελλάδα.

Η διατήρηση των αντιαλβανικών αντιλήψεων του πληθυσμού μέσα στα χρόνια συνέβαλλε καθοριστικά σε ένα κατασταλτικό λειτουργικό μοντέλο, σε τέτοιο επίπεδο που ακόμα και όσοι εντάχθηκαν στην κυρίαρχη ταυτότητα, να είναι μόνιμα σε ένα καθεστώς καχυποψίας απέναντι και στους καλοπροαίρετους έλληνες. Οξύμωρο αυτό, αλλά ναι, υπάρχουν και αυτοί. Άλλωστε, δεν πρέπει να παραβλέπουμε πως οι συνθήκες ψυχολογικού εκβιασμού μέσω της απειλής για απώλεια υλικών προνομίων σε περίπτωση άρνησης ελάχιστης ελληνοποίησης, ή αποδοχής και υιοθέτησης των ντόπιων αξιών ως δείγματα εκπολιτισμού κ.α., λόγω διάρκειας κι έντασης, είχαν σχεδόν χαρακτήρα κατήχησης από κάθε πολιτική κατεύθυνση. Το καλό είναι πως πολλά παιδιά αυτής της γενιάς που έζησε χρόνια σε καθεστώς τρόμου πολιτικοποιήθηκαν και μετέτρεψαν το φόβο σε ορμή και δράση.

Ο αντιαλβανικός ρατσισμός μεγάλωσε παιδιά, γαλούχησε πολύ κόσμο, και ως εκ τούτου έχει μία ξεχωριστή θέση στην ψυχή και στα… οικογενειακά τραπέζια του έλληνα. Στα μέσα του ’90 έγινε εθνικό πάθος τέτοιας απήχησης που έμοιαζε να είναι πολύ ευρύτερο από τις πολιτικές δυνάμεις οι οποίες το επικαλούνταν. Δεν μπορούν να αποβληθούν εύκολα αυτές οι επιρροές. Εκείνο το μίσος αποτελούσε ένα κράμα μισαλλοδοξίας με αμυντική (δια)θέση απέναντι στην σχεδιασμένη εισβολή γειτόνων μουσουλμάνων κομμουνιστών. Αυτό δεν ξεπερνιέται εύκολα όταν κρατικοί μηχανισμοί το παρουσιάζουν ως αντικειμενική αλήθεια. Το γεγονός πως σε νομοθετικό επίπεδο οι ιδέες αυτές είναι καταδικαστέες ελάχιστα μοιάζει να επηρεάζει την κανονικοποίηση των εθνικών διακρίσεων στην καθημερινότητα. Ο διαρκής και καθολικός ενίοτε αποκλεισμός των αλβανών πρώτης γενιάς είχε δημιουργήσει απόσταση μεταξύ της θεσμικής κατοχύρωσης των δικαιωμάτων τους και της καθημερινής πραγματικότητας, επομένως είχε προκαλέσει έναν διάχυτο κοινωνικό, αλλά και θεσμικό ρατσισμό που δεν παρείχε στους μετανάστες καμία απολύτως εγγύηση.

Μία προσωπική διαπίστωση: Υπήρξα χρόνια σε παρέες ελλήνων που ορκίζονταν ότι με αγαπάνε, και πράγματι το αποδείκνυαν με κάθε τρόπο και με το ίδιο πάθος που ταυτόχρονα ξερνούσαν αντιαλβανισμό εναντίον κάθε άγνωστου Αλβανού ή Αλβανίδας. Ουσιαστικά επρόκειτο για έναν διαρκή πόλεμο με μια χίμαιρα μυθικής διάστασης που προσωποποιούταν στην παρουσία των αλβανών. Μην ξεχνάμε ότι η παρουσία τους στάθηκε αφορμή για εθνικιστική συσπείρωση και ανασυγκρότηση της εθνικής ταυτότητας στις αρχές του ’90. Δεν έρχεσαι εύκολα αντιμέτωπος με όλα αυτά όταν δεν έχεις κάτι άλλο για να τα αντικαταστήσεις. Υπάρχουν τόσες ιστορίες που μιλάνε για μία ολόκληρη Ελλάδα που κοιμόταν με ανοιχτές πόρτες και παράθυρα ως τότε. Άσχετα αν ο Διακογιάννης στο Πωλείται Πατρίς λέει ότι οι έλληνες ανακάλυψαν τους σύρτες πίσω από την πόρτα τη δεκαετία του ’70 λόγω Μασόνων και Σιωνισμού. Αυτό, άλλωστε, ελάχιστη σημασία έχει για όσους πιστεύουν πως στις φυλακές του Κορυδαλλού υπήρχε παιδική χαρά πριν την έλευση των αλβανών και στις υπόλοιπες φυλακές υπήρχαν κυρίως άνδρες ‘με ελληνικό ταπεραμέντο’, καταδικασμένοι για “εγκλήματα πάθους”, κι όχι στυγεροί δολοφόνοι.

Με λίγα λόγια ο ρατσισμός ανασυστάθηκε τη δεκαετία του ’90 ως σύστημα αυτοκαθορισμού μέσω της ομογενοποίησης και κατασκευής της ταυτότητας του Άλλου με ρυθμούς επιδημίας. Σε κάθε ιστορική συγκυρία είχε φυσική απόληξη την εξώθηση στο περιθώριο, ενίοτε και την εξόντωση, του επικίνδυνου Άλλου. Ως παράγωγο της εθνικής συνείδησης εξακολουθεί να δημιουργεί ακατάπαυστα ευάλωτες ομάδες που πρέπει να προστατευτούν όπως εκείνες κρίνουν. Ο ρατσισμός είναι ιδεολογικοποιημένη βία εθνικού προσανατολισμού που βρίσκει τη θέση του νομοτελειακά στα ξένα σώματα. Συνεπώς, το πρόβλημα απορρέει από τον κόσμο των ελλήνων, την υλική και ψυχολογική καταπίεση που αυτοί ασκούν σε ό,τι θεωρούν υποδεέστερο, και καλά θα ήταν η πραγματικότητα να αναγιγνώσκεται με βάση το βλέμμα των ξένων, εάν θέλουμε να απαντήσουμε στις σχέσεις εξουσίας. Διότι τελείως διαφορετικά προσλαμβάνει ένα υποκείμενο που έρχεται από τέτοιο περιβάλλον άσκησης εξουσίας στους ξένους δηλαδή, εφόσον έχει περάσει προφανώς από τη διαδικασία συγκρότησης εθνικής ταυτότητας, και τελείως διαφορετικά ένας καταστατικά μειονοτικός. Οπότε και η απορία των ελλήνων αριστερών (και πέραν): «και οι αλβανοί τι κάνουν;», ουσιαστικά δεν κρίνει τους τελευταίους σαν μια κοινωνία όπως εκείνη των ελλήνων, με τις διακριτές της τάξεις, που εκφράζουν ή εκπροσωπούν διαφορετικά συμφέροντα, αλλά τους αντιμετωπίζει σαν μια ενιαία ομάδα με κοινές ανάγκες. Ας το πούμε και διαφορετικά: εάν δεν μπορείτε να ερμηνεύσετε την πραγματικότητα με το βλέμμα των ξένων, δεν πειράζει, καταλαβαίνουμε πολύ καλά πως προσλαμβάνει ένας εθνικά έλληνας.

Το επιχείρημα αυτό έχει χρησιμοποιηθεί πολλαπλά από αριστερούς και αναρχικούς στην σύγχρονη ιστορία του ντόπιου αντιρατσιστικού κινήματος. Το χρησιμοποιούν κυρίως για να ισχυριστούν ότι οι αλβανοί, ενώ δέχονται στο σύνολό τους ρατσισμό τέτοιας έντασης κι έκτασης (από τους ίδιους τους έλληνες και τους μπαμπάδες τους και τις μαμάδες τους), διαχρονικά δεν εκφράζουν μία ρητή διάθεση οργάνωσης και αντίστασης. Μάλιστα, οι θέσεις αυτές, εστιάζουν την κριτική τους στην μερίδα εκείνη των αλβανών που εμμένουν προσκολλημένοι στην εθνική τους ταυτότητα σηκώνοντας σημαίες, φορώντας μπλούζες με εθνόσημα κλπ., αυξάνοντας έτσι, υποτίθεται, την εχθρική απόσταση μεταξύ των ίδιων και της, ομολογουμένως περήφανης, ελληνικής κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένων όλων των κοινωνικών τάξεων, διαπαιδαγωγημένων όπως είναι στην ελληνική εθνική συνείδηση.

Βάσει των παραπάνω, ας συνοψίσουμε. Οι αλβανοί μετανάστες στην ελλάδα σύμφωνα με την κυρίαρχη εθνική προπαγάνδα: α) είναι δέσμιοι εχθρικών ιδεολογιών προς τα προοδευτικά ρεύματα, αλληλέγγυους κλπ, β) η στάση τους είναι εκείνη που συμβάλλει ως ένα βαθμό στην πυροδότηση του ρατσισμού των ελλήνων εθνικιστών, γ) είναι προσκολλημένοι στην ιδιαίτερη ταυτότητά τους, φέρουν ευθύνη για την διάσπαση της εργατικής τάξης απέναντι στην καπιταλιστική εκμετάλλευση και δ) στις διάφορες τάσεις που τους στηρίζουν, υπό τους όρους που οι ίδιοι επιλέγουν να αμύνονται, προσάπτεται η παιδαριώδης κατηγορία του αντίστροφου εθνικισμού και ρατσισμού.

Η διαφορά ανάμεσα στη νοηματοδότηση της πατρίδας από έναν καταστατικά καταπιεσμένο και τον κυρίαρχο πληθυσμό είναι δεδομένη, αν και δύσκολο να κατανοηθεί από τους έλληνες αριστερούς και αναρχικούς οι οποίοι έχουν φτάσει να προφέρουν πια τη λέξη «αλβανοί», δίπλα στη λέξη «μαφία» στα εξάρχεια (το έμαθαν μάλιστα και στον υπουργό δημόσιας τάξης κύριο Τόσκα), οι οποίοι βιάζονται να δηλώσουν εδώ κι εκεί πως έχουν πατρίδα και τη χαίρονται και πόσο φασίστας είναι ο Ερντογάν (τον οποίο ασυζητητί θα πολεμούσαν μέσα από τις τάξεις του ελληνικού εθνικού στρατού) και οι οποίοι βέβαια ποτέ δεν ασχολήθηκαν στα σοβαρά με τέτοια τετριμμένα πράγματα όπως το Ολοκαύτωμα και για αυτό δεν έπεσε ποτέ το μάτι τους σε βιβλία όπως το Πέρα από την Ενοχή και την Εξιλέωση του Ζαν Αμερύ. Εκεί, ο Αμερύ, στο σχετικό του κεφάλαιο, Πόση πατρίδα χρειάζεται ένας άνθρωπος, δεν εξισώνει την ψυχική ανάγκη του κυνηγημένου για εντοπιότητα με την εθνοκρατική μηχανή (οντότητα στην οποία και ο ίδιος αντιτίθεται ρητά), αλλά αναδεικνύει τη σημασία της σχέσης του με τους ανθρώπους της γειτονιάς, την οικειότητα μεταξύ τους, την ταύτιση, την ανάγκη για ρίζες και την επιθυμία για κοινό τόπο. Επομένως, και για τους ξεριζωμένους Αλβανούς, η όποια επίκληση της πατρίδας δεν συνεπάγεται την ταύτιση με το έθνος-κράτος, αλλά την άρνηση τους στην απώλεια των δικών τους κωδίκων επικοινωνίας, αντίσταση στην πολιτισμική εκρίζωση και στο να μην υπόκεινται απόλυτα στην εξουσία του κανόνα της ελληνικής πραγματικότητας· σημαίνει εμψύχωση με όρους κοινότητας ώστε να μην θαφτούν μέσα σε όλους τους μηχανισμούς επιβολής και τους καταναγκασμούς που τους τίθενται καθημερινά. Σε αυτά τα πλαίσια, λοιπόν, η διατήρηση της πολιτισμικής νόρμας σε έναν εξόφθαλμα αφιλόξενο τόπο μπορεί να ειδωθεί και ως πρακτική διεκδίκησης και οργάνωσης κοινωνικών δικτύων εμπιστοσύνης. Αυτό αναπαριστούν οι ‘αετοί’ που έκαναν οι φαντάροι δεύτερης γενιάς μέσα στα ελληνικά στρατόπεδα, κίνηση που εξόργισε όλους τους έλληνες, τα ΜΜΕ τους, τον υπουργό εθνικής άμυνας και φυσικά την ριζοσπαστική αριστερά.

Και είναι επόμενο ότι με τέτοιο αντιφασισμό και αντιρατσισμό στη χώρα, η συμπαράσταση στα θύματα δεν είναι καθόλου δεδομένη. Ενώ η συμπαράσταση θα έπρεπε να υπάρχει με κάθε δυνατό μέσο, ανεξάρτητα από τις επιλογές ή τις δυνατότητες αντίστασης των Αλβανών στον ελληνικό βούρκο, αυτό που συμβαίνει είναι ότι απαιτείται ιδεολογική συμφωνία με τα θύματα. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει οι κυνηγημένοι να αρέσουν στα προοδευτικά στρώματα της ελληνικής πραγματικότητας, ώστε να εξασφαλιστεί η συμπαράσταση. Το επιχείρημα αυτό μάς είναι γνωστό από το παρελθόν. Άλλωστε –μιας και μιλάμε για κυνηγημένους– έχει χρησιμοποιηθεί πρόσφατα ως όρος συμπαράστασης και για τους χρήστες ουσιών με αφορμή τα ναρκοκυνήγια από τις ‘υγιείς’ δυνάμεις της γειτονιάς των Εξαρχείων. Για τον αυτόνομο αντιφασισμό δεν υπάρχει πρόβλημα οργανωτικής ανεπάρκειας Αλβανών, παρά μόνο πρόβλημα ελλήνων ρατσιστών. Ως εκ τούτου, το ζήτημά μας δεν είναι το αντικείμενο του ρατσισμού, αλλά το υποκείμενο του ρατσισμού και μόνον, και συγκεκριμένα ο έλληνας ρατσιστής ο οποίος, συζητώντας με τους παραπάνω όρους, αορατοποιείται πλήρως από το κάδρο της κριτικής, ενώ η θέση μας να τον τσακίσουμε θα έπρεπε να είναι τόσο αδιάλλακτη όσο είναι και η ολική έχθρα στην διάχυτη βαρβαρότητα που αποκαλείται ελλάδα.

 

Imago, 05/2018

[1] Βλ. το antifa beat, no 6 https://antifa-ngt.espivblogs.net/?page_id=1452

[2] Γύρω από το βάθος του αντι-αλβανικού ρατσισμού και τις ιδεολογικές του άκρες που ακουμπάνε ειδικά τη δεύτερη γενιά μεταναστών σήμερα και το ζήτημα της αφομοίωσής της ή μη βλέπε και το δεύτερο τεύχος του antifa negative: Greek History X – ο ρατσισμός, οι εμπειρίες, η λεγόμενη ‘2η γενιά μεταναστών, https://antifa-ngt.espivblogs.net/?page_id=583

[3] Τα βιώματα των Αλβανών μεταναστών που εκτίθενται στο δεύτερο τεύχος του antifa negative, ‘Greek History X’, έχουν γίνει αντικείμενο εκμυστήρευσης/ομολογίας σε άλλους Αλβανούς μετανάστες που έπαιζαν το ρόλο των συνεντευξιαστών. Είναι προφανές ότι μεταξύ μεταναστών τα πράγματα λέγονται πιο άμεσα, πιο ωμά, πιο ξεκάθαρα. Και δεν είναι τόσο περίεργο έτσι που ακόμα και οι έλληνες, ‘που έχουν φίλους Αλβανούς’, δεν έχουν ‘ακούσει ποτέ’ τους φίλους τους να διαμαρτύρονται για τον ρατσισμό που έχουν βιώσει στην ελλάδα.

Ο εθνικισμός ως η βάση κάθε κράτους (μτφ)

Ο εθνικισμός ως η βάση κάθε κράτους

Συνεισφορά στην αναρχική ανάλυση του εθνικισμού στην μετά-τη-Γιουγκοσλαβία γεωγραφική περιοχή

 

Το παρακάτω κείμενο είναι η συνεισφορά των αναρχικών από το Ζάγκρεμπ στην εκδήλωση που διοργανώθηκε το Σάββατο 10 Μαρτίου από το δίκτυο Balkansolidarity στη Σχολή Θετικών Επιστημών του ΑΠΘ, με θέμα «Από τα Βαλκάνια της εκμετάλλευσης και του εθνικισμού στα Βαλκάνια της αλληλεγγύης και των αγώνων». Μεταφράσαμε και παρουσιάζουμε το παρακάτω κείμενο στα πλαίσια της έκθεσης της άποψης συντρόφων και συντροφισσών από άλλες βαλκανικές χώρες πάνω στο ζήτημα του εθνικισμού. Οι τρεις άξονες που διαπερνούν το σώμα του κειμένου και βρίσκονται σε ‘άτυπο’ διάλογο και με όσα γράφονται στο 0151 είναι

  • η προσπάθεια να ξεφύγει η ανάλυση του εθνικισμού από τα σχήματα της αριστεράς που (ανα)παράγουν τον εθνικισμό
  • η προσπάθεια να υπερβούν το δίπολο ‘εθνικισμός από-τα-κάτω / εθνικισμός από-τα-πάνω’

και, ως λογική συνέπεια των δύο παραπάνω,

  • η ανεπάρκεια της αντιφασιστικής δράσης χωρίς το εργαλείου του αντιεθνικισμού.

Η εναντίωση στο ελληνικό έθνος, στην ηγεμονική ελληνική αρρενωπότητα, στην βασισμένη στο ρατσισμό ταξική εκμετάλλευση, στη συγκολλητική (για το έθνος) ουσία του αντισημιτισμού, στους σχεδιασμούς του ελληνικού κράτους μέσα από οργανωτικές δομές ανεξάρτητες από το κράτος και την αριστερά: να μερικά περιεχόμενα που μας συγκροτούν. Στην αντιπαράθεση αυτή με την εθνική ιδεολογία (κινηματική και κοινωνική) και με τα σχέδια του ελληνικού κράτους κεντράρουμε στο ελληνικό έθνος ως τον πυρήνα αυτού που αξίζει υπεράσπιση, ως τη βάση πάνω στην οποία μιλάνε όλοι –είτε ντύνουν την ελληνικότητα με αντι-ιμπεριαλιστική προβιά (ξέρετε εσείς ποιος είναι ο λαός που αντιστέκεται αιώνια στους κατακτητές) είτε παρουσιάζουν την ανάπτυξη και τη σταθερότητα του ελληνικού κράτους ως όπλο εθνικής στρατηγικής. Στην προσπάθειά μας να χρησιμοποιήσουμε όλα τα παραπάνω πεδία των σχέσεων εξουσίας επιδιώκουμε να τα συναρθρώνουμε κάτω από το βλέμμα του πως έχουν συγκροτηθεί ιστορικά οι κυρίαρχες ταυτότητες/σχέσεις, ο ελληνικός λαός και το ελληνικό κράτος. Εδώ εντάσσεται και η συζήτηση με κινηματικά υποκείμενα και συλλογικότητες που βρίσκονται σε άλλες χώρες και συμμετέχουν στους εκεί κοινωνικούς ανταγωνισμούς. Η συζήτηση αυτή μας βοηθάει με δύο τρόπους: ο ένας είναι να συζητήσουμε για τον ελληνικό ρατσισμό και μέσα από τη δική τους ματιά να διαπιστώσουμε αν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε εργαλεία που έχουν δουλέψει εκείνοι/εκείνες. Ο δεύτερος είναι να τεστάρουμε τα δικά μας εργαλεία· μέσα από τη δική μας ματιά να δούμε αν μπορούμε να εξηγήσουμε την ιστορικότητα των σχέσεων κυριαρχίας σε ένα άλλο κοινωνικό πεδίο.

Αναγνωρίζουμε μέσα σε όλα αυτά, βέβαια, τα όρια της συζήτησης· ένα από τα πιο σημαντικά είναι το ότι η δική μας επιδίωξη ανθελληνικής κριτικής πατάει πάνω στην αντίληψή μας για τον τρόπο που συγκροτήθηκε (και συγκροτείται ακόμη) το ελληνικό έθνος. Πρώτο μας μέλημα είναι να δυσκολεύουμε τη δική του ύπαρξη. Ένας από τους τρόπους που έχουμε σκεφτεί είναι να αμφισβητήσουμε την πρωτοκαθεδρία που αυτο-απολαμβάνουν οι έλληνες κινηματικοί, οι οποίοι την ίδια στιγμή που αυτοπροσδιορίζονται ως ‘αντιεθνικιστές’  γράφουν σε κείμενα/αφίσες τη δημοκρατία της Μακεδονίας ως «ΠΓΔΜ» ή «γειτονικό κράτος»· αναδεικνύοντας με τον τρόπο αυτό την έμμεση υιοθέτηση της στάσης του ελληνικού λαού (και του κράτους του). Ακριβώς στο σημείο αυτό αναδεικνύεται και η σημασία του ανθελληνικού αντιφασισμού –είτε συζητάμε ως Βαλκάνιες συντρόφισσες είτε εδώ που ζούμε: το να καταστραφεί η ελλάδα είναι μια από τις βασικές προϋποθέσεις κάθε κινηματικής συζήτησης.

 

***

Balkan – Internationalist rally, in Thessaloniki, March 10, 2018 / Πανβαλκανική – Διεθνιστική συγκέντρωση, στη Θεσσαλονίκη, 10 Μαρτίου, 2018

 

Ο εθνικισμός συνεχώς μας ‘ξαφνιάζει’· η έλξη που ασκεί είναι αδιάκοπη, όπως και η ικανότητά του να κινητοποιεί μάζες πρόθυμες να συρρεύσουν σε νέες συγκρούσεις –αν όχι σε πολέμους , τότε σε φαντασιακές, μυθολογικές μάχες. Εν τέλει, ο εθνικισμός είναι ακριβώς αυτό, μια μυθολογία για το έδαφος και το αίμα, για λαούς και θύματα, για την αρετή ‘μας’ και την επιθετικότητά ‘τους’. Επιδεικνύει τον εαυτό του σαν ένα πανίσχυρο όπλο στα χέρια του κράτους και του κεφαλαίου, του οποίου τα συμφέροντα προστατεύονται από πολλούς στο όνομα των εθνικών σκοπών και της τιμής, που γίνονται αντιληπτοί σαν και δικοί τους. Ακόμη κι όταν τα εθνικά κινήματα εμφανίζονται να έρχονται ‘από τα κάτω’, τα αποτελέσματά τους είναι πάντα ξεκάθαρα: ακόμη ισχυρότερο κράτος και στιβαρή θέση του κεφαλαίου.

Ο σύγχρονος εθνικισμός δεν μπορεί να ειδωθεί έξω από το πλαίσιο της ιστορικής του ανάπτυξης ή συνέχειας, επειδή –από τότε που έγινε μια κινητήρια δύναμη– αναδύθηκε σαν μια ιδεολογία που μπορεί εύκολα να προσαρμοστεί στο συγκείμενο, ενώ στην ουσία παραμένει ο ίδιος. Από την καταστροφή των παλιών αυτοκρατοριών, τη δημιουργία των εθνικών κρατών, μέχρι και σήμερα, ο εθνικισμός είναι συνεχώς παρών. Μιλώντας από την προοπτική της μετά-τη-Γιουγκοσλαβία γεωγραφικής περιοχής, η ασταμάτητη παρουσία του εθνικισμού σ’ αυτή την επικράτεια από τον 19ο αιώνα έχει γνωρίσει κορυφώσεις αρκετές φορές μέσα στα τελευταία εκατό χρόνια. Οι εθνικισμοί είχαν διαφορετικά ονόματα, κροατικός, γιουγκοσλαβικός, γερμανικός, σέρβικος, ιταλικός, ουγγρικός και άλλα, έχοντας ωστόσο στον πυρήνα τους τον ίδιο σκοπό: να εγκαθιδρύσουν μια νέα κυβέρνηση, να εγκαταστήσουν την ηγεμονία κάποιου, όλα μέσα από την κινητοποίηση των μαζών ώστε η νίκη να είναι ολοκληρωτική και πάντα «στο όνομα του λαού». Ποιος θα ήταν τόσο τρελός ώστε να πεθάνει για τα συμφέροντα του κράτους και του κεφαλαίου; Αλλά στο όνομα του λαού και των εθνών, πολλοί είναι έτοιμοι να δώσουν τη ζωή τους και ακόμη περισσότεροι προτίθενται να πάρουν τη ζωή κάποιου άλλου. Αυτή η μυθολογική ιδέα της αγνότητας, του άσπιλου και της δικαιοσύνης που απεικονίζεται μέσα στην εικονολογία της φανταστικής ιστορίας, κάτω από τα πολύχρωμα κουρέλια που ονομάζουμε σημαίες, βοηθά να δημιουργηθεί η αίσθηση της κοινωνίας[1] και του ανήκειν. Ένας ασύλληπτος στόχος που, όπως η υπόσχεση του Παράδεισου, προσφέρει μια διαφυγή από μια κακή κατάσταση για την οποία η ευθύνη επιρρίπτεται πάντα ‘στους άλλους’. Και συνεχώς μας υπόσχεται ένα καλύτερο μέλλον που βέβαια δεν έρχεται ποτέ.

Όταν κοιτάμε την δική μας πρόσφατη ιστορία, μπορεί κανείς να αναρωτηθεί που έχει φτάσει ο εθνικισμός που ευθύνεται για τη μεγαλύτερη σφαγή στην Ευρώπη μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Δεν ήταν η Γιουγκοσλαβία ένα μέρος χωρίς εθνικισμό, ή τουλάχιστον ένα μέρος για ένα νέο, γιουγκοσλαβικό έθνος και περισσότερες εθνοτικές ομάδες; Πώς αντιμετωπίστηκε το εθνικό ζήτημα στην Γιουγκοσλαβία;

Όλα αυτά τα ερωτήματα δεν έχουν απλές απαντήσεις και μερικές από αυτές τις απαντήσεις μπορεί να δείχνουν ότι ο εθνικισμός δεν προέρχεται μόνο από τη δεξιά αλλά και από την αριστερά καθώς και ότι ακριβώς λόγω αυτού, η «σοσιαλιστική ουτοπία» μετατράπηκε εύκολα σε εθνικιστική δυστοπία. Αν κοιτάξουμε μόνο τον αντιφασιστικό αγώνα στη Γιουγκοσλαβία, το μεγαλύτερο οργανωμένο αντιφασιστικό κίνημα στα εδάφη της κατεχόμενης Ευρώπης, και αν αναλύσουμε συνοπτικά τις βάσεις των αιτημάτων της αντίστασης στον ξένο κατακτητή και τους εγχώριους υπηρέτες του, καθώς και το ποιος ήταν ο απώτερος στόχος του, θα φτάσουμε πολύ εύκολα σε κάποια συμπεράσματα. Το κάλεσμα για την εξέγερση [uprising] αναφερόταν σε «πατριώτες», αποτελούσε εθνική προτεραιότητα και διέδιδε την απελευθέρωση της χώρας από έναν ξένο κατακτητή. Φυσικά, καλούσε επίσης για τον αγώνα εναντίον του φασισμού, αλλά έβλεπε τον εαυτό του σαν έναν αγώνα για εθνική απελευθέρωση. Αυτό ήταν εξαιρετικά σημαντικό για μια νεοεγκαθιδρυθείσα κυβέρνηση στην τελευταία φάση του πολέμου, επειδή οι Παρτιζάνοι –ήδη παγιωμένοι στον Γιουγκοσλαβικό Στρατό– πήραν τον έλεγχο περιοχών της Ιταλίας και της Αυστρίας (που είναι ακόμη υπό κατοχή από αυτά τα κράτη) προκειμένου να επεκτείνουν την επικράτειά τους και να φέρουν την εθνική απελευθέρωση σε περιοχές που κατοικούνταν από σλάβικους πληθυσμούς. Ο αντιφασισμός δεν ήταν αεθνικός στη Γιουγκοσλαβία, είχε κροατικά, σέρβικα, βοσνιακά, αλβανικά, μακεδονικά και μαυροβουνιακά σημάδια, καθώς επίσης και γιουγκοσλαβικά, ως η ιδέα δημιουργίας ενός καινούριου έθνους. Βασισμένη στην αδελφοσύνη και την ενότητα, σαν ένα από τα βασικά της συνθήματα, η δημιουργία ενός εθνικού κράτους απελευθερωμένου από έναν ξένο κατακτητή ειδωνόταν ακόμη ως ο απώτερος στόχος. Υποθετικά μιλώντας, δεν μπορούμε παρά να αναρωτιόμαστε πόση αντίσταση θα κατευθυνόταν εναντίον ενός μη-ξένου κατακτητή. Φυσικά, αυτό δεν μειώνει το γεγονός πως ο αγώνας ενάντια στο φασισμό ήταν σημαντικός και ευρύς καθώς και πως περιλάμβανε όλα τα κοινωνικά στρώματα. Ωστόσο, ο αγώνας ενάντια στο φασισμό δεν ήταν το μοναδικό πράγμα που έλαβε χώρα, οδηγώντας μας στο συμπέρασμα πως ο αντιφασισμός μόνος του δεν αρκεί, ειδικά εάν είναι σε οποιοδήποτε βαθμό πατριωτικά προσανατολισμένος.

Αυτό μπορεί να ειδωθεί πρωταρχικά μέσω της ισχυρής ταύτισης με το κράτος, που γεννήθηκε στον αιματηρό πόλεμο που αποτέλεσε την ίδια στιγμή έναν αγώνα για εθνική απελευθέρωση. Ο ‘εθνικός’ στρατός, όπως σε κάθε έθνος-κράτος, φτιάχτηκε από όλους, ώστε όλοι οι άντρες άνω των 18 να είναι στρατιώτες· και ο στρατός ήταν ένα από τα ισχυρά θεμέλια ενός νέου κράτους. Με αυτή την έννοια, η κοινωνία ήταν αρκετά στρατιωτικοποιημένη/μιλιταριστική και ο στρατός ήταν παρών σε πολλά τμήματα της κοινωνικής, πολιτικής και πολιτιστικής ζωής. Σε ανεκδοτολογικό επίπεδο, μπορούμε μόνο να αναφέρουμε το στρατιωτικό σόου “Άδεια να μιλήσεις”, το οποίο προβαλλόταν στην κρατική τηλεόραση κάθε Κυριακή πρωί. Η ισχυρή ταύτιση με το κράτος σαν [να είναι] «δικό μου» και ο στρατός σαν εγγύηση της ασφάλειας έχουν αναδειχθεί πολλές φορές σαν ένα μονοπάτι προς τη σφαγή ήδη από τις πρώτες μέρες του εθνικισμού και της Γαλλικής Επανάστασης.

Επιπρόσθετα, αυτή η ταύτιση με την «πατρίδα» και την αποθέωσή της αποτυπώθηκε από τις πρώτες μέρες· πολλά παιδικά βιβλία γέμισαν με σημαίες του κράτους, το μέγεθος και η σημασία της πατρίδας γιορτάζονταν όπως και η ομορφιά και η δύναμή της, η κοινωνία[2] και η προστασία της. Η πατρίδα και η θύμηση του πως επιτεύχθηκε η ελευθερία της μέσω αιματοχυσίας ήταν τα ζητήματα που δεν μπορούσαν να αμφισβητηθούν.

Η γιουγκοσλαβική κυβέρνηση είδε την εσωτερική δομή της σαν μια λύση στο «εθνικό ζήτημα» διαμέσου της δημιουργίας των εθνών κρατών (δημοκρατιών) που μορφοποίησαν την Ομοσπονδία (με τις αυτόνομες επαρχίες) και γι’ αυτό η ιδέα ενός έθνους βασισμένου στην εθνικότητα [ethnicity] δεν έπαψε ποτέ να είναι παρούσα. Η ιδέα του «αίμα και έδαφος» ή του «ένας λαός, ένα έθνος, μια χώρα», επέζησε παρά την εμφατική «αδελφοσύνη και ενότητα», που ήταν σίγουρα εύλογη για ένα μεγάλο αριθμό ανθρώπων, αλλά όχι απαραίτητα για τη δημοκρατική κυβέρνηση. Ένα ενδιαφέρον παράδειγμα γι’ αυτό είναι η πολιτική αναφορικά με τις γλώσσες που αποτέλεσε την αιτία συγκρούσεων σχεδόν για ολόκληρη την περίοδο ύπαρξης της Σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας. Παρότι η ομοσπονδία δεν είχε μια επίσημη γλώσσα, προτιμούνταν τα κροατο-σέρβικα (ακόμη κι αν τα μακεδόνικα, τα σλοβένικα, τα αλβανικά, τα ουγγρικά και μερικές ‘μικρότερες’ γλώσσες μιλιούνταν επίσης). Η θέση, το όνομα και το πρότυπο [standard] των κροατικών και των σέρβικων, παρότι διαφορετικές παραλλαγές της ίδιας γλώσσας, ήταν το αντικείμενο συνεχούς συζήτησης και συγκρούσεων που σε αρκετές περιπτώσεις κλιμακώθηκαν και προκάλεσαν εθνικιστικές εντάσεις στη χώρα. Παρά το γεγονός πως αυτές οι συζητήσεις γίνονταν συχνά σε ένα ακαδημαϊκό επίπεδο, η επιρροή τους δεν θα έπρεπε να παραμελείται, καθώς ένα μέρος της ακαδημίας έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διατήρηση και την οικοδόμηση μιας εθνικιστικής ιδεολογίας. Επιπλέον, δεν θα έπρεπε κανείς να ξεχνάει ότι η προτυποποίηση μιας γλώσσας είναι ένα από τα εργαλεία-κλειδιά στην οικοδόμηση «εθνικής ταυτότητας». Εξαιτίας αυτού, οι αποφάσεις για τη γλώσσα στην οποία θα δημοσιεύονταν τα επίσημα έγγραφα παίρνονταν από τη δημοκρατική κυβέρνηση. Οι Δημοκρατικές αρχές αποτέλεσαν τη θεμελίωση των εθνικών κρατών που θα ανακήρυτταν την ανεξαρτησία τους στα ’90s. Επιτελεία του κόμματος της Συμμαχίας Κομμουνιστών της Γιουγκοσλαβίας [Alliance of Communists of Yugoslavia] ή οργανώσεις του Δημοκρατικού Κόμματος [Republican Party] μετακινήθηκαν σε νέα εθνικιστικά κόμματα το 1990 και αντιπροσώπευσαν όχι μόνο τη θεσμική αλλά και την σε επίπεδο προσωπικού συνέχεια του κράτους. Π.χ. στην Κροατία, 97000 μέλη (για την ακρίβεια, στην αρχή 27000 και στη συνέχεια 70000 μετά τη νίκη στις εκλογές) μετακινήθηκαν από την Κροατική Κομμουνιστική Λίγκα [Croatian League of Communists] στη νεοϊδρυθείσα Κροατική Δημοκρατική Ένωση [Croatian Democratic Union]. Στην πραγματικότητα, το νέο εθνικιστικό κόμμα έγινε συμβολικά ο κληρονόμος του παλιού κόμματος. Η μετάβαση από την αριστερά στη δεξιά περιλάμβανε ένα μόνο βήμα –μια ταυτότητα νέου κόμματος. Παρότι το εθνικό ζήτημα υπήρχε και πρωτύτερα, γινόταν με διαφορετικό τρόπο αντιληπτό από αυτό το σημείο και πέρα, [καθώς] το ζήτημα της κυριαρχίας και των νέων διαιρέσεων της περιοχής απαιτούσε μια ευρεία κινητοποίηση, και γι’ αυτό μια νέα «εθνική αφύπνιση». Αυτή η διαδικασία ξεκίνησε λίγο νωρίτερα από αρκετά διαφορετικούς φορείς. Σήμερα γνωρίζουμε (αν και τότε δεν ήταν γνωστό) ότι οι τότε δημοκρατικές μυστικές υπηρεσίες διεξήγαγαν έναν σιωπηρό «πόλεμο» η μια εναντίον της άλλης δεκαετίες πριν την κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας. Η Καθολική Εκκλησία […] εισήγαγε στην Κροατία την αποκατάσταση του Alojzije Stepinac (ενός καρδινάλιου της Καθολικής Εκκλησίας καταδικασμένου για συνεργασία με το ναζιστικό Ανεξάρτητο Κράτος της Κροατίας[3]) και μια σειρά άλλων ενεργειών που αποσκοπούσαν στην εξάπλωση ενός νέου «εθνικού πνεύματος». Τα ποδοσφαιρικά σωματεία, ένα είδος δείκτη για τις κυρίαρχες πολιτικές τάσεις, έχουν επικεντρώσει όλο και περισσότερο τις συγκρούσεις τους σε εθνικούς διαχωρισμούς και λιγότερο σε διατοπικό και τοπικό επίπεδο, πράγμα που συνέβαινε μέχρι τότε. Στη Σερβία, γιορταζόταν η επέτειος της μάχης του Κοσόβου (η μυθολογική σύγκρουση του σερβικού εθνικιστικού φολκλόρ) και ο Μιλόσεβιτς ήταν αυτός που ηγούταν και εκμεταλλευόταν αυτό το εθνικιστικό κύμα. Στο Κόσοβο και σε ένα κομμάτι της Μακεδονίας ξέσπασε ένας χαμηλής έντασης πόλεμος μια δεκαετία πριν την διάλυση της Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας και τα μέσα ενημέρωσης τηρούσαν συστηματική σιγή ή αναφέρονταν ελάχιστα σ’ αυτόν. Προς το τέλος της δεκαετίας του ’80 η συνθήκη για αιματηρές συρράξεις είχε προετοιμαστεί· μόνο η μοιρασιά των νέων θέσεων και η εισαγωγή των «νέων» (στην πραγματικότητα παλιών) δραστών που θα οδηγούσαν το «λαό» σε μια καινούρια «εθνική επιτυχία» δεν είχε ολοκληρωθεί. Την ίδια στιγμή ολόκληρη η προετοιμασία έμοιαζε σαν «ο λαός» να έψαχνε μια διέξοδο μέσω του εθνικισμού και σαν να ήταν ένα αυθεντικό κίνημα από-τα-κάτω. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, είχαμε μια σειρά παραγόντων που δημιούργησαν ή επέτρεψαν να αναπτυχθεί έτσι η κατάσταση εξαιτίας των δικών τους συμφερόντων και των συμφερόντων των μελλοντικών κρατών. Για τα κράτη, αυτός είναι ένας εντελώς κανονικός τρόπος να δράσουν. Φυσικά, η διαδικασία εκκίνησης της σύγκρουσης δεν ήταν αρκετά εύκολη, επειδή μεγάλο μέρος της κοινωνίας δεν ήθελε τον πόλεμο, ούτε σκεφτόταν τον εθνικισμό σαν κάτι καλό ούτε ότι ο πόλεμος ήταν μια λύση απέναντι στα προβλήματα που συσσωρεύονταν. Απειλές, μαζικές ‘εθνοσυνελεύσεις’, άνοδος των οδοφραγμάτων, εξοπλισμοί (ανεξάρτητοι ή οργανωμένοι από αυτή ή την άλλη δημοκρατική κυβέρνηση ή στρατό), δολοφονίες ανθρώπων που σε θεσμικό επίπεδο αντιτέθηκαν στον πόλεμο, καταστροφή των αντιφασιστικών μνημείων, εμπρησμοί σπιτιών γειτόνων που εντάσσονταν σε ‘λάθος’ εθνική ομάδα, διάχυση του φόβου, συστηματική εθνικιστική προπαγάνδα μέσω των μίντια και πολλών άλλων βδελυγμάτων ήταν ένα μέρος ενός μηχανισμού που ξεσήκωσε ένα νέο επίπεδο εθνικισμού και μίσους εναντίον των ‘άλλων’. Τη στιγμή που ξεκίνησε ο πόλεμος, όταν οι χειροβομβίδες εκτοξεύονταν παντού και οι πολεμικές επιχειρήσεις περιλάμβαναν την καταστροφή ολοένα και περισσότερων ζωών, ο εθνικισμός είχε κανονικοποιηθεί και ήταν πανταχού παρών μέχρι το σημείο κάθε κριτική να είναι σχεδόν αδύνατη επειδή δεν άγγιζε κανέναν.

Αυτή η επιφανειακή ανασκόπηση της κατασκευής και της κορύφωσης του εθνικισμού στη Γιουγκοσλαβία δίνει ήδη μια ξεκάθαρη ιδέα πως ο εθνικισμός, που φαινομενικά έρχεται ‘από-τα-κάτω’ ή ‘από-τα-πάνω’, είναι πάντοτε η ίδια λιγότερο ή περισσότερο ελεγχόμενη διαδικασία της οποίας ο στόχος είναι πάντα απλός: εξουσία και πλούτη για την παλιά/νέα κυβέρνηση. Αν κοιτάξουμε τα εθνικιστικά κινήματα του παρελθόντος, όπως το φασισμό στην Ιταλία ή το ναζισμό στη Γερμανία, δεν μπορούμε παρά να παρατηρήσουμε ότι και τα δύο αυτά ήταν ‘αντισυστημικά’, όπως πολλά λαϊκίστικα σημερινά κινήματα και ότι αυτά με τον ίδιο τρόπο προφανώς προκαλούν την παλιά τάξη, αναφερόμενα στην έλλειψη «εθνικών συμφερόντων», «ταυτοτήτων», «παραδόσεων», «εθνικών οικονομικών» κ.λπ. –ενώ την ίδια στιγμή δρουν ως εκπρόσωποι της εργατικής τάξης ή «του λαού» για ένα «ισχυρό αλλά κοινωνικό κράτος». Στο τέλος, με τη βοήθεια της παλιάς τάξης, εξασφαλίζουν τη συνέχεια του κράτους και του καπιταλισμού, που ήταν εξαρχής ο στόχος τους. Στο σύγχρονο κόσμο, μια τέτοια πιθανή, φαινομενικά ‘αντισυστημική’, εθνικιστική επιλογή εκπροσωπείται από τον πόλεμο στην Ουκρανία, το δημοψήφισμα στην Καταλονία και την Ισπανία, το βρετανικό Brexit, ή τη σύγκρουση για το όνομα της Μακεδονίας. Όλα αυτά τα παραδείγματα έχουν μια κοινή σύνδεση: η βάση τους είναι στην ίδια την εθνικιστική ιδεολογία, αν και με διαφορετική ονομασία απ’ ό,τι φαίνεται. Ο αριστερός ή ο δεξιός εθνικισμός έχουν τις ίδιες συνέπειες, όλοι οι πόλεμοι για εθνική απελευθέρωση που οι σοσιαλιστικές κυβερνήσεις σ’ όλο τον κόσμο έχουν επικροτήσει (όπως έκαναν και οι καπιταλιστικές) έδειξαν ακριβώς αυτό. Ο εθνικισμός έχει αποδειχτεί καλό εργαλείο για όλους.

 

Αναρχικοί από το Ζάγκρεμπ

 

Η αναρχική αλληλεγγύη δεν (ανα)γνωρίζει το έθνος,
δεν (ανα)γνωρίζει τους εθνικούς και άλλους διαχωρισμούς!
Ενάντια σε κάθε ιδέα έθνους, κράτους και κεφαλαίου!

 

[1] [σ.τ.μ.] Εδώ χρησιμοποιείται η λέξη communion, παραπέμποντας στη θεία κοινωνία της χριστιανικής εκκλησίας.

[2] [σ.τ.μ.] Εδώ ξαναχρησιμοποιείται η λέξη communion.

[3] [σ.τ.μ.] Στο κείμενο αναφέρεται ως Independent State of Croatia.

0151 # 13

Σχεδιάγραμμα για τη συζήτηση για το μακεδονικό (η ελληνική ιστορία από πόλεμο σε πόλεμο) 

// Αφετηρία Άουσβιτς (πέρα από την ιστορία και τη μνήμη)  // 4 ΧΡΟΝΙΑ, 12 ΤΕΥΧΗ 

αλληλεγγύη στην κοινότητα της Τερμίτα

0151 # 12

αντε γεια! (ή γιατί πάµε ακόµα στο αντιρατσιστικό φεστιβάλ;)  //  ‘και τη νύχτα έχω ένα σφυρί στην τσέπη’: δίκες-νόµοι και γυναικεία κινήµατα // ‘εθνική είναι η ενότητα των δολοφόνων’: για µια µικρή αντιφασιστική ιστορία του Χαλανδρίου // Not where I come from (Ανδρικές Άµυνες, vol. 2) // Από το Charlottesville στην Αθήνα, ποιος έχει την εξουσία να ονοµάζει τα πράγµατα; // τα γυναικεία κινήµατα στην ελλάδα 1880-1949 από αυτόνοµη αντιφασιστική σκοπιά // η διαλεκτική του διαφωτισµού στην GBU-43 // ανταποκρίσεις από τον Βούρκο (Save the Male!) // γκουλέµα ραµπότα (ανταπόκριση από µακεδονία µεριά) // Τσακός, Χολαργός και Βούτα: µια συζήτηση για δουλειές µε ρόδες // ηµερολόγιο ρατσισµού // Antifa Cinema: Burrnesha   // Ταξική μνήμη σε ρυθμό beat-nik

 

Antifa Cinema # 003 [Geheimsache Ghettofilm]

 

Geheimsache Ghettofilm (Yael Hersonski, 2010). Η σκηνοθέτρια, εγγονή ενός επιζήσαντα από το γκέτο της Βαρσοβίας, επισκέπτεται το θέμα της έκθεσης της ναζιστικής προπαγάνδας και επιχειρεί την ανασκευή της προπαγάνδας αυτής, 65 χρόνια μετά το οριστικό κλείσιμο των στρατοπέδων εξόντωσης των εβραίων. Το ντοκιμαντέρ αξιοποιεί ένα 60λεπτο υλικό που τράβηξαν οι ναζί στο γκέτο της Βαρσοβίας και το αντιπαραβάλλει με μαρτυρίες επιζώντων του γκέτο ή και ημερολόγια κατοίκων του γκέτο. Το πρωτότυπο ναζιστικό φιλμ, προκύπτει ότι δημιουργήθηκε για δύο βασικούς λόγους. Αφενός ήθελε να αντικρούσει τις φήμες που διαδίδονταν στον δυτικό Τύπο πως οι ναζί σκοτώνουν εβραίους στα γκέτο. Αφετέρου, ήθελε να επιβεβαιώσει αντισημιτικά στερεότυπα βάσει των οποίων οι ναζί στόχευαν στους εβραίους. Στην πραγματικότητα, αξιοποιεί αυτά τα στερεότυπα για να εξηγήσει γιατί οι εβραίοι ζούσανε όπως ζούσανε στα γκέτο – και με αποκλειστικά δική τους ευθύνη. Για να μείνουμε σε κάποια από τα σημαντικότερα σημεία του ημιτελούς φιλμ των ναζί, απεικονίζονται τα μέλη της εβραϊκής αστυνομίας να εξασκούν αστυνομικά καθήκοντα εις βάρος άλλων εβραίων του γκέτο, οι ‘εβραίοι αστοί’ να γευματίζουν πλουσιοπάροχα μέσα σε εστιατόριο του γκέτο, ενώ άλλοι εβραίοι πιο δίπλα πεθαίνουν της πείνας, και φυσικά κάποιες κόσερ (παραδοσιακές εβραϊκές) σφαγές ζώων που δείχνουν τη… βαρβαρότητα του εβραϊκού λαού. Η στρατηγική των ναζί ήταν, λοιπόν, όχι μόνο να αντικρούσουν τις φήμες περί εξόντωσης των εβραίων αλλά και να λοιδορήσουν τα θύματά τους. Να δείξουν πως τελικά τα μέτρα κατά των εβραίων δεν είναι τελικά και τόσο αδικαιολόγητα. Το φιλμ των ναζί παρουσιάζεται σιωπηλό, όπως κατασκευάστηκε, αλλά παρεμβάλλουν αποσπάσματα σύγχρονων συνεντεύξεων της σκηνοθέτριας με επιζώντες εβραίους οι οποίοι εκθέτουν το πώς κατασκευάστηκαν οι σκηνές μέσα στο γκέτο, πως σκηνοθετήθηκαν με ξύλο και πυροβολισμούς, πως στήθηκαν έτσι ώστε να πείθουν το κοινό. Φαίνεται μέσα από όλη αυτή τη διαδικασία πόσο καλά είχαν αντιληφθεί οι ναζί,  τις ‘μαγικές ιδιότητες’ της κινηματογραφικής προπαγάνδας. Έτσι, το ντοκιμαντέρ στέκει ως καλή αφορμή για προβληματισμό σε πρώτο επίπεδο για την κατασκευή εικόνων προπαγάνδας. Αλλά επιπλέον, όπως είπαμε, αναζητά και μια εκδίκηση στον αγώνα των αντισημιτικών αφηγήσεων που πλημμύριζαν τον πλανήτη. Αλλά και συνεχίζουν να τον πλημμυρίζουν. Γιατί, αν το σκεφτούμε καλά, όσα οι ναζί διέδιδαν –και δεν ήταν οι πρώτοι – γύρω από τον πλούτο των εβραίων, τον τρόπο που εξασκούν την εξουσία τους ακόμα και ‘στους ομοίους τους’, ή ακόμη-ακόμη και η στοχοποίηση των κόσερ σφαγών και των υπόλοιπων εβραϊκών εθίμων, δεν είναι φήμες για τους εβραίους που απλώς έχουν σταματήσει να υπάρχουν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και το Ολοκαύτωμα.

Αρκεί να θυμηθούμε ότι ειδικά σε σχέση με το τελευταίο, ότι συγκεντρώσεις ενάντια στις κόσερ (εβραϊκές) και τις χαλάλ (μουσουλμανικές) σφαγές ζώων έχουν προωθηθεί από ένα σύγχρονο ρεύμα φιλό-ζωων ή οικολόγων ευρείας κλίμακας, που περιλαμβάνει από αριστερούς μέχρι φασίστες διαμαρτυρόμενους αλλά και θεσμικά όργανα ακόμη, χωρών της ευρωπαϊκής ένωσης. Το κόσερ και το χαλάλ φαγητό, είναι ένα σχετικά νέο πεδίο, όπου δοκιμάζονται οι λόγοι που δοκιμάστηκαν σε επίπεδο πολιτισμικού ρατσισμού εξάλλου και για τη μουσουλμανική μαντήλα, μολονότι φυσικά οι πρακτικές διαφορές με την (ελληνική-)χριστιανική σφαγή ζώων είναι ανύπαρκτες.

Για να γυρίσουμε στο ναζιστικό φιλμ, οι εικόνες αυτές βρίσκονται σε μια συνέχεια με άλλες ναζιστικές παραγωγές του Γκέμπελς, γερμανικές ταινίες και ντοκιμαντέρ, όπως π.χ. το γνωστό ‘ο Αιώνιος Εβραίος’ (Der Ewige Jude) το οποίο πέρυσι είχε προβληθεί στην κατάληψη Ανάληψη στον Βύρωνα από συντρόφους εκεί και είχε ακολουθήσει σχετική συζήτηση για τον αντισημιτισμό και την προπαγάνδα. Έτσι, το ντοκιμαντέρ της Hersonski αναδεικνύεται ως μια καλή αφορμή όχι μόνο για να συζητηθεί το ιστορικό ζήτημα του αντισημιτισμού αλλά και το βάρος του αγώνα εναντίον του σήμερα.

Κάτι που θίγεται, επιπλέον, στο ντοκιμαντέρ της Hersonski και έχει ακόμα και σήμερα σημασία βέβαια είναι το ζήτημα των εβραϊκών διοικήσεων (ή, αλλιώς το ζήτημα Judenrat) που είχαν διορίσει οι ναζί για τους εβραϊκούς πληθυσμούς υπό κράτηση και, τελικά, υπό εξόντωση. Όπως φαίνεται από το ντοκιμαντέρ οι ναζί στόχευαν ήδη από τα χρόνια της γενοκτονίας ότι πρέπει να ρίξουνε τις ευθύνες στις ίδιες τις εβραϊκές διοικήσεις για την εξόντωση του λαού τους, προκειμένου βέβαια να αποφύγει το Τρίτο Ράϊχ την ευθύνη για το Ολοκαύτωμα ή, τουλάχιστον, οι δολοφόνοι να σχετικοποιήσουν τις δικές τους ευθύνες, καταλογίζοντας τελικά ευθύνη και στα ίδια τα θύματα. Το ζήτημα αυτό που μεταχειριζόταν με μαεστρία η ναζιστική προπαγάνδα επανήλθε στη δημόσια σφαίρα στη δεκαετία του ’60 όταν η Χάνα Άρεντ το ανέδειξε μέσα από το βιβλίο της ‘Ο Άϊχμαν στην Ιερουσαλήμ’. Και είναι ένα θέμα το οποίο είχε τη δική του ελληνική εκδοχή, εφόσον η εθνική αφήγηση στην ελλάδα ρίχνει ακόμα και σήμερα μέρος της ευθύνης για την εξόντωση του σαλονικιώτικου εβραϊσμού στον τότε αρχιραβίνο της Θεσσαλονίκης Τσβι Κόρετς, μια αφήγηση φυσικά βολική μιας και απομακρύνει κάθε συζήτηση από τις ευθύνες των ελλήνων, σε επίπεδο κράτους και κοινωνίας. Και μια αφήγηση βέβαια την οποία έχουν αντικρούσει σθεναρά και τεκμηριωμένα οι ανεξάρτητοι –από το ελληνικό κράτος και τα ελληνικά κόμματα– ιστορικοί Ρένα Μόλχο και Ιακώβ Σιμπή. Ειδικά, δε, στο πρόσφατο βιβλίο του Ι. Σιμπή με τίτλο ‘Η Διάσωση’ υπάρχει ένα ολόκληρο κεφάλαιο το οποίο πραγματεύεται αναλυτικά το ζήτημα των Judenrat, δείχνοντας πως η συντριπτική πλειοψηφία των εβραϊκών διοικήσεων σε κάθε χώρα, αν δεν συμμετείχε η ίδια σε μορφές αντίστασης στην εκάστοτε ναζιστική κατοχή, είχε τουλάχιστον την ίδια ακριβώς κατάληξη με όλους τους υπόλοιπους εβραίους. Συνεπώς, η μεταπολεμική αγωνία να επιμεριστούν οι ευθύνες της γενοκτονίας μεταξύ ναζί και εβραίων δεν γυρεύουν παρά μία σκοπιμότητα, να ‘γκριζάρουν’ το ζήτημα της ευθύνης για τους πρωτεργάτες και κύριους εκτελεστές της εξόντωσης.

Αξίζει να ειπωθεί πληροφοριακά ότι το γκέτο της Βαρσοβίας υπήρξε το μεγαλύτερο γκέτο για εβραίους στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. ‘Φιλοξένησε’ γύρω στο μισό εκατομμύριο εβραίους, κυρίως Πολωνούς αλλά και Γερμανούς. Όλοι αυτοί οι ουσιαστικά κρατούμενοι της ναζιστικής πολεμικής μηχανής έπρεπε να επιζήσουν σε μόλις 7,5 τετραγωγικά χιλιόμετρα –μια έκταση μικρότερη δηλαδή από τον Δήμο Χαλανδρίου– και με το ελάχιστο δυνατό φαγητό, με αποτέλεσμα ο θάνατος λόγω πείνας και ασθενειών να θερίζει. Είναι ενδεικτικό πως 92.000 από τους κατοίκους του γκέτο εξοντώθηκαν μέσω του υποσιτισμού αλλά και των εκτελέσεων που συνόδευαν πιθανά… παραπτώματά τους, όπως η λαθρεμπορία καρότων, πατάτας κτλ. Η μεγάλη πλειοψηφία των εβραίων του γκέτο της Βαρσοβίας, 265.000 άτομα, εξοντώθηκε βέβαια στους θαλάμους αερίων της Τρεμπλίνκα και άλλοι 42.000 εβραίοι εξοντώθηκαν στο στρατόπεδο του Μάϊντανεκ.

Save

Save

Φωτιές που καίνε ακόμα (1917-2017)

  

Εννιά Αυγούστου. Στο Βήμα. Συναγερμός στο ελληνικό κράτος για φωτιά από πρόθεση στο άλσος Βεϊκου, εμπρησμό δηλαδή. Όταν μιλάμε για το σήμερα η καταστροφή είναι ένας άμεσα αναγνωρίσιμος κίνδυνος. Μάλιστα, η πρόθεση εμπρησμού από αγνώστους κι αυτή αναγνωρίζεται από χιλιόμετρα. Εννιά Αυγούστου. Επίσης, στο Βήμα. Σε διπλανή στήλη. Διαφημίζεται arty ντοκιμαντέρ και το άρθρο του κ. Ζουμπουλάκη κοσμείται από τον ελεγκάντ τίτλο ‘Στάχτες και Διαμάντια’. Αναφέρεται στη μεγάλη πυρκαγιά του 1917 στη Θεσσαλονίκη η οποία κατέκαψε όλο το κέντρο της πόλης. Για την οποία πυρκαγιά βέβαια τίποτα δεν λέγεται στο άρθρο, και ούτε καν υπονοείται για το αν υπήρξε πρόθεση ή έστω αν ωφελήθηκε κάποιος από τα αποτελέσματά της. Η πυρκαγιά που έκαψε το εβραϊκό κέντρο της Θεσσαλονίκης τον Αύγουστο του 1917 και από την οποία πρόσφατα συμπληρώσαμε 100 χρόνια χρονικής απόστασης, χρωματίζεται στον τίτλο του άρθρου σαν πηγή ζωής, πηγή δημιουργίας της πόλης. Λες και η πόλη περίμενε να φύγουν τα σπίτια των εβραίων από το κέντρο για να αρχίσει να ζει.

Αλλά όσο πονηρό είναι αυτό το κράτος και οι δημοσιογράφοι του σήμερα και αναγνωρίζει τους εμπρησμούς από μακριά και, μάλιστα, άλλοτε, όταν η σκοπιμότητα δεν μπορεί να αποδειχθεί, χρεώνεται σε συνωμοσιολογικά σενάρια του στυλ «Τούρκοι πράκτορες καίνε τα δάση μας για να προκαλέσουν χάος στη χώρα», άλλο τόσο καχύποπτοι πρέπει να είμαστε κι εμείς. Είναι κοινό μυστικό, εξάλλου, σε όποιον ακαδημαϊκό έχει ασχοληθεί με αυτή την πυρκαγιά του 1917 στη Θεσσαλονίκη πως αν αυτή η φωτιά δεν μπήκε από ελληνικό χέρι, εμφανίστηκε σαν μάννα εξ ουρανού. Αποδείξεις βέβαια 100 χρόνια αργότερα είναι δύσκολο κανείς να βρει. Οπότε θα αρκεστούμε στις φήμες που διαδίδει ο Ηλίας Πετρόπουλος στο σχετικό του βιβλίο για τη φωτιά. Αλλά ας μην ξεχάσουμε ότι αυτό που ο κ. Ζουμπουλάκης και το νέο ντοκιμαντέρ ονομάζει ως «η φωτιά που γέννησε μια πόλη», ήταν μια φωτιά που ξεσπίτωσε 50.000 εβραίους, 12.000 χριστιανούς και 10.000 μουσουλμάνους, όλο το κέντρο της πόλης δηλαδή, το οποίο –πέντε χρόνια μετά την κατάκτηση της Θεσσαλονίκης από τον ελληνικό στρατό- δεν θύμιζε ακόμη σε τίποτα ελληνική πόλη. Μετά την πυρκαγιά, όλη η έκταση που είχε καεί, απαλλοτριώθηκε από το ελληνικό κράτος με έναν νόμο που ψηφίστηκε λίγες μέρες μόνον μετά. Τα οικόπεδα δόθηκαν σε νέους ιδιοκτήτες – ελληνικής καταγωγής προφανώς – μετά από πλειστηριασμούς και στους οποίους δεν είχαν κανένα λόγο να παρευρίσκονται οι πάμφτωχοι παλιοί ιδιοκτήτες των σπιτιών, οι οποίοι και μετακινήθηκαν σε καταυλισμούς πυρόπληκτων που βρίσκονταν εκτός της ακτίνας του κέντρου της πόλης, στον συνοικισμό 151 και αλλού. Επρόκειτο για την πρώτη πράξη του μεγάλου ελληνικού εγχειρήματος από-εβραιοποίησης της Θεσσαλονίκης. Η δεύτερη πράξη παίχτηκε δεκαπέντε χρόνια αργότερα, με το πογκρόμ του Κάμπελ το 1931, όταν 10.000 εβραίοι περίπου αντιλήφθηκαν νωρίς πως το φασιστικό πογκρόμ είχε κρατική κάλυψη και, συνεπώς, αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν από την πατρίδα τους στην Παλαιστίνη. Η τελευταία πράξη, ως γνωστόν, έλαβε χώρα με τον εκτοπισμό του συνόλου του σαλονικιώτικου εβραϊσμού στα στρατόπεδα εξόντωσης στην Πολωνία.

 

stepanyant tsp 27.10.2017